28 Απριλίου 2021

Διάφοροι: Ὕμνοι Τοῦ Πάθους Καί Τῆς Ἀνάστασης Ἀπό Ναούς Τῆς Ἀνατολικῆς Θεσσαλίας [δισκοκριτική, 2014]


Ξεκίνησε λοιπόν και η φετινή Μεγάλη Εβδομάδα, η οποία θα οδηγήσει σε ένα ακόμα Πάσχα στην Πόλη, αποθαρρύνοντας όσους έλπιζαν σε Πάσχα στο Χωριό, άρα σε εξάλειψη των πολλών-πολλών συνεπειών του κορωνοϊού. Τυπικά τουλάχιστον, γιατί η αίσθησή μου είναι πως ήδη υπήρξαν αρκετές κινήσεις φυγής από την πρωτεύουσα.

Από την άλλη, υπάρχουμε κι εμείς που έτσι κι αλλιώς κάναμε Πάσχα στην Πόλη. Και για μας βέβαια έχουν μεταβληθεί οι συνθήκες –για όσους τέλος πάντων παίρνουμε στα σοβαρά την όλη ιστορία και αποφεύγουμε ακόμα και τους προβλεπόμενους συνωστισμούς στα οικογενειακά τραπέζια. Γιατί, εκτός από τους παράνομους συνωστισμούς, υπάρχουν και οι νόμιμοι: στις εορταστικές συνεστιάσεις μην και ξεσηκωθεί ο Νεοέλλην, στα ελλιπή μέσα μαζικής μεταφοράς της πρωτεύουσας μην και θιχτεί ο ιστός της εργασίας κ.ο.κ.

Όπως κι αν έχουν τα πράγματα, κάποιες αγαπημένες συνήθειες της περιόδου μένουν ακλόνητες. Είναι ο καιρός λ.χ. να βγουν από το ράφι τα Πασχαλιάτικα της Δόμνας Σαμίου (1998), καθώς και δίσκοι με θρησκευτικό ρεπερτόριο της Μεγάλης Εβδομάδας. 

Ανάμεσα στους τελευταίους, περίοπτη θέση τα τελευταία χρόνια έλαβε η έκδοση του τομέα Τομέα Ψαλτικής & Μουσικολογίας της Ακαδημίας Θεολογικών Σπουδών Βόλου  Ὕμνοι Τοῦ Πάθους Καί Τῆς Ἀνάστασης Ἀπό Ναούς Τῆς Ἀνατολικῆς Θεσσαλίας (2014), με επιτόπιες ηχογραφήσεις που έκανε ο Κωστής Δρυγιανάκης από το 1991 ως το 2002. Ο ίδιος ανέλαβε και τον σχολιασμό στο συνοδευτικό βιβλιαράκι (μαζί με τον Κωνσταντίνο Χ. Καραγκούνη), «ξεναγώντας» μας σε ένα προσωπικό ημερολόγιο με πολλές ενδιαφέρουσες επισημάνσεις.

Μεγάλη Τετάρτη λοιπόν σήμερα, αφορμή καλή για μια επαν-επίσκεψη σε αυτόν τον καταπληκτικό δίσκο, μέσω της κριτικής που είχα γράψει πίσω στο 2014 για λογαριασμό του Avopolis. Η οποία αναδημοσιεύεται εδώ με μικρές, αισθητικής φύσης τροποποιήσεις.

* η χρησιμοποιούμενη φωτογραφία του Κωστή Δρυγιανάκη ανήκει στην Olya Gluschenko


Όταν πια τα πάντα έχουν κλωθογυρίσει στο πλυντήριο του νου και οι σημειώσεις ακρόασης δεν επιδέχονται άλλων τροποποιήσεων, το συμπέρασμα στέκει μπροστά σου λαμπερό, ακλόνητο· και κάθε απόπειρα να το ψειρίσεις περισσότερο, απλά το δικαιώνει. Δικαιώνει –εν προκειμένω– την αληθινή προσφορά αυτής της έκδοσης (2CD + βιβλίο 160 σελίδων) στον εγχώριο πολιτισμό. Κι εννοώ εδώ τον ζώντα πολιτισμό της παράδοσής μας, όχι όσα βαρύγδουπα και θολά προβάλλει ο επίσημος λόγος μιας πολιτείας που αισθανόταν (κι αισθάνεται) άβολα με ό,τι συγκροτεί τη νεοελληνική ταυτότητα.
 
Περιέχει πολλές συγκινήσεις αυτό το προσωπικό ημερολόγιο του Κωστή Δρυγιανάκη, το οποίο καταγράφει τις μεταξύ 1991 και 2002 περιπλανήσεις του στο κομμάτι της Θεσσαλίας που ορίζεται από τον Τύρναβο Λαρίσης ως το νότιο άκρο της Μαγνησίας και από τον Λαύκο του Πηλίου ως (σχεδόν) τα Φάρσαλα. Κι έχει μεγάλη σημασία να τονιστεί η συγκεκριμένη διάσταση  του ημερολογίου. 
 
Γιατί δεν έχουμε εδώ κάποια εξαντλητική μελέτη της ψαλτικής τέχνης, μα μια ανθολογία που γεννήθηκε όταν ο Δρυγιανάκης έσκυψε –με τα μυαλά πια του 2013– πάνω σε ένα αρχείο λαθραίων (κυρίως) ηχογραφήσεων, το οποίο ξεκίνησε να συγκροτεί όταν ακόμα είχε ελάχιστη σχέση με το αντικείμενο. Ο ίδιος μας εξηγεί πολύ ωραία τις σκέψεις του, τη μεθοδολογία και τους προβληματισμούς του, σε ένα υποδειγματικό εισαγωγικό κείμενο. Οπότε έχει περισσότερη σημασία για μας το ότι κινείται προς μια ανθρωπολογία της ψαλτικής, ακολουθώντας τη «γραμμή» που χαράχτηκε ήδη το 1935 από τη Μέλπω Μερλιέ, μα εξακολουθεί να σπανίζει στη δισκογραφία: μελετά δηλαδή την προφορική παράδοση της ψαλτικής τέχνης, τη λεγόμενη λατρευτική (σε αντιδιαστολή με τη συναυλιακή) ψαλτική.
 
Επιπλέον, μεγάλη σημασία για τα όσα ακούμε έχει ότι καταγράφηκαν από έναν άνθρωπο σαν τον Κωστή Δρυγιανάκη. Για πολλούς λόγους. Πρώτα-πρώτα, η παράλληλη εντρύφησή του στον μουσικό πειραματισμό του 20ου αιώνα του επέτρεψε να εντάξει στις ηχογραφήσεις τον γενικότερο ηχητικό κόσμο των λατρευτικών δρώμενων: π.χ. τους πιστούς, τους θορύβους του περιβάλλοντος, την αισθητική που επιβάλλει η ίδια η αντήχηση των ναών ή και η ηχητική τους  εγκατάσταση ακόμα. Συμπληρωματικά, η εξοικείωσή του με το έργο του Γιάννη Χρήστου και του Wolf Vostell τον βοήθησε, όπως ο ίδιος αναφέρει, να εκτιμήσει και τις στιγμές εκείνες όπου η ψαλτική τέχνη έδωσε τη θέση της «σε μια άφωνη τελετουργική επιτέλεση, όπως η Αποκαθήλωση». 
 
Δεύτερον, γιατί τα σχόλιά του δεν δίστασαν να ξεφύγουν των απαραίτητων τυπικών πληροφοριών, μεταδίδοντας κάτι από το γενικότερο κλίμα της ηχογράφησης. Για παράδειγμα, εκείνο το «συννεφιασμένο απόγευμα στις αρχές του Απρίλη με ελάχιστο κόσμο στην εκκλησία και ημίφως» προσφέρει στην ήδη εκπληκτική εκτέλεση του Στέφανου Μάργαρη στο "Κύριε, Τα Τελεώτατα Φρονείν" (Άγιος Αθανάσιος, Σταγιάτες Πηλίου, 1996) μία επιπλέον διάσταση. Κι αυτό το «η Βρύναινα, ορεινό χωριό στις πλαγιές της Γούρας, παράγει εξαιρετικό μέλι και τσάι του βουνού» εικονοποιεί άμεσα τον κόσμο στον οποίον ανασαίνει το "Προφητεία Ιεζεκιήλ-Απόστολος". 

Τρίτον, γιατί μερικές εκλογές φαίνεται να έγιναν στη βάση ενός ορθότατου ενστίκτου: «με κέρδισε αμέσως ο ιερέας [στη Νεράιδα Φαρσάλων], η καθαρή ματιά του, η απλότητα και η πραότητα», γράφει ο Δρυγιανάκης στις σημειώσεις για το "Σήμερον Κρεμάται Επί Ξύλου..." (Άγιος Δημήτριος, Νεράιδα Φαρσάλων, 1999), «αποφάσισα ότι έπρεπε να συμπεριληφθεί στις Μεγαλοβδομαδιάτικες ηχογραφήσεις μου». Κι έτσι κερδίσαμε κι εμείς μία από τις πιο συγκλονιστικές εκτελέσεις που φιλοξενούνται εδώ.
 
Ασφαλώς, στη βάση μιας τέτοιας καταγραφής δεν βρίσκεται το «ωραίο» –ή, εν πάση περιπτώσει, δεν βρίσκεται μόνο αυτό. Αρκετά από όσα ακούμε περιέχουν λάθη και ατέλειες, ενώ κάποια είναι πολύ ενδιαφέροντα για τα όσα μάς μαρτυρούν, αλλά όχι «ευχάριστα» στο αυτί, το δικό μου τουλάχιστον. Με όρους ας πούμε πνευματικότητας και προσευχής, αληθεύει πως η εκτέλεση στο "Τέλος Του Απόδειπνου" (Άγιος Γεράσιμος, Μακρυνίτσα, 1996) είναι ασυναγώνιστη· εντούτοις, βρισκόμαστε στα όρια της ακουστότητας. Αναλόγως, στα "Πασαπνοάρια-«Σήμερον Συνέχει Τάφος...»" αποτυπώνεται εξαιρετικά ο ψαλτικός υπερπληθυσμός από ευκαιριακούς, ενθουσιώδεις συμμετέχοντες· αλλά ταυτόχρονα, όπως πολύ εύστοχα παρατηρεί ο Κωνσταντίνος Χ. Καραγκούνης, «κατανοούμε γιατί η Εκκλησία ανέδειξε τους ψάλτες, προκειμένου ν' αποφύγει την ακαταστασία που μπορεί να δημιουργηθεί από ένα ένθερμο, ενθουσιασμένο εκκλησίασμα, το οποίο επιθυμεί να ψάλλει χωρίς επίγνωση των δυσκολιών». Παρεμπιπτόντως, ο σχολιασμός του Καραγκούνη αναδεικνύεται σε πολλά σημεία καίριος και οξυδερκής, συμπληρώνοντας ιδανικά τα κείμενα του Δρυγιανάκη.
 
Παρά ταύτα, η μεγάλη επιτυχία βρίσκεται θεωρώ στην ικανότητα πρόσδεσης του λαογραφικώς/ανθρωπολογικώς σημαντικού στο αισθητικώς ωραίο. Πρόκειται για χαρακτηριστικό που απουσιάζει ηχηρά από δίσκους με αρχειακές καταγραφές, οι οποίοι συχνά κρίνονται με βάση την αξία του υλικού για έναν μικρό κύκλο μελετητών, παρά με βάση τη συγκινησιακή δυναμική αυτού –που συνήθως αποδεικνύεται μικρή, έως αμελητέα. Τα παραδείγματα, πάρα πολλά.
 
Είναι λ.χ. διαρκής η εντύπωση που αφήνει η εκτέλεση του Ιδομενέα Κασσαβέτη στο "Τον Νυμφώνα Σου Βλέπω" (Δώδεκα Απόστολοι, Αγριά, 1997), σε άψογο θεσσαλονικιώτικο στυλ. Ο Θεόδωρος Μυλωνάς ψάλλει το "Πάσα Η Κτίσις Ηλλοιούτο Φόβω" (Τίμιος Πρόδρομος, Ανακασιά, 1991) κατά λαμπρό πατριαρχικό τρόπο, ενώ εκπληκτική αναδεικνύεται η συνύπαρξη δυτικοευρωπαϊκών και βυζαντινών στοιχείων στην εκτέλεση του "Πασαπνοάρια-«Εν Ταις Λαμπρότησι Των Αγίων Σου»" (Άγιος Γεώργιος, Τύρναβος, 1994). Στο "Ω Της Ιούδα Αθλιότητος!" (Άγιος Γεώργιος, Κάπουρνα, 1999) ο Αντώνης Αναστασίου χάνει ίσως σε κατάρτιση, καταπλήσσει όμως με τις γέφυρες τις οποίες ρίχνει προς το δημοτικό τραγούδι. Ο Απόστολος Νίτης, πάλι, αποδεικνύεται αφοπλιστικός στο "Ω! Πώς Η Παράνομος Συναγωγή" (Άγιος Δημήτριος, Άγιος Λαυρέντιος Πηλίου, 1996), το ντουέτο Μιχάλη Γονδουλάκη & Κατερίνας Αγγελοπούλου στο "Σε Τον Αναβαλλόμενον Το Φως Ώσπερ Ιμάτιον" (Άγιος Νικόλαος, Σέχι, 2002) στέκει ως μια πραγματικά ιδιαίτερη νότα, το "Φωτίζου, Φωτίζου" («Κάτω» Παναγία, Ξενιά, 1996) είναι η καλύτερη από τις γυναικείες ψαλμωδίες που φιλοξενούνται εδώ –ανεπιτήδευτη, ιεροπρεπής, με χορό μοναστικού τύπου– ενώ ο "Κατηχητικός Λόγος" (Άγιος Γεώργιος, Ελευθεροχώρι, 1999) συνιστά ένα βαθιά βιωματικό δείγμα εκκλησιαστικού λόγου: θαυμάσιος αναγνώστης ο πατήρ Γιώργης Μπουκουβάλας, μα και «πομπός» των εμπεριεχόμενων θεολογικών εννοιών. 
 
Εάν λοιπόν απομείνει κάτι όρθιο μέσα στην τρέχουσα λαίλαπα της χρεοκοπίας και των μνημονίων και υπάρξει τελικά ένα κάποιο μέλλον σε αυτόν τον τόπο, εκτιμώ ότι η παρούσα δουλειά του Κωστή Δρυγιανάκη θα (πρέπει να) καταστεί σημείο αναφοράς για το πώς αντιλαμβανόμαστε/καταγράφουμε/επεξεργαζόμαστε την εκκλησιαστική μας μουσική στον 21ο αιώνα. Κι αν θέλετε, οτιδήποτε άλλο λογίζουμε ως παράδοση σε ένα σημείο της ιστορίας μας όπου οι νέοι άνθρωποι γυρίζουν μαζικά την πλάτη τους σε τέτοια πράγματα, έχοντας λόγους (κάποιους καλούς, άλλους κακούς) να αισθάνονται εγγύτερα σε όσες τάσεις εισβάλλουν από την Εσπερία. 

26 Απριλίου 2021

Ο Χρήστος Τζιτζιμίκας live στο Underflow του Βασίλη Φιλιππακόπουλου - ανταπόκριση (2017)


Την αλήθεια να πω, για τον Βασίλη Φιλιππακόπουλο είχα ακούσει κατά καιρούς και καλά πράγματα και όχι. Όμως αυτή θα μπορούσε εν τέλει να είναι αποτίμηση για όλους σχεδόν από μας. 

Σε προσωπικό επίπεδο, πάντως, δεν έχω τίποτα να προσάψω: πάντα με χαιρετούσε ευγενέστατα όταν βρισκόμουν στο μαγαζί του, ενώ κουβέντιαζε με ειλικρινές ενδιαφέρον για τους δίσκους που κατά καιρούς αγόρασα από εκείνον. Ειδικά για ένα 10ιντσο ΕΡ με δημοτικά που έπαιξαν στον γάμο του βασιλιά Κωνσταντίνου Β΄ με την Άννα-Μαρία της Δανίας (1964). Νομίζω θα μειδιούσε με εκείνο το χαρακτηριστικό χαμόγελο, αν ήξερε ότι θα έμπαινε μια μέρα στην ίδια παράγραφο με τον Τέως.

Έτσι κι αλλιώς, παρεκτός και κάποιος είναι εντελώς παλιάνθρωπος, όταν φεύγει από τη ζωή τείνεις να εστιάζεις στο τι καλό άφησε πίσω του. Και με το Undeflow Records & Art Gallery (το «δισκάδικο με τις μάσκες», όπως το έλεγαν κάποιοι), εκεί στο μετρό Συγγρού-Φιξ επί της Καλλιρόης (στο νούμερο 39), ο Βασίλης Φιλιππακόπουλος έκανε την τελευταία οργανωμένη προσπάθεια για ένα στέκι που θα συνδύαζε πωλήσεις δίσκων (για υποψιασμένους), μπαρ, γκαλερί και χώρο συναυλιών. Μάλιστα, προχώρησε τελικά και σε εκδόσεις άλμπουμ, βγάζοντας ορισμένα ενδιαφέροντα πράγματα, π.χ. την Ετεροτοπία της Άννας Λινάρδου το 2019 ή το Specific Ocean των Lost Bodies το 2018. 

Αναντίρρητα, υπήρχε σημαντικό κόστος για τον φέρελπι καταναλωτή: το μαγαζί του Βασίλη απαιτούσε να έχεις κι ένα άλφα πορτοφόλι, ενώ ορισμένες τιμές δεν αντιστοιχούσαν στην εποχή του ίντερνετ και του Discogs. Από την άλλη, χάρη στην ευρεία κατάρτισή του ως ακροατή και το ενδιαφέρον που είχε για τις όχι και τόσο «εύκολες» μουσικές, είδαμε στην Αθήνα –οι λίγοι που ενδιαφερόμασταν, τέλος πάντων– συναυλίες που κατά τα λοιπά μόνο η Στέγη του Ιδρύματος Ωνάση θα μπορούσε να φέρει ή, σε πιο πρόσφατα χρόνια, το Κέντρο Πολιτισμού του Ιδρύματος Σταύρος Νιάρχος (π.χ. τους Dwarfs Of East Aguza το 2018 ή τον Mats Gustafsson το 2019).

Τιμής ένεκεν λοιπόν, λόγω της χθεσινής ανακοίνωσης του θανάτου του Βασίλη, αναδημοσιεύεται σήμερα η ανταπόκριση από μια ιδιαίτερη εγχώρια βραδιά που έστησε τον Δεκέμβριο του 2017 στο Underflow, καλώντας τον Χρήστο Τζιτζιμίκα να καταλάβει τη σκηνή του υπογείου, για μια βόλτα στην ηπειρώτικη παράδοση. Το κείμενο πρωτοδημοσιεύτηκε στο Avopolis και παρατίθεται εδώ με μικρές, αισθητικής φύσης τροποποιήσεις.

* οι χρησιμοποιούμενες φωτογραφίες του Χρήστου Τζιτζιμίκα προέρχονται από τη βραδιά στο Underflow και ανήκουν στον Θάνο Λαΐνα


Αθόρυβα και χωρίς ιδιαίτερη προβολή, το δισκοπωλείο Underflow στην Καλλιρόης έστησε μία ακόμα ξεχωριστή βραδιά στον υπόγειο συναυλιακό του χώρο. Αφιερωμένη στην ηπειρώτικη παράδοση, αυτή τη φορά, με πρωταγωνιστή έναν από τους πιο άξιους εκπροσώπους της στο σήμερα, ο οποίος έχει καταθέσει τα Πατήματα πίσω στο 2001 –ένα άλμπουμ με σημαντικό εκτόπισμα. 

Αν και Παρασκευή, στον απόηχο δηλαδή μιας εργάσιμης καθημερινής, το μικρό αριθμητικά κοινό που συγκεντρώθηκε στον χώρο δεν φάνηκε να νοιάζεται ιδιαίτερα για ρολόγια και χρονοδιαγράμματα, έχοντας ίσως ήδη μπει σε κλίμα χριστουγεννιάτικης ανάπαυλας. Παρότι λοιπόν η συναυλία ξεκίνησε αρκετά αργότερα από ό,τι αναμενόταν, κανείς δεν ενοχλήθηκε· ο Χρήστος Τζιτζιμίκας έγινε δεκτός στη σκηνή με θερμό χειροκρότημα, όπως και οι συνοδοιπόροι του, τους οποίους και μας σύστησε εξαρχής: Δημήτρης Ζιάγκας (κλαρίνο), Γιώργος Κώτσικας (βιολί), Μαρία Πλουμή (λαούτο) & Μάκης Μπουκάλης (κοντραμπάσο). 

Η παρουσία του τελευταίου αξίζει βέβαια ξεχωριστής μνείας, καθώς το κοντραμπάσο δεν αποτελεί κομμάτι της κλασικής ηπειρώτικης ορχήστρας. Όμως ο Τζιτζιμίκας το έχει τοποθετήσει εκεί με πραγματική σπουδή και φροντίδα και ο Μπουκάλης αποδείχθηκε ικανότατος δεξιοτέχνης, δίνοντας το στίγμα του οργάνου του, μα ξέροντας και να είναι διακριτικός όταν χρειαζόταν. Δόθηκε έτσι μια ωραία πινελιά νεωτερικότητας στο παραδοσιακό υλικό: ένα καλοδεχούμενο τσικ φρεσκάδας, που δεν ξένισε στιγμή. 

Ο Τζιτζιμίκας ξεκίνησε με το πωγωνίσιο "Ο Θάνατος Κι Η Ξενιτιά", που έλαχε μιας υποδειγματικής πολυφωνικής εκτέλεσης. Κι από εκεί μας πήγε ταξίδι σε ολόκληρη την Ήπειρο, εξηγώντας μας με ακρίβεια και χωρίς να μας κουράσει πώς διαμορφώθηκαν τα διάφορα τοπικά ρεπερτόρια. 

Βόρεια ανεβήκαμε μέχρι το Αργυρόκαστρο ακούγοντας την "Ποταμιά" –εκτός δηλαδή των σημερινών ελληνικών συνόρων– ενώ νότια φτάσαμε ως την Πρέβεζα, με τον πρεβεζάνικο οργανικό σκοπό με τον οποίον ξεκίνησε το δεύτερο μέρος της βραδιάς, αλλά και ως το Ξηρόμερο της Αιτωλοακαρνανίας, οι ζουρνάδες του οποίου επηρέασαν άμεσα τα λεγόμενα «ζουρνατζίδικα», κομμάτια όπου το κλαρίνο προσπάθησε να μιμηθεί τον ήχο του ζουρνά. Ενδιάμεσα, ασφαλώς, σταθήκαμε στο Μέτσοβο ("Άντε Μωρ' Μηλιά"), στην Κόνιτσα ("Κρασί Σε Πίνω Για Καλό") και ακούσαμε γνωστά ηπειρώτικα σαν τα "Γλυκοχαράζουν Τα Βουνά" και "Περδικομάτα", αλλά και κομμάτια πιο σπάνια, με πρωταγωνιστές τον Αλή Πασά και τον αρβανίτη Οσμαντάκα. 

Ό,τι ακούσαμε ήταν καλοπαιγμένο και είχε σύμμαχο τον καθαρό ήχο του Underflow, που επέτρεψε να απολαύσουμε τον αυθεντικό τόνο της ορχήστρας, με το κλαρίνο να παίζει αργά και χαμηλά, αποφεύγοντας τις νεοδημοτικές φτήνιες οι οποίες μαστίζουν το ρεπερτόριο των πανηγυριών. Ωστόσο δεν γινόταν να μη σκεφτείς ότι η όλη βραδιά είχε και κάτι το ακαδημαϊκό, με μας καθισμένους σε καρέκλες και μαξιλάρες στο πάτωμα και τον Τζιτζιμίκα να μιλάει για τα τραγούδια με τόνο που περισσότερο άρμοζε στα μαθήματα τα οποία έκανε στο τμήμα Μουσικής Επιστήμης & Τέχνης του Πανεπιστημίου Μακεδονίας, παρά σε ζωντανή εμφάνιση. Σε κάποιο σημείο ένιωσα δηλαδή ότι έβλεπα επεισόδιο από το Αλάτι της Γης, αντί για συναυλία. Είναι μια μικρή ένσταση, ασφαλώς, η οποία στη «ζυγαριά» δεν στέκεται απέναντι στην ευκαιρία να ακούσουμε τον Τζιτζιμίκα κάπου στην πόλη μας. 

Οι κορυφώσεις της βραδιάς, αυτές που έμειναν νομίζω πιο ανεξίτηλα στη μνήμη, ήταν δύο. Στο πρώτο μέρος, ο Τζιτζιμίκας μας είπε ότι κατά τον Μεσοπόλεμο και τα αμέσως μεταπολεμικά χρόνια οι καλλιτέχνες των δημοτικών πανηγυριών υιοθέτησαν μελωδίες και τραγούδια που άκουσαν από όσους έπαιζαν σμυρνέικα και δημοτικά, τις οποίες προσάρμοσαν ύστερα στα δικά τους μέτρα και σταθμά, με το κοινό αναλόγως να ακολουθεί. Ανάμεσα λοιπόν στα δείγματά τους, μας έπαιξε καταπληκτικά τον "Μαχαραγιά" του Σταύρου Τζουανάκου (1952), εξηγώντας μας ότι, όσο δύσκολο κι αν είναι κάτι τέτοιο, στα πανηγύρια της δεκαετίας του 1950 χορεύτηκε ως συρτός. 

Το άλλο φοβερό στιγμιότυπο σημειώθηκε στο άτυπο encore που ακολούθησε το φινάλε της βραδιάς με τα "Ξεχωρίσματα", όταν μια γυναίκα από το κοινό ζήτησε να ξανακούσει το "Μαραίνομαι Ο Καημένος". Ο Τζιτζιμίκας χαμήλωσε λοιπόν τα μικρόφωνα και το έπαιξε χωρίς ηλεκτρισμό, οδηγώντας την ορχήστρα του σε μια εκπληκτική απόδοση, φτάνοντας στην «καρδιά» πραγματικά της παράδοσης που εκπροσωπεί. 



25 Απριλίου 2021

Συχνοτική Συμπεριφορά, Σάββατο 17 Απριλίου 2021


Η Συχνοτική Συμπεριφορά της 17ης Απρίλη, αναμφίβολα ξέφυγε: έφτασε ακόμα και σε ...αποκαλύψεις για τους συντελεστές της, για κλοπές π.χ. δίσκων ή για συκοφαντικά δημοσιεύματα περί οικείων προσώπων τους.  

Κατάφερε επίσης και μίλησε (πάλι) πολύ για τους Deep Purple. Με αφορμή όμως τη φρέσκια συνεργασία μεταξύ Archie Shepp & Jason Moran έθιξε και τα όσα συμβαίνουν εσχάτως με τους χίπστερ και μία συγκεκριμένη πλευρά της τζαζ παρακαταθήκης. Ειπώθηκαν μάλιστα και εκφράσεις τύπου «βαρετομούρηδες»!

Και να 'ταν μόνο αυτά... Η εκπομπή χάραξε και παράλληλες διαδρομές μεταξύ των Boys Next Door του Nick Cave και των πρώιμων U2, ταξίδεψε στη Σμύρνη του 1909 αλλά και στην Τυνησία του 2021 –όπου αναζήτησε τη «μεταλλική» Δημοκρατία του Νέου Γολγοθά– ενώ συζήτησε και για τα μπλουζάκια hard & heavy συγκροτημάτων που φοράει ο Φοίβος στο House of Fame

Μπορείτε να ακούσετε ολόκληρο το σόου (χωρίς διαφημιστικά μηνύματα) πατώντας στον σύνδεσμο εδώ.

Συμπεριφέρθηκαν συχνοτικώς τα εξής κομμάτια:

1. ZINO FRANCESCATTI & ROBERT CASADESUS: Ludwig Van Beethoven's Allegro Molto (Sonata no. 4 for Violin and Piano)
2. DEEP PURPLE: First Day Jam
3. RUINS: Mahavishnu Orchestra Medley
4. ΒΑΓΓΕΛΗΣ ΚΟΡΑΚΑΚΗΣ: Ήταν Κάποτε Μια Χώρα
5. ARCHIE SHEPP & JASON MORAN: Sometimes I Feel Like A Motherless Child
6. ΜΑΡΙΑ ΒΟΥΜΒΑΚΗ: Το Τέλος Της Γραμμής
7. THE BOYS NEXT DOOR: Brave Exhibitions
8. OMINATION: Post-Apocalypticism
9. ΔΕΣΠΟΙΝΑ ΒΑΝΔΗ: Άπαπα
10. ΑΔΕΛΦΟΙ ΚΑΤΣΑΜΠΑ: Historia De Un Amor
11. THE BEACH BOYS: Heroes And Villains 
12. ΓΙΑΝΝΗΣ ΚΟΚΚΙΝΗΣ: Ο Γερο-Δήμος
13. HAWKWIND: Hassan I Sahba
14. ΘΕΜΗΣ ΑΔΑΜΑΝΤΙΔΗΣ: Μα Πού Να Πάω
15. THE MODERN LOVERS: Roadrunner (Once)



22 Απριλίου 2021

Συχνοτική Συμπεριφορά, Σάββατο 10 Απριλίου 2021


Σε αντίθεση με τη Συχνοτική Συμπεριφορά που είχε προηγηθεί, με το αφιέρωμα στις μακροσκελείς συνθέσεις που δεν παίζονται συχνά στο ραδιόφωνο (περισσότερα εδώ), στην εκπομπή της 10ης Απρίλη φτάσαμε το μπλα-μπλα σε επίπεδα ρεκόρ με τον Στυλιανό Τζιρίτα. 

Κάπου από τον Ερρίκο τον Όγδοο το πιάσαμε, δηλαδή, στις «νοιάζομαι» φάτσες του Facebook το προχωρήσαμε, στον Μάριο Τόκα, στα μπλουζάκια Δημήτρη Κοντολάζου, στην Αιχμαλωσία της Εκκλησίας, στον Herbie Hancock και στον κατά Στίβεν Σπίλμπεργκ Πόλεμο των Κόσμων το φτάσαμε. Σε κάποιο σημείο, μάλιστα, με είπε και συντηρητικό άνθρωπο. 

Ερρίκο τον Όγδοο αποφάσισα στο μεταξύ κι εγώ να βαφτίσω το podcast μικρόφωνο με το οποίο γράφουμε κάθε εβδομάδα τις εκπομπές που στέλνουμε έπειτα στον Εν Πλω 89,2. Κι αυτό γιατί μας έβγαλε την πίστη μέχρι να ...συνεργαστεί και να μπορέσουμε να γράψουμε δίχως προβλήματα. Σε κάποιο σημείο, να φανταστείτε, ήμασταν πλέον σίγουροι ότι είχε χαλάσει. 

Αλλά τέλος καλό, όλα καλά. Και στην πορεία, παρά το μπλα-μπλα που ρίξαμε, προλάβαμε και παίξαμε και κάμποση μουσική. Μπορείτε να ακούσετε ολόκληρο το σόου (χωρίς διαφημιστικά μηνύματα) πατώντας στον σύνδεσμο εδώ.

Συμπεριφέρθηκαν συχνοτικώς τα εξής κομμάτια:

1. ΚΑΜΕΡΑΤΑ - ΟΡΧΗΣΤΡΑ ΦΙΛΩΝ ΤΗΣ ΜΟΥΣΙΚΗΣ (σε διευθ. ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΥ ΜΥΡΑΤ): Νίκου Κυπουργού "Άνοιξη Στον Αίμο" - ζωντανή ηχογράφηση στο Μέγαρο Μουσικής, 2008
2. RICK WAKEMAN: Anne Boleyn "The Day Thou Gavest Lord Hath Ended"
3. GLENN GOULD & COLUMBIA SYMPHONY ORCHESTRA (σε διευθ. VLADIMIR GOLSCHMANN): Johann Sebastian Bach's Allegro (Concerto For Piano And Orchestra No. 3)
4. ΑΝΤΩΝΗΣ ΚΑΛΟΓΙΑΝΝΗΣ & ΜΑΡΙΝΕΛΛΑ: Σ' Αγαπώ
5. HERBIE HANCOCK: Wandering Spirit Song
6. GOOGOOSH: گوگوش (Makhloogh)
7. AL DI MEOLA, JOHN McLAUGHLIN & PACO DE LUCÍA: Aspan
8. ΑΠΟΣΤΟΛΗΣ ΑΡΜΑΓΟΣ & ΑΝΝΑ ΛΙΝΑΡΔΟΥ: Θέση
9. BARRY MANILOW: It's A Miracle
10. KID GALAX: Lies And Lust
11. ΜΑΡΙΝΕΛΛΑ: Νύχτα Θεά
12. GOJIRA: Amazonia
13. ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΚΟΝΤΟΛΑΖΟΣ: Στην Υγειά Του Έρωτά Μου
14. DAWN UPSHAW, SŌ PERCUSSION & GILBERT KALISH: Caroline Shaw's Narrow Sea Pt. 2




20 Απριλίου 2021

Black Midi: Schlagenheim [δισκοκριτική, 2019]


Την επιστροφή τους ετοιμάζουν αυτό το διάστημα οι Black Midi, ένα από τα καινούρια συγκροτήματα του ευρύτερα alternative pop/rock ήχου που κουβεντιάστηκε με κολακευτικά λόγια στον σχετικό Τύπο (και είχε όντως κάτι να πει, γιατί πολλοί συζητιούνται, αλλά δίχως αληθώς σοβαρούς λόγους).

Οι Λονδρέζοι μετρούν μόλις 4 χρόνια ζωής φέτος κι έχουν προγραμματίσει να βγάλουν το νέο τους άλμπουμ Cavalcade στις 28 Μαΐου μέσω της Rough Trade Records, με παραγωγό τον John «Spud» Murphy, πλην του "John L", όπου στην κονσόλα βρέθηκε η Marta Salogni. Το τραγούδι αυτό κυκλοφορεί ήδη ως single και δεν είναι λίγοι όσοι το καλοϋποδέχτηκαν, αν κρίνω από όσα είδα στα social media. Δεν ξέρω, ωστόσο, αν είναι το πιο αντιπροσωπευτικό του ήχου του Cavalcade.

Οι Black Midi, αν και νέο σχήμα, μετρούν ήδη κάμποσες κυκλοφορίες. Κεντρική σημασία ανάμεσά τους, όμως, έχει το άλμπουμ Schlagenheim του 2019 (Βρετανία #43), το οποίο και προξένησε τις συζητήσεις γύρω από το όνομά τους. Ενόψει λοιπόν της επιστροφής τους, αναδημοσιεύται εδώ –με μικρές, αισθητικής φύσης τροποποιήσεις– η κριτική μου σε αυτό, που πρωτοδημοσιεύτηκε τότε στο Avopolis

Όπως τόνισα εκεί, ήταν εύκολο να καταλάβεις τον ενθουσιασμό με τους Black Midi, αλλά όχι και τόσο εύκολο να τον συμμεριστείς. Για να δούμε, λοιπόν, τι εικόνα μας επιφυλάσσει η καινούρια δουλειά.


Σε μια ροκ εποχή όπου ακόμα και οι καλοί εναλλακτικοί δίσκοι κυλούν προβλέψιμα, είναι εύκολο να καταλάβεις τον ενθουσιασμό που προξένησε το Schlagenheim, ντεμπούτο για τους Λονδρέζους Black Midi. Δεν είναι όμως τόσο εύκολο να τον συμμεριστείς. 

Δύο άτυπες αλήθειες της ροκ επικαιρότητας είναι ότι, αν έχεις κιθάρες και αποτολμάς να εκτείνεις τις συνθέσεις σου στα 8 λεπτά 
α) κάπως, κάπου σε έχει χτυπήσει το progressive 
β) ξέρεις να παίζεις σε ένα άλφα επίπεδο, όχι πάντοτε δεδομένο. 

Στην περίπτωση ωστόσο των Black Midi, το α) δεν αληθεύει. Αν επιθυμείς δηλαδή να βρεις συγγένειες στο πώς αναπτύσσουν εις μάκρος τις δικές τους δημιουργίες και στο τι εννοούν μιλώντας για «αυτοσχεδιασμό», θα πρέπει μάλλον να πας προς τους Mahavishnu Orchestra και το kraut των Can, ίσως και των Neu!. Αληθεύει ωστόσο το β). Και με το παραπάνω, μάλιστα.

Οι Black Midi πατάνε γερά στον ντράμερ Morgan Simpson, ο οποίος διατηρεί σφιχτό αλλά και λιγάκι ...λοξό το groove της υπόθεσης σε όλη τη διάρκεια του Schlagenheim, επιτρέποντας στις κιθάρες του Matt Kwasniewski-Kelvin να ξετυλίξουν τις ιδέες τους, αλλά και στον Geordie Greep να ισορροπήσει τα indie φωνητικά του στο μείγμα ("953", "Reggae"). Ίσως όχι πάντοτε με πειθώ –καθώς κάτι λείπει σε χαρακτήρα– πάντως μακριά από κουρασμένα ερμηνευτικά σχήματα και τις στημένες φωνασκίες διαφόρων καημένων, που ονειρεύονται να διαδεχθούν τους αδελφούς Gallagher. Εδώ θα πρέπει βέβαια να δώσουμε εύσημα και στον παραγωγό Dan Carey, καθώς αντανακλάται κάτι από τη δική του εμπειρία με τους Franz Ferdinand και τη Bat For Lashes. 

Ναι, αλλά τι παίζουν οι Black Midi; 

Το ερώτημα δείχνει να γίνεται όλο και πιο βασανιστικό στις μέρες μας για Τύπο και ακροατές, καθώς κοντεύουμε πια δύο δεκαετίες που ο εναλλακτικός ποπ/ροκ χώρος προσπαθεί να κοντράρει τα αδιέξοδα με συνεχή κράματα ήχων. Στο Schlagenheim μπορείς λοιπόν να ακούσεις πολλά, μα εν τέλει τίποτα συγκεκριμένο. Κι αυτό είναι και καλό και κακό. Bέβαια, όσοι βιάστηκαν να το αποκαλέσουν «πειραματικό» προδίδονται ως μάλλον άσχετοι, καθώς νομίζουν ότι πειραματισμός είναι να ανακατεύεις τα μετά το πανκ –όπως τα παίζουν ύστερα ονόματα σαν τους Preoccupations, λ.χ.– με ολίγον fusion τζαζ λογικής, μια σκελίδα μπάντζο ("Western") και να αλατοπιπερώνεις με Swans ή άλλους εξέχοντες noise rockers ("bmbmbm"). 

Θέλω να πω, δεν υπάρχει κάτι το «πειραματικό» στον ήχο των Black Midi, κάτι που να εξερευνά νέες ακουστικές εμπειρίες: τα «συστατικά», δεν παύουν να είναι αναγνωρίσιμα. Αυτό που θαυμάζεις είναι τα ζιγκ-ζαγκ ενός γκρουπ παιδιών που τώρα κοντά τέλειωσαν το σχολείο, καθώς και την ευχέρειά τους να πηγαίνουν από το ένα στο άλλο δίχως να ντελαπάρουν, πριμοδοτώντας εδώ κι εκεί ρυθμούς κομματάκι ανορθόδοξους στις εξελίξεις τους. Δεν το λες και «έκπληξη», αλλά τέλος πάντων υπάρχει ένας παράγοντας αρκετός για να κάνει αίσθηση σε μια εποχή σαν και τη δική μας. Ή για να εξηγήσει επαρκώς, πέρα από τις hype σαχλαμάρες, γιατί οι Black Midi έκαναν τόσο γρήγορα το ταξίδι από τις pub του νότιου Λονδίνου στα πρωτοσέλιδα του διεθνούς εναλλακτικού Τύπου. Έστω κι αν τα τελευταία δεν αποδείχθηκαν επαρκή για να τους μπάσουν στο top-40 της Βρετανίας (το άλμπουμ κόλλησε στο #43).

Ωστόσο, όταν περάσουν οι ακροάσεις, δυσκολεύεσαι να εντοπίσεις τις στιγμές στις οποίες θα ήθελες να ξαναγυρίσεις, ακόμα κι αν κάπου στις σημειώσεις σου βλέπεις τίτλους σαν το "Ducter" π.χ. ή το "Near DT, MI". Στο Schlagenheim κυριαρχούν οι ιδέες και τα παιξίματα, μα η τραγουδοποιία καθ' αυτή αποτυπώνεται είτε λιγάκι άγουρη, είτε υπέρ το δέον εγκεφαλική για να πετύχει ένα πιο διαρκές αποτύπωμα. Το ίδιο συμβαίνει και με τους στίχους, οι οποίοι δείχνουν να θέλουν να πουν αρκετά για μια χώρα που διαιρείται πολιτικά και δεν ξέρει πια πώς να τιθασεύσει πάγια ζητήματα κοινωνικού άγχους και καταναλωτικής έξαρσης. Αλλά, ενώ πιάνεις το γενικότερο νόημα, δεν υπάρχουν οι καίριες λέξεις που θα εκφράσουν καθαρά και ξάστερα τα όσα απασχολούν την τετράδα από το Λονδίνο. 

Ο ενθουσιασμός κάποιων μένει λοιπόν μετέωρος, τουλάχιστον στα αυτιά όσων μετρούν χιλιόμετρα στον μουσικό χάρτη και μπορεί π.χ. να έχουν θητεύσει σε δισκογραφίες σαν των Motorpsycho ή των Swans· δύο ενεργών συγκροτημάτων, τα οποία δεν έχουν πάψει να εκπλήσσουν με το πώς ανακατεύουν μια κατά βάση ροκ τράπουλα. Πάντως το Schlagenheim αποδεικνύεται ένα καλό, στέρεο άλμπουμ, το οποίο βάζει τους Black Midi με το δεξί στα πράγματα, δείχνοντάς τους ικανούς να πρεσβεύσουν μια ροκ αισθητική με ανοιχτούς ορίζοντες και επαρκώς εναλλακτική κόψη. Η λογική λέει ότι στη νέα δεκαετία δικαιούμαστε να περιμένουμε πράγματα από αυτήν την παρέα. Και πιο ολοκληρωμένα, και πιο κατασταλαγμένα.