04 Ιανουαρίου 2024

Εξόριστοι - συνέντευξη (2015)


Πόσο το τραγουδήσαμε κάποτε, σε άδολα, εφηβικά χρόνια, το "Σύνορα Παντού" και στίχους σαν το «Βγες απ' το φως το λιγοστό, που σου σβήνει το μυαλό». 

Έχοντας αυτές τις μνήμες κατά νου, λοιπόν, αλλά και μια αγάπη άσβεστη για το "Σπαθί Του Νικητή" και μερικά ακόμα απ' όσα ποίησαν οι Εξόριστοι στο μεταίχμιο των 1980s με τα 1990s, ξεκίνησα μια μέρα του Οκτώβρη 2015 να συναντήσω τον Δημήτρη Κατή για καφέ στα Βριλήσσια –με αφορμή ένα live στο «Κύτταρο» κι έναν επερχόμενο δίσκο.

Εκεί, κάναμε μια πλούσια κουβέντα: για το τρακάρισμα που οδήγησε στο ιστορικό live στη Σερβία, για τη φύση και το περιεχόμενο της επικότητας («Έπος είναι το πώς θα επιβάλλεις την ειρήνη στον πόλεμο, το πώς θα επιβιώσει ο έρωτας που αναπτύσσεται σε τέτοιους καιρούς», αξέχαστα λόγια του Κατή αυτά), για τα τραγούδια του Διονύση Σαββόπουλου και του Γιάννη Μαρκόπουλου, για μια πολυσυζητημένη φωτογραφία με τον Κωνσταντίνο Μητσοτάκη, για τις φιλίες με τον Μελ Γκίμπσον και τον Κέβιν Κόστνερ. 

Από όλα αυτά, έπειτα, προέκυψε μια συνέντευξη, η οποία πρωτοδημοσιεύτηκε στο Avopolis και αναδημοσιεύεται τώρα κι εδώ –με ορισμένες μικρές, αισθητικής φύσης τροποποιήσεις.

* οι χρησιμοποιούμενες φωτογραφίες παραχωρήθηκαν από τον ίδιο τον Δημήτρη Κατή, για τις ανάγκες της συνέντευξης


Θα εμφανιστείτε στο «Κύτταρο», σε ένα live που χαρακτηρίζεται «ιστορικό» και πρόκειται, μάλιστα, να ηχογραφηθεί/βιντεοσκοπηθεί. Τι το ιδιαίτερο έχει η συγκεκριμένη βραδιά;

Χαρακτηρίζεται ιστορικό συνειρμικά, καθώς το συνδύασα με τα live που κάναμε στο «Ρόδον». Το οποίο βέβαια δεν υπάρχει πια, υπάρχει όμως το «Κύτταρο», ένας χώρος με τη δική του πορεία, που εξακολουθεί και στηρίζει ροκ συναυλίες. Πράγματι, η βραδιά της Παρασκευής πρόκειται και να ηχογραφηθεί και να βιντεοσκοπηθεί. Αν βγει καλό το αποτέλεσμα, σκεφτόμαστε να εκδοθεί ένα live CD, όπως κι ένα DVD.

Τι θυμάσαι πιο έντονα από τις δικές σας συναυλίες στο «Ρόδον»;

Συνολικά, εμφανιστήκαμε 4-5 φορές στο «Ρόδον», δεν θυμάμαι πότε ακριβώς έγινε το σκηνικό που θα σου πω, πρέπει να ήταν πάντως το 1990 ή το 1991. Έπαιζα, τότε, με μια Peavey Patriot και σε μια έντονη στιγμή στο φινάλε του live την πετάω κάτω. Κι αμέσως σκέφτομαι από μέσα μου «ωχ, τι έκανα, πέταξα την κιθάρα, θα σπάσει, δεν έχω άλλη!» (γέλια) 

Μου έκανε λοιπόν εντύπωση ότι οι οπαδοί δεν όρμησαν. Μάλιστα, με το που τελειώνει το live βλέπω έναν πιτσιρικά να τη φέρνει κρατώντας την και στα δύο χέρια και να την ακουμπάει πάνω στη σκηνή, με έναν γλυκό τρόπο. Ήταν μια πολύ ευγενική κίνηση. Την έχω ακόμα αυτή την Peavey Patriot, πρέπει όμως να βρω κάποιον να μου τη φτιάξει, γιατί έχει ραγίσει. 

Θυμάμαι, επίσης, πόσο τρακ είχαμε στην πρώτη συναυλία στο «Ρόδον»: ήταν και ο Μάνος Ξυδούς εκεί και φοβόμασταν ότι, αν δεν παίζαμε καλά, η ΕΜΙ δεν θα προωθούσε τον δίσκο. Αλλά θυμάμαι και μία ακόμα συναυλία μας, η οποία έγινε παραμονή Χριστουγέννων! 

Τελικά, ποιος είναι ο ρόλος του Μάνου Ξυδούς στην ιστορία των Εξόριστων; Είναι αλήθεια ότι, πριν από τη δική του μεσολάβηση, η ΕΜΙ σας είχε απορρίψει;

Όχι, δεν μας είχε απορρίψει, απλά χτυπάγαμε τότε πόρτες και καμία δεν άνοιγε. Αυτό που έκανε λοιπόν ο Μάνος ο Ξυδούς, ήταν να δώσει την έγκρισή του ώστε η ΕΜΙ να βγάλει το ντεμπούτο μας. Και, εξίσου σημαντικό, το προώθησε και στα δισκάδικα. 

Μας σύστησε στο Πνευματικό Κέντρο του Δήμου Αθηναίων ο συγχωρεμένος ο Σταύρος ο Αλατάς, μάνατζερ τότε. Η πρώτη αντίδραση του Ξυδούς ήταν «ποιος είναι αυτός τώρα, καλά, θα τα πούμε μετά». Τον ξαναβρήκα, όμως, άκουσε το "Σύνορα Παντού" ηχογραφημένο σε μια πρόβα με ένα κασετοφωνάκι και γούσταρε. Και στο τέλος μου είπε «μπράβο ρε Μητσάρα! Είσαι αληθινός ροκάς» –πάντα έτσι μου μίλαγε. 

Γίναμε φίλοι έκτοτε, τον θυμάμαι που πάντα ήθελε να φύγει από την παραγωγή και να μπει στη δημιουργική διαδικασία κι έλεγε συνέχεια την ατάκα του Ian Gillan, ότι οι παραγωγοί είναι αποτυχημένοι μουσικοί. Και ήταν βέβαια ο Μάνος που επέμεινε να μπει πρώτο το "Κάνω Μια Ευχή" στον δίσκο, εγώ δεν ήθελα. Έλεγα, μα εμείς παίζουμε epic metal! Κι εκείνος μου απαντούσε «άστα τώρα αυτά!» (γέλια)

Πώς μπλέχτηκε στο "Κάνω Μια Ευχή" η Τζένη Στράλλα, αφήνοντας το δικό της αποτύπωμα στην ιστορία του ελληνικού metal;

Στο Ωδείο Χαλανδρίου είχα μια δασκάλα, τη Βάλια την Κουλάκου, με την οποία έκανα αρμονία και αντίστιξη. Όταν ήμουν 18 εκείνη έφυγε, άνοιξε το παράρτημα του Εθνικού Ωδείου στην Αγία Παρασκευή και με κάλεσε να διδάξω θεωρία και κλασική κιθάρα. Πήγα, βέβαια. Κι εκεί, ανάμεσα στις μαθήτριές μου, ήταν και η Τζένη η Στράλλα, η οποία μου έριχνε καμιά δεκαριά χρόνια και ήταν φαρμακοποιός στην Κυψέλη. 

Γίναμε φίλοι, της έδωσα τον πρώτο μου σόλο δίσκο, πριν τους Εξόριστους (το Δωριείς: Επιστροφή Στη Γη), μου έδωσε κι εκείνη ένα βιβλίο της με στίχους που είχε εκδώσει τότε. Μια μέρα ήρθε στο στουντιάκι και της έπαιξα στο πιάνο το θέμα της αρχής του "Κάνω Μια Ευχή", το οποίο βέβαια δεν υπήρχε ακόμα ούτε σαν τίτλος, ούτε καν σαν κομμάτι. Και τη βλέπω, βάζει τα κλάματα. 

Εγώ τα έχασα, μου είπε όμως αν ποτέ το βγάλεις αυτό σε δίσκο, θα ήθελα να γράψω τους στίχους. Κι έτσι κι έγινε, συνέβαλλε πολύ με το ταλέντο της για την επιτυχία του "Κάνω Μια Ευχή". Έχω πια να τη δω πάρα πολύ καιρό, μπορεί και μια 20ετία. Αλλά έμαθα από έναν fan ότι έχει φαρμακείο στην Αγία Παρασκευή. 


Γιατί συναντήσατε τόσες δυσκολίες, πριν την παρέμβαση του Ξυδούς; Τι έκανε τις πόρτες των δισκογραφικών της δεκαετίας του 1980 να μένουν κλειστές;

Στις μεγάλες ελληνικές δισκογραφικές, τότε, δεν ήξεραν τίποτα από heavy metal. Μόνο τους Iron Maiden γνώριζαν, καθώς τους έβγαζε η ΕΜΙ, όπως και τους Queen, οι οποίοι βρίσκονταν στον τελευταίο τους δίσκο. Οι περισσότεροι μάνατζερ και παραγωγοί προέρχονταν από τα λαϊκά ή και τα σκυλάδικα, δεν μπορούσες ούτε να συζητήσεις μαζί τους, δεν είχαν καν ιδέα τι είναι το metal. 

Στην περίπτωσή μας, το έσωσε απλά, κάπως, ο ελληνικός στίχος. Για αγγλικό στίχο δεν κάναμε νύξη ποτέ, δεν ξέρω αν είχε βρει μεγαλύτερη προσοχή, καθώς η ΕΜΙ ήταν ακόμα τότε ΕΜΙ Βαλκανίων & Μέσης Ανατολής, οπότε είχε και Άγγλο πρόεδρο. Νομίζω πάντως ότι ο ελληνικός στίχος τράβηξε περισσότερη προσοχή, αν και προφανώς δεν κατάλαβαν τίποτα απ' όσα έλεγε. Γι' αυτό και μπήκε πρώτο στον δίσκο το "Κάνω Μια Ευχή", ενώ εγώ ήθελα πρώτο το "Σύνορα Παντού", που ο Ξυδούς δέχτηκε να μπει δεύτερο. Τελικά, βέβαια, στο δικό μας κοινό ακούστηκε περισσότερο το "Δόξα Και Τιμή".

Εσύ γιατί διάλεξες τον ελληνικό στίχο, σε εκείνα τα χρόνια;

Ήταν κάτι το αυθόρμητο. Έσπρωχνε βέβαια προς τα εκεί και η θεματολογία, αλλά μου άρεσε επίσης που η ελληνική γλώσσα διαθέτει φωνήεντα, τα οποία μπορούν να τραγουδηθούν μελωδικά. Προσφέρονται δηλαδή ανοίγματα, όπως και έδαφος για κορώνες. 

Πάντως δεν ήταν εύκολο. Εντάξει, αν έχεις τη σωστή μελωδία θα τα κολλήσεις τα ελληνικά, αλλά το θέμα είναι μετά πώς θα το αποδώσει ο ερμηνευτής. Στους Εξόριστους, κάθε τραγουδιστής έβγαινε από το στούντιο σκοτωμένος και μου λέγανε «ρε Κατή, τι έχεις κάνει εδώ»; 

Χωρίς πλάκα, ο δεύτερος τραγουδιστής μας, ο Στέλιος ο Καρπαθάκης, κόντεψε να λιποθυμήσει όταν ηχογραφούσαμε το "Άννα". Γράφαμε τότε στο στούντιο του Robert Williams, με έναν Ρουμάνο ηχολήπτη, του οποίου η γυναίκα ήταν παιδίατρος. Ο Στέλιος έβγαζε κορώνες πολύ ψηλά και, δεν ξέρω, ίσως να μην είχε κάνει την κατάλληλη προεργασία, είχε τότε κι ένα αλλεργικό πρόβλημα, παραλίγο πάντως να χάσει τις αισθήσεις του. Ευτυχώς ήταν παρούσα η γυναίκα του ηχολήπτη.

Ξέρεις, όμως, ενώ στην πορεία της μπάντας είχατε τραγουδιστές τεχνικά καλύτερους, στη συνείδηση του κοινού ως «κλασική φωνή» των Εξόριστων έμεινε ο Χρήστος Αβράμης...

Ο Χρήστος βέβαια τραγούδησε και το "Κάνω Μια Ευχή", το οποίο παίχτηκε πολύ, ακούστηκε, μπήκε σε συλλογές κτλ. Οπότε είναι φυσιολογικό να ταυτίστηκε περισσότερο ο κόσμος με τη δική του φωνή. Είχε σίγουρα και το συναίσθημα ο Χρήστος, ένα συναίσθημα που κόλλησε πολύ με τις μουσικές και τα τραγούδια του πρώτου ειδικά δίσκου. 

Η ουσία βρίσκεται όμως στο live κι εκεί μπαίνει το τεχνικό, όπως είπες κι εσύ. Κι εκατό λάθη να κάνουν δηλαδή οι υπόλοιποι μουσικοί, ο τραγουδιστής πρέπει να πιάνει τουλάχιστον ένα 70% της απόδοσής του. Μερικά πράγματα, ασφαλώς, είναι θέμα εμπειρίας, από ένα σημείο και μετά. Ο Bruce Dickinson, για παράδειγμα, δεν είναι εκείνος της δεκαετίας του 1980. Είναι όμως γνώστης, ξέρει να χειρίζεται τη φωνή του και καλύπτει τα λάθη και τις όποιες ατέλειες. 

Για μένα, ο καλύτερος τραγουδιστής που είχαν ποτέ οι Εξόριστοι είναι ο Φίλιππος ο Μοδινός, όσον αφορά την τεχνική, την τεχνογνωσία και την απόδοση στις συναυλίες. Συνεργαζόμασταν ήδη πριν στηθεί το νυν line-up της μπάντας, δουλέψαμε π.χ. μαζί στους «300», αλλά και σε οπερατικά πράγματα στον Καναδά.

Οι Εξόριστοι, όπως συχνά έχεις πει κι εσύ, εύκολα παρεξηγούνται. Έχει να κάνει και με την επική θεματολογία των τραγουδιών; Υπάρχει, δηλαδή, ούτως ή άλλως, ένα ζήτημα με ό,τι λέμε «έπος»;

Λίγοι έχουν πιάσει ότι οι στίχοι των Εξόριστων είναι παραβολικοί, ότι μπορεί τα θέματά μας να είναι πατριωτικά, μιλούν όμως και για την κοινωνία, αλλά και για το μέλλον. Υπάρχει όμως πράγματι θέμα με το τι είναι έπος. Έπος δεν είναι ο πόλεμος, το αίμα, οι σκοτωμοί. Αυτό είναι ζήτημα κακής διαχείρισης. Χάνεται, δηλαδή, ότι σημαντικό κομμάτι μιας επικής διήγησης αποτελεί η αγάπη και ο έρωτας που αναπτύσσεται κατά τη διάρκεια ενός πολέμου –με το έπος να έγκειται στο πώς θα μπορέσει να επιβιώσει εν μέσω πολύ δύσκολων καταστάσεων. Και επίσης, σε ένα ευρύτερο πλαίσιο, ουσία του έπους δεν είναι ο πόλεμος, αλλά το πώς θα επιβάλλεις την ειρήνη στον πόλεμο.

Πέραν των σκέψεων για το live CD/DVD, έχετε ήδη στα σκαριά καινούριο υλικό, σωστά;

Ναι, η αλήθεια είναι ότι το ξεκινήσαμε από το 2013, αλλά, επειδή στο ενδιάμεσο έφυγα πάλι για Αμερική κι έκατσα 1,5 χρόνο εκεί, έμεινε κι αυτό στη μέση. Μετά το live σκοπεύουμε να το ξαναπιάσουμε με ταχύτατους ρυθμούς, κυρίως για να τελειώσει η αγωνία των οπαδών, αφού σ' εκείνους το έχουμε υποσχεθεί. 

Έχει ήδη κυκλοφορήσει ένα τραγούδι ως δείγμα, η "Ιστορία Ενός Ήρωα", για το οποίο στόχος είναι να εκδοθεί σε τρεις γλώσσες: ελληνικά, αγγλικά και γερμανικά. Μάλιστα, επειδή υπάρχει κι ένα fan club στην Ουκρανία, μας έχουν προτείνει να το κάνουμε και στα ρώσικα! Και ενδέχεται, απλά το θέμα είναι ότι ο Φίλιππος δεν μπορεί να τραγουδήσει στα ρώσικα. Όλα γίνονται, βέβαια... Σκεφτόμαστε πάντως να βγει και ο δίσκος σε δύο γλώσσες, ελληνικά και αγγλικά. Θα έχει δε το «χρώμα» του πρώτου καιρού των Εξόριστων –θα είναι δηλαδή καθαρά επικός. 

Fan club στην Ουκρανία; Υπάρχουν Εξόριστοι fans και σε άλλα μη αναμενόμενα μέρη;

Τώρα που το λες, έχουμε οπαδούς στη Λατινική Αμερική, και μάλιστα από παλιά. Στην Αργεντινή κυρίως και στο Μεξικό, υπάρχουν όμως και σε άλλες χώρες. Μάλιστα, το 2006 ή το 2007, είδα ότι στον Παναμά πουλούσαν το πρώτο άλμπουμ των Εξόριστων για 1.000 ευρώ! «Ποιος τρελός θα δώσει τόσα λεφτά», σκέφτηκα! (γέλια) Το έχω πάντως αποθηκεύσει για να το θυμάμαι. Ένας άλλος fan, από την Αργεντινή, μας πρότεινε πρόσφατα να πάμε να παίξουμε εκεί. 

Μιας και μιλάμε για συναυλίες στο εξωτερικό, πώς έτυχε το 1994 και βρεθήκατε να παίζετε στη Σερβία, εν μέσω μάλιστα του Βοσνιακού Πολέμου;

Εδώ υπάρχει μια ιστορία που νομίζω δεν την έχω ξαναπεί. Ζούσε τότε στην Ελλάδα ένας Σέρβος δημοσιογράφος, ο οποίος –άκου να δεις τώρα– άκουγε Εξόριστους. Ένας φίλος μου, ο Βασίλης, έτυχε και τράκαρε μια μέρα με τη μηχανή του, πάνω στο αμάξι του! (γέλια) Και εκεί που πλακώνονταν, δεν ξέρω πώς, άρχισαν να μιλάνε για τους Εξόριστους. Ακούω, του λέει ο Σέρβος· εδώ πιο κάτω είναι, του απαντά –και τον έφερε στο στούντιο! Έτσι έγινε η επαφή και βέβαια δεν θα μπορούσε να γίνει αυτό το ταξίδι αν δεν κάλυπτε τα πάντα η κρατική τηλεόραση της Σερβίας, το Beograd TV, η αντίστοιχη δηλαδή ΕΡΤ. 

Ήταν πολύ ωραία εμπειρία, αν και βρεθήκαμε στο μέσον ενός πολέμου, θυμάμαι χαρακτηριστικά ότι σε κάθε κολώνα έβλεπες κηδιόχαρτα, τα περισσότερα μάλιστα για παιδιά 18-25 χρονών... Στην αρχή παγώσαμε, λοιπόν, με τι κέφι να παίξεις; Αλλά οι ίδιοι οι άνθρωποι στη Σερβία μας ανέβασαν. 

Όταν έφτασε το λεωφορείο, ας πούμε, μας περίμεναν εκατοντάδες κόσμου στον σταθμό, σαν να μας ήξεραν από παλιά. Και το στάδιο γεμάτο, όλο το τερέν και οι κερκίδες γύρω-γύρω. Ήταν φοβερό, εγώ δεν έχω ξαναπαίξει μπροστά σε τόσο κόσμο. Άσε που τέτοια οργάνωση μόνο στην Αμερική ξαναείδα. Γι' αυτό και θελήσαμε να βγει εκείνη η live ηχογράφηση, για την ιστορία. Κι ας ήταν ο ήχος όπως ήταν κι ας είχαμε την ατυχία με τον Καρπαθάκη, ο οποίος είχε μεν φωνάρα, αλλά τον έπιασε κρίση άσθματος στη Σερβία και από πάνω έκανε και πυρετό. Γι' αυτό και τραγούδησε έτσι βραχνά, με στριγκλιές.

Είχαν καλέσει κι άλλους καλλιτέχνες και συγκροτήματα από την Ελλάδα, πάντως. Δεν θα πω ονόματα, ήταν όμως φίρμες της εποχής εκείνης –και ακόμα παραμένουν. Και δεν πήγαν, γιατί φοβήθηκαν τον πόλεμο. 

Ως πιτσιρικάς, θυμάσαι αλήθεια ποιοι ήταν οι πρώτοι δίσκοι τους οποίους απόκτησες;

Βέβαια! Ήμουν νομίζω πέμπτη ή έκτη Δημοτικού όταν πήρα το L.A. Woman των Doors. Κι ακολούθησαν το πρώτο Led Zeppelin, το Get Your Wings των Aerosmith, το Easter της Patti Smith και το Breakfast In America των Supertramp. Πορίσματα για κιθαρίστες άρχισα να βγάζω αφότου πήρα το πρώτο άλμπουμ των Rainbow. Το οποίο απόκτησα λίγο τυχαία, από την άποψη δηλαδή ότι είχα πάει σινεμά με τον πατέρα μου, άκουσα εκεί το "Temple Of The King", μου άρεσε κι έψαξα να βρω τον δίσκο. Ο Ritchie Blackmore είναι ίσως ο κατ' εξοχήν κιθαρίστας που με ενέπνευσε μελωδικά, καθώς και ως προς το στυλ και τον τρόπο με τον οποίον έγραφε. 

Και στη συνέχεια, πού πήγες; 

Στη συνέχεια με τράβηξε πολύ το southern rock, πήγα πέρα από τους Lynyrd Skynyrd και τους Allman Brothers Band. Έγινα, ας πούμε, μεγάλος fan των Marshall Tucker Band, άκουγα Doobie Brothers, Arkansas, Outlaw και Charlie Daniels Band. Και λόγω των σπουδών μου με τράβηξε και η κλασική μουσική, κυρίως τα soundtracks –ιδιαίτερα ο Βασίλης ο Πολυδούρης. Άκουγα όμως και ελληνική μουσική. Μου άρεσε ο Γιάννης Μαρκόπουλος, νομίζω πως ο συνδυασμός του με τον Κ. Χ. Μύρη (τον Κώστα Γεωργουσόπουλο δηλαδή) και τον Νίκο Ξυλούρη υπήρξε επικός. Μου άρεσε όμως πολύ και ο Διονύσης Σαββόπουλος: τον βρίσκω φοβερό στιχουργό και ποιητή, μεγάλωσα με τα τραγούδια του. Κι ακόμα τον ακούω.

Πώς ήταν να μεγαλώνεις έχοντας για πατέρα τον Κώστα τον Κατή;

Όπως και τώρα, κι ας έχει βγει στη σύνταξη! (γέλια) Με επηρέασε ο πατέρας μου, στρέφοντάς με στη δημοσιογραφία, γιατί από τη μουσική που παίζαμε εμείς δεν μπορούσες τότε να ζήσεις. Βέβαια το μεροκάματο έβγαινε όσο υπήρχαν έντυπα. Μετά, πάει η δημοσιογραφία... 

Για μένα δημοσιογράφοι δεν είναι αυτοί που τώρα βγαίνουν στα κανάλια, δίχως να έχουν φάει ποτέ τη μουτζούρα στα τυπογραφεία. Θυμάμαι τον πατέρα μου να είναι μες τις μουτζούρες και να κάθεται όλη νύχτα στην εφημερίδα, τελειώνανε 5 η ώρα το πρωί με τον τυπογράφο και πήγαιναν έπειτα για πατσά. Συχνά, μάλιστα, δεν τον έβλεπα: κοιμόταν εκεί, σε έναν καναπέ. 

Με επηρέασε όμως και μουσικά, γιατί ήταν ροκάς. Έχω μια φωτογραφία του από το 1972, με κάτι μουστάκια στυλ Tony Iommi, παντελόνια καμπάνες και χαϊμαλιά! (γέλια) Άκουγε δε πολύ Deep Purple. Μπορεί μάλιστα να έρθει και στο «Κύτταρο» να μας δει, την Παρασκευή.

Από τη ζωή σου στις Ηνωμένες Πολιτείες, που σου απέφερε και διακρίσεις για το ορχηστρικό σου έργο, τι κρατάς;

Στην Αμερική δεν είναι εύκολα τα πράγματα, γι' αυτό και πρέπει να είσαι καλός για να σταθείς. Επίσης, αν η αξιοκρατία στην Ελλάδα βρίσκεται στο 10, εκεί είναι στο 60. Δεν υπάρχουν περιθώρια για ό,τι γίνεται εδώ, που πιάνεις κάποιον και του λες «έχω έναν γνωστό» και τα λοιπά –εκεί, αν συμβεί κάτι τέτοιο, το ίδιο το σύστημα θα σε πετάξει έξω. 

Πολύ παρέα στην Αμερική έκανα με δύο ανθρώπους, τον Μελ Γκίμπσον και τον Κέβιν Κόστνερ. Ο Γκίμπσον είναι πολύ καλό παιδί και άνθρωπος χαμηλού προφίλ, θυμάμαι έναν καφέ που πίναμε στη Σάντα Μόνικα, στον οποίον μου είπε πως δεν είναι παρά το παξιμάδι σε μια βίδα στο όλο οικοδόμημα της Χόλιγουντ βιομηχανίας: «άμα σπάσω, δεν θα με φτιάξουν· θα με πετάξουν». 

Ο Κόστνερ είναι πιο Αμερικάνος, ο Γκίμπσον έχει κι αυτό το αυστραλιανό background και τη σκωτσέζικη καταγωγή, που τον διαφοροποιούν: έχει τη νοοτροπία του Καθολικού. Ο Κόστνερ βρίσκεται πιο κοντά στον Κλιντ Ίστγουντ, ας πούμε. Αλλά είναι καλλιτέχνης κι αυτός, έβαλε λ.χ. το σπίτι του υποθήκη για το «Χορεύοντας με τους Λύκους» και είπε ή θα πετύχει ή θα ζήσω στην ψάθα. Μάλιστα, οι Ινδιάνοι στο Γουαϊόμινγκ, όπου γυρίστηκε η ταινία, του παραχώρησαν κάποια εδάφη δωρεάν, επειδή το θεώρησαν σπουδαίο που έδειξε την αμερικάνικη ιστορία από τη δική τους πλευρά. Το έχει γυρίσει βέβαια στο τραγούδι κι αυτός τώρα, σε country/americana στυλ, ενώ δεν έχει φωνή –έχει κάποιον άλλον δίπλα του, τραγουδάει εκείνος και ο Κόστνερ το μιλάει! (γέλια) Σαν ηθοποιός, όμως, είναι ταλέντο.

Τελευταία, μα σημαντική ερώτηση: είναι αλήθεια ότι σε έχει παντρέψει ο Κωνσταντίνος Μητσοτάκης;

(γελάει) Όχι, ο Κωνσταντίνος Μητσοτάκης ήταν απλά ένας από τους καλεσμένους στον γάμο! Όπως ήταν και άλλοι πολιτικοί που είχαν έρθει, απ' όλους μάλιστα τους χώρους –και από τη Δεξιά και από το Κέντρο και από την Αριστερά. Θυμάμαι π.χ. τον Απόστολο τον Κακλαμάνη από το ΠΑ.ΣΟ.Κ. 

Ο πραγματικός κουμπάρος έφυγε δυστυχώς νέος, μόλις 55 χρονών. Τη συγκεκριμένη φωτογραφία με τον Μητσοτάκη, που έχει δημιουργήσει και την όλη παρεξήγηση, την τράβηξε ο Γιάννης ο Κουτουβός από το Metal Hammer. Τον θυμάμαι να μου λέει «έλα να τη βγάλουμε αυτή, να τους τρελάνουμε όλους!» (γέλια)



Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου