16 Ιανουαρίου 2023

Fleet Foxes: Crack-Up [δισκοκριτική, 2017]


Μια κριτική μου από το 2017 στο άλμπουμ των Fleet Foxes «Crack-Up». 

Σε μεταιχμιακό σημείο βρέθηκε εδώ το αμερικάνικο γκρουπ που κάποτε χάλασε κόσμο με το "Mykonos". Η indie κοινότητα έσπευσε βέβαια να στηρίξει, όμως δείχνει να «κρύωσε» κι αυτή γρήγορα με τα κομψί/κομψά αποτελέσματα.

Όπως κι άλλα μου κείμενα της ίδιας περιόδου, η κριτική αυτή πρωτοδημοσιεύτηκε στο Avopolis, του οποίου ήμουν τότε αρχισυντάκτης. Αναδημοσιεύεται τώρα εδώ με μικρές, αισθητικής φύσης τροποποιήσεις.

* Η κεντρική φωτογραφία προέρχεται από υλικό που έχει δοθεί ως promo στον Τύπο


Στον τρίτο και για διάφορους λόγους πολυαναμενόμενο δίσκο τους, οι Fleet Foxes ανοίγουν με μια εξάλεπτη (και βάλε) σύνθεση, κλείνουν με μια ανάλογη και κάπου στη μέση κορυφώνουν με τα σχεδόν 9 λεπτά του "Third Οf May / Ōdaigahara", το οποίο δείχνουν να θεωρούν κομβικό κομμάτι, μιας και το διάλεξαν ως single. Δεν είναι βέβαια η πρώτη φορά που παίζουν σε τέτοιες διάρκειες (θυμηθείτε π.χ. τα 8 λεπτά του "The Shrine / An Argument"), εδώ όμως οι χρονικές επεκτάσεις αποκτούν διαφορετική σημασία, σύμφυτη με το πού βρίσκονται οι αναζητήσεις της αμερικάνικης μπάντας 6 χρόνια μετά το Helplessness Blues. 

Οι Fleet Foxes βρίσκονται πια στη Nonesuch –ένα label που αρέσκεται σε ηχητικούς εξερευνητές– και είναι πια 30άρηδες, με απόσταση δεκαετίας από όταν ό,τι το indie περνιόταν για καλό και το "Mykonos" παιζόταν σε κάθε στέκι της υφηλίου που έσφυζε από 20άρηδες ταγμένους στην αγγλόφωνη εναλλακτική κουλτούρα της φουρνιάς τους. Κρυμμένοι βέβαια βολικά πίσω από την indie folk ταμπέλα, εκείνοι διεκδικούσαν (για τους εαυτούς τους, μα και για κοινό τους) μια διακριτική διανοουμενίστικη διάσταση, ριζωμένη στο βάθος της παράδοσης των Αμερικανών τροβαδούρων. Άσχετα αν επί της ουσίας είναι το indie παιχνίδι το οποίο έπαιξαν, απλά διακοσμώντας το με αναφορές σε σεβαστούς γίγαντες σαν τον Bob Dylan και τον Hank Williams ή σε διαχρονικά ορόσημα σαν το Astral Weeks του Van Morrison. 

Στο Crack-Up, λοιπόν, οι Fleet Foxes φιλοδοξούν για το ακόμα πιο σοφιστικέ: θέλουν να πλασαριστούν ως ικανοί να εξελιχθούν και πέρα από εκείνες τις νεανικές ανησυχίες, παίζοντας μπάλα σε μια λίγκα με «σύνθετες» απαιτήσεις, την οποία απαρτίζουν η πελατεία της Nonesuch, όσοι έχουν δισκοθήκη που δεν ξεγελιέται από τα σύγχρονα παιχνίδια αναβίωσης της μουσικής βιομηχανίας, ενδεχομένως και όσοι δικοί τους ακροατές μεγάλωσαν μαζί τους και ψάχνουν πλέον συγκινήσεις πέρα από την indie κούραση των '10s. Γι' αυτό και είδαμε τον Robin Pecknold να αναφέρεται δημόσια στον Ali Farka Touré ως επιρροή, σε ένα όνομα δηλαδή που επουδενί δεν αφορούσε τον μέχρι τώρα κόσμο τους (όσο και να ψάξετε, πάντως, Touré δεν θα ακούσετε εδώ), γι' αυτό και οι στίχοι του νέου δίσκου είναι γεμάτοι εκλεπτυσμένες αναφορές (στον F. Scott Fitzgerald, στον ...Κικέρωνα και δεν συμμαζεύεται), στοχευμένες να ικανοποιήσουν ανθρώπους με κυκλική παιδεία. 

Σε πρώτη ματιά, πρόκειται για ένα τερέν στα μέτρα τους. Οι Fleet Foxes είναι δουλευταράδες μουσικοί, με ζηλευτά επίπεδα δεξιοτεχνίας, οι οποίοι δίνουν έμφαση στη λεπτομέρεια και μπορούν να στήνουν επίπεδα δαιδαλώδη μα πάντοτε ευδιάκριτα, γεμίζοντας έτσι τα τραγούδια τους με πλήθος ιντριγκαδόρικων στοιχείων. Δεν μπορείς λ.χ. να μη θαυμάσεις τις ενορχηστρώσεις των εγχόρδων και το πόσο αβίαστα απορροφώνται σε ένα πλαίσιο που καταφέρνει να μη χάσει την ποπ μαγιά του. Ούτε και γίνεται να μη σταθείς στη Beach Boys σπουδή με την οποία έχουν στηθεί οι φωνητικές αρμονίες. Λίγες indie μπάντες είναι ικανές να εργαστούν σε τέτοιο επίπεδο. Όμως το Crack-Up μοιάζει σαν ζηλευτό οικοδόμημα που το χαζεύεις απέξω με τις ώρες, αλλά μπαίνοντας μέσα δεν ψήνεσαι να κατοικήσεις. 

Οι στίχοι του Pecknold λένε για πολλά εντυπωσιακά, μα, αν τους μελετήσεις, συχνά προκύπτουν χαζοί· εγώ τουλάχιστον έτσι εισπράττω την ξεκάρφωτη αναφορά στην Κινσάσα στο "I Should See Memphis". Ακόμα κι αν δεχτούμε ότι στη μουσική που παίζουν οι Fleet Foxes οι στίχοι δεν έχουν και τόση σημασία (κάτι πάντως που κλονίζει τις folk περγαμηνές τις οποίες ποθούν), δημιουργείται ένα ερώτημα και για την ίδια τη μουσική. Αφενός γιατί όλα αρχίζουν και μοιάζουν με ευφυείς μεν, μα υπέρ το δέον τακτοποιημένες ηχητικές εξισώσεις –οπότε βρίσκεσαι να λαχταράς μια πιο αυθόρμητη μελωδία, η οποία ποτέ δεν έρχεται– αφετέρου γιατί όλη αυτή η progressive ή έστω chamber pop κατεύθυνση μεταθέτει τη μπάντα σε μια νέα πίστα, όπου στέκονται ως απλοί νεοσσοί: τα όσα φτιάχνουν εδώ μπορεί να αφήνουν τον indie ορίζοντα με το στόμα ανοιχτό, αλλά, αν έχεις ακούσει στα σοβαρά King Crimson και Robert Wyatt, δεν θα αργήσεις να βαρεθείς.

Είναι λοιπόν μια τραμπάλα θαυμασμού και πλήξης η εμπειρία ακρόασης του Crack-Up, που κέρδισε πάντως σε πρώτη φάση και τη στήριξη της indie κοινότητας και τα charts. Οι υπόλοιποι ίσως σταθούμε με παροδικό ενδιαφέρον, μα δεν θα κάτσουμε πολύ, ευχόμενοι πάντως καλή τύχη στον Pecknold, ο οποίος δείχνει να διανύει την κρίση των πρώτων -άντα. Ίσως οι Fleet Foxes να βρίσκονται στο ξεκίνημα μιας μελλοντικά ενδιαφέρουσας διαδρομής. Ίσως ο δίσκος αυτός να μνημονεύεται αργότερα στις έντιμα αποτυχημένες απόπειρες διαφυγής από τις συμβάσεις μιας πάλαι ποτέ περιπετειώδους μουσικής, η οποία τυραννιέται όλο και περισσότερο από γλυκερές φωνούλες με μικρή εμβέλεια και από χλιαρές αναπαραγωγές στυλ σε μελαγχολέ τόνο. Ο χρόνος θα δείξει.  






Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου