09 Νοεμβρίου 2022

Θέμης Ανδρεάδης - ανταπόκριση (2017)


Ήδη από τις αρχές του μήνα, ο Θέμης Ανδρεάδης έχει ξεκινήσει εμφανίσεις στην ιστορική πλακιώτικη μπουάτ «Απανεμιά». Για 4 Τετάρτες, λέει –απόψε είναι λοιπόν η δεύτερη (αν δεν υπάρξει αναβολή λόγω των απεργιών στα μέσα μαζικής μεταφοράς), έπονται δύο ακόμα με το καλό (16 & 23/11) και ποιος ξέρει αν υπάρξει και καμιά εξτρά.

Δεν ξέρω αν θα τα καταφέρω να πάω φέτος, θυμάμαι όμως πολύ καλά πόσο ωραία περάσαμε τον Μάρτιο του 2017 στον ίδιο χώρο, όπου σημειώθηκε και εμφάνιση-έκπληξη από τον Γιώργο Μεράντζα (βρισκόταν ανάμεσα στο κοινό, οπότε σηκώθηκε κι αυτός να μας πει κάτι).

Τα όσα έγιναν τότε καταγράφηκαν σε μια ανταπόκριση που πρωτοδημοσιεύτηκε στο Avopolis και αναδημοσιεύεται τώρα κι εδώ, δοθείσης της νέας αφορμής –με μικρές, αισθητικής φύσης τροποποιήσεις (όπως πάντα).

* οι χρησιμοποιούμενες φωτογραφίες προέρχονται από τη βραδιά του 2017 και ανήκουν στον Παντελή Νταβανέλο


Ο πατέρας μου λέει ότι, όταν ήμουν μικρός, τα πρώτα τραγούδια που κουτσοπροσπαθούσα να πω, με ό,τι καταλάβαινα από όσα άκουγα από τις κασέτες του, ήταν ένα της Άννας Βίσση (μάλλον το "Όσο Έχω Φωνή") και το "Είμαι Πολύ Ωραίος" του Θέμη Ανδρεάδη. 

Ο Θέμης Ανδρεάδης, όπως και οι μπουάτ της Πλάκας, είναι βέβαια ο κόσμος του πατέρα μου: το μικρό σύμπαν της δικής του νεότητας, της διασκέδασης μιας άλλης νεολαίας, της καλλιτεχνικής δημιουργίας μιας διαφορετικής περιόδου. Κι έτσι, μερικά πράγματα δεν θα επαναληφθούν ποτέ. Ή δεν θα έχουν ποτέ ξανά το ίδιο νόημα. 

Όσο κι αν αγαπώ την "Πεθερά", λ.χ., η ζέση με την οποία είπε ο Ανδρεάδης τον στίχο «να ενοχλείται όταν μιλάω πολιτικά», αλλά και η φόρτιση που είδα στα μάτια κάποιων θαμώνων της μπουάτ «Απανεμιά» κοντά στο δικό του ηλικιακό γκρουπ, είναι τέκνο μιας εποχής για την οποία εγώ άκουσα, μα εκείνοι έζησαν. Αντίστοιχα, τα σχόλια του Ανδρεάδη για το Facebook ήταν σχόλια ενός ανθρώπου που θαυμάζει (συγκρατημένα) μια μορφή ηλεκτρονικής κοινωνικοποίησης πολύ διαφορετική σε σύγκριση με ό,τι έχει (προφανώς) μάθει να εννοεί με αυτήν τη λέξη. 

Από την άλλη, ο κόσμος που γέμισε κάθε γωνίτσα της «Απανεμιάς» εκείνη τη μαρτιάτικη Τετάρτη –μένοντας πιστά στις καρέκλες του ακόμα και όταν το πρόγραμμα ξεπέρασε το 3ωρο και τα ρολόγια μας έδειξαν μετά τη 1 τα μεσάνυχτα– ήταν η απόδειξη ότι και γέφυρες χτίζονται ανάμεσα στις γενιές, αλλά και ότι τα σημαντικά πράγματα μάλλον δεν χάνονται. Γιατί δεν παραβρέθηκαν μόνο συνομήλικοι του Ανδρεάδη στην ιστορική μπουάτ, μα και νεότεροι, έως και πολύ νεότεροί του. Όλοι διψώντας για τα ίδια κομμάτια, όλοι αδημονώντας να δουν στη σκηνή μία περσόνα που έμεινε ως «φαινόμενο», παρότι κατατάχθηκε στο σατιρικό τραγούδι. Μια ετικέτα που δεν υπήρξε ποτέ βολική για κανέναν, μέχρι τουλάχιστον την έλευση του Χάρρυ Κλυνν· ούτε για τους καλλιτέχνες, ούτε για το κοινό. 

Πράγματι, ο Ανδρεάδης την έκανε σκόνη αυτή την παλιά κατηγοριοποίηση, εκεί στη μικρή πλακιώτικη σκηνή. Μέρος βέβαια της επιτυχίας πρέπει να πιστωθεί στους συνεργάτες του, οι οποίοι αποδείχθηκαν εκλεκτοί. Η Σταυρούλα Μανωλοπούλου διαθέτει πολύ καλή φωνή και ήταν σε θέση να πει ωραία ορισμένα δύσκολα παλιά τραγούδια, ρεπερτόριο π.χ. που έχει μείνει στη μνήμη μας με τη Βίκυ Μοσχολιού. Ο Βασίλης Χατζηνικολάου υπήρξε ικανότατος συνοδός στο πιάνο, όταν όμως χρειάστηκε τραγούδησε κι εκείνος με ζέση και με χιούμορ. Και ο Χρήστος Βιδινιώτης το κατέχει το μπουζούκι, οπότε συνεισέφερε τις αποφασιστικές πενιές, όταν το πρόγραμμα θέλησε να γίνει πιο λαϊκό.


Ένα μικρότερο μέρος της παράστασης, τώρα, το έκλεψαν οι έκτακτοι καλεσμένοι: ο αδερφός του Ανδρεάδη, ο Δημήτρης Μουζουράκης των Etsi De, ο οποίος έκανε αποτελεσματικότατο ντουέτο σε ένα ακυκλοφόρητο τραγούδι σε (πρωτότυπους) στίχους Μποστ, ο Γιώργος Μεράντζας που βρέθηκε ανάμεσα στον κόσμο και πέρασε από τη σκηνή για μια σύντομη a cappella performance (δείχνοντας πόσο καλά κρατεί τη φωνή του), αλλά κι ένας ανώνυμος νεαρός, συνοδεύοντας απολαυστικότατα τον οικοδεσπότη στο "Φουστανάκι Με Δαντέλλα".

Σε κάθε περίπτωση, βέβαια, πρωταγωνιστής παρέμεινε ο πολυπρόσωπος Ανδρεάδης. Πότε καθιστός με την κιθάρα του, σαν άλλος Σαββόπουλος, να μας λέει τραγούδια από έναν παραγνωρισμένο δίσκο (Το Σώμα Ξέρει, 2012) ή το "Όχι, Δεν Πρέπει Να Συναντηθούμε"· πότε να λέει το "Δρόμοι Παλιοί" με θεοδωρακικό προφίλ· πότε σε πιο λαϊκές διαθέσεις, να θυμάται συγκινητικά τον "Τζακ Ο' Χάρα" του Ζαμπέτα ή το δικό του "Τραγούδι Για Καφενεία" (σε στίχους Μάνου Ελευθερίου, από το Σαν Ξαφνικό Ταξίδι του 1983) –με τη Μανωλοπούλου να αντικαθιστά εξαιρετικά την πρώτη διδάξασα Σοφία Μιχαηλίδου. Κυρίως όμως όρθιος, στο μικρό πάλκο ή ανάμεσα στο κοινό (όσο τον έπαιρνε), να ερμηνεύει με απαράμιλλο κέφι και με όλη την πρέπουσα σπιρτάδα τον "Ταρζάν", τη "Λούλα", την "Πεθερά", το "Είμαι Πολύ Ωραίος", το "Αφού Δεν Κάνεις Κέφι" και τόσα ακόμα στιγμιότυπα από τη δεκαετία του 1970. Μικρά χιουμοριστικά σχόλια στην καθημερινότητα και τη νοοτροπία του Νεοέλληνα, με bold αποτύπωμα στο τεφτέρι του χρόνου. 

Φυσικά, χρειαζόταν ενίοτε και το απαραίτητο «update», η σύγκλιση δηλαδή με τα δικά μας χρόνια. Όχι μόνο δεν έλειψε, μα ήταν και επιτυχημένη, μπλέκοντας στο μελωδικό κουβάρι του "Τι Θέλεις Να Κάνω;" και της "Επίσημης Αγαπημένης" τον ΕΝΦΙΑ, τους φουσκωμένους λογαριασμούς της ΔΕΗ (ναι, ήταν από τότε φουσκωμένοι, για να κάνουμε κι εμείς το δικό μας update), τους Ευρωπαίους εταίρους και τη διακυβέρνηση του ΣΥ.ΡΙΖ.Α. Εξασφαλίζοντας πηγαία γέλια, μα και αποδεικνύοντας συνάμα ότι η ματιά του Ανδρεάδη στην επικαιρότητα δεν έχει θολώσει λόγω ηλικίας, δισκογραφικής απουσίας ή των περιπετειών υγείας που πέρασε πριν κάτι μήνες (όπως μας εξομολογήθηκε), οι οποίες τον έκαναν για λίγο να πιστέψει ότι δεν θα ξανατραγουδούσε. 

Το πρόγραμμα συνέχισε για ποιος ξέρει πόση ώρα. Ημείς οι νεότεροι ήταν βλέπετε που χρειάστηκε να αποχωρήσουμε, πιεζόμενοι από το ξυπνητήρι του επόμενου πρωινού.



Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου