Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Τσανακλίδου Τάνια. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Τσανακλίδου Τάνια. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

12 Οκτωβρίου 2022

Χάρις Αλεξίου & Τάνια Τσανακλίδου - ανταπόκριση (2014)


Καθώς μίλησα πρόσφατα με την Τάνια Τσανακλίδου στο τηλέφωνο για λογαριασμό του Αθηνοράματος και την είδα και στο Ηρώδειο ζωντανά, στο αφιέρωμα που έστησε για τον Γιάννη Σπανό, ο νους δεν ήθελε πολύ για να πετάξει σε προηγούμενα συναυλιακά μας ραντεβού. 

Τελευταία φορά πριν την πανδημία την είδα βέβαια στο Club του Σταυρού Του Νότου, τον Ιανουάριο του 2018. Περισσότερο, όμως, θυμήθηκα τη διάσταση απόψεων που είχαμε με τον (μακαρίτη, πλέον) φίλο και συνάδελφο Νίκο Ράλλη για τις κοινές της εμφανίσεις με τη Χάρις Αλεξίου –στις αρχές του 2014, στην «Άνοδο». Εγώ, δηλαδή, τα πέρασα πολύ ωραία τη βραδιά που έδωσα το παρών (14 Φλεβάρη), μα στον Νίκο δεν άρεσε καθόλου τη μέρα που πήγε (λίγο αργότερα από εμένα). 

Τέλος πάντων, δεν τα συμφωνούσαμε πάντα με τον Νίκο, ούτε στα μουσικά, ούτε στα πολιτικά, μακάρι όμως να ζούσε και να είχαμε κι άλλες διαφωνίες. Επί του παρόντος, δοθείσης της ευκαιρίας αυτής, αναδημοσιεύεται εδώ –με μικρές, αισθητικής φύσης τροποποιήσεις– η ανταπόκριση που είχα υπογράψει τότε για λογαριασμό του Avopolis, η οποία εμπεριείχε ούτως ή άλλως μια μνεία σε λεγόμενα του Νίκου.

* Οι φωτογραφίες προέρχονται από τη βραδιά στην «Άνοδο» και ανήκουν στην εξαίρετη Ευαγγελία Θωμάκου (VaGGiNet)


Κυλούσαν οι μέρες –με τις υποχρεώσεις, τις σκοτούρες και τις χαρές τους– μα η μνήμη της Παρασκευής στην «Άνοδο» δεν έσβηνε. Όλο κανά τραγούδι από το πρόγραμμα σιγομουρμούραγα, όλο κάποιο βιντεάκι  έψαχνα στο YouTube, όλο και μιλούσα σε φίλους και γνωστούς για την εμπειρία να συναντάς την Αλεξίου και την Τσανακλίδου μαζί στην ίδια σκηνή. Γιατί περί εμπειρίας επρόκειτο, όχι απλά συναυλίας.

Συνάντησα, κατά κύριο λόγο, τη δυσπιστία και την έκπληξη. Άκουσα για το πόσο δεν χαίρουν πια συμπάθειας η Χαρούλα και η Σουλτάνα «διότι τις ξεπεράσαμε», άκουσα για το πόσο «μη cool» φαντάζουν εν έτει 2014. Και άκουσα βέβαια να κροταλίζει ξανά κάτω από τη γλώσσα η καραμέλα για την Αλεξίου, που δεν έχει πια φωνή και δεν τραγουδάει· την οποία ακούω από τότε που ήμουν ακόμα φοιτητής. 

Έφερα κατά νου, σε αντιδιαστολή, την τιγκαρισμένη μέχρι τους εξώστες «Άνοδο», που πραγματικά το έκαψε την Παρασκευή και το γλέντησε με την ψυχή της –παρεμπιμπτόντως, από τα καλύτερα μαγαζιά του είδους: βλέπεις απ' όπου κι αν κάθεσαι, διαθέτει ωραία σκηνή, ο φωτισμός (ειδικά τα μωβ) ήταν εξαιρετικός και ο ήχος κρύσταλλο. 

Και σκέφτηκα τη χαράδρα που επιμένει να χάσκει μεταξύ όσων ακούν ξένη μουσική και των όσων ακούν ελληνικά. Κριτικάρουμε συχνά την ομφαλοσκοπική ημιμάθεια των τελευταίων (αλήθεια είναι), αλλά σπάνια την ευκολία με την οποία σνομπάρουν οι πρώτοι τα εγχώρια είδωλα, πριν πάνε να χειροκροτήσουν διάφορους συζητήσιμους διεθνείς. Μη μένουμε μόνο στο εύκολο θύμα (τους Scorpions), να βάλουμε στην κουβέντα και τους Fall, να θυμηθούμε και το φιάσκο των Tropic Of Cancer...

Για την Αλεξίου, τα έχει πει ωραία ο Νίκος Ράλλης –μία από τις πιο ευαίσθητες κεραίες ανάμεσα στους γράφοντες για το εγχώριο τραγούδι. Βλέποντάς την στην «Άνοδο» σκέφτηκα λοιπόν ξανά εκείνη τη φράση του: Το να λέει η Χάρις Αλεξίου τα τραγούδια της δεν είναι κάτι το τόσο απλό, διαθέτει τεράστιο βιωματικό βάρος η προσέγγισή της


Και ήταν στο "Θεός Αν Είναι" και στον τρόπο με τον οποίον αρθρώθηκε ο στίχος «δική μου είναι η Ελλάς» από το "Ούζο Όταν Πιεις" (μόνο αν έχεις συναισθανθεί ότι έχεις στο χέρι όλη την Ελλάδα μπορείς να τον πεις έτσι) όπου αποκρυσταλλώθηκε τούτη η αλήθεια, περισσότερο ίσως από κάθε άλλη στιγμή του σχεδόν τετράωρου προγράμματος –περισσότερο κι από το "Μινοράκι" και από το "Όλα Σε Θυμίζουν", ακόμα και από τα "Ζήλεια Μου" και "Μια Ζωή Μέσα Στους Δρόμους". 

Ναι, λείπει η φωνητική έκταση της νεότητας, αλλά γιατί πρέπει πια να έχει τόση σημασία, αφού η Αλεξίου αποδεικνύεται σε θέση να δώσει τόσο φορτισμένες ερμηνείες; Προσαρμοσμένες μεν στις νυν δυνατότητες των χορδών, μα τόσο βαπτισμένες στο πυρ των δικών της βιωμάτων; Μιλάμε για καντάρια συγκίνησης, κυρίες και κύριοι. Απέναντι στα οποία μετρήματα τύπου πού φτάνει η χορδή τώρα στα 63 και πού έφτανε στον τάδε δίσκο, τότε, φαντάζουν μικρόψυχα· και άσχετα. 

Η Τάνια Τσανακλίδου, πάλι, δεν παίζει στις προσαρμογές. Εξακολουθεί και βασίζει τα πάντα στην «κλασική συνταγή», εκείνη με την οποία την πρωτοθαύμασα χρόνια πριν –πριν ακόμα και το ορόσημο του Μαγικού Κουτιού– στο θέατρο του Παπάγου. Είναι μια ηθοποιός που τραγουδά ή μια τραγουδίστρια που παίζει; 

Ποιος ξέρει; Μ' αυτήν την αξεδιάλυτη περσόνα συνεχίζει πάντως να αλωνίζει τη σκηνή, όντας ικανή να σε σηκώσει στα ουράνια τη μια και να σε ρίξει στα τάρταρα την άλλη: Σουλτάνα Φωφώ στην πρώτη περίπτωση, να κάνει στη μπάντα τις κοινωνικές συμβάσεις με φουριόζικη πρόζα / κομμάτια σε κάποιο πάτωμα στην έτερη περίπτωση, χαμένη σε φανταστικές συνομιλίες με τη μητέρα (τη ρίζα) περί ζωής και γήρατος. Χωρίς βέβαια να λείπει κι εκείνο το γνώριμο πια ποτήρι ουίσκι και το τσιγάρο το βαρύ, με το οποίο χόρεψε το δικό της ζεϊμπέκικο ενόσω ερμήνευε (απολαυστικά) το "Αυτή Η Νύχτα Μένει".  
    

Αλλά την ουσία του προγράμματος στην «Άνοδο» δεν θα τη βρείτε αν απλά ενώσετε το τι κάνει η Αλεξίου με το τι κάνει η Τσανακλίδου. Δεν θα τη βρείτε ούτε αν βάλετε στην εξίσωση τα τόσα και τόσα διαχρονικά τραγούδια, ούτε αν προσθέσετε τους θαυμάσιους μουσικούς που τις συνοδεύουν (πραγματικά ένας κι ένας). Όση σημασία κι αν έχουν τέτοιες παράμετροι στην ποιότητα του αποτελέσματος, το πράγμα τελικά εδράζεται στη χημεία μεταξύ των δύο ερμηνευτριών. 

Ναι, είναι ωραίες και στο κομμάτι όπου στέκονται μόνες τους –κάθε μία με τον δικό της τρόπο– όμως η παράσταση απογειώνεται όταν βρίσκονται η μία δίπλα ή αντίκρυ στην άλλη. Όταν αρχίζει να μπαίνει η μία μέσα στα τραγούδια της αλληνής, όταν η Αλεξίου λέει Τσανακλίδου και τούμπαλιν, όταν η τελευταία φωνάζει «χορευτικό!» και επιδίδονται σε συντονισμένη, σπαρταριστή κίνηση κατά μήκος της σκηνής. Όλα αποκτούν αυτό το κάτι παραπάνω όταν οι δυο τους κοιτάζονται, ανταλλάσσουν ατάκες, αγγίζονται. 

Δεν ξέρω αν η Χαρούλα και η Σουλτάνα είναι ξιπασμένες ντίβες, όπως άκουσα να λένε. Και να σας πω την αλήθεια, δεν με ενδιαφέρει κιόλας. Με ενδιαφέρει ότι μαζί –εκεί πάνω στη σκηνή– αποδείχθηκαν για ακόμα μία φορά καλλιτέχνιδες με το κάπα κεφαλαίο. Δυο γυναίκες οι οποίες ζουν κάθε τραγούδι που λένε, ζούνε την παράσταση, το αλισβερίσι με τους μουσικούς τους και την επικοινωνία με το κοινό. Κι αυτό το πληθωρικό τους πάθος στο μεταδίδουν με το ξάφνιασμα και  την ένταση μιας ηλεκτροπληξίας. 

Η αιτία της επιτυχίας είναι βαθύτερη, λοιπόν. Οπότε λυπάμαι ειλικρινά όσους έχουν καταστεί ανάπηροι ν' απολαύσουν ένα τέτοιο πρόγραμμα, εξαιτίας ιδεοληψιών για την ταυτότητα που θέλουν να συγκροτούν μέσω της μουσικής (κουλ, χιπ, νιού, ποστ, αλτ, δεν ξέρω κι εγώ τι). Άσχετα με το πόσα εκλεκτά ακούσματα μπορεί να έχουν στοιβάξει σπίτι τους.