29 Ιουνίου 2023

Fame - κριτική μιούζικαλ (2012)


Παρότι δεν το βάζω στα μεγάλα μιούζικαλ της κινηματογραφικής ιστορίας, το «Fame» του Alan Parker (1980), γνωστό στα καθ' ημάς με τον τίτλο «Στον Πυρετό της Δόξας», είναι μια πολύ οικεία παιδική ανάμνηση: η ομώνυμη τραγουδάρα της πρόσφατα μακαρίτισσας Irene Cara ήταν μεγάλη αγάπη απ' όταν θυμάμαι τη μουσική, ενώ το τηλεοπτικό σίριαλ που ακολούθησε το 1982 (ως το 1987) το βλέπαμε στο σπίτι οικογενειακώς, στα χρόνια του κρατικού μονοπωλίου –ζούσε μάλιστα και η μητέρα μου, τότε, όντας ακόμα στα καλά της, οπότε είναι μια πολύ αγαπημένη μνήμη αυτή. Κάποτε, μάλιστα, στις απαρχές του ίντερνετ, όταν ελάχιστοι είχαμε emails, είχα και μια αλληλογραφία με τον Lee Curreri, που έπαιζε τον Bruno Martelli (και στο φιλμ και στο σίριαλ).

Κάπως έτσι, λοιπόν, αποφάσισα να πάω να δω το ελληνικό ανέβασμα του «Fame» τον Δεκέμβριο του 2012, στην αίθουσα «Αντιγόνη» του Ελληνικού Κόσμου, σε σκηνοθεσία Θέμις Μαρσέλλου, με τον Γεράσιμο Ευαγγελάτο να έχει εμπλακεί στην ελληνική μεταφορά του σεναρίου. Άλλωστε, τη διευθύντρια της σχολής είχε αναλάβει να παίξει η Αλέκα Κανελλίδου –και το έκανε όπως τη φανταζόμουν, με κάτι από Debbie Allen στον όλον αέρα της. Αν και η μεγάλη, ευχάριστη έκπληξη ήταν τελικά η Demy. Και είχε κι άλλους διάσημους το cast: τον Νίκο Βουρλιώτη, τον Ησαΐα Ματιάμπα, την Idra Kayne, τη Νάντια Μπουλέ.

Όμως, παρότι βρήκα διάφορα θετικά, έφυγα δυσαρεστημένος από τον Ελληνικό Κόσμο. Και τους λόγους τους εξήγησα σε μια λεπτομερή κριτική, η οποία πρωτοδημοσιεύτηκε τότε στο Avopolis και αναδημοσιεύεται τώρα κι εδώ –με μικρές, αισθητικής φύσης τροποποιήσεις.

* οι χρησιμοποιούμενες φωτογραφίες είναι από την παράσταση, προέρχονται από το υλικό που διατέθηκε τότε στον Τύπο και ανήκουν στον Λουκά Ζιάρα


Αν η τελευταία εντύπωση είναι αυτή που μετράει, έφυγα από το Fame αληθινά δυσαρεστημένος. Σκεπτόμενος, δηλαδή, ότι έχασα άσκοπα 2,5 ώρες από τη ζωή μου, ότι επιβεβαιώθηκαν οι (περισσότερες από τις) χειρότερες υποψίες μου, ότι το μιούζικαλ κύλησε περίπου όπως το είχα φανταστεί. Αποδομώντας βέβαια τα πράγματα, βάζοντάς τα σε τάξη, τηρώντας τους κανόνες ψυχραιμίας και νηφαλιότητας ενός κριτικού, τα θετικά στοιχεία δεν τα λες λίγα. Το θέμα είναι, λοιπόν, γιατί το Fame απέτυχε να θεμελιωθεί πάνω στα ευδιάκριτα συν του, επιτρέποντας στα πλην να πάρουν το πάνω χέρι –και μάλιστα με τόσο έκδηλο τρόπο.

Ξεκινώντας από τα βασικά, το Fame ανεβαίνει σε μια αίθουσα υπερ-κατάλληλη για έναν τέτοιον σκοπό. Μεγάλη, με ευρύχωρα καθίσματα, καλή οπτική προς τη σκηνή (όσο πίσω κι αν κάθεσαι), με θαυμάσια ακουστική, η «Αντιγόνη» δεν σου επιτρέπει κανένα παράπονο. Άντε να πεις για τις τουαλέτες, ότι σε περίπτωση πολυκοσμίας δημιουργούνται ουρές, άντε να πεις και για εκείνα τα τρία προειδοποιητικά της έναρξης «κουδούνια», τα οποία στέλνουν λίγο την ψυχή στην Κούλουρη έτσι ως ηχούν ξαφνικά και με βροντή. 

Προχωρώντας στα απαραίτητα, τώρα, το Fame διαθέτει καλή σκηνοθεσία. Η Θέμις Μαρσέλλου το έχει σκεφτεί σε βάθος και επένδυσε σε ένα λιτό μα λειτουργικό σκηνικό, το οποίο σου δημιουργεί την αίσθηση ότι βρίσκεσαι όντως σε μια σχολή, όσο το φόντο πίσω αλλάζει, είτε ενισχύοντας αυτή την εντύπωση, είτε θυμίζοντάς σου ότι τόπος του μιούζικαλ είναι η Νέα Υόρκη. Απλά μα καίρια πράγματα, που έκαναν τη δουλειά τους με τον καλύτερο δυνατό τρόπο, συνεπικουρούμενα από τους εύστοχους φωτισμούς του Τάσου Ζαφειρόπουλου. Αναρωτήθηκα μόνο αν η ορχήστρα παραήταν στριμωγμένη στη γωνία δεξιά, αν γινόταν να έχει μια σπιθαμή επέκτασης «συνορεύοντας» με τη μεταλλική σκάλα, αλλά αυτά δεν μπορώ να τα ξέρω. 

Ξέρω πάντως ότι ήταν μια άξια ορχήστρα, με καλούς μουσικούς (ξεχώρισα το σαξόφωνο του Δημήτρη Καραγάνη και την τρομπέτα του Φάνη Βερνίκου) και έμπειρο μαέστρο: ο Νίκος Πλατύραχος έχει ως τώρα άφθονα διαπιστευτήρια και στάθηκε στο ύψος του τη Δευτέρα το βράδυ, τόσο ως διευθυντής ορχήστρας, όσο και ως ενορχηστρωτής της παράστασης. Όμορφα βρήκα επίσης τα κοστούμια της Χριστίνας Κωστέα, γιατί απέδιδαν πετυχημένα –με ζωηρά, όμορφα χρώματα– τα νιάτα των πρωταγωνιστών, όντας προσαρμοσμένα στην ταυτότητα του κάθε ενός, μα δημιουργώντας συνάμα κι ένα ευχάριστο στο μάτι σύνολο όταν έβλεπες τον θίασο όλον μαζί. Αλλά και οι χορογραφίες του Αλέξανδρου Γιαννή ήταν αυτό ακριβώς που χρειαζόταν: χορογραφίες Fame, τίποτα περισσότερο, τίποτα λιγότερο.    

Υπήρξαν επίσης δύο ευχάριστες εκπλήξεις. Πρώτον, η Θέμις Μαρσέλλου πέτυχε κάτι που προσωπικά θεωρούσα αδύνατον: έβαλε ταιριαστούς ελληνικούς στίχους στο "Fame" της Irene Cara, κρατώντας ατόφιο το πνεύμα του, μα βρίσκοντας και το μονοπάτι για να το «ελληνοποιήσει» χωρίς να ξενίζει. Μου άρεσε, επίσης, να σημειώσω, και ως κυρία Μάιερς, καθώς έπαιξε τον ρόλο με πειθώ. 


Η δεύτερη έκπληξη ήταν η Demy. Μια τραγουδίστρια την οποία μέχρι πρότινος είχα ταυτίσει με αδιάφορα ποπ χιτάκια του συρμού, όμως στο Fame μου αποκαλύφθηκε ως αληθινή πρωταγωνίστρια: πήρε επ' ώμου τον κεντρικό χαρακτήρα της Κάρμεν Ντίαζ, έπαιξε λες και ήταν επαγγελματίας ηθοποιός και τραγούδησε ωραία, αποδίδοντας όλη τη φιλοδοξία που απαιτούσε ο ρόλος, μα κρατώντας συνάμα κι εκείνο το άγουρο, κοριτσίστικο υπόβαθρο που τελικά πρόδωσε την Κάρμεν. Τα συγχαρητήριά μου, έμεινα ειλικρινά εντυπωσιασμένος. 

Ε, την Αλέκα Κανελλίδου δεν θα τη βάλω στις εκπλήξεις, να μου επιτρέψετε... Ήταν δεδομένο ότι θα της ταίριαζε γάντι ο ρόλος της διευθύντριας της Ακαδημίας. Και τον έπαιξε με την πρέπουσα αυστηρότητα, ευθύτητα μα και ανθρωπιά, βαδίζοντας με προσοχή στα χνάρια όχι τόσο της Anne Meara, όσο της Debbie Allen (για όσους θυμούνται το Fame του Alan Parker ή την ομώνυμη τηλεοπτική σειρά του 1982-1987, που στην Ελλάδα μάθαμε με το όνομα Στον Πυρετό Της Δόξας). Είχε τύπο, είχε αέρα, είχε την κίνηση, είχε εκείνη την ακαταμάχητη χροιά –κρίμα που το μόνο τραγούδι που της αναλογούσε ήταν ένα επίπεδο, εντελώς αδιάφορο κομμάτι. 

Όπως ήταν και τα περισσότερα, εδώ που τα λέμε. Τραγούδια πάρα πολλά, τα οποία ανέβασαν αναίτια τη διάρκεια της παράστασης και τη βαρυφόρτωσαν, αφού συχνά δεν προωθούσαν καν την ιστορία: έστεκαν στις παρυφές της, κωλυσιεργώντας την εξέλιξη, μην διαθέτοντας κανένα ενδιαφέρον ως αυτόνομα ακούσματα, αποκομμένα δηλαδή από την εικόνα και από το πλαίσιο που ήθελαν να υπηρετήσουν. Αν εκδοθεί soundtrack της παράστασης, δεν υπάρχει περίπτωση να μη βρεθεί κάτω από την όποια βαθμολογική βάση. Δεύτερο κεντρικό πρόβλημα αποδείχθηκαν τα κείμενα, το σενάριο αν θέλετε της ιστορίας. Εδώ όμως ελλοχεύει ένα ακόμα μεγαλύτερο πρόβλημα, το οποίο έχει να κάνει με το αυθεντικό Fame, με την αποτίμησή του και με την αισθητική θέση που ήθελαν τελικά να πάρουν απέναντί του η Μαρσέλλου με τον Γεράσιμο Ευαγγελάτο, οι οποίοι ανέλαβαν την απόδοση στα ελληνικά. 

Θέλω να πω ότι το Fame, παρά τη θραύση που ομολογουμένως έκανε και τη θέση του στην ιστορία των μιούζικαλ, δεν στάθηκε ποτέ καλός εκπρόσωπος του είδους του. Αντιθέτως, ήταν μια ταινία γεμάτη αφέλειες, κλισέ και βαρετά στερεότυπα, τα οποία διογκώνονται περισσότερο στις δικές μας ημέρες, αφού τα έχεις βρει πλέον μπροστά σου σε πολλαπλάσιες εκδοχές (θέατρο, κινηματογράφος, τηλεόραση), συγκριτικά με τη δεκαετία του 1980. Απέναντι λοιπόν σε ένα τέτοιο πρωτότυπο, αποφασίζεις αν θα το πειράξεις ή αν θα το σεβαστείς. 

Διέκρινα πειράγματα και απόπειρες φρεσκαρίσματος, ειδικά στο πρώτο μέρος –ένα αρκετά ευχάριστο μέρος– όπου υπήρχε χιούμορ, ανοιχτό παιχνίδι με τη σεξουαλικότητα, μια γλώσσα σύγχρονη και καθημερινή, διόλου παράταιρη με την εποχή μας. Αναρωτιέμαι λοιπόν γιατί οι παρεμβάσεις δεν υπήρξαν εκτενέστερες και γιατί ειδικά το δεύτερο μέρος αφέθηκε να καταρρεύσει τόσο θεαματικά, αναλωνόμενο σε πλήθος μελοδραματικών κοινοτοπιών και ανόητων διαλόγων. 

Ίσως βέβαια να πήρα την απάντηση που ψάχνω στο χειροκρότημα που έπεσε στα περισσότερα απ' όσα εγώ βρήκα κατακριτέα –μεγάλη μερίδα του κοινού ενδεχομένως επικροτεί τέτοιες ευκολίες και αγάλλεται με το περίσσιο, υπερβολικό ερωτικό δράμα. Ωστόσο, η σκηνή όπου ο καθηγητής Σέινκοπφ ανακοινώνει στον Σλόμο τον θάνατο της Κάρμεν είναι για μένα μία από τις πέντε χειρότερες που έχω δει ποτέ στη ζωή μου. Λυπάμαι που θα το πω, δεν μπόρεσα να συγκρατήσω τα γέλια μου... Στάθηκε αντάξια δραματικών σκηνών του παλιού ελληνικού κινηματογράφου με Νίκο Ξανθόπουλο και Μάρθα Βούρτση, οι οποίες, δικαίως, σατιρίζονται ανελέητα από τις νεότερες γενιές.  

Περαιτέρω προβλήματα δημιούργησαν πάντως και κάποιες διανομές. Δεν αντιλήφθηκα λ.χ. για ποιον ακριβώς λόγο επιλέχθηκε ο Ησαΐας Ματιάμπα ως Σλόμπο, ρόλος από τους κεντρικούς, ο οποίος απαιτούσε συνδυαστικές ικανότητες ηθοποιού και τραγουδιστή. Στα δικά μου μάτια υπήρξε αποτυχημένος και στα δύο. Το ίδιο ισχύει και για τον Βασίλη Αξιώτη, ο οποίος ανέλαβε τον ρόλο του καθηγητή Σέινκοπφ: αντί να πατήσει στον ανεπανάληπτο Σορόφκσι που έπλασε ο Albert Hague, ο Αξιώτης εμφάνισε έναν χαρακτήρα άκυρο, μετέωρο και υπερβολικό. 

Πολλοί θεατές βρήκαν ίσως τη Σοφία Κουρτίδου χαριτωμένη, εγώ τη βρήκα εκνευριστική –παρά την αναμφίβολη καλλιφωνία της– και σκέφτηκα ότι ο ρόλος της Γκρέις ταίριαζε περισσότερο στην Idra Kayne (επαρκέστατη ως Μέιμπελ, μα στη σκιά των υπολοίπων). Η Νάντια Μπουλέ είχε πλάκα στην αρχή παίζοντας πετυχημένα τη χαζοβιόλα Σερίνα, έκανε όμως κατάχρηση των στοιχείων της κουτής παιδίσκης, ενώ εμφάνισε κι ένα αταίριαστα σοβαρό και επίσημο πρόσωπο κάθε που τραγουδούσε –είπε επίσης περισσότερα τραγούδια από όσα μπορούσε να υποστηρίξει ή από όσα, τέλος πάντων, άντεχαν τα δικά μου αφτιά: μια σωστή φωνή με μια κάποια έκταση δεν σε κάνει ντε και καλά αξιόλογη τραγουδίστρια. Και το Fame διαδραματίζεται, υποτίθεται, σε μια Ακαδημία ταγμένη στο να σου μάθει να κάνεις τέτοιες διακρίσεις. 

Ο Χρήστος Ζαν Μπατίστ, πάλι, ήταν απόλαυση κάθε που χόρευε –είχε όντως κάτι από το δαιμόνιο του LeRoy Johnson– σαν ηθοποιός όμως αποδείχθηκε κάτω του μετρίου, ενώ ανάλογα προβλήματα παρουσίασε και ο Νίκος Βουρλιώτης: ναι μεν έπλασε έναν τύπο ικανό να ξεχωρίσει σε κάθε εμφάνιση στη σκηνή (παράστημα, φωνή, βλέμμα, κινήσεις), δεν έπεισε όμως ως καθηγητής χορού, ενώ στο δεύτερο μέρος χρεώθηκε μια δακρύβρεχτη μπαλάντα εντελώς αταίριαστη και με την περσόνα τη δική του, αλλά και με εκείνη του καθηγητή Μπελ. Οι υπόλοιπες διανομές (για να μη μακρηγορώ άσκοπα) κρίνονται από επαρκείς έως συμπαθείς. 

Συνοψίζοντας, νομίζω ότι η ελληνική εκδοχή του Fame αφέθηκε να παρασυρθεί από τα όσα αρνητικά μάστιζαν το φιλμ του 1980, δίχως να τα προκαλέσει επαρκώς. Ίσως γιατί τα έκρινε ως «συνταγή επιτυχίας», έχασε επαφή με το πόσο ξεφτισμένα φαντάζουν πια πολλά από αυτά, αν και –ξαναλέω– ενδέχεται οι συντελεστές να έχουν καλύτερη επαφή με το μέσο αισθητήριο από τη δική μου και να ξέρουν καλά τι κάνουν, από την άποψη της εισπρακτικής επιτυχίας. 

Δική μου δουλειά, ωστόσο, είναι η αισθητική αποτίμηση. Υπό το συγκεκριμένο πρίσμα, λοιπόν, βρίσκω ότι χάθηκε μια ευκαιρία να ρετουσαριστεί το Fame σε κάτι καλύτερο και λίγο πιο ουσιώδες απ' ότι υπήρξε, χρησιμοποιώντας π.χ. δάνεια από την ομώνυμη τηλεοπτική σειρά, η οποία διέθετε και καλύτερη ανάπτυξη χαρακτήρων και ορισμένες πιο προσεγμένες αφηγήσεις. Δευτερευόντως, δεν δόθηκε η ίδια προσοχή στο στήσιμο του μιούζικαλ και στην επάρκεια των ερμηνειών, με αποτέλεσμα να βλέπεις πολύ καλή δουλειά ως προς όλα όσα αφορούν στο πρώτο, μα κάτω του μετρίου αποδόσεις στο τόσο καίριο δεύτερο θέμα. Είναι κρίμα να φεύγεις με μια αίσθηση πεταμένου χρόνου, όταν είναι φανερό ότι υπήρχαν βάσεις για να γίνουν τόσα πράγματα.



26 Ιουνίου 2023

J.Kriste, Master Of Disguise - συνέντευξη (2009)


Πριν δούμε τον πολυπράγμονα Λευτέρη Μουμτζή να μπλέκεται με την ίδρυση της δισκογραφικής εταιρείας «Λουβάνα Δίσκοι» στην πατρίδα του Κύπρο ή να καταθέτει δουλειές πότε με το όνομά του, πότε ως Freedom Candlemaker, πότε ως μέλος των Σωτήρες ή των Τρίο Τεκκέ, τον μάθαμε ως J.Kriste, Master Οf Disguise –το καλλιτεχνικό ψευδώνυμο με το οποίο μας συστήθηκε στη δεκαετία του 2000.

Αυτό χρησιμοποιούσε ακόμα και πίσω στο 2009, όταν στήσαμε μια κουβέντα γύρω από το τότε άλμπουμ του «Girls, Ghosts And Gods». Η συνέντευξη που προέκυψε δημοσιεύτηκε τότε στο Avopolis και αναδημοσιεύεται τώρα κι εδώ, με μικρές, αισθητικής φύσης τροποποιήσεις.

* οι χρησιμοποιούμενες φωτογραφίες προέρχονται από το promo υλικό που διένειμε τότε στον Τύπο η Puzzlemusik


Βλέποντας τη λέξη «gods» στον τίτλο του νέου σου άλμπουμ και ακούγοντας τις μεταφυσικές ανησυχίες ορισμένων στίχων, δεν μπόρεσα να μην αναλογιστώ ότι το J.Kriste έχει μια ηχητική ομοιότητα με το «Jesus Christ». Είναι τυχαία; Και γιατί Master of Disguise;

Δεν είναι τυχαία η ομοιότητα, αλλά ούτε και σκόπιμη. Ήταν συνειρμικό, όπως και το Μaster of Disguise, το οποίο κάνει ρίμα με το Κράιστ. Ξύπνησα ένα πρωί και μου έσκασε στο μυαλό. Το κράτησα αργότερα, όταν δεν ήθελα να χρησιμοποιήσω το όνομά μου για έναν σόλο δίσκο.

Το «Girls, Ghosts And Gods» είναι μια δουλειά η οποία ξεχωρίζει ανάμεσα στις φετινές κυκλοφορίες για την προσωπικότητά της, αλλά δεν προδίδει παρά σε σημεία –και συνειδητά– την ελληνικότητά της. Πώς πέτυχες κάτι που για πολλούς εγχώριους καλλιτέχνες αποτελεί συνήθως άπιαστο ζητούμενο; Έχει να κάνει (και) με την άνεσή σου στο να εκφράζεσαι στα αγγλικά; 

Έχει να κάνει με το ότι δεν ήτανε ζητούμενο. Ούτε το πάλεψα για να βγει έτσι. Παραπάνω, είχε να κάνει με τα άτομα με τα οποία έκανα «κλικ» και τα κάλεσα στο στούντιο –και βέβαια με την ενέργειά τους. Όσο για τα αγγλικά, πράγματι, πολύς κόσμος το θεωρεί σαν ένα σημαντικό συν για μια πιο «ομαλή» ακρόαση.

Γιατί υπήρξε αυτή η διαφορά μηνών στην κυκλοφορία μεταξύ Κύπρου και Ελλάδας; 

Αυτό δεν το ξέρω ακριβώς. Πάντως έχει να κάνει με διαδικαστικά θέματα. Αλλά η κυκλοφορία στην Κύπρο νομίζω μας βοήθησε σε διάφορα πράγματα, όπως να είμαστε πιο έγκαιρα έτοιμοι για την Ελλάδα, να έχουν γίνει ζωντανές εμφανίσεις με το υλικό και γενικά να μαθευτεί ο δίσκος σε κάποιους κύκλους ανθρώπων.

Το εξώφυλλο πώς το εμπνεύστηκες; Τι συμβολίζει αυτή η ψηλόλιγνη, χρυσοποίκιλτη μορφή; Και γιατί τοποθετείται σε μια ακρογιαλιά, ενώ το υπόλοιπο artwork εστιάζει σε δασώδη τοπία; 

Και πάλι πρόκειται για μια εικόνα η οποία μου έσκασε στο κεφάλι (όπως και το όνομα, όπως και κάθε καλό τραγούδι ή ένας συναισθηματικά φορτισμένος στίχος), σε ένα ταξίδι με υπεραστικό λεωφορείο στην Αγγλία. Δεν ξέρω τι ακριβώς συμβολίζει, αλλά σίγουρα κάτι συμβολίζει. Το κοινό στοιχείο στο artwork είναι η φύση. Τα τραγούδια μιλούν και για δέντρα και για ακρογιαλιά, οπότε όλα αυτά είναι «μέσα» στον δίσκο.

Το «Girls, Ghosts And Gods» δεν είναι η πρώτη σου δισκογραφική παρουσία, καθώς προϋπάρχει το «This Is The Alternative» (2006). Τις νιώθεις αλήθεια ως alternative τις δουλειές σου; Δέχεσαι την ένταξη του νέου άλμπουμ υπό την ομπρέλα του neo-folk ή θεωρείς τέτοιες κατατάξεις ως παραπλανητικές; 

Μμμ… Τις δουλειές μου θα ήθελα να τις θεωρούσα mainstream και θα ήθελα να ζούσα σε έναν κόσμο όπου το mainstream θα ακουγόταν, θα σκεφτόταν και θα εκφραζόταν με έναν τέτοιον τρόπο (ελεύθερα, δηλαδή) –αλλά αυτό δεν συμβαίνει. Οπότε είναι αναγκαστικά alternative, διότι είναι εκείνο που πρέπει να ψάξεις πολύ να το βρεις, κρυμμένο πίσω από το mainstream. 

Το νέο άλμπουμ δεν είναι neo-folk και ούτε προσπάθησα να κάνω κάτι τέτοιο. Απλά είναι μια συλλογή τραγουδιών στα οποία κυριαρχούν τα ακουστικά όργανα. Οι κατατάξεις χρειάζονται μόνο για γενικεύσεις, που συχνά μπορεί να χρησιμεύσουν. Νομίζω πάντως ότι η μουσική θα έπρεπε να ξεχωρίζει σε «αληθινή μουσική» και «δήθεν μουσική», αλλά μάλλον κι αυτό εντάσσεται στον κόσμο όπου η μουσική μου είναι mainstream!

Ποιες είναι οι κύριες επιρροές σου –μουσικές και μη; Και κατά πόσο τις ταυτίζεις με τους αγαπημένους σου καλλιτέχνες;

Αυτή είναι μια ερώτηση που πάντα δυσκολεύομαι να απαντήσω και καταλήγω απλά να λέω το τι ακούω τον συγκεκριμένο καιρό. Με επηρεάζει θετικά οποιαδήποτε μουσική είναι αληθινή και παιγμένη με ειλικρίνεια και ταπεινότητα. Τρέφω αγάπη και θαυμασμό για πολλούς καλλιτέχνες, αλλά δεν εξιδανικεύω οποιοδήποτε στυλ ή ήχο. Η λίστα από ονόματα θα μπορούσε να είναι ατελείωτη. Είναι ό,τι ακούει ο καθένας μέσα στη μουσική μου και παραπάνω... 

Είσαι επίσης μέλος δύο ενεργών συγκροτημάτων, του Trio Tekke και των Outer Soul Ensemble. Μίλησέ μας λίγο για το δικό τους στίγμα... 

Είμαι για την ακρίβεια μέλος και ακόμα μίας μπάντας, των Rite Of Passage! Οι Trio Tekke έχουν μόλις κάνει ένα reunion αυτές τις μέρες για την κυκλοφορία του δίσκου τους «Τα Ρεγγέτικα», μετά από περίπου έναν χρόνο χωριστά. Βλέπεις εγώ έφυγα από το Λονδίνο και οι άλλοι δύο παρέμεναν ακόμα εκεί. Τώρα φέρνουμε τον Κόλιν στην Κύπρο, τον «ξένο» δηλαδή της παρέας, και παρουσιάζουμε το άλμπουμ. 

Οι Outer Soul Ensemble είναι για την ώρα μία πολύ καινούρια μπάντα, 7μελής, η οποία βρίσκεται στα αρχικά της στάδια. Οι συνθέσεις είναι δικές μου και κυμαίνονται στο άφρο-σόουλ-φανκ-ροκ, με κάποια στοιχεία Ανατολής. Οι δε Rite Of Passage παίζουν ψυχεδελικό και προοδευτικό ροκ και ετοιμάζουμε δίσκο για Χριστούγεννα, ελπίζουμε!

Στο νέο σου άλμπουμ συμμετέχουν επίσης, ως μουσικοί, ο Αλκίνοος Ιωαννίδης, ο Στέλιος Ρωμαλιάδης των Lüüp και ο Δημήτρης Μπασλάμ. Τι είναι αυτό που σας ενώνει; 

Μας ενώνει η ειλικρίνειά μας ως μουσικών, θα έλεγα. Μας ενώνει επίσης η αγάπη για τη μουσική και η εκτίμηση για ό,τι κάνει ο άλλος. Είναι φίλοι που τους γνώρισα στην πορεία και που στο κάλεσμά μου απάντησαν θετικά. Το αποτέλεσμα πανέμορφο, νιώθω.

Ποια είναι η καθημερινότητά σου, όταν παύεις να λειτουργείς ως «κυρίαρχος των μεταμφιέσεων»; 

Είναι κυρίως μουσική, δυστυχώς ή ευτυχώς. Παίζω αρκετά με τζαζ συγκροτήματα ή και με άλλες, πιο έκτακτες, τοπικές μπάντες σε μικρά μέρη ή διοργανώνω τα δικά μου events/φεστιβάλ –όπως το Λουβάνα, το οποίο έγινε πρόσφατα. Στις πραγματικά ελεύθερές μου ώρες έχω την ανάγκη να δραπετεύω στην εξοχή, ειδικά στο βουνό...

Πώς σκοπεύεις να κινηθείς συναυλιακά στο άμεσο μέλλον; Θα υπάρξει κάτι σαν περιοδεία προώθησης του «Girls, Ghosts And Gods»;

Έχουν ήδη γίνει κάποιες προκαταρτικές ζωντανές εμφανίσεις στην Αθήνα τον Ιούνιο και σκοπεύω, με την κυκλοφορία του δίσκου, να κάνω μια περιοδεία στην Ελλάδα. Προς μέσα με τέλη του Οκτώβρη, δηλαδή.




24 Ιουνίου 2023

Ghost: Meliora [δισκοκριτική, 2015]


Έφτασε λοιπόν και η ώρα των Ghost στο φετινό συναυλιακό καλοκαίρι, αφού έρχονται ως επικεφαλής του Athens Rocks Festival 2023. Καλή περίπτωση οι Σουηδοί: έχουν γράψει γουστόζικα τραγούδια, διατήρησαν την εμπορικότητα του hard rock ήχου δίχως τις εκπτώσεις άλλων νεότερων γκρουπ, τους έχω ξαναδεί και ζωντανά και παραδίδουν πολύ δυναμικά σόου, στη μεγάλη παράδοση των Kiss (στην οποία και εγγράφονται).

Με την αφορμή, λοιπόν, να μια κριτική που έγραψα πίσω στο 2015 για το τρίτο τους άλμπουμ Meliora –σε χρόνια που ακόμα δεν ξέραμε την ταυτότητα των μελών του συγκροτήματος ή τον σαφή ηγετικό ρόλο του Tobias Forge, μα λατρέψαμε το "Cirice". 
 
Η κριτική πρωτοδημοσιεύτηκε στο Avopolis και αναδημοσιεύεται τώρα εδώ, με μικρές, αισθητικής φύσης τροποποιήσεις.

* η κεντρική φωτογραφία προέρχεται από το promo υλικό που δινόταν τότε στον Τύπο


Καθώς το ένα τραγούδι διαδέχεται το άλλο, το μυαλό τρέχει στα μεγαλεία των Deep Purple και στα μαγικά κόλπα που ύψωσαν τους Rainbow στα ουράνια του σκληρού ροκ. Φευγαλέα έρχονται κατά νου και διάφοροι σπουδαίοι του παλιού metal, κυρίως όμως σκέφτεσαι –καθώς θαυμάζεις τις ποπ γέφυρες που τόσο φυσικά «φυτρώνουν» ανάμεσα στα κιθαριστικά βολτ– ότι (τελικά) μόνο από τη χώρα την οποία κόσμησαν με την παρουσία τους οι Abba θα μπορούσε να έρχεται αυτό το συγκρότημα.

Για τρίτο σερί άλμπουμ, οι Ghost αγαπούν να παντρεύουν τις αντιφάσεις τους, χωρίς το παραμικρό κόμπλεξ. Είναι ίσως το βασικό γνώρισμα που τους ορίζει ως μια μπάντα του σήμερα κι ας παίζουν μια μουσική με παλιά πατήματα. Κι έχει αποφασιστική σημασία για όσους αναζητούν το γιατί οι Σουηδοί κερδίζουν τόσο εύκολα οπαδούς: και από τη μεγάλη του heavy metal δεξαμενή, αλλά και από τους rockers των ημερών μας, όσους ακολουθούν μπάντες σαν τους Foo Fighters. 

Γύρω από αυτή την απήχηση, βέβαια, έχει δημιουργηθεί και μια πολεμική –από εκείνες που ξεχάσαμε πια στις «όλα καλά είναι, αν σου αρέσουν» εποχές μας. Και το Meliora (Η.Π.Α. #8, Βρετανία #23) αναμένεται να ρίξει ακόμα περισσότερο λάδι στη φωτιά, αφού προκύπτει σαν μία πιο σφιχτή, ολοκληρωμένη και οικονομημένη ως προς τις χρονικές διάρκειες υπόθεση, συγκριτικά με το γουστόζικο μα άνισο Opus Eponymus του 2010 και το καταλυτικό (ελέω "Year Zero") μα όχι σπουδαίο Infestissumam του 2013. 

Πόσα οφείλονται στους ίδιους τους Ghost, πόσα στον παραγωγό τους Klas Åhlund, πόσα στην εξαιρετική μίξη του Andy Wallace (παίξτε π.χ. το "Mummy Dust" με ακουστικά), δεν έχει μεγάλη σημασία. Πιο αποτελεσματικά από ποτέ, το χέρι του Πάπα Εμέριτου (ο Τρίτος, πλέον) ευλογεί εδώ το αναποδογύρισμα της μουσικής πλάσης που χτίζεται με επιμελώς τακτοποιημένα κουτάκια. Τραγούδια σαν το εκπληκτικό "Cirice" (ένα από τα καλύτερα της φετινής χρονιάς, ανεξάρτητα από είδη), το "From The Pinnacle To The Pit", το "He Is", το "Spirit" και το "Deus In Absentia" διατηρούν τον καρτουνίστικο «Σατανισμό» των Σουηδών στα λαμπρότερά του, αναδεικνύοντάς τους σε μπάντα η οποία προασπίζεται μεταλλικές αξίες, ενώ τελικά παίζει hard rock και αναζητεί με ζήλο το single, με την εντελώς ποπ έννοια. 

Ασφαλώς, τα παραδοσιακά μέταλλα θα φωνάξουν πάλι «φάουλ!» και θα απαιτήσουν να πέσει δεύτερη κίτρινη κάρτα σε τούτους τους χαλβάδες, κραδαίνοντας τον King Diamond, τους Kiss, τον Alice Cooper, αλλά και τους Ολλανδούς The Devil's Blood –μάλλον την πιο αφανή μα σημαντική επιρροή στον Ghost ήχο, μετά τον ηγέτη των Mercyful Fate. Έχω μια κάποια συμπάθεια για την άποψή τους, νομίζω ωστόσο πως υπερβάλλουν. 

Από τη μία, οι ενίοτε θαυμάσιοι Devil's Blood ποτέ δεν είχαν την άνεση των Σουηδών με την ποπ. Aπό την άλλη, τέτοιες συνεχείς επικλήσεις στους Μεγάλους Παλιούς –πέρα από το να καταδεικνύουν ότι ορισμένοι γέρασαν– δεν μετράνε πως, καλώς ή κακώς, η σημερινή πιτσιρικαρία θέλει κι αυτή τους δικούς της ανάλογους ήρωες. Και οι Ghost είναι φαβορί για τον ρόλο, έστω κι αν υπογραμμιστούν εδώ οι κάπως απογοητευτικές επιδόσεις του Papa Emeritus: το μόνο σημείο του Meliora που πραγματικά καρφώνεται στο μνημονικό με τον πρέποντα δυσοίωνο τρόπο, είναι η επωδός «Can't you see that you're lost without me? I can feel the thunder that's breaking in your heart», από το "Cirice". Κατά τα λοιπά, σαν πολύ ήσυχα να κελαρύζει το ποτάμι...

Αλλά, καθώς η απήχηση των Ghost ξεπερνά τα μεταλλικά σύνορα, η πολεμική γύρω τους λαμβάνει κι αυτή ευρύτερες διαστάσεις, αγγίζοντας γενικότερα ζητήματα του μεγάλου μουσικού χάρτη των 2010s. Διαβάστε την κριτική του Andy O' Connor στο Pitchfork, για του λόγου του αληθές. Η οποία με δυο πινελιές μας λέει ότι όλα τα δάνεια τα μεταχειρίζονται θαυμάσια οι Σουηδοί, παραδέχεται ότι περισσότερο από το τι τους έχει επηρεάσει μετράει στο Meliora το πώς συνδιαλέγονται μαζί του, μα τελικά τους βάζει ...6 γιατί δεν έχουν να προτείνουν κάτι που δεν έχουμε ήδη ξανακούσει! 

Γιατί, αλήθεια, καλείται η σκληρή μουσική –μόνη ανάμεσα στα είδη τα οποία απασχολούν το συγκεκριμένο μέσο– να αποδείξει τον αποτελεσματικό απογαλακτισμό της από το παρελθόν; Γιατί τέτοιες διερωτήσεις απουσιάζουν εντελώς στις κριτικές τόσων και τόσων indie δίσκων, οι οποίοι μια χαρά αποθεώνονται επειδή ξαναζεσταίνουν το χθεσινομαγειρεμένο φαγητό της ψυχεδέλειας και των μετά το punk εξελίξεων; 

Με βάση λοιπόν τα μέτρα και τα σταθμά του Pitchfork –άρα και τα κυρίαρχα «ήθη» στη Δυτική μουσικοκριτική της τελευταίας δεκαετίας– το Meliora έπρεπε να πάρει 8 με τα τσαρούχια, από εκείνα τα κόμμα τόσο δηλαδή. Ας μη γίνουμε όμως η κακή αντιπολίτευση προς όσα θίγουμε. Παρά την ευκολία με την οποία διεκδικεί το πλήκτρο του repeat, παρά τον ρόλο των δημιουργών του στα σύγχρονα σκληρά πράγματα, η «σπουδαιότητα» βρίσκεται κάπου κοντά, μα ακόμα διαφεύγει. Μένει πάντως η απόλαυση, γι' αυτό μην αμφιβάλλετε.



23 Ιουνίου 2023

Μελίνα Τανάγρη: Γράμμα στην Barbara - ανταπόκριση (2018)


Της Μελίνας Τανάγρη έχω σχεδόν όλους τους δίσκους (άντε να μου λείπει ένας;) καθώς μου άρεσε η γραφή της και η ματιά της στην τραγουδοποιία ήδη από όταν ήμουν μικρός και την άκουγα στο ραδιόφωνο.

Μιας και δεν εμφανίζεται συχνά, λοιπόν, δεν θα έχανα την ευκαιρία να πάω να τη δω στο Θέατρο της Οδού Κυκλάδων πίσω στον Μάρτη του 2018, όπου ανέβαζε την παράσταση «Γράμμα στην Barbara» –αφιερωμένη στη Γαλλίδα τραγουδοποιό Monique Serf που σταδιοδρόμησε με αυτό το καλλιτεχνικό ψευδώνυμο.

Μια ανταπόκριση δημοσιεύτηκε τότε για το Avopolis και αναδημοσιεύεται τώρα κι εδώ, με μικρές, αισθητικής φύσης τροποποιήσεις.

* οι φωτογραφίες προέρχονται από promo πηγές και από όσα τράβηξε εκείνη τη βραδιά η Fenrir


Ένα σαξόφωνο ακουγόταν πίσω από τις κλειστές πόρτες στην Οδό Κυκλάδων, σε ό,τι ήταν (μάλλον) ένα τελευταίο τεστ πριν την έναρξη. Έξω, στο φουαγέ του θεάτρου, οι ηλικίες μεγάλες: ένα κοινό που θα ήταν ίσως 25-30 πίσω στο 1987, όταν η Μελίνα Τανάγρη χαλούσε κόσμο με "Βυζάκια Έξω, Λοιπόν". Κι ανάμεσά τους ο Διονύσης Σαββόπουλος, παρέα με τον ΚΥΡ, τον σπουδαιότερο πολιτικοκοινωνικό γελοιογράφο της νεότερης Ελλάδας. Σημειολογικά σημαντικό, σκέφτηκα, αφού η Τανάγρη πρωτοεμφανίστηκε στην παράσταση Αχαρνής του Σαββόπουλου, πίσω στο 1977. 

Οι πόρτες ανοίγουν, λαμβάνουμε θέσεις. Έχει κόσμο, αλλά δεν είναι και sold out. Κάποιος πίσω μου τα έχει μπερδέψει, νομίζει ότι θα ακούσει τραγούδια της Barbra Streisand. Ευτυχώς, ένας φίλος αναλαμβάνει να του μιλήσει για τη Barbara. Τα φώτα δεν αργούν να σβήσουν, αφήνοντας έναν μοναχικό προβολέα να εστιάζει σε μια καρέκλα στη μία άκρη της σκηνής· πάνω της, λίγο μετά, θα καθόταν η Μελίνα Τανάγρη. Με τα πορτοκαλί μαλλιά της και το σπινθηροβόλο της βλέμμα να κοιτάζει τον τοίχο, όπου ένας προβολέας έριχνε κάποιους πρώτους στίχους της Barbara (στα ελληνικά). Η παράσταση αρχίζει. 

Παράσταση ή συναυλία; 

Κάτι και από τα δύο. Πρωτίστως συναυλία, ναι· αλλά με θεατρικά χαρακτηριστικά. Και τη σκηνή ακόμα, έδειχνε να την έχει μετρήσει σε βήματα η Τανάγρη: οι κινήσεις της διέθεταν «αέρα» χορογραφίας, ενώ στο όλο «παιχνίδι» συμμετείχαν κατά το δοκούν και οι όμορφοι φωτισμοί της Χριστίνας Θανάσουλα. Μόνοι συνοδοί της εκεί στην Οδό Κυκλάδων, η Ευαγγελία Μαυρίδου στο πιάνο και ο Samuel Marlieri στο σαξόφωνο. Ακίνητη η πρώτη, πλάτη στο κοινό, στραμμένη στο όργανό της, κινητικός ο δεύτερος, σηκωνόταν ενίοτε και λάμβανε μέρος (με τον τρόπο του) στα δρώμενα. Δύο θαυμάσιοι μουσικοί, από κάθε άποψη. Τολμώ μάλιστα να πω ότι, αν και μεγάλος φίλος του πιάνου, είχα καιρό να απολαύσω τόσο το σαξόφωνο, όσο σε αυτές τις μελετημένες, δοσομετρημένες, καθαρές φράσεις, οι οποίες σε κάθε τραγούδι ήταν ακριβώς τόσο, όσο χρειαζόταν.

Αλλά και η Μελίνα Τανάγρη αποτυπώθηκε καταπληκτική, με έναν «αθόρυβο» μάλιστα τρόπο. Εκεί στο ξεκίνημα υπήρξε ένα τρακ: φάνηκε και από τον επί σκηνής βηματισμό, που πήγε κάπου να χάσει ρυθμό και να την κάνει να σκοντάψει. Όμως ως το "Le Minotaure" και τη "Nantes" τα είχε όλα βρει, κάνοντάς μας να κρεμόμαστε από το στόμα της. 

Η επιτυχία, σκέφτηκα αφού μας διάβασε το γράμμα που έστειλε το 1982 στη Γαλλίδα σταρ (δεν έλαβε ποτέ απάντηση), οφειλόταν στον βιωματικό τρόπο με τον οποίον αντιμετώπισε το όλο θέαμα. Δεν έκανε δηλαδή ένα αφιέρωμα στη Barbara, ούτε και προσπάθησε να την παραστήσει. Ήταν σε κάθε περίπτωση η Μελίνα Τανάγρη: όχι η τραγουδοποιός, μα η ακροάτρια πρωτίστως, που είχε βυθιστεί σε αυτό το υλικό και το είχε κάνει δικό της –για να το αφήσει πίσω στη συνέχεια και να ξαναπιάσει το νήμα του τώρα, χρόνια μετά τον θάνατο της Barbara, τώρα που «μπορεί να κάνει ό,τι θέλει» όπως ωραία το έθεσε στο Υστερόγραφο. Τόσο δικό της έγιναν μάλιστα το ρεπερτόριο της Barbara, ώστε να υπάρχει ευχέρεια να βάλει στο πρόγραμμα και δύο τραγούδια της ("Φιλενάδα", "Αγάπη Αφηρημένη"), δίχως να ηχήσουν παράταιρα.

Δεν ξέρω ποιο ήταν το μέτρο της Τανάγρη για το Γράμμα στην Barbara κι αν ο μικρός κύκλος των 3 παραστάσεων στην Οδό Κυκλάδων κρίθηκε επιτυχημένος. Η ίδια φάνηκε ευχαριστημένη στο τέλος της πρεμιέρας, λέγοντάς μας, χαμογελαστή και συγκινημένη, ότι ήμασταν ένα υπέροχο κοινό. Σε κάθε περίπτωση, λείπει η Τανάγρη, 9 πια χρόνια αφότου έκανε εκείνη την τίμια (μα όχι σπουδαία) απόπειρα να φρεσκάρει το προφίλ της με το Δίδυμο: η φωνή της και η ματιά της, διατηρούν κάτι το μοναδικό. Μακάρι λοιπόν να δούμε και στη δισκογραφία αυτό το εγχείρημα, που για λίγο ζωντάνεψε μπροστά μας, εκεί στην Κυψέλη, το κλίμα των μικρών φοιτητικών clubs του Παρισιού όπου γεννήθηκε το άστρο της Barbara.

Setlist

1. Dis, Quand Reviendras-Tu?
2. Ma Maison
3. Le Minotaure
4. Nantes
5. Αγάπη Αφηρημένη
6. Le Mal De Vivre
7. Chapeau Bas
8. Perlimpinpin
9. Η Μοναξιά
10. Drouot
11. Les Insomnies
12. Marienbad
13. L' Aigle Noir
14. Φιλενάδα
15. Ma Plus Belle Histoire D' Amour C' Est Vous
16. Une Petite Cantate 



22 Ιουνίου 2023

Iron Ensemble - συνέντευξη (2015)


Χαμός έχει γίνει στα «πηγαδάκια» των απανταχού φίλων του κλασικού heavy metal –διά ζώσης ή στα social media– με την απόφαση των Iron Maiden να παίξουν live το "Alexander The Great", διαχρονικό καημό των Ελλήνων fans, τώρα που δεν σκοπεύουν να περάσουν από τη χώρα μας. Λέγεται, μάλιστα, ότι, παρότι είναι μόλις πέρυσι που τους είδαμε, τους προτάθηκε να ξανάρθουν κι εκείνοι αρνήθηκαν. 

Όλα αυτά, τώρα, με έκαναν να θυμηθώ ότι υπήρχε κι ένα ελληνικό γκρουπ που είχε διασκευάσει το "Alexander The Great", σε φόρμα κλασικής μουσικής. Λέγονται Iron Ensemble και πίσω στο 2015 αυτή ήταν επαρκής αιτία για να αναζητήσω την ηγέτιδά τους Μαίρη Τασούλη για μια κουβέντα.

Η συνέντευξη που προέκυψε δημοσιεύτηκε τότε στο Avopolis και αναδημοσιεύεται τώρα κι εδώ, με μικρές τροποποιήσεις, αισθητικής φύσης.

* οι χρησιμοποιούμενες φωτογραφίες παραχωρήθηκαν από το συγκρότημα 


Είσαστε στην επικαιρότητα χάρη στη διασκευή σας στο "Alexander The Great" των Iron Maiden. Απ' όλα τους τα σπουδαία τραγούδια, γιατί αυτό; Ποιο ήταν εκείνο το «κάτι» που έκανε τη διαφορά;

Αρχικά σκέφτηκα, ότι σαν πρώτο κομμάτι, έπρεπε να επιλέξω κάποιο που θα ήταν μεγάλο σε διάρκεια, πολύ ρυθμικό και μελωδικό, αλλά ταυτόχρονα και δύσκολο, ώστε να αναδείξω τις δυνατότητες του ensemble. Επίσης, πάντα αναρωτιόμουν γιατί οι Maiden δεν παίζουν live αυτό το έπος. Το "Alexander Τhe Great" είναι ένα μουσικό παζλ με progressive ύφος –όπως διαφορετικά tempi, πολλά μουσικά θέματα και σόλο– γι' αυτό και το χώρισα σε ενότητες. 

Αληθεύει ότι ζητήσατε και πήρατε την άδεια των Iron Maiden για τη διασκευή; Πώς ήταν η επαφή μαζί τους; Έγινε ποτέ κάτι απευθείας ή κανονίστηκε μέσω των εκπροσώπων τους;

Ναι, είναι αλήθεια. Όλα κανονίστηκαν μέσω των εκπροσώπων τους και μάλιστα πολύ γρήγορα, αλλά χρειάστηκε να παρέμβουμε εμείς, προσωπικά· ενώ όταν προσπάθησε η ΑΕΠΙ να πάρει την άδεια πριν χρόνια, δεν τα κατάφερε και, όπως καταλαβαίνετε, αυτό το γεγονός με καθυστέρησε και με απογοήτευσε. Μετά, όταν άκουγα από άλλους μουσικούς να κάνουν διασκευές Maiden σε κλασική μουσική, σκέφτηκα ότι εμείς είμαστε σε πολύ καλό επίπεδο και θα ήταν κρίμα να μην βγάλω το κομμάτι επίσημα προς τα έξω.

Οι ίδιοι οι Iron Ensemble, τώρα, πώς σχηματίστηκαν; Και πώς ακριβώς κινούνται μεταξύ heavy metal και κλασικής ορχήστρας;

Τους Iron Ensemble τους μάζεψα με σκοπό να παρουσιάσω τη heavy metal μουσική στο Μέγαρο Μουσικής Αθηνών, για εκπαιδευτικούς λόγους. Ο χώρος του Μεγάρου, βέβαια, δεν είναι κατάλληλος για να παίξει κανείς με ενισχυτές, οπότε οι μεταγραφές από metal σε κλασική φόρμα μου φάνηκαν καλή ιδέα. Επίσης, δεν με ενδιέφερε να κάνω απλά μια παρουσίαση, μα κάτι που θα είχε συνέχεια και παράλληλα δεν το είχε κάνει κανείς άλλος με αυτόν τον τρόπο, δηλαδή με χρήση πολλών, πραγματικών κλασικών οργάνων ή και ορχήστρας χωρίς ηλεκτρικά όργανα. 

Τι συμβαίνει, κατά τη γνώμη σας, με το heavy metal και την κλασική μουσική; Γιατί υπάρχει αυτή η «ειδική σχέση»; Θα ήταν πιο εύκολο να το εξηγήσουμε αν ήταν ένα κεντροευρωπαϊκό φαινόμενο, είναι όμως και αγγλοσαξονικό...

Δομικά, το heavy metal είναι ένα «πλούσιο» μουσικό είδος. Για παράδειγμα, πολλά metal κομμάτια αποτελούνται από: εισαγωγή με θέμα, κυρίως θέμα, κουπλέ, ρεφρέν, γέφυρα, σόλο, ορχηστρικά μέρη και επίλογο με θέμα. Πώς λοιπόν να μην ταιριάξει με την κλασική μουσική; 

Αυτή η «σχέση» υπάρχει σε όλη την Ευρώπη και όχι μόνο. Πολλά metal συγκροτήματα χτίζουν τα κομμάτια τους πάνω σε κλασικά θέματα ή προσθέτουν ένα-δυο κλασικά όργανα, ορχήστρα, οπερατικά φωνητικά ή χορωδία. Αυτό είναι εκπληκτικό, μα και μοναδικό. Κανένα άλλο σύγχρονο είδος της εποχής μας δεν συμβαδίζει τόσο με την κλασική μουσική, όσο το heavy metal.

Επιστρέφοντας στο "Alexander The Great", αγαπάτε μόνο το τραγούδι ή και την προσωπικότητα του Μακεδόνα βασιλιά; Συμφωνείτε ή διαφωνείτε με όσους τον κρίνουν ως μια αμφιλεγόμενη ιστορική φιγούρα;

Βασικά το κομμάτι το επέλεξα καθαρά για μουσικούς λόγους. Θαυμάζω τους ανθρώπους με καλλιτεχνική φύση: η βία και ο πόλεμος πρέπει να ασκούνται ως έσχατη λύση. Φυσικά και θα ήθελα να μάθω όλη την αλήθεια για τον Μέγα Αλέξανδρο, αλλά, επειδή έχω τελειώσει Φιλοσοφία, θα ήθελα να πω ότι δυστυχώς δεν υπάρχουν πηγές από την εποχή του Μεγάλου Στρατηλάτη. Είτε γιατί έχουν καταστραφεί, είτε γιατί έχουν κλαπεί. Επομένως δεν μπορούμε να κάνουμε την απαραίτητη έρευνα για να οδηγηθούμε στα κατάλληλα συμπεράσματα, παρά μόνο να καταφύγουμε σε μετέπειτα συγγραφείς. 

Γι' αυτό, ό,τι λέγεται σχεδόν για όλες τις μεγάλες προσωπικότητες της Αρχαιότητας και του Μεσαίωνα είναι αμφιλεγόμενο. Κάποιοι, όμως, θέλουν να κερδίσουν λεφτά και δημοσιότητα. Πάντως, εκείνο που είναι θαυμαστό στην περίπτωση του Μεγάλου Αλεξάνδρου, πέρα από τις περίφημες στρατηγικές του –όπως η τακτική της «σφύρας και του άκμονα», η οποία διδάσκεται διεθνώς στις στρατιωτικές ακαδημίες– ήταν το πώς κατάφερε να πείσει τους άνδρες του να διανύσουν ένα μεγάλο μέρος της Ασίας γεμάτο από ερήμους, οροσειρές και υψόμετρα 6.000 μέτρων με λιγοστό οξυγόνο. Πόσο «θεοί» ή «υπεράνθρωποι» μπορεί να υπήρξαν οι πρόγονοί μας; 

Ποιους δίσκους των Iron Maiden αγαπάτε ιδιαιτέρως; Και ποιοι σας απογοήτευσαν, λίγο ή πολύ; 

Αγαπώ περισσότερο τα πρώτα τους «7 διαμάντια», όπως λέμε οι μεταλλάδες! Απογοητεύτηκα την περίοδο που αποχώρησε ο Bruce Dickinson, αλλά το συνήθισα. 

Τι άλλο πρωταγωνιστεί στα μουσικά σας γούστα, πέρα από τη Σιδηρά Παρθένο;

Ακούω πολύ ακραίo metal, folk metal, επικά soundtracks, κέλτικη μουσική και μουσική προερχόμενη από τον Μεσαίωνα. 

Σκοπεύετε να κινηθείτε συναυλιακά μέσα στο προσεχές καλοκαίρι; Δισκογραφικά πλάνα για κάποιο άλμπουμ, υπάρχουν;

Αν πάει καλά σε πωλήσεις το single ή αν βρεθεί χορηγός, σκοπεύω να βγει ένα άλμπουμ και μετά να αρχίσουν τα live. Δεν αρκούν τα like στο Facebook και τα views στο YouTube για να παρθεί μία απόφαση με τόσο μεγάλο οικονομικό τίμημα.



21 Ιουνίου 2023

Καμεράτα, Ορχήστρα των Φίλων της Μουσικής: Χριστούγεννα στο Παρίσι του Βασιλιά Ήλιου – ανταπόκριση (2014)


Τα διαμάντια, λένε, είναι παντοτινά.

Μάλλον το ίδιο ισχύει, λοιπόν, και για τα «διαμάντια» του γαλλικού μπαρόκ. Με αυτή τουλάχιστον την αίσθηση έφυγα τον Δεκέμβριο του 2014 από τη Στέγη Ιδρύματος Ωνάση (τότε την έλεγαν ακόμα Στέγη Γραμμάτων & Τεχνών), έχοντας παρακολουθήσει την παράσταση «Χριστούγεννα στο Παρίσι του Βασιλιά Ήλιου». Πρωταγωνιστές της, η Καμεράτα - Ορχήστρα των Φίλων της Μουσικής σε μουσική διεύθυνση Γιώργου Πέτρου, αλλά κι ένα πλήθος καλεσμένων, τόσο στις φωνές, όσο και σε πολύτιμα (για την όλη εμπειρία) όργανα εποχής.

Μια ανταπόκριση δημοσιεύτηκε τότε στο Avopolis και αναδημοσιεύεται τώρα κι εδώ, με μικρές, αισθητικής φύσης τροποποιήσεις.

* οι φωτογραφίες προέρχονται από τη βραδιά κι ανήκουν στη Σμαρώ Μπότσα


Κάμποσος κόσμος μαζεύτηκε στην κεντρική σκηνή της Στέγης Γραμμάτων & Τεχνών, άλλοι περίεργοι κι άλλοι καλά ενημερωμένοι για το τι επρόκειτο να ακούσουν. Στο τέλος, πάντως, σύσσωμη η αίθουσα καταχειροκρότησε την Καμεράτα και τους λαμπερούς της καλεσμένους. Βασικά γιατί τα διαμάντια του γαλλικού μπαρόκ είναι παντοτινά. Αλλά και γιατί έχει φτάσει μάλλον ο καιρός να βλέπουμε και στα μέρη μας εκτελέσεις κάποιου επιπέδου σε ρεπερτόριο παλαιάς μουσικής, άσχετα αν στο πίσω μέρος του μυαλού μας υπάρχει πάντα η σκέψη πως είναι δυνατόν να αγοράσουμε σε CD ευρωπαϊκές ορχήστρες και σολίστ με πολύ μεγαλύτερη τριβή, εμπειρία, μα και αποτελεσματικότητα. 

Μέρος της επιτυχίας της συγκεκριμένης βραδιάς είναι ότι ο Γιώργος Πέτρου δεν διηύθυνε μόνο την Καμεράτα - Ορχήστρα των Φίλων της Μουσικής, μα μια διευρυμένη εκδοχή της, που περιλάμβανε διακεκριμένους βιρτουόζους σε όργανα εποχής, τους οποίους έχουμε συχνά δει σε δικές τους συναυλίες: τον Δημήτρη Δεσύλλα των KYKLOS Ensemble στα μπαρόκ κρουστά, για παράδειγμα, τον Μάρκελλο Χρυσικόπουλο στο τσέμπαλο ή τον Δημήτρη Κούντουρα των Ex Silentio στο φλάουτο με ράμφος. 

Και ήταν, βεβαίως, και οι τραγουδιστές οι οποίοι πλαισίωσαν την Καμεράτα. Όχι μόνο οι άρτιοι στις επιδόσεις τους σολίστ Βάσια Ζαχαροπούλου (σοπράνο), Βασίλης Καβάγιας (τενόρος), Χρήστος Κεχρής (τενόρος), Μυρσίνη Μαργαρίτη (σοπράνο) & Σταύρος Νικολάου (βαρύτονος), μα και η καλογυμνασμένη μεικτή χορωδία του Δήμου Αθηναίων, σε διεύθυνση Σταύρου Μπερή. Όλοι αυτοί έβαλαν το λιθαράκι τους ώστε να χάσουμε για λίγο την αίσθηση του χρόνου και να νομίζουμε ότι, πράγματι, κάνουμε Χριστούγεννα στις Βερσαλλίες, στο Παρίσι του Βασιλιά Ήλιου. 

Υπήρχε μια απορία στο ακροατήριο για το τι θα παιζόταν πρώτο, αλλά οι εναρκτήριες νότες, οι τόσο γνώριμες πλέον λόγω του σήματος της Eurovision, έδωσαν άμεση απάντηση. Ήταν το Te Deum του Marc-Antoine Charpentier: «Σαρπαντιέ», όπως με αυστηρότητα και τέλειο γαλλικό αξάν διόρθωσε η βλοσυρή κυρία πίσω μου τη νεαρή συνοδό της, που αποκάλεσε τον συνθέτη «Σαρπεντιέ». Δεν θα ήταν εύκολο ακροατήριο να ευχαριστήσεις η εν λόγω κυρία, γιατί, από τα όσα την άκουσα να λέει στη συνέχεια, ήταν πολύ ενημερωμένη γι' αυτό το έργο του 1692. 

Το οργανικό πρελούδιο "Marche En Rondeau" εκτελέστηκε με ζωηράδα, με τον Πέτρου να διευθύνει με νεύρο και τα βιολιά να κάνουν το καθήκον τους, θαυμάσια όμως υπήρξε και η συνέχεια. Το Te Deum διατήρησε τη δύσκολη ισορροπία μεταξύ θρησκευτικής δοξολογίας και κοσμικής πανηγυρικής περίστασης (για τον Βασιλιά; για τη μάχη του Στάινκιρκ; Δεν έχει σημασία...), προσφέροντας άψογο ήχο. Άψογο σε βαθμό κάποιας ξηρότητας, ίσως, πράγμα που μου θύμισε την απόδοση του Hervé Niquet. Οπωσδήποτε, πάντως, η προσέγγιση πρόσφερε μια πεντακάθαρη ηχητική, δίνοντας την ευκαιρία να απολαύσεις τους χρωματισμούς των ποικίλλων οργάνων εποχής. Συνολικά, ορχήστρα και σολίστ χάρισαν μια ενεργητική performance, δεν ήταν λίγα μάλιστα τα σημεία που θαρρείς ότι «κάλπαζαν». Στο φινάλε παρατήρησα διακριτικά την κυρία πίσω μου, πώς θα αντιδρούσε: χειροκρότησε θερμά. 

Το Te Deum του Jean-Baptiste Lully που ακολούθησε, τώρα, το συνοδεύει μια περίφημη ιστορία: ότι τόσο ενθουσίασε τον Βασιλιά Ήλιο όταν του το πρωτοπαρουσίασε το 1677, ώστε ζήτησε να του το ξαναπαίξουν επιτόπου, ολόκληρο. Δεν μπορώ να πω ότι δεν τον συναισθάνομαι τον Λουδοβίκο ΙΔ΄, το έχω κι εγώ καταταγμένο στα αριστουργήματα της μπαρόκ περιόδου και περίμενα έτσι με αληθινή περιέργεια να δω τι θα έκανε μαζί του η Καμεράτα και οι προσκεκλημένοι της –ειδικά με τα τμήματά του που απαιτούν ιδιοσυγκρασία, μια κάποια διακριτικότητα και έναν τόνο πιο «βαρύ». 

Δεν έμεινα με κανένα παράπονο: οι φωνές απέδωσαν τη συγκινησιακή φόρτιση του κομματιού, ο Πέτρου διηύθυνε υποδειγματικά και η όλη εκτέλεση διέθετε έναν πραγματικά δικό της χαρακτήρα, κάτι που δεν επιτυγχάνεται εύκολα. Πολύ δικαιολογημένο, λοιπόν, το χειροκρότημα το οποίο έπεσε στο τέλος, «αναγκάζοντας» μαέστρο και τραγουδιστές να βγουν τρεις φορές για τις υποκλίσεις και τα σχετικά.

Ήταν ωραία τα Χριστούγεννα στο Παρίσι του Βασιλιά Ήλιου. Είναι χαρά να μπορούμε να ακούμε αυτό το ρεπερτόριο σε εκτελέσεις τέτοιου επιπέδου κάπου στην Αθήνα. Ορισμένοι άνθρωποι έχουν πραγματικά δουλέψει πάνω στη συγκεκριμένη κατεύθυνση τα τελευταία χρόνια και τους αξίζει κάτι παραπάνω από το περιστασιακό μας, συναυλιακό χειροκρότημα. 



20 Ιουνίου 2023

Rival Consoles: Persona [δισκοκριτική, 2018]


Μια κριτική μου από το 2018 στο άλμπουμ «Persona» του Βρετανού ηλεκτρονικού καλλιτέχνη Rival Consoles, που, όπως δείχνει και ο τίτλος του, είχε ως έμπνευση και αφετηρία την ομώνυμη, διάσημη ταινία του Ίνγκμαρ Μπέργκμαν. 

Όπως κι άλλα μου κείμενα της ίδιας περιόδου, η κριτική αυτή πρωτοδημοσιεύτηκε στο Avopolis, του οποίου ήμουν τότε αρχισυντάκτης. Αναδημοσιεύεται τώρα εδώ με μικρές, αισθητικής φύσης τροποποιήσεις.

* η κεντρική φωτογραφία προέρχεται από το υλικό που δόθηκε τότε ως promo στον Τύπο και ανήκει στη Lenka Rayn H.   


Καθώς ξετυλίγονται τα (περίπου) 6 λεπτά του εναρκτήριου "Unfolding", αποκτάς τη ζωηρή εντύπωση ότι η σχηματιζόμενη νοητική «εικόνα» παίζει περίεργα παιχνίδια με την αντίληψή σου, αφού οι μορφές και τα περιγράμματα δείχνουν να «χύνονται» αντί να μένουν σταθερά, εμφανίζοντας έναν τρεμάμενα ρευστό χαρακτήρα.  

Πρόκειται για καταπληκτικό ξεκίνημα, το οποίο θα ζήλευε κάθε συζητημένος ηλεκτρονικός δημιουργός της τρέχουσας δεκαετίας –είναι επίσης ένας καλός μάρτυρας της τέχνης του Ryan Lee West, του Βρετανού δημιουργού που βρίσκεται πίσω από το εγχείρημα Rival Consoles και ποτέ μέχρι τώρα δεν φοβήθηκε τα βαθιά νερά. Είναι όμως και πολλά περισσότερα, εφόσον ως σημείο εκκίνησης αυτού του δίσκου ορίζεται η ταινία του Ingmar Bergman «Persona» (1966): με έναν μουσικό τρόπο, δηλαδή, αναπλάθεται κάτι από την ξακουστή εναρκτήρια σκηνή της. 

Για να μη χάνουμε το αληθινό μέτρο με το οποίο λειτουργεί (καλώς ή κακώς) η πραγματικότητα, ο Ingmar Bergman λίγες φορές υπήρξε βατός σκηνοθέτης, έτσι όπως βλέπει τα κινηματογραφικά πράγματα το «ευρύ» κοινό. Παρά ταύτα, η «Persona» κρίθηκε ως προχωρημένη ακόμα και από θεατές συνηθισμένους να βλέπουν σινεμά με απαιτήσεις πολλαπλάσιες από εκείνες των εντυπωσιακών περιπετειών του Χόλιγουντ. Ο ίδιος μάλιστα ο δημιουργός της θα έγραφε –χρόνια μετά– ότι σε αυτήν την ταινία (και αργότερα στο «Viskningar Och Rop» του 1972, που εμείς ξέρουμε ως «Κραυγές και Ψίθυροι») «έφτασα ως εκεί όπου ήταν δυνατόν να πάω, αγγίζοντας μη λεκτικά μυστικά τα οποία μονάχα ο κινηματογράφος μπορεί να ανακαλύψει». 

Επιδιώκοντας λοιπόν να ψηλαφήσει τα ίδια μυστικά, ο Rival Consoles παίρνει εδώ την ηλεκτρονική οδό και φεύγει για μια τολμηρή εξερεύνηση, με «εξοπλισμό» τις δικές του καταβολές (τον Legowelt, τους Underworld των 1990s, τα μαθήματα της ambient παρακαταθήκης). Και γυρνάει πίσω με μια αρμαθιά κομψών, στρογγυλών και προσβάσιμων μελωδιών, καλώντας μας σε ένα ταξίδι προς τα «ενδότερα». 

Το ωραίο όμως είναι ότι δεν αντιλαμβάνεται αυτά τα «ενδότερα» αποκλειστικά με όρους εσωστρέφειας, όπως προστάζουν τα κλισέ, μα ως έναν σύνθετο κόσμο –με τα πάνω του, τα κάτω του, τις αντιφάσεις του. Έτσι δεν υπάρχουν μόνο συμμαζεμένες, εσωτερικής καύσης στιγμές ("Be Kind", "Untravel", "Hidden"), μα και περιπτώσεις όπου οι ρυθμοί επιδιώκουν το σασπένς ("Persona", "Rest"), ξανοίγονται σε ηλιολουσμένα μονοπάτια ("Sun's Abandon") ή «σκοτεινιάζουν», φανερώνοντας ιδιότητες ασύμμετρης απειλής ("Phantom Grip"). Εδώ βέβαια προκύπτει και μια αντίρρηση, κατά τη γνώμη μου όχι αμελητέα. Όσο αριστοτεχνικά κι αν παίζει δηλαδή με τα συναισθήματά μας ο West, επιβάλλοντας «διαθέσεις» με τα synths του, μοιάζει να απλουστεύει τελικά τη μπεργκμανική αφετηρία. 

Ασφαλώς, κανείς δεν τον υποχρεώνει να μας προσφέρει μια πλήρη αντανάκλαση όσων πραγματεύεται η ξακουστή ταινία. Εφόσον ξεκίνησε από εκεί, όμως, κάπου είναι κρίμα να μένεις στον κοινότοπο δυισμό «πώς προσλαμβάνουμε το είδωλό μας στον καθρέφτη» vs «τι βλέπουν οι άλλοι όταν μας κοιτούν».

Γιατί έτσι πάνε οι γιουνγκιανές αποχρώσεις περί προσωπικότητας, πάει η συζήτηση για το πώς μπορείς να χάσεις την ταυτότητά σου, πάνε τα σύνορα με την τρέλα και τον βαμπιρισμό, πάνε οι υπόνοιες του ομοφυλοφιλικού έρωτα. Με μουσικούς όρους, για να το κάνουμε λίγο λιανά, αν πάρουμε μια μεστή σύνθεση σαν το "Untravel" –θεωρείται αντιπροσωπευτική, καθώς η Erased Tapes τη διάλεξε για βιντεοκλίπ– και την αντιπαραβάλλουμε με το "The Girl With The Sun In Her Head" των Orbital (από το In Sides, 1996), θα δούμε ξεκάθαρα και το τι κάνει καλά ο Rival Consoles στο τεραίν της εποχής του, μα και τι είναι αυτό που για την ώρα του λείπει για να παίξει μπάλα στην ίδια λίγκα με τους συμπατριώτες του. 

Μια τέτοια ένσταση, πάντως, δεν αναιρεί ότι έχουμε εδώ έναν ζουμερό δίσκο: μια κυκλοφορία που εύκολα ξεχωρίζει στο σκηνικό υποχώρησης της electronica έκφρασης (σε σύγκριση με την 1990s κοσμογονία) και στη λειψυδρία που χαρακτηρίζει τα «μπλιμπλίκια» πέρα από τον σαρωτικό ορίζοντα τον οποίον δημιουργεί κάθε εμφάνιση των Daft Punk. Έχει βγάλει κι άλλους ωραίους δίσκους ο West, εδώ όμως διαθέτει μια διαφορετική αυτοπεποίθηση στο πώς στήνει τις λιτές του συνθέσεις. Αλλά και στο πώς συνεχίζει να υπεραμύνεται μιας αφαιρετικής αισθητικής με προσωπικό «άγγιγμα» στο sound design, την οποία κανείς ωστόσο δεν θα βρει δύστροπη, αν πλησιάσει προς το Persona. 



19 Ιουνίου 2023

Richie Hawtin - συνέντευξη (2014)


Το secret gig του Richie Hawtin στο Μοναστηράκι, τον Σεπτέμβριο του 2014 (δείτε εδώ), είχε για εμένα και την ευκαιρία μιας μίνι συνέντευξης μαζί του. Ευκαιρία, φυσικά, που δεν χανόταν.

Το αποτέλεσμα δημοσιεύτηκε στο Avopolis της εποχής και τώρα αναδημοσιεύεται κι εδώ, με μικρές, αισθητικής φύσης τροποποιήσεις.

* οι χρησιμοποιούμενες φωτογραφίες προέρχονται από το promo υλικό που μου διέθεσε η Red Bull Academy, η οποία διοργάνωσε το όλο event στο Μοναστηράκι


Λοιπόν, το διασκέδασες αυτό το αθηναϊκό secret gig;

Ναι! Ξέρω ότι πολλές φορές φαίνομαι σαν να μην διασκεδάζω, σαν να είμαι πολύ συγκεντρωμένος και να προσπαθώ για το καλύτερο αποτέλεσμα, αλλά ειδικά αυτά τα dotUP σόου είναι πολύ ξεχωριστά για μένα. Γιατί η όλη προσπάθεια γίνεται για να πάρουμε ό,τι συνήθως συμβαίνει μέσα σε ένα club και να το πάμε με έναν τρόπο πίσω στο κοινό, αλλά και σε μια πολύ πιο απλή κατάσταση. 

Είναι πολύ σημαντικό να θυμόμαστε, όσοι παίζουμε μουσική, ότι τίποτα δεν μετράει όσο η διασύνδεση που μπορεί να πετύχεις με ανθρώπους εντελώς ξένους. Και στο club συμβαίνει βέβαια κάτι τέτοιο, όμως εκεί υπάρχει ομογενοποίηση. Το ακριβώς αντίθετο δηλαδή από το να βγεις απλά σε μια πλατεία –ειδικά σε ένα όμορφο σκηνικό σαν κι αυτό, κάτω από την Ακρόπολη– και να παίξεις για ανυποψίαστους περαστικούς: για γονείς και τα παιδιά τους, για νεαρά αγόρια και κορίτσια τα οποία βολτάρουν και μπορεί να μην έχουν ιδέα ποιος είσαι. Μου αρέσει πολύ. 

Ήταν δική σου ιδέα να στήσεις τον εξοπλισμό σου δίπλα σε ένα τελάρο με σταφύλια;

Δική μου ήταν, ήθελα έτσι να ενσωματώσω στο σόου κάτι από όσα έβλεπα γύρω μου στην πλατεία –ξέρεις, σαν μια ιδιαίτερη τοπική πινελιά. Έχει κι αυτό να κάνει με όσα σου έλεγα πριν, με τη μουσική δηλαδή ως κομμάτι της καθημερινής ζωής. Ειδικά την ηλεκτρονική μουσική, την οποία πολύς κόσμος δυσκολεύεται να φανταστεί έξω από τη νύχτα ή μακριά από μια πίστα.  

Αναζητείς γενικότερα νέα μέρη να παίξεις, έτσι δεν είναι; Πέρα δηλαδή από τα dotUP events, εμφανίστηκες πρόσφατα και στο μουσείο Γκούγκενχαϊμ της Νέας Υόρκης...

Είναι αλήθεια. Στο Γκούγκενχαϊμ ένιωσα πως η μουσική μου μπήκε σε έναν γενικότερο διάλογο με την καλλιτεχνική δημιουργικότητα, κατάσταση που μου πρόσφερε μια καινούρια πρόκληση. Βγαίνεις εντελώς από τη ρουτίνα στην οποία είσαι συνηθισμένος: σε απασχολεί σε ολότελα νέα βάση το τι θα παρουσιάσεις σε ένα τέτοιο βράδυ, τι είδους ανθρώπους θα βρεις απέναντί σου, όλα αυτά. Αν πάψεις να αναρωτιέσαι για τέτοια πράγματα, είναι η αρχή του τέλους για την καριέρα σου. 

Σ' αρέσει όμως ακόμα να παίζεις σε μεγάλα clubs. Απόψε ας πούμε είσαι headliner σε ένα από τα μεγαλύτερα ελληνικά ηλεκτρονικά φεστιβάλ, το 4ο Blend Techniques...

Ασφαλώς και μ' αρέσει! Και απόψε, μάλιστα, είναι καταπληκτικό το όλο line-up του Techniques. Δεν πρόκειται να τα απαρνηθώ τα μεγάλα clubs, είναι ένα σημαντικό κομμάτι της ζωής μου και τα αγαπώ πολύ. Η ανάγκη μου να ξεφύγω δεν έχει να κάνει με εκείνα, όσο με την αντίληψη που θέλει την ηλεκτρονική μουσική συνδεδεμένη με ένα μεγάλο θέαμα. Γιατί πρέπει να θυμόμαστε ότι στις αρχές της δεν ήταν καθόλου έτσι. 

Και τότε όμως, στις αρχές, δεν ήταν μοιρασμένα τα πράγματα; Δεν είναι αλήθεια ότι φιγούρες σαν τον Derrick May ή τον Juan Atkins ήταν μεν underground στις Η.Π.Α., αλλά θεωρούνταν σημαντικοί αστέρες στην άλλη πλευρά του Ατλαντικού;

Ναι, πράγματι. Μάλλον συμβαίνει παντού: όσο πιο κοντά βρίσκεσαι σε κάτι σημαντικό, τόσο πιο δύσκολα αντιλαμβάνεσαι τη σημασία του. Και θυμάμαι πολύ καλά το 1989 τον Derrick May να πηγαίνει στην Αγγλία για να παίξει μπροστά σε ένα κοινό 20.000 ατόμων και μετά να επιστρέφει στο Ντιτρόιτ, στα κλαμπ του οποίου ήμασταν χαρούμενοι αν μαζεύονταν 300 άτομα! 

Αλλά ξέρεις τι γίνεται; Δεν θα μπορούσε ποτέ να φτιαχτεί αυτή η μουσική, αν είχε εξαρχής μαζική απήχηση, αν δεν υπήρχε εκείνο το underground και οι διασυνδέσεις που αναπτύχθηκαν μεταξύ ενός μικρού δικτύου καλλιτεχνών με κοινές ανησυχίες. Μέρος δηλαδή της δύναμής της ήταν το πόσο απλή ήταν –το πόσο, αν θέλεις, αφελής. 

Έχει βέβαια να κάνει και με το ίδιο το Ντιτρόιτ σαν πόλη, γιατί ήταν επίσης αποκομμένο τότε από τον υπόλοιπο κόσμο, δεν ήταν Λονδίνο ή Νέα Υόρκη. Η μουσική techno αναπαριστά την ύπαρξη σε μια εσχατιά, σε ένα χείλος προς το αύριο, που ποτέ δεν είναι βέβαιο. Εκεί βρίσκεται η ουσία της.

Εσύ μεγάλωσες σε ένα μικρό μέρος στον Καναδά. Πώς ακριβώς βρέθηκες λοιπόν στο Ντιτρόιτ, το οποίο εκείνη την εποχή ήταν μάλιστα διαβόητο για την εγκληματικότητά του;

Α, μιλάμε για μικρή απόσταση –σκέψου κάτι ανάλογο από το να οδηγείς από το κέντρο της Αθήνας στο αεροδρόμιο. Ναι, πίσω στη δεκαετία του 1980 το Ντιτρόιτ ήταν επικίνδυνο μέρος, αλλά εγώ δεν το έβλεπα έτσι. Κάθε Σαββατοκύριακο, ας πούμε, οι γονείς μου έπαιρναν εμένα και τον αδερφό μου εκεί για βόλτα και ψώνια· οπότε μας είχε γίνει οικείο. 

Όταν βέβαια μεγαλώσαμε και αρχίσαμε να πηγαίνουμε μόνοι μας, είναι αλήθεια ότι ανησυχούσαν. Συμμερίζονταν όμως την αίσθηση περιπέτειας που είχε για μας η πόλη, την ανάγκη μας να υπάρξουμε κάπως διαφορετικά και να ζητήσουμε περισσότερα. Γιατί και οι γονείς μου ήρθαν στον Καναδά από την Αγγλία και στην πραγματικότητα ποτέ δεν προσαρμόστηκαν εκεί, ποτέ δεν ένιωσαν να «ανήκουν». 

Τι έχεις στην ατζέντα σου για το φθινόπωρο και τον χειμώνα;

(γελάει) Είκοσι διαφορετικά πράγματα κι άλλες τόσες ιδέες! Πρέπει πάντως να τελειώσω τη φετινή σειρά των ENTER. events. Σίγουρα επίσης θα υπάρξει σύντομα νέο Plastikman υλικό, πέρα από το άλμπουμ που βγήκε το καλοκαίρι. Κι αρκετές ιδέες για DJ sets, στη συνέχεια. Το θέμα για μένα είναι να βρίσκομαι σε κίνηση.



16 Ιουνίου 2023

Richie Hawtin: dotUP secret gig - ανταπόκριση (2014)


Σε κάποια φάση, η Χριστίνα Κουτρουλού μου είπε για ένα ντοκιμαντέρ που είδε για το Detroit techno –δεν θυμάμαι τώρα αν ήταν το Detroit: The Blueprint of Techno. Με ρώτησε ωστόσο για τον Richie Hawtin κι έτσι θυμήθηκα κι εγώ ότι όχι μόνο τον έχω δει να παίζει ζωντανά τον Βρετανοκαναδό θρύλο, αλλά του έχω μιλήσει κιόλας. 

Σκαλίζοντας λοιπόν τα αρχεία μου, δεν άργησα να τα βρω όλα. Όσον αφορά την ανταπόκριση, ήταν Σεπτέμβριος 2014. Ο Richie Hawtin θα εμφανιζόταν στην Αθήνα, μεταμεσονυκτίως, προσκεκλημένος στο Techniques 4 της ομάδας Blend. Μόνο που λίγες ώρες πριν, το απόγευμα, καθώς ο ήλιος όδευε προς τη δύση, έστησε τα decks του στην πλατεία στο Μοναστηράκι, δίπλα στα καφάσια με τα σταφύλια και τα νεκταρίνια στην έξοδο του μετρό. 

Επρόκειτο για ένα «secret gig» (έτσι τα λένε στη διεθνή ορολογία), οργανωμένο από τη Red Bull Academy. Και είχα την τύχη να είμαι προσκεκλημένος.

Τα όσα συνέβησαν καταγράφηκαν και σε μια ανταπόκριση, η οποία δημοσιεύτηκε έπειτα στο Avopolis –και αναδημοσιεύεται τώρα κι εδώ, με μικρές, αισθητικής φύσης τροποποιήσεις.

* οι φωτογραφίες παραχωρήθηκαν από τη Red Bull Academy


Τίποτα δεν περιγράφει καλύτερα το τι έγινε το Σάββατο 13/9 το απόγευμα στο Μοναστηράκι, από τα όσα μου διηγήθηκε ένας άγνωστος, ενθουσιώδης περαστικός. Όντας fan του Richie Hawtin, είχε βγάλει λέει το εισιτήριό του για να πάει το βράδυ στο Blend Techniques 4 και βόλταρε για απογευματινό καφέ εκεί προς Πλάκα/Ακρόπολη. Καθώς έφευγε, άκουσε το ντούπου-ντούπου από την πλατεία και κατηφόρισε να δει τι γίνεται. Ρώτησε λοιπόν έναν άλλον παριστάμενο ποιος παίζει κι εκείνος του είπε «ο Richie Hawtin». 

Ο άνθρωπος εξοργίστηκε βέβαια –και ποιος να τον κατηγορήσει; Φαντάσου τώρα εσύ που αγαπάς λ.χ. τις alternative κιθάρες να ήσουν στη θέση του και να σου απάνταγε ο τυχαίος ότι παίζει ο Jack White, τον οποίον εσύ ήξερες ότι θα έβλεπες σε συναυλία το βράδυ. Μέχρι και χαστούκια μπορούσαν να ακολουθήσουν, πάνω στην ακράδαντη πίστη σου ότι σε δουλεύουν.

Όμως στο Μοναστηράκι έπαιζε όντως ο Richie Hawtin. Τα κάνει κι αλλού κάτι τέτοια, του αρέσουν· πάντα στα πλαίσια της παγκόσμιας dotUP τουρνέ, η οποία χαίρει υποστήριξης από τη Red Bull Academy και τον φέρνει, έτσι αναπάντεχα, στο κέντρο διαφόρων μεγάλων πόλεων για ένα «secret gig», όπως τα λέγαμε παλιότερα –ακολουθώντας την ορολογία του αγγλοαμερικάνικου Τύπου. 

Κάπως έτσι, λοιπόν, στήθηκε περιφραγμένος χώρος εκεί στην έξοδο του μετρό και ο Καναδός Πλαστικάνθρωπος παρέταξε εξοπλισμό πλάι σε 4 τελάρα με σταφύλια και νεκταρίνια, τα οποία πήρε από τους μανάβηδες παραδίπλα. «Ήθελα να ενσωματώσω στο σόου κάτι από όσα έβλεπα γύρω μου στην πλατεία», θα έλεγε λίγο αργότερα, παραχωρώντας μου μια ολιγόλεπτη συνέντευξη, «ξέρεις, σαν μια ιδιαίτερη τοπική πινελιά».

Και μη φανταστείτε ότι μιλάμε για κανά πρόχειρο σετ-ξεπέτα. Δύο ώρες έμεινε στο Μοναστηράκι ο Hawtin, από τις 6 μέχρι τις 8, σκυμμένος επιμελώς πάνω από τα μηχανήματά του. Κι έπαιξε εξαιρετικά. Την πρώτη ώρα το πήγε χαλαρά, περισσότερο άπλωσε δηλαδή ένα minimal techno φόντο ταιριαστό και με τον απογευματινό ήλιο που ήταν ακόμα παρών και με τον κόσμο που πύκνωνε στην πλατεία και είχε την ανάγκη να κουβεντιάσει και λίγο για όσα έβλεπε μπροστά του. Και μετά τις 7 άρχισε σταδιακά να απογειώνει, χωρίς βέβαια ποτέ να γίνει εκκωφαντικός –μόνο εκεί προς το τέλος ανέβασε δυναμικά ταχύτητα, θέλοντας ίσως να κάνει ένα γερό φινίρισμα, δίνοντας και μια πρώτη «γεύση» για το τι θα ακολουθούσε τα ξημερώματα στο Blend Techniques. 

Ο κόσμος που μαζεύτηκε, το διασκέδασε δεόντως. Δημοσιογράφοι, υποψιασμένοι clubbers οι οποίοι προφανώς παρακολουθούσαν τις dotUP κοινοποιήσεις στα social media, πιτσιρικαρία που απλά βόλταρε εκείνη την ώρα στο Μοναστηράκι, τουρίστες από τα γύρω μαγαζιά, μεγάλοι σε ηλικία άνθρωποι οι οποίοι ρωτούσαν τους νεαρότερους «πώς τη λένε αυτή τη μουσική;», απλοί περαστικοί και όσοι έβγαιναν από τον σταθμό του μετρό και του ηλεκτρικού, όλοι κοντοστάθηκαν. Κι όλοι λίγο-πολύ λικνίστηκαν στους ρυθμούς του Hawtin, κάνοντας μάλιστα και ενθουσιώδη κερκίδα στον Καναδό, με χέρια ψηλά και ιαχές επικρότησης κάθε που εκείνος δυνάμωνε τα beats. 

«Παράξενη μουσική, σε κάνει όμως να θες να χορέψεις», έπιασε το αυτί μου μια μεγάλη σε ηλικία κυρία να λέει στον συνοδό της, ενώ πια είχε σουρουπώσει και η φάση έσπαγε. Αν το είχε γράψει κριτικός αυτό πίσω στα 1990s για τους πρώτους minimal techno δίσκους, μπορεί και να είχε μείνει στην ιστορία...





14 Ιουνίου 2023

Helloween: My God-Given Right [δισκοκριτική, 2015]


Ο χρόνος, που αλλάζει τα πάντα, έφερε την ειρήνη στο στρατόπεδο των Helloween, οδηγώντας στη μεγάλη, ιστορική ένωση του Kai Hansen, με τον Michael Kiske και τον Andi Deris. Και η έλευση αυτής της σύνθεσης στο Release Athens Festival του φετινού καλοκαιριού είναι για πολλούς η συναυλία της χρονιάς.

Ο χρόνος, που αλλάζει τα πάντα, ώθησε κι εμένα να τα βρω με τους Helloween του Andi Deris πίσω στο 2015, όταν με αιφνιδίασε το νέο τους τραγούδι "My God-Given Right". «Υποχρεώνοντάς» με να το παίζω στο repeat, να αναζητήσω χαμένα νήματα, αλλά να κάνω και τη δική μου ειρήνη –καθώς υπήρξα οπαδός που ξέγραψα τους Helloween πίσω στο 1994, όταν απέλυσαν τον αγαπημένο Kiske και συνέχισαν με τον Deris.

Έγραψα μάλιστα και μια κριτική, τότε, στο άλμπουμ «My God-Given Right», το οποίο βέβαια δεν είχε ανάλογο βεληνεκές με τη δυναμική του ομώνυμου κομματιού. Δικαίως θεωρείται, λοιπόν, ως ένα από τα πιο αδύναμα άλμπουμ των Helloween από τους οπαδούς.

Όπως κι άλλα μου κείμενα της ίδιας περιόδου, τώρα, η κριτική αυτή πρωτοδημοσιεύτηκε στο Avopolis, του οποίου ήμουν τότε αρχισυντάκτης. Αναδημοσιεύεται τώρα εδώ με μικρές, αισθητικής φύσης τροποποιήσεις.

* η κεντρική φωτογραφία προέρχεται από το υλικό που δόθηκε ως promo στον Τύπο για την Pumkins United επανένωση των Hansen, Kiske & Deris και ανήκει στον Fabio Augusto


Δεν ξέρω αν ο χρόνος είναι ο «καλύτερος γιατρός», πάντως καταλαγιάζει τις παλιές αντιπαλότητες. Δεν ξεχνιούνται μεν, όμως αραιώνουν, ωθώντας σε να ψιλο/χοντρο-συγχωρείς, αν υπάρχουν πράγματα τα οποία σταθερά παραδέχεσαι. Κρατάω φυσικά τη γνώμη μου για όσα συνέβησαν τότε, άλλωστε είχα διαλέξει «στρατόπεδο» και «πολέμησα» κι εγώ στις μεταλλικές μάχες υπό τα οικόσημα των Kiske και Weikath/Deris· αλλά γεγονός είναι πως οι Helloween επιβίωσαν, πως ο Μιχαλιός τράβηξε τον δρόμο του, πως ο Andi Deris δεν είναι τελικά και *τόσο* χάλιας... Χαζεύοντας μάλιστα μια συνέντευξή του σε γαλλικό κανάλι, σκέφτηκα –νομίζω για πρώτη φορά– ότι είναι συμπαθητικός. Μεταλλικοί θεοί 'σχωράτε με δηλαδή, αλλά το σκέφτηκα. 

Τα παραπάνω βοηθάνε βέβαια να αποφύγεις το πρόβλημα «πώς διάολο θα πω κάτι πραγματικά έξυπνο ξεκινώντας να μιλήσω για το 15ο άλμπουμ των Helloween», λένε όμως και μια αλήθεια. Ότι αυτή η μπάντα κάτι εξακολουθεί να κάνει καλά, ακόμα κι αν ο κόσμος της παραμένει πιο στατικός και ακίνητος και από τον Ηνίοχο των Δελφών.  

Όσο δοκιμασμένος κι αν είναι δηλαδή ο μπούσουλας, όσο ξαναζεσταμένο το φαγητό, όσο τυφλοσούρτης η συνταγή «ρίξε Keeper, πασπάλισε με Dark Ride, Master Of The Rings ή Time Of The Oath», αν οι Γερμανοί βρίσκονται σε κέφια –έτσι και τους κάτσουν δηλαδή οι δισολίες, οι ποπ γέφυρες και τα πομπώδη μεταλλικά ρεφρέν– δεν τους πιάνει επίγονος κανένας. Παίζω σε επίμονο, παλινδρομικό repeat το απολαυστικό νέο single "My God-Given Right", χαζεύω και το βιντεοκλίπ (απηχεί το The Day After Tomorrow εξώφυλλο, ανακατώνοντας τις γνώριμες κολοκύθες με τους κλώνους του Star Wars σε κάτι σαν military sci-fi φιλμάκι) και σκέφτομαι ότι όλοι αυτοί οι Avantasia & ΣΙΑ δεν φτάνουν την power metal «ψυχή» των Helloween, που να χτυπάνε τους τευτονικούς τους πισινούς στα ξύλινα πατώματα κάθε επαρχιακής γερμανικής μπυραρίας. Η ελαφρά, η ποπ, η διασκεδαστική πλευρά του (παλιού) ευρωπαϊκού μέταλ ντυμένη στα καλά της.

Ο υπόλοιπος δίσκος, δυστυχώς, δεν έχει να επιδείξει κάτι ανάλογο. Νταξ, το σπιντάτο "Battle's Won" έχει το ενδιαφέρον του, αλλά μπορούν και καλύτερα· τα "Power" και "Heroes" διαθέτουν τις μελωδίες τους, μα δεν είναι τίποτα το σπουδαίο· το "The Swing Of A Fallen World" τυλίγεται σε μια αναπάντεχη «σκοτεινή» χροιά που αναντίρρητα του πάει, το λες όμως και απομεινάρι από παλιότερο άλμπουμ, ενώ το "Lost In America" είναι μεν γουστόζικο, μοιάζει δε να έπεσε στη μαρμίτα με το "Future World" και το "I Want Out". Πέραν αυτών, το άλμπουμ μαστίζεται από κουτές επιλογές σαν το "If God Loves Rock 'N' Roll" (που πάει να μιμηθεί εμφανώς το "Dr. Stein"), από ανόητους στίχους, από τραγούδια τα οποία είναι απλώς βαρετά. Η έμπειρη παραγωγή του Charlie Bauerfeind χαρίζει βέβαια έναν καθαρό, ζωντανό ήχο στο σύνολο, απαλλαγμένο από ό,τι θα μπορούσε να τον φορτώσει. Αλλά δεν αρκεί για να ανεβάσει σκαλί το δεδομένο επίπεδο των συνθέσεων. 

Κάπου χάνει, κάπου κερδίζει λοιπόν αυτό το νέο άλμπουμ των Κολοκύθων. Η ισορροπία είναι ομολογουμένως λίγο του... τρόμου, μα τελικά κρατιέται, έστω κι αν ο δημιουργικός ορίζοντας παραμένει αυστηρά περιχαρακωμένος σε ένα αντιδραστικό ύφος, ακόμα κι αν το όλο κλίμα φτάνει μερικές φορές στα άσχημα όρια της ελαφρότητας. Ίσως οι Helloween δείχνουν πια ως τριλοβίτες που πασχίζουν να επιβιώσουν των Δεβόνειων αλλαγών, διατηρούν ωστόσο ένα πείσμα μουλαρίσιο εκεί στο βάθος, το οποίο τους βοηθά να την περατώσουν την αποστολή.