21 Νοεμβρίου 2021

Converge - The Dusk In Us [δισκοκριτική, 2017]


Από την ώρα που ανακοινώθηκε η συνεργασία των Converge με την Chelsea Wolfe, την περίμενα πώς και πώς, καθώς αυτή η τάση ανακατέματος παρεμφερών μα όχι και ταυτόσημων «σκληρών» ανησυχιών –την οποία ξεκίνησαν το 2016 οι Cult Of Luna, αν δεν μου διαφεύγει τώρα κάτι, συμπράττοντας με την Julie Christmas– έχει δώσει ενδιαφέροντες καρπούς τα τελευταία χρόνια.

Ο κοινός δίσκος λέγεται Bloodmoon: I και βγήκε προχθές. Και, σε πρώτη τουλάχιστον επαφή, με απογοήτευσε. Δεν ξέρω αν ήταν θέμα προσδοκιών, πάντως, αν εξαιρεθεί το τραγούδι "Coil", ίσως και το "Blood Moon" (μπορείτε να δείτε και το επίσημο βιντεοκλίπ του στον σύνδεσμο στο τέλος της ανάρτησης), δεν άκουσα κάτι που να στέκεται στο ύψος των αυτόνομων καταθέσεων των δύο καλλιτεχνικών οντοτήτων.

Η Chelsea Wolfe έχει βέβαια δρόμο μπροστά της για να μας εκπλήξει ακόμα περισσότερο από όσο ήδη έχει καταφέρει, ενώ οι Converge έχουν σίγουρα κάνει το «χρέος» τους και με το παραπάνω: είναι μια μπάντα αναφοράς για τον ήχο του post-hardcore (δευτερευόντως και για το metalcore), που μας έχει χαρίσει δίσκους σαν το Jane Doe του 2001 και συνέχισε να βγάζει πολύ καλές δουλειές έως και πολύ πρόσφατα. 

Για του λόγου το αληθές, με αφορμή τα της επικαιρότητας, ακολουθεί μια κριτική του 2017 για το τότε άλμπουμ τους The Dusk In Us, η οποία πρωτοδημοσιεύτηκε στο Avopolis και αναδημοσιεύεται τώρα εδώ με μικρές, αισθητικής φύσης τροποποιήσεις. 


Δεκάξι χρόνια αφότου έβγαλαν μια δισκάρα αναφοράς για τον χώρο όπου τέμνεται το punk με το αμερικάνικο hardcore και το alternative φάσμα του heavy metal (Jane Doe, 2001), οι Converge είναι ακόμα σε θέση να πάρουν κεφάλια και να βγάλουν από μέσα σου την πιο αγνή πώρωση, σπρώχνοντας συνάμα λίιιγο παραπέρα έναν ήχο που θα ορκιζόσουν ότι δεν διαθέτει πια άλλες μεγάλες συγκινήσεις. 

Η οξυγώνια ενεργητικότητα των Αμερικανών δεν έχει διόλου κοπάσει κι ας βρίσκονται στο ένατο στούντιο άλμπουμ της καριέρας τους. Οι κιθάρες του Kurt Ballou σε χτυπάνε με μανία μυδραλλιοβόλου, ενώ ο Jacob Bannon ακούγεται λες και κατέχει κάποιο μυστικό μαθηματικής ακριβείας για το πώς να μεταχειρίζεσαι τη φωνή ως φορέα συμπιεσμένης οργής, προξενώντας ελεγχόμενες μα σαρωτικές εκρήξεις κατά το δοκούν. 

Κι εκεί που λες ότι έτσι σφυροκόπημα θα σε πάει ο δίσκος μετά από ένα, δύο, τρία, τέσσερα, πέντε χτυπήματα στη σειρά –με το εναρκτήριο "A Single Tear" και το "Under Duress να είναι μάλλον το συντριπτικότερα– έρχεται ξαφνικά το εφτάλεπτο (και κάτι) "The Dusk In Us" να ποτίσει την εμπειρία με αργόσυρτα, μελαγχολικά χρώματα και φωνητικά που δείχνουν να «σέρνονται» με μια παλιά, βαθιά μαυρίλα, που τόσο δείχνει πια να έχει θαμπώσει από την πολλή ποζεριά των νεογότθων επιγόνων. 

Πρόκειται για έναν σηματοδότη προσεκτικά τοποθετημένο εκ μέρους των Αμερικανών, ώστε να θυμίζει ότι ο νέος αυτός δίσκος ψηλαφεί το «σούρουπο μέσα μας». Ότι δηλαδή βρίσκεται όντως σε επικίνδυνη αποστολή, περιπλανώμενος σε τοπίο με εν δυνάμει απειλητικές σκιές, όπου μπορεί να κρύβεται σκοτάδι και όσα γενικά δίνουν στιλπνές αποχρώσεις στον ψυχικό μας κόσμο. Απλά κάποιος να ενημερώσει τον συμπαθή κατά τα λοιπά Gwilym Mumford της Guardian, ότι αυτό δεν είναι «shoegaze».

Για άλλους το metalcore έχει γίνει φόρμα και συνταγή, μα εδώ οι Converge σου δείχνουν τι γίνεται όταν σχηματοποιεί υπαρκτές, βαθύτερες ανάγκες έκφρασης. Τότε, λοιπόν, έχει τη δύναμη να σε αναστατώσει (και) εγκεφαλικά, αντί απλά να τσακίσει τους ακουστικούς σου πώρους και βέβαια τον σβέρκο σου. Να σε αφήσει σκορπισμένο, να αναρωτιέσαι τι πέρασε από πάνω σου καθώς σβήνει ο απόηχος από τα «γδαρμένα» φωνητικά του Bannon, ακόμα κι αν έχεις φάει τα νιάτα σου στα «σκληρά» της μουσικής. Να σε εκπλήξει ακόμα-ακόμα, με κομμάτια σαν το ομώνυμο ή το "Thousands Οf Miles Between Us" στο φινάλε. 

Πείθοντάς σε, έτσι, ότι εκείνο το πολύπαθο το rock 'n' roll, μπορεί ακόμα. Έστω κι αν το έχουν πνίξει mainstream και φλωροεναλλακτικές περικοκλάδες, αδιάφορες ή πολύ λίγες για να κουβαλήσουν το εκτόπισμά του στον Χρόνο.



05 Νοεμβρίου 2021

Peter Hammill - συνέντευξη (2019)


Ασχέτως των διαφόρων που θα δείτε σε λίγο καιρό, όταν αρχίσουν να βγαίνουν οι λεγόμενες «λίστες της χρονιάς», ένας από τους ιδιαίτερους δίσκους του 2021 μάλλον δεν θα βρίσκεται στις περισσότερες από αυτές. Θα γκώσουμε να διαβάζουμε για τον συμπαθώς μέτριο δίσκο του Floating Points με τον Pharoah Sanders, ο οποίος θα παρουσιάζεται ως σύγχρονο κλάσικ, εάν ασφαλώς τον θυμούνται ακόμα όσοι τον αποθέωσαν εκεί προς Μάρτη/Απρίλη.

Βεβαίως, τα έχουμε ξαναπεί –με ποικίλες αφορμές– για το πόσο προβληματικές είναι αυτές οι «λίστες της χρονιάς», οι οποίες εν τέλει αντανακλούν απλά το περιορισμένο γούστο μιας συγκεκριμένης κοινότητας ακροατών, που κάνει εδώ και χρόνια κουμάντο στον διεθνή (μα και στον εγχώριο) μουσικό Τύπο. Έτσι εξηγούνται άλλωστε και οι συγκλίσεις, οι οποίες δίνουν την πλαστή εντύπωση της «συναίνεσης», ενημερώνοντας με τη σειρά τους το προβληματικό στάτους ψευδο-δημοκρατιών του ίντερνετ τύπου Metacritic.

Ο δίσκος τώρα στον οποίον αναφέρομαι, είναι το In Translation του Peter Hammill. Ή, αλλιώς, η πρώτη δουλειά της μακράς καριέρας του όπου ασχολείται με ...διασκευές! Κι ασφαλώς, όπως άλλωστε θα περίμενε κανείς, αντλεί υλικό από πολλές κατευθύνσεις: από κλασική μουσική, από το παλιό (καλό) American Songbook, ακόμα και από την ιταλική pop. 

Πίσω στον Οκτώβριο του 2010, εντωμεταξύ, κάναμε μια μικρή αλλά ωραία ραδιοφωνική κουβέντα με τον Peter Hammill για το Κόκκινο, μαζί βέβαια με τον Στυλιανό Τζιρίτα, για την παλιά εκδοχή της Συχνοτικής Συμπεριφοράς. Μάλιστα, ο τότε διευθυντής των μουσικών, ο Βαγγέλης ο Βέκιος, ήθελε να μεταφραστεί στα ελληνικά, ώστε να κρατηθεί στο αρχείο του σταθμού. Δυστυχώς δεν προνόησε κανείς μας να κρατήσει αντίγραφο και αγνοώ αν το Κόκκινο έχει όντως κάπου τη συνέντευξη. 

Ο χρόνος, ωστόσο, έφερε ξανά την ευκαιρία να τα πω με τον Peter Hammill. Ήταν αρχές του 2019 κι ετοιμαζόταν να έρθει για δύο συναυλίες στην Αθήνα, οπότε πιάσαμε την κουβέντα από εκεί –άλλωστε απολαμβάνει, όπως μου είπε, τα ταξίδια του στην Ελλάδα. Στη συνέχεια μιλήσαμε βέβαια και για άλλα πράγματα, π.χ. για τον μουσικό μας κόσμο, ο οποίος κατά τη γνώμη του έχει μετατραπεί σε ΙΚΕΑ, μα και για το τέλος των πραγμάτων, το οποίο αναπόφευκτα το σκέφτεται πια, έχοντας διαβεί την έβδομη δεκαετία της ζωής του.

Το κείμενο που προέκυψε από εκείνη τη συζήτηση δημοσιεύτηκε τότε στο Avopolis και αναδημοσιεύεται τώρα εδώ, με μικρές, αισθητικής φύσης τροποποιήσεις.

* οι χρησιμοποιούμενες φωτογραφίες ανήκουν στον James Sharrock και παραχωρήθηκαν για τους σκοπούς της συνέντευξης


Ένα βράδυ αποδείχθηκε πολύ λίγο για το ελληνικό κοινό, το οποίο έχει αρκετά χρόνια να σας δει ζωντανά στην Αθήνα. Ήταν ευχάριστη έκπληξη το sold-out και το επακόλουθο αίτημα για δεύτερη συναυλία;

Ήταν πράγματι μια πολύ ευχάριστη έκπληξη, δηλώνω ενθουσιασμένος που θα εμφανιστώ για δύο συναυλίες στην Αθήνα. Άλλωστε κάτι τέτοιο σημαίνει ότι θα μπορώ να παίξω πολλά διαφορετικά τραγούδια κάθε βραδιά!

Ποιες είναι οι πιο ζωντανές σας αναμνήσεις από τους προηγούμενους ερχομούς σας στην Ελλάδα;

Πάντα μου άρεσε να παίζω στην Ελλάδα, συχνά μάλιστα ερχόμασταν μαζί με τον Stuart Gordon. Αν θυμάμαι κάτι ως ιδιαίτερη στιγμή, είναι η πρώτη-πρώτη έλευση, με τους The K Group. Μια αξιομνημόνευτη, μα και συναισθηματική περίσταση για μένα. 

Στο πιο πρόσφατο άλμπουμ σας From The Trees (2017), υπάρχει ένα τραγούδι με τίτλο μια ελληνική λέξη, το "Anagnorisis". Μιλάει για την ισορροπία μεταξύ προσωπικής και δημόσιας σφαίρας, μέσα από τη ματιά ενός περφόρμερ;

Μια ελληνική λέξη, αλλά κι ένας αγγλικός θεατρικός όρος. Αν και είμαι σίγουρος, τώρα που το συζητάμε, ότι έχει προέλθει από την ελληνική θεατρική παράδοση. Μιλάει για τη στιγμή εκείνη όπου όλα πια αποκαλύπτονται στον αντι-ήρωα ή στον τραγικό ήρωα, στο φινάλε ενός έργου. Ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι ο Βασιλιάς Ληρ.

Ο δίσκος σε αφήνει να σκεφτείς αρκετά για τη θνητότητα, ίσως για το πεπρωμένο, μπορεί και για στιγμές που υπήρξαν χαμένες ευκαιρίες. Σε τι βαθμό αντικατοπτρίζουν όλα αυτά τις δικές σας συνειδητοποιήσεις για τις αλλαγές που φέρνει ο χρόνος;

Θα έλεγα σε μεγάλο βαθμό. Γιατί, προφανώς, βρίσκομαι πλησιέστερα πλέον στο τέλος των πραγμάτων, παρά στην αρχή τους. Γίνεται έτσι αναπόφευκτη για τη σκέψη σου η στροφή προς τη θνητότητα –τόσο στη ζωή, όσο και στη δημιουργία τραγουδιών. Σε απασχολεί δηλαδή ο τρόπος με τον οποίον εξελίσσεται η ζωή κάποιου μα και οι ζωές των άλλων, συχνά μέσα από μυστηριώδεις διαδρομές. 

«Τα τραγούδια είναι ασκήσεις στη μοναξιά», μας είπατε στο Over, πίσω στο 1977. Ισχύει ακόμα κάτι τέτοιο;

Ναι, ισχύει. Η στιγμή που γράφεις ένα τραγούδι παραμένει, σχεδόν πάντα, η στιγμή μιας απόλυτα μοναχικής ενατένισης. Αλλά το ωραίο με τα τραγούδια είναι ότι μετά μπορείς να τα μοιραστείς, παίζοντάς τα ζωντανά!

Σε μια συναυλία σας στην Ιαπωνία το 2016, όμως, δεν τα παίξατε απλά: μοιράσατε και 100 CD-r, με 5 τραγούδια από το επικείμενο From The Trees σε demo εκδοχές. Πέρα από το να δώσετε ένα πολύτιμο δώρο στους πιστούς fans, ήταν άραγε κι ένα σχόλιο για τους μουσικούς μας καιρούς, για τη σύγχυση που φέρνουν οι ατέλειωτες ψηφιακές κυκλοφορίες;

Ήταν οπωσδήποτε μια ενδιαφέρουσα στιγμή αυτή, τόσο για το ακροατήριο, όσο και για μένα. Ήθελα ωστόσο να δω πού στεκόταν εκείνη τη στιγμή το συγκεκριμένο άλμπουμ, δεν είχα κατά νου κάποιο σχόλιο για την εποχή. Μάλιστα, με βοήθησε σημαντικά έπειτα, στη φάση που άρχισα ηχογραφήσεις. 

Όσο για τις ψηφιακές κυκλοφορίες, προσωπικά εξακολουθώ να προτιμώ το φυσικό format. Αλλά, ασφαλώς, εγώ ανήκω στην παλιά σχολή. 

Πίσω στο 2004, μιλώντας στον Nick Hasted της Independent, είπατε ότι «ο κόσμος έχει μετατραπεί σε ΙΚΕΑ κι εγώ παραμένω ένας επιπλοποιός που δουλεύω βάσει παραγγελιών. Δεν πουλάω πολλά και πουλώ μόνο σε ανθρώπους που με ανακαλύπτουν». 15 χρόνια μετά, λοιπόν, πού στεκόμαστε; Κι αν ο κόσμος τότε είχε μεταβληθεί σε ΙΚΕΑ, για πού οδεύουμε πλέον;

Ο κόσμος δείχνει να οδεύει προς το μάξιμουμ χάος και μάλιστα με πολύ ανησυχητικό ρυθμό! Όσον αφορά τη μουσική, δεν παρακολουθώ βέβαια ιδιαίτερα το σημερινό mainstream, αλλά ακόμα μου φαίνεται σαν ένα ΙΚΕΑ μονοπώλιο. 

Παρά ταύτα, είχα, θεωρώ, μια τίμια πορεία και μια τίμια καριέρα. Έχω λοιπόν μόνο συμπάθεια για τους νέους μουσικούς, όσους ξεκινούν στις συνθήκες των καιρών μας, προσπαθώντας να κάνουν κάτι το ενδιαφέρον. Γιατί, σε αντίθεση με τα δικά μου νεανικά χρόνια, τώρα είναι σχεδόν αδύνατον να ζήσει κανείς όντας μόνο μουσικός...

Σε μια άλλη συνέντευξη, είχατε πει εμφατικά ότι δεν είστε ο Neil Diamond. Σας αρέσουν αλήθεια τα τραγούδια του; 

Δεν θα δήλωνα fan του Neil Diamond. Ωστόσο έχω μόνο σεβασμό για το γεγονός ότι δεν έχει σταματήσει να δουλεύει όλα αυτά τα χρόνια. 

Η φημολογία δίνει και παίρνει μετά το Do Not Disturb (2016), την ως τώρα τελευταία κατάθεσή σας με τους Van Der Graaf Generator. Δεν είναι όμως το τέλος του κύκλου σας, έτσι δεν είναι; Πώς θα περιγράφατε το παρόν στάτους της μπάντας;

Το παρόν στάτους, είναι αυτό της αναμονής! (γελάει) Πάντως ελπίζουμε ότι θα μπορέσουμε να κάνουμε κάτι ακόμα. Τώρα, πόσο αργά ή γρήγορα θα γίνει, είναι αβέβαιο.

Να περιμένουμε δική σας, καινούρια μουσική στο άμεσο μέλλον; 

Για την ώρα έκανα μερικές ηχογραφήσεις με τους Isildur's Bane, ένα συγκρότημα από τη Σουηδία. Ακόμα δεν έχω ξεκινήσει να γράφω τίποτα δικό μου. Ελπίζω όμως ότι θα αρχίσω να το κάνω σύντομα!



31 Οκτωβρίου 2021

Αλέξανδρος Εμμανουηλίδης & Μαρία Παπαγεωργίου: μια κοινή συνέντευξη από το 2010, για πρώτη φορά στο ίντερνετ


Μυστήριο πράγμα η μνήμη. Μπορεί να μην έχεις σκεφτεί κάτι για χρόνια ολάκερα και να ανασυρθεί ξαφνικά από τα έγκατά της, λόγω μιας άσχετης αφορμής. 

Κάτι τέτοιο μου συνέβη την Παρασκευή το βράδυ, στο ΙΛΙΟΝ plus. Βέβαια, η αποστολή που είχα αναλάβει έγραφε «Αλκμάν» (αυτά θα τα διαβάσετε στο Αθηνόραμα). Όμως σε ένα από τα μπροστινά τραπεζάκια είδα να κάθονται δίπλα-δίπλα ο Αλέξανδρος Εμμανουηλίδης και η Μαρία Παπαγεωργίου, αμφότεροι καλεσμένοι της μπάντας για κάποια νέα τραγούδια του δίσκου Ξανά Και Ξανά, στα οποία συμμετέχουν με τα φωνητικά τους.

Θυμήθηκα λοιπόν ότι έτσι πλάι ο ένας στον άλλον κάθονταν και 11 χρόνια πριν, στη συνάντησή μας στην πλατεία Μαβίλη, ένα καλοκαιρινό μεσημέρι του Ιουνίου του 2010. Σε μια (σχεδόν) άλλη Ελλάδα, όπου αισθάνονταν Όμορφοι & Ηττημένοι –έτσι λεγόταν ο πρώτος τους κοινός δίσκος για το label Μικρός Ήρως, με τον οποίον συστήθηκε το ταλέντο της Παπαγεωργίου– και τραγουδούσαν για τη γενιά των "700 Ευρώ Το Μήνα". Πού να ξέραμε ότι έρχονταν και χειρότερα...

Η τότε κουβέντα μας δημοσιεύτηκε στο περιοδικό Ήχος και αναδημοσιεύεται τώρα εδώ –για πρώτη φορά στο ίντερνετ– με ορισμένες μικρές, αισθητικής φύσης τροποποιήσεις.

* η κεντρική φωτογραφία προέρχεται από το υλικό που δινόταν τότε στον Τύπο ως promo για την κυκλοφορία του Όμορφοι & Ηττημένοι


Σε πείσμα των καιρών, οι οποίοι προκρίνουν τους μοναχικούς τραγουδοποιούς, εσείς κάνετε ένα βήμα μαζί κυκλοφορώντας τον δίσκο Όμορφοι Και Ηττημένοι. Προτάσσετε έτσι μια άποψη περί δημιουργίας, που έχει λείψει από τα εγχώρια δισκογραφικά πράγματα...

Αλέξανδρος Εμμανουηλίδης: Δεν είμαστε οι μόνοι, κάτι ανάλογο κάνει και η Νατάσσα Μποφίλιου με τον Θέμη Καραμουρατίδη και τον Γεράσιμο Ευαγγελάτο –αν κι εκεί υπάρχει σαφής διάκριση μεταξύ συνθέτη και στιχουργού, δεν υπάρχει κάποιος τραγουδοποιός. Πρέπει να πούμε ότι υπάρχει ένας κοινός παρονομαστής, ο Παρασκευάς ο Καρασούλος και οι ακροάσεις που διοργάνωσε μέσω της Μικρής Άρκτου. Είναι κάτι που προσωπικά με συγκίνησε πολύ, δίνοντάς μου παράλληλα τη δυνατότητα να αναπτύξω το συνθετικό μου σκέλος με βάση μια φωνή με διαφορετικές δυνατότητες από τη δική μου. Στο Όμορφοι Και Ηττημένοι τα περισσότερα τραγούδια είναι γραμμένα πάνω στη φωνή της Μαρίας.  

Μαρία Παπαγεωργίου: Πέρα πάντως από τον Καρασούλο, είναι πιστεύω θέμα και του χαρακτήρα του Αλέξανδρου. Είναι πολύ ανιδιοτελής άνθρωπος. Τον ενδιαφέρει πρώτα το τραγούδι κι έπειτα να εξυπηρετήσει την προσωπική του φιλοδοξία. 

Τελικά δηλαδή αυτή η άποψη του «μαζί» αποτελεί πιστεύετε χαρακτηριστικό της γενιάς σας; Ή έχει περισσότερο να κάνει με τη λογική των ακροάσεων της Μικρής Άρκτου; 

Α.Ε.: Χωρίς τη Μικρή Άρκτο δεν ξέρω αν θα υπήρχε το έναυσμα. Θα μου άρεσε η διαδικασία, όπως κι αν είχε προκύψει, όμως δεν ξέρω αν θα το σκεφτόμουν από μόνος μου. 

Μ.Π.: Έχει να κάνει πάντως και με τη γενιά μας. Αλληλοβοηθιέται πολύ, υπάρχει μια λογική στήριξης και συνεργασιών –δισκογραφικά ή συναυλιακά. 

Εσύ, Μαρία, αν δεν είχε προκύψει κατ’ αυτόν τον τρόπο το ντεμπούτο σου στη δισκογραφία, θα ήσουν ανοιχτή ως τραγουδίστρια στο ενδεχόμενο ενός πολυσυλλεκτικού δίσκου;

Μ.Π.: Νομίζω όχι… Όχι γιατί απορρίπτω εξ’ αρχής την ιδέα –αν μου άρεσαν τα τραγούδια, ενδεχομένως να το έκανα. Το θεωρώ όμως εξαιρετικά δύσκολο να βγει ένα ομοιόμορφο αποτέλεσμα, που να με εκφράζει.

Α.Ε.: Αυτό νομίζω ότι αποτελεί, περισσότερο από κάθε τι άλλο, ένα κύριο χαρακτηριστικό της γενιάς μας –όσο βέβαια μπορώ να το κρίνω. Έχουμε βιώσει το πού έχουν οδηγήσει οι πολυσυλλεκτικοί δίσκοι ή τα άλμπουμ με τις διαρκείς συμμετοχές γνωστών τραγουδιστών. Τα έχουμε απορρίψει μέσα μας κι έχουμε ξαναγυρίσει στην ανάγκη για έναν ολοκληρωμένο δίσκο, φτιαγμένο από έναν ή από δύο δημιουργούς. 

Ακόμα κι αν η δισκογραφία περνάει κρίση και οι δίσκοι δεν πουλάνε πια, πιστεύω πως οι άνθρωποι της ηλικίας μας ενδιαφέρονται περισσότερο να κάνουν έναν καλό δίσκο και ό,τι γίνει, παρά να επιδιώξουν ένα πολυσυλλεκτικό σουξέ. Ο Γιάννης Χαρούλης, ο Απόστολος Ρίζος, η Ρίτα Αντωνοπούλου, η Νατάσσα με τα παιδιά που είπαμε και παραπάνω, όλοι κινούνται με βάση μια τέτοια λογική. Και το θεωρώ καλό. 

Αισθάνεστε επίσης ότι ανήκετε σε μια «όμορφη μα ηττημένη» γενιά;

Μ.Π.: Είμαστε μια γενιά που έχει υποστεί πολλές ήττες. Αλλά δεν πιστεύω ότι θα μας βγει σε κακό, αποτελεί έναυσμα ώστε να κάνουμε κάτι καλύτερο, τελικά. Το θέμα είναι να γυρίσουμε τα πράγματα. Κάποιοι παίρνουν ως απαισιόδοξη δήλωση το «όμορφοι και ηττημένοι», όμως δεν έχουμε τέτοια διάθεση. 

Α.Ε.: Σαν να αλλάζουμε προπονητή, ας πούμε, μετά από μια μεγάλη ήττα, ώστε να δούμε το παιχνίδι μας με διαφορετική λογική. Όλες οι γενιές είναι όμορφες –υπό την έννοια της νεότητας– και όλες έχουν υποστεί ήττες. Στη δική μας περίπτωση αλλάζουν δεδομένα 30 και βάλε χρόνων. Οπότε, αν δεν κάνουμε κάτι τώρα εμείς και οι επόμενοι, δεν ξέρω τι θα γίνει…

Αν και η Μαρία είναι η βασική ερμηνεύτρια του δίσκου, την παράσταση έχει κλέψει νομίζω το τραγούδι για τη γενιά των 700 ευρώ, με τη δική σου φωνή, Αλέξανδρε. Είναι θέμα επικαιρότητας;

Α.Ε.: Είχα την αίσθηση ότι τα ραδιόφωνα πριμοδότησαν το "Όμορφοι Και Ηττημένοι", ίσως όμως έχει να κάνει με τα «έντεχνα» ραδιόφωνα αυτό. Εντάξει, το βρίσκω λογικό. Πρόκειται για ένα τραγούδι που και επίκαιρο ηχεί και διαθέτει γρήγορο ρυθμό, με ειρωνικο-χιουμοριστικό στίχο. Είναι πάντως ένα κομμάτι γραμμένο πριν 3,5 χρόνια. 

Στάθηκε δύσκολο να διαβείτε το δισκογραφικό κατώφλι; 

Μ.Π.: (βαθύς αναστεναγμός, γέλια) Ναι… Ήμασταν άπειροι κι εγώ και ο Αλέξανδρος, όταν φύγαμε από τη Μικρή Άρκτο. Είχαμε στα χέρια μας ένα demo που η αλήθεια είναι πως δεν ήταν σε καλή κατάσταση. Από την άλλη, μας δημιουργήθηκε η αίσθηση ότι δεν υπάρχουν άνθρωποι με αντίληψη της παραγωγής στην Ελλάδα, οι οποίοι να έρθουν να μας δουν σε μια συναυλία ή να μας ακούσουν με μια κιθάρα και να καταλάβουν τι έχουμε στο μυαλό μας και πώς θα μπορούσε να πραγματωθεί. 

Α.Ε.: Μέσα στην κρίση που περνάει, η δισκογραφία διακρίνεται από πανικό. Και νομίζω δεν είναι σε θέση να καταλάβει τι θα τη βοηθήσει, ίσως, σε βάθος πέντε χρόνων. Οι πόρτες πλέον είναι ερμητικά κλειστές για καινούρια πράγματα. Εκτός και έχεις τρόπο να εισχωρήσεις, με το να σε συστήσει ας πούμε κάποιος ως το νέο προϊόν το οποίο μπορεί να πουλήσει. 

Εμείς δεν είχαμε κάτι τέτοιο. Χτυπήσαμε αρκετές πόρτες, μετά κάναμε την παραγωγή μόνοι μας και τότε δόθηκε κάποια προσοχή. Στην αρχή βέβαια μας λέγανε ότι ο δίσκος θα βγει σχεδόν χαριστικά, καθώς δεν έβλεπαν κάτι ικανό να «τραβήξει». Έχουν βλέπεις μάθει να πουλάνε σουξέ, δεν ξέρουν πια πώς να πουλήσουν έναν ολοκληρωμένο δίσκο. 

Ποια είναι η άποψή σας, ως νέων δημιουργών, για το downloading;

Α.Ε.: Πιστεύω ότι ειδικά τα νεότερα παιδιά έχουν τόσο πολύ συνηθίσει στο να κατεβάζουν τζάμπα μουσική, ώστε δεν μπορούν να κατανοήσουν την κάψα των καλλιτεχνών για τη νόμιμη χρήση του διαδικτύου. Θεωρούν ότι διαμαρτυρόμαστε «ξαφνικά».

Μ.Π.: Έχω τσακωθεί με φίλους μου, επειδή δήλωσα τη διαφωνία μου με το να διατίθεται ένας ολόκληρος δίσκος στο ίντερνετ. Και άκουσα ότι δεν είμαι σωστή, γιατί η τέχνη πρέπει να παρέχεται δωρεάν. Κάπου δηλαδή έχει πάψει να υπάρχει λογική. 

Α.Ε.: Στη μουσική είμαστε όλοι αναρχικοί, σε καμία όμως άλλη έκφανση της καθημερινής ζωής. Δεν πάει κανείς, ας πούμε, με την ίδια λογική να ψωνίσει στο μανάβικο. 

Δεν ξέρω ποια είναι η λύση, γιατί ενδεχομένως μια ρύθμιση προς αυτή την πλευρά να ανοίξει μια πόρτα κατάργησης γενικότερων ελευθεριών στο διαδίκτυο. Φοβάμαι δηλαδή ότι ο έλεγχος δεν θα περιοριστεί στα της τέχνης. Ωστόσο θεωρώ πως, ούτως ή άλλως, το διαδίκτυο δεν θα παραμείνει για καιρό ακόμα ελεύθερο. 



30 Οκτωβρίου 2021

Μάρκελλος Χρυσικόπουλος - συνέντευξη (2015)


Από τις τελευταίες εγχώριες δεκαετίες, δύο είναι τα μουσικά μπλουζάκια που μου έχουν μείνει αξέχαστα: το Μόνο Θρας και το Μπαρόκ Ρε Μουνιά.

Το δεύτερο σλόγκαν άνηκε σε έναν πανεπιστημιακό της Κοινωνιολογίας, αλλά το σχετικό μπλουζάκι λάνσαρε ο Μάρκελλος Χρυσικόπουλος: η πιο διακεκριμένη φιγούρα στα καθ' ημάς που έχει σχετιστεί με το τσέμπαλο. 

Σε λίγες μέρες, μάλιστα, θα τον ξαναδούμε στα συναυλιακά δρώμενα της πρωτεύουσας, αλλά ως μαέστρο αυτή τη φορά, καθώς θα διευθύνει την Καμεράτα στη βραδιά της Marlis Petersen στο Μέγαρο (Σάββατο 6 Νοεμβρίου), η οποία είναι ειδικά αφιερωμένη στη μνήμη του Χρήστου Λαμπράκη. Άλλωστε, μην ξεχνάμε, ήταν με πρωτοβουλία του τελευταίου που ιδρύθηκε η Καμεράτα - Ορχήστρα Φίλων της Μουσικής, πίσω στο 1991.

Δοθείσης της αφορμής, το blog επιστρέφει σήμερα σε μια παλιότερη συζήτηση με τον Μάρκελλο Χρυσικόπουλο. Στην οποία δεν γινόταν βέβαια να μην αναφέρουμε το Μπαρόκ Ρε Μουνιά μπλουζάκι, μιλήσαμε πάντως και για το ίδιο το μπαρόκ, για το τσέμπαλο, αλλά και για τον ...αλεξιπτωτισμό!

Η τότε κουβέντα μας (2015) πρωτοδημοσιεύτηκε στο Avopolis και αναδημοσιεύεται τώρα εδώ, με μικρές, αισθητικής φύσης τροποποιήσεις.


Η απόσταση μεταξύ της Chapelle Royale του Λουδοβίκου ΙΔ΄ και των ρεμπέτικων τεκέδων του προπολεμικού Πειραιά δείχνει –και από πολλές απόψεις είναι– τεράστια. Τι είδους «γέφυρες» θα αξιοποιήσεις λοιπόν στη θεματική συναυλία ...Αφού Σε Λίγο Θα Πλαγιάζω Μες Στο Χώμα, με την οποία ξαναγυρνάς φέτος στη Στέγη Ιδρύματος Ωνάση, παρέα με τους Latinistas Nostra; 
 
Δεν ξεκινάμε αυτήν την αναζήτηση αξιοποιώντας κάποιες δεδομένες γέφυρες. Τουναντίον, θελήσαμε –αποφεύγoντας τη λογική του cross over– να αρχίσουμε  χρησιμοποιώντας  ως αφετηρία το ελάχιστο. Μία αναπνοή, μια χειρονομία, μία κοινή, τελικά, επιθυμία για την αναζήτηση του ήχου μας. 

Κατά μία έννοια, ο μόνος λόγος για τον οποίον πιστεύουμε πως η σύγκλιση μπαρόκ και ρεμπέτικου θα προκύψει, είναι διότι μας έχει ξανασυμβεί. Κανένα άλλο εχέγγυο δεν έχουμε πέραν αυτού.
 
Πώς θα περιέγραφες τα Αναγνώσματα του Σκότους, τα οποία κατέχουν κεντρικό ρόλο στην εν λόγω συναυλία, σε κάποιον που δεν έχει ακούσει ποτέ ξανά γι' αυτά; 
 
Ως μία σύνθεση λόγου και μουσικής όπου η τρομακτική βιαιότητα των Θρήνων του Ιερεμία εκφέρεται με την πλέον αφαιρετική και κομψή μουσική της Μπαρόκ εποχής.
 
Στη χώρα μας –νομίζω ωστόσο και διεθνώς– μπαρόκ μουσική μπορείς να απολαύσεις σε χώρους όπως η Στέγη ή το Μέγαρο. Χώρους δηλαδή με έναν ισχυρό και συγκεκριμένο κώδικα, όπου κάθεσαι και παρακολουθείς σιωπηρός και προσηλωμένος τα επί σκηνής δρώμενα. Αν μπορούσαμε όμως να μεταφέρουμε με μια χρονομηχανή τον Φρανσουά Κουπρέν (François Couperin) στη Στέγη τον Απρίλιο, δεν θα την έβρισκε στρεβλή και παράξενη αυτή τη συνθήκη ακρόασης; 
 
Είναι μόνο εικασία, αλλά φαντάζομαι πώς αυτό που κυρίως θα ξένιζε έναν μπαρόκ συνθέτη όπως τον Κουπρέν, είναι ο τρόπος που ακούμε και όχι ο τρόπος με τον οποίον καθόμαστε. Για να το πω διαφορετικά, φταίνε τα αυτιά και όχι ο κώλος μας. 

Η κατάκτηση ενός αυθεντικού ήχου είναι εκ των πραγμάτων ουτοπική, αν θέλουμε να κυριολεκτήσουμε· όμως η διάθεση, η περιέργεια και η ανάγκη για αυτήν την αναζήτηση είναι που κάνουν τη μεγάλη διαφορά.
 
Εσύ, βέβαια, ξέρω ότι τρέφεις μεγάλη αγάπη στον θείο του τελευταίου, τον Λουί Κουπρέν (Louis Couperin). Τι σε τραβάει στη μουσική του; Και ποιους δίσκους θα σύστηνες για μια πρώτη επαφή μαζί του; 
 
Δεν γνωρίζω κάποια πραγματικά μέτρια ηχογράφηση του έργου του. Τελικά αυτός ο συνθέτης, ίσως εξαιτίας της ελευθερίας της γραφής του, έχει τον τρόπο να επιβάλλεται στους ερμηνευτές. Ανήκει σε αυτές τις περιπτώσεις συνθετών που τη μουσική τους δεν μπορείς να την προσποιηθείς.
 
Θα μοιάζει μάλλον αυτονόητο, αλλά σε διαβεβαιώ ότι για πολλούς από τους αναγνώστες μας δεν είναι: ποιες είναι οι κύριες ομοιότητες και διαφορές μεταξύ τσέμπαλου και πιάνου; 
 
Οι αναγνώστες δεν χρειάζεται να ξέρουν οργανολογία για να απολαύσουν την πρότασή μας. Ως έναν βαθμό θα έλεγα πως όσα λιγότερα τεχνικά στοιχεία κατέχει το κοινό, τόσο πιο εύκολο θα είναι να επικεντρωθεί στα ουσιαστικά. Εξάλλου δεν παίζουμε για τους αδαείς, αλλά σίγουρα ούτε και για τους επαΐοντες. 

Η τεχνική κατάρτιση συχνά αναγκάζει σε κριτική ως ένα ακούσιο μέσο προάσπισης της προσωπικότητας. Εμείς όμως σε τέτοιες συναυλίες διακυβεύουμε την προσωπικότητά μας, τα πιστεύω μας, τα δεδομένα μας, τα ανακλαστικά μας –και το ίδιο χρειαζόμαστε και από το κοινό. Προσπαθώ να μην δεσμεύομαι από την κριτική του κοινού, καθώς η πορεία μας προϋποθέτει περισσότερο ενδοσκόπηση, παρά ακρόαση της λαϊκής βούλησης. 
 
Γνώρισες το τσέμπαλο κοντά στη Μαργαρίτα Δαλμάτη, στη Σχολή Βινιανέλλι Αθηνών. Ποιες είναι οι πιο έντονες μνήμες σου από αυτήν τη μαθητεία;
 
Η Μαργαρίτα Δαλμάτη ήταν ένας άνθρωπος βαθιά γενναιόδωρος, σημάδι εκείνου που είναι ειλικρινά ικανοποιημένος στη ζωή και δεν χρειάζεται να εξοικονομεί τις πεντάρες της ύπαρξής του σε κάθε συναλλαγή. Όλοι οι άλλοι υπολοιπόμαστε.
 
Σε μια συνέντευξή του, ο Jordi Savall παρατήρησε ότι μετά την επιτυχία της ταινίας Όλα Τα Πρωινά Του Κόσμου (1991) –και του σχετικού soundtrack, βεβαίως– «οι σχολές γέμισαν από παιδιά γεμάτα ενθουσιασμό για μια μουσική που πριν θεωρείτο αποκλειστικά λόγια». Θα μπορούσε να συμβεί κάτι ανάλογο και στην Ελλάδα;  
 
Αυτή η ταινία ήρθε σε μια εποχή οικονομικής ευμάρειας και κυρίως άνθισης της μπαρόκ μουσικής, προσφέροντας στους Γάλλους –πρωτίστως– τη σύγχρονη απεικόνιση της σχετικά πρόσφατης παράδοσής τους. Εμείς τώρα χρειαζόμαστε τους 300 του Λεωνίδα για να ζήσουμε τον μύθο μας.
 
Στον ελεύθερο χρόνο σου είσαι αλεξιπτωτιστής. Σκέφτεσαι ποτέ τη μουσική ενώ πέφτεις από τα ουράνια;
 
Η ελεύθερη πτώση ήταν ένα παιδικό όνειρο και θεωρώ πρωτεύουσας σημασίας σε αυτήν τη ρευστή πραγματικότητα που ζούμε να συντηρούμε και να προασπιζόμαστε τα παιδικά μας όνειρα.
 
Το μπλουζάκι με τη στάμπα «μπαρόκ ρε μουνιά» που φόραγες μικρότερος χτίζει ήδη έναν μικρό μύθο, ακόμα και ανάμεσα σε ακροατήρια εντελώς άσχετα με τον κόσμο της παλαιάς μουσικής. Τελικά τα πάντα είναι θέμα του πώς τα επικοινωνείς στον κόσμο; 
 
Πρόσφατα στη συνέντευξη τύπου του Φεστιβάλ Αθηνών είπα τη λέξη «πουτάνα». Κατόπιν μία, αξιόλογη ομολογώ, κυρία μού έκανε παρατήρηση, λέγοντας πως χρησιμοποιώντας τέτοιες λέξεις στιγματίζονται και θίγονται οι εκδιδόμενες γυναίκες. Βέβαια εγώ τις εκδιδόμενες γυναίκες τις αποκαλώ εκδιδόμενες γυναίκες και όχι πουτάνες… Ελπίζω να απάντησα εν μέρει.



27 Οκτωβρίου 2021

The Teenagers - συνέντευξη (2008)


Όπως έμαθα από μια φεϊσμπουκική ανάρτηση του –φίλου, κουμπάρου και παλιού συνοδοιπόρου στα μουσικοκριτικά– Τάσου Μαγιόπουλου, οι Teenagers δεν υπάρχουν πια. Τυπικά συμπλήρωσαν 15 χρόνια καριέρας, αφού ιδρύθηκαν το 2005 (για πλάκα, όπως αποκάλυψαν) και διαλύθηκαν τον Οκτώβριο του 2020. Στην πραγματικότητα, ωστόσο, είχαν πάψει να είναι ενεργοί εδώ και αρκετό καιρό κι απλά φρόντισαν να ανακοινώσουν τους τίτλους τέλους με ένα αποχαιρετιστήριο single ονόματι "Do You Remember"

Ο λόγος βέβαια εδώ για τους Γάλλους Teenagers που στήθηκαν στο Παρίσι από τους Michael Szpiner, Dorian Dumont & Quentin Delafon, όχι για τους παλιότερους Αμερικανούς που σχετίστηκαν με τον Frankie Lymon και το "Why Do Fools Fall In Love" (1956) –αυτοί, όσο κι αν σας κάνει εντύπωση, ζουν και βασιλεύουν! Οι εν λόγω Teenagers, πάλι, μπήκαν στη δισκογραφία το 2007 με το ΕΡ The World Is Not Fair, μα κέρδισαν κάποια δημοσιότητα το 2008 με το (μοναδικό τους, τελικά) άλμπουμ Reality Check

Δημοσιότητα, βέβαια, δεν σημαίνει και επιτυχία, αφού το #168 στα charts της Γαλλίας και το #184 στη Βρετανία είναι επί της ουσίας ως μη γενόμενα. Όμως κάποιες γερές μελωδίες και ορισμένοι σαρδόνιοι στίχοι γύρω από το σεξ έκαναν το θαύμα τους για τη μερίδα εκείνη του εναλλακτικού κοινού που δεν φοβήθηκε την ποπαρία τους και αγκάλιασε τραγούδια σαν το "Homecoming" και το "Fuck Nicole".

Πίσω στο 2008, λοιπόν, κατάφερα και βρήκα τον Dorian Dumont για μια σύντομη μα κεφάτη κουβέντα γύρω από την εφηβεία, το indie, το "Homecoming" και τη Σκάρλετ Γιόχανσον. Στον καιρό της δημοσιεύτηκε στο Avopolis, τώρα αναδημοσιεύεται εδώ με μικρές, αισθητικής φύσης τροποποιήσεις.


Παρά το όνομά σας, μόνο έφηβοι δεν είστε. Υπάρχει κάτι που σας ελκύει στην ηλικία που ενέπνευσε το όνομα της μπάντας;

Ναι, έτσι ακριβώς όπως το λες. Μας ελκύει η εφηβική ηλικία γιατί δεν θέλουμε να μεγαλώσουμε. Το να μεγαλώνεις, είναι χάλια.

Αν και προέρχεστε από το Παρίσι, αποφασίσατε να μετακομίσετε στο Λονδίνο. Δεν είναι μια παράξενη επιλογή αυτή για τρεις Γάλλους;

Ήταν πράγματι μια κακή ιδέα, όσον αφορά το φαγητό! Αλλά αν το σκεφτείς από την πλευρά των πάρτυ, του να δημιουργείς μουσική και του να διασκεδάζεις, ήταν μάλλον καλή επιλογή.

Το άλμπουμ Reality Check χαιρετίστηκε από κάποιους ως κάτι σαν νέος σωτήρας για την indie pop. Εσείς, όμως, πόσο indie αισθάνεστε και πόσο pop;

Αισθανόμαστε σαφώς πιο pop, απ' ότι indie. Δεν έχουμε και πολλά να μοιραστούμε με το indie πνεύμα, καθώς και δίσκους θέλουμε να πουλήσουμε και μαζικά σόου να κάνουμε. Θέλω να πω ότι ασφαλώς κι επιθυμούμε να προοδεύσουμε ως μπάντα, χωρίς όμως να φοβόμαστε τη mainstream μουσική.

Τα τραγούδια σας μιλάνε συχνά για το σεξ και τη λαγνεία, που αντιμετωπίζονται με μια χιουμοριστική διάθεση. Συμβαίνει κι αυτό λόγω των έντονων αναφορών σας στην εφηβεία; 

Ναι, γιατί, όταν είσαι έφηβος, όλος σου ο κόσμος περιστρέφεται γύρω από το σεξ και τις σχέσεις. Κι ακόμα έτσι αισθάνομαι ότι είναι για μένα τα πράγματα. Αυτό άλλωστε δεν είναι που μετράει περισσότερο για τους ανθρώπους, γενικά;

«I fucked my American cunt/I loved my English romance/It was a dirty dream came true», λέει το ρεφρέν στο "Homecoming". Τι ενέπνευσε αυτούς τους στίχους; 

Βασικά κάναμε πολύ παρέα με τη Sarah Rozelle, την κοπέλα που λέει μαζί μας το "Homecoming". Η Sarah, τώρα, είναι μισή Γαλλίδα και μισή Αμερικάνα κι έτσι μπορεί να μιλάει με αυτή την έντονη αμερικάνικη προφορά. 

Μια φορά λοιπόν που ήμασταν μεθυσμένοι, μας ήρθε η ιδέα να τη βάλουμε να τραγουδήσει με τη συγκεκριμένη προφορά. Ρίξαμε πολύ γέλιο όταν κάτσαμε και γράψαμε το "Homecoming".

Και με τη Σκάρλετ Γιόχανσον, τι παίζει; Αποτελεί κάποιου είδους σύμβολο για εσάς;

Ήταν σύμβολο, όταν γράψαμε το "Starlett Johansson". Αλλά τώρα έχει γίνει πιο «φυσιολογική» και δεν τη βρίσκουμε πια τόσο κουλ. Πάντως εκείνη την εποχή, αμέσως μετά το Χαμένοι Στη Μετάφραση (2003), αποτελούσε πηγή έμπνευσης.

Τι θα απαντούσατε σε όσους κριτικούς σας συγκρίνουν με τους Pulp;

Θα τους ευχαριστούσαμε! Μεγάλωσα ακούγοντας τη μουσική των Pulp και ακόμα την αγαπώ. Ο Jarvis Cocker είναι ένας θρύλος. 

Θα είμαστε άραγε αρκετά τυχεροί ώστε να μπορέσουμε να σας δούμε live στην Ελλάδα;

Το ελπίζουμε κι εμείς!