14 Οκτωβρίου 2020

Secondhand Daylights - συνέντευξη (2015)

 

Πίσω στο 2015, η πατρινή Inner Ear ανέσυρε από τη σκόνη του χρόνου τις άγνωστες ηχογραφήσεις των Αθηναίων Secondhand Daylights από το 1985, με τις οποίες σκόπευαν τότε να συστηθούν στο κοινό που παρακολουθούσε τα αγγλόφωνα post-punk δρώμενα· κάτι που τελικά δεν συνέβη.
 
«Ψυχή» και αποκλειστικός συνθέτης/στιχουργός των κομματιών τους ήταν ο Λάκης Χαλκιόπουλος, που είχε ήδη διατελέσει κιθαρίστας και τραγουδιστής στους Headleaders, συγκρότημα καταγραμμένο στην εγχώρια δισκογραφία. Τον πλαισίωσαν ο Χρήστος Τριάντης (μπάσο-φωνητικά) και ο Χρήστος Σβάρνας (ντραμς-φωνητικά), με τους οποίους στήθηκε το 1985 η πρώτη εκδοχή του γκρουπ, υπό το όνομα X-Ray. 

Πολύ γρήγορα, ωστόσο, προτίμησαν το Fade, με το οποίο κι έδωσαν μάλιστα κάποιες συναυλίες (Ροντέο, Σκιάχτρο, Μουσική Αποθήκη), για να κατασταλάξουν τελικά στο Secondhand Daylights καθώς έμπαιναν στο στούντιο για τις ηχογραφήσεις που θα έδιναν το ντεμπούτο τους. Όμως, αν και το ολοκλήρωσαν, δεν έμελλε να το κυκλοφορήσουν: ο Χαλκιόπουλος έφυγε φαντάρος την άνοιξη του 1986 και, αναγκαστικά, όλα μπήκαν στον πάγο· όταν επέστρεψε, συνέχισε ως μέλος των Next To Nothing.
 
Η Inner Ear συνόδευσε την έκδοση του άλμπουμ Fade με ένα κατατοπιστικό σημείωμα του Νίκου Πετρουλάκη (επί σειρά ετών συνάδελφος στις ραδιοφωνικές συχνότητες του 105,5 Στο Κόκκινο). Επειδή όμως έμεναν κάποια πράγματα να διευκρινιστούν, είπαμε τότε να στήσουμε μια κουβέντα με τους Χαλκιόπουλο, Σβάρνα & Τριάντη. Η συνέντευξη που προέκυψε δημοσιεύτηκε στο Avopolis και αναδημοσιεύεται τώρα εδώ με μικρές, αισθητικής φύσης τροποποιήσεις.
 
Στην πορεία της, μάλιστα, δεν ξεκαθαρίστηκαν μόνο ζητήματα για τη σχέση μεταξύ των τριών μελών πριν τη συγκρότηση των Secondhand Daylights (που δεν γνωρίστηκαν το 1985, όπως λ.χ. θεωρούν ορισμένοι) ή λεπτομέρειες για το τέλος του γκρουπ, αλλά αποκαλύφθηκαν και οι Έλληνες ...Oasis! Οι οποίοι έδρασαν 7 χρόνια πριν τη διάσημη μπάντα των αδελφών Gallagher, αφήνοντας μόνο κάποιες ερασιτεχνικές ηχογραφήσεις σε κασετόφωνο.

 
* οι χρησιμοποιούμενες φωτογραφίες προέρχονται από το αρχείο της μπάντας


Να θεωρήσουμε από το όνομα Secondhand Daylights ότι οι μεγαλύτεροί σας ήρωες εκείνα τα χρόνια ήταν οι Magazine; Ή είχατε και πιο δυνατές αγάπες;
 
(όλοι): Το "Feed The Enemy" των Magazine (1979) ήταν ένα από τα αγαπημένα μας τραγούδια. Την πρώτη δε φορά που τους ακούσαμε, ήταν για εμάς μια σπουδαία  ανακάλυψη γιατί δεν τους ήξερε ο πολύς κόσμος και τους πήραμε κάπως προσωπικά –ήταν, κατά κάποιον τρόπο, δικοί μας. Οι μεγαλύτεροι ήρωές μας πάντως όχι, γιατί είχαμε και άλλους, όπως τους Television, Stranglers, Roxy Music, Velvet Underground και The Jam.
 
Πώς ακριβώς σχηματίστηκε το συγκρότημα; Γνωριζόσασταν και από πριν;
 
Λ.Χ.:
Το συγκρότημα σχηματίστηκε ακριβώς μετά τη διάλυση των Headleaders. Από την ανάγκη μου να συμμετέχω πάντα σε μπάντα, ήθελα να προχωρήσω στη δημιουργία καινούριου γκρουπ, αφού από παιδί –από την ηλικία των 13 χρόνων, συγκεκριμένα– έγραφα συνεχώς τραγούδια με αγγλικό στίχο. Και οι τρεις γνωριζόμασταν από το σχολείο.
 
Πόσα από τα τραγούδια του Fade υπήρχαν (ως ιδέες ή μισοέτοιμα) από τον καιρό των Headleaders;
 
Λ.Χ.:
Κανένα. Όλα αυτά τα τραγούδια γράφτηκαν στο διάστημα 1984/1985. Οι Headleaders διέλυσαν το 1983, αμέσως μετά την ηχογράφηση του άλμπουμ What It Means To Me. Θέλοντας λοιπόν να γυρίσω σελίδα, δεν χρησιμοποίησα καμία παλιά μου ιδέα.
 
Τι σας έκανε να ξανακοιτάξετε αυτό το επί τόσο καιρό παρατημένο υλικό και να αποφασίσετε ότι έπρεπε τελικά να βγει, εν έτει 2015; Έπαιξε ρόλο αλήθεια η αναβίωση του post-punk ήχου, κατά τα τελευταία χρόνια;
 
(όλοι):
 Αυτό το παρατημένο υλικό ήταν πάντα στο μυαλό και στην καρδιά μας και δεν είχε ξεχαστεί όλα αυτά τα χρόνια. Συχνά μάλιστα βρισκόμασταν σε κάποιο σπίτι και το βάζαμε από κασέτα και το ακούγαμε. Γελούσαμε με τα λάθη μας, που δεν μπορούσαμε πλέον να τα διορθώσουμε. Μετά από χρόνια έπεσε στα χέρια του Νίκου Πετρουλάκη και έτσι βγήκε σε βινύλιο. Για εμάς, δεν έπαιξε ρόλο η αναβίωση του post-punk ήχου.
 
Γιατί μια στρατιωτική θητεία ήταν τότε λόγος για να διαλυθεί μια μπάντα, που είχε μάλιστα και έτοιμο υλικό; Έχουμε ξέρετε πάντα την εντύπωση ότι ο χρόνος παλιότερα δεν έτρεχε με τους φαστ-φουντ ρυθμούς της σημερινής μουσικής επικαιρότητας...
 
(όλοι): Ναι, ο χρόνος κυλούσε πιο αργά τότε. Όλοι όμως  κάναμε κάποιου είδους restart, μετά τον στρατό. Έτσι, μετά από ενάμιση χρόνο θητεία (που έμοιαζαν με δέκα), είχαν ξεχαστεί τα πάντα· και όλα είχαν μπει στο χρονοντούλαπο, ίσως για αργότερα. 
 
Τι τόσο σημαντικό είχε συντελεστεί δηλαδή ώστε τα τραγούδια του άλμπουμ να σας φανούν ξεπερασμένα και να τα αφήσετε στο συρτάρι, ως «εκτός κλίματος»; 
 
(όλοι):
  Θέλαμε να προχωρήσουμε καλλιτεχνικά· και ο καθένας από εμάς, με τον καιρό, αποκτούσε κι άλλα ακούσματα, διαφορετικά. Κοιτώντας πίσω, λοιπόν, δεν  θέλαμε να το επαναλάβουμε. Το είχαμε κάνει όταν ήμασταν 20 χρονών.
 
Πώς ήταν τα πράγματα κατά τη δεκαετία του 1980 για όσους καταπιάνονταν με το αγγλόφωνο τραγούδι στην Ελλάδα; Βάλτε μας λίγο στο κλίμα της εποχής...
 
(όλοι):
 Εύκολα και δύσκολα, συγχρόνως. Εύκολα, γιατί το αγγλόφωνο rock είχε τη θέση του τότε στη χώρα μας. Πολλοί ήταν που άκουγαν τα punk rock συγκροτήματα της εποχής. Υπήρχαν και πιο ποιοτικές σκηνές και πιο εξειδικευμένες στα μουσικά είδη, καθώς και ραδιοφωνικές εκπομπές. Δύσκολα, γιατί δεν έφτανε το κοινό για να συντηρήσει κάποιο συγκρότημα, όπως συντηρούσε άλλους καλλιτέχνες, διαφορετικού είδους.
 
Στις εμφανίσεις σας στη Μουσική Αποθήκη, είχατε γνωριστεί και με την Κατερίνα Γώγου. Τι μνήμες έχετε από τη συνάντηση μαζί της; 
 
(όλοι):
 Η Κατερίνα, γενικώς, ήταν θαμώνας της Μουσικής Αποθήκης. Απλά της άρεσε πολύ η μπάντα μας και μιλούσαμε αρκετά μετά από τα live μας στο μαγαζί.
 
Παρακολουθείτε το αγγλόφωνο τραγούδι της τελευταίας δεκαετίας; Υπάρχουν νεότερα σχήματα με τα οποία να αισθάνεστε συγγενείς;
 
(όλοι):
 Όχι ιδιαίτερα, για να μπορούμε να πούμε ότι είμαστε συγγενείς. Απλά αυτό που ακούμε συνεχώς στα καινούρια σχήματα, συγκροτήματα και super groups είναι τα διάφορα στοιχεία punk, τα οποία ξεφυτρώνουν εκεί που δεν τα περιμένεις.
 
Υπάρχει περίπτωση να σας παρακολουθήσουμε επί σκηνής, να παίζετε το υλικό του Fade;
 
Λ.Χ.:
Όχι, εκτός αν μας πάρουν τηλέφωνο για να εμφανιστούμε σε κάποιο φεστιβάλ. Άλλωστε τώρα είμαστε απορροφημένοι γράφοντας υλικό με τον Χρήστο Τριάντη, σε καινούριο project που ετοιμάζουμε.
 
Έτσι για τη συμπλήρωση του παζλ εκείνων των χρόνων, σε ποιες μπάντες είχατε εσείς προϋπηρεσία, Χρήστο Τριάντη & Χρήστο Σβάρνα, πριν τη συγκρότηση των Secondhand Daylights; Φτάσατε με κάποια από αυτές στη δισκογραφία ή, έστω, κάπου εκεί κοντά;
 
Χ.Τ.:
Εγώ έπαιζα κιθάρα σε μια μπάντα που είχε δημιουργηθεί πάλι με φίλους από το σχολείο (Σπύρος Λεχουρίτης & Γιάννης Δαβαρίας): λεγόταν Oasis και είχε αγγλικό στίχο. Απίστευτο κι όμως αληθινό, δεν είχαμε κάνει δισκογραφία, παρά μόνο κάτι ερασιτεχνικές ηχογραφήσεις σε κασετόφωνο. Μετά από 7 χρόνια, το 1991, δημιουργήθηκαν στη Βρετανία οι Oasis που όλοι γνωρίζουμε σήμερα. Τους ζητάμε τα δικαιώματα του ονόματός μας, αλλά δεν έχουν απαντήσει ακόμα! (γέλια)
 
Χ.Σ.: Πριν από τους Secondhand Daylights είχα παίξει σε κάτι τελείως ερασιτεχνικά σχήματα, που δεν κατέληξαν πουθενά. Μετά έφτιαξα γκρουπ με τον Παύλο Βογιατζιάν –τους Suicide Passengers, σε garage ύφος. Κάναμε κάποιες εμφανίσεις στο An Club.
 
Σε τι μονοπάτια κινηθήκατε μετά τη διάλυση του τρίο; Μείνατε γενικά στα μουσικά πράγματα ή σας απορρόφησαν άλλες επαγγελματικές κατευθύνσεις;
 
(όλοι):
 Μας απορρόφησαν οι δουλειές μας, για να βγαίνουν τα προς το ζην. Όμως η μουσική παραμένει ο κρυφός έρωτας της ζωής μας.
 
Λάκη Χαλκιόπουλε, το 2008 παρουσίασες το άλμπουμ Άκυρη Εποχή, όπου ξεδιπλώνονταν και ανησυχίες πιο κοντά στην ποπ και σε ό,τι λέμε «έντεχνο» τραγούδι. Δεν είχε όμως συνέχεια. Δεν ήθελες εσύ ή δεν ευνόησε η εποχή;
 
Λ.Χ.:
Με τον ελληνικό στίχο ασχολήθηκα για πρώτη φορά το 2000, με τον φίλο μου Ιωσήφ Μπασελιέ (δημιουργό των Headleaders), οπότε και φτιάξαμε από κοινού το συγκρότημα folder#9, με κομμάτια των δυο μας, σε πειραματικό ύφος. 

Το 2008 ήθελα να το επαναλάβω αυτό με τον ελληνικό στίχο, διώχνοντας όμως τα μαύρα στοιχεία από το υλικό –κι έτσι μου βγήκε προς την ποπ. Δεν νομίζω ότι θα το ξανακάνω.



12 Οκτωβρίου 2020

Κουβεντιάζοντας με την Τάνια Γιαννούλη, μέρος 3 (2018)


Η τρίτη και τελευταία μέχρι στιγμής συζήτησή μας με την Τάνια Γιαννούλη έγινε το 2018, πίνοντας καφέ στην πλατεία Μαβίλη. 

Αφορμή της, το εξαιρετικό άλμπουμ Rewa, το οποίο τη βρήκε να συμπράττει με τον (εικονιζόμενο, δίπλα της) Μαορί μουσικό Rob Thorne: έναν καλλιτέχνη που, πριν παίξει, κάνει επίκληση στους προγόνους, ώστε να καταστεί «μέσο» μιας μακραίωνης παράδοσης. Στο τέλος της ανάρτησης μπορείτε να ακούσετε το "Te Tangi A Mutu"–ένα πραγματικά εντυπωσιακό κομμάτι. 

Το Rewa, μάλιστα, πρόσφερε και μια πρώτης τάξης ευκαιρία για να αποκαλυφθεί και ο δικός του δίσκος Whāia Te Māramatanga [Rattle, 2014], ο οποίος θα πρέπει νομίζω να απασχολήσει όσους αναζητούν τα ωραία μουσικά πράγματα που συνέβησαν κατά τη δεκαετία 2010/2020, δίχως να πέφτουν θύματα της Ψευδοδημοκρατίας του Metacritic. 

Η συνέντευξη πρωτοδημοσιεύτηκε στο Avopolis και αναδημοσιεύεται τώρα εδώ, με μικρές, αισθητικής φύσης τροποποιήσεις. 


Η συνεργασία με τον Rob Thorne έδωσε έναν καταπληκτικό δίσκο, αλλά, παρότι και οι δύο δισκογραφείτε στην ίδια εταιρεία, ως τώρα δεν είχατε κάποια επαφή, έτσι δεν είναι;

Όχι, δεν υπήρχε επαφή. Αυτό που συνέβη είναι ότι μου είχε αρέσει το άλμπουμ Whāia Te Māramatanga, το οποίο έβγαλε στη Rattle το 2014. Έτσι, μαθαίνοντας ότι θα ερχόταν στην Αθήνα για να πάρει μέρος στο Borderline Festival 2017, επικοινώνησα μαζί του. Και συμφωνήσαμε να συναντηθούμε, είχαμε όμως μόνο 2 μέρες περιθώριο για ό,τι θα κάναμε.

Μπήκαν εύκολα τα πράγματα σε τροχιά;

Την πρώτη μέρα δεν δουλέψαμε καθόλου. Έφερα μεν δυο-τρεις ιδέες να δοκιμάσουμε, έχοντας ήδη αποφασίσει ότι δεν θα έπαιζα πιάνο με τον «παραδοσιακό» τρόπο· όμως απέναντί μου είχα έναν μουσικό που ούτε νότες διαβάζει, ούτε και βρίσκεται σε αυτήν τη λογική. 

Ο Rob, πρώτα απ' όλα, πριν παίξει, κάνει επίκληση στους προγόνους του, άσχετα αν βρίσκεται στο στούντιο ή ετοιμάζεται για live. Ο ίδιος θεωρεί δηλαδή ότι δεν είναι παρά ένα «μέσο», με τη βοήθεια του οποίου εκφράζεται η παράδοση των Μαορί. Ιδανικά, μάλιστα, θέλει και να πατάει πάνω στη γη με τα γυμνά του πόδια. 

Δεν μπορούσε λοιπόν να κατανοήσει γιατί έπρεπε να παίξει κάτι, ώστε να ακουστεί κάπως. Απλά δεν κάνει έτσι μουσική. Χρειάστηκε επίσης να μου δείξει τα όργανα τα οποία παίζει, ό,τι οι Μαορί λένε taonga puoro. Ήξερα μεν μερικά, το κοχύλι λ.χ., όμως τα περισσότερα μου ήταν άγνωστα. 

Οπότε, πώς προχωρήσατε;

Τη δεύτερη μέρα αποφάσισα να αφήσω κάθε προηγούμενη σκέψη, να συναντηθούμε, και ό,τι γίνει. Ήμουν λοιπόν πιο χαλαρή και αρκετά νωρίς οι αυτοσχεδιασμοί μάς έβγαλαν στο "Te Tangi A Mutu": ένα κομμάτι με ιδιαίτερη σημασία για μένα, το οποίο ήδη από εκείνη τη στιγμή εντυπωσίασε και τους δυο μας. 

Καταλήξαμε να ηχογραφήσουμε πολύ υλικό, περισσότερο δηλαδή από όσο βάλαμε στο Rewa. Και τελικά έπαιξα και πιάνο με τον πιο παραδοσιακό τρόπο, μελωδικά, αν και κυρίως κινήθηκα χρωματικά. Με λίγα έτσι στη διάθεσή μας, ένα πιάνο δηλαδή και κάθε φορά ένα από τα taonga puoro, δημιουργήθηκε ένα πλούσιο σύμπαν.

Για το "Te Tangi A Mutu" ήθελα να σε ρωτήσω, γιατί είναι πράγματι κάτι πολύ εντυπωσιακό, νομίζω το καλύτερο κομμάτι στον δίσκο...

Και για μένα είναι κάτι πολύ δυνατό. Μάλιστα, όταν μαζέψαμε το υλικό, συμφωνήσαμε κι εγώ και ο Rob και ο Steve Garden (ο ιδρυτής της Rattle) ότι έπρεπε να μπει τελευταίο στη σειρά, γιατί δεν γινόταν να βάλουμε κάτι μετά από αυτό.

Ο Rob, αλήθεια, χρειάστηκε να ξεφύγει αισθητά από όσα είχε κατά νου, ώστε να σε προσεγγίσει;

Αυτό δεν μπορώ να το ξέρω, όταν πάντως τελειώσαμε το session μου είπε ότι κι εκείνος πρώτη φορά έπαιξε έτσι.

Τους τίτλους των κομματιών, πώς τους αποφασίσατε;

Τους διαλέξαμε εγώ και ο Steve. Ο Rob διάλεξε μόνο τον τίτλο του άλμπουμ –είναι μια Μαορί λέξη με αρκετές ερμηνείες, ανάλογα αν τη δεις ως ρήμα ή ως ουσιαστικό. Ετοίμασα εγώ μια λίστα με προτάσεις, ετοίμασε κι ο Steve μια δικιά του και τη στείλαμε ο ένας στον άλλον. Το παράδοξο είναι ότι το κομμάτι που εγώ είχα ονομάσει "Dark Star", εκείνος το είχε σημειώσει ως "Black Star"!

Ο Steve, εντωμεταξύ, ενεπλάκη αφού είχατε ηχογραφήσει. Και, ενώ η συνεισφορά του είναι πολύτιμη, για τον ακροατή είναι διακριτική. Αν δηλαδή δεν αναγραφόταν ως τρίτος δημιουργός του Rewa, δεν θα καταλάβαινε κανείς ό,τι κάποιος λείπει...

Όντως. Είναι μάλιστα αλήθεια ότι το πρώτο υλικό που του δώσαμε με τον Rob, δεν διαφέρει πολύ από αυτό που ακούει κανείς στο Rewa. Κινήθηκε πράγματι ιδιαιτέρως διακριτικά, με στόχο απλά να δώσει μια άλλη αίσθηση στον ήχο. Εξαρχής, πάντως, τα ένιωσε ως πολύ δικά του τα όσα άκουσε· βρήκε δηλαδή πράγματα τα οποία τον άγγιξαν σε προσωπικό επίπεδο.

Θα θέλαμε να το ακούσουμε και ζωντανά αυτό το υλικό. Αλλά πόσο εύκολο είναι;

Σίγουρα θα το προσπαθήσουμε, νομίζω άλλωστε ότι είναι κάτι που έχει μεγάλο ενδιαφέρον και να το δεις, πέρα από το να το ακούσεις, καθώς ο Rob είναι ένας κόσμος μόνος του. Τώρα, αν θα γίνει, είναι διαφορετική υπόθεση. Θέλουμε πάντως να το παίξουμε, όχι μόνο στην Ελλάδα, μα και όπου αλλού μπορέσουμε.

Στη Νέα Ζηλανδία, μήπως είναι πιο εύκολο;

Ευχής έργον θα είναι να πάω στη Νέα Ζηλανδία, όπου το Rewa βρέθηκε μάλιστα στο top-10 των κλασικών άλμπουμ. Αλλά, μέχρι στιγμής, δεν υπάρχει κάτι το χειροπιαστό. Θα δούμε.

Βρίσκεσαι εντωμεταξύ στο δυναμικό της Rattle από το 2012. Σε έχει βοηθήσει θεωρείς αυτό να αποκτήσεις διεθνή αναγνωρισιμότητα;

Με έχει βοηθήσει, ναι. Είναι μια πολύ καλή εταιρεία, νομίζω η καλύτερη στη Νέα Ζηλανδία και πια τη νιώθω σαν οικογένεια. Τον εκτιμώ ιδιαιτέρως τον Steve: και για τη δουλειά που κάνει και για το πώς συμπεριφέρεται στους συνεργάτες του και για την επικοινωνία, η οποία για μένα παίζει μεγάλο ρόλο. Νομίζω ότι πλέον είμαστε και φίλοι. 

Από εκεί και πέρα, θα ήθελα να έχει πιο δυναμική παρουσία στην Ευρώπη, νομίζω ότι δεν το έχουν δουλέψει αρκετά. Υπάρχουν βέβαια και τεχνικές δυσκολίες, γιατί είναι ένα label στον Ειρηνικό Ωκεανό, στην άλλη άκρη του κόσμου δηλαδή όπως κοιτάμε εμείς –αν και στην εποχή του ίντερνετ κάτι τέτοιο έχει μικρότερη σημασία, σε σύγκριση με παλιότερα. Της αξίζει πάντως της Rattle να γίνει πολύ περισσότερο γνωστή.

Σε παλιότερη συνέντευξή σου, είχες πει ότι δούλευες πάνω σε μια σόλο κυκλοφορία. Συνεχίζεται αυτή η αναζήτηση;

Ναι, είναι μια ιδέα που δεν την έχω εγκαταλείψει αυτή ενός σόλο δίσκου με πιάνο. Το σκέφτομαι πράγματι πολύ καιρό και υπάρχει ένας φάκελος όπου ανά διαστήματα όλο και κάτι προσθέτω σε ό,τι θα μπορούσε να αποτελέσει ίσως υλικό για κάτι τέτοιο. Θα το κάνω σίγουρα κάποια στιγμή, όμως δεν θα είναι σύντομα.

Έρχεται επομένως κάτι άλλο στο άμεσο μέλλον;

Στο άμεσο μέλλον θα έρθει ένας ακόμα δίσκος με το σύνολο –ο δεύτερος μετά το Transcendence του 2015– κι ένας δίσκος με το τρίο το οποίο έχουμε με τον Ανδρέα Πολυζωγόπουλο (τρομπέτα) και τον Κυριάκο Ταπάκη (ούτι). Με το σύνολο έχουμε ήδη μαζέψει υλικό, ενώ το τρίο θα κάνει το ευρωπαϊκό του ντεμπούτο στις 2 Νοεμβρίου: παίζουμε στο φετινό Jazzfest Berlin, που νομίζω είναι ένα ιδιαίτερα σημαντικό βήμα, πρόκειται για θρυλικό φεστιβάλ. 

Με τον συνδυασμό μάλιστα αυτόν, δεν μπορείς να κοροϊδέψεις κανέναν! Δεν έχεις δηλαδή ούτε κρουστά, ούτε μπάσα να κάνουν τον ήχο τεράστιο. Με πιάνο, τρομπέτα και ούτι παίρνεις ένα αποτέλεσμα απλό και ξεκάθαρο. Ό,τι πεις, επομένως, πρέπει να είναι ιδιαιτέρως ουσιαστικό. Είμαι χαρούμενη για το συγκεκριμένο τρίο, συνυπάρχω με δύο πραγματικά καλούς μουσικούς.

Το 2016 είχες την ευκαιρία να παίξεις και στο «634 Λεπτά Μέσα στο Ηφαίστειο», το πρωτότυπο δηλαδή event που έστησε το Six d.o.g.s. στον κρατήρα Στέφανο στο ηφαίστειο της Νισύρου, προσκαλώντας 15 νέους Έλληνες δημιουργούς από όλο το φάσμα του ήχου...

Ήταν εμπειρία ζωής. Από τα πράγματα που θα θυμάσαι. Γιατί λειτούργησε και μουσικά, όμως το μουσικό μέρος δεν ήταν το μόνο σημαντικό στο εγχείρημα. Η τοποθεσία, το ότι μπορούσες να μυρίσεις το ηφαίστειο, η πανσέληνος, αποδείχτηκαν εξίσου κρίσιμα στοιχεία. Αναλόγως άλλωστε πού στεκόταν ο καθένας, άκουγε και κάτι διαφορετικό.

Ταξιδεύεις πλέον αρκετά για συναυλίες, αισθητά περισσότερο απ' όταν σε πρωτογνωρίσαμε δισκογραφικά...

Είναι αλήθεια ότι μετακινούμαι περισσότερο, κάτι που με με χαροποιεί, γιατί έχω την ευκαιρία να κάνω δύο πράγματα τα οποία μου αρέσουν πάρα πολύ, ταυτόχρονα: να παίζω τη μουσική μου και να ταξιδεύω.

Ξεβολεύει την «κανονική» σου ζωή η αύξηση αυτή των ζωντανών εμφανίσεων;

Σε τέτοιον βαθμό, ώστε να αναγκάζομαι να αλλάζω συχνά το πρόγραμμά μου, όχι ακόμα. Αλλά, με το χέρι στην καρδιά, ελπίζω να γίνει. Προς το παρόν, πάντως, μπορώ ακόμα και τα βολεύω όλα –και τις συναυλίες και τη ζωή μου εδώ και τη διδασκαλία.

Μιας και η διδασκαλία σε κρατά σε επαφή με τις νεαρότερες ηλικίες, παραμένει αξία η μουσική; Τι λέει η προσωπική σου εμπειρία;

Αυτό που μπορώ να πω με βεβαιότητα, είναι ότι τα νέα παιδιά εξακολουθούν να θέλουν να μάθουν μουσική. Στην Ελλάδα των τελευταίων χρόνων ο αριθμός σίγουρα μειώθηκε, γιατί για έναν γονιό που στριμώχνεται μπαίνουν προτεραιότητες και πρώτα θα κοιτάξει να στείλει το παιδί του στις ξένες γλώσσες και στον αθλητισμό κι έπειτα προς ένα όργανο: η μουσική δεν έχει κάποιο πρακτικό αντίκρισμα και η εποχή μας, δυστυχώς, κινείται πολύ με τη νοοτροπία «και πού θα σου χρησιμεύσει αυτό;». 

Ακόμα κι έτσι, πάντως, συνεχίζουν να μαθαίνουν. Και εκεί γύρω στα 15, ακόμα ενδιαφέρονται να φτιάξουν γκρουπάκια. Κάτι που για μένα είναι πάρα πολύ αισιόδοξο, σημαίνει ότι εξακολουθούν να περνάνε καλά με κάτι τέτοιο.



10 Οκτωβρίου 2020

Κουβεντιάζοντας με την Τάνια Γιαννούλη, μέρος 2 (2015)


Η δεύτερη κατά σειρά κουβέντα μας με την Τάνια Γιαννούλη έγινε 2 περίπου χρόνια μετά την πρώτη (δείτε εδώ), έχοντας ως αφορμή το άλμπουμ Transendence. Μια δουλειά που επίσης κυκλοφόρησε από τη νεοζηλανδική Rattle (2015), την οποία η συνθέτρια και πιανίστρια υπέγραψε ως επικεφαλής του σχήματος Tania Giannouli Ensemble, έχοντας στο πλευρό της τον Guido de Flaviis (σαξόφωνα), τον Σόλη Μπάρκη (κρουστά, ιδιόφωνα) και τον Μιχάλη Πορφύρη (τσέλο).

Η συνέντευξή μας δημοσιεύτηκε τότε στο Avopolis και αναδημοσιεύεται τώρα εδώ με μικρές, αισθητικής φύσης αλλαγές. Ένα δε κομμάτι που πραγματικά ξεχώρισε ήταν το "The Sea" (το βρίσκετε να το ακούσετε στο τέλος της ανάρτησης), το οποίο παίζαμε μάλιστα με τον Στυλιανό Τζιρίτα και στο ράδιο –τόσο στα πλαίσια του πρωινού σόου Κόκκινος Πετεινός, όσο και στη Συχνοτική Συμπεριφορά. 


* η φωτογραφία των Tania Giannouli Ensemble ανήκει στον Ηλία Μπουργιώτη και προέρχεται από το promo υλικό που δόθηκε στον Τύπο με την έκδοση του Transendence


Τι άλλαξε για σένα, σε δημιουργικό επίπεδο, στα 3 χρόνια που μεσολάβησαν ανάμεσα σε ένα άλμπουμ συνεργασίας (Forest Stories) και σε μια δουλειά που πλέον υπογράφεται από το Tania Giannouli Ensemble;

Μετά το Forest Stories συζητήσαμε με την εταιρεία μου, τη Rattle, την προοπτική ενός δεύτερου άλμπουμ. Ήμουν ανάμεσα στο να κάνω μια σόλο πιάνο δουλειά ή να προχωρήσω στη δημιουργία του δικού μου σχήματος· μια ιδέα που σκεφτόμουν, ομολογώ, για αρκετό καιρό πιο πριν. 

Αποφάσισα να κάνω το δεύτερο, ενώ συνειδητή ήταν παράλληλα και η απόφαση να φύγω από την εσωστρέφεια που χαρακτήριζε το Forest Stories σαν ύφος και σαν διάθεση –και να γράψω μια μουσική εξωστρεφή, σύγχρονη, αλλά και με εμφανή τα στοιχεία της μελωδίας και του ρυθμού. 

Αυτή η ανάγκη για εξωστρέφεια και για δημιουργικότητα αντικατοπτρίζει νομίζω και την ψυχική μου κατάσταση. Είναι επίσης η μόνη απάντηση σε ό,τι ζούμε τα τελευταία χρόνια στη χώρα μας. Γράφω δυο λόγια γι' αυτό και στο booklet του Transcendence.

Συνθέτεις με πρόγραμμα και σχεδιασμό; Ή αφήνεις τα πράγματα να πάνε; Πόσο σημαντική ήταν –στην πράξη– η ύπαρξη ενός πλαισίου για το Transcendence;

Και τα δύο, ανάλογα με την περίσταση. Για παράδειγμα, αν πρόκειται για μουσική ενός βίντεο, τότε τα πράγματα μπορεί να είναι πιο καθορισμένα, ενώ άλλες φορές μπορεί να υπάρχει περισσότερη ελευθερία. Σε κάθε περίπτωση, πάντως, ακόμη κι αν υπάρχει ένα καθορισμένο πλαίσιο, βασίζομαι πολύ στη διαίσθηση και στον αυτοσχεδιασμό. Η ιδέα πίσω από το Transcendence, τα θέματα για τα οποία με ενδιέφερε να μιλήσω, ακόμη και κάποιοι από τους τίτλους, προϋπήρχαν στο μεγαλύτερο μέρος τους.

Παρά το συμπαγές της νέας σου κατάθεσης, είναι δύσκολο να μην ξεχωρίσει κανείς το "The Sea". Ποια είναι η ιστορία πίσω από τη δική του δημιουργία; 

Το κομμάτι δεν μιλά βέβαια μόνο για την κυριολεκτική θάλασσα –μιας κι έχουμε την τύχη να ζούμε σε έναν τόπο τόσο συνδεδεμένο με το στοιχείο αυτό– αλλά και για ό,τι συμβολίζει: τον ανοιχτό ορίζοντα, το ταξίδι, την ελπίδα, την ομορφιά ακόμη και μέσα από τις δυσκολίες. Είναι κι από τα δικά μου αγαπημένα στον δίσκο.

Είναι δύσκολο να μη σκεφτείς ότι το προηγούμενό σου άλμπουμ είχε το δάσος στον τίτλο του και τώρα γράφεις ένα κομμάτι για τη θάλασσα. Τι ρόλο κρατάς στη ζωή σου για το φυσικό τοπίο; Και τι απαντάς στο γνωστό δίλημμα βουνό ή θάλασσα; 

Έχουμε πολλά να πάρουμε από την επαφή μας με τη φύση, πολλά να διδαχθούμε από τη σοφία της. Απορροφημένοι στον προσωπικό μας μικρόκοσμο –με όλα τα προβλήματα, τον πόνο και τις αγωνίες μας– ξεχνάμε ότι δεν είμαστε παρά ένα μικρό μέρος μιας μεγαλύτερης πραγματικότητας. Η γνώση αυτή μπορεί να μας δώσει δύναμη, παρηγοριά κι έμπνευση. Για μένα νομίζω ότι λειτουργεί έτσι. 

Για το δίλημμα που με ρωτάς, απαντώ πως δεν χρειάζεται να διαλέξω: η Ελλάδα είναι γεμάτη μέρη όπου το δάσος φτάνει ως τη θάλασσα. Μπορείς επομένως να κολυμπάς σε μια πανέμορφη παραλία, κοιτάζοντας το βουνό από πάνω της.

Ένα ακόμα πολύ ξεχωριστό κομμάτι είναι το "Obsession". Έχεις εποικοδομητική σχέση με τις εμμονές σου, ως άνθρωπος;

Νομίζω πως ναι. Το "Obsession" είναι ίσως το πιο ιδιαίτερο κομμάτι στον δίσκο. Ή, για να το θέσω αλλιώς, το κομμάτι όπου ο καθένας από τους ακροατές (όσο μπορώ να γνωρίζω από εκείνους που μοιράστηκαν μαζί μου τις εντυπώσεις τους για το άλμπουμ) κάνει τις δικές του προβολές. Το καλό όμως με τη μουσική είναι ότι δεν χρειάζεται να εξηγούνται όλα. Μπορεί να μιλήσει στην καρδιά, χωρίς να περάσει πρώτα από το μυαλό.

Σκέφτεστε με το υπόλοιπο ensemble για περαιτέρω παρουσιάσεις του Transcendence, μέσα στο φθινόπωρο;

Θα θέλαμε να παίξουμε το υλικό αυτό όσο γίνεται περισσότερο τους επόμενους μήνες και ελπίζω να τα καταφέρουμε· πάντα, βέβαια, δίνοντας προσοχή στις συνθήκες εκτέλεσης και ήχου, οι οποίες πρέπει να είναι οι κατάλληλες.

Οι δουλειές σου βρίσκονται κοντά σε ό,τι λέμε «ήχο της ECM» και ως ατμόσφαιρα και ως προς τον διάλογο που ανοίγουν μεταξύ Δυτικού ρομαντισμού και τζαζ καταβολών αυτοσχεδιασμού. Υπάρχουν δίσκοι του label τους οποίους θεωρείς ως προσωπικά σημεία αναφοράς;

Υπάρχουν αρκετοί δίσκοι που αγαπώ πολύ στο label αυτό, χωρίς να μπορώ να πω με σιγουριά ότι αποτελούν σημεία αναφοράς: Pastorale (Stefano Battaglia & Michele Rabbia), Tarkovsky Quartet (Francois Couturier), The Third Man (Enrico Rava & Stefano Bollani), αλλά και πολλοί δίσκοι από τη σειρά "Νew Series".

Τι δυσκολίες ορθώνει σε έναν καλλιτέχνη με τις δικές σου ανησυχίες η πολιτικο-οικονομική κατάσταση της χώρας μας, η οποία έχει καθώς φαίνεται μπει σε νέα κρίσιμη φάση; Αποτελεί όρμο η συνεργασία με τη νεοζηλανδική Rattle, σε ένα τέτοιο τοπίο;

Τα πράγματα για τους μουσικούς –και για τους καλλιτέχνες γενικότερα– ποτέ δεν ήταν εύκολα· και όχι μόνο στην Ελλάδα, βέβαια. Έχουν όμως επιδεινωθεί τραγικά. Οι δυσκολίες είναι πλέον μεγάλες και η επιβίωση, για όσους εξασκούν τη μουσική σαν επάγγελμα και όχι σαν χόμπι ή πάρεργο, γίνεται όλο και πιο δύσκολη. 

Από τη φύση μου, όμως, προσπαθώ να δρω παρά να γκρινιάζω. Η συνεργασία μου με τη νεοζηλανδική εταιρεία ξεκίνησε από τη στάση μου αυτή. Νιώθω πολύ τυχερή που η μουσική μου έχει βρει ένα σπίτι εκεί.

Σε ρωτάνε αλήθεια οι φίλοι σου από το εξωτερικό να τους πεις τι συμβαίνει στην Ελλάδα; Κι εσύ, με τη σειρά σου, σκέφτεσαι το ενδεχόμενο να αναζητήσεις μια νέα ζωή σε κάποια άλλη χώρα; 

Και βέβαια με ρωτάνε και ανησυχούν. Παρατηρώ μάλιστα ότι οι περισσότεροι από αυτούς είναι παραπληροφορημένοι σε πολλά θέματα, σχετικά με το τι συμβαίνει ακριβώς στην Ελλάδα. Το ενδεχόμενο πάντως να αναζητήσω μια νέα ζωή σε άλλη χώρα δεν το εξετάζω, τουλάχιστον προς το παρόν. Παρ' όλα τα προβλήματα εδώ, απολαμβάνουμε (ακόμα) πράγματα τα οποία είναι αδιανόητα για τους Βορειοευρωπαίους. 




09 Οκτωβρίου 2020

Κουβεντιάζοντας με την Τάνια Γιαννούλη, μέρος 1 (2013)


Παρά την καθίζηση της εγχώριας δισκογραφίας, την οποία επέτεινε μα δεν δημιούργησε η οικονομική Κρίση, η Τάνια Γιαννούλη κατάφερε και βρήκε διεθνή διέξοδο για τις μουσικές της ανησυχίες, αποκτώντας «στέγη» στη Rattle της Νέας Ζηλανδίας. 

Η διαδρομή αυτή τη βγάζει σε μίνι ευρωπαϊκή περιοδεία σε λίγες ημέρες, σε Γερμανία, Βέλγιο και Ολλανδία. Κόντρα δηλαδή στο κλίμα που έχει δημιουργήσει ο κορωνοϊός (και με την ελπίδα, βέβαια, ότι θα πάνε όλα καλά), αναμένεται να παρουσιάσει δύο ξεχωριστά projects στο φετινό Enjoy Jazz Festival (14 Οκτωβρίου στο Λούντβιχσχαφεν, 16 Οκτωβρίου στο Μάνχαϊμ), ενώ ανακοίνωσε επίσης συναυλίες στο Αμβούργο (23 Οκτωβρίου) και στις Βρυξέλλες (24 Οκτωβρίου και 8 Νοεμβρίου), καθώς και τη συμμετοχή της στο November Music Festival, στο Ντεν Μπος (15 Νοεμβρίου).

Η Αθηναία δημιουργός και πιανίστρια δρα από το 2007, όταν συνίδρυσε το συγκρότημα 4+1, ενώ το 2010 την είδαμε και στο Synch Festival, να συμπράττει στη σκηνή της Τεχνόπολης με τον Spyweirdos ως μέλος των Schema Ensemble. Την περισσότερη «φασαρία», ωστόσο, την έκανε το 2012, όταν έβγαλε στη Rattle τον πρώτο της σόλο δίσκο Forest Stories, σε συνεργασία με τον Πορτογάλο Paulo Chagas. Εκεί, δηλαδή, σύστησε ευρύτερα τον ήχο της, ο οποίος αναζητά ισορροπίες μεταξύ της τζαζ, του Ρομαντισμού, της σύγχρονης λόγιας έκφρασης και του αυτοσχεδιασμού.

Το Forest Stories έδωσε και την ευκαιρία της πρώτης μας κουβέντας. Η συνέντευξη που προέκυψε μπήκε το 2013 στο περιοδικό Ήχος και τώρα δημοσιεύεται για πρώτη φορά στο ίντερνετ, με μικρές, αισθητικής φύσης τροποποιήσεις. Έκτοτε ακολούθησαν δύο ακόμα συζητήσεις με την Τάνια Γιαννούλη, οι οποίες θα εμφανιστούν εδώ σε ξεχωριστά «μέρη».


«Αυτοσχεδιαστική μουσική για πιάνο και πνευστά», διαβάζουμε στον υπότιτλο του Forest Stories. Με δεδομένη την καταλυτική παρουσία του αυτοσχεδιασμού, πώς συνδιαμορφώσατε με τον Paulo Chagas τα «σύνορα» μεταξύ τζαζ και σύγχρονης κλασικής μουσικής; 

Η αλήθεια είναι ότι τα όρια αυτά δεν είναι πάντα ευδιάκριτα, μιας και, όσο πιο ελεύθερος και χωρίς κανόνες ή κώδικες ο αυτοσχεδιασμός, τόσο τα ακούσματα βρίσκονται πιο κοντά σε ό,τι λέμε «σύγχρονη κλασική» (ή λόγια) μουσική. Στη συνεργασία μας με τον Paulo έγιναν όλα λίγο αυθόρμητα και διαισθητικά· δεν είχαμε προσυμφωνήσει ή οργανώσει με ακρίβεια το υλικό ή την κατεύθυνση. Νομίζω πως στο συγκεκριμένο είδος μουσικής παίζει μεγάλο ρόλο η «χημεία» ανάμεσα στους μουσικούς, καθώς και το πόσο καλά «ακούει» ο ένας τον άλλον. Στη δική μας περίπτωση, ήμασταν τυχεροί.

Αισθάνεσαι συγγένεια με το ρεπερτόριο της ACT και της ECM; Ανήκουν βρίσκεις οι αναζητήσεις σου σε μια ευρύτερη διεθνή σκηνή; 

Ναι, σαφώς η αισθητική του Forest Stories (κι ενός μεγάλου μέρους του καταλόγου της Rattle) είναι αρκετά κοντά στην αισθητική της ECM και της ACT. Γενικότερα η μουσική μου έχει συγγένειες με τον ήχο τους, οπότε, ναι, τολμώ να πω ότι απευθύνομαι σε μια ευρύτερη διεθνή σκηνή. Και προς την κατεύθυνση αυτή θα συνεχίσω να δουλεύω και στο μέλλον. 

Ποιος ο ρόλος του δάσους; Αποτελεί για σένα πηγή έμπνευσης; Είναι ευθεία αναφορά στη φύση ή πρόκειται για συμβολισμό; 

Είναι ευθεία αναφορά στη φύση, από την οποία αντλώ έμπνευση, δύναμη, κουράγιο και σοφία. Πηγή έμπνευσης του Forest Stories ήταν μια περίοδος που έζησα πολύ κοντά σε ένα δάσος. Πιστεύω ότι τα δέντρα έχουν μια καλύτερη κατανόηση του Χρόνου, ακόμη και της ζωής, από τους ανθρώπους. Στέκονται εκεί, δυνατά· Με ήλιο ή με βροχή. Και ξέρουν πως η κάθε εποχή θα διαδεχθεί την άλλη, ότι κάθε τέλος αποτελεί και μία αρχή  –δείχνουν δηλαδή εμπιστοσύνη στη Ζωή. 

Όλα αυτά βέβαια ακούγονται λίγο φιλοσοφικά, αλλά θεωρώ ότι, βρίσκοντας ξανά τον σύνδεσμό μας με τη φύση, ίσως συνειδητοποιήσουμε ότι ο δικός μας μικρόκοσμος δεν αποτελεί παρά ένα μικρό μέρος μιας πολύ μεγαλύτερης πραγματικότητας.

Έχει κανείς την αίσθηση ότι ένας εγχώριος δημιουργός πιο εύκολα βρίσκει συμβόλαιο με ξένη δισκογραφική εταιρεία, παρά με ελληνική. Τι έχεις να συνεισφέρεις σ' αυτό, ύστερα από την εμπειρία έκδοσης του Forest Stories σε νεοζηλανδικό label;

Από την εμπειρία μου, μπορώ να πω ότι δεν ισχύει κάτι τέτοιο: το ίδιο δύσκολα (πολύ δύσκολα θα έλεγα, ειδικά για κάποιον στο ξεκίνημά του) είναι παντού. Απλά η Ελλάδα είναι μια μικρή χώρα, με περιορισμένο αριθμό δισκογραφικών εταιρειών –πόσο μάλλον για τη δική μας μουσική, η οποία θεωρείται «ειδική»– ενώ ο αριθμός των εταιρειών έξω είναι μεγαλύτερος. Οπότε ένας καλλιτέχνης που αναζητά συμβόλαιο σε μια εταιρεία έξω, έχει περισσότερες πιθανότητες εκεί.

Τι έχει σειρά στο προσωπικό σας «προσεχώς»; Ο δίσκος με τους Emotone –το project που διατηρείτε με τον Tomas Weiss– ή η προσωπική δουλειά πάνω σε κείμενα του Ευγένιου Αρανίτση; Τι μπορείτε να μας αποκαλύψετε στην παρούσα φάση για αυτά τα δύο άλμπουμ; 

Η δουλειά με τον Αρανίτση (γράφω μουσική πάνω σε κάποια κείμενά του) προχωρά, αλλά έχει ακόμη λίγο δρόμο μπροστά. Πιο άμεσο είναι το άλμπουμ μου με τον Tomas: πρόκειται για τον συνδυασμό δύο διαφορετικών κόσμων, της ambient/ηλεκτρονικής έκφρασης από την οποία προέρχεται εκείνος και της οργανικής/κλασικής μουσικής, που αποτελεί τη δική μου αφετηρία. Με πολύ συναίσθημα (γι’ αυτό και Emotone, emotion + tone). 

Το υλικό για το άλμπουμ αυτό είναι σχεδόν έτοιμο και στις 3 Νοεμβρίου θα παίξουμε ζωντανά στη σκηνή του Six d.o.g.s., στην Αθήνα.





01 Οκτωβρίου 2020

Συζητώντας με τον Σωκράτη Παπαχατζή και τη Μαρίνα Καναβάκη, μέρος 3 (2011)



Οι «επίσημες» συζητήσεις που κάναμε με τον Σωκράτη Παπαχατζή/Oannes και τη Μαρίνα Καναβάκη, ακολούθησαν βασικά την πορεία της κοινής τους δισκογραφίας ως ΜΚ-Ο. 

Ενώ δηλαδή οι δύο πρώτες έγιναν αρκετά κοντά η μία με την άλλη, 2007 και 2008 (δείτε, αντίστοιχα, εδώ και εδώ), η τρίτη και τελευταία έλαβε χώρα το 2011, καθώς τότε βγήκε το 3ο τους άλμπουμ Blues For The White Nigger (στην Puzzlemusik). Το γκρουπ παρουσίασε ένα ακόμα άλμπουμ αργότερα (Αιθέρας, 2015) και έκτοτε έχει σιγήσει, αν και δεν υπάρχει καμία επίσημη ανακοίνωση αναστολής δραστηριοτήτων. 

Η κουβέντα μας αυτή πρωτοδημοσιεύτηκε το 2011 σε τεύχος του περιοδικού Sonik και αναδημοσιεύεται τώρα στο ίντερνετ για πρώτη φορά, με μικρές, αισθητικής φύσης τροποποιήσεις. 

* από τις χρησιμοποιούμενες φωτογραφίες, η πρώτη δόθηκε από την Puzzlemusik ως promo για το Blues For The White Nigger και η δεύτερη είναι από το promo της Hitch-Hyke για το άλμπουμ Ovation (2006)



Blues For The White Nigger είναι ένας τίτλος που, από την αρχή, ιντριγκάρει. Τι ακριβώς ορίσατε ως «μπλουζ» φτιάχνοντας τον δίσκο; Και ποια είναι τα χαρακτηριστικά του «λευκού Νέγρου»;

Tο μπλουζ είναι ο ήχος της μοναξιάς. Στα πρώιμά του στάδια ήταν ένας λυτρωτικός μονόλογος. Αργότερα θα εξηλεκτρισθεί και, μέσω του star system, θα μαζικοποιηθεί περνώντας στα λευκά ακροατήρια. Από τη στιγμή που μιλάμε για μάζα, ο πόνος της μοναξιάς γίνεται πόνος της ανωνυμίας. Η ανάγκη διεξόδου απ’ αυτόν τον πόνο διοχετεύεται στη φιλοδοξία του σταρ. 

Χαρακτηριστικό του λευκού νέγρου είναι η εθελούσια έξοδος από την κοινωνία· το πέρασμα από το φως στο σκοτάδι,  που γίνεται με τους κώδικες του νέγρικου lifestyle. Η διείσδυση τώρα του νέγρικου lifestyle στα λευκά ακροατήρια –σήμα κατατεθέν της νεανικής κουλτούρας– είναι βολική για μια εξουσία που συμφέρον έχει να καθιστά αμέτοχους στο κοινωνικό γίγνεσθαι  όλο και περισσότερους ανθρώπους, σπρώχνοντάς τους «κάτω απ’ το χαλί», στο περιθώριο. 

Σ’ αυτό έχει  παίξει σοβαρό ρόλο ο τρόπος με τον οποίον διαχειρίζονται τη μουσική οι έμποροι και οι τεχνικοί της εξουσίας. Παρακολουθώντας τη διελκυστίνδα μετατροπής μας σε φθηνό εργατικό δυναμικό να εξελίσσεται μέσα από Παγκόσμιες Χρηματοπιστωτικές Κρίσεις, Μνημόνια και πολιτικές σκληρής λιτότητας, συνειδητοποιούμε ότι η μεταβολή μας σε νέγρους σκλάβους που θα εργάζονται για τα προς το ζην παίρνοντας ρυθμό από working songs βιομηχανικής προελεύσεως, είναι ζήτημα χρόνου. 

Ένα πράγμα που πετυχαίνει το Blues For The White Nigger, συγκρινόμενο με τους προκατόχους του, είναι να ηχεί εμφανώς διασκεδαστικό. Έχει να κάνει με τη μαύρη ρυθμολογία ή με τον τρόπο με τον οποίον δουλέψατε;

Θα πρέπει προς άρσιν τυχόν παρεξηγήσεων να ορίσουμε τι εννοούμε «διασκεδαστικό». Γιατί, για κάποιους κακοπροαίρετους, ο όρος κουβαλάει αρνητικό πρόσημο. Το άλμπουμ δεν είναι έξω ντέρτια και καημοί. Με τον όρο «διασκεδαστικό» εννοούμε ζωηράδα, έμφαση στον ρυθμό και στη μελωδία, και μια αίσθηση ενότητας/προσήλωσης σε έναν στόχο. Πράγματα που κάνουν κάποια κομμάτια θελκτικά και για τον «ραδιοφωνικό» ακροατή ακόμα. 

Η διάθεσή μας πάντως ήταν μάλλον άθλια στη διάρκεια της ηχογράφησης –δεν χρειάζεται άλλωστε πολύ, μισή ώρα ειδήσεις τη μέρα αρκεί για να διαλύσει το νευρικό σου σύστημα. Ίσως λοιπόν, σαν αντίδραση, να ξεπρόβαλλε αυτό το περίεργο κέφι που κι εμείς διακρίνουμε κατόπιν εορτής. 

Πόσο πιστεύετε έχουν κατανοήσει οι λευκοί μουσικοί «μαύρα» είδη όπως η τζαζ και τα μπλουζ; 

Η μαύρη μουσική διοχετεύθηκε στα μαζικά λευκά ακροατήρια πριν ακόμα από την έλευση του rock ’n’ roll. Το τελευταίο ήρθε ακριβώς για να «αξιοποιήσει» την έλξη που οι έμποροι έβλεπαν να ασκούν οι «πρωτόγονοι» ρυθμοί στα λευκά ακροατήρια. Το βήμα που έμενε, μιας και –φυσικά– ένας «αράπης» δεν θα μπορούσε να γίνει σούπερ σταρ στα 1950s, ήταν να βρεθεί ένας λευκός, εμφανίσιμος, με μαύρο λαρύγγι και μαύρη γλώσσα του σώματος. Ακόμα λοιπόν κι αν δεν είχε υπάρξει ο Έλβις ...θα έπρεπε κάποιοι να τον εφεύρουν. 

Ασφαλώς δεν κατανόησαν/ούν όλοι οι λευκοί εξ’ ίσου τα μαύρα είδη. Όμως, πώς θα μπορούσαν να μην σταθούν και κάποιοι στο ύψος των περιστάσεων; Μη φτάσουμε στο άλλο άκρο και στον αντίθετο ρατσισμό που κάποιοι (μουσικοί της τζαζ, ιδίως) καλλιέργησαν εναντίον των λευκών. 

Για τρίτη φορά, δουλεύετε τα πάντα οι δυο σας. Τι σας ωθεί να μη χρησιμοποιείτε καθόλου άλλους μουσικούς φτιάχνοντας έναν δίσκο; Η μεταξύ σας χημεία αποδεικνύεται, θα λέγατε, σε παράγοντα αυτάρκειας; 

Ειδικά γι’ αυτόν εδώ τον δίσκο, επειδή είναι φτιαγμένος σε μεγάλο βαθμό αυτοσχεδιαστικά (πολλά κομμάτια έχουν προκύψει από επανειλημμένα jams πάνω σε έναν συνθετικό κορμό), ήταν δύσκολο να χρησιμοποιήσουμε άλλους μουσικούς. Όσο για τη μεταξύ μας χημεία, αυτή αποτελεί σίγουρα παράγοντα απόλυτης αυτάρκειας, έτσι τουλάχιστον νιώθουμε. Ελπίζουμε δε κάτι να βγαίνει και προς τα έξω...  

Κάποια τραγούδια –φερ’ ειπείν το “Drowning In Debts”– ηχούν εξαιρετικά επίκαιρα. Εμπνεύστηκαν από την τρέχουσα Κρίση;

Ένα επεξεργασμένο sample που ακούγεται σε σημεία του κομματιού δεν είναι παρά ο υπουργός Οικονομικών Γιώργος Παπακωνσταντίνου, τη στιγμή που ανακοινώνει την είσοδό μας στον «Μηχανισμό». Η φράση του ήταν «καθήκον μας είναι η σωτηρία της χώρας, και αυτό κάνουμε». Οι στίχοι του κομματιού είναι μια παραβολή ανάμεσα στην οικονομική χρεοκοπία ενός ανθρώπου –ο οποίος ζει με δανεικά– και στην ψυχολογική κατάπτωση κάποιου που συνειδητοποιεί ότι είναι γαλουχημένος με μια κουλτούρα υπεραναπλήρωσης, ευπώλητων ηρώων και αφηγήσεων. 

Στο επόμενο κομμάτι “Lockstep”, η παραβολή συνεχίζεται ανάμεσα σε μια εμπειρία φυλάκισης και στη (διαδικτυακή) σύνδεσή του με «ολόκληρο τον κόσμο». Πράγμα που, μέσω ενός “Transfiguration”, τον μετατρέπει τελικά σε “Star With No Name”.   

Συνεχίζετε να αντλείτε από την παρακαταθήκη του art rock και να αξιοποιείτε ευφάνταστα την κληρονομιά του. Το κοινό στην Ελλάδα διαθέτει όμως τέτοια ακούσματα, ειδικά η νεολαία; Έχετε κάνει σκέψεις να κινηθείτε προς το εξωτερικό, προσεγγίζοντας εταιρείες όπως λ.χ. η Musea; 

Ένα από τα καλά της εποχής είναι η κατάργηση ταμπού και στεγανών, με όλο και περισσότερο κόσμο –και στην Ελλάδα– να αντλεί ουσιαστική απόλαυση από διάφορα είδη. Το art rock (progressive), είναι απλώς ένα ακόμα είδος που αγαπάμε, όπως και η κλασική, η τζαζ, τα μπλουζ, το punk, το funk, το metal και πάει λέγοντας. Απλώς κάποιοι κρετίνοι, από αυτούς που ξεπετάνε ένα άλμπουμ με δυο λέξεις, προσπαθούν να μας δυσφημήσουν «ορίζοντάς» μας ως progressive, αφού προηγουμένως έχουν βέβαια δυσφημήσει το ίδιο το είδος, ταυτίζοντάς το με κάποιους τσαρλατάνους του. 

Γιατί πιστεύετε δεν έχετε τύχει της προβολής που απολαμβάνουν άλλες αγγλόφωνες μπάντες τα τελευταία χρόνια; Είστε εσείς αποτραβηγμένοι ή έχει να κάνει με το πώς παίρνονται τέτοιες αποφάσεις «στήριξης» καλλιτεχνών στον εγχώριο μουσικό Τύπο; 

Η προβολή αυτή είναι, πρώτον, αναντίστοιχη των πωλήσεων δίσκων τέτοιων συγκροτημάτων και της προσέλευσης κόσμου στα live τους. Με άλλα λόγια προσπαθεί –μάταια, προς το παρόν– να αποτελέσει ένα είδος αυτοεκπληρούμενης προφητείας. Δεύτερον, δεν αφορά τόσο κάποιες συγκεκριμένες μπάντες, όσο σε μια συνολική τάση που εντάσσεται στο πλαίσιο μιας αποδομητικής των «εθνικών» ταυτοτήτων παγκοσμιοποίησης. Ας μην ξεχνάμε την προ δεκαετίας ρήση της σημερινής υπουργού Παιδείας Άννας Διαμαντοπούλου περί των αγγλικών, τα οποία θα έπρεπε να γίνουν επίσημη γλώσσα μας. 

Αυτό δεν σημαίνει ότι η όποια άνοδος του ξενόγλωσσου ροκ δεν αποφέρει ενδιαφέροντες καρπούς. Έτερον εκάτερον. Από ’κει και πέρα, ναι, είμαστε, σε κάποιον βαθμό τουλάχιστον, αποτραβηγμένοι. Εκ χαρακτήρος, ίσως, ποιος ξέρει; 

Διαβάζω ότι προτίθεστε να κάνετε ζωντανές εμφανίσεις το φθινόπωρο –πράγμα που στο παρελθόν δεν σας απασχολούσε. Τι έχει αλλάξει; 

Κατά βάση, ότι είναι πιο εύκολη η παρουσίαση αυτού του άλμπουμ, μιας και υπάρχει εδώ έμφαση στον αυτοσχεδιασμό. Για το προηγούμενο, ας πούμε, το Unreel (2008), που ήταν διπλό και διαρκούσε 103 λεπτά, χρειάζονταν 11 άτομα επί σκηνής. Πόσο εύκολο είναι να οργανώσεις και να κρατάς διαθέσιμους όλους αυτούς τους ανθρώπους, όταν οι φορές που θα τους χρειαστείς είναι 5-10 το χρόνο max;  

Υπάρχουν επί του παρόντος σχέδια για το πού θα κινηθείτε στο επόμενο βήμα σας ως ΜΚ-Ο; 

Υπάρχουν δύο σκέψεις που θα πρέπει να υλοποιηθούν παράλληλα, Θεού θέλοντος. Η μία αφορά ένα άλμπουμ με outtakes από τα προηγούμενα τρία + κάποια remixes. Ο λόγος είναι ότι ούτε κατά διάνοια δεν υστερούν από εκείνα που «πέρασαν»· απλώς δεν κόλλαγαν με το εκάστοτε concept. 

Η δεύτερη, της οποίας τον σχεδιασμό ξεκινήσαμε πριν ακόμα κυκλοφορήσει το Blues For The White Nigger, αφορά μια πρόταση γι’ αυτό που ονομάζεται, καλώς ή κακώς, ελληνικό τραγούδι. Η οποία φυσικά θα έχει σχέση με τη δημοτική-ρεμπέτικη-λαϊκή παράδοση, αλλά και με τα Δυτικά ιδιώματα. Μας ιντριγκάρει μια τέτοια σκέψη, τώρα ακριβώς που το ξενόγλωσσο το οποίο μια ζωή «υπηρετούσαμε» πάει να γίνει της μόδας.