Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Παπαδημητρίου Άννα. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Παπαδημητρίου Άννα. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

02 Σεπτεμβρίου 2020

45 χρόνια στα Σαγόνια του Καρχαρία, μέρος 1: το βιβλίο του Peter Benchley



Είναι κοινός τόπος σε πολλές σινεφίλ ή/και λογοτεχνικές συζητήσεις, ότι τα βιβλία που γίνονται ταινίες χάνουν πάντα ένα μέρος της γοητείας τους, ανεξάρτητα από το πόσο καλό προκύπτει το κινηματογραφικό αποτέλεσμα. Τα Σαγόνια του Καρχαρία, όμως, είναι ένα διάσημο παράδειγμα περί του αντιθέτου: το θρυλικό φιλμ του Στίβεν Σπίλμπεργκ (1975) ήταν καλύτερο από το μυθιστόρημα του Peter Benchley στο οποίο βασίστηκε, έστω κι αν δεν γινόταν να υπάρξει δίχως αυτό.

Ο Peter Benchley έγινε βεβαίως παγκοσμίως διάσημος με το Jaws (1974) και έβγαλε πολλά λεφτά. Από άλλες όμως απόψεις, το βιβλίο εν καιρώ του έγινε βραχνάς. Η οπτική του λ.χ. πάνω στους καρχαρίες εμπλουτίστηκε σημαντικά με τα χρόνια και είδε έτσι με φρίκη το κύμα άσκοπης θανάτωσής τους που σημειώθηκε στον απόηχο του κατακλυσμιαίου θριάμβου της ταινίας. Επίσης, έπρεπε συχνά να εξηγεί ότι δεν βάσισε το μυθιστόρημα στα όσα συνέβησαν το 1916 στο Νιού Τζέρσεϊ -γεγονότα που αναφέρονται στο σενάριο, μα όχι στις σελίδες. Παρά ταύτα, ακόμα και σήμερα, τα σχετικά ντοκιμαντέρ επαναλαμβάνουν ως καραμέλα την υποτιθέμενη συσχέτιση με τα Σαγόνια του Καρχαρία. Ο διάσημος ψαράς Frank Mundus και ο μεγάλος λευκός καρχαρίας που έπιασε το 1964 στο Long Island, πυροδοτώντας τη φαντασία του συγγραφέα μαζί με βιβλία σαν το The Shark: Splendid Savage of the Sea του Ζακ-Υβ Κουστώ (1970) ή ντοκιμαντέρ όπως το Blue Water White Death του Peter Gimbel (1971), έχουν σκουπιστεί κάτω από το χαλί.

Η εμπορική επιτυχία του βιβλίου ήταν τεράστια (σύμφωνα με τη βρετανική εφημερίδα Independent ξεπέρασε τα 20.000.000 αντίτυπα σε πωλήσεις), αλλά στους κριτικούς δεν άρεσε –φαίνεται μάλιστα ότι δεν ικανοποίησε ούτε και τον Σπίλμπεργκ, όταν έκατσε να το διαβάσει για τους σκοπούς της κινηματογραφικής μεταφοράς. Οι ενστάσεις, πλήθος: σε άλλους ξίνισε η γραφή του Benchley, άλλοι το θεώρησαν κάτι σε Μόμπι Ντικ με τον λευκό καρχαρία να παίρνει τη θέση της φάλαινας, άλλοι διαμαρτυρήθηκαν για το βαρετό της πλοκής. Υπήρξαν βέβαια και κάποιοι που επισήμαναν τα εντελώς αντίθετα, όμως βρέθηκαν εκτός της κυρίως τάσης της τότε λογοτεχνικής αποτίμησης.



Δεν είναι δύσκολο να καταλάβει κανείς γιατί οι σοβαροί κριτικοί που έγραφαν στα μέσα της δεκαετίας του 1970 για το Time ή τη Village Voice περιφρόνησαν το Jaws του Benchley. Πρόκειται για ένα λαϊκό μυθιστόρημα, δίχως περίτεχνα φιλοτεχνημένες περιγραφές ή ιδιαίτερα περίπλοκους ήρωες: μόνο η αρχή του κεφαλαίου 5, με εκείνη την υγρή, πυκνή ομίχλη «που νόμιζες πως είχε γεύση, μια γεύση ξυνή κι αλμυρή», κλείνει το μάτι προς τον κόσμο μιας πιο πολυδιάστατης λογοτεχνίας. Στον αντίποδα, οι φαντασιώσεις βιασμού της Έλεν Μπρόντι πρέπει ακόμα και τότε να φάνηκαν ως μια πολύ κακή επιλογή για τη σεξουαλικοποίηση των συναισθηματικών της αδιεξόδων.

Ό,τι όμως μένει απλό, κακώς εξισώθηκε με το ρηχό. Ο Benchley αντιμετωπίζει πράγματι ορισμένα ζητήματα πλοκής: το φινάλε, ιδιαίτερα, είναι απογοητευτικά στημένο, ενώ η παράπλευρη ιστορία με τη δράση της Μαφίας στο Άμιτι μένει υπερβολικά μετέωρη. Καταφέρνει ωστόσο να αποτυπώσει πειστικά τον ήσυχο μα και περιορισμένο κόσμο μιας παραλιακής κωμόπολης που ζει αποκλειστικά από τους θερινούς επισκέπτες, όπως και τις ταξικές διαφορές που υπόγεια μα πεισματικά καθορίζουν πολλές καθημερινότητες. Πρώτα και κύρια του πρωταγωνιστή Μάρτιν Μπρόντι, με τρόπους μάλιστα τους οποίους δεν αντιλαμβάνεται ούτε ο ίδιος στην πληρότητά τους, αφού διαβρώνουν τελικά ακόμα και τον γάμο του. Συχνά, μάλιστα, ο καρχαρίας είτε βγαίνει από το προσκήνιο, είτε γίνεται μοχλός πίεσης, ο οποίος αποκαλύπτει τις πραγματικές διαστάσεις και τις πραγματικές ανασφάλειες κάτω από τη ρουτίνα της καθημερινότητας στο Άμιτι. Την οποία εκπροσωπούν χαρακτήρες γερά πλασμένοι, ακόμα κι αν μερικές φορές η συμπεριφορική τους τείνει προς το στερεότυπο.



Ο καρχαρίας, τώρα, σε πολλά ίσως ξενίσει τον σύγχρονο, ενημερωμένο αναγνώστη, που ξέρει σαφώς περισσότερα από τον Benchley του 1974, όσο ενημερωμένος κι αν ήταν εκείνος επί του θέματος τότε. Σήμερα, δηλαδή, γνωρίζουμε ότι πρόκειται για πιο περίπλοκα ζώα, πράγμα που επισήμανε άλλωστε και ο ίδιος ο συγγραφέας λίγο πριν τον θάνατό του, λέγοντας ότι, με όσα ήξερε πλέον το 2000, δεν θα μπορούσε ποτέ να γράψει κάτι σαν το Jaws. Αν όμως εξαιρέσουμε αυτό το πλαίσιο, τα όσα συμβαίνουν στο Άμιτι διαθέτουν τη δική τους τρομακτική διάσταση: για λίγο τουλάχιστον, μπαίνεις κι εσύ στον πειρασμό να πιστέψεις ότι τους έχει τύχει ένας πιο διαβολικός μεγάλος λευκός από τα συνηθισμένα, με τον Benchley όμως να τον θέτει σε μόνιμη αντίστιξη με το πραγματικό «κακό», το οποίο φωλιάζει στο Άμιτι ανάμεσα σε άπληστους επιχειρηματίες και συμφεροντολόγους δημοσιογράφους (μια σημαντική επιτυχία του μυθιστορήματος). Το δε σασπένς κορυφώνεται ωραία, με κρεσέντο, αλλά και με ξεφουσκώματα, αποκτώντας ιδιαίτερα δραματική διάσταση λίγο πριν το άδοξο –όπως είπαμε και πιο πάνω– φινάλε.

Η επιτυχία του Jaws έφερε το βιβλίο του Benchley και στην Ελλάδα, όπου εκδόθηκε το 1975 από το Λυχνάρι, σε μετάφραση Άννας Παπαδημητρίου. Η έκδοση έχει κάμποσες τυπογραφικές αβλεψίες, ενώ η δουλειά της μεταφράστριας δεν κρίνεται πάντοτε προσεγμένη στις λεπτομέρειες: άλλοτε είναι η ορθογραφία αυτή που βγάζει μάτι (η Σελήνη και το ...σέλινο μπλέκουν παράδοξα στην «ασέλινη νύχτα» της σελίδας 12, ενώ το «έδωσε μια κλίση στον συνοδό της» στη σελίδα 21 με διασκέδασε ιδιαιτέρως) κι άλλοτε κυριαρχεί μια προχειρότητα, αφού δεν μεταφράζονται σε κατανοητά νούμερα αγγλοσαξονικές μονάδες μέτρησης τύπου γυάρδες και πόδια (50 γυάρδες από την παραλία, λέει, ευτυχώς που έχουμε Google σήμερα και κάνουμε επί τόπου τη μετατροπή). Στη σελίδα 243, επίσης, αποδίδει το «tried it straight» του πρωτοτύπου σε «να δοκιμάσει τον σωστό τρόπο». Ίσως βέβαια να συγχωρείται με δεδομένα τα όσα πίστευαν οι άνθρωποι στην Ελλάδα το 1975 για τις ομοφυλοφιλικές σεξουαλικές προτιμήσεις, στις μέρες μας ωστόσο πρόκειται για άκομψο και καταφανές λάθος. Σε άλλα πάντως ζητήματα ουσίας –ροή στα ελληνικά, περιγραφές, αμεσότητα διαλόγων– η Παπαδημητρίου έχει καλά αποτελέσματα.