17 Ιανουαρίου 2023

Kamelot - συνέντευξη (2017)


Δέκα στρογγυλά χρόνια είχαν να φανούν οι Αμερικανοί Kamelot στην Ελλάδα το 2017, όταν ανακοίνωσαν ότι θα επέστρεφαν εδώ, στα πλαίσια μιας νέας ευρωπαϊκής περιοδείας.

Τα εισιτήρια για τη βραδιά τους στο «Gagarin» άρχισαν να φεύγουν με γοργό ρυθμό, πράγμα που έδειξε δύο πράγματα: ότι ο κόσμος δεν τους είχε ξεχάσει και ότι υπήρχε εμπιστοσύνη στον νέο τραγουδιστή Tommy Karevik –γιατί τελευταία φορά που τους είδαμε στην Αθήνα είχαν ως frontman τον Νορβηγό Roy Khan.

Έτσι, τα γρανάζια δούλεψαν και στήθηκε μια κουβέντα με τον «αρχηγό» και κιθαρίστα Thomas Youngblood, τον μόνο που εξακολουθεί από τη σύνθεση που δημιούργησε την power metal μπάντα πίσω στο 1987, στην Tampa της Φλόριντα.

Η συζήτησή μας πρωτοδημοσιεύτηκε στο Avopolis και αναδημοσιεύεται τώρα κι εδώ, με μικρές, αισθητικής φύσης τροποποιήσεις. 

* οι χρησιμοποιούμενες φωτογραφίες προέρχονται από το υλικό που διατέθηκε ως promo για τον Τύπο, ενόψει της συναυλίας τους στο «Gagarin»


Οι Έλληνες fans μετράνε 10 μακρά σε διάρκεια χρόνια. Γιατί σας πήρε τόσο να ξανάρθετε εδώ; Και τι θυμάστε πιο έντονα από τον προηγούμενο ερχομό σας; 

Μα είναι πράγματι 10 χρόνια;! Ουάου, ο καιρός πράγματι περνά... Τις περισσότερες φορές, οι περιοδείες συνδέονται με πολλούς παράγοντες. Πρώτα-πρώτα είναι ακριβές· και φαντάζομαι τα οικονομικά έπαιξαν κάποιον ρόλο σε αυτό. Θυμάμαι έντονα τον πρώτο μας ερχομό στην Ελλάδα, όταν πήγα στην Ακρόπολη. Για ένα αγόρι από μια μικρή κωμόπολη της Βιρτζίνια, ήταν σουρεάλ να βρίσκεται σε ένα μέρος για το οποίο είχε μόνο διαβάσει ή δει φωτογραφίες στην εγκυκλοπαίδεια. Συναντήσαμε τότε αρκετούς Έλληνες και πλέον γνωριζόμαστε με αρκετούς fans από εκεί, κάτι που μας δίνει ευχαρίστηση. Είστε ωραίοι και παθιασμένοι άνθρωποι οι Έλληνες. 

Τι να περιμένουμε αλήθεια από τη setlist της επικείμενης αθηναϊκής σας συναυλίας;

Θα παίξουμε ορισμένα κλασικά κομμάτια από το παρελθόν, καθώς και τραγούδια από τους δύο τελευταίους μας δίσκους. Ελπίζουμε η συναυλία να είναι κατάμεστη με θορυβώδεις, τρελούς Έλληνες fans!

Τον προηγούμενο Φεβρουάριο πήρατε μέρος, για 2η μάλιστα φορά, στο διάσημο θαλάσσιο φεστιβάλ 70000 Tons Of Metal. Πείτε μας δυο λόγια για την εμπειρία, καθώς σε μας εδώ στην Ελλάδα δείχνει ως κάτι το «εξωτικό»...

Είναι πραγματικά καταπληκτική εμπειρία, οφείλω να το παραδεχτώ. Προτρέπω μάλιστα κάθε μεταλλά να πάει τουλάχιστον μία φορά, προτού νοικοκυρευτεί με δυο-τρία παιδιά! (γελάει) Πρόκειται για ένα 24ωρο πάρτι, όπου διαρκώς κάτι συμβαίνει. Νομίζω ότι δεν κοιμηθήκαμε πάνω από 3-4 ώρες κάθε βράδυ. Το δε πλήρωμα, το φαγητό, αλλά και γενικά το κοινό, είναι όλα θαυμάσια. Ελπίζουμε να πάμε ακόμα μία φορά, το 2020. 

Έρχεται κι ένα νέο άλμπουμ για σας, σωστά; Κάπου μέσα στο 2018; Τι μπορείτε να αποκαλύψετε σε αυτό το σημείο και πόσο κοντά πρέπει να το περιμένουμε στο Haven του 2015;

Ναι, δουλεύουμε πλέον πάνω στο νέο μας άλμπουμ κι έχει σχεδόν ολοκληρωθεί. Θα το χαρακτήριζα πιο ποικιλόμορφο σε σύγκριση με το Haven, καθώς δίπλα σε όσα μοντέρνα στοιχεία προσθέσαμε εκεί υπάρχουν και επιρροές από τον παλιότερο κόσμο, τις οποίες φέραμε πίσω από το παρελθόν μας. Υπάρχουν και μερικές εκπλήξεις, επίσης! 

Η περιοδεία για το Haven ήταν πράγματι πολύ μεγάλη σε διάρκεια και αποδείχθηκε ως η πιο επιτυχημένη μας μέχρι στιγμής, χάρη ασφαλώς στους fans. Θα την τελειώσουμε στην Ελλάδα και στο Ισραήλ, οπότε το πάρτι θα είναι ακόμα μεγαλύτερο, από ότι συνήθως. 

Με δεδομένο ότι είστε διεθνής μπάντα, πώς γράφετε τα τραγούδια; Πόσο εύκολο είναι, δηλαδή, να βρεθείτε σε ένα δωμάτιο όλοι μαζί και να μοιραστείτε ιδέες;

Δεν είναι τόσο δύσκολο, γράφουμε χωριστά και μετά, όταν βρισκόμαστε, καθόμαστε και επεξεργαζόμαστε τις ιδέες μας. Ήδη μάλιστα έχω ταξιδέψει δύο φορές στη Γερμανία ώστε να δουλέψω μαζί με τον Oliver Palotai, τον κιμπορντίστα μας. Κι επίσης συνεργαζόμαστε και με συνθέτες εκτός του γκρουπ –για παράδειγμα με τον δικό σας τον Bob Katsionis: πάντα μας στέλνει πράγματα, όταν δουλεύει πάνω σε κάτι που του φέρνει στο μυαλό τους Kamelot. Στο τελικό στάδιο, ύστερα, ο Tommy Karevik με τον Sascha Paeth ασχολούνται με τα φωνητικά και τις μελωδίες κι έτσι ολοκληρώνονται τα τραγούδια μας.

Τι έδωσε σχήμα στον διακριτό σας ήχο, σε αυτό δηλαδή το ανακάτεμα του power metal με ισχυρά συμφωνικά στοιχεία και επιρροές από το progressive rock;

Δεν υπήρξε κάποιο συγκρότημα που να μπορώ να στο αναφέρω ως συγκεκριμένη αφετηρία. Εκτέθηκα στο rock ήδη από μικρό παιδί, αλλά στο σπίτι μου υπήρχε και πολλή κλασική μουσική. Βούτηξα στους Led Zeppelin, στους Black Sabbath και στους Kansas λόγω της μεγάλης μου αδερφής, η οποία είχε τους δίσκους τους. 

Ποιοι άλλοι έγιναν αγαπημένοι σου καλλιτέχνες, μετέπειτα; 

Αγαπούσα πολύ τους Rush και τους Yes, ύστερα πέρασα στη new age και στην κλασική μουσική για μια φάση, πριν αγαπημένη μου μπάντα γίνουν οι Queen. Στα 12, πάλι, άρχισα να μαθαίνω σαξόφωνο, οπότε στράφηκα και προς την τζαζ.

Από το 2010 και μετά, οι δίσκοι σας μπαίνουν στα 100 πρώτα των Ηνωμένων Πολιτειών, ενώ έχετε γίνει ευδιάκριτοι και στη βρετανική αγορά. Τι προξένησε αυτήν την επιτυχία, τόσα χρόνια μετά το ξεκίνημά σας;

Δουλέψαμε πολύ σκληρά στις Ηνωμένες Πολιτείες ώστε να βρεθούμε τώρα να είναι η μεγαλύτερη αγορά για τους δίσκους και τις περιοδείες μας. Ειδικά το Haven μας έστειλε στο #1 των hard rock άλμπουμ, επιτρέποντάς μας να υπερκεράσουμε mainstream ονόματα όπως τους Slipknot, τους Halestorm και τους AC/DC.

Έγινε καθόλου ευκολότερη η ζωή σας χάρη σε αυτό, τουλάχιστον όσον αφορά τη δημιουργία μουσικής και τις ευκαιρίες να κλείνετε συναυλίες;

(γελάει) Με τίποτα! Είμαστε δουλευταράδες, πάντως, οπότε δεν αναπαυόμαστε στις δάφνες μας. Πασχίζουμε να γινόμαστε καλύτεροι, να ωριμάζουμε, να μπορούμε να χτίσουμε ένα ακόμα μεγαλύτερο σόου στις συναυλίες. Όχι ότι δεν είμαστε χαρούμενοι και περήφανοι για την επιτυχία των άλμπουμ μας και για την αυξανόμενη fanbase μας. Φυσικά και είμαστε.

Φαίνεται εντωμεταξύ ότι περνάτε πλέον όλο και περισσότερο χρόνο στον δρόμο. Δεν είναι δυσβάσταχτο αυτό, όταν υπάρχουν και οικογένειες από πίσω; 

Προσπαθούμε κι εμείς να μη λείπουμε σε περιοδεία για πάνω από 4 μήνες κάθε έτος, ώστε να κερδίζουμε χρόνο να είμαστε με τις οικογένειες και με τα παιδιά μας. Έχω προσπαθήσει να φέρω τα παιδιά μαζί μου στις τουρνέ, μα είναι πολύ δύσκολο. Βαριούνται βλέπεις πολύ γρήγορα, καθώς πίσω στο σπίτι έχουν τόσα να κάνουν, με το σχολείο ή με τα σπορ που τους αρέσουν. Κατά τη γνώμη μου, το κλειδί για την ευτυχία βρίσκεται τελικά στην ισορροπία.



16 Ιανουαρίου 2023

Fleet Foxes: Crack-Up [δισκοκριτική, 2017]


Μια κριτική μου από το 2017 στο άλμπουμ των Fleet Foxes «Crack-Up». 

Σε μεταιχμιακό σημείο βρέθηκε εδώ το αμερικάνικο γκρουπ που κάποτε χάλασε κόσμο με το "Mykonos". Η indie κοινότητα έσπευσε βέβαια να στηρίξει, όμως δείχνει να «κρύωσε» κι αυτή γρήγορα με τα κομψί/κομψά αποτελέσματα.

Όπως κι άλλα μου κείμενα της ίδιας περιόδου, η κριτική αυτή πρωτοδημοσιεύτηκε στο Avopolis, του οποίου ήμουν τότε αρχισυντάκτης. Αναδημοσιεύεται τώρα εδώ με μικρές, αισθητικής φύσης τροποποιήσεις.

* Η κεντρική φωτογραφία προέρχεται από υλικό που έχει δοθεί ως promo στον Τύπο


Στον τρίτο και για διάφορους λόγους πολυαναμενόμενο δίσκο τους, οι Fleet Foxes ανοίγουν με μια εξάλεπτη (και βάλε) σύνθεση, κλείνουν με μια ανάλογη και κάπου στη μέση κορυφώνουν με τα σχεδόν 9 λεπτά του "Third Οf May / Ōdaigahara", το οποίο δείχνουν να θεωρούν κομβικό κομμάτι, μιας και το διάλεξαν ως single. Δεν είναι βέβαια η πρώτη φορά που παίζουν σε τέτοιες διάρκειες (θυμηθείτε π.χ. τα 8 λεπτά του "The Shrine / An Argument"), εδώ όμως οι χρονικές επεκτάσεις αποκτούν διαφορετική σημασία, σύμφυτη με το πού βρίσκονται οι αναζητήσεις της αμερικάνικης μπάντας 6 χρόνια μετά το Helplessness Blues. 

Οι Fleet Foxes βρίσκονται πια στη Nonesuch –ένα label που αρέσκεται σε ηχητικούς εξερευνητές– και είναι πια 30άρηδες, με απόσταση δεκαετίας από όταν ό,τι το indie περνιόταν για καλό και το "Mykonos" παιζόταν σε κάθε στέκι της υφηλίου που έσφυζε από 20άρηδες ταγμένους στην αγγλόφωνη εναλλακτική κουλτούρα της φουρνιάς τους. Κρυμμένοι βέβαια βολικά πίσω από την indie folk ταμπέλα, εκείνοι διεκδικούσαν (για τους εαυτούς τους, μα και για κοινό τους) μια διακριτική διανοουμενίστικη διάσταση, ριζωμένη στο βάθος της παράδοσης των Αμερικανών τροβαδούρων. Άσχετα αν επί της ουσίας είναι το indie παιχνίδι το οποίο έπαιξαν, απλά διακοσμώντας το με αναφορές σε σεβαστούς γίγαντες σαν τον Bob Dylan και τον Hank Williams ή σε διαχρονικά ορόσημα σαν το Astral Weeks του Van Morrison. 

Στο Crack-Up, λοιπόν, οι Fleet Foxes φιλοδοξούν για το ακόμα πιο σοφιστικέ: θέλουν να πλασαριστούν ως ικανοί να εξελιχθούν και πέρα από εκείνες τις νεανικές ανησυχίες, παίζοντας μπάλα σε μια λίγκα με «σύνθετες» απαιτήσεις, την οποία απαρτίζουν η πελατεία της Nonesuch, όσοι έχουν δισκοθήκη που δεν ξεγελιέται από τα σύγχρονα παιχνίδια αναβίωσης της μουσικής βιομηχανίας, ενδεχομένως και όσοι δικοί τους ακροατές μεγάλωσαν μαζί τους και ψάχνουν πλέον συγκινήσεις πέρα από την indie κούραση των '10s. Γι' αυτό και είδαμε τον Robin Pecknold να αναφέρεται δημόσια στον Ali Farka Touré ως επιρροή, σε ένα όνομα δηλαδή που επουδενί δεν αφορούσε τον μέχρι τώρα κόσμο τους (όσο και να ψάξετε, πάντως, Touré δεν θα ακούσετε εδώ), γι' αυτό και οι στίχοι του νέου δίσκου είναι γεμάτοι εκλεπτυσμένες αναφορές (στον F. Scott Fitzgerald, στον ...Κικέρωνα και δεν συμμαζεύεται), στοχευμένες να ικανοποιήσουν ανθρώπους με κυκλική παιδεία. 

Σε πρώτη ματιά, πρόκειται για ένα τερέν στα μέτρα τους. Οι Fleet Foxes είναι δουλευταράδες μουσικοί, με ζηλευτά επίπεδα δεξιοτεχνίας, οι οποίοι δίνουν έμφαση στη λεπτομέρεια και μπορούν να στήνουν επίπεδα δαιδαλώδη μα πάντοτε ευδιάκριτα, γεμίζοντας έτσι τα τραγούδια τους με πλήθος ιντριγκαδόρικων στοιχείων. Δεν μπορείς λ.χ. να μη θαυμάσεις τις ενορχηστρώσεις των εγχόρδων και το πόσο αβίαστα απορροφώνται σε ένα πλαίσιο που καταφέρνει να μη χάσει την ποπ μαγιά του. Ούτε και γίνεται να μη σταθείς στη Beach Boys σπουδή με την οποία έχουν στηθεί οι φωνητικές αρμονίες. Λίγες indie μπάντες είναι ικανές να εργαστούν σε τέτοιο επίπεδο. Όμως το Crack-Up μοιάζει σαν ζηλευτό οικοδόμημα που το χαζεύεις απέξω με τις ώρες, αλλά μπαίνοντας μέσα δεν ψήνεσαι να κατοικήσεις. 

Οι στίχοι του Pecknold λένε για πολλά εντυπωσιακά, μα, αν τους μελετήσεις, συχνά προκύπτουν χαζοί· εγώ τουλάχιστον έτσι εισπράττω την ξεκάρφωτη αναφορά στην Κινσάσα στο "I Should See Memphis". Ακόμα κι αν δεχτούμε ότι στη μουσική που παίζουν οι Fleet Foxes οι στίχοι δεν έχουν και τόση σημασία (κάτι πάντως που κλονίζει τις folk περγαμηνές τις οποίες ποθούν), δημιουργείται ένα ερώτημα και για την ίδια τη μουσική. Αφενός γιατί όλα αρχίζουν και μοιάζουν με ευφυείς μεν, μα υπέρ το δέον τακτοποιημένες ηχητικές εξισώσεις –οπότε βρίσκεσαι να λαχταράς μια πιο αυθόρμητη μελωδία, η οποία ποτέ δεν έρχεται– αφετέρου γιατί όλη αυτή η progressive ή έστω chamber pop κατεύθυνση μεταθέτει τη μπάντα σε μια νέα πίστα, όπου στέκονται ως απλοί νεοσσοί: τα όσα φτιάχνουν εδώ μπορεί να αφήνουν τον indie ορίζοντα με το στόμα ανοιχτό, αλλά, αν έχεις ακούσει στα σοβαρά King Crimson και Robert Wyatt, δεν θα αργήσεις να βαρεθείς.

Είναι λοιπόν μια τραμπάλα θαυμασμού και πλήξης η εμπειρία ακρόασης του Crack-Up, που κέρδισε πάντως σε πρώτη φάση και τη στήριξη της indie κοινότητας και τα charts. Οι υπόλοιποι ίσως σταθούμε με παροδικό ενδιαφέρον, μα δεν θα κάτσουμε πολύ, ευχόμενοι πάντως καλή τύχη στον Pecknold, ο οποίος δείχνει να διανύει την κρίση των πρώτων -άντα. Ίσως οι Fleet Foxes να βρίσκονται στο ξεκίνημα μιας μελλοντικά ενδιαφέρουσας διαδρομής. Ίσως ο δίσκος αυτός να μνημονεύεται αργότερα στις έντιμα αποτυχημένες απόπειρες διαφυγής από τις συμβάσεις μιας πάλαι ποτέ περιπετειώδους μουσικής, η οποία τυραννιέται όλο και περισσότερο από γλυκερές φωνούλες με μικρή εμβέλεια και από χλιαρές αναπαραγωγές στυλ σε μελαγχολέ τόνο. Ο χρόνος θα δείξει.  






15 Ιανουαρίου 2023

Peter Hammill - From The Trees [δισκοκριτική, 2017]


Μια κριτική μου από τα τέλη του 2017 στο άλμπουμ του Peter Hammill «From The Trees». 

Αγαπημένος δημιουργός ο Hammill, είτε με τους Van Der Graaf Generator, είτε σόλο. Περίπου 2 χρόνια αργότερα, μάλιστα, ευτυχήσαμε να κάνουμε και μια ωραία συζήτηση (δείτε εδώ).

Όπως κι άλλα μου κείμενα της ίδιας περιόδου, η κριτική αυτή πρωτοδημοσιεύτηκε στο Avopolis, του οποίου ήμουν τότε αρχισυντάκτης. Αναδημοσιεύεται τώρα εδώ με μικρές, αισθητικής φύσης τροποποιήσεις.

* Η κεντρική φωτογραφία προέρχεται από υλικό που έχει δοθεί ως promo στον Τύπο και ανήκει στον James Sharrock


Αθόρυβα, όπως του αρέσει, ο Peter Hammill έβγαλε το 35ο του άλμπουμ έξω από το πλαίσιο των Van Der Graaf Generator, ενώ η μεγάλη μερίδα του μουσικού Τύπου έτρεχε για τις λίστες της χρονιάς. Δεν επρόκειτο άλλωστε να είναι μέσα, έτσι όπως παίζεται το συγκεκριμένο σπορ: ο progressive rock ήχος που διαχρονικά υπηρέτησε δεν αρέσει στη «χούντα» του cool και ο δίσκος του δεν θα έβρισκε προσοχή (όπως δεν βρήκε και ο ωραίος δίσκος του Van Morrison, λ.χ.) μέσα στην αγωνία των νεότερων γραφιάδων μη και δεν στέψουν «σύγχρονα» ινδάλματα και στο άγχος πολλών παλιότερων να ακολουθήσουν, από φόβο μήπως περιθωριοποιηθούν  ως «μη σχετικοί». 

Ούτε καν για τα προσχήματα δεν παίζει άλλωστε το From The Trees παίγνια επικαιρότητας και διόλου δεν απασχολεί τον Hammill η «διεύρυνση» του κοινού και άλλα τέτοια. Όχι γιατί η δουλειά του είναι δυσνόητη ή μέρος κάποιας πρωτοπορίας, του είδους που δύσκολα κάθονται να ακούσουν οι περισσότεροι: λίγο αν κούναγε το δαχτυλάκι του, θα γράφονταν για πάρτη του κριτικές που θα τον έβαζαν δίπλα-δίπλα με τους τραγουδοποιούς πρώτης γραμμής του σήμερα ή θα τον αναγνώριζαν ως αληθώς εναλλακτικό άρχοντα, ο οποίος επιλέγει τρόπους επικοινωνίας εκλεκτικούς και όχι αγοραίους. Κι αυτό γιατί το From The Trees, δίχως να πρόκειται για αριστούργημα, είναι δουλειά γεμάτη χαρακτήρα, με την αυτόφωτη εκείνη ταυτότητα που σήμερα πολλοί αναζητούν, μα λίγοι βρίσκουν.

Στα βασικά του, είναι ένα πολύ απλό άλμπουμ χτισμένο πάνω στη φωνή του Hammill, στο πιάνο και στην κιθάρα του –όλα τα λοιπά στοιχεία αποτυπώνονται ως δευτερεύοντα (ένα μπάσο π.χ. εδώ, κάποια synths παραπέρα). Η λιτή αυτή ενορχήστρωση είναι συνειδητά διαλεγμένη: αφενός, δημιουργεί την αίσθηση που ο μουσικός Τύπος αγαπά να αποκαλεί «σπιτική», βάζοντάς σε νοερά στον ίδιο «χώρο» με τον 69χρονο Άγγλο δημιουργό· αφετέρου, συνηγορεί ώστε να δώσεις βάση στους στίχους, οι οποίοι διαθέτουν ποιητικότητα κι έρχονται να κοινωνήσουν ένα λεπτό μήνυμα, χωρίς όμως να χάνονται σε δυσνόητες λέξεις και σε επιτηδευμένες ασάφειες. 

Στη νέα του δουλειά, ο Peter Hammill τραγουδά για τους ανθρώπους που γέρνουν ή τείνουν προς το λυκόφως. Η οπτική γωνία καθίσταται συναρπαστική γιατί πρώτα οι στίχοι και ύστερα οι ερμηνείες αποτυπώνουν με ακρίβεια αυτήν την ενίοτε ελαφριά, ενίοτε ευκρινέστερη κλίση προς το τέλος της βιολογικής ύπαρξης, διατηρώντας ατόφιο τον βαθιά ανθρώπινο, συναισθηματικό καμβά μιας τέτοιας συνειδητοποίησης, αλλά και την αναπόφευκτη φιλοσοφική της υπόσταση. Προφανώς στοιχειωμένος από τη δική του ηλικία και την περιπέτεια με την καρδιά του (που πέρασε στο ξεκίνημα των zeros), ο Hammill φαίνεται να ατενίζει εδώ τον θάνατο. Στην πραγματικότητα, όμως, εστιάζει στη γεύση που αφήνει η επίγνωσή της θνητότητάς μας, από ένα μετερίζι όπου η πιθανότητα να συμβεί κάτι τέτοιο είναι πια μεγαλύτερη από το αντίθετο. 

Το γεγονός ότι ο Hammill δεν επιδιώκει να εκπέμψει παρηγοριά μέσα σε όλα αυτά δίνει στο From The Trees μια γκριζάδα, που έρχεται σε αντίθεση με την ευκολία με την οποία κάθεται στο αυτί –και ίσως κρατήσει μακριά του μερικούς ακροατές. Ωστόσο δεν είναι μίζερος δίσκος, βουτηγμένος στα σκοτάδια. Εντοπίζεται βέβαια μια κάποια θλίψη καθώς π.χ. αναλογίζεται το πέρασμα της νιότης και τις δικές της ανησυχίες, που συνήθως κέντραραν στην εύρεση ή στην απώλεια της αγάπης. Δεν υπάρχει όμως «θέλω να γυρίσω στα παλιά» νοσταλγία καθώς ο Hammill παίζει και τραγουδά με πάθος. Μόνο η ήρεμη, φιλοσοφική ενατένιση ενός παρατηρητή της ζωής, ο οποίος επιλέγει να φλέγεται για όλα τούτα με έναν πιο υπόγειο και σίγουρα δικό του τρόπο. 



13 Ιανουαρίου 2023

Βαγγέλης Μπουλουχτσής - Αντηχήσεις, Κύκλος Α΄ 2005/2010: Ambient Ηχορυθμοτοπία Και Αυτοσχεδιασμοί Με Σόλο Μπάσο [δισκοκριτική 2017]


Μια κριτική μου από τα τέλη του 2017 στο σόλο άλμπουμ του Βαγγέλη Μπουλουχτσή «Αντηχήσεις, Κύκλος Α΄ 2005/2010: Ambient Ηχορυθμοτοπία Και Αυτοσχεδιασμοί Με Σόλο Μπάσο». Μια δουλειά του Γιαννιώτη δημιουργού που γνωρίζουμε από τους Κεφάλαιο 24, αλλά και από τους Όμμα, η οποία άντλησε από τα συρτάρια του και κυκλοφόρησε μόνο σε κασέτα, όπως βέβαια και ψηφιακά, από το label «Α Man out of A Man» του φίλου και συνοδοιπόρου, κάποτε, στα ραδιοφωνικά και στα περιοδικά, Στυλιανού Τζιρίτα.

Όπως κι άλλα μου κείμενα της ίδιας περιόδου, η κριτική αυτή πρωτοδημοσιεύτηκε στο Avopolis, του οποίου ήμουν τότε αρχισυντάκτης. Αναδημοσιεύεται τώρα εδώ με μικρές, αισθητικής φύσης τροποποιήσεις.

* Η κεντρική φωτογραφία προέρχεται από υλικό που έχει δοθεί ως promo στον Τύπο


Το παιδί, ήταν γυμνό επάνω στην άμμο
...
Το ρώτησαν για τη λίμνη, τους έδειξε αμέσως τα λευκά κοχύλια
Το ξαναρώτησαν· το παιδί θύμωσε
«η λίμνη ξεράθηκε!», φώναξε· οι μικρές νεράιδες χορεύουν τώρα άστεγες, επάνω στην άμμο
---------------------------
Στο τελείωμα του άλμπουμ, μέσα σε 4 λεπτά (ακριβώς), οι "Μικρές Νεράιδες" συμπυκνώνουν άριστα όσα έχεις ακούσει ως τότε, με το απόσπασμα αυτό από έργο του Γιώργου Μ. Οικονόμου να προξενεί ιδιαίτερη αίσθηση, μένοντας στη μνήμη για πολύ μετά το πέρας της ακρόασης. 

Παρά την ένταση της αποτύπωσης, πάντως, αξίζει να σημειωθεί ότι δεν είναι το μόνο σημείο των Αντηχήσεων όπου ο Βαγγέλης Μπουλουχτσής πετυχαίνει διάνα στην εκπλήρωση του καλλιτεχνικού του στόχου, που μπορεί να συνοψιστεί στο αίτημα δημιουργίας ενός μουσικού χώρου «γεμάτου με αιωρούμενους ήχους, διάσπαρτες λέξεις και πολυμετρικά ή πολυρρυθμικά μοτίβα» (από συνέντευξή του στον Βαγγέλη Πούλιο). Ο τρόπος με τον οποίον φτάνει στο συγκεκριμένο αποτέλεσμα περιγράφεται νομίζω πλήρως στον αυτοεπεξηγηματικό υπότιτλο «Ambient Ηχορυθμοτοπία Και Αυτοσχεδιασμοί Με Σόλο Μπάσο», αφού τονίζεται σε αυτόν τόσο η κυριαρχία του ατμοσφαιρικού στοιχείου, όσο και ο καταλυτικός ρόλος του άταστου και προετοιμασμένου μπάσου στη δημιουργία του επιθυμητού πλέγματος αντηχήσεων και βρόγχων, που παράγονται ηλεκτρονικά (με delay και echo).

Τον περισσότερο κόσμο –ακόμα και μουσικοκριτικούς, μη γελιέστε– θα τον κάλυπτε ο όρος «πειραματικός» για την κατάταξη της πρώτης αυτής σόλο δουλειάς του Βαγγέλη Μπουλουχτσή, η οποία κυκλοφορεί μόνο σε κασέτα και περιέχει αποσπάσματα από ζωντανές εμφανίσεις της περιόδου 2005/2010 στην ιδιαίτερη πατρίδα του, τα Γιάννενα (στο «Θυμωμένο Πορτραίτο»), καθώς και στο Δασικό Χωριό Κέδρος, κατά τη διάρκεια του Τζουμέρκα Art Festival 2007. Δεδομένης ωστόσο της κατάχρησης του επιθέτου από τους μουσικοδημοσιογραφούντες του ίντερνετ, ίσως αξίζει να τονίσουμε ότι πρόκειται για άλμπουμ συνεπές προς την πορεία του Μπουλουχτσή με τους Κεφάλαιο 24 και με τους Όμμα, αλλά και συναφές προς τις ανησυχίες που έχουν εκδηλώσει τα δύο σχήματα –αν κάπου κλίνει περισσότερο, είναι προς τους Όμμα.  

Ένα έκδηλο ατού των Αντηχήσεων είναι ότι, παρά τον αποσπασματικό χαρακτήρα των περιεχομένων και παρά το γεγονός ότι αντιπροσωπεύουν μια πενταετία δράσης, διαθέτουν ενιαία αισθητική και ιδιαιτέρως συμπαγή χαρακτήρα. Ένα λιγότερο φανερό ατού, που αποκαλύπτεται ωστόσο εύκολα, είναι η ικανότητα του Γιαννιώτη δημιουργού να εντάσσει τον λόγο στο όλο μίγμα –είτε ως καθαρή πρόζα, είτε ως παραμορφωμένη, με στόχο απλά τη δήλωση ύπαρξης μιας φωνής– κάνοντας τα κομμάτια του προσβάσιμα. 

Όχι βέβαια ότι δεν έχουν ενδιαφέρον και ως αυτούσιες μουσικές δομές, ειδικά με τον οργανωμένο τρόπο με τον οποίον μπορούν να περιλαμβάνουν ακόμα και αυτοσχεδιαστικά μέρη· εν τέλει, όμως, είναι η παρουσία των αποσπασμάτων του Γιώργου Μ. Οικονόμου (από τις ενότητες Ο Νάνος Αρακούμ, Ο Νόμος, Κόκκινες Παπαρούνες, Εν Σιωπή και Ο Άναξ Της Νυκτός) και η επιτυχής τοποθέτησή τους στο πλάι της μουσικής, που απογειώνουν το εγχείρημα. Ο Οικονόμου από τις Νεγάδες του Ζαγορίου, πρωταθλητής Ελλάδος στις δεκαετίες του 1950 και 1960 στην άρση βαρών, υπήρξε και αξιόλογος λογοτέχνης, με προσωπικό ύφος: ο απόκοσμος χαρακτήρας που είχε αυτό στα παλαιότερα κυρίως γραπτά του, ταίριαξε γάντι στις επιδιώξεις του Μπουλουχτσή για τη μουσική. 

Λαμπρό παράδειγμα είναι ο αρθρωμένος σε 5 μέρη "Άναξ Της Νυκτός", ο οποίος οικοδομεί ένα απόκοσμο τοπίο, που αμέσως σε βάζει σε έναν αλλότριο κόσμο, είτε γιατί σε κάνει να φαντάζεσαι διάφορα φουτουριστικά σενάρια, είτε γιατί επιβάλλεται με τη χρήση της κυρίαρχης λέξης «ἄναξ», που προέρχεται από το βένθος του Χρόνου, ως μία αντήχηση από τα μυκηναϊκά ελληνικά της εγχώριας προϊστορίας. Μία ακόμα χαρακτηριστική περίπτωση, πέρα από τις προαναφερθείσες "Μικρές Νεράιδες", είναι και το "Dust/Ο Προφήτης Αφθέ (Αβέ, Αβαρί, Αβέκουμ)", όπου το απόκοσμο λαμβάνει πιο χριστιανικό περιεχόμενο –κατελθόντες άγγελοι, το Στέμμα του Κυρίου, δράκοντες κτλ.– με τη σύνθεση να οδηγείται σε κάτι που μοιάζει με μυστικιστικό τελετουργικό, παραπλήσιο (μα όχι παρόμοιο) με όσα πλάθουν συχνά οι Phurpa. 

Ήταν λοιπόν πολύ σωστή η προτροπή της A Man out of A Man προς τον Βαγγέλη Μπουλουχτσή να ψάξει στα συρτάρια του για υλικό προς έκδοση. Με βάση τα όσα περιέχονται εδώ, αξίζει να δούμε σύντομα και τον Κύκλο Β΄ αυτών των Αντηχήσεων. 



11 Ιανουαρίου 2023

Ο Κουρέας της Σεβίλλης - ανταπόκριση όπερας (2016)


Σχεδόν 7 χρόνια πριν, Φεβρουάριο του 2016, η Εθνική Λυρική Σκηνή έδρευε ακόμα στην Ακαδημίας, εκεί όπου πλέον βρίσκεται το Δημοτικό Θέατρο «Ολύμπια». Και είχε κλάσικ ιζ φαντάστικ όπερα, «Κουρέα της Σεβίλλης» του Gioachino Rossini –και μάλιστα σε εορταστική περίσταση, καθώς συμπλήρωνε 200 χρόνια ζωής. 

Ήταν όμως ένας πιο σύγχρονος «Κουρέας της Σεβίλλης» αυτός που είδαμε τότε, βγαλμένος από τη φαντασία του Francesco Micheli, καλλιτεχνικού διευθυντή του φημισμένου Φεστιβάλ Όπερας της Ματσεράτα (Ιταλία). Ο οποίος και τίμησε, νομίζω, τα 200 χρόνια της λαοφιλέστατης όπερας, διατηρώντας στο ακέραιο τον σπινθηροβόλο χαρακτήρα της, εμπλουτίζοντάς τον με χρώματα, κίνηση και ευφάνταστες, επιτυχώς σύγχρονες πινελιές σε σκηνικά και κοστούμια.

Μια ανταπόκριση δημοσιεύτηκε τότε στο Avopolis και αναδημοσιεύεται τώρα κι εδώ, με μικρές, αισθητικής φύσης πινελιές. 

* οι χρησιμοποιούμενες φωτογραφίες προέρχονται από το υλικό που δόθηκε ως promo στον Τύπο και ανήκουν στον Βασίλη Μακρή


Σαν σήμερα που γράφονται αυτές οι γραμμές, ακριβώς πριν 200 χρόνια, έκανε πρεμιέρα ο κατά Gioachino Rossini «Κουρέας της Σεβίλλης». Ήταν ένα γκράντε φιάσκο για τον νεαρό συνθέτη, για λόγους όμως που σε λίγα σημεία είχαν να κάνουν με τον ίδιο και τη δουλειά του. 

Περισσότερο σχετίζονταν, δηλαδή, με τις δυσκολίες που παγίως υπήρχαν για τη μουσική στη Ρώμη της εποχής –τμήμα, τότε, ενός πολύ μεγαλύτερου Βατικανό, υπό την πολιτική εξουσία του Πάπα μιας και δεν υπήρχε ακόμα Ιταλία– καθώς και με μερίδα των θεατών, η οποία είχε έρθει αποφασισμένη για φασαρία, όποιο και να ήταν το έργο. Στη Λυρική Σκηνή, αντιθέτως, το πολυπληθές κοινό δεν μπορούσε να κρύψει τον ενθουσιασμό του: το χειροκρότημα έπεφτε άφθονο και πηγαίο καθόλη τη διάρκεια της παράστασης, ευλόγως κορυφωνόμενο στο φινάλε.

Και δεν ήταν από κεκτημένη ταχύτητα, με βάση τη δημοφιλία που απολαμβάνει (πλέον) ο «Κουρέας της Σεβίλλης» ή λόγω του πιασάρικου, κωμικού του χαρακτήρα. Συνεχίζοντας τη συνεργασία με το Teatro Comunale της Μπολόνια, η Λυρική Σκηνή ανέθεσε στον καλλιτεχνικό διευθυντή του φημισμένου Φεστιβάλ Όπερας της Ματσεράτα, Francesco Micheli, να φανταστεί έναν πιο σύγχρονο «Κουρέα» –κι εκείνος το έκανε, προσθέτοντας αποφασιστικές σύγχρονες πινελιές σε σκηνικά και κοστούμια. Οι οποίες όχι μόνο δεν ξένισαν, μα δημιούργησαν ενίοτε κι ένα ιδιαίτερο παιχνίδι με τον χρόνο, μπερδεύοντας παρελθόν και παρόν. 

Νομίζω πως κανείς μας δεν απέφυγε να μείνει εντυπωσιασμένος (λιγότερο, περισσότερο, δεν έχει σημασία) όταν άνοιξε η σκηνή και βρεθήκαμε μπροστά σε ένα ογκώδες πάνελ γεμάτο λάμπες LED, οι οποίες άλλαζαν διαρκώς χρωματισμούς. Πίσω του είχε τοποθετηθεί η Χορωδία της Λυρικής Σκηνής, ενώ μπροστά του ένας έξοχα χορογραφημένος στις κινήσεις του Φιορέλλο (Ζαφείρης Κουτελιέρης) μας «έμπαζε» στο κλίμα της υπόθεσης. Ένιωθες ότι είχες πάει σε έναν φουτουριστικό κόσμο, ενώ ξεκάθαρα βρισκόσουν στη Σεβίλλη κάποιου περασμένου αιώνα. 


Πολλά, από εκεί και πέρα, τα όσα οδήγησαν στην επιτυχία. Βεβαίως, εφόσον μιλάμε για Rossini, ο πρώτος λόγος θα δοθεί στη μουσική. Ο Μίλτος Λογιάδης διηύθυνε λοιπόν την ορχήστρα της Λυρικής Σκηνής με τον πρέποντα εναργή τρόπο, χαρίζοντας στην εκτέλεση όλη τη σπίθα, το κέφι και τον ρυθμό που χρειαζόταν. Ήταν μια μελετημένη απόδοση, που δεν έκρυβε όμως και τη συναισθηματική της εμπλοκή με τις ροσσίνειες μελωδίες. 

Ύστερα, ήταν οι τραγουδιστές. Κανείς, όσο μικρό ρόλο κι αν είχε, δεν υστέρησε. Ακούσαμε υπέροχες άριες, από ερμηνευτές που δώσανε επί σκηνής ό,τι καλύτερο είχαν, ενώ συνάμα δεν δίστασαν να φύγουν από τα καθιερωμένα μοτίβα ώστε να υπηρετήσουν το όραμα του Micheli, χωρώντας σε τολμηρά κοστούμια, κινούμενοι σαν χορευτές ή συμπεριφερόμενοι ως θεατρικοί καρατερίστες, όταν και όπου χρειαζόταν. Χαρακτηριστικότερο παράδειγμα από τον Τάσο Αποστόλου, νομίζω δεν υπήρξε: με αμφίεση και παρουσιαστικό Marilyn Manson (δεν υπερβάλλω στο παραμικρό), παρέδωσε την άρια "La Calunnia" με πρωτόφαντη διαβολικότητα, κάνοντάς μας να παραληρούμε στις θέσεις μας. Δεν είναι τυχαίο ότι στο φινάλε χειροκροτήθηκε σαν να ήταν πρωταγωνιστής και όχι σαν δεύτερος χαρακτήρας. 

Αλλά, τελικά, ποιος ήταν πρωταγωνιστής; Ένα πολύ ενδιαφέρον στοιχείο της εκδοχής του Micheli πάνω στον «Κουρέα της Σεβίλλης», είναι ότι τα πρωτεία γλιστράνε από τα χέρια του Φίγκαρο και καταλήγουν στα χέρια της Ροζίνας. Είδαμε λοιπόν τον απολαυστικό Ζακυνθινό βαρύτονο Διονύση Σούρμπη να ζωντανεύει μπροστά μας αυτή την αρχετυπική μορφή μεσογειακού κατεργάρη και καταφερτζή, αλλά φεύγοντας ένιωθες ότι είχες δει την όπερα με τα μάτια της Ροζίνας –ή της όποιας φτωχής κοπέλας εκείνης της μακρινής εποχής προσπαθούσε να ξεφύγει από τα δίχτυα της θεσμοθετημένης εκμετάλλευσης που βρισκόταν πίσω από τη νομική ουδετερότητα του όρου «κηδεμονία». 

Ο Τζανλούκα Φαλάσκι, βέβαια, της σχεδίασε τόσο εκκεντρικά, χρωματιστά φορέματα και ο Νικολά Μποβέ της έφτιαξε ένα τόσο ...ροζ δωμάτιο, ώστε στην αρχή την περνούσες για μια βαριεστημένη Μπάρμπι. Η οποία, προκειμένου να ξεφύγει από τη βαρεμάρα και από τον γερο-μπαμπαλή κηδεμόνα της, θα ενέδιδε στον πρώτο που θα της τραγουδούσε μια καντάδα κάτω από το μπαλκόνι. Όσο προχωρούσε η δράση, όμως, τόσο την έβλεπες ως μια καπάτσα Katy Perry. Με τα λόγια του ίδιου του σκηνοθέτη: «θέλει να ερωτευτεί για να δει μέσα της όλο τον κόσμο που βρίσκεται εκεί έξω, σε μια βουβή αγωνία για την υπαρξιακή αναγνώριση και ολοκλήρωσή της».

Η επιλογή της Βασιλικής Καραγιάννη για τον ρόλο, πάντως, κρίνεται αμφιλεγόμενη. Ως υψίφωνος, δηλαδή, δείχνει να υπηρετεί περισσότερο τη δισκογραφημένη παράδοση του «Κουρέα της Σεβίλλης» κατά τον 20ό αιώνα, παρά το αυθεντικό ροσσίνειο κλίμα, το οποίο απαιτεί μεσόφωνο. Για τα προσωπικά μου γούστα, λοιπόν, στάθηκε αρκετά μακριά από το πρότυπο της Teresa Berganza. Από την άλλη, ένας «Κουρέας» που αξίωνε τη Ροζίνα στο επίκεντρο, τη σήκωνε την πριμαντόνα του –και η Καραγιάννη στάθηκε με σύνεση σε αυτό το μεταίχμιο, ακολουθώντας την εύστοχη «γραμμή» της Μαρίας Κάλλας από το μακρινό 1957. 

Καλός μα όχι σπουδαίος ο Αντώνης Κορωναίος ως Κόμης Αλμαβίβα (ίσως να περιμέναμε περισσότερα, με βάση τη φοβερή, στυλ Λιμπεράτσε είσοδό του στη σκηνή), εξαιρετική η Αλεξάνδρα Ματθαιουδάκη ως Μπέρτα και θαυμάσιος σε όλα του ο πληθωρικός Δημήτρης Κασιούμης, ως φαφλατάς, υπερόπτης Ντον Μπάρτολο: ήταν σαν να του έτρεχαν πραγματικά τα σάλια, κάθε φορά που έβλεπε τα νιάτα της Ροζίνας. 

Ο «Κουρέας της Σεβίλλης» είναι μάλλον υπέρ το δέον «δεδομένος» για το κοινό της δικής μας εποχής: μια λαοφιλέστατη κωμική όπερα με μεταμφιέσεις και φάρσες. Δεν πρέπει όμως να ξεχνάμε ότι υπάρχει ένα κοινωνικό μήνυμα, όχι μόνο για την ξεπερασμένη κηδεμονία, μα και για το χρήμα που κινεί τα πάντα και πρώτα-πρώτα τη θέληση του ίδιου του Φίγκαρο, που σε μια άριά του δοξάζει το χρυσάφι το οποίο συρρέει στην τσέπη του. Ούτε και να λησμονούμε, βέβαια, πως πρόκειται για μια όπερα μεταιχμιακή, κάπου μεταξύ μπαρόκ και μιας νέας, ανατέλλουσας αντίληψης για το ιταλικό μουσικό θέατρο της εποχής. Πάνω σε αυτό ακριβώς το μεταίχμιο έχτισε και ο Micheli τον δικό του, ευρηματικό φουτουρισμό, πετυχαίνοντας διάνα στο ζητούμενο της φρεσκάδας.