17 Νοεμβρίου 2022

Βασίλης Τσαμπρόπουλος & Νεκταρία Καραντζή: «Ώρες» - ανταπόκριση (2013)


Απρίλιος 2013, Μεγάλη Εβδομάδα εκείνων των βαριών και «μαύρων» χρόνων. Στο πλαίσιο των Πασχαλινών συναυλιών της περιόδου βρέθηκα στην αίθουσα «Δημήτρης Μητρόπουλος» του Μεγάρου Μουσικής. 

Παρά τρίχα sold-out η βραδιά «Ώρες» του Βασίλη Τσαμπρόπουλου και της Νεκταρίας Καραντζή. Αλλά όχι συνηθισμένο το «μενού» της. Κάπου μεταξύ Δύσης και Ανατολής, κεντροευρωπαϊσμού και Ορθοδοξίας, ξένισε ορισμένους στο κοινό, κέρδισε όμως το χειροκρότημα στο φινάλε, υπερβαίνοντας σκοπέλους και αγκυλώσεις.

Μια ανταπόκριση δημοσιεύτηκε τότε στο Avopolis και αναδημοσιεύεται τώρα εδώ, με μικρές, (κυρίως) αισθητικής φύσης τροποποιήσεις. 

* οι χρησιμοποιούμενες φωτογραφίες παραχωρήθηκαν για τις ανάγκες της δημοσίευσης και ανήκουν στον Γιάννη Φαλκώνη


(κρυφακούγοντας διάλογο στο διάλειμμα της συναυλίας) 
- Πώς σας φαίνεται; 
- Είναι καλό
- Για να το λέτε εσείς... Γιατί εμάς να, μας φαίνεται λιγάκι παράξενο...

Ναι, ήταν πράγματι λιγάκι παράξενο. Και ήταν και δύσκολο ό,τι αποτόλμησαν το βράδυ της Μεγάλης Δευτέρας ο Βασίλης Τσαμπρόπουλος με τη Νεκταρία Καραντζή στο Μέγαρο Μουσικής. Ειδικά αν λάβει κανείς υπόψη πως η αίθουσα «Δημήτρης Μητρόπουλος» είχε γεμίσει από ανθρώπους που ήξεραν τι ήρθαν να παρακολουθήσουν (ήταν παρά τρίχα sold-out η συναυλία) και είχαν, έτσι, τις αμφιβολίες τους. Δίπλα μου, ας πούμε, καθόταν γνωστός καθηγητής βυζαντινής μουσικής, με συγγραφικό έργο. 

Το θεωρώ επιτυχία, λοιπόν, που στο τέλος το χειροκρότημα ήρθε σύσσωμο και ζεστό, «υποχρεώνοντας» τους δύο πρωταγωνιστές σε encore. Τους άξιζε, ακόμα κι αν προσωπικά κρίνω πως δεν τους βγήκαν όλα όσα αποτόλμησαν.  Ο Τσαμπρόπουλος και η Καραντζή διαθέτουν διακρίσεις τις οποίες δεν αντέχει συνήθως η Ελλάδα –και ακαδημαϊκές και καλλιτεχνικές. Ο ένας ριζωμένος στη Δύση, η άλλη στην Ανατολή, έβαλαν κάτω τη μέχρι τώρα εμπειρία τους και προσπάθησαν να ανιχνεύσουν διασυνδέσεις, εκκινώντας έναν διάλογο μεταξύ της κεντροευρωπαϊκής παρακαταθήκης του κλαβιέ και της φωνητικής παράδοσης της Ορθόδοξης ψαλμωδίας. Πέτυχαν, σε μεγάλο βαθμό.

Θα διαφωνήσω ωστόσο με την επιλογή να συμπεριληφθούν στο set έργα από την προσωπική διαδρομή του Τσαμπρόπουλου. Μπορεί να απόλαυσα το εκτελεστικό του πάθος (και βέβαια τη δεξιοτεχνία του), όμως τέτοιες στιγμές διέσπασαν τελικά –κατά τη γνώμη μου τουλάχιστον– την ενότητα που έχτιζαν οι καταπληκτικές διασκευές του στο θρησκευτικό υλικό. Για παράδειγμα, δεν ταίριαξε ο κυπριακός "Θρήνος Της Παναγίας" μετά τον Γιόχαν Σεμπάστιαν Μπαχ, ενώ τα πρελούδια και οι φούγκες του τελευταίου μάλλον κατέστρεψαν το κλίμα που είχε δημιουργήσει η έναρξη της βραδιάς, όταν το πιάνο του Τσαμπρόπουλου σιγόνταρε εξαίσια την Καραντζή στην πιο πλήρη και συγκινητική απόδοση του "Τρισάγιου Ύμνου" που έχω προσωπικά ακούσει. Επίσης, σε στιγμές σαν κι αυτές η ερμηνεύτρια έπρεπε να αφήνει τη σκηνή, με αποτέλεσμα αρκετά πήγαινε-έλα, άσκοπα και αποπροσανατολιστικά. 

Θα διαφωνήσω, επίσης, με τις ενδυματολογικές επιλογές της Καραντζή –τονίζοντας ωστόσο ότι έδειχνε όμορφη στο λευκό φόρεμα του πρώτου μέρους (το μαύρο του δεύτερου, με τα λευκά τριαντάφυλλα στο ύψος των ώμων, το βρήκα μεγαλίστικο). Κατανοώ ότι ο κώδικας του Μεγάρου και το γενικότερο πνεύμα ενός καθώς πρέπει συντηρητισμού που απέπνεε η περίσταση επέβαλλαν ίσως μια λουσάτη εμφάνιση. Βρήκα όμως τα δύο φορέματα του οίκου υψηλής ραπτικής Λάσκαρη ασύμβατα, αντιφατικά με τον ρόλο της Καραντζή ως πρέσβειρας μιας έκφρασης που έλαμψε ιστορικά αποφεύγοντας το περιττό και το βερμπαλιστικό. Όπως βέβαια και με την επιδιωκόμενη κατάνυξη της Μεγάλης Δευτέρας.  

Πάντως η ουσία της βραδιάς βρισκόταν αλλού και αποτελεί λάθος να εμμείνει κανείς σε παρατηρήσεις σαν τις παραπάνω. Από την πλευρά του Τσαμπρόπουλου, εντοπιζόταν στον τρόπο που «διάβασε» τον "Τρισάγιο Ύμνο", το "Ιδού Ο Νυμφίος", τα εγκώμια της Μεγάλης Παρασκευής ή τους τρεις ψαλμούς του Δαβίδ τους οποίους ακούσαμε ("Κύριος Φωτισμός Μου", "Ο Θεός, Ο Θεός Μου Προς Σε Ορθρίζω", "Κύριος Ποιμένει Με"), γεφυρώνοντας Δύση και Ανατολή υπό την αιγίδα της ευλάβειας. Ή, επίσης, στον τρόπο που συνταίριαξε το πιάνο του με τα φωνητικά της Καραντζή, προτιμώντας τη διακριτικότητα και την καίρια λιτότητα, στέκοντας μακριά από οποιαδήποτε έννοια πληθωρικής βιρτουοζιτέ, που εύκολα θα μπορούσε να «καπελώσει» ένα τέτοιο εγχείρημα. 

Από την πλευρά της Καραντζή, πάλι, η ουσία στοιχειοθετήθηκε από το πώς στάθηκε πλάι στον συνοδό της. Ακόμα κι αν ορισμένες φορές ο τρόπος με τον οποίον τραγουδούσε πλησίαζε επικίνδυνα κοντά στην Ελευθερία Αρβανιτάκη, βρήκε ένα επιτυχές μεσοδιάστημα μεταξύ λόγιας Δύσης, ανατολικής ψαλτικής και εγχώριου εντέχνου. Τρόπο που, ας σημειωθεί, έχει ωριμάσει συγκριτικά με τα όσα ακούσαμε δισκογραφικά στο Άφραστον Θαύμα (2010), καθώς ό,τι έλειπε τότε σε τόλμη και άνεση είχε τώρα μεταφραστεί σε χάρη, ευγένεια και αδιαπραγμάτευτη θηλυκή αβρότητα. Δεν ξέρω κατά πόσο οι πιουρίστες αποδέχονται ότι κάτι τέτοιο συνιστά όντως ψαλτική τέχνη –δεν ξέρω μάλιστα αν κι εγώ το βλέπω έτσι, για να είμαι ειλικρινής. Αλλά δεν μπορώ να μη σημειώσω ότι η Καραντζή τραγούδησε όμορφα, συγκινητικά και σε πλήρη σύμπνοια με τη ματιά του Τσαμπρόπουλου. 

Έφυγα από το Μέγαρο αληθινά ικανοποιημένος. Περπατώντας προς το σπίτι, στην πρώτη αληθινά ζεστή βραδιά στην Αθήνα, σκέφτηκα ότι είναι κέρδος να υπάρχουν άνθρωποι με ταλέντο πρόθυμοι να δουν την παράδοσή μας πέρα από τις γνωστές κοντόφθαλμες λογικές· ακόμα κι αν δεν συμφωνείς απόλυτα με το πώς βλέπουν τον παράγοντα «ανανέωση». Θα ήθελα λοιπόν να δω αυτό το επί σκηνής πείραμα του Τσαμπρόπουλου και της Καραντζή να αποκτά και δισκογραφική υπόσταση, όταν το επιτρέψουν οι καιροί και οι διακριτές τους υποχρεώσεις. 



Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου