Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Πλέσσας Μίμης. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Πλέσσας Μίμης. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

01 Μαρτίου 2023

Ελίζα Μαρέλλι: «Θέλω Ποτέ Να Μη Χωρίσουμε» - ανταπόκριση (2011)


Τις μέρες αυτές συναντήθηκα ξανά, μετά από χρόνια, με τον Χάρη Παπαϊωάννου –Ολυμπιονίκη του Τζούντο στην Ατλάντα (1996) και γιο της αείμνηστης δόξας του ελαφρού τραγουδιού, Ελίζας Μαρέλλι.

Εκεί που τα λέγαμε, λοιπόν, θυμηθήκαμε και τη βραδιά για το «Ζωγράφειο» της Κωνσταντινούπολης (δείτε εδώ), αλλά και το πώς έγινε και γνωρίστηκα με τη μητέρα του, διατελώντας για ένα διάστημα γραμματέας στον Σύλλογο Φίλων του Ελαφρού Τραγουδιού.

Αιτία, λοιπόν, στάθηκε μια συναυλία της Ελίζας Μαρέλλι. Δεν την έβλεπες συχνά την τραγουδίστρια, στα χρόνια τουλάχιστον που είχα επιστρέψει από τη Βρετανία και δούλευα στα μουσικά. Έτσι, όταν ανακοίνωσε μια βραδιά στον Φιλολογικό Σύλλογο «Παρνασσός», τον Φεβρουάριο του 2011, πήγα να τη δω –εκεί, μάλιστα, θα βρισκόταν και ο Μίμης Πλέσσας, ο οποίος το μακρινό 1952 της είχε γράψει το τραγούδι που έδινε τον τίτλο της εκδήλωσης ("Θέλω Ποτέ Να Μη Χωρίσουμε") και θα τη συντρόφευε στο πιάνο. Η Μαρέλλι διάβασε έπειτα την ανταπόκρισή μου, μου τηλεφώνησε και είπαμε να βρεθούμε για να κάνουμε και μια εκπομπή στο ραδιόφωνο, στη Συχνοτική Συμπεριφορά που είχαμε τότε στους 105,5 Στο Κόκκινο με τον Στυλιανό Τζιρίτα.

Η ανταπόκριση αυτή δημοσιεύτηκε τότε στο Avopolis και αναδημοσιεύεται τώρα κι εδώ, ένεκα της αφορμής, με ορισμένες συντακτικές και αισθητικής φύσης τροποποιήσεις.

* οι χρησιμοποιούμενες φωτογραφίες προέρχονται από τη βραδιά, τις τράβηξε η Στέλλα Κουρμουλάκη


Στην Ελλάδα δεν έχουμε συνηθίσει οι εκδηλώσεις να αρχίζουν στην ώρα τους. Αλλά την Τρίτη στον Παρνασσό η εκκίνηση δόθηκε ακριβώς 10 λεπτά μετά την ανακοινωμένη ώρα έναρξης (19.30) κι αφού ήδη η αίθουσα του φιλολογικού συλλόγου ήταν σχεδόν εντελώς γεμάτη, με λίγες μόνο θέσεις να έχουν απομείνει κενές, στις πίσω σειρές. 

Δεν έχουμε, επίσης, αίσθηση της οικονομίας χρόνου, όταν στο (όποιο) πρόγραμμα περιλαμβάνονται ομιλίες. Αλλά στον Παρνασσό οι ομιλίες υπήρξαν λιτές, περιεκτικές, σύντομες και μακριά από άσκοπους πλατειασμούς. Υπεύθυνος για όλα αυτά τα άξια επαίνου, ο Σύλλογος «Φίλοι του Ελαφρού Τραγουδιού». Τα υπόλοιπα ωραία της βραδιάς –τη συγκίνηση, τις αναμνήσεις, το τραγούδι– τα ανέλαβαν (πρωτίστως) ο Μίμης Πλέσσας με την Ελίζα Μαρέλλι και (δευτερευόντως) ο Μιχάλης Δεσύλλας, η Ελεάνα Ζεγκίνογλου και ο Γιάννης Χριστόπουλος. 

Ο παρουσιαστής της βραδιάς, ο συγγραφέας και δημοσιογράφος Κώστας Μπλιάτκας, κήρυξε την έναρξη με έναν συνδυασμό σοβαρότητας και άνεσης στις 19.40, καλώντας στη σκηνή τον πρόεδρο του Συλλόγου «Φίλοι του Ελαφρού Τραγουδιού», τον δημοσιογράφο και λογοτέχνη Παύλο Ναθαναήλ. Εκείνος υπήρξε λακωνικός και καίριος, σημειώνοντας την ανάγκη να προστατευτεί το ελαφρό τραγούδι και να αναδειχθεί όπως του πρέπει, χωρίς, όμως, να δώσει στον λόγο του χαρακτήρα πολεμικής (όπως έχουμε δει σε ανάλογα αιτήματα για το δημοτικό τραγούδι). Ίσα-ίσα, ζωηρή αίσθηση προκάλεσε η επισήμανσή του για τα ωραία ελληνικά ροκ τραγούδια τα οποία έχουν γραφτεί, που έδειξε ότι τόσο ο ίδιος, άρα και ο Σύλλογος, δεν διεξάγουν κάποια νοσταλγική, παρελθοντολάγνα καμπάνια κατά της μοντερνικότητας, αλλά, δικαίως, ζητούν απλά μια θέση στα πράγματα και για το ελαφρό τραγούδι. 

Τον κύκλο ομιλιών συμπλήρωσαν ο διευθυντής του αθηναϊκού παραρτήματος των βιβλιοπωλείων «Ιανός», Βασίλης Χατζηιακώβου, απαγγέλλοντας ποίηση Πάμπλο Νερούντα σε μετάφραση της Δανάης και η σύζυγος του Μίμη Πλέσσα και παραγωγός του «Αθήνα 9.84» Λουκίλα Καρρέρ, μιλώντας γενικά για το ελαφρό τραγούδι και το πώς παραμένει επίκαιρο. Μια τρίτη ομιλία, αν και υπήρχε στο πρόγραμμα, δεν έγινε ποτέ, καθώς, άγνωστο γιατί, ο πρόεδρος του Φιλολογικού Συλλόγου «Παρνασσός» –ο ομότιμος Καθηγητής Ιωάννης Μαρκαντώνης– δεν βρισκόταν στην αίθουσα. Ακολούθησαν οι βραβεύσεις του Ζακ Ιακωβίδη και του Ανδρέα Χατζηαποστόλου για την προσφορά τους στη μουσική, που υπήρξαν σύντομες και ουσιαστικές, όπως και η αντίστοιχη του Μίμη Πλέσσα. Ο οποίος μας χάρισε και δυο λόγια, πριν μας προτρέψει να ακούσουμε και λίγη μουσική.

Ο Πλέσσας έλαβε λοιπόν θέση στο πιάνο και η Ελίζα Μαρέλλι μας χάρισε το τραγούδι που έδωσε και τον τίτλο στη βραδιά, το "Θέλω Ποτέ Να Μη Χωρίσουμε". Με το οποίο ανέσυρε μνήμες από τη δεκαετία του 1950, δείχνοντας παράλληλα ότι διαθέτει ακόμα τα ερμηνευτικά χαρίσματα που την καθιέρωσαν ως ένα από τα σημαντικά ονόματα στο ελαφρό στυλ –έχει διατηρήσει στο ακέραιο, λ.χ., το αναγνωρίσιμο χρώμα της. Έμεινε δε στη σκηνή για τρία ακόμα κομμάτια, με την κορύφωση της συναυλίας να σημειώνεται στο "Πόσο Λυπάμαι". Σχεδόν σύσσωμο το ακροατήριο σιγοτραγούδησε μαζί της, αρκετά μάτια δάκρυσαν, η ίδια δε διάλεξε μια προσέγγιση προσωπική, πολύ κοντά σε εκείνη που γνωρίζουμε από τη δισκογραφία με τη φωνή της. Αποχωρώντας, χειροκροτήθηκε θερμά. Όχι όμως ως μια φιγούρα του παρελθόντος, μα ως παρουσία που μπορεί και πρέπει να έχει (και) παρόν. 


Για το υπόλοιπο της βραδιάς, έλαβε θέση στο πιάνο ο Σπύρος Παπαδάτος και πίσω από το μικρόφωνο βρέθηκε πρώτος ο ηθοποιός και τραγουδιστής Μιχάλης Δεσύλλας. Μας είπε ένα δικό του τραγούδι, τον "Θεατρίνο", μας θύμισε ένα από τα πιο όμορφα τραγούδια του Ζακ Ιακωβίδη ("Να Το Πάρεις Το Κορίτσι"), ενώ μας είπε και Ανδρέα Χατζηαποστόλου –το "Εγώ Θα Κόψω Το Κρασί". Το κοινό τον αποθέωσε, τον χειροκρότησε θερμά και τραγούδησε μαζί του, καθώς στάθηκε παραπάνω από φανερό ότι ο Δεσύλλας πέτυχε να απευθυνθεί στο συναίσθημα και στις αναμνήσεις των περισσοτέρων στην αίθουσα. Προσωπικά, ωστόσο, έμεινα κάπως αποστασιοποιημένος, καθώς βρήκα την προσέγγισή του ολίγον πιο γλυκερή από όσο νομίζω χρειαζόταν. 


Σκυτάλη κατόπιν στην Ελεάνα Ζεγκίνογλου, η οποία ανέβηκε με αέρα επί σκηνής και μας είπε δύο τραγούδια του Αττίκ κι ένα δικό της, από τον πρόσφατο (και καλό) δίσκο της, Ένα Ταξίδι Που Δεν Έκανες Ποτέ. Για το τελευταίο έκατσε μάλιστα και η ίδια στο πιάνο, αποδεικνύοντας κάτι που πιστεύω για αυτήν, ότι είναι –για την ώρα– καλύτερη πιανίστρια από ότι τραγουδίστρια. Όχι ότι δεν είναι καλή, ας μην παρεξηγηθώ. Έχει όμορφη φωνή, τραγουδάει σωστά και έδειξε ότι διαθέτει άνεση στο να εναλλάσσει ερμηνευτικά πρόσωπα στο "Δεν Σου Πάει Το Πάχος Δημητράκη", αν και κάποια σημεία της στο "Ζητάτε Να Σας Πω" θύμισαν τον τρόπο με τον οποίον το έχει προσεγγίσει η Τάνια Τσανακλίδου, σε πρόσφατη ηχογράφησή της. Θέλει ενδεχομένως λίγη δουλειά ακόμα στο να μπορέσει να εκπέμψει και στίγμα με τη φωνή της, είναι πάντως από τα νέα ταλέντα από τα οποία δικαιούμαστε να αναμένουμε πράγματα.


Ο Γιάννης Χριστόπουλος, από την άλλη, ο οποίος κι έκλεισε την εκδήλωση (η οποία γινόταν προς τιμήν της Δανάης, ας σημειωθεί), είναι τενόρος αναγνωρισμένος, οπότε ο δικός του επί σκηνής αέρας είχε μαζί και την άνεση της καταξίωσης. Παντρεύοντας τεχνική και συναίσθημα απέδωσε ωραία, σε λόγιο ύφος, τραγούδια του Τιμόθεου Ξανθόπουλου, του Κώστα Γιαννίδη και του Νίκου Γούναρη –αν και το "Γλυκά Μου Μάτια Αγαπημένα" του τελευταίου έχρηζε, ίσως, μιας λιγότερο «σφιγμένης» ανάγνωσης. 

Εν κατακλείδι, ο Σύλλογος «Φίλοι του Ελαφρού Τραγουδιού» μας χάρισε μια όμορφη και υποδειγματικά οργανωμένη βραδιά, τιμώντας τη μνήμη της Δανάης, αλλά και το ελαφρό τραγούδι γενικότερα. Αξίζει προσοχής και αρωγής το έργο του κι ελπίζω να επανέλθει σύντομα με κάποια νέα εκδήλωση.



20 Φεβρουαρίου 2023

Μίμης Πλέσσας & Γιάννης Πλούταρχος - ανταπόκριση (2014)


Πρόσφατα, πηγαίνοντας στα 7α γενέθλια του ανιψιού μου Γιάννη, ανακάλυψα ότι στην πεθερά του αδερφού μου αρέσει πολύ ο Γιάννης Πλούταρχος. Μάλιστα, στη συζήτηση που ακολούθησε, ο αδερφός μου θυμήθηκε και κάτι εμφανίσεις του όπου τραγουδούσε παλιές επιτυχίες του Γιάννη Πουλόπουλου.

Αυτό, με τη σειρά του, έκανε κι εμένα να θυμηθώ ότι είχα πάει σε μία από τις εν λόγω συναυλίες του Πλούταρχου –τον Ιανουάριο του 2014, στο ιστορικό θέατρο «Παλλάς», όπου μάλιστα ήταν και ο Μίμης Πλέσσας μαζί του. Και με είχε εκπλήξει πολύ ευχάριστα ο τραγουδιστής από τη Μαυρόγεια της Βοιωτίας.

Μια ανταπόκριση για τη βραδιά δημοσιεύτηκε τότε στο Avopolis και αναδημοσιεύεται τώρα κι εδώ, με μικρές, αισθητικής φύσης τροποποιήσεις.

* οι χρησιμοποιούμενες φωτογραφίες προέρχονται από το υλικό που διατέθηκε τότε στον Τύπο, ως promo


Ανάγκα και θεοί (της νύχτας) πείθονται; Να ώθησαν άραγε τα αδιέξοδα της άτιμης της Κρίσης έναν σούπερ σταρ σαν τον Γιάννη Πλούταρχο να αφήσει τα συνήθη μαγαζιά και να δοκιμαστεί στο πλάι του Μίμη Πλέσσα; Να ήταν καλλιτεχνικά τα κίνητρα; Ή ένας συνδυασμός, τύπου το τερπνόν μετά του ωφελίμου; 

Τα σκεφτόμουν όλα τούτα πηγαίνοντας προς το Παλλάς και είχα τις αμφιβολίες μου. Κάπου μέσα μου, ωστόσο, εντόπιζα και μια πίστη στο εγχείρημα. Ένα «μπορεί και να...», το οποίο ως το τέλος της βραδιάς είχε μετατραπεί από πιθανότητα σε βεβαιότητα. Μια θριαμβευτική βεβαιότητα, μάλιστα. 

Γιατί θριάμβευσε ο Πλούταρχος αντιμετωπίζοντας τα τραγούδια του Πλέσσα. Με εξέπληξε ευχάριστα, συγκινητικά, εμένα που πλην ελαχίστων εξαιρέσεων βρίσκω το ρεπερτόριό του ανυπόφορο και τον ίδιο εγκλωβισμένο σε μια κλαψιάρικη μανιέρα. Με βάση αυτά τα δεδομένα, λοιπόν, το περισσότερο που έλπιζα ήταν να φανεί στοιχειωδώς επαρκής, στοιχημάτιζα δε πως θα πατούσε πάνω στο παράδειγμα του Γιάννη Πουλόπουλου και θα τα έβγαζε πέρα απλά και μόνο επειδή η φωνή του διαθέτει ορισμένα κοινά ηχοχρώματα. Δεν ήμουν προετοιμασμένος, δηλαδή, για έναν τραγουδιστή διατεθειμένο να τα δώσει όλα, που αληθινά θα πάσχιζε για το καλύτερο ερμηνευτικό του πρόσωπο μέχρι σήμερα, αλλά και για εκείνο το κάτι παραπάνω, το οποίο θα έδινε μια πιο εξατομικευμένη νότα σε ένα τόσο στάνταρ ρεπερτόριο. 

Η καλή μέρα, από το «πρωί» φάνηκε: η έναρξη της συναυλίας με το "Όλα Δικά Σου" μπορεί να μην υπήρξε καθηλωτική, στάθηκε όμως δείκτης πως η βραδιά θα ξεπερνούσε τις καχύποπτες προσδοκίες μου. Δεν ξέρω αν τις μοιραζόταν το κοινό που είχε γεμίσει κατά τα 2/3 περίπου το Παλλάς, γιατί δεν μπορούσα να βγάλω άκρη με τη σύστασή του· δύο κόσμοι είχαν συναντηθεί εκεί στη Βουκουρεστίου και κάθονταν –κάπως άβολα– ο ένας δίπλα στον άλλο. Κάτι σεβάσμια ζευγάρια πέραν της μέσης ηλικίας ήταν το κοινό του Μίμη Πλέσσα, κάτι νεότερα ζευγάρια μα και κάτι γυναικείες συντροφιές είχαν ένα πιο έκδηλα λαϊκό προφίλ και δεν έκρυβαν ότι το δικό τους επίκεντρο της προσοχής ήταν ο Βοιωτός τραγουδιστής. Στην πορεία της βραδιάς, πάντως, ανακατεύτηκαν και ξεπέρασαν την όποια αμηχανία της συγκατοίκησής τους. 

Βοήθησε σε αυτό και η άριστη ορχήστρα, βέβαια. Γιατί, υπό τη στιβαρή καθοδήγηση του Νάσου Σωπύλη –ο οποίος στεκόταν στα δεξιά όπως βλέπαμε τη σκηνή, καθισμένος πίσω από τα Roland πλήκτρα του– έδωσε παιξίματα που έφτιαξαν κλίμα, οδηγώντας σε κάμποσες κορυφώσεις. Ιδιαίτερη μνεία αξίζει στα μπουζούκια της παρέας, τον Γιώργο Παχή και τον Νίκο Κατσίκη. Και μία ακόμα ξεχωριστή αναφορά αξίζει βέβαια και στη Fide Köksal. 


Μπορεί η συμμετοχή της να ήταν σχεδιασμένη υποστηρικτικά, ώστε να παίρνει μερικές ανάσες ο Πλούταρχος στο πρώτο και στο δεύτερο μέρος της συναυλίας, πάντως η Τουρκάλα τραγουδίστρια συμπεριφέρθηκε πρωταγωνιστικά. Χάρμα οφθαλμών στο κομψότατο φόρεμά της, επιβλήθηκε στη σκηνή, επέδειξε ταιριαστή με το υλικό κινησιολογία και ερμήνευσε ωραιότατα, με μπρίο μα και ενθουσιασμό, κερδίζοντας θερμό χειροκρότημα εκ μέρους του κόσμου. 

Ο Μίμης Πλέσσας, από την άλλη, με δυσαρέστησε. Αν και οι ικανότητές του στο πιάνο παραμένουν, οφείλω να σημειώσω, θαυμαστές. Μίλησε ωστόσο υπερβολικά πολύ στο πρώτο μέρος και μου έδωσε την εντύπωση ανθρώπου που αναζητούσε να τα πει –επεδίωξε μάλιστα να φανεί και αστείος (επανειλημμένα), κάτι που δεν κατάφερε, κατά τη γνώμη μου: υπήρχε μονίμως μια δύσκαμπτη σοβαρότητα στη στάση του σώματός του και στο βάθος της φωνής του, η οποία μάλλον υπονόμευσε την απόπειρα, αν και  κατευχαριστήθηκα τη διήγηση για το πώς κάποτε ο Quincy Jones και ο Dizzy Gilespie τον έκατσαν κάτω να του δείξουν τους τρόπους με τους οποίους τα τζαζ πνευστά δεν θα ηχούσαν «ασπρουλιάρικα». Αλγεινή δε εντύπωση μου έκανε το πώς προέβαλλε τη σημασία του έργου του· είπε για παράδειγμα ότι ο Πλούταρχος πείστηκε να αφήσει τα μεγαλεία και να έρθει να αναμετρηθεί με τα ιερά και τα όσια... 

Καταλαβαίνω ότι ο Πλέσσας νιώθει υποτιμημένος και αναγνωρίζω το άδικο που υπάρχει σε μια τέτοια αντιμετώπιση: πρόκειται πράγματι για συνθέτη που έχει γράψει πλήθος όμορφων τραγουδιών, τα οποία τραγουδιούνται ακόμα με ενθουσιασμό και εξακολουθούν να κερδίζουν νέους φίλους. Την όποια αδικία, όμως, θα τη διορθώσει η δυναμική του έργου του, καθώς και η ιστορία. Είναι ανάρμοστο να έρχεται ο ίδιος να εκφέρει τέτοιες κρίσεις δημοσίως, τραβώντας τα πράγματα από το μαλλί προς την επιθυμητή κατεύθυνση. 

Τον Γιάννη Πλούταρχο, τώρα, τον επαίνεσα ήδη αρκετά, θεωρώ όμως ότι οφείλω να επιστρέψω σε εκείνον κλείνοντας. Δεν αισθανόταν εντελώς άνετα πάνω στη σκηνή, στην αρχή: στο πρώτο μέρος επιχείρησε να διαχειριστεί το άγχος με τρόπους που προφανώς γνώριζε από την πίστα, με συνεχείς π.χ. υποκλίσεις προς τους μουσικούς και με διαρκείς προτροπές στο κοινό για παλαμάκια. Αν και με ενόχλησε το συγκεκριμένο κλίμα, μου έδωσε ταυτόχρονα την ευκαιρία να δω πόσο σοβαρά είχε πάρει την όλη ιστορία. Δεν είχε έρθει εκεί για να κάνει τον σταρ. 

Όπως και να έχει, σύντομα τα παλαμάκια και οι ιαχές τον έκαναν να πάρει τα πάνω του και είναι τότε που πραγματικά απογειώθηκε, βγαίνοντας παλικάρι ακόμα κι όταν αναμετρήθηκε με ένα τόσο βαρύ (για τη φωνή του) ζεϊμπέκικο σαν το "Βρέχει Φωτιά Στη Στράτα Μου" ή με τα τραγούδια της δισκάρας εκείνης που λέγεται «Ο Δρόμος» (1969), στα οποία απέφυγε προσεκτικά το οτιδήποτε προκάτ ή αυτοματοποιημένο –με χαρακτηριστικότερο παράδειγμα τη μετρημένη, προσωπική του ερμηνεία στο "Έπεφτε Βαθιά Σιωπή". 

Μέρες μετά, ακόμα σκέφτομαι πόσο υπέροχα ήχησαν εκείνα τα γιασεμάκια από το "Μέθυσ' Απόψε Το Κορίτσι Μου", κυρίως όμως τον ατόφια συγκινητικό τρόπο με τον οποίον απέδωσε τον στίχο «αγάπη μου δεν θα σε ξαναδώ», στο ρεφρέν του "Ποια Νύχτα Σ' Έκλεψε": δεν είχε καμία σχέση με κάτι σπαραξικάρδιες εκτελέσεις που θα βρείτε στο YouTube, από παρελθοντικές του εμφανίσεις. Μπράβο λοιπόν στον Πλούταρχο, γιατί έπιασε την ατόφια ψυχή του λαϊκού μελοδράματος που τόσο επιτυχημένα εξέφρασε ο Πλέσσας στις συνεργασίες του με τον Λευτέρη Παπαδόπουλο. Δείχνοντας έτσι ότι πρόκειται για τραγουδιστή με μεγαλύτερο ερμηνευτικό εκτόπισμα από όσο είχε αφήσει να φανεί η μέχρι στιγμής πορεία του στη δισκογραφία. 





19 Ιουλίου 2021

Τόλης Βοσκόπουλος - ανταπόκριση (2017)


Ιούλιο έμελλε να φύγει ο Τόλης Βοσκόπουλος, τον μήνα των γενεθλίων του, λίγο πριν γίνει 82 ετών. Ιούλιο έτυχε να τον δω κι εγώ πάνω στη σκηνή, 4 χρόνια πριν. Η Χριστίνα Κουτρουλού έφερε δώρο τα εισιτήρια, οι δημοσιογραφικές διασυνδέσεις κανόνισαν κι ένα φωτογραφικό πάσο για τον Θάνο Λαΐνα και 11 Ιουλίου του 2017 βρεθήκαμε στη Νίκαια, στο Κατράκειο, έχοντας τον Άρχοντα Τόλη ενώπιόν μας. 

Στεναχωρήθηκα πολύ με τα νέα του θανάτου του, καθώς για μένα ήταν ένας αγαπημένος καλλιτέχνης ο Τόλης Βοσκόπουλος. Στα χρόνια μάλιστα της Συχνοτικής Συμπεριφοράς είχαμε την τύχη να μοιραστούμε πολλές φορές αυτή την αγάπη με τον Στυλιανό Τζιρίτα και στον ραδιοφωνικό αέρα –σε βαθμό που οι ακροατές είχαν μάθει να περιμένουν ανά πάσα στιγμή κάποιο ξαφνικό σχόλιο ή κάποιο τραγούδι από την (πλούσια) δισκογραφία του. Ο Τόλης ήταν παρών ακόμα και στην αυλαία της εκπομπής μας, κάνοντάς μας να αναρωτηθούμε μήπως στο "Είναι Το Κάτι Που Μένει" (1977) έδωσε τη «σωστή απάντηση» στα γνωστά ερωτήματα του Προυστ για τον Χρόνο.

Έβαλα αρκετά από αυτά τα τραγούδια και ξανάπαιξαν μετά τα θλιβερά μαντάτα. Αλλά ήταν εν τέλει στη συναυλία στο Κατράκειο όπου γυρνούσε διαρκώς ο νους. Κυρίως σε εκείνη την απροσδόκητη έναρξη: μόλις φάνηκε δηλαδή ο Τόλαρχος (όπως τον έλεγε ο Τζιρίτας), χιλιάδες κόσμου σηκώθηκαν όρθιοι χειροκροτώντας και φωνάζοντας «σ' αγαπάμε». Ακόμα και ο ίδιος, τα έχασε. Κι έμεινε για λίγο να κοιτάζει γύρω του έκπληκτος, μα και φανερά συγκινημένος.

Αυτός ήταν ο Τόλης Βοσκόπουλος, κυρίες και κύριοι. Ο μεγαλύτερος και πιο ανεπανάληπτος σταρ που ανέδειξε το νεότερο ελληνικό ρεπερτόριο. Ένας τραγουδιστής ικανός να μεταμορφώσει το πλέον μελό άσμα σε ερωτική ελεγεία, ο οποίος αγαπήθηκε από τον κόσμο γι' αυτό ακριβώς το συναίσθημα που έμπαζε σε κάθε «σερβίρισμα». Κι ας τον σνόμπαρε για χρόνια η αγέλαστη πλευρά της κριτικής κι εκείνη η εγχώρια διανόηση η οποία ποτέ δεν συγχωρεί τα λαϊκά παιδιά που αναζητούν διέξοδο από τα στριμώγματα της ζωής στα φώτα της σόου μπιζ και στα χρήματα των θεαμάτων.

Καλά να 'μαστε και δεν θα πάψουμε να μιλάμε για τον Τόλη ή για τη Φιλιώ Πυργάκη –μια άλλη αγαπημένη φωνή, ενός διαφορετικού χώρου, που επίσης σίγησε κάποιες μέρες πριν. Κάπως, κάπου, θα το κάνουμε· σε πείσμα συνθηκών, αναποδιών και κλειστών μυαλών. Για την ώρα, το αντίο θα ειπωθεί με την ανταπόκριση που προέκυψε από εκείνη τη βραδιά στο Κατράκειο, η οποία λογίζεται πλέον ως ανεκτίμητος θησαυρός. Δημοσιεύτηκε, τότε, στο Avopolis και αναδημοσιεύεται εδώ με μικρές, αισθητικής φύσης τροποποιήσεις.

* οι χρησιμοποιούμενες φωτογραφίες προέρχονται από την εν λόγω συναυλία και ανήκουν στον Θάνο Λαΐνα  


Στη διεθνή ορολογία, το αποκαλούμε «standing ovation». Και στη γλώσσα της κριτικής αποτελεί αδιάψευστο δείκτη διάκρισης και ενθουσιασμού για μια ζωντανή καλλιτεχνική περίσταση –εμείς το λέμε «χειροκρότησαν όλοι όρθιοι». Το θέμα είναι ότι, συνήθως, έτσι κλείνει η όποια συναυλία ή παράσταση. Στο Κατράκειο, όμως, έγινε το αντίθετο: έτσι άρχισε το κυρίως πιάτο της βραδιάς, με χιλιάδες κόσμου να επιφυλάσσουν θριαμβευτική υποδοχή στον Τόλη Βοσκόπουλο, ο οποίος έμεινε για λίγο να κοιτάει έκπληκτος και φανερά συγκινημένος. Ακόμα κι αυτός, που τόσες δόξες έχει ζήσει, έχασε τα λόγια του απέναντι στα αυθόρμητα «σ' αγαπάμε» που ακούστηκαν ολούθε. 

Αυτή η υποδοχή έχει ακόμα μεγαλύτερη αξία αν σκεφτεί κανείς ότι στο Κατράκειο δεν αρχίσαμε καλά. Δεν ξέρω δηλαδή πώς το είχε σχεδιάσει ο διακεκριμένος μπουζουξής και μαέστρος Μανώλης Καραντίνης –ο οποίος είχε την καλλιτεχνική επιμέλεια της συναυλίας– θεωρώ πάντως ότι αγνοήθηκαν ορισμένες σημαντικές παράμετροι: ήταν καθημερινή, το κοινό ήρθε από νωρίς στο θέατρο για να βρει μια καλή θέση, κάμποσος κόσμος ταξίδεψε από πολύ μακρινές συνοικίες δίχως δικό του μεταφορικό μέσο. Παρεκτός λοιπόν και υπήρχε η εντύπωση ότι μόνο συνταξιούχοι από τα πέριξ της Νίκαιας θα έδιναν το παρών, δεν υπολογίστηκε ούτε η κούραση της ήδη εργάσιμης, ούτε η λογική λήξη, που θα επέτρεπε να επιστρέψουμε νωρίς για να αντιμετωπίσουμε το ξυπνητήρι της επόμενης μέρας.

Θέλω να πω με όλα αυτά ότι ο Καραντίνης έστησε το πρόγραμμα με λογική πίστας και όχι σαν συναυλία. Και έπρεπε έτσι να περιμένουμε μέχρι τις 11 για να βγει «η φίρμα» (11 λένε βέβαια ότι έβγαινε και παλιά στα κέντρα ο Βοσκόπουλος), γεμίζοντας εντωμεταξύ μία ολόκληρη ώρα συν κάτι ψιλά με την ...υποστήριξη, δηλαδή τη Μαρία Γράμψα –με την οποία ξεκίνησε το πρόγραμμα– και τη Φραντζέσκα Μιχαήλ, που το κράτησε ώσπου να έρθει η ώρα του πρωταγωνιστή. 


Η Μαρία Γράμψα, τώρα, ήταν εξαιρετική. Φωνή θαυμάσια, γυμνασμένη, με ικανότητες για λυρικό τραγούδι, μα και με έναν απόηχο από τα ζεστά «χρώματα» της Τζένης Βάνου και της Γιοβάννας. Επιπλέον, ήταν προικισμένη και με μια μπριόζα παρουσία, κερδίζοντας έτσι πόντους και με το πώς στάθηκε πάνω στη σκηνή. Μας είπε πολύ ωραία τα περισσότερα από τα τραγούδια που της αναλογούσαν (π.χ. το "Αν Θυμηθείς Τ' Όνειρό Μου" ή το "Τόσα Καλοκαίρια"), αφήνοντάς με να αναρωτιέμαι πώς μια τόσο πλήρης ερμηνεύτρια δεν έχει έναν έστω προσωπικό δίσκο. Αν κάπου σκόνταψε, ήταν νομίζω στη Βίκυ Μοσχολιού: το μέταλλό της δεν ήχησε όσο λαϊκά χρειαζόταν για το "Δεν Ξέρω Πόσο Σ' Αγαπώ", άσχετα αν πρόκειται για κοσμαγάπητο άσμα, οπότε το μουρμουρίσαμε όλοι.


Η Φραντζέσκα Μιχαήλ είναι τραγουδίστρια εντελώς άλλου τύπου. Πιο εντυπωσιακή ως παρουσία, με ένα πιο επίσημο και «λαμπερό» φόρεμα, εκπροσώπησε στο Κατράκειο τον φαντεζί κόσμο των μπουζουκιών. Και ίσως εδώ βρισκόταν το πρόβλημα, γιατί κλήθηκε να πει ρεπερτόριο έξω από τα νερά αυτά. Κι έτσι, ενώ έδειξε ότι δεν στερείται ορισμένων ερμηνευτικών χαρισμάτων (την ακούσαμε ανά σημεία με ενδιαφέρον σε πιο χαμηλές νότες), εκτέθηκε ποικιλοτρόπως –πότε επειδή κάποιος αποφάσισε ότι έπρεπε να πει το "Προσωπικά" της Ελένης Δήμου (γιατί;), πότε επειδή κι εκείνη δεν έδειξε την απαιτούμενη συναίσθηση, αποδίδοντας λ.χ. τα πιο δραματικά σημεία του "Αγάπη Που 'Γινες Δίκοπο Μαχαίρι" με ένα ...πάλλευκο, μέχρι τα αυτιά χαμόγελο, σε ένα αληθώς γελοίο στιγμιότυπο. Φοβάμαι λοιπόν ότι μας εξόντωσε και μας εκνεύρισε, έστω κι αν εν τέλει ήταν τόση η χαρά όταν είδαμε μπροστά μας τον Βοσκόπουλο, ώστε τα λησμονήσαμε όλα. 

Για τον Τόλη Βοσκόπουλο, τώρα, δεν ξέραμε τι να περιμένουμε. Όχι μόνο γιατί έχουν περάσει τα χρόνια, αλλά και γιατί πρόσφατη ήταν και μια περιπέτεια υγείας που ο ίδιος μας αποκάλυψε ότι ήταν πολύ πιο σοβαρή από όσο είχε διαρρεύσει στον Τύπο. Νομίζω πάντως ότι οι περισσότεροι ήμασταν απλά χαρούμενοι που τον βλέπαμε μπροστά μας στο κομψό μπλε κοστούμι του, με τη χαρακτηριστική ποσέτ στην τσέπη: θα τον συνοδεύαμε ευχαρίστως στο ρεπερτόριο, με κάθε πάσα την οποία θα μας έδινε. Δεν είχαμε ιδέα, όπως αποδείχθηκε.


Γιατί ο Βοσκόπουλος αποτυπώθηκε τρανταχτά υπέροχος εκεί στο Κατράκειο. Ναι, ο χρόνος έχει φέρει απώλειες ευδιάκριτες στις φωνητικές του χορδές, όμως η χροιά και τα χρώματά του ήταν ακόμα εκεί, ενώ ο ίδιος παραμένει ένας μεγάλος άσσος στο «σερβίρισμα», ξεσηκώνοντάς μας έτσι απλά με μερικές κινήσεις των χεριών του, με τις συσπάσεις του προσώπου, με την έμφαση που έδινε σε μεμονωμένα φωνήεντα ή σε επιλεγμένες λέξεις. Πραγματικά, δεν ξέρω άλλον Έλληνα τραγουδιστή να έχει μετατρέψει την υπερβολή σε μια τόσο προσωπική τέχνη. Ακόμα λοιπόν και μακριά πια από το ζενίθ του, ο Βοσκόπουλος παραμένει ένας τραγουδιστής βγαλμένος από μια εποχή του ελληνικού πενταγράμμου που μοιάζει ολοένα και πιο «μαγική», όσο γεμίζουμε νεότερους δίχως αυτό το «κάτι» που έκανε ερμηνευτές σαν αυτόν να αναγορευτούν πρίγκιπες σε μια εποχή γεμάτη κολοσσούς.


Η λογική πίστας με την οποία στήθηκε η συναυλία δεν επέτρεψε δυστυχώς σε όλα τα τραγούδια να ακουστούν ολόκληρα: κάποια παίχτηκαν βέβαια έτσι, μα πολλά ακούστηκαν ως ποτ-πουρί, σε έναν απόηχο της δεκαετίας του 1980. Μερικά ήθελα προσωπικά να τα ευχαριστηθώ περισσότερο (το "Ανεπανάληπτος" π.χ. και το "Οι Άντρες Δεν Μιλούν Πολύ"), γενικά όμως δεν υπάρχει νομίζω χώρος για παράπονα. Ο Βοσκόπουλος παρέλασε από όλες του τις μεγάλες επιτυχίες με τον έναν ή τον άλλον τρόπο και είπε όχι μόνο όσα περίμεναν οι φίλοι του ("Οι Αναμνήσεις", "Το Φεγγάρι Πάνωθέ Μου", "Εγώ Αγαπώ Μία", "Πριν Χαθεί Το Όνειρό Μας", "Θα Κόψω Για Σένα Τη Νύχτα Στα Δύο", "Είναι Το Κάτι Που Μένει", "Παρακαλώ", "Κι Έλεγες", "Αποκοιμήθηκα"), μα και ακόμα παραπάνω. Και η απροσδόκητη έλευση του Μίμη Πλέσσα στη σκηνή υπήρξε η «νοστιμιά» της βραδιάς, προσφέροντας παράλληλα και το πρώτο της highlight, όταν ο ευδιάθετος και ενεργητικός συνθέτης κάθισε στο πιάνο και ο Βοσκόπουλος έπιασε το "Γλυκά Πονούσε Το Μαχαίρι".

Ένα τελευταίο ευχαριστώ και ένα «Μακάρι να ξανασυναντηθούμε» ήταν ο τρόπος με τον οποίον διάλεξε να μας καληνυχτίσει ο Τόλης Βοσκόπουλος. Είτε πάντως ανταμώσουμε και πάλι, είτε όχι, το μόνο σίγουρο είναι ότι στο Κατράκειο σφράγισε το πόσο ανεπανάληπτος έχει μείνει για όλους εμάς που αγαπάμε το ελληνικό τραγούδι χωρίς να ασχολούμαστε με «όχθες» και λοιπές ανοησίες, εκπορευόμενες συνήθως από όσους είναι απλά χαμένοι στα μαύρα τους μεσάνυχτα.