Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα BnC. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα BnC. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

14 Ιουλίου 2023

Release Athens Festival 2016/μέρα 2 - ανταπόκριση (2016)


Εκείνες τις μέρες δεν τα συνήθιζα αυτά, να πάω δηλαδή σε ένα φεστιβάλ μουσικής και να γράψω για μια ολόκληρη συναυλιακή ημέρα. Και δεν τα συνηθίζαμε και γενικά, αφού η νόρμα που είχε επικρατήσει ήταν υπέρ ανταποκρίσεων υπογεγραμμένων από 2-3 συντάκτες. Ώστε να μοιράζονται και οι ώρες, αλλά και οι διαθέσιμες προσκλήσεις, που πάντα είχαν τη σημασία τους για όσους στελέχωσαν τον εγχώριο μουσικό Τύπο.

Τώρα, πια, το κάνω. Και παρά τα χρονάκια που έχω πλέον και τη διαφορετική πρωινή δουλειά (η οποία προβλέπει ξυπνητήρι στις 7παρά), το καταφέρνω –για πόσο ακόμα, θα δείξει. Το έχω κάνει επανειλημμένα για το Release Athens, δηλαδή, ως ανταποκριτής για το Αθηνόραμα. Αλλά τον Ιούνιο του 2016, όταν πήγα στην Πλατεία Νερού για τη 2η μέρα του ίδιου φεστιβάλ, το βρήκα βουνό. Έφταιγε ίσως και το πρόγραμμα, που δεν ήταν της αρεσκείας μου; Πάντως έχω να το λέω από τότε, για τον Parov Stelar. Μερικά πράγματα, αν θέλουμε να είμαστε σωστοί μουσικόφιλοι και ακόμα σωστότεροι επαγγελματίες κριτικοί, υπερβαίνουν τα γούστα. Όποιος δεν το καταλαβαίνει αυτό, καλό είναι να μην λαμβάνει δημόσιο βήμα. Όσο αυστηρό κι αν ακούγεται αυτό. 

Τέλος πάντων, μια ανταπόκριση δημοσιεύτηκε τότε στο Avopolis και αναδημοσιεύεται τώρα κι εδώ, με μικρές, αισθητικής φύσης τροποποιήσεις. Καλά να είμαστε, φίλοι μου, να δώσουμε το παρών και σε μελλοντικά Release Athens. 

* οι φωτογραφίες προέρχονται από τη φεστιβαλική ημέρα και ανήκουν στον Νίκο Ζαραγκόπουλο


Λίγες φορές έχω χαρεί διοργάνωση τόσο μεγάλης κλίμακας στην Ελλάδα, κάτι που απαιτεί πολλή –και σκληρή– δουλειά, στην οποία αξίζει να πούμε ένα «μπράβο». Τα ωράρια των εμφανίσεων τηρήθηκαν (σημαντικότατο, μιας και καθημερινή σημαίνει ότι μεγάλο μέρος του κόσμου ήταν ξύπνιο από νωρίς το πρωί), στις μπύρες και στις χημικές τουαλέτες δεν υπήρχαν ουρές (γιατί έχουμε ζήσει διάφορα στο παρελθόν, που τα γνωρίζει μόνο η εξοχή της Μαλακάσας) και ο ήχος ήταν τζάμι: δυνατός, μα όχι εκκωφαντικός, ακουγόταν περίφημα όπου κι αν βρισκόσουν, όσο μακριά από τη σκηνή κι αν ήσουν. Μόνο παράπονο, ο καφές. Έναν κρύο φραπέ ψάχνεις ρε παιδιά όταν φτάνεις μες το μεσημέρι σε ένα φεστιβάλ, ούτε τις μπύρες θα αρχίσεις από τις 17.00, ούτε με αναψυκτικό θα τη βγάλεις. 

Τη 2η μέρα του Release Athens 2016 άνοιξαν οι GAD., κάτω από ήλιο που τσουρούφλαγε και μπροστά σε ελάχιστους, οι οποίοι ακροβολίστηκαν όπου υπήρχε ίσκιος, με λίγους θαρραλέους να βάζουν αντιηλιακό και να στήνουν κερκίδα. Το εγχώριο συγκρότημα εμφανίστηκε χωρίς τον κανονικό του μπασίστα Μιχάλη Σεμερτζόγλου (τον αντικατέστησε ένας πιτσιρικάς, επάξια) κι επέδειξε θαυμαστό επαγγελματισμό, παίζοντας σφιχτά και με νεύρο, χωρίς να φανεί αποκαρδιωμένο για την προσέλευση –το σημειώνω, διότι κατά καιρούς έχουν γεμίσει μόνοι τους συναυλιακούς χώρους με σημαντικό μέγεθος. 


Παρά τις προσπάθειές τους, ωστόσο, η εναλλακτικών καταβολών ποπ/ροκ πρότασή τους μάλλον έπεσε στο κενό, καθώς ήχησε παράταιρη με την ώρα, τη ζέστη και την ανάγκη των λιγοστών παρευρισκομένων να ανιχνεύσουν την Πλατεία Νερού και να πουν καμιά κουβέντα. 

Επόμενος στη σειρά ο RSN (κατά κόσμον Άρης Αζιλαζιάν), ο οποίος παρατάχθηκε επί σκηνής με τη συνοδευτική του μπάντα, για ένα set που έδωσε έμφαση στην περσινή του κυκλοφορία, «Analog Memories». Η δική του περίπτωση μπορεί να χαρακτηριστεί η αντίστροφη των GAD.: το ανακάτεμα αυτό μεταξύ χιπ χοπ και soul, με τις trip hop αναφορές και τις 1990s καταβολές, ταίριαζε περισσότερο σαν άκουσμα με την περίσταση, ενώ υποστηρίχτηκε και σωστά σαν ζωντανό θέαμα από την κιθάρα του Διονύση Μόρφη και τα πλήκτρα του Δημήτρη Δερμάνη. 


Ωστόσο το υλικό μάλλον πέρασε και δεν ακούμπησε, ενώ η Thaliah στην εμπροσθοφυλακή μπορεί να εντυπωσίασε αρχικά ως φωνή, μα γρήγορα έδειξε ότι υπάρχει ακόμα πολύς δρόμος μέχρις ότου μπορέσει να σταθεί και ως ερμηνεύτρια. Οι μόνες ενδιαφέρουσες στιγμές προήλθαν έτσι από τη συμμετοχή του BnC, ενός ράπερ ικανότατου τόσο σε flow, όσο και σε χροιά, ο οποίος ανέβαζε πίστα το live όποτε έπαιρνε το μικρόφωνο, σώζοντάς το από την τίμια μετριότητα. 

Κάποια στιγμή, τώρα, θα άξιζε να κάτσουμε κάτω δημοσιογράφοι, διοργανωτές και μουσικοί για να συζητήσουμε –με ανοιχτά χαρτιά– το θέμα «καλοκαιρινά φεστιβάλ». Είμαι διατεθειμένος να δεχτώ, με πλήρη ρεαλισμό, ότι ένας εγχώριος καλλιτέχνης ίσως ωφελείται από το μεγάλο promo που γίνεται για ένα τέτοιο event (οπότε δεν ενδιαφέρεται για την προσέλευση υπό ντάλα ήλιο) ή ότι η διοργάνωση κερδίζει σε credit, παρουσιάζοντας μια ημέρα με όγκο και λίγο ντόπιο χρώμα. Υπάρχει και το θέαμα, όμως, που είναι μονίμως αποκαρδιωτικό και ρουτινιάρικα αναπαράγεται ως τέτοιο σε κάθε σχεδόν ανταπόκριση στον Τύπο. Ο Έλληνας, τέλος πάντων, αρνείται να ακολουθήσει τη φόρμα μιας φεστιβαλικής κουλτούρας που έχει υιοθετηθεί με βάση τη Δυτική εμπειρία. Και δεν πρόκειται να αλλάξει συνήθειες. Υπάρχει λοιπόν όντως νόημα να επιμένουμε σε αυτήν; 

Λίγο πριν ξεκινήσουν οι Chinese Man, πάντως, άρχισε να φτάνει αισθητά περισσότερος κόσμος στην Πλατεία Νερού, ενώ πολλοί σηκώθηκαν πρόθυμα από τους ίσκιους όταν εμφανίστηκαν οι Γάλλοι, δημιουργώντας ένα μικρό πλήθος έμπροσθεν της σκηνής, έτοιμο να υπακούσει στα κελεύσματά τους. Κάπως έτσι, δημιουργήθηκε η πρώτη μαζικά ενθουσιώδης ανταπόκριση της 2ης μέρας του Release Athens. Και βλέποντάς τη, δεν μπόρεσα να μην αναρωτηθώ γιατί οι Chinese Man δεν έπαιξαν δεύτεροι στη σειρά του line-up, με δεδομένο ότι πρόκειται για μπάντα που ο νεαρόκοσμος της Αθήνας τιμά σε σημαντικά νούμερα, σε κάθε της επίσκεψη. Θυμηθείτε λ.χ. τι έγινε μόλις πέρυσι στον Βοτανικό.


Διαβάζοντας ωστόσο τα του Βοτανικού, όπως τα κατέγραψε ο φίλος Μιχάλης Τσαντίλας, κάπως δυσκολεύτηκα να τα συσχετίσω με όσα είδα στην Πλατεία Νερού. Ναι, υπήρχαν κι εδώ τα βιντεάκια από πίσω, τα οποία και «νοστίμισαν» το αποτέλεσμα, βάζοντας το οπτικό δίπλα στο ακουστικό. Και πράγματι, όταν οι MCs Taiwan & Youthstar αναλάμβαναν την εμπροσθοφυλακή, κάτι κουνιόταν, αφού από όλο το χαρμάνι των 3 «Κινέζων» (High Ku, Sly & Ze Matteo) το χιπ χοπ στοιχείο είναι εκείνο που μάλλον τους πάει περισσότερο. 

Και πάλι, όμως: μιλάμε για κάτι απλά ΟΚ, το οποίο σε συνθήκες ζωντανής παρουσίασης χάνει ακόμα κι αυτό το υπόβαθρο όταν αρχίζει και ξανοίγεται σε λίγο funk, λίγο reggae/dub, λίγο balkan, λίγο όλα-τα-σφάζω-όλα-τα-μαχαιρώνω διαδρομές. Με αποτέλεσμα ένα κατά τη γνώμη μου επιδερμικό και ακαλαίσθητο in-the-mix, που απλά διατηρεί έναν κάποιον/όποιον ρυθμό για όσους είναι σε διάθεση να ρολάρουν με οτιδήποτε παραπέμπει σε «λικνίζομαι», έτσι γενικώς και αορίστως. 

Δεν παραβλέπω, ασφαλώς, ότι το κοινό πέρασε καλά με τους Chinese Man. Το έδειξε άλλωστε με τις ιαχές του και με την ενθουσιώδη του συμμετοχή στις χέρια δεξιά/αριστερά προτροπές των Taiwan και Youthstar. Εγώ πάντως, για να την πω ευθαρσώς την αμαρτία μου, έζησα μία από τις πιο υπέροχες στιγμές του όλου event όταν για λίγο απλώθηκε ησυχία μετά το τελευταίο κομμάτι των Γάλλων. 


Την κομβική δεύτερη θέση στο line-up της 2ης ημέρας του Release Athens έφαγαν από τους Chinese Man οι Scott Bradlee's Postmodern Jukebox: μια πολυμελής μπάντα από τις Ηνωμένες Πολιτείες, η οποία ήρθε για πρώτη φορά στην Ελλάδα με σκοπό να κάνει την έκπληξη –αποσκοπώντας, ίσως, σε περαιτέρω ερχομούς, τώρα που γυρνάει η ρετρό φάση και η Αθήνα σουινγκάρει; Το βρήκα δικαιολογημένο, λοιπόν, ένα κάποιο τρακ στο ξεκίνημα, που τους ώθησε να προσπαθήσουν να εξερευνήσουν τις διαθέσεις του κοινού με υπερβολικώς οικεία αμερικάνικα κόλπα. Ο κόσμος, πάντως, ανταποκρίθηκε άμεσα και θετικά, δείχνοντας ότι μπορεί να περίμεναν τον Parov Stelar, αλλά θα τους έδιναν την ευκαιρία την οποία ζητούσαν. 

Το πνευματικό αυτό παιδί του 34χρονου Νεοϋορκέζου Scott Bradlee προσφέρει ένα πλήρως ρετρό, αναβιωτικό, παρελθοντολάγνο σόου βασισμένο σε περασμένες δόξες της αμερικάνικης σόου μπιζ: λίγο Andrews Sisters εδώ, λίγο σουίνγκ εκεί, λίγο τζαζ στις ενορχηστρώσεις, λίγη soul με Motown σφραγίδα παρακάτω και τούμπαλιν. Όμως η «ανακαίνιση» είναι προσεγμένη, βασισμένη σε πολύ καλά παιξίματα και σε καλογυμνασμένες φωνές, αρκετές μάλιστα με σημαντική έκταση. Σε πρώτη εντύπωση, λοιπόν, σε πιάνουν.

Αλλά το πρόβλημα βρισκόταν στη διάρκεια. Μόλις έγινε δηλαδή η πρώτη γνωριμία, άρχιζες να παρατηρείς ότι το άψογο προβάρισμα επικρατούσε της ουσίας και ότι πάνω από τη μουσική υψωνόταν το θεατράλε του όλου πράγματος: μια φώτα/κίνηση/πάμε! νοοτροπία, η οποία στόχευε τους γοφούς και τα μάτια σου και μπέρδευε επικίνδυνα το απαραίτητο free your mind (ώστε να μπορεί κι ο ass να follow), με το πάτα-το-οff στο mind, για να μην αρχίσεις να τα βρίσκεις όλα ίδια και να μην αρχίσεις να βαριέσαι ή να επαναστατείς απέναντι σε μελωμένα ξενέρωτες πιανιστικές εκδοχές του "Halo" της Beyoncé ή στην απόφαση της μπάντας να μετατρέψει το βασικό μουσικό θέμα του Πολέμου των Άστρων σε κλαπατσιμπαλέ instrumental, ώστε να χορέψει κλακέτες μία του θιάσου. Τον Πόλεμο των Άστρων, ρε; 


Εκεί γύρω στις 22:30, ήρθε και η ώρα του Parov Stelar. Και δεν πήρε παρά ένα-δυο τραγούδια για να ξεχάσεις τι είχε προηγηθεί, αφού ευθύς εξαρχής η μπάντα του ήχησε μίλια μακριά συγκριτικά με ό,τι είχαμε ακούσει. Την προσέλευση, βέβαια, την περίμενα μεγαλύτερη, με βάση τα όσα λέγονται για το γκελ του Αυστριακού καλλιτέχνη στα καθ' ημάς. Πάντως είχε κόσμο στην Πλατεία Νερού. Δεν ξέρω αν ήταν «όσο πολύ» χρειαζόταν το φεστιβάλ, αλλά σε καμία περίπτωση δεν θα έλεγα πως ο «Στελλάρας» –όπως αποκάλεσε τον Marcus Füreder μια πιτσιρίκα μπροστά μου– απέτυχε να προσελκύσει τους θαυμαστές του σε αυτό το νέο του ελληνικό ραντεβού. 

Κι αν δεν συντονίστηκαν όλοι με το καλημέρα, με το που ακούστηκε το "Clap Your Hands" η Πλατεία Νερού άρχισε μαζικά τον χορό, ο οποίος μπροστά και στα πλάγια θα παρέμενε ξέφρενος μέχρι και το τέλος του set, με τα κορίτσια να ηγούνται και τα αγόρια να ακολουθούν –μέχρι κι ένας μπερδεμένος τύπος με indie βερμούδα και μπλουζάκι Fates Warning πήρε φωτιά σε κάποιο σημείο κι άρχισε να συνοδεύει την καλή του. Τα κάπως ντεμοντέ ηλεκτρονικά όπλιζαν με beats, τα πνευστά επιτίθονταν κατά κύματα με αλάνθαστα ξέφρενη απόδοση υπό τις διαταγές του «λοχαγού» Max The Sax και η Cleo Panther στην αιχμή του δόρατος έδινε τις σουίνγκ προσταγές, επιβλητική από φωνητικής άποψης και άψογη σε στυλ (με τις καπελαδούρες της και τα συναφή). Στη δε setlist χώρεσαν τόσο επιτυχίες σαν το "Booty Swing", όσο και νέα τραγούδια σαν το "Cuba Libre", που έγιναν δεκτά με χειροκροτήματα.  

Η 2η μέρα του Release Athens αποδείχθηκε κομμένη και ραμμένη για ένα κοινό πολυπληθές και νεανικό, το οποίο δηλώνει πιο σοφιστικέ από όσα μπορεί να εκφράσει μια κατάσταση εγχώριας λαϊκής πίστας, μα δεν αποζητά και κάποια ιδιαίτερα στενή σχέση με τη μουσική: κάτι έξω καρδιά να δίνει τον ρυθμό στο φόντο, ώστε να μαζευτούν κεφάλια, να δούμε λίγο κόσμο, να χορέψουμε και (γιατί όχι;) να ανταλλάξουμε και κανά κινητό, είναι αρκετό. Η επιτυχία του Parov Stelar στην Ελλάδα εξηγείται λοιπόν εύκολα, γιατί ήρθε και κούμπωσε με αυτή τη νοοτροπία/ανάγκη σε ένα «σωστό» τάιμινγκ αναβίωσης του swing. 

Από εκεί και πέρα, ξεκινά μια μεγάλη συζήτηση, που δεν είναι επί του παρόντος. Και επειδή ένα μεγάλο καλοκαιρινό φεστιβάλ σαν το Release Athens δεν γίνεται να αδιαφορεί για τα γούστα μιας τόσο μεγάλης μερίδας μουσικόφιλων, αλλά και επειδή γέφυρες μπορούν εν τέλει να στηθούν ακόμα και με σκληροπυρηνικούς σαν κι εμένα, που, σε διόλου «ορθόν» ύφος, διατείνονται ότι όλα «αυτά» είναι μουσικές για φλώρους και για γκόμενες. Γιατί; Γιατί τα απλά και δίχως σημαντικές καλλιτεχνικές περγαμηνές ηλεκτρονικά σουίνγκ του Parov Stelar αποκτούν άλλο νόημα όταν τα βλέπεις ζωντανά, να πετυχαίνουν τέτοια αβίαστη μέθεξη με τόσο πολύ κόσμο. 

Έστω λοιπόν κι αν έχει ξεθωριάσει πια εκείνο το περίφημο «it don't mean a thing if it ain't got that swing» πνεύμα, όπως το δίδαξε μισό (και βάλε) αιώνα πριν ο Duke Ellington, ο Αυστριακός το διατηρεί αν μη τι άλλο ζωντανό. Και επί σκηνής το υπερασπίζεται τόσο άψογα χάρη σε περσόνες σαν την Cleo Panther και τον Max The Sax, ώστε, ακόμα κι αν δεν σε πείσει τελικά να διασκεδάσεις κι εσύ μαζί του, σου αφαιρεί τα περιθώρια να γκρινιάξεις.