Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Reed Parry Richard. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Reed Parry Richard. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

12 Ιουνίου 2023

Richard Reed Parry - Music For Heart And Breath [δισκοκριτική, 2014]


Μια κριτική μου από το 2014 στο άλμπουμ «Music For Heart And Breath»: μια αξιόλογη σόλο περιπέτεια του Richard Reed Parry των Arcade Fire, που τον οδήγησε στη Deutsche Grammophon, άσχετα αν την αγνόησε εντελώς η χίπστερ/ίντι κοινότητα. 

Όπως κι άλλα μου κείμενα της ίδιας περιόδου, η κριτική αυτή πρωτοδημοσιεύτηκε στο Avopolis, του οποίου ήμουν τότε αρχισυντάκτης. Αναδημοσιεύεται τώρα εδώ με μικρές, αισθητικής φύσης τροποποιήσεις.

* η κεντρική φωτογραφία προέρχεται από promo υλικό της εποχής


Με Arcade Fire καύσιμα, μπορείς να πας μακριά αυτές τις μέρες. Να, ο Richard Reed Parry, για παράδειγμα: ταξίδεψε εκεί όπου κανείς Καναδός της ηλικίας του δεν είχε φτάσει μέχρι τώρα. 

Φανταστείτε τον για λίγο, σε ένα σύμπαν δίχως Arcade Fire, να χτυπά την πόρτα της Deutsche Grammophon και να λέει στους ιθύνοντές της –οι οποίοι σέρνουν πίσω τους μια παράδοση που φτάνει στο 1898– για ένα έργο που θα χρησιμοποιούσε ως συνθετικές παραμέτρους την καρδιά και τους πνεύμονες του Ανθρώπου. Ακόμα κι αν λάβουμε υπόψη ότι ο γερμανικός κλασικός κολοσσός έχει πειστεί πως μόνο με ξανοίγματα θα επιβιώσει στον 21ο αιώνα, δύσκολα θα ξανάκουγες νέα του. Όταν όμως είσαι ο Richard Reed Parry των Arcade Fire όχι μόνο σε ακούνε με προσοχή, μα σε υπογράφουν κιόλας, σου βγάζουν τον δίσκο και σου φέρνουν και κοτζάμ Kronos Quartet να παίξουν σε αυτόν. 

Ενδεχομένως, λοιπόν, το Music For Heart And Breath να κυκλοφορούσε ακόμα κι αν κανείς δεν το έβρισκε ως κάτι σπουδαίο. Θυμίζω άλλωστε ότι κλασικές δουλειές έχουν βγάλει πρόσφατα και ο Jonny Greenwood των Radiohead, αλλά και ο Bryce Dessner των National, αμφότεροι λιμνάζοντας σε μια χρυσή μετριότητα. Εδώ, βέβαια, υπάρχει η σπίθα μιας αληθινά πρωτότυπης ιδέας –και απορείς, μάλιστα, που δεν το σκέφτηκε κανείς πριν τον Reed Parry, να συνθέσει με αποκλειστική βάση τους ακούσιους ρυθμούς των χτύπων της καρδιάς και της αναπνοής! Δεν θα αρκούσε, πάντως, αν δεν μεταφραζόταν σε όμορφη μουσική. 

Αυτή η ομορφιά, ωστόσο, δεν αγαπά καθόλου την αμεσότητα. Αγαπά πολύ τη λιτότητα, είναι απλή και αφτιασίδωτη, αλλά επικοινωνεί μέσω μιας διακλάδωσης: θέλει δηλαδή τον χρόνο της για να σου «μιλήσει», θέλει την αμέριστη προσοχή σου, θέλει την εγρήγορση των πιο αφαιρετικών σου δυνάμεων. Μοιάζει με εκείνα τα πρόσωπα που ίσως δεν κοιτάμε στο πρώτο σκανάρισμα σε έναν χώρο, μα αρχίζουμε ξαφνικά να τα βρίσκουμε γοητευτικά μόλις ξεκινάμε να μιλάμε μαζί τους, παρατηρώντας διάφορες μικρές (μα εν τέλει σημαντικές) λεπτομέρειες. 

Αναγνωρίζω ότι κάτι τέτοιο θέτει ένα φράγμα για πολλούς ακροατές· τους προερχόμενους από τα ποπ/ροκ λημέρια, λ.χ., όσους νομίζουν ότι η κλασική μουσική θα έπρεπε να λειτουργεί σαν τα τραγούδια στα οποία είναι συνηθισμένο το αυτί τους. Εξίσου σίγουρο θεωρώ, επίσης, πως εναντίον του άλμπουμ θα εκτοξευτούν οι γνωστές κατηγορίες περί εγκεφαλικότητας και απουσίας συναισθηματικού αποτυπώματος, που –σταθερά, σταθερότατα– ταλανίζουν όποιον τολμήσει να βάλει στο παιχνίδι μια επιπλέον «πίστα» δυσκολίας. Πρόκειται για μια βδελυρή αφήγηση, μουσικογραφιάδων που χτίζουν ταυτότητες υπεριπτάμενοι του «μέσου γούστου», απλά για να τρέξουν να κρυφτούν πίσω του μόλις οι ρωγμές της δισκογραφικής πραγματικότητας καταδείξουν ότι η μουσική δεν εξαντλείται με τους όρους ύπαρξης, δράσης και θριάμβου του τρίλεπτου/τετράλεπτου single.  

Για όποιον αποφασίσει να ανοίξει την πόρτα, ωστόσο, ο Richard Reed Parry έχει φτιάξει εδώ έναν δίσκο που, αν βρίθει σε κάτι, είναι από συναίσθημα. Και είναι μάλιστα καταπληκτικό το πόσο συναίσθημα αναβλύζει από τη σπουδή του πάνω στους ακούσιους ήχους της καρδιάς και της ανάσας μας. Υπάρχει διάχυτος ρομαντισμός πάνω σε τούτες τις κινήσεις –τα έγχορδα τον αναδεικνύουν θριαμβικά– υπάρχουν ρυθμοί οι οποίοι απευθύνονται και στο σώμα σου και όχι μόνο στη διάνοιά σου και, πάνω απ' όλα, μια απαράμιλλη κομψότητα (εδώ είναι το πιάνο που πρωταγωνιστεί, συνήθως): μια λεπτοσμιλεμένη γλυκύτητα, η οποία ίπταται γύρω σου με την αβίαστη χάρη γαλατσίδας παρασυρμένης από ανοιξιάτικη αύρα. Όλο δε το άλμπουμ βρίσκεται σε διαρκή κίνηση κι αυτός είναι ο λόγος που δύσκολα μπορείς να προτείνεις συγκεκριμένα σημεία ως «στάσεις»· είναι δηλαδή η συνολική αίσθηση που μετράει περισσότερο, παρά τα επιμέρους κομμάτια.

Για τον κλασικό κόσμο, το Music For Heart And Breath θα μείνει ως μια ιδιαίτερη δουλειά, που συνεισέφερε το δικό της μικρό λιθαράκι στην όλη εμπειρία, δίχως κατά τα λοιπά να αλλάξει τον χάρτη. Για τους φίλους ωστόσο των Arcade Fire (και γενικότερα αυτού του κομματιού της εναλλακτικής έκφρασης) υπάρχει εδώ η δυνατότητα να προσπελαστούν κι άλλες μουσικές διαστάσεις, παντρεμένη με τη διαπίστωση/προειδοποίηση πως η indie pop/rock έκφραση των ημερών μας στηρίζεται πλέον (και) σε πράγματα με μη κιθαριστικές καταβολές. Κακά μαντάτα δηλαδή για τους τεμπέληδες του δημοσίου λόγου, όσους βολεύονται σε στρουθοκαμηλισμούς και ψευδο-δίπολα για τις αποτιμήσεις τους.