03 Ιανουαρίου 2024

Socos & Δημήτρης Πουλικάκος - συνέντευξη (2010)


Δεν έκανε την καριέρα που αναλογούσε στο μουσικό του ταλέντο ο Socos (Νίκος Σώκος), όσον αφορά την κατάκτηση της επιτυχίας. Άφησε, όμως, μερικούς από τους σημαντικότερους ελληνικούς δίσκους της τελευταίας δεκαπενταετίας –όπως έχει επισημάνει και ο Φώντας Τρούσας– ενώ εξακολουθεί να είναι ενεργός με το συγκρότημα Αγόριαstonilio, αν και προσωπικά το βρίσκω ως το λιγότερο ενδιαφέρον από τα πονήματα στα οποία έχει εμπλακεί μέχρι σήμερα.

Ο σημαντικότερος δίσκος του, θεωρώ, κατατέθηκε το 2010 και ήταν η «Ύδρα Των Πουλιών», την οποία έφτιαξε με τον Δημήτρη Πουλικάκο ως ερμηνευτή, πάνω σε μελοποιήσεις ποιημάτων του Νίκου Εγγονόπουλου. Δύσκολος ποιητής ο Εγγονόπουλος, μα στον Socos αρέσουν τέτοιες προκλήσεις κι έδωσε, πραγματικά, τον καλύτερό του εαυτό βρίσκοντας τις συνθέσεις και τις ενορχηστρώσεις που θα ταίριαζαν στα λόγια του.

Με την ευκαιρία, λοιπόν, στήθηκε τότε μια κοινή κουβέντα με τον Socos και τον Πουλικάκο, η οποία έδωσε μια συνέντευξη για το περιοδικό «Ήχος», το οποίο και την παρήγγειλε. Πρωτοδημοσιεύτηκε στο τεύχος Οκτωβρίου 2010 και αναδημοσιεύεται τώρα κι εδώ, για πρώτη φορά στο ίντερνετ, με ορισμένες μικρές, αισθητικής φύσης τροποποιήσεις. 

* από τις χρησιμοποιούμενες φωτογραφίες, η κεντρική διατέθηκε τότε στον Τύπο για τις ανάγκες του promo


Η Ύδρα Των Πουλιών συστέγασε όχι μόνο μια συνεργασία, μα και την κοινή σας αγάπη και εκτίμηση για την ποίηση του Νίκου Εγγονόπουλου. Ήταν αποτέλεσμα μιας αποκλειστικά δικής σας ανάγκης; Ή θέλει να δηλώσει και κάτι, συστήνοντας και πάλι έναν παραγνωρισμένο ποιητή σε νεότερες γενιές;

Socos: Είχα την ιδέα για ένα άλμπουμ βασισμένο στη φωνή του Μήτσε. Δεν ήθελα στίχους «δικούς μου» ή «δικούς του» και του ζήτησα έτσι να διαλέξει έναν ποιητή του οποίου το έργο να έχει για αυτόν ιδιαίτερη σημασία. Έτσι βρέθηκα απέναντι στον Νίκο Εγγονόπουλο.

Δημήτρης Πουλικάκος: Για μένα ήταν βασικά και τα δύο. Βέβαια δεν θα το έλεγα ακριβώς ανάγκη... Απλώς μια γλυκιά επιθυμία.

Στο συνοδευτικό κείμενο του Μήτσου από την Άνω Μουσουνίτσα Παρνασσίδος γίνεται λόγος για τις «πολύπλοκες και περίπλοκες ψυχικές και πνευματικές διαδικασίες περί του πράγματος». Τι ακριβώς περιέπλεκε, στις τότε ψυχικές και λεκτικές διεργασίες, την πραγμάτωση της Ύδρας Των Πουλιών;

Δημήτρης Πουλικάκος: Το πράγμα είναι φύσει ολίγον τι περίπλοκο, μην κοιτάμε να το περιπλέξουμε έτι επί πλέον. Ο σκοπός είναι εξ' άλλου, ει δυνατόν, να προσπαθούμε να απλοποιούμε τα περιπεπλεγμένα… Και όχι να περιπλέκουμε τα απλά!

Socos: Εγώ πάντως το έχω απλοποιήσει λίγο στο κεφάλι μου. Ο Μήτσε είναι Stone-άκιας ενώ εγώ Beatle-άκιας. Όπως καταλαβαίνεις, είχαμε να γεφυρώσουμε έναν ολόκληρο ωκεανό! 

Socos, έχεις ευθαρσώς δηλώσει ότι πριν τη δουλειά αυτή δεν γνώριζες την ποίηση του Εγγονόπουλου. Τελικά κρίνεις ότι σου «μίλησε» η ίδια; Ή η διάθλασή της, διαμέσω της προσωπικότητας Πουλικάκος;  
  
Ευθαρσώς, όχι... Ειλικρινώς μάλλον! Πραγματικά, γνώριζα τον Εγγονόπουλο μόνο ως ζωγράφο. Είχα πλήρη άγνοια για το ποιητικό του έργο, έργο το οποίο ήταν ό,τι καλύτερο για την τότε πνευματική μου κατάσταση. 

Σίγουρα, από όταν άρχισα να δουλεύω πάνω στους στίχους του Εγγονόπουλου, δεν άφησα τη φωνή του Μήτσε να φύγει ούτε στιγμή από το κεφάλι μου. Όμως τη ζημιά την έκαναν τελικά και μόνες τους οι λέξεις! 

Ο μύθος θέλει τον σουρεαλιστικό λόγο να μη μπορεί να τιθασευτεί από τη μουσική φόρμα. Είναι όντως μύθος; Ή βρήκες όντως μπελάδες κι έστριψες σε αδιέξοδα, κατά τη μελοποίηση των ποιημάτων; Αλήθεια, με ποια κριτήρια επιλέχτηκαν τα τελευταία;
  
Ο μύθος θέλει και τον «Θεό» να έχει αγαπημένο λαό, το Ισραήλ! Κάτι σαν οπαδός, δηλαδή! Φαντάζομαι ότι, όπως παντού στη ζωή, έτσι και στη μουσική οι μύθοι και τα δόγματα είναι που σε οδηγούν σε μπελάδες και αδιέξοδα. Ξέρει η μουσική από μόνη της πού να πάει, δεν περιμένει εμένα. 

Όσο για τα ποιήματα, τα επέλεξα προσπαθώντας να τα εντάξω σε κάποια ενότητα. Δεν γνωρίζω τους ακαδημαϊκούς τρόπους πρόσληψης της ποίησης, οπότε άφησα το ένστικτό μου να με οδηγήσει. Ο Μήτσε μου ζήτησε την "Πολυξένη". 

Το ύφος των συνθέσεών σου δεν υπακούει στις εύκολες στιλιστικές κατατάξεις της μουσικής βιομηχανίας. Στάθηκε μια φυσική συνέχεια της ως τώρα πορείας σου (με ή χωρίς τους Live Project Band) ή το υπαγόρευσε η φύση της ποίησης του Εγγονόπουλου;  
  
Και με τους Live Project Band, μα και στα προσωπικά μου έργα, δεν κατευθύνω κάπου το ύφος. Όταν υπάρχει το κείμενο, σίγουρα η ενέργεια που βγάζει κάπου θα σε κατευθύνει. Οπότε έπαιξε και η φύση της ποίησης του Εγγονόπουλου τον ρόλο της, στην τροπή που πήρε το έργο. 

Πάντως διαφωνώ με την άποψη ότι η συγκεκριμένη μορφή ποίησης στερείται μέτρου. Το μέτρο είναι πάντα κάπου κρυμμένο. Και, με την κατάλληλη απόδοση, κανείς δεν ξέρει πού θα σε πάει. 
  
Αλήθεια, ο Μήτσος ξανάζησε, κατά τη δημιουργία του δίσκου, κάτι από τα χρόνια του περιοδικού «Πάλι», έστω και ως ανάμνηση; Ή για σένα είναι κάτι που έχει τη θέση του στη ζωή και στην πορεία σου, μα όχι στο παρόν σου;  

Το «Πάλι» και τα σχετικά, ούτως ή άλλως υπάρχει. Άρα βρίσκεται και κάπου μέσα στη ζωή μου, στο παρελθόν και στο παρόν και στο όπ(ο)ιο μέλλον.

Τελικά θα υποστήριζες ότι ο Εγγονόπουλος τραγουδιέται; Και πώς; 
  
Ασφαλώς και τραγουδιέται! Κάπως, πάντως τραγουδιέται! 

Σε αντίθεση με τον Socos, που έχει μια σταθερή πορεία στη δισκογραφία, μας έχεις πείσει ότι η τελευταία δεν σε πολυενδιαφέρει. Μετά την Ύδρα Των Πουλιών, θα ξαναδοκίμαζες να γίνεις ο βασικός ερμηνευτής σε έργο κάποιου άλλου δημιουργού της νεότερης γενιάς;

Όχι, εμένα με ενδιαφέρει η δισκογραφία –και πολύ μάλιστα! Άλλους δεν ξέρω... Είμαι βέβαια ίσως και λίγο δύστροπος για πολλούς, ως προς σ' αυτό. Οπότε, ο νοών νοείτω... Όλα, ωστόσο, πρέπει να τα δοκιμάζει κανείς στη ζωή του (ίσως με κάνα-δυο εξαιρέσεις, ανάλογα με τις πεποιθήσεις και τον χαρακτήρα του).

Έχετε και οι δύο τη στόφα του πρωταγωνιστή, σε ό,τι έχετε κάνει ως τώρα. Αισθανθήκατε ότι με την Ύδρα Των Πουλιών  έπρεπε να μπείτε σε μια διαφορετική λογική, «συγκατοίκησης» ας την πούμε;   
  
Socos: Πρωταγωνιστές;! Συγκατοίκηση;! Σκάνδαλο! 

Δημήτρης Πουλικάκος: Δεν νομίζω! Τυχαίο; 

Τι έχετε εισπράξει ως τώρα από την απήχηση του δίσκου; Πόσο έτοιμο στάθηκε το κοινό, τα ραδιόφωνα, οι κριτικοί, μα και ο γενικότερος «χώρος» για μια πρόταση σαν και τη δική σας;
  
Δημήτρης Πουλικάκος: Μάλλον σ' αυτούς που διαχειρίζονται τη δισκογραφία και γενικά σε άλλους θα έπρεπε να απευθύνεις την ερώτηση... 

Socos: Δεν έχουμε εισπράξει τίποτα ακόμα, οπότε θα πρέπει να βοηθήσετε! Τι θα λέγατε, αλήθεια, για μια δωρεάν καταχώρηση στο περιοδικό; 

Θα δούμε την «Ύδρα Των Πουλιών» επί σκηνής; Ή τα βλέπετε δύσκολα τα πράγματα στον φετινό χειμώνα της Κρίσης για τέτοια ανοίγματα;

Δημήτρης Πουλικάκος: Πρώτα ο θεός –που λέει ο λόγος, δηλαδή, γιατί δεν μπορώ να πω πως πιστεύουμε ακριβώς σε έναν «θεό, πατέρα, παντοκράτορα»– πολύ ευχαρίστως! Τα ανοίγματα που λες δεν έχουν καμία σχέση με τη δημιουργικότητα. Μην ξεχνάμε πως στη διάρκεια της Χούντας η δημιουργικότητα πέρασε πολύ καλύτερες μέρες [sic] απ' ότι στη Μεταπολίτευση. 

Είναι αποδεδειγμένο πως, υπό πίεση, ο άνθρωπος αποδίδει πιο δημιουργικά. Μπορεί να είναι οξύμωρο, όμως ισχύει. Και στην Αμερική, μετά το Κραχ του '29, η πνευματική δημιουργία έδωσε αριστουργήματα –και στη μουσική και στη λογοτεχνία και στη ζωγραφική και στο σινεμά και στο θέατρο κ.λ.π., κ.λ.π. Το δημιουργικό δεν έχει σχέση με το χρήμα. Η εκτέλεση ίσως, αλλά κι αυτή όχι πάντα. 

Socos: Ναι, φαντάζομαι ότι κάτι θα κάνουμε! Αλλά φτάνει πια με την κρίση, την οποία όλο οδηγούμε να εκτονωθεί σε λάθος πράγματα. Δεν είδα κανέναν (από όσους έχουν τη δύναμη να ακουστούν, εννοώ) να φωνάζει για τις απαράδεκτες τιμές που είχαν οι συναυλίες στην Ελλάδα αυτό το καλοκαίρι. Ούτε κανείς φωνάζει για τις τιμές στις οποίες πουλιούνται άπειρες, φτηνές στην παρουσίαση, ανοησίες. 

Έχω την αίσθηση ότι η κρίση οδήγησε την αγωνία μας από το «ποιος έφαγε τα λεφτά» στο τι θα γίνει μόνο με τη δικιά μας τσέπη. Ξέρεις, κάποιες στιγμές είναι ωραίο να έχεις άδειες τσέπες... Δεν έχεις κάτι να ανησυχείς. 

Θίγοντας πάντως την Κρίση, η οποία ειδικά τη δισκογραφία έρχεται να την επιβαρύνει ακόμα περισσότερο, ανησυχείτε για το τι θα απογίνει το άλμπουμ σας σε ένα τέτοιο περιβάλλον; Ότι δηλαδή μπορεί να παραπέσει ή να παραγκωνιστεί ως «είδος πολυτελείας»;
  
Δημήτρης Πουλικάκος: Τη δισκογραφία δεν την επιβαρύνει τόσο η κρίση, όσο, εδώ και πολλά μάλιστα χρόνια, οι αν-εγκέφαλοι των δισκογραφικών εταιρειών. Κατά τ' άλλα, όποιος ψάχνει, βρίσκει... Και δεν είναι απαραίτητο αυτό που βρίσκει να το πληρώνει ακριβά. Ευχαριστώ, υγιαίνετε!
 
Socos: Συμφωνώ με τον Μήτσε! Αρκεί να δεις λίγο τα βίντεο των ελληνικών παραγωγών για να καταλάβεις πώς αντιλαμβάνονται πλέον οι άρχοντες των μεγάλων εταιρειών τη θέση της  μουσικής. Διαφημίσεις για πατατάκια, σοκολατίτσες, φρυγανιές... Ναι φρυγανιές, και νομίζω σε βίντεο «εναλλακτικής» μπάντας. Και βεβαίως άπειρη κινητή τηλεφωνία! Αλλά όλοι ξέρουμε πού βρίσκεται το πολύ χαρτί. Ε, λοιπόν, σε μια τέτοια κατάσταση, εμένα προσωπικά δεν με ενοχλεί καθόλου να χαρακτηριστεί το έργο μας ως είδος πολυτελείας. 



02 Ιανουαρίου 2024

Film - συνέντευξη (2009)


Σεπτέμβριο του 2009, είχα ακόμα γραφείο στην αγαπημένη Μπλε Πολυκατοικία των Εξαρχείων και από κάτω ακριβώς λειτουργούσε ακόμα το «Φλοράλ». 

Εκεί συνάντησα, λοιπόν, το συγκρότημα Film –από τα πιο συζητημένα στα εγχώρια indie/alternative 2000s– που τότε είχε απομείνει ως τριάδα (Κώστα Μπόρσης, Δημήτρης Μπόρσης & Μανόλης Ζαβιτσάνος), μετά την αποχώρηση της Ελένης "Etten" Τζαβάρα, μα είχε αποφασίσει να προχωρήσει, παρ' όλα αυτά, κυκλοφορώντας καινούριο δίσκο.

Από την κουβέντα μας προέκυψε μια συνέντευξη, η οποία πρωτοδημοσιεύτηκε, τότε, στο Avopolis και αναδημοσιεύεται τώρα κι εδώ, με μικρές, αισθητικής φύσης τροποποιήσεις.

* οι χρησιμοποιούμενες φωτογραφίες προέρχονται από το promo υλικό που δόθηκε εκείνο το διάστημα στον Τύπο


«We're coming back to life», είναι η υποβλητική επωδός στο εναρκτήριο track του νέου σας άλμπουμ, "Airbus". Έχει, αλήθεια, το Persona κι ένα τέτοιο νόημα, την επιστροφή δηλαδή των αναγεννημένων Film; 

Κώστας Μπόρσης: Και αυτό... Είναι πολλά μαζί. Δεν είναι, βέβαια, τυχαίο ότι το "Airbus" μπήκε στο ξεκίνημα του δίσκου. Έχει να κάνει και με το ότι ήταν ένα από τα πρώτα τραγούδια που γράψαμε για το Persona, αλλά και με το ότι επιδιώξαμε έναν διαφορετικό ήχο. 

Μανόλης Ζαβιτσάνος: Πάντως είναι αλήθεια ότι ο ακροατής, με το που θα το ακούσει κάτι τέτοιο, θα σκεφτεί την επιστροφή του συγκροτήματος στα πράγματα. 

Διαλέξατε κι εσείς την Inner Ear ως δισκογραφικό «σπίτι». Στη δική σας περίπτωση, τι ήταν αυτό που σας οδήγησε προς Πάτρα;

Κώστας: Πράγματι, κι εμείς! Αλλά βασικά η δική μας ιστορία με την Inner Ear και τον Περικλή Πιλαβά πάει αρκετά πιο πίσω από όσο ίσως μπορεί να υποθέσει κανείς. 

Ο Περικλής, δηλαδή, μας έκανε το πρώτο-πρώτο μας live στην Πάτρα: η γνωριμία έγινε μέσω του Μανόλη, με τον οποίον ήταν ήδη φίλοι. Ο Μανόλης, λοιπόν, του προμόταρε συνέχεια τους Film, αλλά, για να είμαστε ειλικρινείς, αρχικά ο Περικλής δεν είχε πειστεί για τη δυναμική μας. Όμως, αφού είδε το live και βγήκε και ο πρώτος μας δίσκος, το No Luggage (2003), μεταπείστηκε εντελώς. 

Με τα χρόνια γνωριστήκαμε καλύτερα, μιλάγαμε περισσότερο, κάναμε κι άλλα πράγματα –κι όταν φτάσαμε πια στο Persona μας είπε ότι, αν το κάνουμε και αν δεν το βγάλουμε στην εταιρεία όπου ήμασταν ως τότε, το ήθελε οπωσδήποτε για την Inner Ear. Έτσι κι έγινε, γιατί θέλαμε κι εμείς να βγει από έναν άνθρωπο που αγαπάει τη μουσική και το έχει δείξει με έργα, όχι με λόγια. Και με κόστος...

Μανόλης: Είναι ξεκάθαρος άνθρωπος ο Περικλής, ευθύς και απλός. Κάνει μια ουσιαστική και υγιή πρόταση, με επίκεντρο πάντα τη μουσική. 

Δημήτρης Μπόρσης: Ο Περικλής βλέπει την εταιρεία σαν ένα μεγάλο συγκρότημα, όπου οι μπάντες αποτελούν τα μέλη. Και το κάνει από αγάπη, με γνώμονα την ποιότητα και την αξιοπρέπεια. Ήταν, επομένως, λογικό να προσελκύσει το ενδιαφέρον: υπάρχει μια γενική παραδοχή όσων παρακολουθούν για ό,τι κάνει. 

Και μετά την έκδοση του άλμπουμ των 2L8, χρεώνεται ένα ακόμα εντυπωσιακό artwork. Πολλοί ήδη ψοφάνε να μάθουν ποια είναι η γυμνή κοπέλα στο εξώφυλλο του Persona. Αλλά προτιμώ να σας ρωτήσω για το σκεπτικό με το οποίο το επιλέξατε... 

Δημήτρης: Το concept ξεκίνησε με τη θέλησή μας να γίνει ακόμα πιο σαφής η κινηματογραφική μας αισθητική, μιας και μια τέτοια αίσθηση προέκυπτε έντονα και από το υλικό του άλμπουμ, καθώς προχωρούσε. Θέλαμε λοιπόν κάτι vintage και ταυτόχρονα συναισθηματικό, μυστήριο και με μια σχέση με διαστημικές ταινίες –προς Στάνλεϊ Κιούμπρικ ή Ντέιβιντ Λιντς σε πιο σκοτεινά πράγματα. Από εκεί ξεκίνησε η ιδέα κι έκατσε στη συνέχεια να γίνει ακόμα πιο τολμηρή.
 
Κώστας: Πάντα το γυμνό –και ειδικά το γυμνό γυναικείο σώμα– έχει μια ξεχωριστή αμεσότητα. Ο κοινός γνώμονας, πίσω από τον ενδεχόμενο θαυμασμό ή από κάποια ερωτική έξαψη, είναι ότι κοιτάς κάτι πολύ οικείο, εντύπωση οφειλόμενη ίσως και σε λόγους τους οποίους δεν καταλαβαίνεις. Στο Persona εκτεθήκαμε προς το κοινό αλλά και τους εαυτούς μας περισσότερο από ποτέ, γιατί, σε μεγάλο ποσοστό, υπάρχει και η παραδοχή οποιωνδήποτε λαθών, αλλαγών, σκέψεων και επιρροών έχουν υπάρξει στην ως τώρα πορεία μας. Είναι, ίσως, ο πιο απενεχοποιημένος μας δίσκος. Και όλα αυτά τα συμβολίζει το εξώφυλλο. 

Τι ακούγατε, αλήθεια, ενώ φτιάχνατε το Persona;

Κώστας: Πολλά πράγματα... Κυρίως πιο εσωτερικές μουσικές, με αρκετή ποικιλία. Από Tom Waits και Johnny Cash, μέχρι Βαγγέλη Παπαθανασίου. Υπάρχει ένα βάθος στη μουσική του, που είναι πέρα από το μάξιμαλ, το οποίο έτσι κι αλλιώς μας χαρακτηρίζει ως γκρουπ: μεγάλες παραγωγές, ογκώδη πράγματα γενικώς, ακόμα και στα live.

Μανόλης: Ναι, ο Παπαθανασίου υπήρξε νομίζω ένας κοινός γνώμονας. 

Δημήτρης: Μας αρέσει που είναι αυτοδίδακτος ο Παπαθανασίου, όπως μας αρέσει και ο τρόπος με τον οποίον εντάσσει το ελληνικό στοιχείο σε μια διεθνή λογική. Φτιάχνει ένα σχήμα πιο ανοιχτό. 

Όσον αφορά στις ισορροπίες των Film, πόσο εύκολο στάθηκε να αντικαταστήσετε την Ελένη Τζαβάρα; Με δεδομένο, ειδικά, ότι ήταν μαζί σας από την αρχή και ότι αρκετοί από όσους σας έχουν παρακολουθήσει σας είχαν συνδυάσει με τη φωνή της...

Κώστας: Το ποιος τραγουδάει σε μια μπάντα είναι ένα ερώτημα, αλλά δεν είναι το πιο σημαντικό. Ο πυρήνας μιας μπάντας –και της συγκεκριμένης, αλλά και γενικότερα– δεν γίνεται να αλλάξει. Είτε προσαρτεί σε εκείνον πράγματα, είτε φεύγουν από αυτόν πράγματα. Υπάρχει ένας στόχος. Αν είναι αυτό που θέλεις να κάνεις, τον ακολουθείς ανεξαρτήτως κόστους. 

Με την Ελένη δεν υπήρξε διαφοροποίηση στον στόχο. Αλλά υπήρξε σε πιο προσωπικά πράγματα, που δεν έχουν τόσο να κάνουν με τη μουσική. Θέλοντας και μη, η σχέση την οποία αναπτύσσουν όσοι κάνουν μαζί μουσική γίνεται και πιο προσωπική. Έτσι, από ένα σημείο και μετά, αν η σχέση δεν τσουλήσει, μοιραία συμπαρασύρει και τη συνεργασία. 

Στα 2 χρόνια αφού έφυγε η Ελένη, λοιπόν, πιο σημαντικό για μας στάθηκε να δούμε πώς προχωράμε, αν αλλοιώνεται ο αρχικός στόχος κτλ. Ήταν μια διαδικασία ωριμότητας και νομίζω ότι βγήκε και στο Persona. Ο τρίτος δίσκος –και ειδικά στην Ελλάδα είναι κατόρθωμα να φτάσεις στον τρίτο δίσκο, από το 2000 κι έπειτα– δεν παύει, ασφαλώς, να αποτελεί έναν ακόμα δίσκο. Νομίζω, όμως, ότι καθορίζει για μια μπάντα τι ήταν, τι είναι και τι μπορεί να κάνει. 

Δημήτρης: Βέβαια να πούμε και το ότι, ήδη πριν την αποχώρηση της Ελένης, είχαμε σκεφτεί να διαταράξουμε τις ισορροπίες στο concept του συγκροτήματος. Θέλαμε να κάνουμε το τρίτο άλμπουμ σε μια διαφορετική βάση, σαν να επρόκειτο για μια ντεμπούτο ηχογράφηση –πιστεύω μια τέτοια διαδικασία είναι χρήσιμη σε κάθε άλμπουμ. Και για να ανανεώσουμε τον ενθουσιασμό μας, μα και για να δοκιμάσουμε ορισμένες ηχητικές αλλαγές. 

Δεν ξέρω, βέβαια, κατά πόσο είχαμε διαμορφώσει ένα συγκεκριμένο στιλ με μόλις δύο άλμπουμ, πάντως υπήρχε η ανάγκη για μια ανατροπή. Πλέον, αφού έγινε το Persona, νομίζω ότι είμαστε σε θέση να γράψουμε και μουσική για ταινία ή για κάτι άλλο που να μας εμπνέει. 

Μανόλης: Πάντως, όταν πρωτομπήκαμε στο στούντιο χωρίς πια την Ελένη, η αίσθηση ήταν πράγματι περίεργη. Παίζοντας οι τρεις μας μόνο, είχα την εντύπωση ότι κάτι ξεκινούσε από την αρχή. Σαν να ήμασταν μια καινούργια μπάντα.  

Γιατί επιλέξατε κάποια από τα τραγούδια του Persona να ερμηνευτούν από την Εβίρα των Abbie Gale; Νομίζω ότι κλέβει λίγο την παράσταση από την Ιφιγένεια Atkinson...

Κώστας: Πρόκειται για χαρισματική ερμηνεύτρια, δεν το συζητάω! Κι εμείς το θέλαμε, αλλά ήταν και δική της επιθυμία, όταν άκουσε το υλικό, να συμμετάσχει στο Persona. Είναι άλλωστε φίλη. 

Δημήτρης: Άσε που δεν γίνεται να αρνηθείς κάτι στην Εβίρα... Χρειάστηκε, ξέρεις, μόλις μία πρόβα για το ένα τραγούδι και μία για το άλλο! Αυτό ήταν...

Η μουσική σας κατατάσσεται συνήθως στο alternative. Σας εκφράζει ο όρος; Πιστεύετε ότι διατηρεί κάποιο νόημα, καθώς τελειώνει πια και η πρώτη δεκαετία του 20ού αιώνα; 

Κώστας: Δεν πιστεύω ακριβώς ότι η μουσική είναι μία και δεν έχει όρια και άρα όλα λίγο-πολύ ισχύουν. Νομίζω, όμως, ότι η μουσική που συνήθως λέγεται alternative έχει τύχει –για την Ελλάδα μιλάω– λιγότερου promotion σε σύγκριση με ένα άλλο είδος μουσικής. Σε σχέση λοιπόν με το τι ξέρει ο κόσμος, εδώ εντοπίζεται η ειδοποιός διαφορά. Και καθορίζει το αν μπορούμε να μιλάμε με ίσους όρους για το τι επιπτώσεις έχει η μία μουσική και τι η άλλη. 

Δημήτρης: Πάντως, δεν έχει πια τόση σημασία. Βρίσκεις πολλά ανόμοια πράγματα κάτω από την ταμπέλα «alternative», π.χ. στο iTunes. Εντωμεταξύ έχουν μπει και πολλοί κανόνες.  

Μανόλης: Στην Ελλάδα, ωστόσο, η λέξη «εναλλακτικός» διατηρεί μια σημασία. Εδώ τα πράγματα δεν είναι όπως στο εξωτερικό, όπου το alternative έχει πια γίνει mainstream. 

Κώστας: Ναι, όμως υπάρχει και το άλλο. Νομίζω ότι προσπαθούμε, ως φτωχοί συγγενείς – γιατί έχουμε μια τέτοια μανία, ιδίως απέναντι στους Ευρωπαίους– να ορίσουμε τη μουσική μας πραγματικότητα εντός συνόρων με κατηγορίες και τίτλους τους οποίους ποτέ δεν κατορθώσαμε να κατανοήσουμε. Καταλήγουμε, έτσι, στα βραβεία του MAD π.χ., με καλλιτέχνες υποψήφιους σε πέντε διαφορετικές κατηγορίες, που η κάθε μία αναιρεί την άλλη! 

Δημήτρης: Στην Ελλάδα κάτι κατατασσόταν είτε στην πίστα, είτε στη νύστα –και ξαφνικά προέκυψε και το alternative. 

Κώστας: Όπως προέκυψε και το χιπ χοπ, που ως επιρροή σε παγκόσμια κλίμακα άρχισε να επηρεάζει και την εγχώρια μουσική πραγματικότητα. Άρα έπρεπε να ενταχθεί κι αυτό. Και το alternative χρησιμοποιείται στα πλαίσια αυτής της βιομηχανίας για να εντάξει τους περίεργους, τους «της γωνίας». Εκείνους που μην τους κοιτάς και πολύ, γιατί είναι ελιτιστές και πίνουνε πολύ κι είναι λίγο έτσι... 

Η νοοτροπία των εταιρειών, ό,τι τους έχει οδηγήσει εκεί όπου έχουν οδηγηθεί, δεν εμπεριέχει πια το μεράκι και το ενδιαφέρον για τη μουσική, όπως γινόταν από τους ανθρώπους οι οποίοι ξεκίνησαν παλιότερα τις δισκογραφικές, πριν 50-60 χρόνια, έχοντας αγάπη και ευθύνη για το προϊόν τους. Κάποτε κόβονταν και καλλιτέχνες, επειδή δεν ήταν αρκετά καλοί. Τώρα όλη η συζήτηση εξαντλείται στο πώς θα πιέσεις μέσω γνωριμιών, συμφερόντων και διαπλοκών ώστε το προϊόν να πουλήσει, άσχετα αν αξίζει ή όχι. 

Δημήτρης: Γενικά στην Ελλάδα υπάρχει, εδώ και χρόνια, η ανάγκη –κατανοητή, βέβαια– να οριοθετηθούν πράγματα με βάση πρότυπα του εξωτερικού. Αυτό παρήγαγε μεν κάποιες δημιουργικές εστίες με κοινές αξίες, αντιλήψεις και μουσικές κατευθύνσεις, συχνά όμως το όλο πράγμα εξαντλήθηκε σε έναν πιθηκισμό. 

Η ανάγκη, δηλαδή, να το κάνεις όπως ο Άγγλος ή ο Αμερικάνος που θαύμαζες, να το κατακτήσεις και να μην ξεφύγεις από αυτό, οδήγησε την Ελλάδα να δέχεται προτάσεις από το εξωτερικό, μα να μη μπορεί να κάνει η ίδια. Κάτι αλλάζει βέβαια τα τελευταία χρόνια: αρχίζουν να εμφανίζονται και πράγματα τα οποία, αν υπήρχε επικοινωνία Ελλάδας-εξωτερικού, θα μπορούσαν να ιδωθούν και εκεί ως προτάσεις. 

Πάντως, στην περίπτωσή σας, υπήρξε, εκεί γύρω στον δεύτερο δίσκο, και μια τάση –κι εδώ αναφέρομαι πια κυρίως στο δικό μου σινάφι, των ανθρώπων του μουσικού Τύπου– να σας πλασάρουν προς τα έξω ως τους διαδόχους των Raining Pleasure...

Δημήτρης: Αν και υπάρχει διαφορά από έντυπο σε έντυπο (ή free press, πια) και από site σε site, γενικά έχει επικρατήσει ανάμεσα στους δημοσιογράφους μια τάση αναζήτησης του «next big thing». Νομίζω ότι στην Ελλάδα έγινε εμφανές κατά την προηγούμενη δεκαετία, όταν οι εταιρείες άρχισαν να ρίχνουν στην αγορά συγκροτήματα-κόπιες των Τρυπών και βρέθηκαν δημοσιογράφοι οι οποίοι μπήκαν σε αυτή τη νοοτροπία να βρουν τις «νέες Τρύπες». 

Η τάση καλά κρατεί και θα αρχίσουν σε λίγο να ψάχνουν και για τη νέα Μόνικα... Και δεν το λέω με καμία υποτιμητική διάθεση ή με κάποια ποιοτική αξιολόγηση για την τελευταία, αλλά, όταν αντιμετωπίζεις τη Μόνικα ως «φαινόμενο» στο 2010, είσαι πίσω: δεν παρακολουθείς τι γίνεται συνολικά. 

Πώς είναι η καθημερινότητα των Film εκτός μουσικής; Από τι ζείτε;

Κώστας: Εξ αριστερών του τραπεζιού ξεκινώντας, ο Δημήτρης κάνει graffity design –σε εξώφυλλα δίσκων, αφίσες κτλ.– εγώ ασχολούμαι με το real estate και τα μεσιτικά (άκυρο!) και ο Μανόλης με μια εταιρεία που φέρνει από την Ελβετία εναλλακτικά φάρμακα, βότανα κτλ. 

Τι σχεδιάζετε ως άμεσες επόμενες κινήσεις, συναυλιακά μιλώντας;

Κώστας: Μετά τις εκλογές ξεκινάει η περιοδεία. Περιλαμβάνεται η Θεσσαλονίκη, η Αθήνα και η Πάτρα, όπως βέβαια και σταθμοί στην υπόλοιπη Ελλάδα. Στην Αθήνα ειδικότερα σχεδιάζονται 3-4 live, τα οποία θα είναι έκπληξη ως προς το πώς θα στηθούν. Άλλωστε το ψώνιο των Film είναι το live! 

Σε ένα δεύτερο σκέλος, τώρα, προετοιμάζεται κι ένα ακόμα πιο φιλόδοξο άνοιγμα, με κάποιες εμφανίσεις στην Ευρώπη. Το στήνουμε τώρα –μαζί με την εταιρεία και με το νέο μας management στη Link4You– κι έχουμε βάσιμες ελπίδες ότι μπορεί να βγάλει τη μουσική μας και εκτός Ελλάδος. Πιστεύουμε ότι, όπως κι εμάς μας αφορούν πράγματα από εκεί, έτσι και τον Ευρωπαίο ακροατή τον αφορά η μουσική μας. 

Θα ακολουθήσει επίσης ένα βιντεοκλίπ, καθώς κι ένα remix πολύ σύντομα, από τον David –ένα πολύ ταλαντούχο παιδί. 




31 Δεκεμβρίου 2023

Siouxsie - συνέντευξη (2008)


Είδαμε φέτος τη Siouxsie Sioux στην Ελλάδα, στα πλαίσια του Release Athens Festival, μετά από πολύ καιρό: ταλαιπωρημένη μεν από τον χρόνο, εντούτοις υπέροχη με τα νυν μέτρα και σταθμά. Δεν έγραψα live review στο «Αθηνόραμα», αλλά αυτή είναι η γνώμη μου, παρά τις γκρίνιες που άκουσα από εδώ κι από εκεί. 

Μετά από πόσο καιρό, όμως; Από το καλοκαίρι του 2008, μου θύμισε η τηλεφωνική συνδιάλεξη που είχαμε τότε. Ήταν μόλις 10 λεπτά, αλλά η χροιά της φωνής της Siouxsie ακόμα αντηχεί στη μνήμη μου, να με ρωτά «αν είμαι ο Harry» ή αργότερα να μου λέει «Unfortunately, Spooky died». Είναι, άλλωστε, μια αγαπημένη μου τραγουδίστρια. 

Τα όσα είπαμε τότε έδωσαν, φυσικά, μια συνέντευξη. Η οποία πρωτοδημοσιεύτηκε στο Avopolis και αναδημοσιεύεται τώρα κι εδώ, με ορισμένες μικρές, αισθητικής φύσης τροποποιήσεις.

* Οι χρησιμοποιούμενες φωτογραφίες είχαν δοθεί τότε στον Τύπο, ως promo για την εμφάνιση της Siouxsie στο Rockwave Festival


Έχω μόνο 10 λεπτά μαζί σου, είναι τόσο λίγα για όλα όσα θα ήθελα να ρωτήσω...

Το ξέρω. Μη νομίζεις, και για μένα είναι εκνευριστικές αυτές οι συνεντεύξεις, γιατί πάνω που μπορεί να ξεκινάει μια ωραία συζήτηση, αναγκάζεσαι να την κόψεις. Και να φανταστείς ότι εσύ είσαι ακριβώς στη μέση της λίστας. Έχω ξεκινήσει από το πρωί και τελειωμό δεν βλέπω!

Έχεις καιρό να έρθεις από τα μέρη μας...

Πράγματι, πολύ καιρό. Ήταν το 1995 τελευταία φορά, αν θυμάμαι καλά, με τους Banshees.

Είναι, αλήθεια, τόσο δύσκολη χώρα η Ελλάδα για συναυλίες;

Έτσι φαίνεται. Είχαμε συχνά σκεφτεί ότι θα θέλαμε να παίξουμε στην Ελλάδα, όμως όταν έβγαινε το πρόγραμμα δεν ήσασταν ποτέ μέσα. Έχει μάλλον να κάνει με το ότι δεν είναι εύκολο από την Αθήνα να μεταβείς γρήγορα σε ένα ακόμα μέρος, όπου θα μαζευτεί ανάλογος κόσμος. 

Πάντως, φέτος έμαθα ότι θα έχετε ένα ωραίο συναυλιακό καλοκαίρι. Έρχονται οι Sex Pistols σε σας –εκπλήσσομαι που είναι η πρώτη τους φορά, αλλά να δεις πως θα το θυμάστε– η PJ Harvey, η οποία μου αρέσει πολύ, ο Philip Glass και ο Leonard Cohen. Ζηλεύω τρομερά για τον τελευταίο, να ξέρεις... (σ. σ: αυτό μου το είπε τόσο γατίσια, που κόντεψα να μείνω στον τόπο).

Μετά από τόσα χρόνια σε μπάντες, το διασκεδάζεις να είσαι σόλο; 

Πάρα πολύ. Το να δουλεύεις με νέα πρόσωπα και να δουλεύεις τόσο αρμονικά μαζί τους, σε φρεσκάρει. Νιώθω ότι κάνω ένα νέο ξεκίνημα. Είμαι πολύ ευχαριστημένη και από τη μπάντα και από τους παραγωγούς μου. Και η περιοδεία μάς δίνει την ευκαιρία να βγάλουμε τον καλύτερο εαυτό μας.

Είσαι ικανοποιημένη από την απήχηση του δίσκου Mantaray στον κόσμο;

Και βέβαια είμαι! Ξέρεις, είναι στις συναυλίες όπου κρίνεται κάθε νέα δουλειά. Και όταν αποφάσισα να φτιάξω μια playlist με κορμό το Mantaray, διανθισμένη με παλιότερα αγαπημένα τραγούδια με τους Banshees ή τους Creatures, ήξερα ότι ρίσκαρα. Αλλά το κοινό, όπου και να έπαιξα, ανταποκρίθηκε με μεγάλη θέρμη. 

Για την Ελλάδα τι μας ετοιμάζεις;

Α, κοίτα να σου πω, μην είσαι ανυπόμονος και χαλάσεις την έκπληξη! (γέλια) Σας ετοιμάζω κάτι πολύ σπέσιαλ, πάντως. Κάτι δυνατό. 

Πώς αισθάνεσαι που σε ανεβοκατεβάζουν με διάφορους τίτλους; Άλλοτε «Η Πρώτη Κυρία Του Punk», άλλοτε «Η Γιαγιά του Goth»;

Δεν μου αρέσουν οι τίτλοι, τους σιχαίνομαι. Αηδιάζω ακόμα και όταν με αποκαλούν «κυρία» ή «madame», όπως συμβαίνει συχνά εδώ στη Γαλλία όπου ζω. Κι αυτό το η «γιαγιά του goth» που ανέφερες, πόσο με εκνευρίζει...

Σε εκνευρίζει το γιαγιά ή το goth;

(γελάει) Νομίζω το goth! Το «γιαγιά» δεν με σκοτίζει, είναι τόσο ανόητο να ασχολείσαι με κάτι τόσο δεδομένο όσο ο χρόνος. Τα 50 μου γενέθλια τα γιόρτασα με ένα μεγάλο πάρτι, όπου κάλεσα όλους μου τους φίλους. Είχε πολύ σαματά και πέρασα τέλεια.

Για πολλούς ανθρώπους, βέβαια, ήσουν και ακόμα είσαι ένα εναλλακτικό σύμβολο του σεξ. Έχεις βρει κάποιο ελιξίριο νεότητας;

Είναι η μουσική. Είναι το μεγαλύτερο πάθος της ζωής μου. Δεν προλαβαίνουμε να σου περιγράψω τι συμβαίνει μέσα μου με τη μουσική. Όσο γι' αυτό με το σύμβολο του σεξ, μου προξενεί μόνο γέλια, είναι τόσο αστείο (γέλια). Και όποιον από τους φίλους μου να ρώταγες, πάλι θα γέλαγε. 

Ας πούμε τότε για γάτες. Τι κάνουν ο Spooky, o Spider και ο Dandy;

Αχ, δυστυχώς ο Spooky πέθανε... Και τα άλλα δύο είναι ήδη 16 ετών, 100 δηλαδή με ανθρώπινα δεδομένα, οπότε φοβάμαι ότι θα τα χάσω σύντομα.

Λυπάμαι πολύ για τον Spooky... Πες μου όμως και για τη Γαλλία. Τι κάνει μια Αγγλίδα στη Γαλλία;

Αυτό που μου αρέσει στη Γαλλία είναι ότι εδώ δεν είμαι ιδιαίτερα διάσημη κι έχω την ησυχία μου, μπορώ να είμαι ο εαυτός μου. Μου αρέσει βέβαια και η εξοχή της, είναι πολύ όμορφη. Και, το σημαντικότερο, δεν πάσχει από πολυκοσμία, όπως η αγγλική εξοχή. Μου αρέσει να έχω χώρο και μου αρέσει η ησυχία. Όταν βέβαια δεν ασχολούμαι με τη μουσική!

Έζησες το punk από κοντά, ήδη από τις πρώτες του μέρες. Τα πιτσιρίκια τα οποία σήμερα ακούν ένα πολύ διαφορετικό punk, τα βλέπεις με συμπάθεια;

Τα βλέπω με κάποια συμπάθεια, φοβάμαι όμως ότι είναι παραπλανημένα. Θέλουν τόσο πολύ να ζήσουν κάτι που δεν υπάρχει πια και –το χειρότερο– να το ζήσουν δίχως να ρισκάρουν. Για μένα, τότε, δεν υπήρχε καμία προοπτική στο όλο πράγμα. Υπήρχε μόνο η στιγμή. Κανείς στα μέσα της δεκαετίας του 1970 δεν φανταζόταν ούτε καριέρες, ούτε έκανε σχέδια. Ήταν ένα ξέσπασμα.



29 Δεκεμβρίου 2023

Manilla Road - ανταπόκριση (2017)


Θα θυμάμαι πάντα, θέλω να πιστεύω, τη συναυλία των Manilla Road στο «Κύτταρο», την Πρωτομαγιά του 2017, ως μία από τις καλύτερες που είδα στη ζωή μου: μια αληθινή μικρογραφία-πεμπτουσία του πώς ένα ηχογραφημένο υλικό μπορεί να ξαναζήσει συναρπαστικά, παιγμένο ζωντανά πάνω σε μια σκηνή, ενώπιον κοινού.

