Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Αποστόλου Τάσος. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Αποστόλου Τάσος. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

11 Ιανουαρίου 2023

Ο Κουρέας της Σεβίλλης - ανταπόκριση όπερας (2016)


Σχεδόν 7 χρόνια πριν, Φεβρουάριο του 2016, η Εθνική Λυρική Σκηνή έδρευε ακόμα στην Ακαδημίας, εκεί όπου πλέον βρίσκεται το Δημοτικό Θέατρο «Ολύμπια». Και είχε κλάσικ ιζ φαντάστικ όπερα, «Κουρέα της Σεβίλλης» του Gioachino Rossini –και μάλιστα σε εορταστική περίσταση, καθώς συμπλήρωνε 200 χρόνια ζωής. 

Ήταν όμως ένας πιο σύγχρονος «Κουρέας της Σεβίλλης» αυτός που είδαμε τότε, βγαλμένος από τη φαντασία του Francesco Micheli, καλλιτεχνικού διευθυντή του φημισμένου Φεστιβάλ Όπερας της Ματσεράτα (Ιταλία). Ο οποίος και τίμησε, νομίζω, τα 200 χρόνια της λαοφιλέστατης όπερας, διατηρώντας στο ακέραιο τον σπινθηροβόλο χαρακτήρα της, εμπλουτίζοντάς τον με χρώματα, κίνηση και ευφάνταστες, επιτυχώς σύγχρονες πινελιές σε σκηνικά και κοστούμια.

Μια ανταπόκριση δημοσιεύτηκε τότε στο Avopolis και αναδημοσιεύεται τώρα κι εδώ, με μικρές, αισθητικής φύσης πινελιές. 

* οι χρησιμοποιούμενες φωτογραφίες προέρχονται από το υλικό που δόθηκε ως promo στον Τύπο και ανήκουν στον Βασίλη Μακρή


Σαν σήμερα που γράφονται αυτές οι γραμμές, ακριβώς πριν 200 χρόνια, έκανε πρεμιέρα ο κατά Gioachino Rossini «Κουρέας της Σεβίλλης». Ήταν ένα γκράντε φιάσκο για τον νεαρό συνθέτη, για λόγους όμως που σε λίγα σημεία είχαν να κάνουν με τον ίδιο και τη δουλειά του. 

Περισσότερο σχετίζονταν, δηλαδή, με τις δυσκολίες που παγίως υπήρχαν για τη μουσική στη Ρώμη της εποχής –τμήμα, τότε, ενός πολύ μεγαλύτερου Βατικανό, υπό την πολιτική εξουσία του Πάπα μιας και δεν υπήρχε ακόμα Ιταλία– καθώς και με μερίδα των θεατών, η οποία είχε έρθει αποφασισμένη για φασαρία, όποιο και να ήταν το έργο. Στη Λυρική Σκηνή, αντιθέτως, το πολυπληθές κοινό δεν μπορούσε να κρύψει τον ενθουσιασμό του: το χειροκρότημα έπεφτε άφθονο και πηγαίο καθόλη τη διάρκεια της παράστασης, ευλόγως κορυφωνόμενο στο φινάλε.

Και δεν ήταν από κεκτημένη ταχύτητα, με βάση τη δημοφιλία που απολαμβάνει (πλέον) ο «Κουρέας της Σεβίλλης» ή λόγω του πιασάρικου, κωμικού του χαρακτήρα. Συνεχίζοντας τη συνεργασία με το Teatro Comunale της Μπολόνια, η Λυρική Σκηνή ανέθεσε στον καλλιτεχνικό διευθυντή του φημισμένου Φεστιβάλ Όπερας της Ματσεράτα, Francesco Micheli, να φανταστεί έναν πιο σύγχρονο «Κουρέα» –κι εκείνος το έκανε, προσθέτοντας αποφασιστικές σύγχρονες πινελιές σε σκηνικά και κοστούμια. Οι οποίες όχι μόνο δεν ξένισαν, μα δημιούργησαν ενίοτε κι ένα ιδιαίτερο παιχνίδι με τον χρόνο, μπερδεύοντας παρελθόν και παρόν. 

Νομίζω πως κανείς μας δεν απέφυγε να μείνει εντυπωσιασμένος (λιγότερο, περισσότερο, δεν έχει σημασία) όταν άνοιξε η σκηνή και βρεθήκαμε μπροστά σε ένα ογκώδες πάνελ γεμάτο λάμπες LED, οι οποίες άλλαζαν διαρκώς χρωματισμούς. Πίσω του είχε τοποθετηθεί η Χορωδία της Λυρικής Σκηνής, ενώ μπροστά του ένας έξοχα χορογραφημένος στις κινήσεις του Φιορέλλο (Ζαφείρης Κουτελιέρης) μας «έμπαζε» στο κλίμα της υπόθεσης. Ένιωθες ότι είχες πάει σε έναν φουτουριστικό κόσμο, ενώ ξεκάθαρα βρισκόσουν στη Σεβίλλη κάποιου περασμένου αιώνα. 


Πολλά, από εκεί και πέρα, τα όσα οδήγησαν στην επιτυχία. Βεβαίως, εφόσον μιλάμε για Rossini, ο πρώτος λόγος θα δοθεί στη μουσική. Ο Μίλτος Λογιάδης διηύθυνε λοιπόν την ορχήστρα της Λυρικής Σκηνής με τον πρέποντα εναργή τρόπο, χαρίζοντας στην εκτέλεση όλη τη σπίθα, το κέφι και τον ρυθμό που χρειαζόταν. Ήταν μια μελετημένη απόδοση, που δεν έκρυβε όμως και τη συναισθηματική της εμπλοκή με τις ροσσίνειες μελωδίες. 

Ύστερα, ήταν οι τραγουδιστές. Κανείς, όσο μικρό ρόλο κι αν είχε, δεν υστέρησε. Ακούσαμε υπέροχες άριες, από ερμηνευτές που δώσανε επί σκηνής ό,τι καλύτερο είχαν, ενώ συνάμα δεν δίστασαν να φύγουν από τα καθιερωμένα μοτίβα ώστε να υπηρετήσουν το όραμα του Micheli, χωρώντας σε τολμηρά κοστούμια, κινούμενοι σαν χορευτές ή συμπεριφερόμενοι ως θεατρικοί καρατερίστες, όταν και όπου χρειαζόταν. Χαρακτηριστικότερο παράδειγμα από τον Τάσο Αποστόλου, νομίζω δεν υπήρξε: με αμφίεση και παρουσιαστικό Marilyn Manson (δεν υπερβάλλω στο παραμικρό), παρέδωσε την άρια "La Calunnia" με πρωτόφαντη διαβολικότητα, κάνοντάς μας να παραληρούμε στις θέσεις μας. Δεν είναι τυχαίο ότι στο φινάλε χειροκροτήθηκε σαν να ήταν πρωταγωνιστής και όχι σαν δεύτερος χαρακτήρας. 

Αλλά, τελικά, ποιος ήταν πρωταγωνιστής; Ένα πολύ ενδιαφέρον στοιχείο της εκδοχής του Micheli πάνω στον «Κουρέα της Σεβίλλης», είναι ότι τα πρωτεία γλιστράνε από τα χέρια του Φίγκαρο και καταλήγουν στα χέρια της Ροζίνας. Είδαμε λοιπόν τον απολαυστικό Ζακυνθινό βαρύτονο Διονύση Σούρμπη να ζωντανεύει μπροστά μας αυτή την αρχετυπική μορφή μεσογειακού κατεργάρη και καταφερτζή, αλλά φεύγοντας ένιωθες ότι είχες δει την όπερα με τα μάτια της Ροζίνας –ή της όποιας φτωχής κοπέλας εκείνης της μακρινής εποχής προσπαθούσε να ξεφύγει από τα δίχτυα της θεσμοθετημένης εκμετάλλευσης που βρισκόταν πίσω από τη νομική ουδετερότητα του όρου «κηδεμονία». 

Ο Τζανλούκα Φαλάσκι, βέβαια, της σχεδίασε τόσο εκκεντρικά, χρωματιστά φορέματα και ο Νικολά Μποβέ της έφτιαξε ένα τόσο ...ροζ δωμάτιο, ώστε στην αρχή την περνούσες για μια βαριεστημένη Μπάρμπι. Η οποία, προκειμένου να ξεφύγει από τη βαρεμάρα και από τον γερο-μπαμπαλή κηδεμόνα της, θα ενέδιδε στον πρώτο που θα της τραγουδούσε μια καντάδα κάτω από το μπαλκόνι. Όσο προχωρούσε η δράση, όμως, τόσο την έβλεπες ως μια καπάτσα Katy Perry. Με τα λόγια του ίδιου του σκηνοθέτη: «θέλει να ερωτευτεί για να δει μέσα της όλο τον κόσμο που βρίσκεται εκεί έξω, σε μια βουβή αγωνία για την υπαρξιακή αναγνώριση και ολοκλήρωσή της».

Η επιλογή της Βασιλικής Καραγιάννη για τον ρόλο, πάντως, κρίνεται αμφιλεγόμενη. Ως υψίφωνος, δηλαδή, δείχνει να υπηρετεί περισσότερο τη δισκογραφημένη παράδοση του «Κουρέα της Σεβίλλης» κατά τον 20ό αιώνα, παρά το αυθεντικό ροσσίνειο κλίμα, το οποίο απαιτεί μεσόφωνο. Για τα προσωπικά μου γούστα, λοιπόν, στάθηκε αρκετά μακριά από το πρότυπο της Teresa Berganza. Από την άλλη, ένας «Κουρέας» που αξίωνε τη Ροζίνα στο επίκεντρο, τη σήκωνε την πριμαντόνα του –και η Καραγιάννη στάθηκε με σύνεση σε αυτό το μεταίχμιο, ακολουθώντας την εύστοχη «γραμμή» της Μαρίας Κάλλας από το μακρινό 1957. 

Καλός μα όχι σπουδαίος ο Αντώνης Κορωναίος ως Κόμης Αλμαβίβα (ίσως να περιμέναμε περισσότερα, με βάση τη φοβερή, στυλ Λιμπεράτσε είσοδό του στη σκηνή), εξαιρετική η Αλεξάνδρα Ματθαιουδάκη ως Μπέρτα και θαυμάσιος σε όλα του ο πληθωρικός Δημήτρης Κασιούμης, ως φαφλατάς, υπερόπτης Ντον Μπάρτολο: ήταν σαν να του έτρεχαν πραγματικά τα σάλια, κάθε φορά που έβλεπε τα νιάτα της Ροζίνας. 

Ο «Κουρέας της Σεβίλλης» είναι μάλλον υπέρ το δέον «δεδομένος» για το κοινό της δικής μας εποχής: μια λαοφιλέστατη κωμική όπερα με μεταμφιέσεις και φάρσες. Δεν πρέπει όμως να ξεχνάμε ότι υπάρχει ένα κοινωνικό μήνυμα, όχι μόνο για την ξεπερασμένη κηδεμονία, μα και για το χρήμα που κινεί τα πάντα και πρώτα-πρώτα τη θέληση του ίδιου του Φίγκαρο, που σε μια άριά του δοξάζει το χρυσάφι το οποίο συρρέει στην τσέπη του. Ούτε και να λησμονούμε, βέβαια, πως πρόκειται για μια όπερα μεταιχμιακή, κάπου μεταξύ μπαρόκ και μιας νέας, ανατέλλουσας αντίληψης για το ιταλικό μουσικό θέατρο της εποχής. Πάνω σε αυτό ακριβώς το μεταίχμιο έχτισε και ο Micheli τον δικό του, ευρηματικό φουτουρισμό, πετυχαίνοντας διάνα στο ζητούμενο της φρεσκάδας.