27 Ιουλίου 2021

Manilla Road - συνέντευξη (2017)


Μια φήμη που έχει αρχίσει να εξαπλώνεται στους μουσικόφιλους της ελληνικής social media κουλτούρας λέει ότι «όλα άρχισαν όταν πέθανε ο David Bowie» –όπου «όλα», βλέπε διαφόρων ειδών συμφορές. 

Άλλοι, πάλι, θεωρούν ότι είναι η ίδια η λειτουργία της social media κουλτούρας που κάνει κάποιες απώλειες (όχι μόνο καλλιτεχνικές) να αποκτούν ιδιαίτερο, εντούτοις πρόσκαιρο βάρος. Σε κάποια παλιότερη ανάρτησή του στο Facebook, ο Βαγγέλης Χαλικιάς είχε περιγράψει ωραία το φαινόμενο γράφοντας «Γιατί κάνεις έτσι για τον Lemmy, γιατί κάνεις έτσι για τον Bowie, γιατί κάνεις έτσι για τον Lou Reed, γιατί κάνεις έτσι για τον Μαραντόνα». 

Χωρίς τώρα να θέλω να μπω σε ζητήματα social media κουλτούρας –η οποία πράγματι βασίζεται σε μια γοργή εναλλαγή μεγάλων μπαμ, που αφήνονται γρήγορα πίσω χάριν των επόμενων βροντερών ειδήσεων– νομίζω ότι η συζήτηση αυτή δεν εξαντλείται στα πλαίσιά της. Τέτοιες αντιδράσεις, δηλαδή, έχουν να κάνουν και με το γεγονός ότι φεύγουν φιγούρες οι οποίες πέτυχαν να αφήσουν έντονο συλλογικό αποτύπωμα σε παγκόσμια διάσταση. 

Υπάρχουν επομένως και χαρακτηριστικά «γενιάς» (για όσους συμπορεύτηκαν δηλαδή σε κρίσιμα χρόνια με τους εκλιπόντες, ο θάνατός τους γίνεται κάτι πιο υπαρξιακό από ακόμα μία δυσάρεστη είδηση), αλλά και μια αντιδιαστολή με τη νυν εποχή. Η οποία (δείχνει να) δυσκολεύεται να παράγει μεγέθη με ανάλογο εκτόπισμα καθώς αντανακλά τις όλο και πιο ατομικές μας διαδρομές στην υποτιθέμενη Εποχή της Επικοινωνίας.

Από εκεί και πέρα, ο Lemmy και ο David Bowie υπήρξαν και για μένα ανάμεσα στις πιο στενάχωρες μουσικές απώλειες. Αλλά το μεγαλύτερο ξάφνιασμα το έφαγα το πρωινό της 27ης Ιουλίου 2018 –τότε που με είχε πάρει ο ύπνος περισσότερο από το συνηθισμένο και με το που άνοιξε το ένα μάτι η Χριστίνα με κοίταξε και μου είπε ότι κάτι έχει γίνει με τους Manilla Road. Ο Mark "The Shark" Shelton, η «ψυχή» αυτής της μπάντας, ήταν απροσδόκητα νεκρός. Δύο μήνες αφότου τον είχαμε δει ζωντανά στην Αθήνα, στα πλαίσια του Up Τhe Hammers XIII. Μόλις στα 60 του, από καρδιακή προσβολή.

Όσοι τώρα με ξέρουν, γνωρίζουν και την αγάπη που τρέφω για τους Manilla Road, με μπλουζάκι των οποίων κι επιμένω να κυκλοφορώ, γνωρίζοντας ότι δείχνω –λόγω ηλικίας και βάρους– σαν τους μπαρμπάδες που έβλεπα μικρός με κοντομάνικα Saxon, όταν πήγαινα για μπύρες στις μπάρες του Texas (στην Ιπποκράτους, όχι στην Αμερική). Έκανα λοιπόν μέρες να ξεπεράσω τον θάνατο του Shelton. 

Δεν ισχυρίζομαι, ασφαλώς, ότι ο Shelton έγινε Lemmy, David Bowie ή Lou Reed: είναι ξεκάθαρο ότι έμεινε πάντοτε μια underground φιγούρα (με την παλιά έννοια, όχι με τη 1990s κι έπειτα). Πίνοντας λ.χ. κάποτε μπύρα με τον εμβριθή μουσικόφιλο και ιδιοκτήτη της Puzzlemusik, Χρήστο Αλεξόπουλο, συνειδητοποίησα ότι δεν γνώριζε τους Manilla Road ούτε καν σαν όνομα. 

Ωστόσο, για κάποιους από μας, ο Shelton υπήρξε ένας παραμυθένιος ήρωας: γέμισε τη φαντασία μας με τραγούδια που αντανακλούσαν κάτι από τη γοητεία των βιβλίων τσέπης Ωρόρα ή των σελίδων του Τόλκιν. Κι έστεκε πάντοτε σαν βγαλμένος κι ο ίδιος από αυτές, χάρη στην ακεραιότητά του, την ευγένειά του και την πλήρη του αδιαφορία για ό,τι συνιστούσε «κινήσεις καριέρας».

Λίγα πράγματα έχω λοιπόν χαρεί στην επαγγελματική μου διαδρομή ως κριτικός και μουσικοδημοσιογράφος (η εφορία αναγνωρίζει μόνο τη δεύτερη ιδιότητα, εγώ επιμένω στην πρώτη), όσο την ευκαιρία που μου δόθηκε το 2017 να μιλήσω με τον Shelton. Αφορμή ήταν η επικείμενη έλευση των Manilla Road στην Αθήνα για τα 40 τους χρόνια, η οποία θα οδηγούσε στην καλύτερη (κατά τη γνώμη μου) συναυλία τους σε ελληνικό έδαφος. Η κουβέντα μας δημοσιεύτηκε τότε στο Avopolis και αναδημοσιεύεται τώρα εδώ με μικρές, αισθητικής φύσης αλλαγές.

* από τις χρησιμοποιούμενες φωτογραφίες, η κάτωθι είναι λεπτομέρεια από το οπισθόφυλλο του δίσκου Crystal Logic (1983)


Επιστρέφετε στην Ελλάδα για μια σπέσιαλ βραδιά, εορταστική των 40 χρόνων σας σαν συγκρότημα. Τι να περιμένουμε από τη setlist; Μήπως κάποια ξεχασμένα τραγούδια, τα οποία δεν έχετε παίξει εδώ και πολύ καιρό;

Πράγματι, έχουμε αναστήσει κάποια κομμάτια από το παρελθόν, για να γιορτάσουμε τα 40 χρόνια του γκρουπ, αλλά και τη 30ετία του Mystification (1987). Θα παίξουμε όμως και μερικά τραγούδια από το νέο μας άλμπουμ To Kill A King, το οποίο θα βγει μέσα στο 2017 –και φυσικά θα εξαπολύσουμε και τα γνωστά κι αγαπημένα. Αυτή θα είναι επίσης η πρώτη μας περιοδεία με τον νέο μας μπασίστα, τον εξαιρετικό Phil Ross. Ο Δρόμος μας είναι πλέον πιο δυνατός από ποτέ.

Ο οποίος δρόμος σας είναι και μακρύς, όπως δείχνουν αυτά τα 40 χρόνια. Τι θυμάσαι αλήθεια πιο ζωντανά από την περίοδο 1977-1980; Πόσο εύκολο ήταν τότε για ένα γκρουπ με τον δικό σας ήχο να δώσει συναυλίες στο Κάνσας;

Ήταν μια πρόκληση, έτσι θα το περιέγραφα. Έπρεπε να μάθουμε μονάχοι μας τους τρόπους αυτής της δουλειάς, οπότε κάθε βήμα φαινόταν σαν σκαρφάλωμα σε λόφο. Ήμασταν όμως πραγματικά αποφασισμένοι να συνεχίσουμε, έτσι για τη μουσική. Το Κάνσας, ασφαλώς, δεν ήταν και το καλύτερο μέρος για να ξεκινήσεις μια metal μπάντα. Ο κόσμος άκουγε κυρίως country, μερικοί και κλασική μουσική –ακόμα και το προοδευτικό jazz rock εκείνων των χρόνων φαινόταν περίεργο! (γελάει) Οπότε φαντάζεσαι πώς αντιδρούσαν απέναντι σε βαριούς, επικούς, doom metal ήχους.

Από την άλλη, εμείς ήμασταν από τα λίγα γκρουπ τα οποία διέθεταν δικά τους τραγούδια. Κι έτσι σιγά-σιγά αποκτήσαμε κάμποσο κοινό στα τοπικά clubs και φτάσαμε να ανοίξουμε συναυλίες του Ted Nugent και των Krokus. Αυτό μας βοήθησε πολύ και εν τέλει κερδίσαμε τη μεγάλη μάχη των συγκροτημάτων που διοργάνωναν στη Wichita οι ραδιοσταθμοί. Από εκείνο το σημείο κι έπειτα, γίναμε κάτι σαν τους σκληρούς ροκ αστέρες της τοπικής σκηνής. 

Παίζουμε κάθε χρόνο live στη Wichita. Συχνά, μάλιστα, προτιμάμε τα μικρά clubs από όπου ξεκινήσαμε, έτσι σαν υποστήριξη προς τη metal κοινότητα της πόλης. Η σκηνή παραμένει και σήμερα μικρή, όμως οι μεταλλάδες της Witchita είναι πραγματικά Αδέρφια του Σφυριού.

Πόσο εύκολο ήταν να διανείμετε μονάχοι το ντεμπούτο σας Invasion, πίσω στο 1980; Είναι κάτι δηλαδή που παραμένει δύσκολο, ακόμα και τώρα, που έχουμε και ίντερνετ...

Προμηθεύσαμε κόπιες σε όλα τα μικρά δισκοπωλεία του Κάνσας, κάτι όμως που ήταν αγγαρεία, καθώς έπρεπε να πείσουμε τους μαγαζάτορες. Μερικές φορές, λοιπόν, καταφεύγαμε σε μεσοβέζικες λύσεις –τύπου να δώσουμε μεν κόπιες, μα να συμφωνήσουμε ότι θα πληρωθούμε μόνο σε περίπτωση που πράγματι θα πωλούνταν. Ευτυχώς συνήθως τα πουλούσαν, οπότε από ένα σημείο και μετά τα δισκάδικα άρχισαν να αγοράζουν στοκ. Ασχολούμασταν πολλοί τότε με τη Roadster Records, οπότε η προσπάθειά μας ήταν συλλογική.

Πετύχαμε έτσι να τραβήξουμε αρκετή προσοχή στο Invasion κι έπειτα το πράγμα άρχισε να διαδίδεται στόμα με στόμα. Από την πλευρά μας, το κάναμε να δουλέψει γιατί πιστεύαμε πραγματικά στον σκοπό μας, πιστεύαμε δηλαδή ότι είχαμε κάτι σημαντικό να εκφράσουμε μέσω της μουσικής. Αυτή μας η πίστη, σε συνδυασμό με την αύξηση των fans, έκανε πιο εύκολη την όλη πρόκληση που ξανοιγόταν εμπρός μας.

Και τελικά ήταν το Crystal Logic (1983) που ...αποκρυστάλλωσε τον ήχο-υπογραφή σας. Τι σας έκανε να αφήσετε το σκληρό prog rock και να στραφείτε προς ένα ξεκάθαρα metal μονοπάτι;

Νομίζω πως κατευθυνόμουν σε όλο και πιο σκληρές κατευθύνσεις τότε. Το όλο πράγμα εξελίχθηκε βέβαια βαθμιαία, όμως είχα σταθερά κατά νου το πώς θα πετύχαινα μια διαφορετική προσέγγιση στους heavy metal ήχους που έφταναν στα αυτιά μου, έτσι ώστε να μη γίνουμε μία ακόμα metal μπάντα ανάμεσα στις τόσες. Πάσχιζα ειλικρινώς για έναν ήχο που θα διέθετε μια κάποια πρωτοτυπία, για ένα στυλ που θα μπορούσα να αποκαλώ «δικό μου». Από την άλλη, ακόμα διατηρώ εκείνη τη heavy prog προσέγγιση σε κάμποσα τραγούδια. Όμως το ενδιαφέρον μου ήταν σταθερά στραμμένο στις βαρύτερες εκφάνσεις του σκληρού φάσματος.

Είναι αλήθεια ότι ο παραγωγός και αφεντικό της Shrapnell, Mike Varney, μισούσε το Crystal Logic; Γιατί; Το ξανασυζητήσατε ποτέ, σε πιο πρόσφατα χρόνια;

Είναι αλήθεια. Το άκουσε ολόκληρο και μου είπε ότι το μόνο πράγμα που του άρεσε ήταν το ...intro! Δεν το ξανασυζητήσαμε, γιατί δεν τον ξανασυνάντησα ποτέ μετά από εκείνες τις μέρες στο Σαν Φρανσίσκο, πίσω στο 1982 ή στο 1983. Το βρίσκω πάντως αρκετά διασκεδαστικό που το άλμπουμ μας που προσπέρασε με τόση αδιαφορία, έγινε τελικά η πιο διάσημη κυκλοφορία μας. Ήταν η δική του ...ελληνική τραγωδία! (γέλια)

Ανάμεσα στα πολλά σας ωραία τραγούδια, αγαπώ ιδιαιτέρως το "The Veils Of Negative Existence". Στους στίχους αναφέρεις το Εξκάλιμπερ, να υποθέσω επομένως ότι η γενικότερη έμπνευση είχε να κάνει με τη sword & sorcery λογοτεχνία;

Ω, ναι. Είμαι μεγάλος fan της συγκεκριμένης λογοτεχνίας, αλλά και των σχετικών ταινιών. Αγαπημένος μου συγγραφέας είναι ο Robert E. Howard, ο οποίος δεν έγραψε μόνο όλες τις ιστορίες του Κόναν, αλλά και πολλές ακόμα σπουδαίες ιστορίες τρόμου και φανταστικών περιπετειών. Και ο Poe με τον Lovecraft μου αρέσουν πολύ, όπως και ο Sir Arthur Conan Doyle, ο Edgar Rice Burroughs και πολλοί ακόμα. Κάτι επιπλέον που γουστάρω πολύ, είναι η ιστορική λογοτεχνία. Το ενδιαφέρον μου είναι μεγάλο για τη μυθολογία, οι αρχαίοι πολιτισμοί μου ασκούν ιδιαίτερη σαγήνη.

Παρά τα κάμποσα επιτεύγματά σας μετά το Crystal Logic, στα μουσικά περιοδικά δεν σας εκτιμούσαν πάντα. Το αμερικάνικο Kerrang, για παράδειγμα, έχει γράψει μερικά πολύ κακά πράγματα για σας. Ήταν πιο υποστηρικτική για σας η Ευρώπη;

Ορισμένα μέρη στην Ευρώπη υπήρξαν πολύ υποστηρικτικά και μάλιστα από την αρχή κιόλας της πορείας –άλλα όχι και τόσο. Θυμάμαι ότι και στα γερμανικά περιοδικά δεν αρέσαμε καθόλου, ενώ παίρναμε στάνταρ καλές κριτικές στη Γαλλία και στην Ολλανδία. Ποιος ξέρει πώς το σκέφτονταν όσοι μας αντιπαθούσαν; Από την πλευρά μου είμαι απλά χαρούμενος που πλέον το στυλ μας χαίρει θερμότερης αντιμετώπισης.

Τι έφερε το τέλος των Manilla Road το 1990, λίγο μετά την κυκλοφορία του άλμπουμ The Courts Of Chaos –που εσύ ο ίδιος το έχεις αποκαλέσει ως «το πρώτο σας αληθινό αριστούργημα»;

Πρέπει να τα είχα πιει όταν έκανα τη συγκεκριμένη δήλωση! (γελάει) Στην πραγματικότητα, θεωρώ ότι το πρώτο μας αληθινό αριστούργημα ήταν το The Deluge του 1986 –αυτό εκτιμώ και τώρα περισσότερο από τους δίσκους που φτιάξαμε στις δεκαετίες του 1980 και 1990. 

Για να σου απαντήσω όμως στο ερώτημά σου, διαλυθήκαμε γιατί τότε δεν υπήρχε αρκετή υποστήριξη από τις εταιρείες. Οι πωλήσεις έπεφταν, η όλη metal φάση φαινόταν να τελειώνει. Τα πράγματα επίσης δεν πήγαιναν καλά στο εσωτερικό της μπάντας μεταξύ του Randy Foxe (ντραμς/πλήκτρα) και του Scott Park (μπάσο). Το σκέφτηκα λοιπόν αρκετά και αποφάσισα να μπει μια τελεία.

Και άρχισες όντως να δουλεύεις τότε σε ένα γήπεδο του γκολφ;

Ναι, δούλεψα πράγματι σε ένα γήπεδο γκολφ, για 4 χρόνια. Μου αρέσει πολύ αυτό το σπορ. Παίζω και ο ίδιος, έχω κερδίσει μάλιστα πολλά ερασιτεχνικά τουρνουά εδώ στο Κάνσας, αν και κυρίως παλιότερα! Πλέον δεν παίζω παρά σπάνια, πού και πού όμως ξαναμπαίνω στο γήπεδο και το διασκεδάζω πάντα πολύ.

Και τι κράτησε τη φλόγα ζωντανή; Τι σε έπεισε να επαναφέρεις το συγκρότημα για το Atlantis Rising το 2001;

Ο Bryan "Hellroadie" Patrick. Σε εκείνον οφείλονται όλα. Είχα ξεκινήσει βασικά το Atlantis Rising σαν ένα σόλο άλμπουμ, μα στο τέλος της διαδικασίας, όταν πια το δειγματίζαμε σε δισκογραφικές, έγινε πια φανερό ότι είχαμε νεκραναστήσει το γκρουπ. Η φλόγα λοιπόν δεν πέθανε. Και όχι μόνο αυτό, μα έγινε κι ένας δυνατός φάρος για την επόμενη διετία. Γιατί για μένα υπήρχε πάντα κάτι το μαγικό στη μουσική που έφτιαχνα με τους Manilla Road. Δεν είναι εύκολο να στο εξηγήσω, μα μου δίνεται ένα αίσθημα πληρότητας όταν περιβάλλομαι από αυτή τη μουσική. Τέτοια ανόητα πράγματα με κρατούν ακόμα στον όλο ανεμοστρόβιλο.

Αισθάνεσαι όμως ότι οι Manilla Road είναι μπάντα που κάπου χάθηκε στα χρυσά χρόνια της heavy metal ιστορίας;

Το πιστεύω αυτό. Δεν μπορέσαμε ποτέ να γίνουμε mainstream, αλλά και ούτε το δοκιμάσαμε. Μας αρκούσε που οι οπαδοί μας πλήθαιναν χρόνο με τον χρόνο, μας αρκούσε να βλέπουμε νέα πρόσωπα ανάμεσα στους παλιούς fans όταν δίναμε συναυλίες. Τώρα είναι πολύ πιο εύκολο να συνεχίσουμε την πορεία μας, σε σύγκριση με τότε. Το χρωστάμε στους φίλους που έχουμε αποκτήσει σε όλον τον κόσμο, αυτοί είναι οι τροφοδότες μας.

Τι σχεδιάζεις λοιπόν μετά το πέρας αυτής της παγκόσμιας περιοδείας; Πότε ακριβώς έρχεται το καινούριο σας άλμπουμ;

Το νέο μας άλμπουμ αναμένεται το καλοκαίρι, τον Ιούνιο, ενώ μέσα στη χρονιά θα βγει και το καινούριο των Hellwell –τιτλοφορείται Behind Τhe Demon's Eyes και έχει τον Randy Foxe στα ντραμς. Παράλληλα, μπαίνουν οι τελευταίες πινελιές σε έναν προσωπικό δίσκο που ετοιμάζω εδώ και κάποιον καιρό με τον Rick Fisher και τον E.C. Hellwell. Το 2017, επομένως, είναι μια πολυάσχολη χρονιά για μένα. Πάντα όμως ονειρεύομαι να ξαναγυρίσω στις περιοδείες. Μετά λοιπόν από το ευρωπαϊκό σκέλος της νυν τουρνέ, θα ξαναγυρίσουμε στις Η.Π.Α., για μία μεγάλη περιοδεία που θα ξεκινήσει το φθινόπωρο.

Μετά δε κι από αυτήν, ε, θα πρέπει να ξεχειμωνιάσω λίγο στο καβούκι μου και να ανακτήσω ενέργεια. Κι έπειτα νομίζω ότι θα αρχίσω έναν καινούριο Manilla Road δίσκο. Αυτό άλλωστε δεν κάνω πάντα;





Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου