10 Οκτωβρίου 2020

Κουβεντιάζοντας με την Τάνια Γιαννούλη, μέρος 2 (2015)


Η δεύτερη κατά σειρά κουβέντα μας με την Τάνια Γιαννούλη έγινε 2 περίπου χρόνια μετά την πρώτη (δείτε εδώ), έχοντας ως αφορμή το άλμπουμ Transendence. Μια δουλειά που επίσης κυκλοφόρησε από τη νεοζηλανδική Rattle (2015), την οποία η συνθέτρια και πιανίστρια υπέγραψε ως επικεφαλής του σχήματος Tania Giannouli Ensemble, έχοντας στο πλευρό της τον Guido de Flaviis (σαξόφωνα), τον Σόλη Μπάρκη (κρουστά, ιδιόφωνα) και τον Μιχάλη Πορφύρη (τσέλο).

Η συνέντευξή μας δημοσιεύτηκε τότε στο Avopolis και αναδημοσιεύεται τώρα εδώ με μικρές, αισθητικής φύσης αλλαγές. Ένα δε κομμάτι που πραγματικά ξεχώρισε ήταν το "The Sea" (το βρίσκετε να το ακούσετε στο τέλος της ανάρτησης), το οποίο παίζαμε μάλιστα με τον Στυλιανό Τζιρίτα και στο ράδιο –τόσο στα πλαίσια του πρωινού σόου Κόκκινος Πετεινός, όσο και στη Συχνοτική Συμπεριφορά. 


* η φωτογραφία των Tania Giannouli Ensemble ανήκει στον Ηλία Μπουργιώτη και προέρχεται από το promo υλικό που δόθηκε στον Τύπο με την έκδοση του Transendence


Τι άλλαξε για σένα, σε δημιουργικό επίπεδο, στα 3 χρόνια που μεσολάβησαν ανάμεσα σε ένα άλμπουμ συνεργασίας (Forest Stories) και σε μια δουλειά που πλέον υπογράφεται από το Tania Giannouli Ensemble;

Μετά το Forest Stories συζητήσαμε με την εταιρεία μου, τη Rattle, την προοπτική ενός δεύτερου άλμπουμ. Ήμουν ανάμεσα στο να κάνω μια σόλο πιάνο δουλειά ή να προχωρήσω στη δημιουργία του δικού μου σχήματος· μια ιδέα που σκεφτόμουν, ομολογώ, για αρκετό καιρό πιο πριν. 

Αποφάσισα να κάνω το δεύτερο, ενώ συνειδητή ήταν παράλληλα και η απόφαση να φύγω από την εσωστρέφεια που χαρακτήριζε το Forest Stories σαν ύφος και σαν διάθεση –και να γράψω μια μουσική εξωστρεφή, σύγχρονη, αλλά και με εμφανή τα στοιχεία της μελωδίας και του ρυθμού. 

Αυτή η ανάγκη για εξωστρέφεια και για δημιουργικότητα αντικατοπτρίζει νομίζω και την ψυχική μου κατάσταση. Είναι επίσης η μόνη απάντηση σε ό,τι ζούμε τα τελευταία χρόνια στη χώρα μας. Γράφω δυο λόγια γι' αυτό και στο booklet του Transcendence.

Συνθέτεις με πρόγραμμα και σχεδιασμό; Ή αφήνεις τα πράγματα να πάνε; Πόσο σημαντική ήταν –στην πράξη– η ύπαρξη ενός πλαισίου για το Transcendence;

Και τα δύο, ανάλογα με την περίσταση. Για παράδειγμα, αν πρόκειται για μουσική ενός βίντεο, τότε τα πράγματα μπορεί να είναι πιο καθορισμένα, ενώ άλλες φορές μπορεί να υπάρχει περισσότερη ελευθερία. Σε κάθε περίπτωση, πάντως, ακόμη κι αν υπάρχει ένα καθορισμένο πλαίσιο, βασίζομαι πολύ στη διαίσθηση και στον αυτοσχεδιασμό. Η ιδέα πίσω από το Transcendence, τα θέματα για τα οποία με ενδιέφερε να μιλήσω, ακόμη και κάποιοι από τους τίτλους, προϋπήρχαν στο μεγαλύτερο μέρος τους.

Παρά το συμπαγές της νέας σου κατάθεσης, είναι δύσκολο να μην ξεχωρίσει κανείς το "The Sea". Ποια είναι η ιστορία πίσω από τη δική του δημιουργία; 

Το κομμάτι δεν μιλά βέβαια μόνο για την κυριολεκτική θάλασσα –μιας κι έχουμε την τύχη να ζούμε σε έναν τόπο τόσο συνδεδεμένο με το στοιχείο αυτό– αλλά και για ό,τι συμβολίζει: τον ανοιχτό ορίζοντα, το ταξίδι, την ελπίδα, την ομορφιά ακόμη και μέσα από τις δυσκολίες. Είναι κι από τα δικά μου αγαπημένα στον δίσκο.

Είναι δύσκολο να μη σκεφτείς ότι το προηγούμενό σου άλμπουμ είχε το δάσος στον τίτλο του και τώρα γράφεις ένα κομμάτι για τη θάλασσα. Τι ρόλο κρατάς στη ζωή σου για το φυσικό τοπίο; Και τι απαντάς στο γνωστό δίλημμα βουνό ή θάλασσα; 

Έχουμε πολλά να πάρουμε από την επαφή μας με τη φύση, πολλά να διδαχθούμε από τη σοφία της. Απορροφημένοι στον προσωπικό μας μικρόκοσμο –με όλα τα προβλήματα, τον πόνο και τις αγωνίες μας– ξεχνάμε ότι δεν είμαστε παρά ένα μικρό μέρος μιας μεγαλύτερης πραγματικότητας. Η γνώση αυτή μπορεί να μας δώσει δύναμη, παρηγοριά κι έμπνευση. Για μένα νομίζω ότι λειτουργεί έτσι. 

Για το δίλημμα που με ρωτάς, απαντώ πως δεν χρειάζεται να διαλέξω: η Ελλάδα είναι γεμάτη μέρη όπου το δάσος φτάνει ως τη θάλασσα. Μπορείς επομένως να κολυμπάς σε μια πανέμορφη παραλία, κοιτάζοντας το βουνό από πάνω της.

Ένα ακόμα πολύ ξεχωριστό κομμάτι είναι το "Obsession". Έχεις εποικοδομητική σχέση με τις εμμονές σου, ως άνθρωπος;

Νομίζω πως ναι. Το "Obsession" είναι ίσως το πιο ιδιαίτερο κομμάτι στον δίσκο. Ή, για να το θέσω αλλιώς, το κομμάτι όπου ο καθένας από τους ακροατές (όσο μπορώ να γνωρίζω από εκείνους που μοιράστηκαν μαζί μου τις εντυπώσεις τους για το άλμπουμ) κάνει τις δικές του προβολές. Το καλό όμως με τη μουσική είναι ότι δεν χρειάζεται να εξηγούνται όλα. Μπορεί να μιλήσει στην καρδιά, χωρίς να περάσει πρώτα από το μυαλό.

Σκέφτεστε με το υπόλοιπο ensemble για περαιτέρω παρουσιάσεις του Transcendence, μέσα στο φθινόπωρο;

Θα θέλαμε να παίξουμε το υλικό αυτό όσο γίνεται περισσότερο τους επόμενους μήνες και ελπίζω να τα καταφέρουμε· πάντα, βέβαια, δίνοντας προσοχή στις συνθήκες εκτέλεσης και ήχου, οι οποίες πρέπει να είναι οι κατάλληλες.

Οι δουλειές σου βρίσκονται κοντά σε ό,τι λέμε «ήχο της ECM» και ως ατμόσφαιρα και ως προς τον διάλογο που ανοίγουν μεταξύ Δυτικού ρομαντισμού και τζαζ καταβολών αυτοσχεδιασμού. Υπάρχουν δίσκοι του label τους οποίους θεωρείς ως προσωπικά σημεία αναφοράς;

Υπάρχουν αρκετοί δίσκοι που αγαπώ πολύ στο label αυτό, χωρίς να μπορώ να πω με σιγουριά ότι αποτελούν σημεία αναφοράς: Pastorale (Stefano Battaglia & Michele Rabbia), Tarkovsky Quartet (Francois Couturier), The Third Man (Enrico Rava & Stefano Bollani), αλλά και πολλοί δίσκοι από τη σειρά "Νew Series".

Τι δυσκολίες ορθώνει σε έναν καλλιτέχνη με τις δικές σου ανησυχίες η πολιτικο-οικονομική κατάσταση της χώρας μας, η οποία έχει καθώς φαίνεται μπει σε νέα κρίσιμη φάση; Αποτελεί όρμο η συνεργασία με τη νεοζηλανδική Rattle, σε ένα τέτοιο τοπίο;

Τα πράγματα για τους μουσικούς –και για τους καλλιτέχνες γενικότερα– ποτέ δεν ήταν εύκολα· και όχι μόνο στην Ελλάδα, βέβαια. Έχουν όμως επιδεινωθεί τραγικά. Οι δυσκολίες είναι πλέον μεγάλες και η επιβίωση, για όσους εξασκούν τη μουσική σαν επάγγελμα και όχι σαν χόμπι ή πάρεργο, γίνεται όλο και πιο δύσκολη. 

Από τη φύση μου, όμως, προσπαθώ να δρω παρά να γκρινιάζω. Η συνεργασία μου με τη νεοζηλανδική εταιρεία ξεκίνησε από τη στάση μου αυτή. Νιώθω πολύ τυχερή που η μουσική μου έχει βρει ένα σπίτι εκεί.

Σε ρωτάνε αλήθεια οι φίλοι σου από το εξωτερικό να τους πεις τι συμβαίνει στην Ελλάδα; Κι εσύ, με τη σειρά σου, σκέφτεσαι το ενδεχόμενο να αναζητήσεις μια νέα ζωή σε κάποια άλλη χώρα; 

Και βέβαια με ρωτάνε και ανησυχούν. Παρατηρώ μάλιστα ότι οι περισσότεροι από αυτούς είναι παραπληροφορημένοι σε πολλά θέματα, σχετικά με το τι συμβαίνει ακριβώς στην Ελλάδα. Το ενδεχόμενο πάντως να αναζητήσω μια νέα ζωή σε άλλη χώρα δεν το εξετάζω, τουλάχιστον προς το παρόν. Παρ' όλα τα προβλήματα εδώ, απολαμβάνουμε (ακόμα) πράγματα τα οποία είναι αδιανόητα για τους Βορειοευρωπαίους. 




09 Οκτωβρίου 2020

Κουβεντιάζοντας με την Τάνια Γιαννούλη, μέρος 1 (2013)


Παρά την καθίζηση της εγχώριας δισκογραφίας, την οποία επέτεινε μα δεν δημιούργησε η οικονομική Κρίση, η Τάνια Γιαννούλη κατάφερε και βρήκε διεθνή διέξοδο για τις μουσικές της ανησυχίες, αποκτώντας «στέγη» στη Rattle της Νέας Ζηλανδίας. 

Η διαδρομή αυτή τη βγάζει σε μίνι ευρωπαϊκή περιοδεία σε λίγες ημέρες, σε Γερμανία, Βέλγιο και Ολλανδία. Κόντρα δηλαδή στο κλίμα που έχει δημιουργήσει ο κορωνοϊός (και με την ελπίδα, βέβαια, ότι θα πάνε όλα καλά), αναμένεται να παρουσιάσει δύο ξεχωριστά projects στο φετινό Enjoy Jazz Festival (14 Οκτωβρίου στο Λούντβιχσχαφεν, 16 Οκτωβρίου στο Μάνχαϊμ), ενώ ανακοίνωσε επίσης συναυλίες στο Αμβούργο (23 Οκτωβρίου) και στις Βρυξέλλες (24 Οκτωβρίου και 8 Νοεμβρίου), καθώς και τη συμμετοχή της στο November Music Festival, στο Ντεν Μπος (15 Νοεμβρίου).

Η Αθηναία δημιουργός και πιανίστρια δρα από το 2007, όταν συνίδρυσε το συγκρότημα 4+1, ενώ το 2010 την είδαμε και στο Synch Festival, να συμπράττει στη σκηνή της Τεχνόπολης με τον Spyweirdos ως μέλος των Schema Ensemble. Την περισσότερη «φασαρία», ωστόσο, την έκανε το 2012, όταν έβγαλε στη Rattle τον πρώτο της σόλο δίσκο Forest Stories, σε συνεργασία με τον Πορτογάλο Paulo Chagas. Εκεί, δηλαδή, σύστησε ευρύτερα τον ήχο της, ο οποίος αναζητά ισορροπίες μεταξύ της τζαζ, του Ρομαντισμού, της σύγχρονης λόγιας έκφρασης και του αυτοσχεδιασμού.

Το Forest Stories έδωσε και την ευκαιρία της πρώτης μας κουβέντας. Η συνέντευξη που προέκυψε μπήκε το 2013 στο περιοδικό Ήχος και τώρα δημοσιεύεται για πρώτη φορά στο ίντερνετ, με μικρές, αισθητικής φύσης τροποποιήσεις. Έκτοτε ακολούθησαν δύο ακόμα συζητήσεις με την Τάνια Γιαννούλη, οι οποίες θα εμφανιστούν εδώ σε ξεχωριστά «μέρη».


«Αυτοσχεδιαστική μουσική για πιάνο και πνευστά», διαβάζουμε στον υπότιτλο του Forest Stories. Με δεδομένη την καταλυτική παρουσία του αυτοσχεδιασμού, πώς συνδιαμορφώσατε με τον Paulo Chagas τα «σύνορα» μεταξύ τζαζ και σύγχρονης κλασικής μουσικής; 

Η αλήθεια είναι ότι τα όρια αυτά δεν είναι πάντα ευδιάκριτα, μιας και, όσο πιο ελεύθερος και χωρίς κανόνες ή κώδικες ο αυτοσχεδιασμός, τόσο τα ακούσματα βρίσκονται πιο κοντά σε ό,τι λέμε «σύγχρονη κλασική» (ή λόγια) μουσική. Στη συνεργασία μας με τον Paulo έγιναν όλα λίγο αυθόρμητα και διαισθητικά· δεν είχαμε προσυμφωνήσει ή οργανώσει με ακρίβεια το υλικό ή την κατεύθυνση. Νομίζω πως στο συγκεκριμένο είδος μουσικής παίζει μεγάλο ρόλο η «χημεία» ανάμεσα στους μουσικούς, καθώς και το πόσο καλά «ακούει» ο ένας τον άλλον. Στη δική μας περίπτωση, ήμασταν τυχεροί.

Αισθάνεσαι συγγένεια με το ρεπερτόριο της ACT και της ECM; Ανήκουν βρίσκεις οι αναζητήσεις σου σε μια ευρύτερη διεθνή σκηνή; 

Ναι, σαφώς η αισθητική του Forest Stories (κι ενός μεγάλου μέρους του καταλόγου της Rattle) είναι αρκετά κοντά στην αισθητική της ECM και της ACT. Γενικότερα η μουσική μου έχει συγγένειες με τον ήχο τους, οπότε, ναι, τολμώ να πω ότι απευθύνομαι σε μια ευρύτερη διεθνή σκηνή. Και προς την κατεύθυνση αυτή θα συνεχίσω να δουλεύω και στο μέλλον. 

Ποιος ο ρόλος του δάσους; Αποτελεί για σένα πηγή έμπνευσης; Είναι ευθεία αναφορά στη φύση ή πρόκειται για συμβολισμό; 

Είναι ευθεία αναφορά στη φύση, από την οποία αντλώ έμπνευση, δύναμη, κουράγιο και σοφία. Πηγή έμπνευσης του Forest Stories ήταν μια περίοδος που έζησα πολύ κοντά σε ένα δάσος. Πιστεύω ότι τα δέντρα έχουν μια καλύτερη κατανόηση του Χρόνου, ακόμη και της ζωής, από τους ανθρώπους. Στέκονται εκεί, δυνατά· Με ήλιο ή με βροχή. Και ξέρουν πως η κάθε εποχή θα διαδεχθεί την άλλη, ότι κάθε τέλος αποτελεί και μία αρχή  –δείχνουν δηλαδή εμπιστοσύνη στη Ζωή. 

Όλα αυτά βέβαια ακούγονται λίγο φιλοσοφικά, αλλά θεωρώ ότι, βρίσκοντας ξανά τον σύνδεσμό μας με τη φύση, ίσως συνειδητοποιήσουμε ότι ο δικός μας μικρόκοσμος δεν αποτελεί παρά ένα μικρό μέρος μιας πολύ μεγαλύτερης πραγματικότητας.

Έχει κανείς την αίσθηση ότι ένας εγχώριος δημιουργός πιο εύκολα βρίσκει συμβόλαιο με ξένη δισκογραφική εταιρεία, παρά με ελληνική. Τι έχεις να συνεισφέρεις σ' αυτό, ύστερα από την εμπειρία έκδοσης του Forest Stories σε νεοζηλανδικό label;

Από την εμπειρία μου, μπορώ να πω ότι δεν ισχύει κάτι τέτοιο: το ίδιο δύσκολα (πολύ δύσκολα θα έλεγα, ειδικά για κάποιον στο ξεκίνημά του) είναι παντού. Απλά η Ελλάδα είναι μια μικρή χώρα, με περιορισμένο αριθμό δισκογραφικών εταιρειών –πόσο μάλλον για τη δική μας μουσική, η οποία θεωρείται «ειδική»– ενώ ο αριθμός των εταιρειών έξω είναι μεγαλύτερος. Οπότε ένας καλλιτέχνης που αναζητά συμβόλαιο σε μια εταιρεία έξω, έχει περισσότερες πιθανότητες εκεί.

Τι έχει σειρά στο προσωπικό σας «προσεχώς»; Ο δίσκος με τους Emotone –το project που διατηρείτε με τον Tomas Weiss– ή η προσωπική δουλειά πάνω σε κείμενα του Ευγένιου Αρανίτση; Τι μπορείτε να μας αποκαλύψετε στην παρούσα φάση για αυτά τα δύο άλμπουμ; 

Η δουλειά με τον Αρανίτση (γράφω μουσική πάνω σε κάποια κείμενά του) προχωρά, αλλά έχει ακόμη λίγο δρόμο μπροστά. Πιο άμεσο είναι το άλμπουμ μου με τον Tomas: πρόκειται για τον συνδυασμό δύο διαφορετικών κόσμων, της ambient/ηλεκτρονικής έκφρασης από την οποία προέρχεται εκείνος και της οργανικής/κλασικής μουσικής, που αποτελεί τη δική μου αφετηρία. Με πολύ συναίσθημα (γι’ αυτό και Emotone, emotion + tone). 

Το υλικό για το άλμπουμ αυτό είναι σχεδόν έτοιμο και στις 3 Νοεμβρίου θα παίξουμε ζωντανά στη σκηνή του Six d.o.g.s., στην Αθήνα.





01 Οκτωβρίου 2020

Συζητώντας με τον Σωκράτη Παπαχατζή και τη Μαρίνα Καναβάκη, μέρος 3 (2011)



Οι «επίσημες» συζητήσεις που κάναμε με τον Σωκράτη Παπαχατζή/Oannes και τη Μαρίνα Καναβάκη, ακολούθησαν βασικά την πορεία της κοινής τους δισκογραφίας ως ΜΚ-Ο. 

Ενώ δηλαδή οι δύο πρώτες έγιναν αρκετά κοντά η μία με την άλλη, 2007 και 2008 (δείτε, αντίστοιχα, εδώ και εδώ), η τρίτη και τελευταία έλαβε χώρα το 2011, καθώς τότε βγήκε το 3ο τους άλμπουμ Blues For The White Nigger (στην Puzzlemusik). Το γκρουπ παρουσίασε ένα ακόμα άλμπουμ αργότερα (Αιθέρας, 2015) και έκτοτε έχει σιγήσει, αν και δεν υπάρχει καμία επίσημη ανακοίνωση αναστολής δραστηριοτήτων. 

Η κουβέντα μας αυτή πρωτοδημοσιεύτηκε το 2011 σε τεύχος του περιοδικού Sonik και αναδημοσιεύεται τώρα στο ίντερνετ για πρώτη φορά, με μικρές, αισθητικής φύσης τροποποιήσεις. 

* από τις χρησιμοποιούμενες φωτογραφίες, η πρώτη δόθηκε από την Puzzlemusik ως promo για το Blues For The White Nigger και η δεύτερη είναι από το promo της Hitch-Hyke για το άλμπουμ Ovation (2006)



Blues For The White Nigger είναι ένας τίτλος που, από την αρχή, ιντριγκάρει. Τι ακριβώς ορίσατε ως «μπλουζ» φτιάχνοντας τον δίσκο; Και ποια είναι τα χαρακτηριστικά του «λευκού Νέγρου»;

Tο μπλουζ είναι ο ήχος της μοναξιάς. Στα πρώιμά του στάδια ήταν ένας λυτρωτικός μονόλογος. Αργότερα θα εξηλεκτρισθεί και, μέσω του star system, θα μαζικοποιηθεί περνώντας στα λευκά ακροατήρια. Από τη στιγμή που μιλάμε για μάζα, ο πόνος της μοναξιάς γίνεται πόνος της ανωνυμίας. Η ανάγκη διεξόδου απ’ αυτόν τον πόνο διοχετεύεται στη φιλοδοξία του σταρ. 

Χαρακτηριστικό του λευκού νέγρου είναι η εθελούσια έξοδος από την κοινωνία· το πέρασμα από το φως στο σκοτάδι,  που γίνεται με τους κώδικες του νέγρικου lifestyle. Η διείσδυση τώρα του νέγρικου lifestyle στα λευκά ακροατήρια –σήμα κατατεθέν της νεανικής κουλτούρας– είναι βολική για μια εξουσία που συμφέρον έχει να καθιστά αμέτοχους στο κοινωνικό γίγνεσθαι  όλο και περισσότερους ανθρώπους, σπρώχνοντάς τους «κάτω απ’ το χαλί», στο περιθώριο. 

Σ’ αυτό έχει  παίξει σοβαρό ρόλο ο τρόπος με τον οποίον διαχειρίζονται τη μουσική οι έμποροι και οι τεχνικοί της εξουσίας. Παρακολουθώντας τη διελκυστίνδα μετατροπής μας σε φθηνό εργατικό δυναμικό να εξελίσσεται μέσα από Παγκόσμιες Χρηματοπιστωτικές Κρίσεις, Μνημόνια και πολιτικές σκληρής λιτότητας, συνειδητοποιούμε ότι η μεταβολή μας σε νέγρους σκλάβους που θα εργάζονται για τα προς το ζην παίρνοντας ρυθμό από working songs βιομηχανικής προελεύσεως, είναι ζήτημα χρόνου. 

Ένα πράγμα που πετυχαίνει το Blues For The White Nigger, συγκρινόμενο με τους προκατόχους του, είναι να ηχεί εμφανώς διασκεδαστικό. Έχει να κάνει με τη μαύρη ρυθμολογία ή με τον τρόπο με τον οποίον δουλέψατε;

Θα πρέπει προς άρσιν τυχόν παρεξηγήσεων να ορίσουμε τι εννοούμε «διασκεδαστικό». Γιατί, για κάποιους κακοπροαίρετους, ο όρος κουβαλάει αρνητικό πρόσημο. Το άλμπουμ δεν είναι έξω ντέρτια και καημοί. Με τον όρο «διασκεδαστικό» εννοούμε ζωηράδα, έμφαση στον ρυθμό και στη μελωδία, και μια αίσθηση ενότητας/προσήλωσης σε έναν στόχο. Πράγματα που κάνουν κάποια κομμάτια θελκτικά και για τον «ραδιοφωνικό» ακροατή ακόμα. 

Η διάθεσή μας πάντως ήταν μάλλον άθλια στη διάρκεια της ηχογράφησης –δεν χρειάζεται άλλωστε πολύ, μισή ώρα ειδήσεις τη μέρα αρκεί για να διαλύσει το νευρικό σου σύστημα. Ίσως λοιπόν, σαν αντίδραση, να ξεπρόβαλλε αυτό το περίεργο κέφι που κι εμείς διακρίνουμε κατόπιν εορτής. 

Πόσο πιστεύετε έχουν κατανοήσει οι λευκοί μουσικοί «μαύρα» είδη όπως η τζαζ και τα μπλουζ; 

Η μαύρη μουσική διοχετεύθηκε στα μαζικά λευκά ακροατήρια πριν ακόμα από την έλευση του rock ’n’ roll. Το τελευταίο ήρθε ακριβώς για να «αξιοποιήσει» την έλξη που οι έμποροι έβλεπαν να ασκούν οι «πρωτόγονοι» ρυθμοί στα λευκά ακροατήρια. Το βήμα που έμενε, μιας και –φυσικά– ένας «αράπης» δεν θα μπορούσε να γίνει σούπερ σταρ στα 1950s, ήταν να βρεθεί ένας λευκός, εμφανίσιμος, με μαύρο λαρύγγι και μαύρη γλώσσα του σώματος. Ακόμα λοιπόν κι αν δεν είχε υπάρξει ο Έλβις ...θα έπρεπε κάποιοι να τον εφεύρουν. 

Ασφαλώς δεν κατανόησαν/ούν όλοι οι λευκοί εξ’ ίσου τα μαύρα είδη. Όμως, πώς θα μπορούσαν να μην σταθούν και κάποιοι στο ύψος των περιστάσεων; Μη φτάσουμε στο άλλο άκρο και στον αντίθετο ρατσισμό που κάποιοι (μουσικοί της τζαζ, ιδίως) καλλιέργησαν εναντίον των λευκών. 

Για τρίτη φορά, δουλεύετε τα πάντα οι δυο σας. Τι σας ωθεί να μη χρησιμοποιείτε καθόλου άλλους μουσικούς φτιάχνοντας έναν δίσκο; Η μεταξύ σας χημεία αποδεικνύεται, θα λέγατε, σε παράγοντα αυτάρκειας; 

Ειδικά γι’ αυτόν εδώ τον δίσκο, επειδή είναι φτιαγμένος σε μεγάλο βαθμό αυτοσχεδιαστικά (πολλά κομμάτια έχουν προκύψει από επανειλημμένα jams πάνω σε έναν συνθετικό κορμό), ήταν δύσκολο να χρησιμοποιήσουμε άλλους μουσικούς. Όσο για τη μεταξύ μας χημεία, αυτή αποτελεί σίγουρα παράγοντα απόλυτης αυτάρκειας, έτσι τουλάχιστον νιώθουμε. Ελπίζουμε δε κάτι να βγαίνει και προς τα έξω...  

Κάποια τραγούδια –φερ’ ειπείν το “Drowning In Debts”– ηχούν εξαιρετικά επίκαιρα. Εμπνεύστηκαν από την τρέχουσα Κρίση;

Ένα επεξεργασμένο sample που ακούγεται σε σημεία του κομματιού δεν είναι παρά ο υπουργός Οικονομικών Γιώργος Παπακωνσταντίνου, τη στιγμή που ανακοινώνει την είσοδό μας στον «Μηχανισμό». Η φράση του ήταν «καθήκον μας είναι η σωτηρία της χώρας, και αυτό κάνουμε». Οι στίχοι του κομματιού είναι μια παραβολή ανάμεσα στην οικονομική χρεοκοπία ενός ανθρώπου –ο οποίος ζει με δανεικά– και στην ψυχολογική κατάπτωση κάποιου που συνειδητοποιεί ότι είναι γαλουχημένος με μια κουλτούρα υπεραναπλήρωσης, ευπώλητων ηρώων και αφηγήσεων. 

Στο επόμενο κομμάτι “Lockstep”, η παραβολή συνεχίζεται ανάμεσα σε μια εμπειρία φυλάκισης και στη (διαδικτυακή) σύνδεσή του με «ολόκληρο τον κόσμο». Πράγμα που, μέσω ενός “Transfiguration”, τον μετατρέπει τελικά σε “Star With No Name”.   

Συνεχίζετε να αντλείτε από την παρακαταθήκη του art rock και να αξιοποιείτε ευφάνταστα την κληρονομιά του. Το κοινό στην Ελλάδα διαθέτει όμως τέτοια ακούσματα, ειδικά η νεολαία; Έχετε κάνει σκέψεις να κινηθείτε προς το εξωτερικό, προσεγγίζοντας εταιρείες όπως λ.χ. η Musea; 

Ένα από τα καλά της εποχής είναι η κατάργηση ταμπού και στεγανών, με όλο και περισσότερο κόσμο –και στην Ελλάδα– να αντλεί ουσιαστική απόλαυση από διάφορα είδη. Το art rock (progressive), είναι απλώς ένα ακόμα είδος που αγαπάμε, όπως και η κλασική, η τζαζ, τα μπλουζ, το punk, το funk, το metal και πάει λέγοντας. Απλώς κάποιοι κρετίνοι, από αυτούς που ξεπετάνε ένα άλμπουμ με δυο λέξεις, προσπαθούν να μας δυσφημήσουν «ορίζοντάς» μας ως progressive, αφού προηγουμένως έχουν βέβαια δυσφημήσει το ίδιο το είδος, ταυτίζοντάς το με κάποιους τσαρλατάνους του. 

Γιατί πιστεύετε δεν έχετε τύχει της προβολής που απολαμβάνουν άλλες αγγλόφωνες μπάντες τα τελευταία χρόνια; Είστε εσείς αποτραβηγμένοι ή έχει να κάνει με το πώς παίρνονται τέτοιες αποφάσεις «στήριξης» καλλιτεχνών στον εγχώριο μουσικό Τύπο; 

Η προβολή αυτή είναι, πρώτον, αναντίστοιχη των πωλήσεων δίσκων τέτοιων συγκροτημάτων και της προσέλευσης κόσμου στα live τους. Με άλλα λόγια προσπαθεί –μάταια, προς το παρόν– να αποτελέσει ένα είδος αυτοεκπληρούμενης προφητείας. Δεύτερον, δεν αφορά τόσο κάποιες συγκεκριμένες μπάντες, όσο σε μια συνολική τάση που εντάσσεται στο πλαίσιο μιας αποδομητικής των «εθνικών» ταυτοτήτων παγκοσμιοποίησης. Ας μην ξεχνάμε την προ δεκαετίας ρήση της σημερινής υπουργού Παιδείας Άννας Διαμαντοπούλου περί των αγγλικών, τα οποία θα έπρεπε να γίνουν επίσημη γλώσσα μας. 

Αυτό δεν σημαίνει ότι η όποια άνοδος του ξενόγλωσσου ροκ δεν αποφέρει ενδιαφέροντες καρπούς. Έτερον εκάτερον. Από ’κει και πέρα, ναι, είμαστε, σε κάποιον βαθμό τουλάχιστον, αποτραβηγμένοι. Εκ χαρακτήρος, ίσως, ποιος ξέρει; 

Διαβάζω ότι προτίθεστε να κάνετε ζωντανές εμφανίσεις το φθινόπωρο –πράγμα που στο παρελθόν δεν σας απασχολούσε. Τι έχει αλλάξει; 

Κατά βάση, ότι είναι πιο εύκολη η παρουσίαση αυτού του άλμπουμ, μιας και υπάρχει εδώ έμφαση στον αυτοσχεδιασμό. Για το προηγούμενο, ας πούμε, το Unreel (2008), που ήταν διπλό και διαρκούσε 103 λεπτά, χρειάζονταν 11 άτομα επί σκηνής. Πόσο εύκολο είναι να οργανώσεις και να κρατάς διαθέσιμους όλους αυτούς τους ανθρώπους, όταν οι φορές που θα τους χρειαστείς είναι 5-10 το χρόνο max;  

Υπάρχουν επί του παρόντος σχέδια για το πού θα κινηθείτε στο επόμενο βήμα σας ως ΜΚ-Ο; 

Υπάρχουν δύο σκέψεις που θα πρέπει να υλοποιηθούν παράλληλα, Θεού θέλοντος. Η μία αφορά ένα άλμπουμ με outtakes από τα προηγούμενα τρία + κάποια remixes. Ο λόγος είναι ότι ούτε κατά διάνοια δεν υστερούν από εκείνα που «πέρασαν»· απλώς δεν κόλλαγαν με το εκάστοτε concept. 

Η δεύτερη, της οποίας τον σχεδιασμό ξεκινήσαμε πριν ακόμα κυκλοφορήσει το Blues For The White Nigger, αφορά μια πρόταση γι’ αυτό που ονομάζεται, καλώς ή κακώς, ελληνικό τραγούδι. Η οποία φυσικά θα έχει σχέση με τη δημοτική-ρεμπέτικη-λαϊκή παράδοση, αλλά και με τα Δυτικά ιδιώματα. Μας ιντριγκάρει μια τέτοια σκέψη, τώρα ακριβώς που το ξενόγλωσσο το οποίο μια ζωή «υπηρετούσαμε» πάει να γίνει της μόδας.  



29 Σεπτεμβρίου 2020

Συχνοτική Συμπεριφορά, Κυριακή 27 Σεπτεμβρίου 2020

Πλούσιο και πολυσυλλεκτικό, όπως πάντα, ήταν το «τραπέζι» της Κυριακής στη Συχνοτική Συμπεριφορά. 

H εκπομπή πήγε από τον Zucchero στους Psychic TV και σε αξέχαστο ντουέτο Βίκυς Μοσχολιού με Γιώργο Ζαμπέτα, περνώντας στο ενδιάμεσο και από τους καινούριους Public Enemy, αλλά και από την παράδοση της Θεσσαλίας, ώστε να πληροφορηθούμε από πρώτο χέρι "Τι Έχουν Της Ζίχνας Τα Βουνά".

Μπορείτε να ακούσετε ολόκληρο το σόου πατώντας στον σύνδεσμο εδώ, με τη σημαντική επισήμανση ότι –καθώς η εκπομπή λαμβάνεται από το αρχείο του 105,5 Στο Κόκκινο– περιέχει και τα δελτία ειδήσεων που της αναλογούν (των 16.00 στο ξεκίνημα και των 17.00 στο ενδιάμεσο).

Συμπεριφέρθηκαν συχνοτικώς τα εξής κομμάτια: 

1. THE OMNI ENSEMBLE: Jim Lahti's Fast And With A Sense Of Nervousness
2. ZUCCHERO: Diamante
3. MICHAEL WOLLNY: Father Lucifer
4. ΜΑΡΙΖΑ ΚΩΧ: Το Μήνυμα
5. PSYCHIC TV: White Nights
6. JULIETTE GRÉCO: Sous Le Ciel De Paris
7. AC/DC: The Razor's Edge
8. ΒΑΓΓΕΛΗΣ ΠΑΠΑΘΑΝΑΣΙΟΥ: Nucleogenesis pt. 1
9. THE JIMI HENDRIX EXPERIENCE: The Wind Cries Mary
10. ΜΑΡΙΑ ΔΗΜΗΤΡΙΑΔΗ: Μ' Αρέσει Να Μη Λέω Πολλά -live στο Κοντραπούντο (ΕΡΤ3), 2002
11. LIONEL MARCHETTI, VOICE CRACK & JÉRÔME NOETINGER: Prelude
12. ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΛΙΤΣΟΣ: Τι Έχουν Της Ζίχνας Τα Βουνά
13. BRIAN ENO: Design At Reduction
14. PUBLIC ENEMY, NAS, RAPSODY, BLACK THOUGHT, JAHI, YG & QUESTLOVE: Fight The Power (remix 2020)
15. ΒΙΚΥ ΜΟΣΧΟΛΙΟΥ & ΓΙΩΡΓΟΣ ΖΑΜΠΕΤΑΣ: Επεμβαίνεις
16. ROGER HODGSON: In Jeopardy



28 Σεπτεμβρίου 2020

Συχνοτική Συμπεριφορά, Σάββατο 26 Σεπτεμβρίου 2020


Και πού δεν περιπλανήθηκε η Συχνοτική Συμπεριφορά του Σαββάτου. 

Kαι στις γειτονιές της Νάπολι βρέθηκε, συναντώντας μια ιδιότυπη λαϊκή παράδοση που δεν ανιχνεύεται ούτε στο Discogs, και στα clubs των 1990s ξαναπήγε νοερά παρέα με τους καταλυτικούς Underworld, και τη Μαρία Φαραντούρη άκουσε να τραγουδά Μάνο Χατζιδάκι σε περιοδεία στο Βέλγιο και στην Ολλανδία, αλλά και την παράδοση της βορειοδυτικής Ρόδου επισκέφθηκε, ακούγοντας τον εξαιρετικό Γιάννη Κλαδάκη.

Μπορείτε να ακούσετε ολόκληρο το σόου πατώντας στον σύνδεσμο εδώ, με τη σημαντική επισήμανση ότι –καθώς η εκπομπή λαμβάνεται από το αρχείο του 105,5 Στο Κόκκινο– περιέχει και τα δελτία ειδήσεων που της αναλογούν (των 16.00 στο ξεκίνημα και των 17.00 στο ενδιάμεσο).

Συμπεριφέρθηκαν συχνοτικώς τα εξής κομμάτια: 

1. WILLIAM BENNETT & FRIENDS: Heitor Villa-Lobos' Bachianas Brasileiros no. 6
2. YEHUDI MENUHIN & THE PHILHARMONIA ORCHESTRA (σε διευθ. EFREM KURTZ): Pyotr Ilyich Tchaikovsky's Swan Lake (introduction)
3. ΑΓΝΩΣΤΟΣ ΚΑΛΛΙΤΕΧΝΗΣ ΑΠΟ ΤΗ ΝΑΠΟΛΙ: Dint' A Stu Vichë Chë 'Ddorë Chë 'Ddorë
4. ΜΑΡΙΑ ΦΑΡΑΝΤΟΥΡΗ: Οι Χρησμοί Της Σίβυλλας - live 2003
5. UNDERWORLD: Rez
6. ELVIS COSTELLO & THE ROOTS: Stick Out Your Tongue
7. ΓΙΑΝΝΗΣ ΚΛΑΔΑΚΗΣ: Μόσχος Μυρίζει Στον Χορό
8. ΣΤΕΛΙΟΣ ΒΑΜΒΑΚΑΡΗΣ: Το Θυμάρι
9. PETER FRAMPTON: Show Me The Way
10. A-HA: Summer Moved On
11. WHITESNAKE: Don't Break My Heart Again
12. ACTIVE MEMBER: Βάστα
13. TOM PETTY & THE HEARTBREAKERS: I Won't Back Down