Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Μιχαήλ Φραντζέσκα. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Μιχαήλ Φραντζέσκα. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

19 Ιουλίου 2021

Τόλης Βοσκόπουλος - ανταπόκριση (2017)


Ιούλιο έμελλε να φύγει ο Τόλης Βοσκόπουλος, τον μήνα των γενεθλίων του, λίγο πριν γίνει 82 ετών. Ιούλιο έτυχε να τον δω κι εγώ πάνω στη σκηνή, 4 χρόνια πριν. Η Χριστίνα Κουτρουλού έφερε δώρο τα εισιτήρια, οι δημοσιογραφικές διασυνδέσεις κανόνισαν κι ένα φωτογραφικό πάσο για τον Θάνο Λαΐνα και 11 Ιουλίου του 2017 βρεθήκαμε στη Νίκαια, στο Κατράκειο, έχοντας τον Άρχοντα Τόλη ενώπιόν μας. 

Στεναχωρήθηκα πολύ με τα νέα του θανάτου του, καθώς για μένα ήταν ένας αγαπημένος καλλιτέχνης ο Τόλης Βοσκόπουλος. Στα χρόνια μάλιστα της Συχνοτικής Συμπεριφοράς είχαμε την τύχη να μοιραστούμε πολλές φορές αυτή την αγάπη με τον Στυλιανό Τζιρίτα και στον ραδιοφωνικό αέρα –σε βαθμό που οι ακροατές είχαν μάθει να περιμένουν ανά πάσα στιγμή κάποιο ξαφνικό σχόλιο ή κάποιο τραγούδι από την (πλούσια) δισκογραφία του. Ο Τόλης ήταν παρών ακόμα και στην αυλαία της εκπομπής μας, κάνοντάς μας να αναρωτηθούμε μήπως στο "Είναι Το Κάτι Που Μένει" (1977) έδωσε τη «σωστή απάντηση» στα γνωστά ερωτήματα του Προυστ για τον Χρόνο.

Έβαλα αρκετά από αυτά τα τραγούδια και ξανάπαιξαν μετά τα θλιβερά μαντάτα. Αλλά ήταν εν τέλει στη συναυλία στο Κατράκειο όπου γυρνούσε διαρκώς ο νους. Κυρίως σε εκείνη την απροσδόκητη έναρξη: μόλις φάνηκε δηλαδή ο Τόλαρχος (όπως τον έλεγε ο Τζιρίτας), χιλιάδες κόσμου σηκώθηκαν όρθιοι χειροκροτώντας και φωνάζοντας «σ' αγαπάμε». Ακόμα και ο ίδιος, τα έχασε. Κι έμεινε για λίγο να κοιτάζει γύρω του έκπληκτος, μα και φανερά συγκινημένος.

Αυτός ήταν ο Τόλης Βοσκόπουλος, κυρίες και κύριοι. Ο μεγαλύτερος και πιο ανεπανάληπτος σταρ που ανέδειξε το νεότερο ελληνικό ρεπερτόριο. Ένας τραγουδιστής ικανός να μεταμορφώσει το πλέον μελό άσμα σε ερωτική ελεγεία, ο οποίος αγαπήθηκε από τον κόσμο γι' αυτό ακριβώς το συναίσθημα που έμπαζε σε κάθε «σερβίρισμα». Κι ας τον σνόμπαρε για χρόνια η αγέλαστη πλευρά της κριτικής κι εκείνη η εγχώρια διανόηση η οποία ποτέ δεν συγχωρεί τα λαϊκά παιδιά που αναζητούν διέξοδο από τα στριμώγματα της ζωής στα φώτα της σόου μπιζ και στα χρήματα των θεαμάτων.

Καλά να 'μαστε και δεν θα πάψουμε να μιλάμε για τον Τόλη ή για τη Φιλιώ Πυργάκη –μια άλλη αγαπημένη φωνή, ενός διαφορετικού χώρου, που επίσης σίγησε κάποιες μέρες πριν. Κάπως, κάπου, θα το κάνουμε· σε πείσμα συνθηκών, αναποδιών και κλειστών μυαλών. Για την ώρα, το αντίο θα ειπωθεί με την ανταπόκριση που προέκυψε από εκείνη τη βραδιά στο Κατράκειο, η οποία λογίζεται πλέον ως ανεκτίμητος θησαυρός. Δημοσιεύτηκε, τότε, στο Avopolis και αναδημοσιεύεται εδώ με μικρές, αισθητικής φύσης τροποποιήσεις.

* οι χρησιμοποιούμενες φωτογραφίες προέρχονται από την εν λόγω συναυλία και ανήκουν στον Θάνο Λαΐνα  


Στη διεθνή ορολογία, το αποκαλούμε «standing ovation». Και στη γλώσσα της κριτικής αποτελεί αδιάψευστο δείκτη διάκρισης και ενθουσιασμού για μια ζωντανή καλλιτεχνική περίσταση –εμείς το λέμε «χειροκρότησαν όλοι όρθιοι». Το θέμα είναι ότι, συνήθως, έτσι κλείνει η όποια συναυλία ή παράσταση. Στο Κατράκειο, όμως, έγινε το αντίθετο: έτσι άρχισε το κυρίως πιάτο της βραδιάς, με χιλιάδες κόσμου να επιφυλάσσουν θριαμβευτική υποδοχή στον Τόλη Βοσκόπουλο, ο οποίος έμεινε για λίγο να κοιτάει έκπληκτος και φανερά συγκινημένος. Ακόμα κι αυτός, που τόσες δόξες έχει ζήσει, έχασε τα λόγια του απέναντι στα αυθόρμητα «σ' αγαπάμε» που ακούστηκαν ολούθε. 

Αυτή η υποδοχή έχει ακόμα μεγαλύτερη αξία αν σκεφτεί κανείς ότι στο Κατράκειο δεν αρχίσαμε καλά. Δεν ξέρω δηλαδή πώς το είχε σχεδιάσει ο διακεκριμένος μπουζουξής και μαέστρος Μανώλης Καραντίνης –ο οποίος είχε την καλλιτεχνική επιμέλεια της συναυλίας– θεωρώ πάντως ότι αγνοήθηκαν ορισμένες σημαντικές παράμετροι: ήταν καθημερινή, το κοινό ήρθε από νωρίς στο θέατρο για να βρει μια καλή θέση, κάμποσος κόσμος ταξίδεψε από πολύ μακρινές συνοικίες δίχως δικό του μεταφορικό μέσο. Παρεκτός λοιπόν και υπήρχε η εντύπωση ότι μόνο συνταξιούχοι από τα πέριξ της Νίκαιας θα έδιναν το παρών, δεν υπολογίστηκε ούτε η κούραση της ήδη εργάσιμης, ούτε η λογική λήξη, που θα επέτρεπε να επιστρέψουμε νωρίς για να αντιμετωπίσουμε το ξυπνητήρι της επόμενης μέρας.

Θέλω να πω με όλα αυτά ότι ο Καραντίνης έστησε το πρόγραμμα με λογική πίστας και όχι σαν συναυλία. Και έπρεπε έτσι να περιμένουμε μέχρι τις 11 για να βγει «η φίρμα» (11 λένε βέβαια ότι έβγαινε και παλιά στα κέντρα ο Βοσκόπουλος), γεμίζοντας εντωμεταξύ μία ολόκληρη ώρα συν κάτι ψιλά με την ...υποστήριξη, δηλαδή τη Μαρία Γράμψα –με την οποία ξεκίνησε το πρόγραμμα– και τη Φραντζέσκα Μιχαήλ, που το κράτησε ώσπου να έρθει η ώρα του πρωταγωνιστή. 


Η Μαρία Γράμψα, τώρα, ήταν εξαιρετική. Φωνή θαυμάσια, γυμνασμένη, με ικανότητες για λυρικό τραγούδι, μα και με έναν απόηχο από τα ζεστά «χρώματα» της Τζένης Βάνου και της Γιοβάννας. Επιπλέον, ήταν προικισμένη και με μια μπριόζα παρουσία, κερδίζοντας έτσι πόντους και με το πώς στάθηκε πάνω στη σκηνή. Μας είπε πολύ ωραία τα περισσότερα από τα τραγούδια που της αναλογούσαν (π.χ. το "Αν Θυμηθείς Τ' Όνειρό Μου" ή το "Τόσα Καλοκαίρια"), αφήνοντάς με να αναρωτιέμαι πώς μια τόσο πλήρης ερμηνεύτρια δεν έχει έναν έστω προσωπικό δίσκο. Αν κάπου σκόνταψε, ήταν νομίζω στη Βίκυ Μοσχολιού: το μέταλλό της δεν ήχησε όσο λαϊκά χρειαζόταν για το "Δεν Ξέρω Πόσο Σ' Αγαπώ", άσχετα αν πρόκειται για κοσμαγάπητο άσμα, οπότε το μουρμουρίσαμε όλοι.


Η Φραντζέσκα Μιχαήλ είναι τραγουδίστρια εντελώς άλλου τύπου. Πιο εντυπωσιακή ως παρουσία, με ένα πιο επίσημο και «λαμπερό» φόρεμα, εκπροσώπησε στο Κατράκειο τον φαντεζί κόσμο των μπουζουκιών. Και ίσως εδώ βρισκόταν το πρόβλημα, γιατί κλήθηκε να πει ρεπερτόριο έξω από τα νερά αυτά. Κι έτσι, ενώ έδειξε ότι δεν στερείται ορισμένων ερμηνευτικών χαρισμάτων (την ακούσαμε ανά σημεία με ενδιαφέρον σε πιο χαμηλές νότες), εκτέθηκε ποικιλοτρόπως –πότε επειδή κάποιος αποφάσισε ότι έπρεπε να πει το "Προσωπικά" της Ελένης Δήμου (γιατί;), πότε επειδή κι εκείνη δεν έδειξε την απαιτούμενη συναίσθηση, αποδίδοντας λ.χ. τα πιο δραματικά σημεία του "Αγάπη Που 'Γινες Δίκοπο Μαχαίρι" με ένα ...πάλλευκο, μέχρι τα αυτιά χαμόγελο, σε ένα αληθώς γελοίο στιγμιότυπο. Φοβάμαι λοιπόν ότι μας εξόντωσε και μας εκνεύρισε, έστω κι αν εν τέλει ήταν τόση η χαρά όταν είδαμε μπροστά μας τον Βοσκόπουλο, ώστε τα λησμονήσαμε όλα. 

Για τον Τόλη Βοσκόπουλο, τώρα, δεν ξέραμε τι να περιμένουμε. Όχι μόνο γιατί έχουν περάσει τα χρόνια, αλλά και γιατί πρόσφατη ήταν και μια περιπέτεια υγείας που ο ίδιος μας αποκάλυψε ότι ήταν πολύ πιο σοβαρή από όσο είχε διαρρεύσει στον Τύπο. Νομίζω πάντως ότι οι περισσότεροι ήμασταν απλά χαρούμενοι που τον βλέπαμε μπροστά μας στο κομψό μπλε κοστούμι του, με τη χαρακτηριστική ποσέτ στην τσέπη: θα τον συνοδεύαμε ευχαρίστως στο ρεπερτόριο, με κάθε πάσα την οποία θα μας έδινε. Δεν είχαμε ιδέα, όπως αποδείχθηκε.


Γιατί ο Βοσκόπουλος αποτυπώθηκε τρανταχτά υπέροχος εκεί στο Κατράκειο. Ναι, ο χρόνος έχει φέρει απώλειες ευδιάκριτες στις φωνητικές του χορδές, όμως η χροιά και τα χρώματά του ήταν ακόμα εκεί, ενώ ο ίδιος παραμένει ένας μεγάλος άσσος στο «σερβίρισμα», ξεσηκώνοντάς μας έτσι απλά με μερικές κινήσεις των χεριών του, με τις συσπάσεις του προσώπου, με την έμφαση που έδινε σε μεμονωμένα φωνήεντα ή σε επιλεγμένες λέξεις. Πραγματικά, δεν ξέρω άλλον Έλληνα τραγουδιστή να έχει μετατρέψει την υπερβολή σε μια τόσο προσωπική τέχνη. Ακόμα λοιπόν και μακριά πια από το ζενίθ του, ο Βοσκόπουλος παραμένει ένας τραγουδιστής βγαλμένος από μια εποχή του ελληνικού πενταγράμμου που μοιάζει ολοένα και πιο «μαγική», όσο γεμίζουμε νεότερους δίχως αυτό το «κάτι» που έκανε ερμηνευτές σαν αυτόν να αναγορευτούν πρίγκιπες σε μια εποχή γεμάτη κολοσσούς.


Η λογική πίστας με την οποία στήθηκε η συναυλία δεν επέτρεψε δυστυχώς σε όλα τα τραγούδια να ακουστούν ολόκληρα: κάποια παίχτηκαν βέβαια έτσι, μα πολλά ακούστηκαν ως ποτ-πουρί, σε έναν απόηχο της δεκαετίας του 1980. Μερικά ήθελα προσωπικά να τα ευχαριστηθώ περισσότερο (το "Ανεπανάληπτος" π.χ. και το "Οι Άντρες Δεν Μιλούν Πολύ"), γενικά όμως δεν υπάρχει νομίζω χώρος για παράπονα. Ο Βοσκόπουλος παρέλασε από όλες του τις μεγάλες επιτυχίες με τον έναν ή τον άλλον τρόπο και είπε όχι μόνο όσα περίμεναν οι φίλοι του ("Οι Αναμνήσεις", "Το Φεγγάρι Πάνωθέ Μου", "Εγώ Αγαπώ Μία", "Πριν Χαθεί Το Όνειρό Μας", "Θα Κόψω Για Σένα Τη Νύχτα Στα Δύο", "Είναι Το Κάτι Που Μένει", "Παρακαλώ", "Κι Έλεγες", "Αποκοιμήθηκα"), μα και ακόμα παραπάνω. Και η απροσδόκητη έλευση του Μίμη Πλέσσα στη σκηνή υπήρξε η «νοστιμιά» της βραδιάς, προσφέροντας παράλληλα και το πρώτο της highlight, όταν ο ευδιάθετος και ενεργητικός συνθέτης κάθισε στο πιάνο και ο Βοσκόπουλος έπιασε το "Γλυκά Πονούσε Το Μαχαίρι".

Ένα τελευταίο ευχαριστώ και ένα «Μακάρι να ξανασυναντηθούμε» ήταν ο τρόπος με τον οποίον διάλεξε να μας καληνυχτίσει ο Τόλης Βοσκόπουλος. Είτε πάντως ανταμώσουμε και πάλι, είτε όχι, το μόνο σίγουρο είναι ότι στο Κατράκειο σφράγισε το πόσο ανεπανάληπτος έχει μείνει για όλους εμάς που αγαπάμε το ελληνικό τραγούδι χωρίς να ασχολούμαστε με «όχθες» και λοιπές ανοησίες, εκπορευόμενες συνήθως από όσους είναι απλά χαμένοι στα μαύρα τους μεσάνυχτα.