01 Αυγούστου 2021

Καρχαρίες - 105 χρόνια καλοκαιρινού τρόμου: Ένα αινιγματικό περιστατικό από το 1916, που ακόμα στοιχειώνει τη φαντασία μας


Πρόσφατο αρχαιολογικό εύρημα από την Ιαπωνία του 3.000 π.Χ. απέδειξε την αρχαιότερη (γνωστή) επίθεση καρχαρία σε άνθρωπο [1], πιστοποιώντας έτσι κάτι που πάντα υποψιαζόμασταν: γνωριζόμαστε με αυτά τα ψάρια από πολύ παλιά· κατά πάσα πιθανότητα από τη στιγμή που αρχίσαμε να ξανοιγόμαστε συστηματικά στη θάλασσα. 

Οι περισσότεροι λαοί από όσους ανέπτυξαν παράκτιες δραστηριότητες διατήρησαν πολυποίκιλη σχέση μαζί τους, αφού και τους ψάρευαν για να τους φάνε και τους έχρισαν με θρησκευτική υπόσταση. Το μοτίβο αποτυπώνεται γεωγραφικά εξαπλωμένο, κορυφώνεται όμως στα νησιά του Ειρηνικού Ωκεανού, όπου ο καρχαρίας μπορεί να είναι συνάμα πηγή τροφής, θεότητα, τοτέμ, ακόμα και ενσάρκωση νεκρών. Αναγορεύεται λοιπόν σε στοιχείο της κοσμοθεωρίας των εκεί πληθυσμών και δεν είναι τυχαίο ότι μια παλιά διήγηση από τα Τόνγκα τους συνδέει με το νησί Pulotu (κάτι σαν τον Άδη), παρουσιάζοντάς τους ως δώρο από τον κόσμο των θεών. [2] Αλλά ο Δυτικός πολιτισμός έχει πολύ διαφορετική γνώμη. 

Η αρχαία Ελλάδα ήξερε τους καρχαρίες, αλλά οι γνώσεις αυτές δείχνουν να χάνονται κατά τον Μεσαίωνα, ίσως γιατί οι αλιευτικές δραστηριότητες περιορίστηκαν βαθμιαία στα ποτάμια και στα ρηχά νερά. [3] Ξανάγιναν γνώριμοι μετά το 1500, όταν άρχισαν τα μεγάλα εξερευνητικά ταξίδια, και ήταν τότε που υιοθετήθηκαν οι σημερινές λέξεις που τους περιγράφουν στα αγγλικά (shark), στα γαλλικά (requin) και στα ισπανικά (tiburón). Στο φαντασιακό όμως εκείνης της Δύσης κατασκευάστηκαν με εντελώς αντίθετο τρόπο συγκριτικά με τον Ειρηνικό, γενόμενοι ένα αποκρουστικό και επικίνδυνο τέρας της θάλασσας. Ως το 1713, μάλιστα, είχαν ταυτιστεί με το κακό στα αγγλικά, αφού ως sharks περιγράφονταν μεταφορικά οι προικοθήρες –μετά δε το 1806 και οι ...δικηγόροι!

Θεμελιώθηκε λοιπόν ένα στερεότυπο, το οποίο με την πάροδο του χρόνου ισχυροποιήθηκε. Κι αυτό που πραγματικά το τσιμέντωσε στη Δυτική φαντασία, ήταν τα όσα εκτυλίχθηκαν πριν 105 καλοκαίρια στις Ηνωμένες Πολιτείες. Γεγονότα που συνεχίζουν να στοιχειώνουν τη συλλογική μνήμη μέσω ταινιών, ντοκιμαντέρ και βιβλίων, αναγορεύοντας τους καρχαρίες σε τρομακτικό παραθαλάσσιο κίνδυνο, ικανό να διαλύσει κάθε αίσθηση θερινής ραστώνης. Για να καταλάβουμε όμως καλύτερα τον αντίκτυπο όσων συνέβησαν στις παραλίες του Νιού Τζέρσεϊ το 1916, πρέπει να αναλογιστούμε ότι στις αρχές του 20ου αιώνα τα πράγματα με τους καρχαρίες είχαν ηρεμήσει αισθητά, χάρη κυρίως στην πρόοδο της Δυτικής ναυσιπλοΐας. Το κλίμα της εποχής αναπτύσσεται διεξοδικά και σε ένα editorial των New York Times του 1915 ονόματι «Let Us Do Justice to Sharks» (2 Αυγούστου), όπου διασκεδάζεται η αντίληψη ότι πρόκειται για επικίνδυνα ζώα. 

Τα φύλλα βέβαια των μετέπειτα ημερών δείχνουν ότι υπήρξαν αρκετές αντιδράσεις, κάποιες μάλιστα εξοπλισμένες με μαρτυρίες από άλλα μέρη του πλανήτη, όπου τα πράγματα δεν έδειχναν καθόλου έτσι. Αλλά οι τότε ιθύνοντες της εφημερίδας επέμειναν στη γραμμή τους, ίσως γιατί είχαν κατά νου ότι η εύπορη μεσαία τάξη με τις πιο προοδευτικές ιδέες που αποτελούσε (όπως και σήμερα) τη βάση του αναγνωστικού της κοινού, είχε πλέον εφεύρει τις διακοπές στη θάλασσα ως μέσο απόδρασης από τις θερινές θερμοκρασίες των πόλεων. Κι αυτό, με τη σειρά του, είχε καταστεί θεμέλιο μιας νέας επιχειρηματικής δραστηριότητας (ξενοδοχεία, εξοπλισμός παραλίας κτλ.).  


Όλα αυτά, εν τέλει, λειτούργησαν πολλαπλασιαστικά για το σοκ που προκλήθηκε από τα πτερύγια τα οποία φάνηκαν τον Ιούλιο του 1916 στις ακτές του Νιού Τζέρσεϊ, εκεί ακριβώς όπου παραθέριζε η ελίτ της Νέας Υόρκης, της Φιλαδέλφειας και της Ουάσινγκτον. Οι 4 νεκροί που άφησαν πίσω τους έκαναν τα ευκατάστατα στρώματα της εποχής να χάσουν κάθε αίσθηση ανεμελιάς για το καλοκαίρι και τη θάλασσα, με τον «σεισμό» να κλυδωνίζει ακόμα και την προεκλογική καμπάνια του Προέδρου Γούντροου Ουίλσον.

Πρώτο θύμα ήταν ο 23άχρονος Charles Vansant, γόνος μίας από τις παλαιότερες οικογένειες της Φιλαδέλφειας. Πρωτομηνιά του Ιούλη, σε χαλαρή απογευματινή βουτιά στο Beach Haven, βρέθηκε να παφλάζει απεγνωσμένα στο νερό. Ο ναυαγοσώστης Alexander Ott (μέλος της Ολυμπιακής Ομάδας Κολύμβησης των Η.Π.Α.) τον τράβηξε έξω έγκαιρα, ενώ κινητοποιήθηκε άμεσα και ο γιατρός πατέρας του, με δύο ακόμα συναδέλφους. Αλλά δεν σώθηκε: έχοντας χάσει τμήμα του αριστερού ποδιού, πέθανε από ακατάσχετη αιμορραγία. Η είδηση έγινε θέμα στις εφημερίδες της Φιλαδέλφειας, ωστόσο οι New York Times την καταχώνιασαν στη σελίδα 18, υπό τον ουδέτερο τίτλο "Dies after Attack by Fish": μόνο από την περιγραφή μάθαινε κανείς ότι «ίσως» επρόκειτο για καρχαρία. 

Ήθελε η έγκριτη εφημερίδα να διασώσει το άνωθεν editorial της; Ή δεν επιθυμούσε να αναστατώσει τις ροές τουριστών προς το Νιού Τζέρσεϊ, ενόψει των επικείμενων εορτασμών για την Ημέρα Ανεξαρτησίας (4 Ιουλίου); Στις παραλίες, εντωμεταξύ, η τύχη του Vansant δεν είχε πάψει να συζητιέται· αντιμετωπιζόταν όμως ως κάτι το παράδοξο και οπωσδήποτε μοναδικό. Το καθησυχαστικό κλίμα διέλυσαν τα ουρλιαχτά του 27άχρονου Charles Bruder –ενός ελβετικής καταγωγής υπαλλήλου του ξενοδοχείου Essex & Sussex στο Spring Lake, ο οποίος είχε φήμη δεινού κολυμβητή. Όταν μεταφέρθηκε νεκρός στην ακτή, με τα πόδια καταφαγωμένα, οι πάντες σοκαρίστηκαν. Κι αυτή τη φορά τα νέα έγιναν πρωτοσέλιδο ακόμα και στην άλλη άκρη των Η.Π.Α., στο Σαν Φρανσίσκο.

Ανάστατοι, οι ξενοδόχοι μίσθωσαν μηχανοκίνητες βάρκες για περιπολίες, ενώ εγκατέστησαν και δίχτυα στα ανοιχτά των λουόμενων, που πλέον δίσταζαν να μπουν στη θάλασσα. Στο Matawan, ωστόσο, δεν υπήρχε ανησυχία: αν και επικοινωνούσαν μέσω του τοπικού ποταμού με τη θάλασσα, η ακτογραμμή βρισκόταν 25 χιλιόμετρα μακριά, ενώ δεν αποτελούσαν τουριστικό προορισμό, μα μια ήσυχη κωμόπολη, όπου τα καλοκαίρια τα αγόρια βουτούσαν στην εγκαταλειμμένη πια προκυμαία, η οποία είχε μετατραπεί σε αποβάθρα. 

Κάποιες μέρες μετά την επίθεση στο Essex & Sussex, όμως, κάτοικος που πήγαινε για το καθιερωμένο του πρωινό ψάρεμα είδε έκπληκτος τη γκρίζα φιγούρα ενός καρχαρία να ανεβαίνει το ρέμα. Κι ενώ πρόλαβε να βρει στο τηλέφωνο τον αστυνόμο της περιοχής, εκείνος γέλασε και πίστεψε ότι ο συνταξιούχος καπετάνιος είχε επηρεαστεί από τα όσα διάβαζε στις εφημερίδες. Μαθαίνοντας τα νέα, άρχισαν και οι κάτοικοι του Matawan να γελάνε, μέχρι που εμφανίστηκαν τρέχοντας τα ίδια τους τα παιδιά, ολόγυμνα λόγω εμφανούς πανικού [4], φωνάζοντας ότι κάτι σκούρο με πτερύγιο είχε αρπάξει τον 12άχρονο Lester Stillwell.

Ο 24άχρονος ράφτης Stanley Fisher, δεν πίστευε σε καρχαρίες. Αλλά ήξερε τα παιδιά αυτά, καθώς έπαιζαν μαζί μπέιζμπολ· επιπλέον ανησύχησε, επειδή γνώριζε ότι ο μικρός Lester ήταν επιληπτικός. Έσπευσε έτσι στο ποτάμι και εντόπισε βουτώντας το σώμα του αγοριού. Ενώ όμως ετοιμαζόταν να το ανασύρει, κάτι τον άρπαξε μπροστά στα μάτια δεκάδων κατοίκων. Ο νεαρός ράφτης έδωσε μεγάλη μάχη μέχρι να τον προφτάσει μια βάρκα με δύο αστυνομικούς, οι οποίοι χτύπησαν το ψάρι με τα κουπιά, αναγκάζοντάς το να τον απελευθερώσει. Ο Fisher κατάφερε να ανέβει στο πλεούμενο παρότι ο δεξιός του μηρός είχε σχεδόν φαγωθεί, πέθανε όμως κατά τη μεταφορά του στο νοσοκομείο. 


Ήταν ο τέταρτος αλλά όχι ο τελευταίος νεκρός εκείνου του (κυριολεκτικά) τρομερού καλοκαιριού. Παραλίγο βέβαια να υπάρξει κι ένα ακόμα θύμα στην αντίπερα όχθη, εκεί όπου έβγαζε η γειτονική κωμόπολη Cliffwood: λίγο μετά τα συμβάντα στο Matawan, ο καρχαρίας άρπαξε τον 12άχρονο Joe Dunn καθώς έβγαινε από τα νερά. Ωστόσο ο αδερφός του και οι φίλοι του μπόρεσαν και τον τράβηξαν έξω –δαγκωμένο μεν στο αριστερό πόδι, μα εκτός κινδύνου. Κάποιες μέρες αργότερα, ο 35άχρονος Samuel Harding κάλεσε για βοήθεια ενώ κολυμπούσε στα Atlantic Highlands, στα νερά του πλωτού ποταμού Shrewsbury. Κανείς όμως δεν έπεσε στο νερό, καθώς πίστεψαν ότι τον είχε ήδη αρπάξει καρχαρίας· πέθανε τραγικά και άδικα, από πνιγμό λόγω κράμπας. Γενόμενος έτσι το πέμπτο και έσχατο θύμα της όλης ιστορίας, παρότι ελάχιστα χρονικά κάνουν τον κόπο να τον μνημονεύσουν. [5]

Τα αινίγματα παραμένουν αρκετά, 105 καλοκαίρια μετά. Τα στατιστικά του International Shark Attack File –η πιο έγκυρη διεθνής πηγή για το θέμα– δείχνουν ότι σε μέσο όρο ανά έτος μετράμε 6 θανάτους από καρχαρίες, σε καιρούς που η κάθοδος στις παραλίες είναι πλέον μαζικώς γενικευμένη (οπότε κολυμπούν πολύ περισσότερα άτομα, συγκριτικά με το 1916). Ωστόσο στο Νιού Τζέρσεϊ κόντεψαν τότε να φαγωθούν 5 άνθρωποι, μέσα σε διάστημα 12 ημερών. Η σημερινή επιστήμη, επίσης, πιστεύει ότι για τους καρχαρίες δεν είμαστε ιδιαίτερα επιθυμητό γεύμα και ότι πολλές από τις επιθέσεις γίνονται κατά λάθος, επειδή μας νομίζουν για φώκιες. Οι απορημένοι ειδήμονες του 1916, από την άλλη, κατέληξαν στο συμπέρασμα της ασυνήθιστης δράσης ενός εξαιρετικά άγριου καρχαρία, ο οποίος στόχευσε το είδος μας για ακατανόητους λόγους. Ενώ όμως φαίνεται πράγματι κάπως έτσι, οι σύγχρονοι ειδικοί απορρίπτουν κατηγορηματικά την εξήγηση αυτή.


Παραμένει επίσης ένα ακανθώδες ζήτημα ταυτότητας. Ήταν άραγε ένας καρχαρίας ή περισσότεροι; Τα θαλάσσια χτυπήματα δείχνουν προς τον μεγάλο λευκό, αλλά η άνετη άνοδος σε ποτάμι ταιριάζει καλύτερα στον ακόμα πιο επικίνδυνο ταυροκαρχαρία, ο οποίος έχει αυτή την ικανότητα και φημίζεται επιπλέον για την επιθετικότητά του. [6] Αίνιγμα είναι πάντως και το τι να απέγινε το θηρίο, παρότι αρκετοί κόμπασαν τότε ότι το σκότωσαν –μεταξύ τους και ο συνταξιούχος καπετάνιος από το Matawan που συναντήσαμε πιο πάνω, ο οποίος γνωρίζουμε πλέον ότι έπιασε έναν αθώο σταχτοκαρχαρία. 

Το μεγαλύτερο ενδιαφέρον έχει ο ισχυρισμός του κυνηγού και ταριχευτή Michael Schleisser, ο οποίος έπιασε έναν θηλυκό μεγάλο λευκό μόλις 2 ετών και πήρε ορισμένες γνωματεύσεις γιατρών για πιθανώς ανθρώπινα υπολείμματα στο στομάχι του. [7] Μπήκε λοιπόν στον κόπο και τα πακέταρε, στέλνοντάς τα στις δύο μεγαλύτερες αυθεντίες της Αμερικής για τους καιρούς εκείνους. Ο δρ. Frederic Lucas, ωστόσο, δεν τα βρήκε και τόσο ανθρώπινα, ενώ κι εκείνα που ίσως ήταν τέτοιας προέλευσης τα έκρινε ως παλαιότερα των επιθέσεων στο Νιού Τζέρσεϊ. Δυστυχώς τα πολύτιμα αυτά δείγματα έχουν χαθεί από άγνοια ή αμέλεια, με αποτέλεσμα να μην είμαστε σε θέση να τα εξετάσουμε με τα επιστημονικά μέσα των δικών μας ημερών.

Φυσικά, η ζωή, όπως πάντα, συνεχίστηκε. Με την Αμερική να μπαίνει άλλωστε στον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο (1917), οι νεκροί του Νιού Τζέρσεϊ πέρασαν σε δεύτερη μοίρα. Το περιστατικό ρίζωσε ωστόσο στη συλλογική μνήμη και θα επανερχόταν ξανά και ξανά, με διάφορες αφορμές. Έμελλε τελικά να θρέψει και το σενάριο της περίφημης ταινίας του Στίβεν Σπίλμπεργκ Στα Σαγόνια του Καρχαρία (1975), παρότι δεν υπήρχε καμία σχετική αναφορά στο μυθιστόρημα του Peter Benchley Jaws (1974), στο οποίο βασίστηκε. [8] Μέσω λοιπόν της σαρωτικής επιτυχίας του φιλμ ξανάζησαν τα συμβάντα του 1916 –γενόμενα με τη σειρά τους αντικείμενο αυτόνομων κινηματογραφικών προσπαθειών– ενώ αναζωπυρώθηκε η παλιά Δυτική απέχθεια για τους καρχαρίες, λαμβάνοντας τις νυν παγκόσμιες διαστάσεις της. 


Βέβαια, η απέχθεια αυτή φαντάζει αδικαιολόγητη τώρα που έχουμε αρχίσει να καταλαβαίνουμε καλύτερα τους καρχαρίες, βλέποντας ευκρινέστερα και την αδικαιολόγητη σφαγή που εμείς διαπράττουμε σε βάρος τους. Έναν αιώνα και μια πενταετία μετά, όμως, το Νιού Τζέρσεϊ του 1916 εξακολουθεί να αντιπροσωπεύει μια πτυχή τρόμου για το πώς κατασκευάζουμε νοητικά τα καλοκαίρια μας [9], παραμένοντας συνάμα κι ένα μυστήριο δίχως εύκολες εξηγήσεις. Οι δε τουρίστες του σήμερα που περνάνε από το Matawan, ακόμα αναζητούν τον τάφο του μικρού Lester Stillwell, αφήνοντας εκεί λουλούδια και παιχνίδια.

Λεζάντες φωτογραφιών

κεντρική
Τα εύπορα στρώματα της Νέας Υόρκης, της Φιλαδέλφειας και της Ουάσινγκτον είχαν ήδη από το 1904 αρχίσει να κάνουν καλοκαιρινές διακοπές στο Νιού Τζέρσεϊ

φωτό 2
Χάρτης του Νιού Τζέρσεϊ με τις αποστάσεις από Νέα Υόρκη και Φιλαδέλφεια και με τα τρία σημεία των επιθέσεων του 1916

φωτό 3
Δημοσίευμα της Asbury Park Evening Press με λεπτομέρειες για τον άδικο και τραγικό θάνατο του Samuel Harding

φωτό 4
Οι ανάστατοι κάτοικοι του Matawan πήραν τα όπλα κι άρχισαν να περιπολούν τις ακτές του ποταμού τους (φωτογραφία του 1916 από την τοπική εφημερίδα Asbury Park Evening Press)

φωτό 5
Ο τάφος του μικρού Lester Stillwell εξακολουθεί και στις δικές μας ημέρες να δέχεται επισκέπτες, που αφήνουν διάφορα αντικείμενα στη μνήμη του (φωτογραφία του Bryan Anselm για τους New York Times)

Σημειώσεις

[1] J. Alyssa White, George H. Burgess, Masato Nakatsukasa, Mark J. Hudson, John Pouncett, Soichiro Kusaka, Minoru Yoneda, Yasuhiro Yamada & Rick J. Schulting, «3000-year-old shark attack victim from Tsukumo shell-mound, Okayama, Japan», Journal of Archaeological Science: Reports, vol. 38 (Αύγουστος 2021), 103065.

[2] Marie Claire Bataille-Benguigui, Le Côté de la Mer: Quotidien et Imaginaire aux Îles Tonga - Polynésie Occidentale (Bordeaux: Centre de Recherche des Espaces Tropicaux, 1994), σελ. 180.

[3] Robert Lacey & Danny Danziger, The Year 1000: What Life Was Like at the Turn of the First Millennium - An Englishman's World (Βοστόνη: Little, Brown & Company, 1999), σελ. 59.

[4] Richard G. Fernicola, Twelve Days of Terror: Inside the Shocking 1916 New Jersey Shark Attacks [2004], 2η εκδ. (Guilford, CT: Lyons Press, 2016), σελ. 60.

[5] Ανωνύμου, «Shark-Scared, Crowd Lets Bather Drown», Ashbury Park Evening Press (25 Ιουλίου 1916), σελ. 1.

[6] Richard Ellis, The Book of Sharks [1976], 2η εκδ. (Σαν Ντιέγκο: Harcourt Brace Jovanovich, 1983), σελ. 186.

[7] Michael Capuzzo, Close to Shore: A True Story of Terror in an Age of Innocence (Νέα Υόρκη: Broadway Books, 2001), σελς. 296-297.

[8] Αντιθέτως, πηγή έμπνευσης του Benchley ήταν ο ψαράς Frank Mundus και ο μεγάλος λευκός καρχαρίας που έπιασε το 1964 στο Long Island, καθώς και ντοκιμαντέρ σαν το Blue Water White Death του Peter Gimbel (1971).

[9] Samantha Schmidt, «100 Years Later, Memories of Fatal Shark Attacks Linger», The New York Times (11 Ιουλίου 2016), Section A, σελ. 20.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου