26 Μαρτίου 2024

Marc Almond - Chaos And A Dancing Star [δισκοκριτική, 2020]


Το blog αυτό ξεκίνησε σε μια δύσκολη στιγμή, τον Ιούνιο του 2020, σε μια χρονιά που έδειχνε να αφαιρεί τη γη κάτω από τα πόδια μου: κατά τη διάρκειά της, δηλαδή, έχασα διαδοχικά (μέσα σε μερικούς μήνες) και τις δύο δουλειές που έκανα επί 12 χρόνια, με τις οποίες με είχε γνωρίσει και συσχετίσει ο κόσμος. Ουσιαστικά με απέλυσαν και από τις δύο, αλλά επειδή στον κόσμο των ελεύθερων επαγγελματιών δεν υφίσταται νομικά κάτι τέτοιο, λέμε «λύθηκε η συνεργασία» ή «δεν ανανεώθηκε η συνεργασία» κι άλλα τέτοια όμορφα. 

Το γεγονός, τώρα, ότι η «λύση συνεργασίας» με το Avopolis (Απρίλιος) συνέπεσε με την έναρξη της covid-19 πανδημίας και την πρωτόγνωρη εμπειρία των lockdown, έκανε πρακτικά αδύνατη την εύρεση καινούριας δουλειάς. Έμεινα, ωστόσο, με το ραδιόφωνο, μέχρι τη νέα κεραμίδα που ήρθε κι από τους 105,5 Στο Κόκκινο εποχής Νίκου Ξυδάκη τον Σεπτέμβρη, λίγο πριν φουντώσει ξανά η πανδημία και περάσουμε σε έναν μακρύτερο και πιο επίπονο κύκλο με υποχρεωτικούς εγκλεισμούς. 

Ουδέν κακόν αμιγές καλού, βέβαια, οπότε, άνεργος και κλεισμένος στο σπίτι, με τόσο χρόνο στη διάθεσή μου, αρχίνησα να συλλέγω ό,τι εκπομπές Συχνοτικής Συμπεριφοράς και Κόκκινου Πετεινού υπήρχαν στο μικρό μου αρχείο (και το ακόμα πιο μικρό του Στυλιανού Τζιρίτα), αλλά και όσα κείμενα από τα χρόνια του Avopolis, του Sonik και του Ήχου έκρινα πως άξιζε να συγκεντρωθούν και να περάσουν μια νέα επεξεργασία (ελαφρού, στις περισσότερες περιπτώσεις) editing, ώστε να εκπροσωπούν το ποιος ήμουν και πώς έγραφα εν έτει 2020. Μαζεύτηκαν, τελικά, εκατοντάδες καταχωρήσεις, από το 2007 έως (και) το 2020. 

Το blog αυτό φιλοδόξησε, αρχικά, να δημοσιεύει και νέα κείμενα, γι' αυτό κι έλαβε τον υπότιτλο που το συνοδεύει. Στην πράξη, ωστόσο, δεν συνέβη παρά σε ελάχιστες περιστάσεις, κυρίως γιατί οι κατραπακιές που έφαγα τότε δεν σήμαναν το οριστικό φινάλε των δραστηριοτήτων μου γύρω από τη μουσική δημοσιογραφία και τη μουσική κριτική. Χάθηκε το ελεύθερο επαγγελματικό ραδιόφωνο, δυστυχώς, όμως ήρθαν προσκλήσεις φρέσκων συνεργασιών με sites, που για ένα διάστημα με κράτησαν ενθουσιωδώς απασχολημένο, παρά την έλλειψη αμοιβής που τις συνόδευε –με το MiC, μάλιστα, η σχέση υφίσταται ακόμα. Εν τέλει, βέβαια, ήρθε και η αμοιβή μέσω της ένταξής μου στο Αθηνόραμα, που κάπως σταμάτησε και τον οικονομικό μου αποδεκατισμό, ωστόσο δεν αναπλήρωσε ποτέ τον εξανεμισμό της βασικής επαγγελματικής ενασχόλησης: υποχρεώθηκα να βρω άλλες πρωινές δουλειές, κρατώντας τα πενιχρώς αποδίδοντα μουσικά για τον όποιον ελεύθερο χρόνο. Κάτι που μου κόστισε ψυχικά, ηθικά και συναισθηματικά.

Για την ώρα, ωστόσο, συνεχίζουμε –στο πνεύμα εκείνου του τραγουδιού που έλεγε «Όσο αντέχει ακόμα το σαρκίο μας/κι όσο υπάρχει κάτι στο ψυγείο μας» ("Τα Καντήλια", 1995). Οπότε το blog κλείνει εδώ –αυτόν, τουλάχιστον– τον κύκλο του, 4 χρόνια αφότου τον άνοιξε, αναδημοσιεύοντας την τελευταία κριτική που έδωσα στο Avopolis τον Μάρτιο του 2020, στο άλμπουμ «Chaos And A Dancing Star» του πάντα αγαπημένου Marc Almond.

* η χρησιμοποιούμενη φωτογραφία του Marc Almond προέρχεται από τη συνέχεια των δράσεών μου, από την ανταπόκριση της βραδιάς του στην Αθήνα (Μάιος 2023) που έγραψα για το Αθηνόραμα –και ανήκει στη Μαρλένα Κουράση


«Οὐκ ἐν τῷ πολλῷ τό εὖ» (λέγεται ότι) είπε ο μουσικός Καφισίας σε έναν μαθητή του στον αυλό, σε μία πολύ διάσημη ρήση από την ελληνική αρχαιότητα. Κάτι τέτοιο συμβαίνει, λοιπόν, και με τον Marc Almond: μπορείς να πάρεις πολλά από αυτόν, ακόμα κι αν σου φέρνει λίγα. 

Άμα, βέβαια, το δεις αυστηρά γεωμετρικά ή ανήκεις σε εκείνους τους καημένους που ακόμα πιστεύουν στο παλιό παραμύθι του «old» και του «new» σε μια εποχή που το pop/rock στερέωμα ανατρέχει –διαρκώς και ξεδιάντροπα, πια– πότε στα 1970s, πότε στα 1980s και πότε στα 1990s, το Chaos And A Dancing Star δύσκολα θα σου φανεί ως άλμπουμ που αξίζει 60 λεπτά από τη ζωή σου. 

Δεν υπάρχει, άλλωστε, τίποτα αναληθές στο ότι ο Marc Almond είναι πια 62 ετών, στο ότι μένει πιστός σε ήχους και σε επιλογές παραγωγής που τον κάνουν να αισθάνεται οικεία, στο ότι το νέο άλμπουμ εμμένει σε μια λογική η οποία προκρίνει την ενορχηστρωτικά εμπλουτισμένη μπαλάντα (όπως λιγότερο ή περισσότερο συμβαίνει από το Heart On Snow του 2003 και μετά)· στο ότι είναι κι αυτό, όπως κι άλλοι προκάτοχοί του, μια συνθετικά άνιση υπόθεση. 

Ως ανθρωπος-κλειδί στο Chaos And A Dancing Star αναδεικνύεται ο παραγωγός Chris Braide, ο οποίος αναγράφεται και ως συν-δημιουργός σε κάθε τραγούδι που ακούμε εδώ. Δεν ξέρω πόσοι τον γνωρίζουν από την ενεργή του πορεία με τους Downes Braide Association ή από το βραχύβιο τρίο των This Oceanic Feeling και πόσοι πράγματι θυμούνται ένα σόλο ντεμπούτο από το 1997, ωστόσο δύσκολα θα έλεγες ότι υπάρχει κάποιο διακριτό χάρισμα στη δουλειά του. 

Είναι ένας προσεκτικός διαχειριστής και έμπειρος χωροτάκτης ηχητικών δεδομένων ο Braide, προφανώς εξοικειωμένος με τις ενορχηστρώσεις πιάνου, βιολιού και τσέλου που απαιτεί ο Almond, παρά ένας συνθέτης με φαντασία. Αν, δηλαδή, αφαιρέσεις τη φωνή από τα όσα ακούμε εδώ, θα μείνεις με εύηχες κοινοτοπίες και με προβλέψιμες κλιμακώσεις, παρά με βαρυκόκαλες, αυτόνομες μελωδίες. Μοναδικές, μα οπωσδήποτε λαμπρές εξαιρέσεις, το θαυμάσιο "Black Sunrise" και το "Lord Of Misrule", που κερδίζει πολύ από τη συμμετοχή-έκπληξη του Ian Anderson. Ο οποίος κομίζει το σήμα κατατεθέν φλάουτό του, δίνοντας σε αυτό το βαθιά αγγλικό στιγμιότυπο κάτι από Jethro Tull. 

Αλλά, ό,τι αφήγημα επίκρισης κι αν επιχειρήσεις να στήσεις πάνω στα παραπάνω, θα στο υπονομεύσει, θα στο ανατινάξει και θα στο σκορπίσει ο παράγοντας Marc Almond. Γιατί μπορεί να συνήθισαν πια τα αφτιά μας στις περιορισμένης έκτασης φωνές και στα κομμένα και ραμμένα στα μέτρα των δυνάμεών τους τραγούδια καθώς διάβαιναν οι pop/rock δεκαετίες –συν όλο τον (ενίοτε δικαιολογημένο) θαυμασμό για το DIY και με όλη την εκτίμηση στην παλαιά τέχνη των αφηγητών/τραγουδοποιών– όμως ένας μεγάλος τραγουδιστής εξακολουθεί να αποτελεί αξία από μόνος του. Χωρίς, μάλιστα, να χρειαστεί να επιστρατευτεί εκείνο το χαριτόβρυτο μουσικογραφιάδικο κλισέ για τον τηλεφωνικό κατάλογο. 

Αυτό ακριβώς συμβαίνει και στο Chaos And A Dancing Star. Μπαίνει ο Marc Almond στα τραγούδια, πότε με τις εύθραυστες φράσεις του, πότε με αίσθηση τσακισμένου ρομαντισμού, πότε με την αυτοπεποίθηση του πάθους του, πότε με τον αμίμητα απολαυστικό τρόπο με τον οποίον προφέρει τα αγγλικά –μόνο αυτός και ο Neil Tennant των Pet Shop Boys– και όλα νοηματοδοτούνται ξανά, από την αρχή. Τα κλισέ ζωντανεύουν ακόμα και στα πιο ...εξοργιστικά τους (κάτι "Giallo", "Chaos", "The Crow's Eyes Have Turned Blue"), διάφορες «γωνίες» φωτίζονται αλλιώς, κάνοντάς σε να προσέξεις παραπάνω στιγμές σαν το "Slow Burn Love" ή το "Hollywood Forever", μερικά δε κομμάτια «διαλύονται» τόσο πολύ, ώστε γίνονται απλά μία ακόμα αφορμή για να απολαύσεις τις ερμηνείες ("Dust", "Chevrolet Corvette Stingray"). 

Έτσι συνέβαινε πάντοτε με τη μουσική· κι έτσι θα εξακολουθήσει να συμβαίνει. Δεν έχει να κάνει ούτε με το «παλιό» και το «καινούριο», ούτε με το «μπροστά» και το «πίσω», μα με πράγματα όχι και τόσο απτά, ικανά να ραγίσουν τα συνήθη κουτάκια των κριτικών με το βαθύ τους αποτύπωμα. Ας ξεπεράσουμε άλλωστε κι αυτόν τον ιδιότυπο «ρατσισμό» των ιντερνετικών καιρών, οι οποίοι περιφρονούν όσους βγάζουν ό,τι λέμε «καλό δίσκο», ψάχνοντας (αλαφιασμένοι, συνήθως) για το πού είναι το trend, το must και δεν ξέρω τι άλλο. Είπαμε, οὐκ ἐν τῷ πολλῷ τό εὖ.





Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου