01 Αυγούστου 2021

Καρχαρίες - 105 χρόνια καλοκαιρινού τρόμου: Ένα αινιγματικό περιστατικό από το 1916, που ακόμα στοιχειώνει τη φαντασία μας


Πρόσφατο αρχαιολογικό εύρημα από την Ιαπωνία του 3.000 π.Χ. απέδειξε την αρχαιότερη (γνωστή) επίθεση καρχαρία σε άνθρωπο [1], πιστοποιώντας έτσι κάτι που πάντα υποψιαζόμασταν: γνωριζόμαστε με αυτά τα ψάρια από πολύ παλιά· κατά πάσα πιθανότητα από τη στιγμή που αρχίσαμε να ξανοιγόμαστε συστηματικά στη θάλασσα. 

Οι περισσότεροι λαοί από όσους ανέπτυξαν παράκτιες δραστηριότητες διατήρησαν πολυποίκιλη σχέση μαζί τους, αφού και τους ψάρευαν για να τους φάνε και τους έχρισαν με θρησκευτική υπόσταση. Το μοτίβο αποτυπώνεται γεωγραφικά εξαπλωμένο, κορυφώνεται όμως στα νησιά του Ειρηνικού Ωκεανού, όπου ο καρχαρίας μπορεί να είναι συνάμα πηγή τροφής, θεότητα, τοτέμ, ακόμα και ενσάρκωση νεκρών. Αναγορεύεται λοιπόν σε στοιχείο της κοσμοθεωρίας των εκεί πληθυσμών και δεν είναι τυχαίο ότι μια παλιά διήγηση από τα Τόνγκα τους συνδέει με το νησί Pulotu (κάτι σαν τον Άδη), παρουσιάζοντάς τους ως δώρο από τον κόσμο των θεών. [2] Αλλά ο Δυτικός πολιτισμός έχει πολύ διαφορετική γνώμη. 

Η αρχαία Ελλάδα ήξερε τους καρχαρίες, αλλά οι γνώσεις αυτές δείχνουν να χάνονται κατά τον Μεσαίωνα, ίσως γιατί οι αλιευτικές δραστηριότητες περιορίστηκαν βαθμιαία στα ποτάμια και στα ρηχά νερά. [3] Ξανάγιναν γνώριμοι μετά το 1500, όταν άρχισαν τα μεγάλα εξερευνητικά ταξίδια, και ήταν τότε που υιοθετήθηκαν οι σημερινές λέξεις που τους περιγράφουν στα αγγλικά (shark), στα γαλλικά (requin) και στα ισπανικά (tiburón). Στο φαντασιακό όμως εκείνης της Δύσης κατασκευάστηκαν με εντελώς αντίθετο τρόπο συγκριτικά με τον Ειρηνικό, γενόμενοι ένα αποκρουστικό και επικίνδυνο τέρας της θάλασσας. Ως το 1713, μάλιστα, είχαν ταυτιστεί με το κακό στα αγγλικά, αφού ως sharks περιγράφονταν μεταφορικά οι προικοθήρες –μετά δε το 1806 και οι ...δικηγόροι!

Θεμελιώθηκε λοιπόν ένα στερεότυπο, το οποίο με την πάροδο του χρόνου ισχυροποιήθηκε. Κι αυτό που πραγματικά το τσιμέντωσε στη Δυτική φαντασία, ήταν τα όσα εκτυλίχθηκαν πριν 105 καλοκαίρια στις Ηνωμένες Πολιτείες. Γεγονότα που συνεχίζουν να στοιχειώνουν τη συλλογική μνήμη μέσω ταινιών, ντοκιμαντέρ και βιβλίων, αναγορεύοντας τους καρχαρίες σε τρομακτικό παραθαλάσσιο κίνδυνο, ικανό να διαλύσει κάθε αίσθηση θερινής ραστώνης. Για να καταλάβουμε όμως καλύτερα τον αντίκτυπο όσων συνέβησαν στις παραλίες του Νιού Τζέρσεϊ το 1916, πρέπει να αναλογιστούμε ότι στις αρχές του 20ου αιώνα τα πράγματα με τους καρχαρίες είχαν ηρεμήσει αισθητά, χάρη κυρίως στην πρόοδο της Δυτικής ναυσιπλοΐας. Το κλίμα της εποχής αναπτύσσεται διεξοδικά και σε ένα editorial των New York Times του 1915 ονόματι «Let Us Do Justice to Sharks» (2 Αυγούστου), όπου διασκεδάζεται η αντίληψη ότι πρόκειται για επικίνδυνα ζώα. 

Τα φύλλα βέβαια των μετέπειτα ημερών δείχνουν ότι υπήρξαν αρκετές αντιδράσεις, κάποιες μάλιστα εξοπλισμένες με μαρτυρίες από άλλα μέρη του πλανήτη, όπου τα πράγματα δεν έδειχναν καθόλου έτσι. Αλλά οι τότε ιθύνοντες της εφημερίδας επέμειναν στη γραμμή τους, ίσως γιατί είχαν κατά νου ότι η εύπορη μεσαία τάξη με τις πιο προοδευτικές ιδέες που αποτελούσε (όπως και σήμερα) τη βάση του αναγνωστικού της κοινού, είχε πλέον εφεύρει τις διακοπές στη θάλασσα ως μέσο απόδρασης από τις θερινές θερμοκρασίες των πόλεων. Κι αυτό, με τη σειρά του, είχε καταστεί θεμέλιο μιας νέας επιχειρηματικής δραστηριότητας (ξενοδοχεία, εξοπλισμός παραλίας κτλ.).  


Όλα αυτά, εν τέλει, λειτούργησαν πολλαπλασιαστικά για το σοκ που προκλήθηκε από τα πτερύγια τα οποία φάνηκαν τον Ιούλιο του 1916 στις ακτές του Νιού Τζέρσεϊ, εκεί ακριβώς όπου παραθέριζε η ελίτ της Νέας Υόρκης, της Φιλαδέλφειας και της Ουάσινγκτον. Οι 4 νεκροί που άφησαν πίσω τους έκαναν τα ευκατάστατα στρώματα της εποχής να χάσουν κάθε αίσθηση ανεμελιάς για το καλοκαίρι και τη θάλασσα, με τον «σεισμό» να κλυδωνίζει ακόμα και την προεκλογική καμπάνια του Προέδρου Γούντροου Ουίλσον.

Πρώτο θύμα ήταν ο 23άχρονος Charles Vansant, γόνος μίας από τις παλαιότερες οικογένειες της Φιλαδέλφειας. Πρωτομηνιά του Ιούλη, σε χαλαρή απογευματινή βουτιά στο Beach Haven, βρέθηκε να παφλάζει απεγνωσμένα στο νερό. Ο ναυαγοσώστης Alexander Ott (μέλος της Ολυμπιακής Ομάδας Κολύμβησης των Η.Π.Α.) τον τράβηξε έξω έγκαιρα, ενώ κινητοποιήθηκε άμεσα και ο γιατρός πατέρας του, με δύο ακόμα συναδέλφους. Αλλά δεν σώθηκε: έχοντας χάσει τμήμα του αριστερού ποδιού, πέθανε από ακατάσχετη αιμορραγία. Η είδηση έγινε θέμα στις εφημερίδες της Φιλαδέλφειας, ωστόσο οι New York Times την καταχώνιασαν στη σελίδα 18, υπό τον ουδέτερο τίτλο "Dies after Attack by Fish": μόνο από την περιγραφή μάθαινε κανείς ότι «ίσως» επρόκειτο για καρχαρία. 

Ήθελε η έγκριτη εφημερίδα να διασώσει το άνωθεν editorial της; Ή δεν επιθυμούσε να αναστατώσει τις ροές τουριστών προς το Νιού Τζέρσεϊ, ενόψει των επικείμενων εορτασμών για την Ημέρα Ανεξαρτησίας (4 Ιουλίου); Στις παραλίες, εντωμεταξύ, η τύχη του Vansant δεν είχε πάψει να συζητιέται· αντιμετωπιζόταν όμως ως κάτι το παράδοξο και οπωσδήποτε μοναδικό. Το καθησυχαστικό κλίμα διέλυσαν τα ουρλιαχτά του 27άχρονου Charles Bruder –ενός ελβετικής καταγωγής υπαλλήλου του ξενοδοχείου Essex & Sussex στο Spring Lake, ο οποίος είχε φήμη δεινού κολυμβητή. Όταν μεταφέρθηκε νεκρός στην ακτή, με τα πόδια καταφαγωμένα, οι πάντες σοκαρίστηκαν. Κι αυτή τη φορά τα νέα έγιναν πρωτοσέλιδο ακόμα και στην άλλη άκρη των Η.Π.Α., στο Σαν Φρανσίσκο.

Ανάστατοι, οι ξενοδόχοι μίσθωσαν μηχανοκίνητες βάρκες για περιπολίες, ενώ εγκατέστησαν και δίχτυα στα ανοιχτά των λουόμενων, που πλέον δίσταζαν να μπουν στη θάλασσα. Στο Matawan, ωστόσο, δεν υπήρχε ανησυχία: αν και επικοινωνούσαν μέσω του τοπικού ποταμού με τη θάλασσα, η ακτογραμμή βρισκόταν 25 χιλιόμετρα μακριά, ενώ δεν αποτελούσαν τουριστικό προορισμό, μα μια ήσυχη κωμόπολη, όπου τα καλοκαίρια τα αγόρια βουτούσαν στην εγκαταλειμμένη πια προκυμαία, η οποία είχε μετατραπεί σε αποβάθρα. 

Κάποιες μέρες μετά την επίθεση στο Essex & Sussex, όμως, κάτοικος που πήγαινε για το καθιερωμένο του πρωινό ψάρεμα είδε έκπληκτος τη γκρίζα φιγούρα ενός καρχαρία να ανεβαίνει το ρέμα. Κι ενώ πρόλαβε να βρει στο τηλέφωνο τον αστυνόμο της περιοχής, εκείνος γέλασε και πίστεψε ότι ο συνταξιούχος καπετάνιος είχε επηρεαστεί από τα όσα διάβαζε στις εφημερίδες. Μαθαίνοντας τα νέα, άρχισαν και οι κάτοικοι του Matawan να γελάνε, μέχρι που εμφανίστηκαν τρέχοντας τα ίδια τους τα παιδιά, ολόγυμνα λόγω εμφανούς πανικού [4], φωνάζοντας ότι κάτι σκούρο με πτερύγιο είχε αρπάξει τον 12άχρονο Lester Stillwell.

Ο 24άχρονος ράφτης Stanley Fisher, δεν πίστευε σε καρχαρίες. Αλλά ήξερε τα παιδιά αυτά, καθώς έπαιζαν μαζί μπέιζμπολ· επιπλέον ανησύχησε, επειδή γνώριζε ότι ο μικρός Lester ήταν επιληπτικός. Έσπευσε έτσι στο ποτάμι και εντόπισε βουτώντας το σώμα του αγοριού. Ενώ όμως ετοιμαζόταν να το ανασύρει, κάτι τον άρπαξε μπροστά στα μάτια δεκάδων κατοίκων. Ο νεαρός ράφτης έδωσε μεγάλη μάχη μέχρι να τον προφτάσει μια βάρκα με δύο αστυνομικούς, οι οποίοι χτύπησαν το ψάρι με τα κουπιά, αναγκάζοντάς το να τον απελευθερώσει. Ο Fisher κατάφερε να ανέβει στο πλεούμενο παρότι ο δεξιός του μηρός είχε σχεδόν φαγωθεί, πέθανε όμως κατά τη μεταφορά του στο νοσοκομείο. 


Ήταν ο τέταρτος αλλά όχι ο τελευταίος νεκρός εκείνου του (κυριολεκτικά) τρομερού καλοκαιριού. Παραλίγο βέβαια να υπάρξει κι ένα ακόμα θύμα στην αντίπερα όχθη, εκεί όπου έβγαζε η γειτονική κωμόπολη Cliffwood: λίγο μετά τα συμβάντα στο Matawan, ο καρχαρίας άρπαξε τον 12άχρονο Joe Dunn καθώς έβγαινε από τα νερά. Ωστόσο ο αδερφός του και οι φίλοι του μπόρεσαν και τον τράβηξαν έξω –δαγκωμένο μεν στο αριστερό πόδι, μα εκτός κινδύνου. Κάποιες μέρες αργότερα, ο 35άχρονος Samuel Harding κάλεσε για βοήθεια ενώ κολυμπούσε στα Atlantic Highlands, στα νερά του πλωτού ποταμού Shrewsbury. Κανείς όμως δεν έπεσε στο νερό, καθώς πίστεψαν ότι τον είχε ήδη αρπάξει καρχαρίας· πέθανε τραγικά και άδικα, από πνιγμό λόγω κράμπας. Γενόμενος έτσι το πέμπτο και έσχατο θύμα της όλης ιστορίας, παρότι ελάχιστα χρονικά κάνουν τον κόπο να τον μνημονεύσουν. [5]

Τα αινίγματα παραμένουν αρκετά, 105 καλοκαίρια μετά. Τα στατιστικά του International Shark Attack File –η πιο έγκυρη διεθνής πηγή για το θέμα– δείχνουν ότι σε μέσο όρο ανά έτος μετράμε 6 θανάτους από καρχαρίες, σε καιρούς που η κάθοδος στις παραλίες είναι πλέον μαζικώς γενικευμένη (οπότε κολυμπούν πολύ περισσότερα άτομα, συγκριτικά με το 1916). Ωστόσο στο Νιού Τζέρσεϊ κόντεψαν τότε να φαγωθούν 5 άνθρωποι, μέσα σε διάστημα 12 ημερών. Η σημερινή επιστήμη, επίσης, πιστεύει ότι για τους καρχαρίες δεν είμαστε ιδιαίτερα επιθυμητό γεύμα και ότι πολλές από τις επιθέσεις γίνονται κατά λάθος, επειδή μας νομίζουν για φώκιες. Οι απορημένοι ειδήμονες του 1916, από την άλλη, κατέληξαν στο συμπέρασμα της ασυνήθιστης δράσης ενός εξαιρετικά άγριου καρχαρία, ο οποίος στόχευσε το είδος μας για ακατανόητους λόγους. Ενώ όμως φαίνεται πράγματι κάπως έτσι, οι σύγχρονοι ειδικοί απορρίπτουν κατηγορηματικά την εξήγηση αυτή.


Παραμένει επίσης ένα ακανθώδες ζήτημα ταυτότητας. Ήταν άραγε ένας καρχαρίας ή περισσότεροι; Τα θαλάσσια χτυπήματα δείχνουν προς τον μεγάλο λευκό, αλλά η άνετη άνοδος σε ποτάμι ταιριάζει καλύτερα στον ακόμα πιο επικίνδυνο ταυροκαρχαρία, ο οποίος έχει αυτή την ικανότητα και φημίζεται επιπλέον για την επιθετικότητά του. [6] Αίνιγμα είναι πάντως και το τι να απέγινε το θηρίο, παρότι αρκετοί κόμπασαν τότε ότι το σκότωσαν –μεταξύ τους και ο συνταξιούχος καπετάνιος από το Matawan που συναντήσαμε πιο πάνω, ο οποίος γνωρίζουμε πλέον ότι έπιασε έναν αθώο σταχτοκαρχαρία. 

Το μεγαλύτερο ενδιαφέρον έχει ο ισχυρισμός του κυνηγού και ταριχευτή Michael Schleisser, ο οποίος έπιασε έναν θηλυκό μεγάλο λευκό μόλις 2 ετών και πήρε ορισμένες γνωματεύσεις γιατρών για πιθανώς ανθρώπινα υπολείμματα στο στομάχι του. [7] Μπήκε λοιπόν στον κόπο και τα πακέταρε, στέλνοντάς τα στις δύο μεγαλύτερες αυθεντίες της Αμερικής για τους καιρούς εκείνους. Ο δρ. Frederic Lucas, ωστόσο, δεν τα βρήκε και τόσο ανθρώπινα, ενώ κι εκείνα που ίσως ήταν τέτοιας προέλευσης τα έκρινε ως παλαιότερα των επιθέσεων στο Νιού Τζέρσεϊ. Δυστυχώς τα πολύτιμα αυτά δείγματα έχουν χαθεί από άγνοια ή αμέλεια, με αποτέλεσμα να μην είμαστε σε θέση να τα εξετάσουμε με τα επιστημονικά μέσα των δικών μας ημερών.

Φυσικά, η ζωή, όπως πάντα, συνεχίστηκε. Με την Αμερική να μπαίνει άλλωστε στον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο (1917), οι νεκροί του Νιού Τζέρσεϊ πέρασαν σε δεύτερη μοίρα. Το περιστατικό ρίζωσε ωστόσο στη συλλογική μνήμη και θα επανερχόταν ξανά και ξανά, με διάφορες αφορμές. Έμελλε τελικά να θρέψει και το σενάριο της περίφημης ταινίας του Στίβεν Σπίλμπεργκ Στα Σαγόνια του Καρχαρία (1975), παρότι δεν υπήρχε καμία σχετική αναφορά στο μυθιστόρημα του Peter Benchley Jaws (1974), στο οποίο βασίστηκε. [8] Μέσω λοιπόν της σαρωτικής επιτυχίας του φιλμ ξανάζησαν τα συμβάντα του 1916 –γενόμενα με τη σειρά τους αντικείμενο αυτόνομων κινηματογραφικών προσπαθειών– ενώ αναζωπυρώθηκε η παλιά Δυτική απέχθεια για τους καρχαρίες, λαμβάνοντας τις νυν παγκόσμιες διαστάσεις της. 


Βέβαια, η απέχθεια αυτή φαντάζει αδικαιολόγητη τώρα που έχουμε αρχίσει να καταλαβαίνουμε καλύτερα τους καρχαρίες, βλέποντας ευκρινέστερα και την αδικαιολόγητη σφαγή που εμείς διαπράττουμε σε βάρος τους. Έναν αιώνα και μια πενταετία μετά, όμως, το Νιού Τζέρσεϊ του 1916 εξακολουθεί να αντιπροσωπεύει μια πτυχή τρόμου για το πώς κατασκευάζουμε νοητικά τα καλοκαίρια μας [9], παραμένοντας συνάμα κι ένα μυστήριο δίχως εύκολες εξηγήσεις. Οι δε τουρίστες του σήμερα που περνάνε από το Matawan, ακόμα αναζητούν τον τάφο του μικρού Lester Stillwell, αφήνοντας εκεί λουλούδια και παιχνίδια.

Λεζάντες φωτογραφιών

κεντρική
Τα εύπορα στρώματα της Νέας Υόρκης, της Φιλαδέλφειας και της Ουάσινγκτον είχαν ήδη από το 1904 αρχίσει να κάνουν καλοκαιρινές διακοπές στο Νιού Τζέρσεϊ

φωτό 2
Χάρτης του Νιού Τζέρσεϊ με τις αποστάσεις από Νέα Υόρκη και Φιλαδέλφεια και με τα τρία σημεία των επιθέσεων του 1916

φωτό 3
Δημοσίευμα της Asbury Park Evening Press με λεπτομέρειες για τον άδικο και τραγικό θάνατο του Samuel Harding

φωτό 4
Οι ανάστατοι κάτοικοι του Matawan πήραν τα όπλα κι άρχισαν να περιπολούν τις ακτές του ποταμού τους (φωτογραφία του 1916 από την τοπική εφημερίδα Asbury Park Evening Press)

φωτό 5
Ο τάφος του μικρού Lester Stillwell εξακολουθεί και στις δικές μας ημέρες να δέχεται επισκέπτες, που αφήνουν διάφορα αντικείμενα στη μνήμη του (φωτογραφία του Bryan Anselm για τους New York Times)

Σημειώσεις

[1] J. Alyssa White, George H. Burgess, Masato Nakatsukasa, Mark J. Hudson, John Pouncett, Soichiro Kusaka, Minoru Yoneda, Yasuhiro Yamada & Rick J. Schulting, «3000-year-old shark attack victim from Tsukumo shell-mound, Okayama, Japan», Journal of Archaeological Science: Reports, vol. 38 (Αύγουστος 2021), 103065.

[2] Marie Claire Bataille-Benguigui, Le Côté de la Mer: Quotidien et Imaginaire aux Îles Tonga - Polynésie Occidentale (Bordeaux: Centre de Recherche des Espaces Tropicaux, 1994), σελ. 180.

[3] Robert Lacey & Danny Danziger, The Year 1000: What Life Was Like at the Turn of the First Millennium - An Englishman's World (Βοστόνη: Little, Brown & Company, 1999), σελ. 59.

[4] Richard G. Fernicola, Twelve Days of Terror: Inside the Shocking 1916 New Jersey Shark Attacks [2004], 2η εκδ. (Guilford, CT: Lyons Press, 2016), σελ. 60.

[5] Ανωνύμου, «Shark-Scared, Crowd Lets Bather Drown», Ashbury Park Evening Press (25 Ιουλίου 1916), σελ. 1.

[6] Richard Ellis, The Book of Sharks [1976], 2η εκδ. (Σαν Ντιέγκο: Harcourt Brace Jovanovich, 1983), σελ. 186.

[7] Michael Capuzzo, Close to Shore: A True Story of Terror in an Age of Innocence (Νέα Υόρκη: Broadway Books, 2001), σελς. 296-297.

[8] Αντιθέτως, πηγή έμπνευσης του Benchley ήταν ο ψαράς Frank Mundus και ο μεγάλος λευκός καρχαρίας που έπιασε το 1964 στο Long Island, καθώς και ντοκιμαντέρ σαν το Blue Water White Death του Peter Gimbel (1971).

[9] Samantha Schmidt, «100 Years Later, Memories of Fatal Shark Attacks Linger», The New York Times (11 Ιουλίου 2016), Section A, σελ. 20.

27 Ιουλίου 2021

Manilla Road - συνέντευξη (2017)


Μια φήμη που έχει αρχίσει να εξαπλώνεται στους μουσικόφιλους της ελληνικής social media κουλτούρας λέει ότι «όλα άρχισαν όταν πέθανε ο David Bowie» –όπου «όλα», βλέπε διαφόρων ειδών συμφορές. 

Άλλοι, πάλι, θεωρούν ότι είναι η ίδια η λειτουργία της social media κουλτούρας που κάνει κάποιες απώλειες (όχι μόνο καλλιτεχνικές) να αποκτούν ιδιαίτερο, εντούτοις πρόσκαιρο βάρος. Σε κάποια παλιότερη ανάρτησή του στο Facebook, ο Βαγγέλης Χαλικιάς είχε περιγράψει ωραία το φαινόμενο γράφοντας «Γιατί κάνεις έτσι για τον Lemmy, γιατί κάνεις έτσι για τον Bowie, γιατί κάνεις έτσι για τον Lou Reed, γιατί κάνεις έτσι για τον Μαραντόνα». 

Χωρίς τώρα να θέλω να μπω σε ζητήματα social media κουλτούρας –η οποία πράγματι βασίζεται σε μια γοργή εναλλαγή μεγάλων μπαμ, που αφήνονται γρήγορα πίσω χάριν των επόμενων βροντερών ειδήσεων– νομίζω ότι η συζήτηση αυτή δεν εξαντλείται στα πλαίσιά της. Τέτοιες αντιδράσεις, δηλαδή, έχουν να κάνουν και με το γεγονός ότι φεύγουν φιγούρες οι οποίες πέτυχαν να αφήσουν έντονο συλλογικό αποτύπωμα σε παγκόσμια διάσταση. 

Υπάρχουν επομένως και χαρακτηριστικά «γενιάς» (για όσους συμπορεύτηκαν δηλαδή σε κρίσιμα χρόνια με τους εκλιπόντες, ο θάνατός τους γίνεται κάτι πιο υπαρξιακό από ακόμα μία δυσάρεστη είδηση), αλλά και μια αντιδιαστολή με τη νυν εποχή. Η οποία (δείχνει να) δυσκολεύεται να παράγει μεγέθη με ανάλογο εκτόπισμα καθώς αντανακλά τις όλο και πιο ατομικές μας διαδρομές στην υποτιθέμενη Εποχή της Επικοινωνίας.

Από εκεί και πέρα, ο Lemmy και ο David Bowie υπήρξαν και για μένα ανάμεσα στις πιο στενάχωρες μουσικές απώλειες. Αλλά το μεγαλύτερο ξάφνιασμα το έφαγα το πρωινό της 27ης Ιουλίου 2018 –τότε που με είχε πάρει ο ύπνος περισσότερο από το συνηθισμένο και με το που άνοιξε το ένα μάτι η Χριστίνα με κοίταξε και μου είπε ότι κάτι έχει γίνει με τους Manilla Road. Ο Mark "The Shark" Shelton, η «ψυχή» αυτής της μπάντας, ήταν απροσδόκητα νεκρός. Δύο μήνες αφότου τον είχαμε δει ζωντανά στην Αθήνα, στα πλαίσια του Up Τhe Hammers XIII. Μόλις στα 60 του, από καρδιακή προσβολή.

Όσοι τώρα με ξέρουν, γνωρίζουν και την αγάπη που τρέφω για τους Manilla Road, με μπλουζάκι των οποίων κι επιμένω να κυκλοφορώ, γνωρίζοντας ότι δείχνω –λόγω ηλικίας και βάρους– σαν τους μπαρμπάδες που έβλεπα μικρός με κοντομάνικα Saxon, όταν πήγαινα για μπύρες στις μπάρες του Texas (στην Ιπποκράτους, όχι στην Αμερική). Έκανα λοιπόν μέρες να ξεπεράσω τον θάνατο του Shelton. 

Δεν ισχυρίζομαι, ασφαλώς, ότι ο Shelton έγινε Lemmy, David Bowie ή Lou Reed: είναι ξεκάθαρο ότι έμεινε πάντοτε μια underground φιγούρα (με την παλιά έννοια, όχι με τη 1990s κι έπειτα). Πίνοντας λ.χ. κάποτε μπύρα με τον εμβριθή μουσικόφιλο και ιδιοκτήτη της Puzzlemusik, Χρήστο Αλεξόπουλο, συνειδητοποίησα ότι δεν γνώριζε τους Manilla Road ούτε καν σαν όνομα. 

Ωστόσο, για κάποιους από μας, ο Shelton υπήρξε ένας παραμυθένιος ήρωας: γέμισε τη φαντασία μας με τραγούδια που αντανακλούσαν κάτι από τη γοητεία των βιβλίων τσέπης Ωρόρα ή των σελίδων του Τόλκιν. Κι έστεκε πάντοτε σαν βγαλμένος κι ο ίδιος από αυτές, χάρη στην ακεραιότητά του, την ευγένειά του και την πλήρη του αδιαφορία για ό,τι συνιστούσε «κινήσεις καριέρας».

Λίγα πράγματα έχω λοιπόν χαρεί στην επαγγελματική μου διαδρομή ως κριτικός και μουσικοδημοσιογράφος (η εφορία αναγνωρίζει μόνο τη δεύτερη ιδιότητα, εγώ επιμένω στην πρώτη), όσο την ευκαιρία που μου δόθηκε το 2017 να μιλήσω με τον Shelton. Αφορμή ήταν η επικείμενη έλευση των Manilla Road στην Αθήνα για τα 40 τους χρόνια, η οποία θα οδηγούσε στην καλύτερη (κατά τη γνώμη μου) συναυλία τους σε ελληνικό έδαφος. Η κουβέντα μας δημοσιεύτηκε τότε στο Avopolis και αναδημοσιεύεται τώρα εδώ με μικρές, αισθητικής φύσης αλλαγές.

* από τις χρησιμοποιούμενες φωτογραφίες, η κάτωθι είναι λεπτομέρεια από το οπισθόφυλλο του δίσκου Crystal Logic (1983)


Επιστρέφετε στην Ελλάδα για μια σπέσιαλ βραδιά, εορταστική των 40 χρόνων σας σαν συγκρότημα. Τι να περιμένουμε από τη setlist; Μήπως κάποια ξεχασμένα τραγούδια, τα οποία δεν έχετε παίξει εδώ και πολύ καιρό;

Πράγματι, έχουμε αναστήσει κάποια κομμάτια από το παρελθόν, για να γιορτάσουμε τα 40 χρόνια του γκρουπ, αλλά και τη 30ετία του Mystification (1987). Θα παίξουμε όμως και μερικά τραγούδια από το νέο μας άλμπουμ To Kill A King, το οποίο θα βγει μέσα στο 2017 –και φυσικά θα εξαπολύσουμε και τα γνωστά κι αγαπημένα. Αυτή θα είναι επίσης η πρώτη μας περιοδεία με τον νέο μας μπασίστα, τον εξαιρετικό Phil Ross. Ο Δρόμος μας είναι πλέον πιο δυνατός από ποτέ.

Ο οποίος δρόμος σας είναι και μακρύς, όπως δείχνουν αυτά τα 40 χρόνια. Τι θυμάσαι αλήθεια πιο ζωντανά από την περίοδο 1977-1980; Πόσο εύκολο ήταν τότε για ένα γκρουπ με τον δικό σας ήχο να δώσει συναυλίες στο Κάνσας;

Ήταν μια πρόκληση, έτσι θα το περιέγραφα. Έπρεπε να μάθουμε μονάχοι μας τους τρόπους αυτής της δουλειάς, οπότε κάθε βήμα φαινόταν σαν σκαρφάλωμα σε λόφο. Ήμασταν όμως πραγματικά αποφασισμένοι να συνεχίσουμε, έτσι για τη μουσική. Το Κάνσας, ασφαλώς, δεν ήταν και το καλύτερο μέρος για να ξεκινήσεις μια metal μπάντα. Ο κόσμος άκουγε κυρίως country, μερικοί και κλασική μουσική –ακόμα και το προοδευτικό jazz rock εκείνων των χρόνων φαινόταν περίεργο! (γελάει) Οπότε φαντάζεσαι πώς αντιδρούσαν απέναντι σε βαριούς, επικούς, doom metal ήχους.

Από την άλλη, εμείς ήμασταν από τα λίγα γκρουπ τα οποία διέθεταν δικά τους τραγούδια. Κι έτσι σιγά-σιγά αποκτήσαμε κάμποσο κοινό στα τοπικά clubs και φτάσαμε να ανοίξουμε συναυλίες του Ted Nugent και των Krokus. Αυτό μας βοήθησε πολύ και εν τέλει κερδίσαμε τη μεγάλη μάχη των συγκροτημάτων που διοργάνωναν στη Wichita οι ραδιοσταθμοί. Από εκείνο το σημείο κι έπειτα, γίναμε κάτι σαν τους σκληρούς ροκ αστέρες της τοπικής σκηνής. 

Παίζουμε κάθε χρόνο live στη Wichita. Συχνά, μάλιστα, προτιμάμε τα μικρά clubs από όπου ξεκινήσαμε, έτσι σαν υποστήριξη προς τη metal κοινότητα της πόλης. Η σκηνή παραμένει και σήμερα μικρή, όμως οι μεταλλάδες της Witchita είναι πραγματικά Αδέρφια του Σφυριού.

Πόσο εύκολο ήταν να διανείμετε μονάχοι το ντεμπούτο σας Invasion, πίσω στο 1980; Είναι κάτι δηλαδή που παραμένει δύσκολο, ακόμα και τώρα, που έχουμε και ίντερνετ...

Προμηθεύσαμε κόπιες σε όλα τα μικρά δισκοπωλεία του Κάνσας, κάτι όμως που ήταν αγγαρεία, καθώς έπρεπε να πείσουμε τους μαγαζάτορες. Μερικές φορές, λοιπόν, καταφεύγαμε σε μεσοβέζικες λύσεις –τύπου να δώσουμε μεν κόπιες, μα να συμφωνήσουμε ότι θα πληρωθούμε μόνο σε περίπτωση που πράγματι θα πωλούνταν. Ευτυχώς συνήθως τα πουλούσαν, οπότε από ένα σημείο και μετά τα δισκάδικα άρχισαν να αγοράζουν στοκ. Ασχολούμασταν πολλοί τότε με τη Roadster Records, οπότε η προσπάθειά μας ήταν συλλογική.

Πετύχαμε έτσι να τραβήξουμε αρκετή προσοχή στο Invasion κι έπειτα το πράγμα άρχισε να διαδίδεται στόμα με στόμα. Από την πλευρά μας, το κάναμε να δουλέψει γιατί πιστεύαμε πραγματικά στον σκοπό μας, πιστεύαμε δηλαδή ότι είχαμε κάτι σημαντικό να εκφράσουμε μέσω της μουσικής. Αυτή μας η πίστη, σε συνδυασμό με την αύξηση των fans, έκανε πιο εύκολη την όλη πρόκληση που ξανοιγόταν εμπρός μας.

Και τελικά ήταν το Crystal Logic (1983) που ...αποκρυστάλλωσε τον ήχο-υπογραφή σας. Τι σας έκανε να αφήσετε το σκληρό prog rock και να στραφείτε προς ένα ξεκάθαρα metal μονοπάτι;

Νομίζω πως κατευθυνόμουν σε όλο και πιο σκληρές κατευθύνσεις τότε. Το όλο πράγμα εξελίχθηκε βέβαια βαθμιαία, όμως είχα σταθερά κατά νου το πώς θα πετύχαινα μια διαφορετική προσέγγιση στους heavy metal ήχους που έφταναν στα αυτιά μου, έτσι ώστε να μη γίνουμε μία ακόμα metal μπάντα ανάμεσα στις τόσες. Πάσχιζα ειλικρινώς για έναν ήχο που θα διέθετε μια κάποια πρωτοτυπία, για ένα στυλ που θα μπορούσα να αποκαλώ «δικό μου». Από την άλλη, ακόμα διατηρώ εκείνη τη heavy prog προσέγγιση σε κάμποσα τραγούδια. Όμως το ενδιαφέρον μου ήταν σταθερά στραμμένο στις βαρύτερες εκφάνσεις του σκληρού φάσματος.

Είναι αλήθεια ότι ο παραγωγός και αφεντικό της Shrapnell, Mike Varney, μισούσε το Crystal Logic; Γιατί; Το ξανασυζητήσατε ποτέ, σε πιο πρόσφατα χρόνια;

Είναι αλήθεια. Το άκουσε ολόκληρο και μου είπε ότι το μόνο πράγμα που του άρεσε ήταν το ...intro! Δεν το ξανασυζητήσαμε, γιατί δεν τον ξανασυνάντησα ποτέ μετά από εκείνες τις μέρες στο Σαν Φρανσίσκο, πίσω στο 1982 ή στο 1983. Το βρίσκω πάντως αρκετά διασκεδαστικό που το άλμπουμ μας που προσπέρασε με τόση αδιαφορία, έγινε τελικά η πιο διάσημη κυκλοφορία μας. Ήταν η δική του ...ελληνική τραγωδία! (γέλια)

Ανάμεσα στα πολλά σας ωραία τραγούδια, αγαπώ ιδιαιτέρως το "The Veils Of Negative Existence". Στους στίχους αναφέρεις το Εξκάλιμπερ, να υποθέσω επομένως ότι η γενικότερη έμπνευση είχε να κάνει με τη sword & sorcery λογοτεχνία;

Ω, ναι. Είμαι μεγάλος fan της συγκεκριμένης λογοτεχνίας, αλλά και των σχετικών ταινιών. Αγαπημένος μου συγγραφέας είναι ο Robert E. Howard, ο οποίος δεν έγραψε μόνο όλες τις ιστορίες του Κόναν, αλλά και πολλές ακόμα σπουδαίες ιστορίες τρόμου και φανταστικών περιπετειών. Και ο Poe με τον Lovecraft μου αρέσουν πολύ, όπως και ο Sir Arthur Conan Doyle, ο Edgar Rice Burroughs και πολλοί ακόμα. Κάτι επιπλέον που γουστάρω πολύ, είναι η ιστορική λογοτεχνία. Το ενδιαφέρον μου είναι μεγάλο για τη μυθολογία, οι αρχαίοι πολιτισμοί μου ασκούν ιδιαίτερη σαγήνη.

Παρά τα κάμποσα επιτεύγματά σας μετά το Crystal Logic, στα μουσικά περιοδικά δεν σας εκτιμούσαν πάντα. Το αμερικάνικο Kerrang, για παράδειγμα, έχει γράψει μερικά πολύ κακά πράγματα για σας. Ήταν πιο υποστηρικτική για σας η Ευρώπη;

Ορισμένα μέρη στην Ευρώπη υπήρξαν πολύ υποστηρικτικά και μάλιστα από την αρχή κιόλας της πορείας –άλλα όχι και τόσο. Θυμάμαι ότι και στα γερμανικά περιοδικά δεν αρέσαμε καθόλου, ενώ παίρναμε στάνταρ καλές κριτικές στη Γαλλία και στην Ολλανδία. Ποιος ξέρει πώς το σκέφτονταν όσοι μας αντιπαθούσαν; Από την πλευρά μου είμαι απλά χαρούμενος που πλέον το στυλ μας χαίρει θερμότερης αντιμετώπισης.

Τι έφερε το τέλος των Manilla Road το 1990, λίγο μετά την κυκλοφορία του άλμπουμ The Courts Of Chaos –που εσύ ο ίδιος το έχεις αποκαλέσει ως «το πρώτο σας αληθινό αριστούργημα»;

Πρέπει να τα είχα πιει όταν έκανα τη συγκεκριμένη δήλωση! (γελάει) Στην πραγματικότητα, θεωρώ ότι το πρώτο μας αληθινό αριστούργημα ήταν το The Deluge του 1986 –αυτό εκτιμώ και τώρα περισσότερο από τους δίσκους που φτιάξαμε στις δεκαετίες του 1980 και 1990. 

Για να σου απαντήσω όμως στο ερώτημά σου, διαλυθήκαμε γιατί τότε δεν υπήρχε αρκετή υποστήριξη από τις εταιρείες. Οι πωλήσεις έπεφταν, η όλη metal φάση φαινόταν να τελειώνει. Τα πράγματα επίσης δεν πήγαιναν καλά στο εσωτερικό της μπάντας μεταξύ του Randy Foxe (ντραμς/πλήκτρα) και του Scott Park (μπάσο). Το σκέφτηκα λοιπόν αρκετά και αποφάσισα να μπει μια τελεία.

Και άρχισες όντως να δουλεύεις τότε σε ένα γήπεδο του γκολφ;

Ναι, δούλεψα πράγματι σε ένα γήπεδο γκολφ, για 4 χρόνια. Μου αρέσει πολύ αυτό το σπορ. Παίζω και ο ίδιος, έχω κερδίσει μάλιστα πολλά ερασιτεχνικά τουρνουά εδώ στο Κάνσας, αν και κυρίως παλιότερα! Πλέον δεν παίζω παρά σπάνια, πού και πού όμως ξαναμπαίνω στο γήπεδο και το διασκεδάζω πάντα πολύ.

Και τι κράτησε τη φλόγα ζωντανή; Τι σε έπεισε να επαναφέρεις το συγκρότημα για το Atlantis Rising το 2001;

Ο Bryan "Hellroadie" Patrick. Σε εκείνον οφείλονται όλα. Είχα ξεκινήσει βασικά το Atlantis Rising σαν ένα σόλο άλμπουμ, μα στο τέλος της διαδικασίας, όταν πια το δειγματίζαμε σε δισκογραφικές, έγινε πια φανερό ότι είχαμε νεκραναστήσει το γκρουπ. Η φλόγα λοιπόν δεν πέθανε. Και όχι μόνο αυτό, μα έγινε κι ένας δυνατός φάρος για την επόμενη διετία. Γιατί για μένα υπήρχε πάντα κάτι το μαγικό στη μουσική που έφτιαχνα με τους Manilla Road. Δεν είναι εύκολο να στο εξηγήσω, μα μου δίνεται ένα αίσθημα πληρότητας όταν περιβάλλομαι από αυτή τη μουσική. Τέτοια ανόητα πράγματα με κρατούν ακόμα στον όλο ανεμοστρόβιλο.

Αισθάνεσαι όμως ότι οι Manilla Road είναι μπάντα που κάπου χάθηκε στα χρυσά χρόνια της heavy metal ιστορίας;

Το πιστεύω αυτό. Δεν μπορέσαμε ποτέ να γίνουμε mainstream, αλλά και ούτε το δοκιμάσαμε. Μας αρκούσε που οι οπαδοί μας πλήθαιναν χρόνο με τον χρόνο, μας αρκούσε να βλέπουμε νέα πρόσωπα ανάμεσα στους παλιούς fans όταν δίναμε συναυλίες. Τώρα είναι πολύ πιο εύκολο να συνεχίσουμε την πορεία μας, σε σύγκριση με τότε. Το χρωστάμε στους φίλους που έχουμε αποκτήσει σε όλον τον κόσμο, αυτοί είναι οι τροφοδότες μας.

Τι σχεδιάζεις λοιπόν μετά το πέρας αυτής της παγκόσμιας περιοδείας; Πότε ακριβώς έρχεται το καινούριο σας άλμπουμ;

Το νέο μας άλμπουμ αναμένεται το καλοκαίρι, τον Ιούνιο, ενώ μέσα στη χρονιά θα βγει και το καινούριο των Hellwell –τιτλοφορείται Behind Τhe Demon's Eyes και έχει τον Randy Foxe στα ντραμς. Παράλληλα, μπαίνουν οι τελευταίες πινελιές σε έναν προσωπικό δίσκο που ετοιμάζω εδώ και κάποιον καιρό με τον Rick Fisher και τον E.C. Hellwell. Το 2017, επομένως, είναι μια πολυάσχολη χρονιά για μένα. Πάντα όμως ονειρεύομαι να ξαναγυρίσω στις περιοδείες. Μετά λοιπόν από το ευρωπαϊκό σκέλος της νυν τουρνέ, θα ξαναγυρίσουμε στις Η.Π.Α., για μία μεγάλη περιοδεία που θα ξεκινήσει το φθινόπωρο.

Μετά δε κι από αυτήν, ε, θα πρέπει να ξεχειμωνιάσω λίγο στο καβούκι μου και να ανακτήσω ενέργεια. Κι έπειτα νομίζω ότι θα αρχίσω έναν καινούριο Manilla Road δίσκο. Αυτό άλλωστε δεν κάνω πάντα;





23 Ιουλίου 2021

Γιώργος Μαζωνάκης - συνέντευξη (2010)


Παρά τις καραντίνες και το όλο κλείσιμο που έφερε στον κόσμο μας ο κορωνοϊός, από το 2020 που άρχισαν όλα αυτά χρειάζεται να «τρέχεις» για να προλαβαίνεις τον Γιώργο Μαζωνάκη. 

Πρώτα δηλαδή ήρθε εκείνη η πρωτοβουλία ονόματι Μπουζούκι: Οι Ευαίσθητες Χορδές (2020), με ένα βίντεο στα social media να μας προτρέπει «να ανοίξουμε αυτή τη συζήτηση» σε μια εποχή όπου το λαϊκό τραγούδι (τουλάχιστον εκείνο που απευθύνεται στις πλατιές μάζες) έχει δυτικοποιηθεί κατά μεγάλο συνθετικό μέρος, με αποτέλεσμα το αγαπημένο όργανο να έχει χάσει μέρος της παλιάς του αίγλης.

Μετά, τον Μάρτιο του 2021, βγήκε το τραγούδι "Δεν Είμαι Εγώ", η αναπάντεχη δηλαδή συνεργασία του με το ηλεκτρονικό δίδυμο των Glacial (Γιώργος Λαιμός & Ιλάν Μανουάχ) σε μουσική Κάρολου Μαυρογένη και στίχους Ελεάνας Βραχάλη. Το κομμάτι είχε πρωτοπαρουσιαστεί live κατά την εμφάνιση των Glacial στο ADD Festival του 2018, όπου ο Μαζωνάκης έκανε αναπάντεχη εμφάνιση-έκπληξη στη σκηνή Β που είχε στηθεί στο συγκρότημα κτιρίων της Πειραιώς 260. Και μη νομίζετε ότι γούσταραν όλοι από κάτω, κάθε άλλο... Ο φίλος Τάσος Μαγιόπουλος, ο οποίος είχε βρεθεί τότε εκεί ως ανταποκριτής, έχει γράψει και δημοσίως για μερίδα του κοινού που ξίνισε και μιλούσε για «παραφωνία». Το "Δεν Είμαι Εγώ" μπήκε στο άλμπουμ Hardcore Lounge που επιμελήθηκαν οι Glacial για τη γνωστή γαλλική σειρά Hôtel Costes Presents…  

Και τώρα; Τώρα όλα ξεκινούν με τη φράση «Αρίθα, φτάνει». Γνωρίζοντας δε ότι η Αρίθα (ναι, από την Aretha Franklin) είναι ο σκύλος του Γιώργου Μαζωνάκη, δύσκολα δεν κάνεις συνειρμό με εκείνο τον στίχο του Γιώργου Παυριανού «Εγώ κι ο σκύλος μου ο μόνος φίλος μου / που όλα του τα εξηγώ», από το εκπληκτικό "Παιδί Της Νύχτας" –επιτυχία για τον Μαζώ πίσω στο 1997. Μόνο που πλέον δεν μιλάμε για κάποιο νέο σουξέ, αλλά για την ηχητική συμμετοχή του Μαζωνάκη στην έκθεση You and AI για την τεχνητή νοημοσύνη. Πρόκειται για υπαίθρια έκθεση, με 25 έργα Ελλήνων και ξένων καλλιτεχνών τοποθετημένα στο Πεδίον του Άρεως, υπό την αιγίδα της Στέγης του Ιδρύματος Ωνάση. Η είσοδος για το κοινό είναι ελεύθερη και κρατάει μέχρι (και) την Κυριακή 25 Ιουλίου, ωστόσο είναι πολλοί όσοι ελπίζουν να δοθεί παράταση.

Η συμμετοχή μάλιστα του Γιώργου Μαζωνάκη στην εν λόγω έκθεση είναι διπλή. Πέρα δηλαδή από τη φωνή του στην άνωθεν ηχητική εγκατάσταση της Αφροδίτης Παναγιωτάκου (διευθύντριας Πολιτισμού του Ιδρύματος Ωνάση) και του Μανώλη Μανουσάκη, υπάρχει και η παρουσία του στη νέα ταινία της Εύης Καλογηροπούλου Ανήκω Σε Μένα. Ναι, έχει εμπνευστεί από το ομώνυμο σουξέ του (1994), το οποίο ακούγεται μάλιστα σε φρέσκο remix από την Kid Moxie (θα κυκλοφορήσει και σε επίσημο single). Στο Πεδίον του Άρεως η ταινία είναι μονταρισμένη έτσι ώστε να δίνει την εντύπωση artwork, θα διανεμηθεί όμως σύντομα και στα σινεμά, με δύο διαφορετικές βερσιόν για Ελλάδα και εξωτερικό.

Τι άλλο να ζητήσει αλήθεια κανείς από τον Μαζώ; Μπορεί να μην μου άρεσαν όσα έκανε μετά τον δίσκο Τα Ίσια Ανάποδα, ωστόσο δείχνει ότι έχει διάθεση να το ψάξει και να τολμήσει δρασκελιές έξω από τα κατ' εξοχήν νερά του. Ίσως κλείσει έτσι αυτή την αμήχανη εποχή, που ορίστηκε από συνεργασίες με τους Onirama και από τραγούδια στο στυλ των "Λείπει Πάλι Ο Θεός" και "Αγαπώ Σημαίνει" (τα οποία εμένα προσωπικά δεν μου λένε τίποτα), ανοίγοντας ένα καινούριο, λαμπρότερο κεφάλαιο στην καριέρα του. 

Όλα τα παραπάνω, στο μεταξύ, μου θύμισαν την εποχή κατά την οποία του έκανα κρούση για μια συνέντευξη. Ήταν 2010, τότε που είχε βγάλει το προαναφερθέν άλμπουμ Τα Ίσια Ανάποδα και ετοιμαζόταν να κατέβει από Θεσσαλονίκη στην Αθήνα, για πρεμιέρα στον Βοτανικό. 

Οι συνεννοήσεις ήταν ευγενικές, ωστόσο διακατέχονταν από μια κάποια καχυποψία πριν τελικά πει το ναι: εκπροσωπούσα άλλωστε ένα άγνωστο σε εκείνον μέσο, με σαφώς διαφορετικό προφίλ (ίσως και εχθρικό προς τον χώρο του), το οποίο όμως είχα βαλθεί ως αρχισυντάκτης του να ανοίξω προς ό,τι μπορούσε να είναι «καλό», ανεξαρτήτως ηχητικής ταμπέλας. Από τους αναγνώστες έφαγα βέβαια κάμποσο βρίσιμο, εντούτοις τους έγραψα στ' αρχίδια μου. Και δεν λυπάμαι, γιατί δεν χωράνε ευγένειες σε τέτοια πράγματα.

Η συζήτησή μας πρωτοδημοσιεύτηκε στο τότε Avopolis Greek και αναδημοσιεύεται τώρα εδώ, με μικρές, αισθητικής φύσης αλλαγές. 

* η άνωθεν φωτογραφία προέρχεται από διάφορα πακέτα που δίδονταν ως promo στον Τύπο πίσω στο 2010. Η κάτωθι είναι πλάνο της Εύης Καλογηροπούλου από την προαναφερθείσα ταινία Ανήκω Σε Μένα (2021)


Τα Ίσια Ανάποδα λέγεται ο πρόσφατος δίσκος σου. Γιατί αυτός ο τίτλος; Είδες τα ίσια …ανάποδα φτιάχνοντάς το; Ή είναι και ένα γενικότερο σχόλιο για την πραγματικότητα που πια μας περιβάλλει; 
 
Η φράση αυτή ανήκει στη στιχουργό του τραγουδιού "Εξάρτηση - Εξάντληση (Τα Ίσια Ανάποδα)", την καλή μου φίλη Νίκη Παπαθεοχάρη. Δεν είναι μια τυχαία φράση. Εκπροσωπεί και τη δική μου ματιά στα πράγματα, κάποιες φορές. Κι άλλοτε αυτό βγαίνει σε καλό, άλλοτε όχι. Εκφράζει όμως με παραστατικό τρόπο και την εποχή στην οποία ζούμε: τις δυσκολίες, το απίστευτο αλαλούμ γύρω μας.
 
Το άλμπουμ είχε έναν ισχυρό, μα κάπως αναπάντεχο προπομπό. Τι σε ώθησε να διασκευάσεις το τραγούδι των O.P.A. "Η Καρδιά Μου" (1992); 
 
Κάτι πολύ απλό! Ήμασταν στο Λουτράκι το περασμένο καλοκαίρι, στο μπαράκι ενός φίλου μου. Και κάποια στιγμή ο DJ έπαιξε το κομμάτι των O.P.A. Με πλησιάζει ένας άλλος φίλος και μου λέει «αυτό το τραγούδι πρέπει κάποτε να το πεις...». Μου καρφώθηκε λοιπόν η ιδέα, κι έτσι, τόσο απλά, συνέβη. 

Επεδίωξες επίσης να συνεργαστείς με Τούρκους μουσικούς για ένα τμήμα του δίσκου και μάλιστα ταξίδεψες για τον σκοπό αυτόν και στην Κωνσταντινούπολη. Υπάρχει βάση σε ό,τι λέγεται, πως στην Τουρκία υπάρχει υψηλό επίπεδο μουσικής δημιουργίας, σε μεγάλο φάσμα του ήχου; 
 
Ταξίδεψα στην Κωνσταντινούπολη με προτροπή του παραγωγού μου Κώστα Καλημέρη και κάναμε κάποιες επαφές. Γνώρισα ενδιαφέροντες ανθρώπους κι ακούσαμε πολλά τραγούδια. Είμαι πολύ περήφανος που μέσα από αυτές τις επαφές προέκυψαν τρία τραγούδια γι' αυτό το CD. 

Ξεχωριστή τιμή για μένα είναι το πρώτο τραγούδι, το “Στιγμές Που Δε Σ’ Έχω”, το οποίο ανήκει στη Sezen Aksu –μια μεγάλη ερμηνεύτρια μα και σημαντική δημιουργό. Υπάρχει ένας άνθρωπος που αγαπάει πολύ τη μουσική, ταξιδεύει σε όλο τον κόσμο και λειτουργεί ως γέφυρα ανάμεσα στις μουσικές των λαών, ο Φώτης Στέφος. Μας βοήθησε πάρα πολύ να φτάσουμε στην …πηγή! 

Με ενδιαφέρει σιγά-σιγά να κάνω και πράγματα στην Τουρκία, ίσως μια μεγάλη συνεργασία. Πράγματι υπάρχουν εκεί κορυφαίοι μουσικοί και κορυφαίες μουσικές.
 
Παραμένεις σταθερά ένα από τα μεγάλα ονόματα της λαϊκής διασκέδασης. Εντούτοις, έχεις πολλές συμπάθειες και σε ακροατήρια τα οποία συνήθως επιλέγουν μια πιο εναλλακτική διασκέδαση, σχετιζόμενη με ξένα ακούσματα. Συχνά έχω ακούσει να λένε ότι «ο Γιώργος δεν είναι μπουζούκια, είναι ένας από μας στα μπουζούκια». Έχει κάποια αλήθεια, το αποδέχεσαι; 
 
Ναι, έχει. Kαι το λέω αβίαστα. Καταρχήν εγώ ποτέ δεν κλείστηκα σε τέτοιες φόρμες, ούτε καν δισκογραφικά –και το ξέρεις. Επίσης, καθώς διασκέδαζα στα club, έβαζα πάντα τέτοια στοιχεία στις εμφανίσεις μου κι ευτυχώς μου δόθηκε η δυνατότητα από πέρυσι να το κάνω αυτό πιο ολοκληρωμένα. Κι έτσι θα το συνεχίσω. Σημασία έχει να είσαι ανήσυχος στη ζωή σου, να ψάχνεσαι. Με κινητοποιεί αυτό. 
 
Πόσο λογίζεις τη βιωματικότητα ως ερμηνευτικό σου όπλο; Έχω την άποψη π.χ. ότι ένα τραγούδι σαν το "Παιδί Της Νύχτας" (1997) ή σαν το "Τέσσερις" (2003) δεν θα μπορούσε να το πει κανείς καλύτερα, ακόμα και φωνές με άλλες δυνατότητες...
 
Δεν ξέρω αν υπήρξα απλά τυχερός. Από το ξεκίνημά μου στη δισκογραφία έπαιξε ρόλο ότι ήμουν και ζιζάνιο… Αλλά οι στιχουργοί κατά κανόνα γράφανε πάνω μου: μία λεπτομέρεια της ζωής μου ή μια κουβέντα που κάναμε, τους επηρέαζε να γράψουν κάτι. 

Δεν είναι μόνο αυτά τα δύο τραγούδια βέβαια, μα πολλά ακόμα. Αν κοιτάξεις πίσω ή και στο πρόσφατο CD μου, υπάρχουν κι άλλα γραμμένα για μένα, σαν να τα έγραψα εγώ. Κι επαληθεύτηκε για μία ακόμη φορά ότι τελικά τα καλύτερα τραγούδια τα γράφουν οι παρέες.
 
Σε είπαν κατά καιρούς ψώνιο, αλητάμπουρα, χυμαδιό. Δεν θα ρωτήσω τα κλασικά, κατά πόσο αληθεύουν και τέτοια, θα ρωτήσω όμως αν θεωρείς πως σε ωφέλησε επαγγελματικά η παρουσίασή σου ως «το κακό παιδί από τη Νίκαια»...
 
Υπάρχει κόσμος ο οποίος λειτουργεί με τον λεγόμενο «μύθο» κι αρνείται να κοιτάξει πίσω από αυτόν. Όντως με συνόδευσε αυτός ο μύθος κι άλλοτε έκανε καλό κι άλλοτε κακό. Εγώ πάλι, από την πλευρά μου, κάποιες φορές που θίγονταν τα δικαιώματά μου και πνιγόμουν από το δίκιο ευχόμουν να 'μουνα όντως κακό παιδί…
 
Έχεις άποψη για το ελληνικό τραγούδι, αν κάτι του φταίει και δεν περπατάει καλά; Ή προτιμάς να ακούς ξένη μουσική; 
 
Ακούω πολύ ξένη μουσική, πάντα συνέβαινε αυτό. Αλλά δεν σημαίνει ότι δεν ξέρω τι γίνεται στη δουλειά μου... Και τώρα βγαίνουν ενδιαφέρουσες μουσικές –περισσότερες ή λιγότερες από άλλες εποχές, θέλει μεγάλη συζήτηση. Όμως πλέον έχει αλλάξει ο χάρτης. Γίνεται εύκολα κανείς τραγουδιστής, κάποιες φορές με μόνο όπλο την εικόνα του. Υπάρχει δηλαδή κι ένα κακώς εννοούμενο lifestyle, που παρασύρει σε λάθος δρόμους. Σημασία έχει πάντα, μην το ξεχνάμε, το τι θα μείνει. Τι θα δαμάσει τον χρόνο...
 
Πού θα βρούμε τον Γιώργο Μαζωνάκη φέτος στην Αθήνα; Τι καινούριο φιλοδοξεί να μας παρουσιάσει επί σκηνής;
 
Επιμένουμε κλαμπίστικα, παρέα φέτος με την Πάολα, τους Vegas και τον Νικηφόρο. Θέλουμε να φέρουμε τα ίσια ανάποδα, όπως είναι και ο τίτλος του σόου. Την Παρασκευή 29 Οκτώβρη θα κάνουμε πρεμιέρα στον Βοτανικό, τον οποίον έχουμε ανακατασκευάσει …εκ βάθρων! Θα είναι ένας πολύ ενδιαφέρων χειμώνας.




19 Ιουλίου 2021

Τόλης Βοσκόπουλος - ανταπόκριση (2017)


Ιούλιο έμελλε να φύγει ο Τόλης Βοσκόπουλος, τον μήνα των γενεθλίων του, λίγο πριν γίνει 82 ετών. Ιούλιο έτυχε να τον δω κι εγώ πάνω στη σκηνή, 4 χρόνια πριν. Η Χριστίνα Κουτρουλού έφερε δώρο τα εισιτήρια, οι δημοσιογραφικές διασυνδέσεις κανόνισαν κι ένα φωτογραφικό πάσο για τον Θάνο Λαΐνα και 11 Ιουλίου του 2017 βρεθήκαμε στη Νίκαια, στο Κατράκειο, έχοντας τον Άρχοντα Τόλη ενώπιόν μας. 

Στεναχωρήθηκα πολύ με τα νέα του θανάτου του, καθώς για μένα ήταν ένας αγαπημένος καλλιτέχνης ο Τόλης Βοσκόπουλος. Στα χρόνια μάλιστα της Συχνοτικής Συμπεριφοράς είχαμε την τύχη να μοιραστούμε πολλές φορές αυτή την αγάπη με τον Στυλιανό Τζιρίτα και στον ραδιοφωνικό αέρα –σε βαθμό που οι ακροατές είχαν μάθει να περιμένουν ανά πάσα στιγμή κάποιο ξαφνικό σχόλιο ή κάποιο τραγούδι από την (πλούσια) δισκογραφία του. Ο Τόλης ήταν παρών ακόμα και στην αυλαία της εκπομπής μας, κάνοντάς μας να αναρωτηθούμε μήπως στο "Είναι Το Κάτι Που Μένει" (1977) έδωσε τη «σωστή απάντηση» στα γνωστά ερωτήματα του Προυστ για τον Χρόνο.

Έβαλα αρκετά από αυτά τα τραγούδια και ξανάπαιξαν μετά τα θλιβερά μαντάτα. Αλλά ήταν εν τέλει στη συναυλία στο Κατράκειο όπου γυρνούσε διαρκώς ο νους. Κυρίως σε εκείνη την απροσδόκητη έναρξη: μόλις φάνηκε δηλαδή ο Τόλαρχος (όπως τον έλεγε ο Τζιρίτας), χιλιάδες κόσμου σηκώθηκαν όρθιοι χειροκροτώντας και φωνάζοντας «σ' αγαπάμε». Ακόμα και ο ίδιος, τα έχασε. Κι έμεινε για λίγο να κοιτάζει γύρω του έκπληκτος, μα και φανερά συγκινημένος.

Αυτός ήταν ο Τόλης Βοσκόπουλος, κυρίες και κύριοι. Ο μεγαλύτερος και πιο ανεπανάληπτος σταρ που ανέδειξε το νεότερο ελληνικό ρεπερτόριο. Ένας τραγουδιστής ικανός να μεταμορφώσει το πλέον μελό άσμα σε ερωτική ελεγεία, ο οποίος αγαπήθηκε από τον κόσμο γι' αυτό ακριβώς το συναίσθημα που έμπαζε σε κάθε «σερβίρισμα». Κι ας τον σνόμπαρε για χρόνια η αγέλαστη πλευρά της κριτικής κι εκείνη η εγχώρια διανόηση η οποία ποτέ δεν συγχωρεί τα λαϊκά παιδιά που αναζητούν διέξοδο από τα στριμώγματα της ζωής στα φώτα της σόου μπιζ και στα χρήματα των θεαμάτων.

Καλά να 'μαστε και δεν θα πάψουμε να μιλάμε για τον Τόλη ή για τη Φιλιώ Πυργάκη –μια άλλη αγαπημένη φωνή, ενός διαφορετικού χώρου, που επίσης σίγησε κάποιες μέρες πριν. Κάπως, κάπου, θα το κάνουμε· σε πείσμα συνθηκών, αναποδιών και κλειστών μυαλών. Για την ώρα, το αντίο θα ειπωθεί με την ανταπόκριση που προέκυψε από εκείνη τη βραδιά στο Κατράκειο, η οποία λογίζεται πλέον ως ανεκτίμητος θησαυρός. Δημοσιεύτηκε, τότε, στο Avopolis και αναδημοσιεύεται εδώ με μικρές, αισθητικής φύσης τροποποιήσεις.

* οι χρησιμοποιούμενες φωτογραφίες προέρχονται από την εν λόγω συναυλία και ανήκουν στον Θάνο Λαΐνα  


Στη διεθνή ορολογία, το αποκαλούμε «standing ovation». Και στη γλώσσα της κριτικής αποτελεί αδιάψευστο δείκτη διάκρισης και ενθουσιασμού για μια ζωντανή καλλιτεχνική περίσταση –εμείς το λέμε «χειροκρότησαν όλοι όρθιοι». Το θέμα είναι ότι, συνήθως, έτσι κλείνει η όποια συναυλία ή παράσταση. Στο Κατράκειο, όμως, έγινε το αντίθετο: έτσι άρχισε το κυρίως πιάτο της βραδιάς, με χιλιάδες κόσμου να επιφυλάσσουν θριαμβευτική υποδοχή στον Τόλη Βοσκόπουλο, ο οποίος έμεινε για λίγο να κοιτάει έκπληκτος και φανερά συγκινημένος. Ακόμα κι αυτός, που τόσες δόξες έχει ζήσει, έχασε τα λόγια του απέναντι στα αυθόρμητα «σ' αγαπάμε» που ακούστηκαν ολούθε. 

Αυτή η υποδοχή έχει ακόμα μεγαλύτερη αξία αν σκεφτεί κανείς ότι στο Κατράκειο δεν αρχίσαμε καλά. Δεν ξέρω δηλαδή πώς το είχε σχεδιάσει ο διακεκριμένος μπουζουξής και μαέστρος Μανώλης Καραντίνης –ο οποίος είχε την καλλιτεχνική επιμέλεια της συναυλίας– θεωρώ πάντως ότι αγνοήθηκαν ορισμένες σημαντικές παράμετροι: ήταν καθημερινή, το κοινό ήρθε από νωρίς στο θέατρο για να βρει μια καλή θέση, κάμποσος κόσμος ταξίδεψε από πολύ μακρινές συνοικίες δίχως δικό του μεταφορικό μέσο. Παρεκτός λοιπόν και υπήρχε η εντύπωση ότι μόνο συνταξιούχοι από τα πέριξ της Νίκαιας θα έδιναν το παρών, δεν υπολογίστηκε ούτε η κούραση της ήδη εργάσιμης, ούτε η λογική λήξη, που θα επέτρεπε να επιστρέψουμε νωρίς για να αντιμετωπίσουμε το ξυπνητήρι της επόμενης μέρας.

Θέλω να πω με όλα αυτά ότι ο Καραντίνης έστησε το πρόγραμμα με λογική πίστας και όχι σαν συναυλία. Και έπρεπε έτσι να περιμένουμε μέχρι τις 11 για να βγει «η φίρμα» (11 λένε βέβαια ότι έβγαινε και παλιά στα κέντρα ο Βοσκόπουλος), γεμίζοντας εντωμεταξύ μία ολόκληρη ώρα συν κάτι ψιλά με την ...υποστήριξη, δηλαδή τη Μαρία Γράμψα –με την οποία ξεκίνησε το πρόγραμμα– και τη Φραντζέσκα Μιχαήλ, που το κράτησε ώσπου να έρθει η ώρα του πρωταγωνιστή. 


Η Μαρία Γράμψα, τώρα, ήταν εξαιρετική. Φωνή θαυμάσια, γυμνασμένη, με ικανότητες για λυρικό τραγούδι, μα και με έναν απόηχο από τα ζεστά «χρώματα» της Τζένης Βάνου και της Γιοβάννας. Επιπλέον, ήταν προικισμένη και με μια μπριόζα παρουσία, κερδίζοντας έτσι πόντους και με το πώς στάθηκε πάνω στη σκηνή. Μας είπε πολύ ωραία τα περισσότερα από τα τραγούδια που της αναλογούσαν (π.χ. το "Αν Θυμηθείς Τ' Όνειρό Μου" ή το "Τόσα Καλοκαίρια"), αφήνοντάς με να αναρωτιέμαι πώς μια τόσο πλήρης ερμηνεύτρια δεν έχει έναν έστω προσωπικό δίσκο. Αν κάπου σκόνταψε, ήταν νομίζω στη Βίκυ Μοσχολιού: το μέταλλό της δεν ήχησε όσο λαϊκά χρειαζόταν για το "Δεν Ξέρω Πόσο Σ' Αγαπώ", άσχετα αν πρόκειται για κοσμαγάπητο άσμα, οπότε το μουρμουρίσαμε όλοι.


Η Φραντζέσκα Μιχαήλ είναι τραγουδίστρια εντελώς άλλου τύπου. Πιο εντυπωσιακή ως παρουσία, με ένα πιο επίσημο και «λαμπερό» φόρεμα, εκπροσώπησε στο Κατράκειο τον φαντεζί κόσμο των μπουζουκιών. Και ίσως εδώ βρισκόταν το πρόβλημα, γιατί κλήθηκε να πει ρεπερτόριο έξω από τα νερά αυτά. Κι έτσι, ενώ έδειξε ότι δεν στερείται ορισμένων ερμηνευτικών χαρισμάτων (την ακούσαμε ανά σημεία με ενδιαφέρον σε πιο χαμηλές νότες), εκτέθηκε ποικιλοτρόπως –πότε επειδή κάποιος αποφάσισε ότι έπρεπε να πει το "Προσωπικά" της Ελένης Δήμου (γιατί;), πότε επειδή κι εκείνη δεν έδειξε την απαιτούμενη συναίσθηση, αποδίδοντας λ.χ. τα πιο δραματικά σημεία του "Αγάπη Που 'Γινες Δίκοπο Μαχαίρι" με ένα ...πάλλευκο, μέχρι τα αυτιά χαμόγελο, σε ένα αληθώς γελοίο στιγμιότυπο. Φοβάμαι λοιπόν ότι μας εξόντωσε και μας εκνεύρισε, έστω κι αν εν τέλει ήταν τόση η χαρά όταν είδαμε μπροστά μας τον Βοσκόπουλο, ώστε τα λησμονήσαμε όλα. 

Για τον Τόλη Βοσκόπουλο, τώρα, δεν ξέραμε τι να περιμένουμε. Όχι μόνο γιατί έχουν περάσει τα χρόνια, αλλά και γιατί πρόσφατη ήταν και μια περιπέτεια υγείας που ο ίδιος μας αποκάλυψε ότι ήταν πολύ πιο σοβαρή από όσο είχε διαρρεύσει στον Τύπο. Νομίζω πάντως ότι οι περισσότεροι ήμασταν απλά χαρούμενοι που τον βλέπαμε μπροστά μας στο κομψό μπλε κοστούμι του, με τη χαρακτηριστική ποσέτ στην τσέπη: θα τον συνοδεύαμε ευχαρίστως στο ρεπερτόριο, με κάθε πάσα την οποία θα μας έδινε. Δεν είχαμε ιδέα, όπως αποδείχθηκε.


Γιατί ο Βοσκόπουλος αποτυπώθηκε τρανταχτά υπέροχος εκεί στο Κατράκειο. Ναι, ο χρόνος έχει φέρει απώλειες ευδιάκριτες στις φωνητικές του χορδές, όμως η χροιά και τα χρώματά του ήταν ακόμα εκεί, ενώ ο ίδιος παραμένει ένας μεγάλος άσσος στο «σερβίρισμα», ξεσηκώνοντάς μας έτσι απλά με μερικές κινήσεις των χεριών του, με τις συσπάσεις του προσώπου, με την έμφαση που έδινε σε μεμονωμένα φωνήεντα ή σε επιλεγμένες λέξεις. Πραγματικά, δεν ξέρω άλλον Έλληνα τραγουδιστή να έχει μετατρέψει την υπερβολή σε μια τόσο προσωπική τέχνη. Ακόμα λοιπόν και μακριά πια από το ζενίθ του, ο Βοσκόπουλος παραμένει ένας τραγουδιστής βγαλμένος από μια εποχή του ελληνικού πενταγράμμου που μοιάζει ολοένα και πιο «μαγική», όσο γεμίζουμε νεότερους δίχως αυτό το «κάτι» που έκανε ερμηνευτές σαν αυτόν να αναγορευτούν πρίγκιπες σε μια εποχή γεμάτη κολοσσούς.


Η λογική πίστας με την οποία στήθηκε η συναυλία δεν επέτρεψε δυστυχώς σε όλα τα τραγούδια να ακουστούν ολόκληρα: κάποια παίχτηκαν βέβαια έτσι, μα πολλά ακούστηκαν ως ποτ-πουρί, σε έναν απόηχο της δεκαετίας του 1980. Μερικά ήθελα προσωπικά να τα ευχαριστηθώ περισσότερο (το "Ανεπανάληπτος" π.χ. και το "Οι Άντρες Δεν Μιλούν Πολύ"), γενικά όμως δεν υπάρχει νομίζω χώρος για παράπονα. Ο Βοσκόπουλος παρέλασε από όλες του τις μεγάλες επιτυχίες με τον έναν ή τον άλλον τρόπο και είπε όχι μόνο όσα περίμεναν οι φίλοι του ("Οι Αναμνήσεις", "Το Φεγγάρι Πάνωθέ Μου", "Εγώ Αγαπώ Μία", "Πριν Χαθεί Το Όνειρό Μας", "Θα Κόψω Για Σένα Τη Νύχτα Στα Δύο", "Είναι Το Κάτι Που Μένει", "Παρακαλώ", "Κι Έλεγες", "Αποκοιμήθηκα"), μα και ακόμα παραπάνω. Και η απροσδόκητη έλευση του Μίμη Πλέσσα στη σκηνή υπήρξε η «νοστιμιά» της βραδιάς, προσφέροντας παράλληλα και το πρώτο της highlight, όταν ο ευδιάθετος και ενεργητικός συνθέτης κάθισε στο πιάνο και ο Βοσκόπουλος έπιασε το "Γλυκά Πονούσε Το Μαχαίρι".

Ένα τελευταίο ευχαριστώ και ένα «Μακάρι να ξανασυναντηθούμε» ήταν ο τρόπος με τον οποίον διάλεξε να μας καληνυχτίσει ο Τόλης Βοσκόπουλος. Είτε πάντως ανταμώσουμε και πάλι, είτε όχι, το μόνο σίγουρο είναι ότι στο Κατράκειο σφράγισε το πόσο ανεπανάληπτος έχει μείνει για όλους εμάς που αγαπάμε το ελληνικό τραγούδι χωρίς να ασχολούμαστε με «όχθες» και λοιπές ανοησίες, εκπορευόμενες συνήθως από όσους είναι απλά χαμένοι στα μαύρα τους μεσάνυχτα.




15 Ιουλίου 2021

Gravitysays_i - The Figures Of Enormous Grey And The Patterns Of Fraud [δισκοκριτική, 2011]


Η γνώμη μου για τις εγχώριες αγγλόφωνες απόπειρες που φιλοδόξησαν να συγκροτήσουν κάτι σαν σκηνή κατά τα τελευταία 20 χρόνια (βάλε-βγάλε), δεν είναι ιδιαίτερα καλή. Γνωρίζω ασφαλώς ότι αποτελώ μειονότητα στον «χώρο», καθώς άλλοι συνάδελφοι (για διάφορους και διαφορετικούς λόγους) έχουν υπάρξει πολύ γαλαντόμοι κατά καιρούς, τόσο σε επίθετα, όσο και σε βαθμολογίες.

Τώρα για τους συναδέλφους δεν μπορώ να μιλήσω. Προσωπικά, πάντως, βρίσκω αυτή την ας την πούμε πιο αυστηρή οπτική να δικαιώνεται καθώς κατακάθεται η σκόνη του χρόνου και μαζί της οι ενθουσιασμοί, η υπερβολή των «γραφιάδων του συναισθήματος» και η όποια ανάγκη να φανείς καλούλης, να σπρώξεις κάποιον φίλο/γνώριμο ή να σπρώξεις τη σκηνή που ποτέ τελικά δεν δημιουργήθηκε. Ταυτόχρονα, φαίνονται νομίζω και πιο καθαρά τα σημεία υπεροχής της σχετικής παραγωγής, δηλαδή το ποιοι ήταν τελικά οι δίσκοι που πέτυχαν πραγματικά να ξεχωρίσουν πέρα από τις μαϊμουδιές, κομίζοντας κάτι στο τραπέζι άξιο να το συζητάμε και να το επισκεπτόμαστε ξανά, μετά από καιρό. 

Ένας τέτοιος δίσκος είναι λοιπόν και το The Figures Of Enormous Grey And The Patterns Of Fraud των Gravitysays_i (2011), το οποίο έμαθα ότι γιορτάζει τα 10 του χρόνια επανακυκλοφορώντας –από τη Restless Wind, σε διανομή της Inner Ear. Είχα την τύχη να το ακούσω πριν βγει, ύστερα από ευγενική πρόσκληση του Μάνου Πατεράκη και του Νίκου Ρέτσου για μια γνώμη, όταν είχαν τελειώσει τις ηχογραφήσεις και αναζητούσαν label να το βγάλουν. 

Δεν συνηθίζω βέβαια να παρευρίσκομαι σε προακροάσεις, ούτε ιδιωτικές, ούτε από εκείνες που έστηναν παλιά οι δισκογραφικές. Αλλά για τους Gravitysays_i, το έκανα. Λίγο γιατί με είχαν εντυπωσιάσει με το ντεμπούτο The Roughest Sea το 2007 και ήθελα να δω τι είχαν σκαρώσει, λίγο γιατί ήξερα ότι δεν παίζουν συμφέροντα και πάρε-δώσε, αφού ούτε φίλοι ήμασταν, ούτε σε κοινές παρέες βρισκόμασταν. Θυμάμαι ακόμα την κατάνυξη στην οποία βούτηξα όταν το πρωτάκουσα και τη σιωπηρή μου έκπληξη όταν αναδύθηκε από τα πελάγη των ήχων ο αγαπημένος "Καϊξής" του Απόστολου Χατζηχρήστου (1948).

Περισσότερα είχα τη δυνατότητα να ξετυλίξω όταν βγήκε πια ο δίσκος και έγραψα γι' αυτόν μια κριτική. Δημοσιεύτηκε τότε στο Avopolis και αναδημοσιεύεται τώρα εδώ με μικρές, αισθητικής φύσης τροποποιήσεις, με αφορμή την εορταστική επανέκδοση των 10 χρόνων. 


Στην Ελλάδα υπάρχουν θαυμάσιες αγγλόφωνες μπάντες, στις οποίες τα φώτα της δημοσιότητας αρνούνται σταθερά να πέσουν. Θέλετε γιατί η μουσική τους δεν είναι μαζική, άρα οι προβολείς εστιάζουν σε πράγματα πιο προσβάσιμα για το περίφημο «μέσο αισθητήριο»; Θέλετε γιατί όσοι αναλαμβάνουν να μας διαφωτίσουν αυτά μόνο καταλαβαίνουν, αυτά και προτείνουν; 

Και τα δύο παίζουν. Αλλά είναι κρίμα, όπως και να έχει. Γιατί, αν κάτι σπαρταράει στις μέρες μας, είναι η μουσική των GravitySays_i και κάποιων ανάλογων περιπτώσεων, έξω από «σκηνές» και από το hype που πεισματικά προσπαθεί να δημιουργήσει μια κοινότητα με πολύ μικρό αληθινό βεληνεκές. Εδώ συμβαίνουν τα θαύματα, σε δίσκους σαν το The Figures Of Enormous Grey And The Patterns Of Fraud

Αλλά ας εξηγηθώ. Αν σε κάτι εκπλήσσουν εδώ οι GravitySays_i, είναι στο πόσο σβέλτα έφτασαν σε ένα τέτοιο άλμπουμ: είναι μόλις το δεύτερό τους. Τα δόντια τους τα είχαν δείξει βέβαια με το Roughest Sea (2007), αλλά ο συνδυασμός έμπνευσης, υπέρβασης και πολλής ποιοτικής δουλειάς σε κάθε λεπτομέρεια της ηχογράφησης, κάνει το The Figures Of Enormous Grey And The Patterns Of Fraud να φαίνεται μίλια μακριά. Αξίζει μάλιστα να ακούσετε τους δύο δίσκους στη χρονολογική τους σειρά, ώστε να αντιληφθείτε γιατί το συγκρότημα, ενώ παραμένει οικείο και αναγνωρίσιμο, έχει προχωρήσει τόσο γρήγορα. Δραματικά γρήγορα, σε σημείο που αναρωτιέμαι τι να επιφυλάσσει ο μελλοντικός ορίζοντας.

Το άλμπουμ αποτελείται από δύο μόλις συνθέσεις, μακράς χρονικής διάρκειας και ουσιαστικά άτιτλες –ένα μέρος 1ον και 2ον λειτουργούν ως σημεία πλοήγησης. Συνθέσεις περίπλοκες σε κατασκευές και αναφορές, με πλοκή που είθισται να περιγράφουμε ως «κινηματογραφική», οι οποίες θέτονται στην υπηρεσία μιας κεντρικής ιδέας γύρω από τον Μοντέρνο Άνθρωπο και τις σκοτεινές πτυχές αυτής της επιφανειακά θαυμαστής μοντερνικότητας. Γι' αυτό και το γκρίζο είναι πελώριο, γι' αυτό και η μπάντα κάνει λόγο για «μοτίβα εξαπάτησης». Οι Pink Floyd αναδεικνύονται ασφαλώς σε κεντρική επιρροή, αλλά δεν έχει τόση σημασία: η κληρονομιά τους έχει αντιμετωπιστεί με θάρρος και με προσωπικότητα, ούτε μιμητικά, ούτε μεταπρατικά. 

Αμφότερες οι συνθέσεις αποτελούν περιπετειώδη και πολυσχιδή παζλ, με συχνά εξαιρετική δουλειά στις κιθάρες και στα χορωδιακά φωνητικά. Τα τελευταία ξενίζουν νομίζω σε πρώτη επαφή και μάλλον θα αποτελέσουν παράγοντα δυσπροσπέλαστο για εκείνο το «μέσο αυτί» που λέγαμε παραπάνω: δεν είναι συνηθισμένος ο κόσμος στη χορωδιακή λογική, ειδικά όταν χρησιμοποιείται σε όλη τη διάρκεια ενός άλμπουμ. Ωστόσο, η επιλογή της μπάντας είναι σωστή. Όποιος σκύψει δηλαδή πάνω από την όλη κεντρική ιδέα και ασχοληθεί με τους στίχους, θα κατανοήσει γιατί έπρεπε να υπάρχει αυτή η «κοινότητα» φωνών, αντί για έναν μοναχικό «πρωταγωνιστή». 

Εκεί ωστόσο που οι GravitySays_i εκτινάσσονται και με κάνουν να μιλάω όχι απλά για έναν εξαιρετικό δίσκο, μα και για μια πρόταση για το πώς το εγχώριο μπορεί να γίνει διεθνές χωρίς να πιθηκίζει ή να στρέφει πλάτη στην ταυτότητά του, είναι η δεύτερη σύνθεση. Σ' αυτήν, μπαίνει στο παιχνίδι ένας καταπληκτικά μεταλλαγμένος "Καϊξής", κατευθείαν από τη ρεμπέτικη κληρονομιά –θυμίζω ότι η πρώτη εκτέλεση χρονολογείται στο 1948 και ανήκει στον Απόστολο Χατζηχρήστο– ενώ ακούμε κι ένα σαντούρι να χαράσσει διαδρομές ασυνήθιστες, μα συναρπαστικές. 

Ο ήχος του είναι μεν γνώριμος, αλλά η χρήση του ευρηματική, μακριά από τις παραδοσιακές, ακόμα και από τις world συμβάσεις. Καθίστε λίγο και σκεφτείτε το: πολλοί από τους Αγγλοσάξονες καλλιτέχνες που έγιναν «μεγάλοι», κάτι τέτοιο δεν έκαναν ουσιαστικά; Έναν διαρκή, γόνιμο διάλογο με την παράδοσή τους, μέσα από τα φίλτρα και τις ανάγκες της δικής τους εποχής; Να τι κάνει και τους GravitySays_i σπουδαίους, ξεχωρίζοντάς τους από στρατιές μηρυκαστικών που, μη μπορώντας να βρουν πώς αλλιώς να παίξουν το παιχνίδι, μαϊμουδίζουν τις διεθνείς τάσεις.

Κλείνω όπως ξεκίνησα: ένας τέτοιος δίσκος, βγαίνει τελικά από ένα μικρό, ανεξάρτητο label –ίσως ο καλύτερος τρόπος να τον βρείτε είναι να περάσετε από το επικείμενο live των GravitySays_i στο Αμφιθέατρο του 9.84 στην Τεχνόπολη, στις 7 Μαΐου. Επιλογή μιας καχύποπτης μπάντας που δεν εμπιστεύεται το σύστημα και πιστεύει ότι θα τα καταφέρει κινούμενη underground; Αναγκαστική επιλογή, λόγω αδιαφορίας του κατεστημένου δισκογραφικού συστήματος; Δεν ξέρω την αιτία, βλέπω πάντως στην όλη υπόθεση ένα σημάδι των καιρών μας.