14 Απριλίου 2021

Εβδομάδα Accept, μέρος 3: Blind Rage [δισκοκριτική, 2014]


Δεκαπενταύγουστο του 2014 έσκασε το Blind Rage, τρίτο κατά σειρά άλμπουμ των Accept με «κινητήρα» τον Mark Tornillo. Και, ως τότε, όλοι πια ξέραμε τι μπορούσαμε και τι δεν μπορούσαμε να περιμένουμε. Είχαμε δει δηλαδή τα όρια του νέου τραγουδιστή στα live, όταν έφτανε η ώρα για το υλικό της Udo περιόδου, αλλά είχαμε δει και τα όρια της γερμανικής μπάντας στο στούντιο: διαφορετική υπόθεση το τράνταγμα του Blood Of The Nations (2010), διαφορετική το φασόν μούδιασμα του Stalingrad: Brothers Ιn Death (2012).

To Blind Rage, πάντως, αποδείχθηκε θρίαμβος. Ως σήμερα παραμένει το ωραιότερο άλμπουμ των Accept με τον Mark Tornillo, αλλά κι ένας από τους καλύτερους metal δίσκους της δεκαετίας των 2010s. Επιπλέον, ήταν κι αυτός που τους έστειλε καρφί στο νούμερο 1 της Γερμανίας –για πρώτη φορά στην ιστορία– αλλά και στο νούμερο 35 των Ηνωμένων Πολιτειών. Χαρίζοντάς τους έτσι τη μεγαλύτερη υπερατλαντική επιτυχία της καριέρας τους, σε μια εποχή κατά την οποία αυτά που έπαιζαν δεν αποτελούσαν τμήμα καμιάς «τάσης». Το αντίθετο, μάλιστα. 

Το τρίτο μέρος της Accept εβδομάδας είναι λοιπόν αφιερωμένο στον δίσκο με το "Dying Breed": τον περήφανο ύμνο μιας μεταλλικής γενιάς που μπορεί να γέρασε, μα είναι ακόμα εδώ. Ίσως επίσης να κουράστηκε στο διάβα του χρόνου, μάλλον νέρωσε και τα κρασιά της με τρόπους που δεν φανταζόταν κατά τη νεότητά της, πάντως στα μεγάλα στριμώγματα της ζωής είναι ακόμα διατεθειμένη να «live and die by the sword». Με έναν τρόπο που δεν θα καταλάβουν ποτέ οι alternative μεταλλάδες, όσοι στα ίδια χρόνια με το Blind Rage πύκνωσαν τις γραμμές στις συναυλίες συγκροτημάτων τύπου Mastodon και Wolves In The Throne Room. 

* η χρησιμοποιούμενη φωτογραφία ανήκει στον William Garrey και προέρχεται από συναυλία των Accept στη Γαλλία


Μισοσβησμένος μέσα στις χιλιετίες, ένας άξονας ενώνει τους σιδηρόφραχτους ήρωες της Ιλιάδας με τη στρατιωτική αριστοκρατία του Game Of Thrones. Με πληθώρα ενδιάμεσων σταθμών, βέβαια, όλων αποτυπωμένων ανεξίτηλα στην ανθρώπινη φαντασία: ο Αρθούρος και το μαγικό του Εξκάλιμπερ, ο καταραμένος αυτοκράτορας Έλρικ, το ανήμερο ξίφος του Κόναν του Κιμμέριου, εκείνοι που πολέμησαν για τη σωτηρία της Μέσης Γης στις σελίδες του Τόλκιν, όσοι πρωταγωνίστησαν στις Ιστορίες Με Βάρβαρους Ήρωες που μπορεί να διαβάσατε (και να ξαναδιαβάσετε) οι παλιότεροι σε βιβλίο τσέπης Ωρόρα. Παρά τα ειρωνικά μειδιάματα με τα οποία γίνεται συνήθως δεκτή ή τα αφ' υψηλού σχόλια περί «εφηβικών αναγνωσμάτων», η sword & sorcery λογοτεχνία δεν παύει να συγκινεί στο διάβα των αιώνων. 
 
Αυτό το χάρτινο Βασίλειο του Ατσαλιού το ονειρεύτηκαν κατά καιρούς και αρκετοί από όσους καταπιάστηκαν με το χέβι μέταλ, από τότε τουλάχιστον που ο Ronnie James Dio άπλωσε τον μαγικοθρησκευτικό μανδύα των στίχων του πάνω στο σκληρό ροκ. Και παρότι ολόκληρο το οικοδόμημα του παραδοσιακού μέταλ μπορεί να χωρέσει στην «έπος μαζί και οδυρμός» περιγραφή την οποία του έδωσε κάποτε ο Αργύρης Ζήλος, για ορισμένες μπάντες το έπος είχε πάντα πιο μεγάλες διαστάσεις –μαζί ασφαλώς και ο οδυρμός. 
 
Για τους Manowar των φανταστικών πρώτων δίσκων, για παράδειγμα, στους οποίους τόσο εμφανώς παραπέμπουν οι φετινοί Accept· κι ας μην τους αναφέρουν στην καταιγιστική παράθεση της «πολεμικής» τους γενεαλογίας, στο "Dying Breed". Αλλά αυτά τα βροντερά χορωδιακά που αποδίδουν τα ρεφρέν σε call-and-response αντίστιξη με τα φωνητικά του Mark Tornillo, πότε θρηνώντας για την πτώση κραταιών αυτοκρατοριών ("Fall Of The Empire", απόλυτη περιγραφή του τι εννοούμε «έπος μαζί και οδυρμός») και πότε παιανίζοντας για αφηνιασμένα ποδοβολητά ("Stampede") ή για ήρωες που θα αναγεννηθούν από τις στάχτες τους ("From The Ashes We'll Rise"), έλκουν την καταγωγή τους από τις λαμπερές μανογουορικές αναπαραστάσεις της κλαγγής των όπλων και από τις δικές τους διηγήσεις για βασιλιάδες πολύ περασμένων χρόνων, που πέθαναν γονατίζοντας μονάχα στους θεούς. 
 
Λυσσασμένο, επιθετικό, ανδρικό με μια ωμότητα που δεν σηκώνουν πια τα εκλεπτυσμένα αγορίστικα ήθη του 21ου αιώνα, το μεταλλικό ροκ εν ρολ των Accept επιμένει λοιπόν να «live and die by the sword». Να ζει είπα; Διορθώστε, παρακαλώ: να ζει και να βασιλεύει. Φτύνοντας στα μούτρα από το #35 των αφιλόξενων για τέτοιους ήχους Η.Π.Α., από το #21 στην πάντα σημαντική για το μέταλ Ιαπωνία και βέβαια από το #1 της πατρίδας Γερμανίας όσους εισηγήθηκαν τον εγκλεισμό του στο χρονοντούλαπο της ιστορίας. Τέτοια επιτυχία δεν είχαν ποτέ ως τώρα γνωρίσει οι Τεύτονες από το Σόλινγκεν. Και είναι ίσως ειρωνικό ότι τα καταφέρνουν χωρίς τον αυθεντικό τους τραγουδιστή (ο Udo πρέπει να έχει πέσει στα υπογλώσσια) και δίχως να αλλάξουν το οτιδήποτε στον κατ' αυτούς «κανόνα», τη στιγμή μάλιστα που ένα από τα πιο συζητημένα γκρουπ του σύγχρονου μέταλ –οι Mastodon– το γυρνάει στο heavy rock για να διατηρήσει/αυγατίσει την παρουσία του στα αμερικάνικα charts.  
 
Ένα μεγάλο πρόβλημα των Mastodon –μα και άλλων ωραίων συγκροτημάτων της συνομοταξίας– είναι ότι δεν κατάφεραν να χτίσουν καμία αίσθηση κοινότητας με τη μουσική τους. Πολλοί μάλιστα στραβώνουν αν πεις ότι παίζουν μέταλ και σε αρχίζουν στα περιφραστικά («σύγχρονος σκληρός ήχος») ή σε κάτι ανοησίες για post-metal. Είναι βέβαια μια μπάντα της εποχής, όπου (υποτίθεται) δεν παίζουν πια κοινότητες στο ροκ και ο κόσμος ακούει χίλια πράγματα. Ως αποτέλεσμα, η επιβίωση εξαρτάται ίσως περισσότερο από το αν θα τους αγκαλιάσουν τελικά οι οπαδοί λ.χ. των Interpol, ως ένα εξωτικό σκληρόδερμο φρούτο. 

Οι Accept, από την άλλη, υπερασπίζονται μια ντεμοντέ άποψη. Και τα τραγούδια τους επικαλούνται τα ιδανικά μιας περιφραγμένης ομάδας: εκφράζουν τον κόσμο ενός σκληρού, παραδοσιακού άντρα σε μια μεταιχμιακή, δυσνόητη εποχή, απέναντι στην εντροπία της οποίας (θεωρεί πως) καλείται να σταθεί με μια παλαιού τύπου ανδρεία και μπέσα, αν θέλει να τη βγάλει καθαρή. Η πρωτοφανής επιτυχία θα πρέπει λοιπόν να λειτουργήσει προειδοποιητικά, αφού η φάση δεν είναι όσο εκτός μόδας παρουσιάζεται σε έναν διεθνή μουσικό Τύπο κυριαρχούμενο από γραφιάδες που ακούν indie pop/rock με ολίγη «μαύρη» ζάχαρη, συνοδεία indie-friendly ηλεκτρονικών μπισκότων. Από γραφιάδες, δηλαδή, που προσπαθούν να παρουσιάσουν ως «γενική τάση» τα ιδανικά της δικής τους μικρής κοινότητας.
 
Όμως ας μη χανόμαστε στις αναλύσεις. Το Blind Rage έρχεται παραφουσκωμένο με τραγούδια εμπρηστικής δύναμης, σφυρηλατημένα με ό,τι μπορεί να έχει κάνει κάποιους να αποκτήσουν σχέση ζωής με τους Accept ή γενικότερα με τη χέβι μέταλ κουλτούρα. Είναι δίσκος που διατηρεί ατόφια τη φορτηγατζίδικη μαγκιά του Blood Of The Nations (2010), ενώ τηρεί διακριτικές μα διακριτές αποστάσεις από τον ανερμάτιστο, τεμπέλικο μανιερισμό του Stalingrad: Brothers In Death (2012). Παρά μάλιστα την αίσθηση ενός φρικαρισμένου ταύρου αμολημένου σε υαλοπωλείο, η εκρηκτική δυναμική των Γερμανών υπακούει σε μια σοφή και πολύτιμη αίσθηση μέτρου. Στα πλαίσια της οποίας και τα κιθαροσολίδια ακονίζονται και πάλι στο αμόνι της (rock)radio-friendly μελωδίας ("Dark Side Of My Heart", "Trail Of Tears"), αλλά και ο τυφώνας Tornillo αφήνεται με αρκετό χώρο στη διάθεσή του, ώστε να σαρώσει γέφυρες και ρεφρέν. 



Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου