Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Παπακωνσταντίνου Βασίλης. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Παπακωνσταντίνου Βασίλης. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

28 Δεκεμβρίου 2022

Θάνος Μικρούτσικος: «Όσοι Περπάτησαν Μαζί Μου» - ανταπόκριση (2018)


Τον Ιούνιο του 2018 ανέβηκα στο Θέατρο Βράχων για να αποχαιρετήσω τον Θάνο Μικρούτσικο, με τον οποίον πολλά μεν δεν έβρισκα, του χρωστούσα όμως κάποιες από τις πλέον διονυσιακές ή/και συγκινητικές στιγμές στη σχέση μου με το ελληνικό τραγούδι.

Σήμερα, 3 χρόνια από τον θάνατό του, αν και διόλου δεν μου αρέσουν τα μνημόσυνα, μουρμούριζα όλη μέρα για αυτούς τους «ηλιοτροπίων τόπους» και για εκείνες τις «κυνηγημένες μάγισσες, χωρίς την πυρκαγιά τους» που τόσο έξαλλα και τόσο υπέροχα τραγούδησε το 1992, ερμηνεύοντας το "Προσπέκτους", στον δίσκο Συγγνώμη Για Την Άμυνα τον οποίον έφτιαξε τότε για τον Γιώργο Νταλάρα, σε στίχους Κώστα Τριπολίτη.

Όλα τούτα, λοιπόν, έδωσαν αφορμή για μια νοερή επιστροφή στη συναυλία στο Βράχων. Για την οποία γράφτηκε τότε μια ανταπόκριση για λογαριασμό του Avopolis, που αναδημοσιεύεται τώρα κι εδώ, με μικρές, αισθητικής φύσης τροποποιήσεις.

* οι χρησιμοποιούμενες φωτογραφίες προέρχονται από τη βραδιά στον Βύρωνα και ανήκουν στον Θάνο Λαΐνα


Τέτοια κοσμοσυρροή δεν έχω ξαναδεί στα χρόνια που πάω στο Θέατρο Βράχων. Να πρόκειται άραγε για ρεκόρ προσέλευσης στον χώρο; Και οι δύο προγραμματισμένες συναυλίες έγιναν πάντως sold-out αρκετές μέρες πριν, αφήνοντας κάμποσο κόσμο να ψάχνει για έκτακτες ευκαιρίες εισιτηρίων στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης. 

Η διοργάνωση προειδοποίησε έγκαιρα προς αποφυγήν όποιας ταλαιπωρίας, όπως προειδοποίησε και για το ότι έβαλε όσο το δυνατόν περισσότερες πλαστικές καρέκλες στην πλατεία και περιμετρικά της σκηνής, χωρίς όμως να μπορεί να εγγυηθεί ότι θα κάτσουν όλοι. Αυτή η «γκρίζα ζώνη» οδήγησε σε διάφορα παράπονα για την πρώτη μέρα: άλλων επειδή έμειναν αναγκαστικά όρθιοι καθώς δεν μπόρεσαν να έρθουν νωρίς, άλλων επειδή βρέθηκαν να κάθονται μεν σε καρέκλες, μα έχοντας τους όρθιους έμπροσθέν τους. 

Δεν μπορώ να ξέρω πόσο ακριβή είναι όλα αυτά. Τη δεύτερη μέρα που παραβρέθηκα εγώ τα πράγματα κύλησαν ομαλά και με διάφορους τρόπους είχαν βολευτεί όλοι κάπου –έστω και στα βραχάκια στο πλάι αριστερά της σκηνής, έστω και με παραχωρήσεις στα άνω διαζώματα των κερκίδων– όταν οι μουσικοί πήραν θέσεις στα όργανά τους. Όλοι τους γνώριμοι του Μικρούτσικου, «κλειδιά» στο να πραγματωθούν οι ζωντανές ενορχηστρώσεις όπως τις είχε κατά νου. Κάπου εδώ αξίζει και το μπράβο μας στον ήχο, που καταγράφηκε υποδειγματικός σε όλη τη διάρκεια της συναυλίας, με εξαίρεση έναν ή δύο μικροφωνισμούς. Το τι εκτυλίχθηκε από εκεί και πέρα υπερβαίνει αισθητά τη συνθήκη «πήγαμε σε μία ακόμα μεγάλη συναυλία». 


Η αθρόα προσέλευση ήταν πρωτίστως ένδειξη αγάπης και εκτίμησης στον Θάνο Μικρούτσικο, αφού στον Βύρωνα ήρθαν ακόμα και άνθρωποι που μπορεί να μην τον παρακολούθησαν σε όλη του την πορεία ή να απέφευγαν τις εμφανίσεις του τα τελευταία χρόνια, νιώθοντας κουρασμένοι από τα δεδομένα. Αλλά, τώρα που έγινε ευρύτερα γνωστό ότι περνάει δύσκολα –ότι δίνει τη δική του σκληρή μάχη με τον καρκίνο– όποιος κάπου, κάπως, στάθηκε στη ζωή με τα τραγούδια του να γίνονται soundtrack της χαράς, της λύπης και των προβληματισμών του, ένιωσε την ανάγκη να ανέβει στο Βράχων και να δείξει ότι κι αυτός περπάτησε μαζί του. 


Αυτό το συναίσθημα ήταν λοιπόν που έδωσε τον τόνο στη συναυλία, καθιστώντας τα όποια παράπονα μπορεί να υπήρξαν στα τι και πώς επουσιώδη. Άλλωστε με τον Θάνο Μικρούτσικο ήταν πάντα δύσκολο να τα συμφωνεί κανείς σε όλα· δεν θα τα συμφωνούσε λοιπόν ούτε στη συγκεκριμένη περίσταση. Προσωπικά, ας πούμε, ήξερα από την αρχή πού θα τα χαλούσαμε στο Βράχων και δυστυχώς (για εμένα) επαληθεύτηκα: ο Μίλτος Πασχαλίδης δεν παλεύεται όταν τραγουδά Δημήτρη Μητροπάνο, πέφτει τόσο έξω από το ζητούμενο με την κακοτοποθετημένη του ρώμη, ώστε δοκιμάζει την αν(τ)οχή σου. Και η Μαριάννα Πολυχρονίδη αποδείχθηκε πολύ λίγη για να επωμιστεί τραγουδάρες σαν το "Μια Πίστα Από Φώσφορο" και το "Ατομική Μου Ενέργεια". Για να είμαι δίκαιος, ωστόσο, ο Πασχαλίδης με εξέπληξε στον "Τυμβωρύχο", πετυχαίνοντας να προσαρμόσει επιτυχώς στο ζητούμενο το ηρωικό στυλ ερμηνείας του. 


Μια που πιάσαμε τις εκπλήξεις, να πούμε ότι ο Μικρούτσικος την ήθελε λίγο ανακατωμένη την τράπουλα σε αυτές τις εμφανίσεις. Πέρα δηλαδή από το ότι έβαλε στο πρόγραμμα τραγούδια που δεν ακούμε συχνά, ανέτρεψε και ορισμένες προσδοκίες στο ποιος θα έλεγε τι –είχε για παράδειγμα τον Βασίλη Παπακωνσταντίνου, αλλά έδωσε το "Μαχαίρι" στον Κώστα Θωμαΐδη. Και πάνω που άρχιζες τα «γαμώτο» από μέσα σου, εκείνος σε καθήλωνε με μια απίστευτη, δική του ερμηνεία. Ο Γιώργος Μεράντζας ήρθε αναμενόμενα να πει τη "Δίκοπη Ζωή" (σε μια μέτρια ωστόσο εκτέλεση), εν τέλει όμως καταχειροκροτήθηκε λέγοντας τα "Ξεχωρίσματα": το ηπειρώτικο δηλαδή με το οποίο, κατά παραίνεση του Μικρούτσικου, πολλά χρόνια πριν, έκανε καντάδα στην αγαπημένη του, με την οποία μάθαμε μάλιστα ότι είναι ακόμα παντρεμένος. 


Η Ρίτα Αντωνοπούλου συγκίνησε επαρκώς το Αριστερών καταβολών και πεποιθήσεων ακροατήριο με μια γερή ερμηνεία στυλ Μαρία Δημητριάδη στον "Μικρόκοσμο", αλλά ήταν όταν απέδωσε απροσδόκητα ωραία την εξωστρέφεια του "Μηδέν" όπου πέτυχε διάνα –έστω κι αν της έκλεψε την παράσταση ο Μικρούτσικος, ο οποίος σηκώθηκε από το πιάνο και άρχισε τα ...χορευτικά! Ο Χρήστος Θηβαίος βιαζόταν πολύ να βάλει τον κόσμο να του κάνει κερκίδα και είχε μια κινησιολογία που δεν άρμοζε πάντα με τον χαρακτήρα όσων κλήθηκε να πει· όταν όμως τραγούδησε τον "Άμλετ Της Σελήνης" αποτυπώθηκε τόσο καλός, ώστε σε έκανε να παρακάμψεις τα υπόλοιπα. 

Ο Γιάννης Κότσιρας διανύει περίοδο ερμηνευτικής ωριμότητας, αν και επιμένει να κάνει τον λαϊκό τραγουδιστή ενώ διαθέτει φωνή για διαφορετικά πράγματα. Έτσι, στο προσωπικώς υπεραγαπημένο "Πάντα Γελαστοί" υπήρξε μετρημένος μα λίγος, φανέρωσε εντούτοις το εύρος των εκφραστικών του δυνατοτήτων στο "Είσαι Η Πρέβεζα Και Το Κιλκίς". Ο Μανώλης Μητσιάς, αντίστοιχα, δεν άφησε κανένα περιθώριο αμφιβολιών και αμφισβήτησης όταν είπε το "Ερωτικό (Με Μια Πιρόγα)", έμεινε ωστόσο εκτεθειμένος στο "Ατομική Μου Ενέργεια", όπου νομίζω κανείς δεν κατάλαβε τι έκανε δίπλα στην Πολυχρονίδη. 


Αλλά οι μεγάλοι πρωταγωνιστές του Βύρωνα ήταν ο Γιώργος Νταλάρας, η Χάρις Αλεξίου, ο Βασίλης Παπακωνσταντίνου και ο ίδιος ο Μικρούτσικος. Δυστυχώς για τους επιγόνους, δυστυχώς για όσους συναδέλφους πασχίζουν να τους «ψηλώσουν» μη και τους βγει λειψό το παρόν του ελληνικού τραγουδιού (και τι θα απογίνουν...), δυστυχώς για τους παροικούντες το Εναλλακτικόν που προσδοκούν την πτώση και καταστροφή των μόσχων των χωνευτών, ο γηπεδικός Παπακωνσταντίνου του "Ένας Νέγρος Θερμαστής Από Το Τζιμπουτί", ο υπερηχητικός Νταλάρας του "Καραντί", η Χαρούλα που ξέρει πώς να σε κάνει να δακρύσεις με ένα "Φεύγω Και Μη Με Περιμένεις" –κι ας μην μπορεί πια να πει την "Ελένη" χωρίς ενισχύσεις στις ψηλές νότες– και ο συνθέτης που κολάζεται ακόμα μόνος στο πιάνο με το «μάνα θα πάω στα καράβια» του Νίκου Καββαδία, παραμένουν οι θεματοφύλακες του «σπουδαίου» στην εποχή που όλοι σχεδόν προσπαθούν να χαμηλώσουν τον πήχη του. 


Όπως έγραψα και πιο πάνω, όμως, δεν είναι ο τόπος και ο χρόνος για να ανοίξουμε τέτοιες κουβέντες. Στον Βύρωνα τιμήθηκε η παρακαταθήκη του Θάνου Μικρούτσικου, του συνθέτη εκείνου που μετρά εμβριθή έργα για μικρή ορχήστρα & μαγνητοταινία άγνωστα στο ευρύ κοινό, μα την ίδια στιγμή πέτυχε να κάνει και μεγάλα λαϊκά σουξέ με τραγούδια τα οποία μιλούσαν για περίεργα έως και ολίγον ακατάληπτα πράγματα : για άτομα που δεν χωρούσαν στην ύλη, για το πώς η ανάγκη γίνεται ιστορία (και η ιστορία σιωπή), για νικημένους που τραύλιζαν άριες κάποιας όπερας, για μαχαίρια βγαλμένα θαρρείς από horror νουβέλες. 

Η υποδειγματικώς ομαδική εκτέλεση της "Ρόζας", με όλο σχεδόν το θέατρο να τραγουδά συγκινημένο τους στίχους, υπήρξε ιδανικό φινάλε καρδιάς και για μας και για τον Μικρούτσικο. Ό,τι και να γίνει στο εξής, η αγάπη καταγράφηκε με τον πλέον ηχηρό και αδιαφιλονίκητο τρόπο. 




06 Νοεμβρίου 2022

Βασίλης Παπακωνσταντίνου & Βιολέτα Ίκαρη: «Βράδυ Σαββάτου» - ανταπόκριση (2019)


Το φετινό άλμπουμ της Βιολέτας Ίκαρη «Πορτοκάλι» (σε μουσική-στίχους Νίκου Ξύδη) μου θύμισε την είσοδό της στη δισκογραφία το 2018. Τότε που το ραδιοφωνικό σουξέ "Έλα Και Ράγισε Τον Κόσμο Μου" έκανε πολλούς φίλους του έντεχνου ήχου να στραφούν προς το μέρος της, βρίσκοντας στη φωνή της έναν καινούριο Μεσσία που ίσως ξεβάλτωνε το αγαπημένο τους είδος τραγουδιού. 

Κατά τη γνώμη μου, βέβαια, αυτός ο ρόλος δεν άρμοζε στη νεαρή ερμηνεύτρια, η οποία πράγματι δημιούργησε αίσθηση με κάποια χρώματα της φωνής της, όμως δεν κατόρθωσε να καταθέσει ένα στιβαρό δισκογραφικό ντεμπούτο (δείτε κι εδώ). 

Ωστόσο, είναι αλήθεια ότι είχε δημιουργηθεί ίντριγκα από όλα τούτα. Αρκετή ώστε τον Νοέμβριο του 2019 να αποφασίσω να πάω να τη δω και ζωντανά, σε μια σύμπραξη-έκπληξη με τον Βασίλη Παπακωνσταντίνου στην Άνοδο, ονόματι «Βράδυ Σαββάτου». Άλλωστε είχα πολλά χρόνια να παραβρεθώ σε δική του συναυλία, οπότε υπήρχε και η περιέργεια για το τι κάνει πλέον. Συνειδητοποίησα βέβαια ότι μπορεί εγώ να τον είχα χάσει από το ραντάρ, όμως το παλιό σύνθημα «Βασίλη ζούμε για να σ' ακούμε» καλά κρατούσε και στην εκπνοή μίας ακόμα δεκαετίας.

Οι εντυπώσεις μου από τη βραδιά δημοσιεύτηκαν τότε στο Avopolis και αναδημοσιεύονται τώρα κι εδώ, με μικρές, αισθητικής φύσης τροποποιήσεις. 

* Οι φωτογραφίες προέρχονται από τη βραδιά στην Άνοδο και ανήκουν στον Θάνο Λαΐνα


Έστω και δανεισμένο από τον Χρήστο Κυριαζή, ο οποίος το έγραψε και το πρωτοτραγούδησε (1991), το "Βράδυ Σαββάτου" είναι για τους περισσότερους συνυφασμένο με τη φωνή του Βασίλη Παπακωνσταντίνου. Πολλά χρόνια μετά, λοιπόν, συνεχίζει να τον συνοδεύει, προσφέροντας ταιριαστό τίτλο στις παραστάσεις που έστησε φέτος στο Anodos Live Stage της Πειραιώς, παρέα με τη Βιολέτα Ίκαρη.

Παρότι είχαμε πίσω μας πια την πρεμιέρα, το Anodos ήταν κατάμεστο το περασμένο Σάββατο –σε σημείο που είδαμε να τοποθετούνται σκέτες καρέκλες κοντά στο τραπέζι μας, ώστε να εξυπηρετηθούν κάποιοι αργοπορημένοι. Και ίσως ακόμα πιο εντυπωσιακό να ήταν ότι λίγοι έφυγαν πριν το φινάλε του προγράμματος, το οποίο διαρκεί 3,5 γεμάτες ώρες, δίχως διάλειμμα. Αντιθέτως, οι περισσότεροι θέλαν «κι άλλο, κι άλλο». Ήταν επίσης μια βραδιά που είχε και τις διάσημες παρουσίες της ανάμεσα στο πλήθος: ακόμα κι όσοι δεν έπιασαν την από μικροφώνου αναφορά του Βασίλη Παπακωνσταντίνου στην Αγγελική Νικολούλη, την είδαν μια χαρά λίγο αργότερα να χορεύει ζεϊμπέκικο στο "Στα Είπα Όλα" του Σωκράτη Μάλαμα.

Μια τέτοια χρονική διάρκεια δεν θα στεκόταν βέβαια δίχως μια άξια ορχήστρα στα μετόπισθεν. Παρότι κανείς δεν υστέρησε στον ρόλο του, αξίζει νομίζω μια ιδιαίτερη μνεία στις ωραίες μπασογραμμές του Βαγγέλη Πατεράκη, καθώς και στους Αντρέα Αποστόλου (πιάνο, πλήκτρα) και Μαίρη Μπρόζη (βιολί), οι οποίοι όχι μόνο στάθηκαν άψογα σε εκτελεστικό επίπεδο, μα διακρίθηκαν και σε ορισμένες ωραίες ενορχηστρωτικές «πινελιές», που φρέσκαραν κάποια χιλιοακουσμένα πλέον κομμάτια. Το γκρουπ συμπλήρωσαν ο Στέφανος Δημητρίου (τύμπανα), ο Γιάννης Αυγέρης (ηλεκτρική κιθάρα), ο Απόστολος Μόσιος (ακουστική κιθάρα, μπάσο) και ο Χρήστος Σκόνδρας (μπουζούκι). 


Απόστολος Μόσιος & Μαίρη Μπρόζη, επίσης, ανέλαβαν το άνοιγμα του προγράμματος και τις ανάσες πριν το άτυπο δεύτερο μέρος. Ο Μόσιος, εντούτοις, που είχε τη μεγαλύτερη «μερίδα» αυτών των βοηθητικών τμημάτων, αποδείχθηκε κατά τη γνώμη μου άστοχος στα χρώματα και στην ένταση των ερμηνειών του. Σε αντίθεση με τη Μπρόζη, η οποία τραγούδησε εκφραστικά, στεκόμενη ωραιότατα ακόμα και σε μια δύσκολη επιλογή σαν το "Canção Do Mar" της Amália Rodrigues –έστω κι αν έγινε φανερό από την προσέγγισή της ότι το έχει μάθει από τη Dulce Pontes.

Όσον αφορά τώρα το «ψητό», είναι κατά βάση ένα πρόγραμμα βασισμένο σε παλιά συνταγή: το αστέρι που ανατέλλει ενώνει δυνάμεις με το δοκιμασμένο όνομα, το καινούριο βαπτίζεται στο παλιό και το παλιό αναβαπτίζεται στο καινούριο. Στην ιδανική μορφή αυτής της συλλογιστικής, τέλος πάντων, γιατί στο Anodos η ισορροπία μάλλον ντελαπάρει. Και όχι επειδή υπάρχει κάποια διάθεση καπελώματος από τον «παλιό» ή γιατί κάτι έχει στηθεί λάθος στη ροή. Όχι, δεν συμβαίνει τίποτα τέτοιο. Όμως φεύγεις με την εντύπωση ότι είδες τον Βασίλη Παπακωνσταντίνου, ο οποίος είχε μαζί του και τη Βιολέτα Ίκαρη –και όχι ότι βρέθηκες σε ένα κοινό πρόγραμμα. 

Η Ίκαρη διαθέτει όμορφη φωνή, με πολύ χαρακτηριστική χροιά. Ήρθε λοιπόν στα μουσικά μας πράγματα με ένα σπάνιο δώρο, το οποίο την καθιστά άμεσα αναγνωρίσιμη με το που θα την ακούσεις. Δυσκολεύομαι να φανταστώ ότι θα πάει χαμένο ένα τέτοιο προσόν, στο μέλλον. Στο παρόν, εντούτοις, δεν καθίσταται σαφές ποια είναι. Στο Anodos, δηλαδή, διέκρινα προσωπικά τρεις διαφορετικές Βιολέτες Ίκαρη· και μόνο εικασίες μπορώ να κάνω για το ποια είναι η πιο Ίκαρη.


Είδα δηλαδή τη βαριά έντεχνη ερμηνεύτρια πίσω από τα μεγαλίστικα και θολοκουλτουρέ "Έλα Και Ράγισε Τον Κόσμο Μου" και "Το Μαύρο", η οποία έχει δρόμο ακόμα για να πιάσει τις αγωνιώδεις γωνιές των στίχων του Νίκου Καββαδία, παρά το εντυπωσιακό φωνητικό ρεσάλτο με το οποίο τελείωσε το "Καραντί". Είδα μια τραγουδίστρια που αισθάνεται άνετα στις νησιώτικες ενορχηστρώσεις της "Παλιοτρεχαντήρας", να τις εκπροσωπεί επί σκηνής με ένα στυλ που φανερώνει σπουδή στην Ελευθερία Αρβανιτάκη. Είδα επίσης μια κοπέλα που νομίζω βρισκόταν στο στοιχείο της τραγουδώντας Νίκο Παπάζογλου και Χάρις Αλεξίου. Όσο όμως πιο «σπίτι της» την αισθανόσουν, τόσο θάμπωνε το σήμα κατατεθέν της χροιάς: άδοντας ψηλά, τείνει να τη χάνει. 

Ο Βασίλης Παπακωνσταντίνου, από την άλλη, άρχισε και τελείωσε το πρόγραμμα με «αέρα» σταθεράς και πλήρη αυτοπεποίθηση. Μπροστά σε ένα κοινό που δεν έπαψε να δείχνει αγάπη, αφοσίωση, μα και να τραγουδά κάθε στίχο με το που γύρναγε το μικρόφωνο προς την πλατεία, δεν φοβήθηκε ούτε τη φωνητική φθορά που έχει επέλθει, ούτε τα γνωστά άγαρμπα τινάγματα χεριών και ποδιών ή την κίνηση εκείνη που είναι πια τόσο δική του, μα πάντα θυμίζει τον Mr. Miyagi  να προσπαθεί να μάθει στον Daniel LaRusso να κάνει τον πελαργό, στο Karate Kid. Το μόνο που δεν μπόρεσε να «εκπροσωπήσει», ήταν οι ατάκες με τις οποίες προλόγιζε τα τραγούδια: το χιούμορ έφερνε σε θείο που κάθεται στα οικογενειακά τραπέζια με τη νεολαία (και όλοι ξέρουμε πώς καταλήγει κάτι τέτοιο), ενώ τα πιο de profundis βγήκαν γλυκουλίνικα. 

Ο Παπακωνσταντίνου, βέβαια, είπε (κι έκανε) κι άλλα, ακόμα σημαντικότερα όσον αφορά τη σημειολογία της βραδιάς και τον τόνο που θέλησε να δώσει. Αρχή ήταν ακόμα, μετά το φουλ ζέσταμα –το οποίο πέτυχε με το καλημέρα, μπαίνοντας φορτσάτα με το "Χαιρετίσματα"– όταν ξεστόμισε τη λέξη «Νεοφιλελευθερισμός» αντικρίζοντας το γεμάτο μαγαζί. Και μετά, στο δεύτερο μέρος, εκεί που ετοιμαζόταν για το "Στέλλα", ζήτησε κι άναψε τσιγάρο, ενώ όλη εκείνη την ώρα όποιος ήθελε να καπνίσει έβγαινε έξω, καθώς ο χώρος τηρεί κατά γράμμα την αντικαπνιστική νομοθεσία. «Δεν υπάρχουν παθητικοί καπνιστές», δήλωσε στη συνέχεια, «μόνο αντιπαθητικοί αντικαπνιστές». Στην πρώτη περίπτωση, βουβαμάρα· στη δεύτερη, έπεσε χειροκρότημα.


Κύριος οίδε, ασφαλώς, αν ο κόσμος κατανοεί τι σημαίνει «Νεοφιλελευθερισμός». Μη βλέπετε που η Αριστερά ζει με τη χρόνια ψευδαίσθηση ότι οι κοινοί της τόποι αποτελούν και κοινό κτήμα ανάμεσα στο πλήθος. Κύριος οίδε, όμως, και τι είχαν ψηφίσει οι κύριοι και οι κυρίες που γέμισαν ένα μέρος όπου ναι μεν «τιμαί λογικαί» για το είδος διασκέδασης που προσφέρεται, αλλά τιμαί = 160 και ανηφόρα για τις φιάλες που είχαν ήδη κατακλύσει πολλά από τα τραπέζια. Ως εκ τούτου, ήχησε φαιδρό το χειροκρότημα για το τσιγάρο. Εκεί εξαντλεί λοιπόν την επαναστατικότητά του, ο (κάπως, όπως) ευκατάστατος Έλληνας του 2019; Όσο για τον ίδιο τον Παπακωνσταντίνου, υπήρξε λαϊκιστής. Ξέροντας πώς «να ξεχωρίζει της εποχής του τους χρησμούς, από τις οφθαλμαπάτες», είμαι σίγουρος ότι γνωρίζει καλά πως υπάρχουν και παθητικοί καπνιστές, πέρα από τους αντιπαθητικούς αντικαπνιστές. Ίσως γι' αυτό προσπάθησε έπειτα να το σώσει, μιλώντας για το πώς πάνε να επιβληθούν στον Έλληνα συνήθειες που αρμόζουν περισσότερο σε Αυστριακούς, κόντρα στην εν γένει εξωστρέφειά τους. 

Ας μην θεωρηθεί, ωστόσο, εξαιτίας των παραπάνω παρατηρήσεων, ότι ο Παπακωνσταντίνου έχασε την κλάση του ως performer. Κοντοζυγώνοντας πια τα 70, έχει κλείσει κάθε κύκλο στον οποίον κινήθηκε, περνώντας από τα Αριστερά εμβατήρια της Μεταπολίτευσης σε ένα γηπεδικό ροκ με Chris De Burgh αναφορές (και όχι Bruce Springsteen, που γράφουν κάποιοι) κι από εκεί σε ένα ηλεκτρισμένο κατά το δοκούν έντεχνο. Στο οποίο φαίνεται ότι, αν δεν πάει ο όποιος rocker μεγαλώνοντας, τον τρώει η μαρμάγκα όσον αφορά το δεινό της «προσέλευσης» –που, ψέματα τώρα ας μη λέμε, τη φέρνουν οι "Να Κοιμηθούμε Αγκαλιά" του κόσμου τούτου. Έτσι, ο Παπακωνσταντίνου διαθέτει πια την εμπειρία να μετέρχεται όλων αυτών των προσώπων σε ένα πρόγραμμα σαν και το εν λόγω, γενόμενος στο τέλος ακόμα και λαϊκός τραγουδιστής.

Είναι ίσως η μεγαλύτερη παραχώρηση που κάνει η παράσταση, ότι μετατρέπεται δηλαδή από ένα σημείο και πέρα σε κάτι σαν μπουζούκια με άποψη. Κατά τη γνώμη μου, τραβάει πολύ σε διάρκεια το συγκεκριμένο τμήμα, ιδίοις όμμασι πάντως είδα ότι αυτό κορυφώνει το κέφι ανάμεσα στο κοινό. Ακόμα κι έτσι, δίνεται η ευκαιρία να χαρείς μια στεντόρεια και αναπάντεχα εύστοχη εκτέλεση του Παπακωνσταντίνου στο "Βρέχει Στη Φτωχογειτονιά", χωρίς να σου λείψει ο Γρηγόρης Μπιθικώτσης.

Αυτό άλλωστε που στηρίζει τελικά το όλο πρόγραμμα, είναι ο Βασίλης Παπακωνσταντίνου. Κουβαλάει μαζί του την ιστορία μεγάλων live ορόσημων –το Φάληρο, το Αττικόν, ο Βύρωνας των πρώτων 1990s– στα οποία σφυρηλατήθηκε το «Βασίλη ζούμε για να σ' ακούμε», που αποδείχθηκε ότι καλά κρατεί και εν έτει 2019, αφού αντήχησε (και) στο Anodos. Αποδείχθηκε επίσης ότι, με τα όποια συν και πλην, με τους όποιους έντεχνους συμβιβασμούς, παραμένει αξία να τον ακούς στα ωραία του τραγούδια. Είτε όρθιο με την κιθάρα του, να βρυχάται λεοντόκαρδα στο «ξέρεις καλά πως πια δεν έχω περιθώρια» του "Βικτώρια", είτε καθιστό σε καρέκλα, στοχαστικό, με ένα ποτήρι ουίσκι αντίκρυ, σε "Βράδυ Σαββάτου" διάθεση.