21 Νοεμβρίου 2021

Converge - The Dusk In Us [δισκοκριτική, 2017]


Από την ώρα που ανακοινώθηκε η συνεργασία των Converge με την Chelsea Wolfe, την περίμενα πώς και πώς, καθώς αυτή η τάση ανακατέματος παρεμφερών μα όχι και ταυτόσημων «σκληρών» ανησυχιών –την οποία ξεκίνησαν το 2016 οι Cult Of Luna, αν δεν μου διαφεύγει τώρα κάτι, συμπράττοντας με την Julie Christmas– έχει δώσει ενδιαφέροντες καρπούς τα τελευταία χρόνια.

Ο κοινός δίσκος λέγεται Bloodmoon: I και βγήκε προχθές. Και, σε πρώτη τουλάχιστον επαφή, με απογοήτευσε. Δεν ξέρω αν ήταν θέμα προσδοκιών, πάντως, αν εξαιρεθεί το τραγούδι "Coil", ίσως και το "Blood Moon" (μπορείτε να δείτε και το επίσημο βιντεοκλίπ του στον σύνδεσμο στο τέλος της ανάρτησης), δεν άκουσα κάτι που να στέκεται στο ύψος των αυτόνομων καταθέσεων των δύο καλλιτεχνικών οντοτήτων.

Η Chelsea Wolfe έχει βέβαια δρόμο μπροστά της για να μας εκπλήξει ακόμα περισσότερο από όσο ήδη έχει καταφέρει, ενώ οι Converge έχουν σίγουρα κάνει το «χρέος» τους και με το παραπάνω: είναι μια μπάντα αναφοράς για τον ήχο του post-hardcore (δευτερευόντως και για το metalcore), που μας έχει χαρίσει δίσκους σαν το Jane Doe του 2001 και συνέχισε να βγάζει πολύ καλές δουλειές έως και πολύ πρόσφατα. 

Για του λόγου το αληθές, με αφορμή τα της επικαιρότητας, ακολουθεί μια κριτική του 2017 για το τότε άλμπουμ τους The Dusk In Us, η οποία πρωτοδημοσιεύτηκε στο Avopolis και αναδημοσιεύεται τώρα εδώ με μικρές, αισθητικής φύσης τροποποιήσεις. 


Δεκάξι χρόνια αφότου έβγαλαν μια δισκάρα αναφοράς για τον χώρο όπου τέμνεται το punk με το αμερικάνικο hardcore και το alternative φάσμα του heavy metal (Jane Doe, 2001), οι Converge είναι ακόμα σε θέση να πάρουν κεφάλια και να βγάλουν από μέσα σου την πιο αγνή πώρωση, σπρώχνοντας συνάμα λίιιγο παραπέρα έναν ήχο που θα ορκιζόσουν ότι δεν διαθέτει πια άλλες μεγάλες συγκινήσεις. 

Η οξυγώνια ενεργητικότητα των Αμερικανών δεν έχει διόλου κοπάσει κι ας βρίσκονται στο ένατο στούντιο άλμπουμ της καριέρας τους. Οι κιθάρες του Kurt Ballou σε χτυπάνε με μανία μυδραλλιοβόλου, ενώ ο Jacob Bannon ακούγεται λες και κατέχει κάποιο μυστικό μαθηματικής ακριβείας για το πώς να μεταχειρίζεσαι τη φωνή ως φορέα συμπιεσμένης οργής, προξενώντας ελεγχόμενες μα σαρωτικές εκρήξεις κατά το δοκούν. 

Κι εκεί που λες ότι έτσι σφυροκόπημα θα σε πάει ο δίσκος μετά από ένα, δύο, τρία, τέσσερα, πέντε χτυπήματα στη σειρά –με το εναρκτήριο "A Single Tear" και το "Under Duress να είναι μάλλον το συντριπτικότερα– έρχεται ξαφνικά το εφτάλεπτο (και κάτι) "The Dusk In Us" να ποτίσει την εμπειρία με αργόσυρτα, μελαγχολικά χρώματα και φωνητικά που δείχνουν να «σέρνονται» με μια παλιά, βαθιά μαυρίλα, που τόσο δείχνει πια να έχει θαμπώσει από την πολλή ποζεριά των νεογότθων επιγόνων. 

Πρόκειται για έναν σηματοδότη προσεκτικά τοποθετημένο εκ μέρους των Αμερικανών, ώστε να θυμίζει ότι ο νέος αυτός δίσκος ψηλαφεί το «σούρουπο μέσα μας». Ότι δηλαδή βρίσκεται όντως σε επικίνδυνη αποστολή, περιπλανώμενος σε τοπίο με εν δυνάμει απειλητικές σκιές, όπου μπορεί να κρύβεται σκοτάδι και όσα γενικά δίνουν στιλπνές αποχρώσεις στον ψυχικό μας κόσμο. Απλά κάποιος να ενημερώσει τον συμπαθή κατά τα λοιπά Gwilym Mumford της Guardian, ότι αυτό δεν είναι «shoegaze».

Για άλλους το metalcore έχει γίνει φόρμα και συνταγή, μα εδώ οι Converge σου δείχνουν τι γίνεται όταν σχηματοποιεί υπαρκτές, βαθύτερες ανάγκες έκφρασης. Τότε, λοιπόν, έχει τη δύναμη να σε αναστατώσει (και) εγκεφαλικά, αντί απλά να τσακίσει τους ακουστικούς σου πώρους και βέβαια τον σβέρκο σου. Να σε αφήσει σκορπισμένο, να αναρωτιέσαι τι πέρασε από πάνω σου καθώς σβήνει ο απόηχος από τα «γδαρμένα» φωνητικά του Bannon, ακόμα κι αν έχεις φάει τα νιάτα σου στα «σκληρά» της μουσικής. Να σε εκπλήξει ακόμα-ακόμα, με κομμάτια σαν το ομώνυμο ή το "Thousands Οf Miles Between Us" στο φινάλε. 

Πείθοντάς σε, έτσι, ότι εκείνο το πολύπαθο το rock 'n' roll, μπορεί ακόμα. Έστω κι αν το έχουν πνίξει mainstream και φλωροεναλλακτικές περικοκλάδες, αδιάφορες ή πολύ λίγες για να κουβαλήσουν το εκτόπισμά του στον Χρόνο.



Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου