11 Φεβρουαρίου 2024

Dead Can Dance - συνέντευξη (2012)


Τους Dead Can Dance θυμάμαι να τους αγαπώ από την πρώτη στιγμή που έπεσα πάνω τους, κάπου στην εφηβεία. Κάπου μετά τα τσουγκρίσαμε, ίσως, αν και σε αυτό μάλλον φταίω εγώ και οι προσδοκίες μου, περισσότερο –και λιγότερο εκείνοι.

Σε κάθε περίπτωση, όταν δόθηκε μια ευκαιρία να τηλεφωνηθούμε με τη Lisa Gerrard, πίσω στο 2012, δεν την άφησα να πάει χαμένη. Το άλμπουμ «Anastasis», άλλωστε, ήταν ακόμα φρέσκο, οπότε δίνονταν λαβές για διάφορες συζητήσεις.

Από την κουβέντα μας προέκυψε μια συνέντευξη, η οποία πρωτοδημοσιεύτηκε σε κάποιο τεύχος του περιοδικού «Sonik» εκείνης της χρονιάς –δεν είμαι σίγουρος σε ποιο. Αργότερα κυκλοφόρησε και στο ίντερνετ, ενώ τώρα αναδημοσιεύεται κι εδώ, με ορισμένες μικρές, αισθητικής φύσης τροποποιήσεις. 

* οι χρησιμοποιούμενες φωτογραφίες προέρχονται από promo υλικό, το οποίο διατέθηκε στον Τύπο


Γεια σου Lisa, χαιρετισμούς από την Αθήνα!

Ω, είναι η ελληνική συνέντευξη τώρα! Με συγχωρείς, είχα μπερδέψει το ωράριο με το ξένο έντυπο που ακολουθεί, νόμιζα ότι θα προηγούνταν εκείνοι. Πώς είναι τα πράγματα στην Ελλάδα; Διαβάζω συχνά στις εφημερίδες τις ανταποκρίσεις από Αθήνα, πρέπει να έχετε περάσει πολύ δύσκολες μέρες...

Ναι, είναι αλήθεια... Υπήρξαν πολύ δύσκολες μέρες και δεν έχουμε ακόμα ξεπεράσει αυτό το στάδιο. Ίσως απλά το έχουμε βάλει στο πίσω μέρος του μυαλού μας επειδή είναι καλοκαίρι, μα τίποτα δεν έχει λυθεί...

Εύχομαι να υπάρξει ένα αίσιο τέλος. Εμείς με τον Brendan Perry, πάντως, δηλώνουμε ενθουσιασμένοι που θα έχουμε την ευκαιρία να ξανάρθουμε στην Ελλάδα, τόσο στην Αθήνα, όσο και στη Θεσσαλονίκη... 

Δείχνετε να έχετε ισχυρή διασύνδεση με τη χώρα μας. Πίσω στον Φεβρουάριο του 1984, σας γνωρίσαμε για πρώτη φορά με έναν δίσκο που είχε το όνομά σας γραμμένο με ελληνικά γράμματα. Τώρα, ξαναγυρίζετε στη δισκογραφία με ένα άλμπουμ που λέγεται «Anastasis». Μέσα δε σε αυτό, υπάρχουν τραγούδια με τίτλους ελληνικούς, π.χ. το "Anabasis"... 

Υπάρχει πράγματι μια διασύνδεση. Μεγάλωσα στο προάστιο Prahran της Μελβούρνης, το οποίο ήταν (και είναι) γεμάτο με Έλληνες. Η γλώσσα σας, οι ήχοι της και γράμματά της –όπως το Δ, που χρησιμοποιήσαμε πίσω στο 1984– είναι πράγματα που τολμώ να τα χαρακτηρίσω οικεία. Καλλιτεχνικά, επίσης, τόσο εγώ, όσο και ο Brendan, έχουμε μελετήσει αρκετά τη Βυζαντινή θρησκευτική μουσική. Αλλά στο «Anastasis» δεν έπαιξε ρόλο η συγκεκριμένη διασύνδεση. 

Εμπνευστήκαμε από τη γενικότερη περιοχή που συγκροτεί η Μεσόγειος και η Μέση Ανατολή, γιατί είναι σε αυτό το κομμάτι του πλανήτη όπου ξεκίνησε ό,τι αποκαλούμε πολιτισμό, βάζοντας τον Άνθρωπο σε μια εξελικτική τροχιά, «παιδί» της οποίας είναι οι σύγχρονες Δυτικές κοινωνίες. Παρότι υπήρξαν πολλές πολιτιστικές δυνάμεις στην περιοχή, ίσως οι Έλληνες να έχουν αφήσει το ισχυρότερο αποτύπωμα στη συλλογική συνείδηση. Γι' αυτό και διαλέξαμε η έμπνευσή μας να εκπροσωπηθεί από τη γλώσσα σας: το νόημα λέξεων όπως «anastasis» ή «anabasis» μπορεί να γίνει κατανοητό και από μας.  

Αλήθεια, τι όργανο ακούμε να σε συνοδεύει στο "Anabasis";

Λέγεται hang, έχει έναν απίστευτα γλυκό ήχο –θα τον έλεγα μαγικό, μα η λέξη έχει γίνει πολύ κλισέ. Δεν είναι παλιό όργανο, είναι μοντέρνας σύλληψης, μια διασταύρωση των μεταλλικών τύμπανων του Τρινιντάντ & Τομπάγκο με το γκονγκ που χρησιμοποιείται στις gamelan ορχήστρες της Ινδονησίας. Μαζί μας στην περιοδεία θα έρθει κι ένας δεξιοτέχνης του hang, οπότε θα έχετε την ευκαιρία να δείτε κι από κοντά πώς παίζεται! 

Μιλώντας για Ανάσταση, τώρα, αναφέρεστε στην εκ νέου δραστηριοποίησή σας ως μπάντα; 

Όχι, το εννοούμε με έναν πιο βαθύ και ευρύ τρόπο. Άλλωστε οι Dead Can Dance δεν αναστήθηκαν –η αγγλική λέξη που περιγράφει το τι κάναμε είναι το «reunion», όχι το «resurrection». Έχει να κάνει, επίσης, και με το τι βλέπεις στο εξώφυλλο του Anastasis: είναι ένα χωράφι με ηλιοτρόπια, τα οποία εκ πρώτης όψης δείχνουν νεκρά. Οι κεφαλές τους μοιάζουν ξεραμένες, μα οι ρίζες τους παραμένουν ζωντανές. Η αναγέννηση είναι κάτι που συμβαίνει διαρκώς στη φύση και σε αυτήν αναφερόμαστε, με την έννοια βέβαια ότι και ο άνθρωπος αποτελεί κομμάτι της φύσης, άρα τον αφορά η συγκεκριμένη διαδικασία. 

Πιστεύετε δηλαδή και στην ανάσταση της ανθρώπινης ψυχής, όπως την πρεσβεύει ο Χριστιανισμός;  

Και βέβαια! Τίποτα δεν πεθαίνει, όλα περνούν από μεταβατικές περιόδους, στη διάρκεια των οποίων ανανεώνονται και ξαναγεννιούνται. Έχει να κάνει με διαφορετικά στάδια, ίσως και με διαφορετικές διαστάσεις –και οπωσδήποτε όλα τούτα έχουν κι ένα συμβολικό περιεχόμενο: δεν χρειάζεται να πεθάνεις και να ξαναγεννηθείς για να αντιληφθείς τι σημαίνει να γίνεσαι πιο πλούσιος ως άνθρωπος ή να ξεπερνάς όρια, προσωπικά ή κοινωνικά. Πιστεύω ότι ειδικά οι κουλτούρες της Μεσογείου τα αντιλαμβάνονται πολύ καλά αυτά τα πράγματα, ακόμα κι αν δεν ακολουθούν όλες την Ορθόδοξη Χριστιανική παράδοση.

Επομένως, τα ηλιοτρόπια του εξωφύλλου δεν έχουν κάποια συμβολική χρήση –είναι απλά ηλιοτρόπια. Ρωτάω γιατί στο εναρκτήριο τραγούδι ακούω τον Brendan Perry να τραγουδά «We are the children of the sun, our journey has begun, sunflowers in our heads»...

Όχι, είναι απλά ηλιοτρόπια! Δεν συμβολίζουν κάτι, υπογραμμίζουν απλά τη σχέση μεταξύ ανθρώπου και φύσης.

Το "Opium", τώρα, δείχνει να είναι το πιο σκοτεινό τραγούδι του άλμπουμ, συμφωνείς;

Ναι. Αλλά ο πιο κατάλληλος να σου πει γι' αυτό είναι ο Brendan, καθώς στιχουργικά το τραγούδι απηχεί μια φυσική εξέλιξη της δικής του δουλειάς και του ιδιαίτερου, προσωπικού του τρόπου να γράφει. Εγώ θα αρκεστώ να πω ότι τις καταλαβαίνεις πεντακάθαρα τις λέξεις, το μήνυμα είναι εκεί...

Σε ένα άλλο τραγούδι, πάλι, το "Amnesia", αναφέρεστε στη σχέση του ανθρώπου με τη μνήμη. Μαθαίνουμε ποτέ κάτι από την ιστορία μας;

Από μια πλευρά, θα έλεγα πως όχι. Δείχνει λες και οι άνθρωποι θυμόμαστε όλο και λιγότερο τι έγινε πριν· οπότε η ήδη εύθραυστη σχέση μας με το παρελθόν, γίνεται ακόμα πιο εύθραυστη. Από την άλλη, σκέφτομαι ότι στην πραγματικότητα δεν ξεχνάμε, απλά η μνήμη μας μετακινείται και εστιάζει σε συγκεκριμένα σημεία –με αποτέλεσμα, βέβαια, να συσκοτίζεται η γενική εικόνα, αφού εγκλωβιζόμαστε εκεί, ίσως ηθελημένα, μερικές φορές. Το σκεφτόμουν βλέποντας τον πατέρα μου να αποκτά Αλτζχάιμερ. Ενώ έχανε εντελώς τη μνήμη του για τα πράγματα του παρόντος και του πρόσφατου παρελθόντος, θυμόταν με εντυπωσιακές λεπτομέρειες στιγμές από την παιδική του ηλικία. 

Εμένα, προσωπικά, πάντα με τραβούσαν τα βιβλία που μου έθεταν ερωτήματα και με οδηγούσαν σε κάτι διαφορετικό, σε ένα άλλο βιβλίο, σε κάποιον πίνακα κτλ. Η μουσική έχει σίγουρα τη δύναμη να πυροδοτήσει τη φαντασία και να μας βάλει σε ένα τέτοιο μονοπάτι γνώσης και μνήμης. Έχει σημασία να αντιληφθούμε ότι η πορεία μας είναι μια ισορροπία ανάμεσα σε πράγματα στα οποία είμαστε δυνατοί και σε άλλα όπου στέκουμε αδύναμοι. Και βέβαια ότι το σώμα, μόνο του, δεν είναι αρκετό...  

Πώς πιστεύεις θα δουν τις μέρες που ζούμε σήμερα οι ιστορικοί του μέλλοντος;

Πραγματικά, δεν ξέρω... Πάντως, το τι θα γράψουν κι εκείνοι έχει να κάνει με το κατά πόσο θα αντιληφθούμε ως άνθρωποι ότι σημασία έχει το όλον του ταξιδιού και η Αγάπη. Το αν θα βρούμε ποιοι είμαστε και το τι θα κάνουμε γι' αυτό. 

Όσον αφορά στο παρόν, πιστεύω ότι πρέπει να στεκόμαστε πιο κριτικά απέναντι σε πράγματα και καταστάσεις που επαναλαμβάνονται. Αλλά και να σκεφτούμε σοβαρά πόσο μακριά (ή βαθιά) πρέπει να πάμε ώστε να βρούμε αληθινές και χρήσιμες πληροφορίες για το τι συμβαίνει, καθώς έχει πια γίνει φανερό ότι τα μέσα ενημέρωσης –ακόμα και τα ιντερνετικά– δεν είναι αρκετά. 

Για να στο πω με ένα παράδειγμα: όπως είπα και πιο πριν, μεγάλωσα σε ένα προάστιο της Μελβούρνης με ισχυρή ελληνική παρουσία. Ερχόμενη όμως για πρώτη φορά στην Ελλάδα κατάλαβα ότι τα όσα ήξερα από εκείνη την εμπειρία ήταν επιφανειακά, αποσπασματικά και όχι ντε και καλά σωστά. Είναι αλλιώς να παρατηρείς τους Έλληνες στο δικό τους περιβάλλον –και μ' αυτό εννοώ και το αστικό/αρχιτεκτονικό περιβάλλον. 

Κατανόησα πολύ καλύτερα την κοινωνία σας, την αισθητική σας, το πώς κινείστε στην καθημερινότητα, ακόμα και την κουζίνα σας, ταξιδεύοντας στη Θεσσαλονίκη, παρά ζώντας στη Μελβούρνη. Θέλει λοιπόν έναν κόπο, μια επίγνωση ότι πρέπει να δούμε τα πράγματα περισσότερο σε βάθος. 

Τι πιστεύεις ότι φέρατε στο «Anastasis» εσύ κι ο Brendan, από τις σόλο πορείες σας; 

Πρέπει να παρατηρήσεις τις λεπτομέρειες για να το εντοπίσεις, γιατί αφορά σε μικρά σημεία, κυρίως στη μουσική. Είναι όμως πολύ διαφορετικά τα πράγματα όταν δουλεύουμε μαζί. Δημιουργείται ας πούμε ένας κοινός «μεσαίος χώρος», στον οποίον κινούμαστε. Πολλές φορές με συγκρούσεις και με μπρος-πίσω, αλλά δεν γίνεται διαφορετικά. Ποτέ δεν είναι εύκολο να αφοσιωθείς ολότελα σε κάτι, αφήνοντας συνειδητά εκτός το κομμάτι του εαυτού σου που δεν μπορεί να πάρει μέρος σε αυτό. 

Με τον Brendan είχατε μια πολύ βαθιά σχέση, ήδη από τη νεότητά σας. Τι σας έκανε να χωριστείτε και τι σας ξανάφερε μαζί; 

Είμαστε και οι δύο εξαιρετικά περίπλοκες προσωπικότητες... Και μάλλον το γεγονός ότι βάζουμε αμφότεροι τη μουσική πάνω από όλα, δημιούργησε σε κάποια φάση πρόβλημα στη μεταξύ μας σχέση. Βέβαια, δεν είπαμε ποτέ ότι δεν θα ξαναδουλέψουμε μαζί. 

Από εκεί και πέρα, η ζωή είναι πολύ ενδιαφέρουσα... Πάντα βρίσκει τρόπους. Μας έφεραν ξανά μαζί οι μεγάλες φωτιές στην Αυστραλία. Ο Brendan με έψαξε, ήθελε να δει αν είμαι καλά. Έτσι ξαναρχίσαμε να μιλάμε και στη συνέχεια γύριζαν όλο και πιο έντονα οι μνήμες από όσα είχαμε ζήσει μαζί· δημιουργήθηκε ξανά η ανάγκη να επικοινωνούμε, μα και να δουλέψουμε παρέα. Ξέρεις, στη ζωή με πολύ λίγους ανθρώπους έρχεσαι αληθινά κοντά. Και δεν είναι πάντα ευχάριστη εμπειρία.  

Τι απέγινε αλήθεια εκείνο το άλμπουμ που ήταν να ακολουθήσει το «Spiritchaser» του 1996; Τελικά ακούσαμε μόνο το "Lotus Eaters", στο box set «The Dead Can Dance 1981-1998». Υπάρχει καθόλου υλικό από εκείνο στο «Anastasis»;     

Όχι, ό,τι ακούτε στο «Anastasis» είναι υλικό γραμμένο πρόσφατα, δεν χρησιμοποιήσαμε τίποτα ανέκδοτο από παλιότερα χρόνια –παρότι εγώ τουλάχιστον μπήκα στον κόπο να ξανακούσω ορισμένες παλιότερες δουλειές μας. Ήθελα να δω πώς θα μου φαίνονταν στο σήμερα και να ανιχνεύσω πιθανές ανάγκες συνέχειας. 

Εκείνο το άλμπουμ νιώσαμε ότι δεν γινόταν να ολοκληρωθεί, γι' αυτό δημοσιεύσαμε μόνο το "Lotus Eaters". Στα 1998 είχαμε πια πάψει να περνάμε χρόνο μαζί, υπήρχε μεγάλη απόσταση ανάμεσα σε μένα και στον Brendan. Και, το κυριότερο, νιώθαμε ότι δεν υπήρχε επικοινωνία. Η μεταξύ μας δυναμική είχε χαθεί, κινούμασταν προς διαφορετικές κατευθύνσεις, ενώ υπήρχε κι αρκετή νευρικότητα. Έτσι το άλμπουμ εκείνο απλά εγκαταλείφθηκε. Και, με κοινή απόφαση, τερματίσαμε και τους Dead Can Dance.   

Απόφαση που στεναχώρησε τους φίλους σας, όσο τους χαροποίησε η κοινή σας απόφαση να ξαναδουλέψετε μαζί...

Χαιρόμαστε πάρα πολύ για τη θερμή ανταπόκριση που έχει συνοδεύσει την απόφασή μας να ξαναϋπάρξουν οι Dead Can Dance. Ήταν πολύ σημαντικό για μας, γιατί σε μια τέτοια ιστορία έχεις κάθε φορά πολλές δεύτερες σκέψεις και ανησυχίες –αν π.χ. θα είναι ένα τεράστιο πράγμα που θα σε υπερβεί, αν το νέο υλικό θα μπορεί να σταθεί ισότιμα δίπλα στο παλιό, τέτοια πράγματα. 

Αισθανόμαστε τυχεροί, ωστόσο, που μπορούμε να ξαναδοκιμάσουμε, γιατί η μουσική είναι κάτι εξαιρετικά πολύτιμο για μας. Κι ελπίζουμε να μπορέσουμε να το χειριστούμε. Γιατί, όσο μεγαλώνεις, γίνεσαι τελικά και πιο εύθραυστος. Η ανταπόκριση του κοινού μάς έχει βοηθήσει πολύ προς μια τέτοια κατεύθυνση. 

Το υπέρτατο τεστ θα είναι η σκηνή, βέβαια. Εκεί θα φανεί αν θα μπορέσουμε να μετατρέψουμε σε γιορτή την παγκόσμια περιοδεία μας κι αν η αγάπη κι ο ενθουσιασμός των φίλων μας θα μπορέσουν να ανασυστήσουν την αίσθηση κοινότητας που πάντα είχαμε με το κοινό μας. Ίσως δεν μπορώ να εξηγήσω καλά το πώς δουλεύουν αυτά τα πράγματα για έναν καλλιτέχνη. Θέλω να πω, πάντως, ότι για μας είναι κάτι πολύ σημαντικό. 



04 Φεβρουαρίου 2024

Closer - συνέντευξη (2007)


Οι Closer ήταν από τις μπάντες που διακρίθηκαν στο ελληνικό alternative rock στερέωμα που θέλησε να εκφραστεί με αγγλικό στίχο, γνωρίζοντας ανέλπιστη ραδιοφωνική επιτυχία με το "Wine" (1998) –στο μεσοδιάστημα μεταξύ Sharp Ties και Raining Pleasure. Εκείνη τη χρονιά, μάλιστα, το 1998, τους είδαμε και στο ιστορικό Rockwave Festival με τους Pulp και τους Sonic Youth.

Τον Μάρτιο του 2007, πάλι, όταν συνάντησα τον Ανδρέα Παππά (φωνητικά), τον Βαγγέλη Παππά (μπάσο) και τον Γιάννη Βερβέρη (κιθάρα) για καφέ, το σκηνικό ήταν αρκετά διαφορετικό: οι αγγλόφωνες μπάντες είχαν γίνει πια νόρμα στο εγχώριο alternative rock και οι Closer προσπαθούσαν να ξαναβρούν τον βηματισμό τους, ύστερα από σιωπή αρκετών ετών, την οποία έσπασαν το 2006, κυκλοφορώντας το τρίτο τους άλμπουμ «Closer».

Από τη συνάντησή μας προέκυψε μια συνέντευξη, η οποία πρωτοδημοσιεύτηκε, τότε, στο Avopolis και αναδημοσιεύεται τώρα κι εδώ, με μικρές, αισθητικής φύσης τροποποιήσεις.

* οι χρησιμοποιούμενες φωτογραφίες προέρχονται από υλικό που δόθηκε κατά καιρούς στον Τύπο, ως promo


Επιχειρείτε, μαθαίνω, να αξιοποιήσετε το χαρτί της παρουσίας στο εξωτερικό. Πώς σκοπεύετε να το χειριστείτε;

Βαγγέλης: Για εμάς το θέμα είναι να κάνουμε κάποια καλά live κάπου έξω. Για να γίνει κάτι τέτοιο πιο συστηματικά, όμως, χρειάζεται να υπάρχει από πίσω και ατζεντοκατάσταση –και στην Ελλάδα αυτό δεν είναι και τόσο αναπτυγμένο. Μερικές συναυλίες μπορούν να γίνουνε, πάντως: για να κυκλοφορήσει ο δίσκος και στο εξωτερικό, άλλωστε, χρειάζονται και ζωντανές εμφανίσεις. Αν δεν παίζεις live, δεν προχωράει το πράγμα.

Ανδρέας: Και είναι και πολύ διαφορετικό να παίζεις στο εξωτερικό, σε μερικά μαγαζιά, από το να μπορείς να μαζέψεις κάπου κόσμο. Εγώ, δηλαδή, προτιμώ να κάνω ένα μεγάλο live και καλό, παρά δεκαπέντε μικρά live σε χώρους στους οποίους θα μπορούσα να το κάνω και μένοντας εδώ. Άμα τα λες αυτά, βέβαια, ακούγεσαι κάπως...

Είναι, για σας, το live το νούμερο 1 κριτήριο για μια μπάντα;

Βαγγέλης: Για εμένα προσωπικά, ναι. Δεν υπάρχει λόγος να παίζεις και να βγάζεις μόνο δίσκους. Αυτό που γουστάρει όποιος φτιάχνει μουσική είναι να παίζει live… Γι' αυτό και πολλοί κάνουν live και δεν βγάζουν δίσκο.

Θέλετε να μου αναλύσετε αυτό που δηλώσατε στη Χριστίνα Κασσεσιάν, στο περιοδικό «Sonik», ότι το άνω των 25 ετών κοινό σας το έχει ρίξει στη «folk» διασκέδαση;

Βαγγέλης: Στην Ελλάδα πολλοί ακούν ξένη μουσική και ψάχνονται. Και μόλις φτάσουν 25, όλοι μετά ακούνε ελληνικά.

Γιάννης: Σε κάποιο σημείο σταματάνε να το ψάχνουνε και ακούνε μετά ό,τι τους φτάνει στα αυτιά. Κάνουνε πια κάτι άλλο, δουλεύουν ας πούμε, οπότε η μουσική περνάει σε δεύτερη μοίρα.

Βαγγέλης: Επειδή ζούμε στην Ελλάδα, το λογικό σου λέει είναι να ακούς ελληνική μουσική. Έτσι πείθονται όλοι και λένε εντάξει, σταματάω να το ψάχνω πια και, αφού χρειάζομαι μουσική υπόκρουση στη ζωή μου, ας είναι, ξέρω 'γω, ο Γιώργος Νταλάρας.

Εσάς, ως ακροατές, δεν σας αφορά καθόλου η ελληνική μουσική;

Βαγγέλης: Είναι λίγο περίεργο, αλλά ό,τι έχουμε ακούσει ως τώρα, δεν μας έχει αγγίξει. Υπάρχουν κατά καιρούς κάποιοι στίχοι που μας αγγίζουνε, ως ήχος όμως δεν υπάρχει κάτι που αν το ακούσω θα πω π.χ. «α, να πάω να πάρω τον δίσκο του τάδε». Δεν ξέρω, μπορεί να είναι και δικό μας πρόβλημα αυτό.

Έχετε σκεφτεί να κάνετε κάτι σαν αυτό που θέλουν να κάνουν οι Last Drive με το πρώτο τους EP, να επανακυκλοφορήσετε δηλαδή το σπάνιο, πια, Fly In The Milk (1996);

Γιάννης: Ξέρεις, κανονικά είχαμε ηχογραφήσει πέντε τραγούδια για εκείνη την κυκλοφορία και τελικά δεν βγήκαν όλα. Και είχαμε φτιάξει κι ένα EP με άλλα πέντε τραγούδια, το οποίο δεν κυκλοφόρησε ποτέ.

Ανδρέας: Μια εταιρεία που λεγόταν Ιπτάμενοι Δίσκοι ήταν να βγάλει δουλειές από πέντε συγκροτήματα που μετείχαν τότε σε μια συλλογή. Ένα από αυτά ήταν και οι Closer. Ε, από αυτούς τους πέντε δίσκους, δεν κυκλοφόρησε τελικά κανένας.

Γιάννης: Νομίζω βγάλαν έναν, των Nightstalker μου φαίνεται;

Ανδρέας: Πάντως εγώ νομίζω ότι, αν είναι να επανακυκλοφορήσουμε κάτι, έχει περισσότερο νόημα να το ξαναδουλέψουμε, παρά να το βγάλουμε όπως ήταν τότε.

Η εμπειρία σας με τις εταιρείες στην Ελλάδα δεν πρέπει να ήταν και η καλύτερη. Θυμάμαι κα παλιά είχατε δηλώσει σε μια συνέντευξη ότι, παρότι παίζετε καλύτερα από διάφορα ελληνόφωνα συγκροτήματα, δεν έχετε την ίδια αντιμετώπιση...

Βαγγέλης: Αυτό γινόταν παλιά, τότε μας πιέζανε να βάλουμε ελληνικό στίχο. Τώρα πια δεν υπάρχουν τέτοιες πιέσεις. 

Τώρα νομίζω ότι οι πολυεθνικές έχουν γίνει σαν τις παλιές ανεξάρτητες εταιρείες, δηλαδή πλέον τα λεφτά για να βγει ένας δίσκος τα δίνουν λάου-λάου και με πολλή σκέψη. Έχουν γίνει όπως ήταν οι καλές ανεξάρτητες πριν 10 χρόνια. Στην Ελλάδα τουλάχιστον, για αυτή την εμπειρία μιλάμε.

Πώς βλέπετε την τεχνολογική έκρηξη, σε σχέση με τη μουσική;

Γιάννης: Πλέον μπορείς να γράφεις μουσική στο σπίτι σου, να κάνεις τα πάντα. Έχει και τα καλά και τα κακά. Μπορείς, ας πούμε, να δοκιμάσεις πράγματα, χάνεις όμως τελείως την αίσθηση του live.

Βαγγέλης: Έτσι όπως έχει γίνει το πράγμα ακούμε όλοι ψηφιακά. Τα νέα παιδιά δεν ξέρουν καν τι είναι ο αναλογικός ήχος, έχει χαθεί η ζεστασιά του αναλογικού. Τώρα σου στέλνει μήνυμα κάποιος ότι ακούει τον δίσκο σου στο κινητό του. 

Εγώ έχω πάρει γαμώ τα ηχεία, έχω πάρει πικάπ, έχω πάρει τόσα πράγματα για να ακούω καλύτερο ήχο και εσύ μου λες ότι γουστάρεις που ακούς τον δίσκο στο κινητό, σε μια τέτοια ποιότητα; Γι' αυτό ξαναγυρνάω σε ό,τι λέγαμε πριν, πως μόνο το live έχει μείνει και τίποτα άλλο.

Ανδρέας: Μπορείς να κατεβάσεις πολύ εύκολα δύο-τρία τραγούδια να ακούσεις από κάποιο νέο άλμπουμ. Αλλά, προκειμένου να τα κατεβάσεις γρήγορα, μπορεί να τα πάρεις και συμπιεσμένα έτσι ώστε ακούγοντάς τα να χάνεις πράγματα. Πολλά πράγματα. Το ζήτημα είναι να έχεις ίντερνετ, να παίρνεις τις πληροφορίες, να ακούς αυτά που θες να ακούσεις, αλλά μετά να αγοράζεις και κάτι, αν σου αρέσει πολύ.

Πιστεύετε ότι τα όσα παίζουνε τα ανά την Ελλάδα rock bars επηρεάζει τελικά το είδος rock που ακούει ο κόσμος;

Ανδρέας: Το αντίθετο πιστεύω. Ότι επηρεάζονται τα ροκόμπαρα από ό,τι παίζουν τα ραδιόφωνα, ώστε να μπορέσουν να ικανοποιούν τα γούστα των θαμώνων.

Γιάννης: Για μένα δεν υπάρχει ραδιόφωνο στην Ελλάδα. Κατά πόσο μπορεί όντως να παίξει κανείς ό,τι πραγματικά θέλει;

Οι Closer πώς ζούνε, αλήθεια; Κάνετε όλοι άλλοι δουλειές για να μπορείτε να παίζετε μουσική;

Ανδρέας: Ναι, αυτό συμβαίνει.

Βαγγέλης: Όταν σε κάποιο διάστημα δοκιμάσαμε να μην το κάνουμε και να δούμε πού θα βγάλει, τον έναν μήνα μπορεί π.χ. να ήμουν καλά, τον άλλον να μην είχα να πάρω τσιγάρα. Θέλει να διαθέτεις οικονομικό background, αλλιώς υπάρχει πρόβλημα.

Ανδρέας: Οι Closer δεν ήταν ποτέ συγκρότημα φοιτητών. Δεν είχαμε ποτέ μια περίοδο τεσσάρων χρόνων να βοηθούμαστε οικονομικά από γονείς, οπότε να υπάρχει άνεση να κάνουμε ό,τι θέλαμε. Αυτά τα τέσσερα-πέντε χρόνια των σπουδών είναι μεγάλη πολυτέλεια, έχεις τον χρόνο να κάνεις πολλά πράγματα.

Σας τρομάζει αυτή η κατάσταση; Δεν νιώθετε να χάνεται χρόνος και ψυχή, που θα μπορούσατε να τα επενδύσετε στο συγκρότημα;

Ανδρέας: Μα το ζούμε κάθε μέρα. Μας ενοχλεί αφάνταστα. Αλλά τι να κάνουμε;

Γιάννης: Συνεχίζεις, όμως, γιατί έχεις την ανάγκη αυτή, θέλεις να δώσεις πράγματα.

Βαγγέλης: Εμείς, γενικά, έχουμε συνειδητοποιήσει ότι αυτό είναι το κοινό μας στην Ελλάδα, πέντε π.χ. χιλιάδες; Πέντε χιλιάδες, τέλος. Δεν έχει παραπάνω, γιατί είμαστε στην Ελλάδα. Και δεν θέλουμε να αρχίσουμε τις εκπτώσεις. 

Το πραγματικό ζητούμενο, λοιπόν, δεν είναι πώς θα ανοιχτείς στην Ελλάδα, αλλά πώς θα ανοιχτείς προς τα έξω. Πώς δηλαδή θα βρεις εκείνους τους άλλους που ενδεχομένως να ήθελαν να σε ακούσουν στην Ιταλία π.χ. ή στη Γερμανία κτλ. Αυτό που κάνουν με άλλα λόγια και πολλά συγκροτήματα από την Αγγλία και την Αμερική και ζουν από αυτό.



13 Ιανουαρίου 2024

K.D. Lang - συνέντευξη (2008)


Τον πρώτο καιρό που είχα γίνει αρχισυντάκτης, είχα μια φούρια να δω τα όρια του επαγγέλματος στην Ελλάδα και να τεστάρω κατά πόσο μπορούσαν να σπάσουν σε μια αγορά σαν και τη δική μας, χάρη (κυρίως) στη νεότευκτη μαζικότητα του ίντερνετ.

Έτσι, τον Απρίλιο του 2008, έχοντας βαρεθεί να περιμένω τους χρόνους των δισκογραφικών εταιριών, οι οποίοι μου φαίνονταν μονίμως δυσκοίλιοι, αποτόλμησα να στείλω ένα μήνυμα στο MySpace της K.D. Lang, ζητώντας της μια συνέντευξη: τη θαύμαζα πάντα για εκείνο το υπέροχο "Constant Craving" (1992) και είχε, τότε, καινούριο άλμπουμ –το Watershed– που έμελλε ωστόσο να αποδειχθεί και η τελευταία αμιγώς προσωπική της δουλειά.

Φυσικά, ακόμα κι αν είχε ανοίξει μια κερκόπορτα, το ίντερνετ δεν είχε αλώσει τα πάντα. Για να μην τα πολυλογώ, οι άνθρωποι της K.D. Lang επικοινώνησαν με το ελληνικό παράρτημα της Warner –η οποία διένειμε τη Nonesuch, όπου κυκλοφορούσε το Watershed– ρώτησαν ποιος είμαι κι αν αξίζει τον κόπο να τρέξει αυτή η συνέντευξη. Ευτυχώς, στην άλλη άκρη του τηλεφώνου βρισκόταν η Τίνα Παππά, η οποία τους έπεισε να πούνε το ναι. Δίνοντάς μου, έτσι, την ευκαιρία να τα πω με την K.D. Lang, αλλά, συνάμα, κι ένα καλό μάθημα ρεαλισμού: τα όρια μπορεί να είχαν τεντωθεί, εντούτοις υπήρχαν. Τουλάχιστον για καλλιτέχνες από αυτό το διαμέτρημα και πάνω.

Η συνέντευξη που προέκυψε πρωτοδημοσιεύτηκε, τότε, στο Avopolis (του οποίου ήμουν αρχισυντάκτης) και βρίσκει τώρα τον δρόμο της αναδημοσίευσης κι εδώ –με ορισμένες μικρές, αισθητικής φύσης τροποποιήσεις.

* από τις χρησιμοποιούμενες φωτογραφίες, η κεντρική προέρχεται από το promo υλικό που διατέθηκε στον Τύπο


Είχες να παρουσιάσεις καινούριο υλικό από την εποχή του Invincible Summer (2000). Γιατί σου πήρε σχεδόν 8 χρόνια για κάτι τέτοιο;

Έγραψα το Watershed σε μια περίοδο περίπου 6 χρόνων. Το έκανα σιγά-σιγά, καθώς ήθελα να γίνουν όλα όπως έπρεπε. Υπέφερα από το λεγόμενο «συγγραφικό μπλοκάρισμα» τελευταία, μέχρι που έκανα το Hymns Of The 49th Parallel (2004), με τραγούδια συμπατριωτών μου Καναδών. Χάρη σε αυτό ξαναπόκτησα μια γερή αίσθηση του πώς θα έπρεπε να ηχεί ένα καλό τραγούδι: νομίζω ότι άλλαξε το τραγουδοποιητικό μου DNA. 

To Watershed είναι το πρώτο άλμπουμ της καριέρας σου όπου ανέλαβες μόνη σου όλη την παραγωγή. Πώς και πήρες μια τέτοια απόφαση; Άξιζε η εμπειρία;

Μέχρι τώρα είχα υπάρξει συμπαραγωγός αρκετών προηγούμενων δίσκων μου και κάπως ανάλογα σκόπευα, αρχικά, να κινηθώ. Αλλά αυτή τη φορά η όλη διαδικασία εξελίχθηκε διαφορετικά, αν και με έναν ολότελα φυσικό τρόπο. 

Άρχισα δηλαδή να φτιάχνω demo τραγουδιών –πολλά, μάλιστα, από όσα ακούς στο Watershed είναι πρώτες προσεγγίσεις– ενώ έψαχνα, παράλληλα, για κάποιον παραγωγό. Όμως στο πίσω μέρος του μυαλού μου σκεφτόμουν ότι μπορούσα να κάνω και μόνη μου όλη την παραγωγή. 

Υποθέτω πως κάπου καταστάλαξα σε αυτή την απόφαση και είχα κι αρκετή αυτοπεποίθηση ώστε να το ξεκινήσω. Έτσι, έφτασε ένα σημείο όπου συνειδητοποίησα ότι όντως έκανα μόνη μου την παραγωγή, οπότε και την τελείωσα. Δεν έχω την παραμικρή αμφιβολία για το ότι ήταν μια εμπειρία η οποία άξιζε τον κόπο! 

Το πρώτο single "I Dream Of Spring" έχει ήδη κάνει αισθητή την παρουσία του σε κάποιους «ανήσυχους» ραδιοφωνικούς σταθμούς και στην Ελλάδα. Τι σημαίνει άνοιξη για σένα; Και πόσο στενά συνδέεται με την αγάπη;

Α, σπουδαία νέα! Είναι το αγαπημένο μου τραγούδι από το άλμπουμ –και, ξέρεις, σπάνια λέω ποιο κομμάτι είναι αγαπημένο μου. Όλη η ιστορία περιστρέφεται γύρω από το όνειρο της ιδανικής αγάπης, εκείνης που όλοι νομίζουμε ότι κάποτε θα συναντήσουμε ή αυτής που κατασκευάζουμε στη φαντασία μας. Της αγάπης, δηλαδή, που θα μας περιτυλίξει εντελώς και ποτέ δεν θα απειληθεί από τίποτα. Αυτό ακριβώς είναι και το νόημα της άνοιξης για μένα. 

Από την αλλαγή του αιώνα κι έπειτα, είδαμε κάμποσους Καναδούς καλλιτέχνες να γνωρίζουν παγκόσμια αποδοχή. Πιστεύεις ότι αυτό έγινε γιατί για κάποιον λόγο είναι τώρα πιο εύκολο; Ή έχει να κάνει με μια νέα, ανθηρή σκηνή που δημιουργήθηκε στη χώρα σου; 

Οπωσδήποτε υπάρχει κάμποση σπουδαία μουσική που βγαίνει από τον Καναδά τα τελευταία χρόνια. Όμως, από την άλλη, δεν πρόκειται για κάποιο νέο φαινόμενο, αν σκεφτείς περιπτώσεις όπως π.χ. του Neil Young, του Leonard Cohen ή της Joni Mitchell.

Τη χρονιά που μας πέρασε συνεργάστηκες με την Annie Lennox για το "Sing", το οποίο κυκλοφόρησε ως single την Παγκόσμια Μέρα Κατά Του AIDS. Πόσο άσχημη θεωρείς πως είναι σήμερα η σχετική κατάσταση στην Αφρική;

Ίσως να έχουν καλυτερεύσει κάποια πράγματα, όμως σαφώς το πρόβλημα παραμένει. Γι' αυτό και πιστεύω πως είναι πολύ σημαντικό να στρέφει κανείς την προσοχή του υπόλοιπου κόσμου προς την HIV/AIDS κρίση στην Αφρική.

Πέρα από τη μουσική σου, αναγνωρίστηκες και ως ένα από τα παγκόσμια σύμβολα της καμπάνιας για τα δικαιώματα των ομοφυλοφίλων. Αρκετά πράγματα έχουν αλλάξει και στην Ελλάδα, παραμένει όμως μια χώρα όπου νέοι άνθρωποι με τέτοιες προτιμήσεις τις κρύβουν συνήθως, φοβούμενοι την κατακραυγή συγγενών και φίλων. Τι συμβουλή θα τους έδινες, από τη δική σου εμπειρία; 

Στη δική μου περίπτωση, ξέρεις, το ότι αποκάλυψα πως είμαι χορτοφάγος εξόργισε τόσους πολλούς ανθρώπους, ώστε, μέχρις ότου αποκαλύψω ότι είμαι και λεσβία, είχαν μάλλον εξαντλήσει τον θυμό τους εναντίον μου! 

Πάντως το θεωρώ περιττό να αποκαλύψει κανείς τις σεξουαλικές του προτιμήσεις. Είναι πραγματικά ένα ζήτημα προσωπικής επιλογής. Δεν υπάρχουν λόγοι για τους οποίους θα έπρεπε κάποιος να το κάνει, αλλά δεν υπάρχει και κανένας λόγος για να μην το κάνει. 

Υπάρχει, αλήθεια, περίπτωση να σε δούμε να παίζεις στην Ελλάδα, στο κοντινό μέλλον; 

Θα το ήθελα πραγματικά πολύ! Ας το ελπίσουμε...



11 Ιανουαρίου 2024

2002 GR - συνέντευξη (2017)


Το Νέο Έτος βρίσκει τους 2002 GR να συμπληρώνουν 50 στρογγυλά χρόνια δράσης (έτος ίδρυσης: 1974), πράγμα, φυσικά, που δεν σκοπεύουν να αφήσουν να περάσει στο έτσι. Θα γιορτάσουν, λοιπόν, δίνοντας μια μεγάλη, επετειακή συναυλία στο «Κύτταρο», όπου θα έχουν και διάφορους καλεσμένους πάνω στη σκηνή.

Με την αφορμή αυτή, θυμήθηκα τον καφέ που ήπιαμε τον Δεκέμβριο του 2017 με τον τραγουδιστή και βασικό τους δημιουργικό «εγκέφαλο» Ηλία Ασβεστόπουλο. Τον οποίον θα θυμάμαι πάντα, νομίζω, ως έναν από τους πιο καλοντυμένους ανθρώπους του εγχώριου rock στερεώματος, απ' όσους ευτύχησα να συναντήσω από κοντά.

Η κουβέντα μας είχε και κάμποσες σκληρές αλήθειες για το δικό μου σινάφι, των μουσικοκριτικών, κι έβγαλε σε μια πλούσια συνέντευξη. Η οποία πρωτοδημοσιεύτηκε, τότε, στο Avopolis –και αναδημοσιεύεται τώρα κι εδώ, με ορισμένες μικρές, αισθητικής φύσης τροποποιήσεις.

* οι χρησιμοποιούμενες φωτογραφίες προέρχονται από υλικό που δόθηκε ως promo στον Τύπο, με την κάτωθι να ανήκει στον Chris Pesmas


Εκτός από το επερχόμενο live στο «Κύτταρο», έχετε κι άλλα σχέδια για το 2018;

Άκου να σου πω, εγώ σχέδια δεν κάνω. Ξεκινάμε κάθε φορά από το «Κύτταρο» και συνήθως κάνουμε ορισμένες επιλεκτικές συναυλίες. 4; 5; 10; Αυτό θα εξαρτηθεί και από τη ζήτηση. 

Παίζετε και στην επαρχία;

Δεν τη θεωρώ επαρχία, γιατί πιστεύω ότι είναι καλύτερη από την πρωτεύουσα! (γέλια) Έχουν φτιάξει τις πόλεις τόσο ωραία, ώστε δεν θέλεις να φύγεις. Μάλιστα, πλέον με ενδιαφέρουν περισσότερο οι άλλες πόλεις, παρά το κέντρο. 

Κι εγώ στην επαρχία σας είδα για πρώτη φορά, στα Γιάννενα, όντας φοιτητής... 

Και πρόπερσι που κάναμε μια συναυλία σε μια αίθουσα για 400 άτομα μαζεύτηκαν πάνω από 600 και πολλοί ανάμεσα στο κοινό ήταν φοιτητές. Μας δίνει ζωή αυτό, μας ανανεώνει τα κύτταρα. Στα Γιάννενα πάντα κάνουμε sold out. Πιστεύω να μπορέσουμε να πάμε και φέτος. 

Έχουν γίνει αλλαγές στη φετινή σύνθεση των 2002 GR ή στο συναυλιακό πρόγραμμα;

Αλλαγές πάντα γίνονται, καθώς η πόρτα στους 2002 GR είναι πάντοτε ανοιχτή: άλλοι έρχονται, άλλοι φεύγουν. Στο σχήμα, σήμερα, βρίσκονται μαζί μου ο Μάκης Μπορλόκας (πλήκτρα), ο Μάκης Τσελέντης (hammond και διάφορα ...εδώδιμα κι αποικιακά!), ο Νεόφυτος Σπύρου (κιθάρα), ο Χρήστος Στεργίου (μπάσο) και ο κουμπάρος μου ο Γιώργος Ανδριώτης (ντραμς).

Να σας πάω και λίγο πίσω στον χρόνο, πίσω και από τους 2002 GR, όταν συνιδρύσατε τους Persons στη γενέτειρά σας, τον Πειραιά...

Ήμασταν μαθητές τότε, 15-16 χρονών: ο Αντώνης Πιτσολάντης, ο Ηλίας Μπουκουβάλας, εγώ στα φωνητικά, ο Γιάννης Σπάθας και ο Αντώνης Τουρκογιώργης. Και κάναμε μερικά δισκάκια μαζί, πού να φανταστούμε ότι σήμερα το "Drive My Mustang" θα το θεωρούν ως ένα από τα καλύτερα garage rock κομμάτια. Είναι οπωσδήποτε τιμή. 

Όταν φύγαμε για φαντάροι εγώ και ο Πιτσολάντης οι υπόλοιποι έγιναν Socrates Drank The Conium. Όταν απολύθηκα, είχα αποφασίσει ότι δεν ήθελα να τραγουδάω ξένο στίχο κι έτσι δεν τους ακολούθησα. Πήγα στους Blue Βirds για κανα-δυο χρόνια και μετά κάναμε τους 2002 GR. 

Σας ενδιέφερε δηλαδή ο ελληνικός στίχος ήδη από τα χρόνια των Persons;

Ναι, μάλιστα το τελευταίο μας single ήταν με ελληνικό στίχο, το "Είσαι Το Κορίτσι Π' Αγαπώ". Πρώτα πρέπει να γίνεις γνωστός στη χώρα σου και μετά έξω. Τότε, πάντως, μας δόθηκαν ευκαιρίες για έξω και στο σχήμα και σε μένα ειδικά, όμως δεν τις ακολούθησα. Είχα την άποψη ότι εκεί υπήρχαν εκατομμύρια σαν κι εμένα. 

Πώς ενημερωνόσασταν εκείνα τα χρόνια; Από πού βρίσκατε δίσκους;

Ο πατέρας ενός από την παρέα δούλευε τότε στην Αμερικανική Βάση, στο Ελληνικό. Και διαθέταμε απ' όλα: και πικάπ, και πολλά δισκάκια 45 στροφών, αλλά και μεγάλους δίσκους. Μη σου πω ότι ενημερωνόμασταν πιο μπροστά από τους παραγωγούς της εποχής. 

Σαν Persons, είχατε δώσει τότε και μια συναυλία στη Λάρισα, όχι και το πιο συνηθισμένο πράγμα για ένα γκρουπ σαν και το δικό σας. Τι θυμάστε από αυτό το στιγμιότυπο; 

Δεν την πολυθυμάμαι τη συγκεκριμένη συναυλία. Θυμάμαι ότι ήταν το 1969 και ότι πήγαμε εκεί με τον Δημήτρη Πουλικάκο, ο οποίος τότε είχε τους M.G.C. Θυμάμαι, επίσης, ότι ήταν μαζί μας ο Γιάννης Πετρίδης και ο Στέλιος Ελληνιάδης, που ήταν οι μάνατζέρ μας.


Γιατί 2002 GR, αλήθεια;

Από ένα αμάξι BMW, το οποίο είχε εκείνα τα χρόνια κάποιος φίλος. Παρατήρησα μια μέρα ότι το 2002 διαβαζόταν και από την άλλη μεριά το ίδιο και μου φάνηκε ωραίο.

Ήταν εύκολο τότε να μπείτε στη δισκογραφία;

Ναι, αμέ. Και οι εταιρίες οι ίδιες ζητάγανε συγκροτήματα. Κι αν κάποιο τους έβγαινε, τα έδιναν όλα. Με τους 2002 GR ξεκινήσαμε το 1974 στην Pan-Vox, με την Πόλα. Τώρα, επειδή αρκετοί το μπερδεύουν το θέμα, Πόλα δεν είναι ο τίτλος του δίσκου, αλλά το όνομα της τραγουδίστριας που τραγουδάει σε αυτόν. 

Ξέρετε πόσες ώρες έχουμε φάει στο Μοναστηράκι μπας και βρούμε κάποιο αντίτυπο;

Αν βρεις κανένα, πες μου κι εμένα! (γέλια) Πάντως το πιο συλλεκτικό άλμπουμ των 2002 GR είναι ο Σιδερένιος Άνθρωπος στην αρχική του έκδοση (1975). Το έψαχνε πολύς κόσμος να το βρει, βγήκαν και ορισμένες κόπιες πειρατικά, με μούφα εξώφυλλα, ακόμα και από κάποιες γερμανικές εταιρίες. Αυτό που κυκλοφορεί τώρα από την MLK, πάντως, είναι με άδεια. 

Αλλά η μεγάλη επιτυχία έρχεται τελικά τη δεκαετία του 1980, έτσι δεν είναι; Με το V.O.L 3 του 1982...

Ήταν αναπάντεχο, γιατί από το 1977-1978 οι μπάντες άρχισαν να ξεφτίζουν: οι εταιρείες είχαν πια γίνει δυσκοίλιες όταν είχαν να κάνουν με συγκροτήματα. Ως το 1982 που κάναμε το V.O.L 3, δηλαδή, πολλά γκρουπ είχαν πάψει την πορεία τους. 

Εμάς μας έκατσε. Και μάλιστα πουλούσαμε τότε περισσότερο και από μερικά λαϊκά ονόματα της εποχής. Κι απορήσαν όλοι. Αυτά γίνονται μια φορά στα χίλια χρόνια. Πραγματικά μας έκατσε. 

Δηλώνετε ευχαριστημένος από εκείνα τα χρόνια, όσον αφορά τη δισκογραφία;

Είμαι ευχαριστημένος, γενικώς! Σ' εμένα η ζωή φέρθηκε πάρα πολύ ωραία, και στη μουσική και στα προσωπικά μου. Σε όλα. Όσον αφορά τις δισκογραφικές, τώρα, υπήρχαν ακόμα τότε άνθρωποι οι οποίοι δουλεύανε με τους μουσικούς. Μετά εμφανίστηκαν κάτι πιτσιρικάδες, που δεν ήταν απλώς άσχετοι, αλλά δεν σέβονταν κανέναν και τίποτα. Το ότι έβλεπαν τους καλλιτέχνες καθαρά με λογική τσέπης, φταίει και για τον δρόμο που πήρε ύστερα η δισκογραφία. 

Στον μουσικό Τύπο της εποχής, ωστόσο, δεν αρέσατε. Γράφτηκαν μάλιστα και δηλητηριώδη σχόλια για σας...

Αν ήμασταν αρεστοί από όλους, θα ήμασταν το υπερ-γκρουπ. Κι αυτό δεν το πιστεύω. Εμένα δεν με πειράζει η αρνητική κριτική. Με πειράζει όμως το υστερόβουλο. Σε δημοσιογράφους λοιπόν σαν τον Μάκη Μηλάτο ή τον Αργύρη Ζήλο, απαντήσαμε με τα τραγούδια μας. Και σήμερα, μάλιστα, τους καλώ να έρθουν να με βρουν για να τους πω ότι τα λάθη είναι μέσα στη ζωή, αλλά, όταν τα κάνεις, πρέπει να ζητάς και συγγνώμη. 

Επιθυμείτε να βγει κάποιο καινούριο άλμπουμ;

Έχουμε ένα στούντιο δικό μας, στη Μεταμόρφωση. Και είμαστε σε μια διαδικασία όπου γράφουμε και σβήνουμε, σβήνουμε και γράφουμε. Πιστεύω ότι μέσα στο 2018 κάτι θα βγάλουμε.  

Παρακολουθείτε τις νεότερες εξελίξεις στην εγχώρια δισκογραφία;

Παρακολουθώ τα πάντα. Ακούω και τα λαϊκά, και τα σκυλάδικα ακόμα. Ορισμένα πράγματα μου αρέσουν, όπως μου αρέσουν και μερικές φωνές. Και κάποιους στιχουργούς ξεχωρίζω. Και οι αγγλόφωνες δουλειές φτάνουν στ' αφτιά μου, όμως στην Ελλάδα το αγγλόφωνο ποτέ δεν γνώρισε μεγάλη πέραση. 

Μετά τους Socrates, δηλαδή, δεν υπήρξε άλλη μπάντα που να κάνει ανάλογο μπαμ και να περάσει και έξω. Κανά-δυο ονόματα μπορεί να πούλησαν κι έπειτα, γενικά όμως λίγα πράγματα. Κάθε προσπάθεια, πάντως, είναι καλή. Κανείς δεν μπορεί να απαγορέψει στον άλλον να ονειρεύεται και η όλη διαδικασία έχει την αξία της είτε πετύχεις, είτε δεν πετύχεις.

Τελευταία πολύς κόσμος θέλει να εκφραστεί και πιο πολιτικά. Εσείς, πέρα από εκείνον τον στίχο «τα συστήματα είναι λάθος» στο "Τι Να Σου Προσφέρω" δεν έχετε τέτοιες αιχμές –δεν ξέρω μάλιστα αν κι αυτός ο στίχος έχει πολιτική χροιά...

Είμαι πολιτικοποιημένο άτομο. Αλλά δεν θέλω να εξωτερικεύω τις πολιτικές μου πεποιθήσεις, γιατί επιθυμώ να κάνω τραγούδια για όλον τον κόσμο –όλων των χρωμάτων, όλων των αντιλήψεων. Είναι αρχή μου. Δεν με ενδιαφέρει η πολιτική ως δημιουργό, με ενδιαφέρει όμως σαν άτομο, σαν σκεπτόμενο άτομο. 

Μία από τις μεγάλες σας ραδιοφωνικές επιτυχίες, το "Δεν Είσαι Έρωτας Εσύ", το έχει γράψει ο Γιάννης Σπανός. Πώς και δεν υπήρξε συνέχεια σε αυτήν τη συνεργασία;

Ο Γιάννης Σπανός είναι φίλος μου. Άσχετα πάντως από αυτό, τον θεωρώ έναν από τους σπουδαιότερους συνθέτες στην Ελλάδα. Δεν του είχα ζητήσει ποτέ τίποτα, μέχρι που μια μέρα μου έδωσε μια κασέτα, η οποία είχε μέσα 10 τραγούδια. Κράτησα τα 3, το ένα ήταν το "Δεν Είσαι Έρωτας Εσύ". Ξανασυζητήσαμε αργότερα με τον Γιάννη το ενδεχόμενο να κάνουμε κάτι ακόμα, αλλά οι συγκυρίες δεν το επέτρεψαν. Κι εγώ, επίσης, πιστεύω ότι με έναν συνθέτη κάνεις μία επιτυχία μεγάλη –μπορεί να υπάρξουν κι άλλες, μα πιο μικρές.  

Είστε μεγάλος φίλος των Rolling Stones, γραμμένος στο fan club τους από πιτσιρίκι. Ξεχωρίζετε δουλειές τους;

(γελάει) Κοίταξε, κάθε δίσκος των Rolling Stones για μένα, ακόμα και ο πιο μάπα, είναι αριστούργημα! Έχω πάρει και το τελευταίο τους άλμπουμ: δεν έχει βέβαια την αίγλη της παλιάς τους δόξας, αλλά ήταν ωραίο. Έχω μεγάλη αγάπη και στους Beatles, όμως, κυρίως για τις μελωδίες τους. Αλλά με τους Rolling Stones το ροκ ήταν και τρόπος ζωής.

Ήσασταν τότε στην Τερψιθέα, όταν έπαιξε ο Eric Clapton με τους Juniors;

Βέβαια, παίζαμε support με τους Persons σε εκείνη τη συναυλία στην Τερψιθέα. Αλλά δεν ξέραμε ότι είναι ο Eric Clapton. Για να μη σου πω ότι δεν ξέραμε και ποιος ήταν ο Eric Clapton! Μετά το μάθαμε. 

Είναι αλήθεια ότι έχετε πληρώσει εισιτήριο για να μπείτε σε δικιά σας συναυλία; 

(γελάει) Συνέβη, ναι! Ήταν το καλοκαίρι του 2000, στην Άρτα, λίγο έξω από την Άρτα για την ακρίβεια. Δεν ήμουν στο soundcheck με τους υπόλοιπους, είχα μείνει στο ξενοδοχείο. Κι όταν τελείωσαν με ειδοποίησαν να πάω από εκεί, να ξεκινήσουμε τη συναυλία. 

Πάω λοιπόν, κάνω να μπω μέσα, με πιάνει ένας και μου λέει «πού πας εσύ;». «Στα Ιεροσόλυμα», του απαντώ κι εγώ γελώντας, «εισιτήριο!» μου λέει. «Πρέπει να πληρώσω κι εγώ για να μπω μέσα;» τον ρωτάω, «ναι» απαντάει –οπότε βγάζω κι εγώ και πληρώνω ένα εισιτήριο. 

Εκείνη την ώρα ερχόταν το αφεντικό, βλέπει το σκηνικό, «τι κάνεις εκεί ρε;» του λέει, «καλά, δεν βλέπεις τις αφίσες, ποιος παίζει;», «σιγά μη βλέπω και τις αφίσες» του λέει αυτός! Τέλος πάντων, το αφεντικό επέμεινε να μου γυρίσει τα χρήματα, αλλά εγώ το κράτησα το εισιτήριο, σαν ενθύμιο. Κι αν γράψω κάποιο βιβλίο, θα το βάλω εκεί! 

Πάντως το έχετε επιδιώξει το να μην είστε αναγνωρίσιμος, έτσι δεν είναι; 

Ο Πετρίδης έχει πει ότι ο Ασβεστόπουλος είναι αναγνωρισμένος μέσα από τα τραγούδια του, αλλά όχι αναγνωρίσιμος. Κυκλοφορώ όπως κι εσύ και ο καθένας και κανένας δεν με σταματά στον δρόμο, απλούστατα γιατί κανείς δεν με γνωρίζει. Και το επιθυμώ αυτό, πράγματι. Θέλω να ζω όπως όλοι. Μου αρέσει να περπατάω, μου αρέσει το shopping therapy, πάω στη λαϊκή, κάνω κι όλα τα ψώνια του σπιτιού στο σούπερ μάρκετ. Κι απολαμβάνω τη θάλασσα, είναι για μένα πηγή ζωής. 

Μέχρι πρόσφατα, ήσασταν και διευθυντής στο Κανάλι 1 του Πειραιά. Τι κρατάτε από τη θητεία σας στο ραδιόφωνο;

Κρατάω σίγουρα τις μουσικές που άκουσα επί τόσα χρόνια χάρη σ' αυτό το πόστο. Το ραδιόφωνο παραμένει για μένα μια τρέλα. Αυτό το ότι κάποιος μπορεί να σ' ακούει χωρίς να σε βλέπει και να του «μιλάς» με εκείνο που παίζεις. Το ραδιόφωνο είναι ένα ποτάμι που τρέχει. Κι εσύ το ακολουθείς. 





04 Ιανουαρίου 2024

Εξόριστοι - συνέντευξη (2015)


Πόσο το τραγουδήσαμε κάποτε, σε άδολα, εφηβικά χρόνια, το "Σύνορα Παντού" και στίχους σαν το «Βγες απ' το φως το λιγοστό, που σου σβήνει το μυαλό». 

Έχοντας αυτές τις μνήμες κατά νου, λοιπόν, αλλά και μια αγάπη άσβεστη για το "Σπαθί Του Νικητή" και μερικά ακόμα απ' όσα ποίησαν οι Εξόριστοι στο μεταίχμιο των 1980s με τα 1990s, ξεκίνησα μια μέρα του Οκτώβρη 2015 να συναντήσω τον Δημήτρη Κατή για καφέ στα Βριλήσσια –με αφορμή ένα live στο «Κύτταρο» κι έναν επερχόμενο δίσκο.

Εκεί, κάναμε μια πλούσια κουβέντα: για το τρακάρισμα που οδήγησε στο ιστορικό live στη Σερβία, για τη φύση και το περιεχόμενο της επικότητας («Έπος είναι το πώς θα επιβάλλεις την ειρήνη στον πόλεμο, το πώς θα επιβιώσει ο έρωτας που αναπτύσσεται σε τέτοιους καιρούς», αξέχαστα λόγια του Κατή αυτά), για τα τραγούδια του Διονύση Σαββόπουλου και του Γιάννη Μαρκόπουλου, για μια πολυσυζητημένη φωτογραφία με τον Κωνσταντίνο Μητσοτάκη, για τις φιλίες με τον Μελ Γκίμπσον και τον Κέβιν Κόστνερ. 

Από όλα αυτά, έπειτα, προέκυψε μια συνέντευξη, η οποία πρωτοδημοσιεύτηκε στο Avopolis και αναδημοσιεύεται τώρα κι εδώ –με ορισμένες μικρές, αισθητικής φύσης τροποποιήσεις.

* οι χρησιμοποιούμενες φωτογραφίες παραχωρήθηκαν από τον ίδιο τον Δημήτρη Κατή, για τις ανάγκες της συνέντευξης


Θα εμφανιστείτε στο «Κύτταρο», σε ένα live που χαρακτηρίζεται «ιστορικό» και πρόκειται, μάλιστα, να ηχογραφηθεί/βιντεοσκοπηθεί. Τι το ιδιαίτερο έχει η συγκεκριμένη βραδιά;

Χαρακτηρίζεται ιστορικό συνειρμικά, καθώς το συνδύασα με τα live που κάναμε στο «Ρόδον». Το οποίο βέβαια δεν υπάρχει πια, υπάρχει όμως το «Κύτταρο», ένας χώρος με τη δική του πορεία, που εξακολουθεί και στηρίζει ροκ συναυλίες. Πράγματι, η βραδιά της Παρασκευής πρόκειται και να ηχογραφηθεί και να βιντεοσκοπηθεί. Αν βγει καλό το αποτέλεσμα, σκεφτόμαστε να εκδοθεί ένα live CD, όπως κι ένα DVD.

Τι θυμάσαι πιο έντονα από τις δικές σας συναυλίες στο «Ρόδον»;

Συνολικά, εμφανιστήκαμε 4-5 φορές στο «Ρόδον», δεν θυμάμαι πότε ακριβώς έγινε το σκηνικό που θα σου πω, πρέπει να ήταν πάντως το 1990 ή το 1991. Έπαιζα, τότε, με μια Peavey Patriot και σε μια έντονη στιγμή στο φινάλε του live την πετάω κάτω. Κι αμέσως σκέφτομαι από μέσα μου «ωχ, τι έκανα, πέταξα την κιθάρα, θα σπάσει, δεν έχω άλλη!» (γέλια) 

Μου έκανε λοιπόν εντύπωση ότι οι οπαδοί δεν όρμησαν. Μάλιστα, με το που τελειώνει το live βλέπω έναν πιτσιρικά να τη φέρνει κρατώντας την και στα δύο χέρια και να την ακουμπάει πάνω στη σκηνή, με έναν γλυκό τρόπο. Ήταν μια πολύ ευγενική κίνηση. Την έχω ακόμα αυτή την Peavey Patriot, πρέπει όμως να βρω κάποιον να μου τη φτιάξει, γιατί έχει ραγίσει. 

Θυμάμαι, επίσης, πόσο τρακ είχαμε στην πρώτη συναυλία στο «Ρόδον»: ήταν και ο Μάνος Ξυδούς εκεί και φοβόμασταν ότι, αν δεν παίζαμε καλά, η ΕΜΙ δεν θα προωθούσε τον δίσκο. Αλλά θυμάμαι και μία ακόμα συναυλία μας, η οποία έγινε παραμονή Χριστουγέννων! 

Τελικά, ποιος είναι ο ρόλος του Μάνου Ξυδούς στην ιστορία των Εξόριστων; Είναι αλήθεια ότι, πριν από τη δική του μεσολάβηση, η ΕΜΙ σας είχε απορρίψει;

Όχι, δεν μας είχε απορρίψει, απλά χτυπάγαμε τότε πόρτες και καμία δεν άνοιγε. Αυτό που έκανε λοιπόν ο Μάνος ο Ξυδούς, ήταν να δώσει την έγκρισή του ώστε η ΕΜΙ να βγάλει το ντεμπούτο μας. Και, εξίσου σημαντικό, το προώθησε και στα δισκάδικα. 

Μας σύστησε στο Πνευματικό Κέντρο του Δήμου Αθηναίων ο συγχωρεμένος ο Σταύρος ο Αλατάς, μάνατζερ τότε. Η πρώτη αντίδραση του Ξυδούς ήταν «ποιος είναι αυτός τώρα, καλά, θα τα πούμε μετά». Τον ξαναβρήκα, όμως, άκουσε το "Σύνορα Παντού" ηχογραφημένο σε μια πρόβα με ένα κασετοφωνάκι και γούσταρε. Και στο τέλος μου είπε «μπράβο ρε Μητσάρα! Είσαι αληθινός ροκάς» –πάντα έτσι μου μίλαγε. 

Γίναμε φίλοι έκτοτε, τον θυμάμαι που πάντα ήθελε να φύγει από την παραγωγή και να μπει στη δημιουργική διαδικασία κι έλεγε συνέχεια την ατάκα του Ian Gillan, ότι οι παραγωγοί είναι αποτυχημένοι μουσικοί. Και ήταν βέβαια ο Μάνος που επέμεινε να μπει πρώτο το "Κάνω Μια Ευχή" στον δίσκο, εγώ δεν ήθελα. Έλεγα, μα εμείς παίζουμε epic metal! Κι εκείνος μου απαντούσε «άστα τώρα αυτά!» (γέλια)

Πώς μπλέχτηκε στο "Κάνω Μια Ευχή" η Τζένη Στράλλα, αφήνοντας το δικό της αποτύπωμα στην ιστορία του ελληνικού metal;

Στο Ωδείο Χαλανδρίου είχα μια δασκάλα, τη Βάλια την Κουλάκου, με την οποία έκανα αρμονία και αντίστιξη. Όταν ήμουν 18 εκείνη έφυγε, άνοιξε το παράρτημα του Εθνικού Ωδείου στην Αγία Παρασκευή και με κάλεσε να διδάξω θεωρία και κλασική κιθάρα. Πήγα, βέβαια. Κι εκεί, ανάμεσα στις μαθήτριές μου, ήταν και η Τζένη η Στράλλα, η οποία μου έριχνε καμιά δεκαριά χρόνια και ήταν φαρμακοποιός στην Κυψέλη. 

Γίναμε φίλοι, της έδωσα τον πρώτο μου σόλο δίσκο, πριν τους Εξόριστους (το Δωριείς: Επιστροφή Στη Γη), μου έδωσε κι εκείνη ένα βιβλίο της με στίχους που είχε εκδώσει τότε. Μια μέρα ήρθε στο στουντιάκι και της έπαιξα στο πιάνο το θέμα της αρχής του "Κάνω Μια Ευχή", το οποίο βέβαια δεν υπήρχε ακόμα ούτε σαν τίτλος, ούτε καν σαν κομμάτι. Και τη βλέπω, βάζει τα κλάματα. 

Εγώ τα έχασα, μου είπε όμως αν ποτέ το βγάλεις αυτό σε δίσκο, θα ήθελα να γράψω τους στίχους. Κι έτσι κι έγινε, συνέβαλλε πολύ με το ταλέντο της για την επιτυχία του "Κάνω Μια Ευχή". Έχω πια να τη δω πάρα πολύ καιρό, μπορεί και μια 20ετία. Αλλά έμαθα από έναν fan ότι έχει φαρμακείο στην Αγία Παρασκευή. 


Γιατί συναντήσατε τόσες δυσκολίες, πριν την παρέμβαση του Ξυδούς; Τι έκανε τις πόρτες των δισκογραφικών της δεκαετίας του 1980 να μένουν κλειστές;

Στις μεγάλες ελληνικές δισκογραφικές, τότε, δεν ήξεραν τίποτα από heavy metal. Μόνο τους Iron Maiden γνώριζαν, καθώς τους έβγαζε η ΕΜΙ, όπως και τους Queen, οι οποίοι βρίσκονταν στον τελευταίο τους δίσκο. Οι περισσότεροι μάνατζερ και παραγωγοί προέρχονταν από τα λαϊκά ή και τα σκυλάδικα, δεν μπορούσες ούτε να συζητήσεις μαζί τους, δεν είχαν καν ιδέα τι είναι το metal. 

Στην περίπτωσή μας, το έσωσε απλά, κάπως, ο ελληνικός στίχος. Για αγγλικό στίχο δεν κάναμε νύξη ποτέ, δεν ξέρω αν είχε βρει μεγαλύτερη προσοχή, καθώς η ΕΜΙ ήταν ακόμα τότε ΕΜΙ Βαλκανίων & Μέσης Ανατολής, οπότε είχε και Άγγλο πρόεδρο. Νομίζω πάντως ότι ο ελληνικός στίχος τράβηξε περισσότερη προσοχή, αν και προφανώς δεν κατάλαβαν τίποτα απ' όσα έλεγε. Γι' αυτό και μπήκε πρώτο στον δίσκο το "Κάνω Μια Ευχή", ενώ εγώ ήθελα πρώτο το "Σύνορα Παντού", που ο Ξυδούς δέχτηκε να μπει δεύτερο. Τελικά, βέβαια, στο δικό μας κοινό ακούστηκε περισσότερο το "Δόξα Και Τιμή".

Εσύ γιατί διάλεξες τον ελληνικό στίχο, σε εκείνα τα χρόνια;

Ήταν κάτι το αυθόρμητο. Έσπρωχνε βέβαια προς τα εκεί και η θεματολογία, αλλά μου άρεσε επίσης που η ελληνική γλώσσα διαθέτει φωνήεντα, τα οποία μπορούν να τραγουδηθούν μελωδικά. Προσφέρονται δηλαδή ανοίγματα, όπως και έδαφος για κορώνες. 

Πάντως δεν ήταν εύκολο. Εντάξει, αν έχεις τη σωστή μελωδία θα τα κολλήσεις τα ελληνικά, αλλά το θέμα είναι μετά πώς θα το αποδώσει ο ερμηνευτής. Στους Εξόριστους, κάθε τραγουδιστής έβγαινε από το στούντιο σκοτωμένος και μου λέγανε «ρε Κατή, τι έχεις κάνει εδώ»; 

Χωρίς πλάκα, ο δεύτερος τραγουδιστής μας, ο Στέλιος ο Καρπαθάκης, κόντεψε να λιποθυμήσει όταν ηχογραφούσαμε το "Άννα". Γράφαμε τότε στο στούντιο του Robert Williams, με έναν Ρουμάνο ηχολήπτη, του οποίου η γυναίκα ήταν παιδίατρος. Ο Στέλιος έβγαζε κορώνες πολύ ψηλά και, δεν ξέρω, ίσως να μην είχε κάνει την κατάλληλη προεργασία, είχε τότε κι ένα αλλεργικό πρόβλημα, παραλίγο πάντως να χάσει τις αισθήσεις του. Ευτυχώς ήταν παρούσα η γυναίκα του ηχολήπτη.

Ξέρεις, όμως, ενώ στην πορεία της μπάντας είχατε τραγουδιστές τεχνικά καλύτερους, στη συνείδηση του κοινού ως «κλασική φωνή» των Εξόριστων έμεινε ο Χρήστος Αβράμης...

Ο Χρήστος βέβαια τραγούδησε και το "Κάνω Μια Ευχή", το οποίο παίχτηκε πολύ, ακούστηκε, μπήκε σε συλλογές κτλ. Οπότε είναι φυσιολογικό να ταυτίστηκε περισσότερο ο κόσμος με τη δική του φωνή. Είχε σίγουρα και το συναίσθημα ο Χρήστος, ένα συναίσθημα που κόλλησε πολύ με τις μουσικές και τα τραγούδια του πρώτου ειδικά δίσκου. 

Η ουσία βρίσκεται όμως στο live κι εκεί μπαίνει το τεχνικό, όπως είπες κι εσύ. Κι εκατό λάθη να κάνουν δηλαδή οι υπόλοιποι μουσικοί, ο τραγουδιστής πρέπει να πιάνει τουλάχιστον ένα 70% της απόδοσής του. Μερικά πράγματα, ασφαλώς, είναι θέμα εμπειρίας, από ένα σημείο και μετά. Ο Bruce Dickinson, για παράδειγμα, δεν είναι εκείνος της δεκαετίας του 1980. Είναι όμως γνώστης, ξέρει να χειρίζεται τη φωνή του και καλύπτει τα λάθη και τις όποιες ατέλειες. 

Για μένα, ο καλύτερος τραγουδιστής που είχαν ποτέ οι Εξόριστοι είναι ο Φίλιππος ο Μοδινός, όσον αφορά την τεχνική, την τεχνογνωσία και την απόδοση στις συναυλίες. Συνεργαζόμασταν ήδη πριν στηθεί το νυν line-up της μπάντας, δουλέψαμε π.χ. μαζί στους «300», αλλά και σε οπερατικά πράγματα στον Καναδά.

Οι Εξόριστοι, όπως συχνά έχεις πει κι εσύ, εύκολα παρεξηγούνται. Έχει να κάνει και με την επική θεματολογία των τραγουδιών; Υπάρχει, δηλαδή, ούτως ή άλλως, ένα ζήτημα με ό,τι λέμε «έπος»;

Λίγοι έχουν πιάσει ότι οι στίχοι των Εξόριστων είναι παραβολικοί, ότι μπορεί τα θέματά μας να είναι πατριωτικά, μιλούν όμως και για την κοινωνία, αλλά και για το μέλλον. Υπάρχει όμως πράγματι θέμα με το τι είναι έπος. Έπος δεν είναι ο πόλεμος, το αίμα, οι σκοτωμοί. Αυτό είναι ζήτημα κακής διαχείρισης. Χάνεται, δηλαδή, ότι σημαντικό κομμάτι μιας επικής διήγησης αποτελεί η αγάπη και ο έρωτας που αναπτύσσεται κατά τη διάρκεια ενός πολέμου –με το έπος να έγκειται στο πώς θα μπορέσει να επιβιώσει εν μέσω πολύ δύσκολων καταστάσεων. Και επίσης, σε ένα ευρύτερο πλαίσιο, ουσία του έπους δεν είναι ο πόλεμος, αλλά το πώς θα επιβάλλεις την ειρήνη στον πόλεμο.

Πέραν των σκέψεων για το live CD/DVD, έχετε ήδη στα σκαριά καινούριο υλικό, σωστά;

Ναι, η αλήθεια είναι ότι το ξεκινήσαμε από το 2013, αλλά, επειδή στο ενδιάμεσο έφυγα πάλι για Αμερική κι έκατσα 1,5 χρόνο εκεί, έμεινε κι αυτό στη μέση. Μετά το live σκοπεύουμε να το ξαναπιάσουμε με ταχύτατους ρυθμούς, κυρίως για να τελειώσει η αγωνία των οπαδών, αφού σ' εκείνους το έχουμε υποσχεθεί. 

Έχει ήδη κυκλοφορήσει ένα τραγούδι ως δείγμα, η "Ιστορία Ενός Ήρωα", για το οποίο στόχος είναι να εκδοθεί σε τρεις γλώσσες: ελληνικά, αγγλικά και γερμανικά. Μάλιστα, επειδή υπάρχει κι ένα fan club στην Ουκρανία, μας έχουν προτείνει να το κάνουμε και στα ρώσικα! Και ενδέχεται, απλά το θέμα είναι ότι ο Φίλιππος δεν μπορεί να τραγουδήσει στα ρώσικα. Όλα γίνονται, βέβαια... Σκεφτόμαστε πάντως να βγει και ο δίσκος σε δύο γλώσσες, ελληνικά και αγγλικά. Θα έχει δε το «χρώμα» του πρώτου καιρού των Εξόριστων –θα είναι δηλαδή καθαρά επικός. 

Fan club στην Ουκρανία; Υπάρχουν Εξόριστοι fans και σε άλλα μη αναμενόμενα μέρη;

Τώρα που το λες, έχουμε οπαδούς στη Λατινική Αμερική, και μάλιστα από παλιά. Στην Αργεντινή κυρίως και στο Μεξικό, υπάρχουν όμως και σε άλλες χώρες. Μάλιστα, το 2006 ή το 2007, είδα ότι στον Παναμά πουλούσαν το πρώτο άλμπουμ των Εξόριστων για 1.000 ευρώ! «Ποιος τρελός θα δώσει τόσα λεφτά», σκέφτηκα! (γέλια) Το έχω πάντως αποθηκεύσει για να το θυμάμαι. Ένας άλλος fan, από την Αργεντινή, μας πρότεινε πρόσφατα να πάμε να παίξουμε εκεί. 

Μιας και μιλάμε για συναυλίες στο εξωτερικό, πώς έτυχε το 1994 και βρεθήκατε να παίζετε στη Σερβία, εν μέσω μάλιστα του Βοσνιακού Πολέμου;

Εδώ υπάρχει μια ιστορία που νομίζω δεν την έχω ξαναπεί. Ζούσε τότε στην Ελλάδα ένας Σέρβος δημοσιογράφος, ο οποίος –άκου να δεις τώρα– άκουγε Εξόριστους. Ένας φίλος μου, ο Βασίλης, έτυχε και τράκαρε μια μέρα με τη μηχανή του, πάνω στο αμάξι του! (γέλια) Και εκεί που πλακώνονταν, δεν ξέρω πώς, άρχισαν να μιλάνε για τους Εξόριστους. Ακούω, του λέει ο Σέρβος· εδώ πιο κάτω είναι, του απαντά –και τον έφερε στο στούντιο! Έτσι έγινε η επαφή και βέβαια δεν θα μπορούσε να γίνει αυτό το ταξίδι αν δεν κάλυπτε τα πάντα η κρατική τηλεόραση της Σερβίας, το Beograd TV, η αντίστοιχη δηλαδή ΕΡΤ. 

Ήταν πολύ ωραία εμπειρία, αν και βρεθήκαμε στο μέσον ενός πολέμου, θυμάμαι χαρακτηριστικά ότι σε κάθε κολώνα έβλεπες κηδιόχαρτα, τα περισσότερα μάλιστα για παιδιά 18-25 χρονών... Στην αρχή παγώσαμε, λοιπόν, με τι κέφι να παίξεις; Αλλά οι ίδιοι οι άνθρωποι στη Σερβία μας ανέβασαν. 

Όταν έφτασε το λεωφορείο, ας πούμε, μας περίμεναν εκατοντάδες κόσμου στον σταθμό, σαν να μας ήξεραν από παλιά. Και το στάδιο γεμάτο, όλο το τερέν και οι κερκίδες γύρω-γύρω. Ήταν φοβερό, εγώ δεν έχω ξαναπαίξει μπροστά σε τόσο κόσμο. Άσε που τέτοια οργάνωση μόνο στην Αμερική ξαναείδα. Γι' αυτό και θελήσαμε να βγει εκείνη η live ηχογράφηση, για την ιστορία. Κι ας ήταν ο ήχος όπως ήταν κι ας είχαμε την ατυχία με τον Καρπαθάκη, ο οποίος είχε μεν φωνάρα, αλλά τον έπιασε κρίση άσθματος στη Σερβία και από πάνω έκανε και πυρετό. Γι' αυτό και τραγούδησε έτσι βραχνά, με στριγκλιές.

Είχαν καλέσει κι άλλους καλλιτέχνες και συγκροτήματα από την Ελλάδα, πάντως. Δεν θα πω ονόματα, ήταν όμως φίρμες της εποχής εκείνης –και ακόμα παραμένουν. Και δεν πήγαν, γιατί φοβήθηκαν τον πόλεμο. 

Ως πιτσιρικάς, θυμάσαι αλήθεια ποιοι ήταν οι πρώτοι δίσκοι τους οποίους απόκτησες;

Βέβαια! Ήμουν νομίζω πέμπτη ή έκτη Δημοτικού όταν πήρα το L.A. Woman των Doors. Κι ακολούθησαν το πρώτο Led Zeppelin, το Get Your Wings των Aerosmith, το Easter της Patti Smith και το Breakfast In America των Supertramp. Πορίσματα για κιθαρίστες άρχισα να βγάζω αφότου πήρα το πρώτο άλμπουμ των Rainbow. Το οποίο απόκτησα λίγο τυχαία, από την άποψη δηλαδή ότι είχα πάει σινεμά με τον πατέρα μου, άκουσα εκεί το "Temple Of The King", μου άρεσε κι έψαξα να βρω τον δίσκο. Ο Ritchie Blackmore είναι ίσως ο κατ' εξοχήν κιθαρίστας που με ενέπνευσε μελωδικά, καθώς και ως προς το στυλ και τον τρόπο με τον οποίον έγραφε. 

Και στη συνέχεια, πού πήγες; 

Στη συνέχεια με τράβηξε πολύ το southern rock, πήγα πέρα από τους Lynyrd Skynyrd και τους Allman Brothers Band. Έγινα, ας πούμε, μεγάλος fan των Marshall Tucker Band, άκουγα Doobie Brothers, Arkansas, Outlaw και Charlie Daniels Band. Και λόγω των σπουδών μου με τράβηξε και η κλασική μουσική, κυρίως τα soundtracks –ιδιαίτερα ο Βασίλης ο Πολυδούρης. Άκουγα όμως και ελληνική μουσική. Μου άρεσε ο Γιάννης Μαρκόπουλος, νομίζω πως ο συνδυασμός του με τον Κ. Χ. Μύρη (τον Κώστα Γεωργουσόπουλο δηλαδή) και τον Νίκο Ξυλούρη υπήρξε επικός. Μου άρεσε όμως πολύ και ο Διονύσης Σαββόπουλος: τον βρίσκω φοβερό στιχουργό και ποιητή, μεγάλωσα με τα τραγούδια του. Κι ακόμα τον ακούω.

Πώς ήταν να μεγαλώνεις έχοντας για πατέρα τον Κώστα τον Κατή;

Όπως και τώρα, κι ας έχει βγει στη σύνταξη! (γέλια) Με επηρέασε ο πατέρας μου, στρέφοντάς με στη δημοσιογραφία, γιατί από τη μουσική που παίζαμε εμείς δεν μπορούσες τότε να ζήσεις. Βέβαια το μεροκάματο έβγαινε όσο υπήρχαν έντυπα. Μετά, πάει η δημοσιογραφία... 

Για μένα δημοσιογράφοι δεν είναι αυτοί που τώρα βγαίνουν στα κανάλια, δίχως να έχουν φάει ποτέ τη μουτζούρα στα τυπογραφεία. Θυμάμαι τον πατέρα μου να είναι μες τις μουτζούρες και να κάθεται όλη νύχτα στην εφημερίδα, τελειώνανε 5 η ώρα το πρωί με τον τυπογράφο και πήγαιναν έπειτα για πατσά. Συχνά, μάλιστα, δεν τον έβλεπα: κοιμόταν εκεί, σε έναν καναπέ. 

Με επηρέασε όμως και μουσικά, γιατί ήταν ροκάς. Έχω μια φωτογραφία του από το 1972, με κάτι μουστάκια στυλ Tony Iommi, παντελόνια καμπάνες και χαϊμαλιά! (γέλια) Άκουγε δε πολύ Deep Purple. Μπορεί μάλιστα να έρθει και στο «Κύτταρο» να μας δει, την Παρασκευή.

Από τη ζωή σου στις Ηνωμένες Πολιτείες, που σου απέφερε και διακρίσεις για το ορχηστρικό σου έργο, τι κρατάς;

Στην Αμερική δεν είναι εύκολα τα πράγματα, γι' αυτό και πρέπει να είσαι καλός για να σταθείς. Επίσης, αν η αξιοκρατία στην Ελλάδα βρίσκεται στο 10, εκεί είναι στο 60. Δεν υπάρχουν περιθώρια για ό,τι γίνεται εδώ, που πιάνεις κάποιον και του λες «έχω έναν γνωστό» και τα λοιπά –εκεί, αν συμβεί κάτι τέτοιο, το ίδιο το σύστημα θα σε πετάξει έξω. 

Πολύ παρέα στην Αμερική έκανα με δύο ανθρώπους, τον Μελ Γκίμπσον και τον Κέβιν Κόστνερ. Ο Γκίμπσον είναι πολύ καλό παιδί και άνθρωπος χαμηλού προφίλ, θυμάμαι έναν καφέ που πίναμε στη Σάντα Μόνικα, στον οποίον μου είπε πως δεν είναι παρά το παξιμάδι σε μια βίδα στο όλο οικοδόμημα της Χόλιγουντ βιομηχανίας: «άμα σπάσω, δεν θα με φτιάξουν· θα με πετάξουν». 

Ο Κόστνερ είναι πιο Αμερικάνος, ο Γκίμπσον έχει κι αυτό το αυστραλιανό background και τη σκωτσέζικη καταγωγή, που τον διαφοροποιούν: έχει τη νοοτροπία του Καθολικού. Ο Κόστνερ βρίσκεται πιο κοντά στον Κλιντ Ίστγουντ, ας πούμε. Αλλά είναι καλλιτέχνης κι αυτός, έβαλε λ.χ. το σπίτι του υποθήκη για το «Χορεύοντας με τους Λύκους» και είπε ή θα πετύχει ή θα ζήσω στην ψάθα. Μάλιστα, οι Ινδιάνοι στο Γουαϊόμινγκ, όπου γυρίστηκε η ταινία, του παραχώρησαν κάποια εδάφη δωρεάν, επειδή το θεώρησαν σπουδαίο που έδειξε την αμερικάνικη ιστορία από τη δική τους πλευρά. Το έχει γυρίσει βέβαια στο τραγούδι κι αυτός τώρα, σε country/americana στυλ, ενώ δεν έχει φωνή –έχει κάποιον άλλον δίπλα του, τραγουδάει εκείνος και ο Κόστνερ το μιλάει! (γέλια) Σαν ηθοποιός, όμως, είναι ταλέντο.

Τελευταία, μα σημαντική ερώτηση: είναι αλήθεια ότι σε έχει παντρέψει ο Κωνσταντίνος Μητσοτάκης;

(γελάει) Όχι, ο Κωνσταντίνος Μητσοτάκης ήταν απλά ένας από τους καλεσμένους στον γάμο! Όπως ήταν και άλλοι πολιτικοί που είχαν έρθει, απ' όλους μάλιστα τους χώρους –και από τη Δεξιά και από το Κέντρο και από την Αριστερά. Θυμάμαι π.χ. τον Απόστολο τον Κακλαμάνη από το ΠΑ.ΣΟ.Κ. 

Ο πραγματικός κουμπάρος έφυγε δυστυχώς νέος, μόλις 55 χρονών. Τη συγκεκριμένη φωτογραφία με τον Μητσοτάκη, που έχει δημιουργήσει και την όλη παρεξήγηση, την τράβηξε ο Γιάννης ο Κουτουβός από το Metal Hammer. Τον θυμάμαι να μου λέει «έλα να τη βγάλουμε αυτή, να τους τρελάνουμε όλους!» (γέλια)