04 Φεβρουαρίου 2024

Closer - συνέντευξη (2007)


Οι Closer ήταν από τις μπάντες που διακρίθηκαν στο ελληνικό alternative rock στερέωμα που θέλησε να εκφραστεί με αγγλικό στίχο, γνωρίζοντας ανέλπιστη ραδιοφωνική επιτυχία με το "Wine" (1998) –στο μεσοδιάστημα μεταξύ Sharp Ties και Raining Pleasure. Εκείνη τη χρονιά, μάλιστα, το 1998, τους είδαμε και στο ιστορικό Rockwave Festival με τους Pulp και τους Sonic Youth.

Τον Μάρτιο του 2007, πάλι, όταν συνάντησα τον Ανδρέα Παππά (φωνητικά), τον Βαγγέλη Παππά (μπάσο) και τον Γιάννη Βερβέρη (κιθάρα) για καφέ, το σκηνικό ήταν αρκετά διαφορετικό: οι αγγλόφωνες μπάντες είχαν γίνει πια νόρμα στο εγχώριο alternative rock και οι Closer προσπαθούσαν να ξαναβρούν τον βηματισμό τους, ύστερα από σιωπή αρκετών ετών, την οποία έσπασαν το 2006, κυκλοφορώντας το τρίτο τους άλμπουμ «Closer».

Από τη συνάντησή μας προέκυψε μια συνέντευξη, η οποία πρωτοδημοσιεύτηκε, τότε, στο Avopolis και αναδημοσιεύεται τώρα κι εδώ, με μικρές, αισθητικής φύσης τροποποιήσεις.

* οι χρησιμοποιούμενες φωτογραφίες προέρχονται από υλικό που δόθηκε κατά καιρούς στον Τύπο, ως promo


Επιχειρείτε, μαθαίνω, να αξιοποιήσετε το χαρτί της παρουσίας στο εξωτερικό. Πώς σκοπεύετε να το χειριστείτε;

Βαγγέλης: Για εμάς το θέμα είναι να κάνουμε κάποια καλά live κάπου έξω. Για να γίνει κάτι τέτοιο πιο συστηματικά, όμως, χρειάζεται να υπάρχει από πίσω και ατζεντοκατάσταση –και στην Ελλάδα αυτό δεν είναι και τόσο αναπτυγμένο. Μερικές συναυλίες μπορούν να γίνουνε, πάντως: για να κυκλοφορήσει ο δίσκος και στο εξωτερικό, άλλωστε, χρειάζονται και ζωντανές εμφανίσεις. Αν δεν παίζεις live, δεν προχωράει το πράγμα.

Ανδρέας: Και είναι και πολύ διαφορετικό να παίζεις στο εξωτερικό, σε μερικά μαγαζιά, από το να μπορείς να μαζέψεις κάπου κόσμο. Εγώ, δηλαδή, προτιμώ να κάνω ένα μεγάλο live και καλό, παρά δεκαπέντε μικρά live σε χώρους στους οποίους θα μπορούσα να το κάνω και μένοντας εδώ. Άμα τα λες αυτά, βέβαια, ακούγεσαι κάπως...

Είναι, για σας, το live το νούμερο 1 κριτήριο για μια μπάντα;

Βαγγέλης: Για εμένα προσωπικά, ναι. Δεν υπάρχει λόγος να παίζεις και να βγάζεις μόνο δίσκους. Αυτό που γουστάρει όποιος φτιάχνει μουσική είναι να παίζει live… Γι' αυτό και πολλοί κάνουν live και δεν βγάζουν δίσκο.

Θέλετε να μου αναλύσετε αυτό που δηλώσατε στη Χριστίνα Κασσεσιάν, στο περιοδικό «Sonik», ότι το άνω των 25 ετών κοινό σας το έχει ρίξει στη «folk» διασκέδαση;

Βαγγέλης: Στην Ελλάδα πολλοί ακούν ξένη μουσική και ψάχνονται. Και μόλις φτάσουν 25, όλοι μετά ακούνε ελληνικά.

Γιάννης: Σε κάποιο σημείο σταματάνε να το ψάχνουνε και ακούνε μετά ό,τι τους φτάνει στα αυτιά. Κάνουνε πια κάτι άλλο, δουλεύουν ας πούμε, οπότε η μουσική περνάει σε δεύτερη μοίρα.

Βαγγέλης: Επειδή ζούμε στην Ελλάδα, το λογικό σου λέει είναι να ακούς ελληνική μουσική. Έτσι πείθονται όλοι και λένε εντάξει, σταματάω να το ψάχνω πια και, αφού χρειάζομαι μουσική υπόκρουση στη ζωή μου, ας είναι, ξέρω 'γω, ο Γιώργος Νταλάρας.

Εσάς, ως ακροατές, δεν σας αφορά καθόλου η ελληνική μουσική;

Βαγγέλης: Είναι λίγο περίεργο, αλλά ό,τι έχουμε ακούσει ως τώρα, δεν μας έχει αγγίξει. Υπάρχουν κατά καιρούς κάποιοι στίχοι που μας αγγίζουνε, ως ήχος όμως δεν υπάρχει κάτι που αν το ακούσω θα πω π.χ. «α, να πάω να πάρω τον δίσκο του τάδε». Δεν ξέρω, μπορεί να είναι και δικό μας πρόβλημα αυτό.

Έχετε σκεφτεί να κάνετε κάτι σαν αυτό που θέλουν να κάνουν οι Last Drive με το πρώτο τους EP, να επανακυκλοφορήσετε δηλαδή το σπάνιο, πια, Fly In The Milk (1996);

Γιάννης: Ξέρεις, κανονικά είχαμε ηχογραφήσει πέντε τραγούδια για εκείνη την κυκλοφορία και τελικά δεν βγήκαν όλα. Και είχαμε φτιάξει κι ένα EP με άλλα πέντε τραγούδια, το οποίο δεν κυκλοφόρησε ποτέ.

Ανδρέας: Μια εταιρεία που λεγόταν Ιπτάμενοι Δίσκοι ήταν να βγάλει δουλειές από πέντε συγκροτήματα που μετείχαν τότε σε μια συλλογή. Ένα από αυτά ήταν και οι Closer. Ε, από αυτούς τους πέντε δίσκους, δεν κυκλοφόρησε τελικά κανένας.

Γιάννης: Νομίζω βγάλαν έναν, των Nightstalker μου φαίνεται;

Ανδρέας: Πάντως εγώ νομίζω ότι, αν είναι να επανακυκλοφορήσουμε κάτι, έχει περισσότερο νόημα να το ξαναδουλέψουμε, παρά να το βγάλουμε όπως ήταν τότε.

Η εμπειρία σας με τις εταιρείες στην Ελλάδα δεν πρέπει να ήταν και η καλύτερη. Θυμάμαι κα παλιά είχατε δηλώσει σε μια συνέντευξη ότι, παρότι παίζετε καλύτερα από διάφορα ελληνόφωνα συγκροτήματα, δεν έχετε την ίδια αντιμετώπιση...

Βαγγέλης: Αυτό γινόταν παλιά, τότε μας πιέζανε να βάλουμε ελληνικό στίχο. Τώρα πια δεν υπάρχουν τέτοιες πιέσεις. 

Τώρα νομίζω ότι οι πολυεθνικές έχουν γίνει σαν τις παλιές ανεξάρτητες εταιρείες, δηλαδή πλέον τα λεφτά για να βγει ένας δίσκος τα δίνουν λάου-λάου και με πολλή σκέψη. Έχουν γίνει όπως ήταν οι καλές ανεξάρτητες πριν 10 χρόνια. Στην Ελλάδα τουλάχιστον, για αυτή την εμπειρία μιλάμε.

Πώς βλέπετε την τεχνολογική έκρηξη, σε σχέση με τη μουσική;

Γιάννης: Πλέον μπορείς να γράφεις μουσική στο σπίτι σου, να κάνεις τα πάντα. Έχει και τα καλά και τα κακά. Μπορείς, ας πούμε, να δοκιμάσεις πράγματα, χάνεις όμως τελείως την αίσθηση του live.

Βαγγέλης: Έτσι όπως έχει γίνει το πράγμα ακούμε όλοι ψηφιακά. Τα νέα παιδιά δεν ξέρουν καν τι είναι ο αναλογικός ήχος, έχει χαθεί η ζεστασιά του αναλογικού. Τώρα σου στέλνει μήνυμα κάποιος ότι ακούει τον δίσκο σου στο κινητό του. 

Εγώ έχω πάρει γαμώ τα ηχεία, έχω πάρει πικάπ, έχω πάρει τόσα πράγματα για να ακούω καλύτερο ήχο και εσύ μου λες ότι γουστάρεις που ακούς τον δίσκο στο κινητό, σε μια τέτοια ποιότητα; Γι' αυτό ξαναγυρνάω σε ό,τι λέγαμε πριν, πως μόνο το live έχει μείνει και τίποτα άλλο.

Ανδρέας: Μπορείς να κατεβάσεις πολύ εύκολα δύο-τρία τραγούδια να ακούσεις από κάποιο νέο άλμπουμ. Αλλά, προκειμένου να τα κατεβάσεις γρήγορα, μπορεί να τα πάρεις και συμπιεσμένα έτσι ώστε ακούγοντάς τα να χάνεις πράγματα. Πολλά πράγματα. Το ζήτημα είναι να έχεις ίντερνετ, να παίρνεις τις πληροφορίες, να ακούς αυτά που θες να ακούσεις, αλλά μετά να αγοράζεις και κάτι, αν σου αρέσει πολύ.

Πιστεύετε ότι τα όσα παίζουνε τα ανά την Ελλάδα rock bars επηρεάζει τελικά το είδος rock που ακούει ο κόσμος;

Ανδρέας: Το αντίθετο πιστεύω. Ότι επηρεάζονται τα ροκόμπαρα από ό,τι παίζουν τα ραδιόφωνα, ώστε να μπορέσουν να ικανοποιούν τα γούστα των θαμώνων.

Γιάννης: Για μένα δεν υπάρχει ραδιόφωνο στην Ελλάδα. Κατά πόσο μπορεί όντως να παίξει κανείς ό,τι πραγματικά θέλει;

Οι Closer πώς ζούνε, αλήθεια; Κάνετε όλοι άλλοι δουλειές για να μπορείτε να παίζετε μουσική;

Ανδρέας: Ναι, αυτό συμβαίνει.

Βαγγέλης: Όταν σε κάποιο διάστημα δοκιμάσαμε να μην το κάνουμε και να δούμε πού θα βγάλει, τον έναν μήνα μπορεί π.χ. να ήμουν καλά, τον άλλον να μην είχα να πάρω τσιγάρα. Θέλει να διαθέτεις οικονομικό background, αλλιώς υπάρχει πρόβλημα.

Ανδρέας: Οι Closer δεν ήταν ποτέ συγκρότημα φοιτητών. Δεν είχαμε ποτέ μια περίοδο τεσσάρων χρόνων να βοηθούμαστε οικονομικά από γονείς, οπότε να υπάρχει άνεση να κάνουμε ό,τι θέλαμε. Αυτά τα τέσσερα-πέντε χρόνια των σπουδών είναι μεγάλη πολυτέλεια, έχεις τον χρόνο να κάνεις πολλά πράγματα.

Σας τρομάζει αυτή η κατάσταση; Δεν νιώθετε να χάνεται χρόνος και ψυχή, που θα μπορούσατε να τα επενδύσετε στο συγκρότημα;

Ανδρέας: Μα το ζούμε κάθε μέρα. Μας ενοχλεί αφάνταστα. Αλλά τι να κάνουμε;

Γιάννης: Συνεχίζεις, όμως, γιατί έχεις την ανάγκη αυτή, θέλεις να δώσεις πράγματα.

Βαγγέλης: Εμείς, γενικά, έχουμε συνειδητοποιήσει ότι αυτό είναι το κοινό μας στην Ελλάδα, πέντε π.χ. χιλιάδες; Πέντε χιλιάδες, τέλος. Δεν έχει παραπάνω, γιατί είμαστε στην Ελλάδα. Και δεν θέλουμε να αρχίσουμε τις εκπτώσεις. 

Το πραγματικό ζητούμενο, λοιπόν, δεν είναι πώς θα ανοιχτείς στην Ελλάδα, αλλά πώς θα ανοιχτείς προς τα έξω. Πώς δηλαδή θα βρεις εκείνους τους άλλους που ενδεχομένως να ήθελαν να σε ακούσουν στην Ιταλία π.χ. ή στη Γερμανία κτλ. Αυτό που κάνουν με άλλα λόγια και πολλά συγκροτήματα από την Αγγλία και την Αμερική και ζουν από αυτό.



Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου