Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Bowie David. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Bowie David. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

07 Μαρτίου 2024

David Bowie - Blackstar [δισκοκριτική, 2016]


Όταν έκατσα να γράψω μια κριτική στο «Blackstar» του David Bowie, πίσω στον Iανουάριο του 2016, δεν είχα ιδέα από τα όσα είχε σχεδιάσει, κάνοντας μια τελευταία υπόκλιση στο κοινό, μα και στην τέχνη του, καθώς ήξερε εκείνο που εμείς δεν γνωρίζαμε: ότι ο θάνατος ήταν, πια, πολύ κοντά. Ως γνωστόν, τον βρήκε 2 μόλις μέρες μετά την κυκλοφορία του δίσκου (και του κειμένου μου), αφήνοντας όσους τον αγαπήσαμε άλαλους, σκορπισμένους, δακρυσμένους για μέρες.

Ο δίσκος, τώρα, ακόμα και δίχως αυτήν την παράμετρο, ήταν ένα ποίημα. Είχα κάμποσα χρόνια να ακούσω κάτι τόσο ωραίο από τον Bowie, ήταν δε, όπως έγραψα, πολύ καλύτερο από διάφορα πολυπαινεμένα άλμπουμ της pop/rock επικαιρότητας των 2010s.

Η κριτική πρωτοδημοσιεύτηκε στο Avopolis και αναδημοσιεύεται τώρα κι εδώ, με ορισμένες μικρές, αισθητικής φύσης τροποποιήσεις.

* η χρησιμοποιούμενη φωτογραφία του Bowie προέρχεται από το υλικό που συνόδευσε το βιντεοκλίπ για το τραγούδι "Blackstar"


Σε καιρούς όπου οι περισσότεροι από τους καινούριους ήρωες της ποπ κουλτούρας κάνουν συνήθως κάτι παλιό –κι έτσι δεν αποτυπώνονται ως παντός καιρού φιγούρες, μα ως πρωτεργάτες κάποιας φάσης που γρήγορα, κατόπιν, ξεχνούν ακόμα και υποστηρικτές– ο David Bowie γιορτάζει τα 69 με έναν δίσκο που θα ακούσουν και θα συζητήσουν όλοι. Ακριβώς γιατί εκείνος είναι ένας παλιός ήρωας, που όμως ενδιαφέρεται να κάνει κάτι καινούριο. Με αποτέλεσμα να αναγνωρίζεται ως «μεγάλος καλλιτέχνης» ακόμα και από τη γενιά που θυμάται μόνο την Amy Winehouse ως κάτι παρεμφερές με όσα έχει ακούσει από τους παλιότερους μουσικόφιλους. 

Φοβάμαι, βέβαια, ότι, για πολλούς εκεί έξω, το ★Blackstar έχει ήδη κριθεί κι ας κυκλοφορεί σήμερα. Σε έναν κόσμο, δηλαδή, όπου η μουσική συγκροτεί/ενισχύει ταυτότητες ή χρησιμεύει για την επιβεβαίωση του «ανήκειν» σε μια κοινότητα, τα στρατόπεδα έχουν συγκροτηθεί και η όποια κριτική θα αντιμετωπιστεί με άξονα το αν εξυπηρετεί την ιδεολογία. Είμαστε με τους μύθους; Ή αυτοκαθοριζόμαστε επειδή ακριβώς στεκόμαστε απέναντί τους; Η Κατερίνα Γώγου μπορεί επομένως να γελάσει χαιρέκακα, αφού, για ακόμα μία φορά, η στάση ζωής θα καθοριστεί πράγματι «από το στυλ της καρέκλας». 

Παίζει rock 'n' roll ο Bowie στο ★Blackstar; 
Θα έπρεπε να παίζει, για να μας αρέσει; 
Γουστάρουμε να μην παίζει, γιατί είμαστε από αυτούς που πια βαρέθηκαν το rock 'n' roll; 
Τον θέλουμε αβανγκαρντίστα; 
Ή μήπως τον προτιμάμε αναγνωρίσιμο;
Και, τελικά, πιστεύουμε ότι χωράνε κι άλλα πράγματα στην ποπ κουλτούρα, πέρα από όσα radio friendly τρίλεπτα/τετράλεπτα τηρούν κι έναν έτσι εναλλακτικό κώδικα, για να μη μας πούνε και μεϊνστριμάδες;
 
Είναι πραγματικά αυτά τα ερωτήματα· και είναι κρίσιμα. Τα τροφοδότησε άλλωστε και το ίδιο το περιβάλλον του Bowie, κυρίως ο παραγωγός Tony Visconti, με δηλώσεις τύπου «θέλαμε να αποφύγουμε το rock 'n' roll», «κάναμε κάτι avant-garde», «ακούγαμε πολύ Kendrick Lamar» κτλ. 

Απαντήσεις πολύ συγκεκριμένες, πάντως, μην περιμένετε. Και για μένα, αυτή είναι και η μεγαλύτερη δύναμη του άλμπουμ. Το πώς κυλάει, δηλαδή, από έναν Bowie που δείχνει να έπαθε Scott Walker ή που τριπάρει σε δομές έτοιμες για ακομπλεξάριστη συνομιλία με τη μοντέρνα πλευρά της σύγχρονης τζαζ –που δεν αγαπήθηκε ποτέ πραγματικά από το ποπ/ροκ κοινό, παρά την καταλυτική παρουσία του Miles Davis– σε έναν Bowie ο οποίος ναι μεν δεν ποιεί πια rock 'n' roll, μα ενίοτε τραγουδάει με έναν τρόπο αν μη τι άλλο αναγνωρίσιμο σε όσους εντρύφησαν στο Station To Station και σε λοιπά 1970s μεγαλεία. Ίσως το σημαντικότερο, όμως, να είναι το πόσο απολαμβάνει ο ίδιος το ταξίδι: αποτυπώνεται γλαφυρά στις ερμηνείες, βοηθώντας τις (μαζί βέβαια με τη στούντιο τεχνολογία, ας μην τρέφουμε αυταπάτες) να ξεπεράσουν τις αναπόφευκτες ουλές του χρόνου στις φωνητικές του χορδές.

«Everybody knows me now», λέει κάπου στη μέση του δίσκου (στο "Lazarus"), «I've got nothing left to loose». Και, ξέρετε, το εννοεί. Ο ενθουσιασμός του, η δίψα να ξεφύγει πρωτίστως από το δικό του παρελθόν, η ανάγκη να δει το πώς μπορεί να μοιάζει το αύριο τώρα που ο χρόνος του ίσως να τελειώνει, ξύπνησαν ξανά μέσα του το θηρίο του μεγάλου καλλιτέχνη, οδηγώντας τον σε έναν εξαιρετικό δίσκο. Αλλά και σε μια σπουδαία χειρονομία, rock 'n' roll στην ουσία της, κι ας μην επικαλείται πια τη μορφολογία αυτού. Γιατί πολλοί αναρωτιούνται για τη Ζωή στον Άρη, πολλοί γοητεύονται στην προοπτική, μα λίγοι θα πάρουν ένα διαστημόπλοιο να πάνε εκεί και να αντιμετωπίσουν το ενδεχόμενο. 

Και είναι κρίμα που καλομάθαμε στην ασφάλεια του ατέλειωτου déjà vu οι «επαγγελματίες μουσικογραφιάδες» και τόσο αβασάνιστα προβάλλουμε εδώ και μια 15ετία καλλιτέχνες που δεν κάνουν πολλά πέρα από το να ανακυκλώνουν (λιγότερο ή περισσότερο επιτυχώς) το χθες, απλά και μόνο επειδή μας αρέσει το τάδε ή το δείνα παρελθόν. Ξεχάσαμε (ή έτσι κάνουμε, γιατί εκεί πάει το ρεύμα) ότι το rock 'n' roll δεν ανθεί όταν αναπαύεται στα δοκιμασμένα, αλλά ως δύναμη αμφισβήτησης των έτοιμων, που ψηλαφεί διάφορα «outer limits» κάθε εποχής. Γι' αυτά τα «σύνορα» έρχεται να μας μιλήσει στα σχεδόν 70 του και ο Bowie, κρίμα το μπόι, την ομορφιά και τα νιάτα όσων 20άρηδων μηρυκάζουν ψυχεδέλειες, post-punk, τον ίδιο τον Bowie κλπ. 

Να το έχετε λοιπόν σίγουρο, ότι θα πέσει πολλή γκρίνια. Αλλά το ★Blackstar ξαναρίχνει στο τραπέζι μας το μέτρο με το οποίο θα έπρεπε να κρίνουμε τα πράγματα, όσο κι αν ξεβολεύει κάτι τέτοιο αυτούς που έλπιζαν ότι θα συνέχιζαν να πορεύονται λες και ο Simon Reynolds δεν έγραψε ποτέ το Retromania. Το 2016 μόλις ξεκίνησε και επιτέλους αισθάνεσαι ακούγοντας έναν ας-τον-πούμε-ροκ δίσκο ότι η χρονολογία στο ημερολόγιό σου είναι η σωστή.