Μπήκα στον χώρο κουρασμένος και νοητικά σκορπισμένος, εκείνη τη μέρα, μα βγήκα ανάλαφρος και γεμάτος όρεξη. Και η αιτία ήταν ο φοβερός παλμός των Manilla Road, κάτι που παρατήρησε και η Χριστίνα Κουτρουλού, που ήρθε μαζί, μα και ο πιστός φωτογράφος-σύντροφος Θάνος Λαΐνας, παρότι η μουσική αυτή δεν είναι του γούστου του. 

Μια ανταπόκριση από τη βραδιά δημοσιεύτηκε τότε στο Avopolis και αναδημοσιεύεται τώρα κι εδώ, με μικρές, αισθητικής φύσης τροποποιήσεις.

* οι φωτογραφίες προέρχονται από τη συναυλία και ανήκουν στον Θάνο Λαΐνα


Πρωτομαγιά βράδυ στο «Κύτταρο», μας πήρε και μας σήκωσε. Σε ένα πάρτι με μεταλλική επίγευση, από εκείνα που δεν συμβαίνουν πια και τόσο συχνά, τώρα που η old-school χέβι αισθητική έχει υποχωρήσει χάριν των πιο alternative (στους ήχους, στην όψη, στους τρόπους) επιγόνων. 

Πάντως, αν σας λένε ότι οι μεταλλάδες της δεκαετίας του 1980 δεν υπάρχουν πια, να ξέρετε πως σας έχουν γελάσει. Μάλιστα, στην έναρξη των διαδικασιών στο «Κύτταρο» δεν μπορούσες να τους δεις μόνο ανάμεσα στο (αραιό) κοινό, μα και πάνω στη σκηνή. 


Ήταν οι Murder Angels από τη Λάρισα, στην πρώτη τους (νομίζω) εμφάνιση στην Αθήνα: δαιμόνια νιάτα, που είχαν κουβαλήσει τα δικά τους σκηνικά και διέθεταν το πλήρες παλιομοδίτικο πακέτο σε looks και ήχο –είχα χρόνια να δω μαλλί σαν κι αυτό του frontman τους, Τόλη Μέκρα. Το γκρουπ ειδικεύεται στο speed/thrash metal όπως διδάχθηκε στα 1980s και παρότι τα τραγούδια τους δεν κόμιζαν κάτι το ξεχωριστό, τα υπερασπίστηκαν με μεγάλο κέφι, μα και με πολύ καλές φωνητικές κορώνες, κάτι που δεν βρίσκεις εύκολα. Έπαιξαν υλικό από το περσινό τους ντεμπούτο, στο κλείσιμο, όμως, ακούσαμε και μια διασκευή στο "Murder Angels" των Ιταλών Death SS, που (προφανώς) έχει «δανείσει» και το όνομα στη μπάντα.


Οι Αθηναίοι Paladine, πάλι, ήταν άλλου είδους «φρούτο»: ένα σχήμα με πιο μοντέρνα εμφάνιση και πιο μελωδικό ήχο (χάρη στα πλήκτρα), το οποίο αρέσκεται στον επικό metal ήχο, τον οποίον έχει περάσει κι από ένα μάλλον progressive φίλτρο. Εξαιρετικοί μουσικοί –ο ντράμερ τους Σταμάτης Κατσαφάδος, ειδικά, ήταν σκέτη ατμομηχανή, όπως πολύ σωστά τον αποκάλεσε σε κάποιο σημείο ο τραγουδιστής Νίκος Πρωτονοτάριος– υπερασπίστηκαν πετυχημένα το υλικό του φρέσκου ντεμπούτο τους Finding Solace, ενώ μας έπαιξαν και μια πραγματικά «διαβασμένη» διασκευή στο "Gutter Ballet" των Savatage. Μόνη μου ένσταση, ότι βρήκα τον (καλλίφωνο) Πρωτονοτάριο να βγάζει μια ευγένεια στις ερμηνείες του, η οποία δεν κόλλαγε πάντα με τη θεματική των όσων τραγουδούσε.

To ωράριο που είχε ανακοινωθεί τηρήθηκε (να τα λέμε αυτά, γιατί σε άλλες συναυλίες δεν υπάρχει μέτρο στην καθυστέρηση), οπότε δεν αργήσαμε να δούμε ενώπιόν μας τους Manilla Road. Πλέον, ο κόσμος το είχε γεμίσει στο χαλαρό το «Κύτταρο», οπότε, μόλις ξεπρόβαλλε μπροστά μας ο αρχηγός Mark Shelton και οι συνοδοιπόροι του, στήθηκε και η ανάλογη κερκίδα καλωσορίσματος, με ένα πανό ειδικά φτιαγμένο για την περίσταση να κάνει κι αυτό την εμφάνισή του στα σκαλιά του συναυλιακού χώρου. Οι δε Manilla Road μας το τόνισαν εξαρχής: η βραδιά ήταν αφιερωμένη στα 40 τους χρόνια, οπότε θα ακούγαμε μόνο παλιά κι αγαπημένα –τίποτα από το 2000 και μετά, καμία νύξη στον επερχόμενο δίσκο. Άλλο που δεν θέλαμε.

Παρά ταύτα, ούτε ο πιο αισιόδοξος fan δεν μπορούσε να υπολογίσει στο τι θα έστηναν οι Αμερικανοί το βράδυ της Πρωτομαγιάς. Με το καλημέρα, πάντως, εκείνοι μας παρέσυραν στους ρυθμούς τους, να τραγουδάμε μαζί με τον επιβλητικό Bryan "Hellroadie" Patrick το "Dreams Of Eschaton", με τις μπροστινές σειρές του «Κυττάρου» να οδηγούνται κατόπιν στην πρώτη φρενίτιδα (από τις πολλές του live), όταν ήχησε το "Astronomica" –πολυαγαπημένη στιγμή από το άλμπουμ Open The Gates του 1984. Ήταν απλά η αρχή ενός φοβερού πάρτι, αλλά και η τρανότερη απόδειξη του πόσο απολαυστικοί παραμένουν επί σκηνής οι Manilla Road. Οι οποίοι ξαναβάπτισαν τους παλιούς στα πιο πολύτιμα νάματα της μακρυμάλλικης εφηβείας τους και έδειξαν στους νεότερους (γιατί υπήρχαν και κάμποσοι πιτσιρικάδες στο «Κύτταρο») πώς γίνονταν μερικά πράγματα, πριν επικρατήσει ως metal η πιο «κεντρώα» αισθητική συγκροτημάτων σαν τους Mastodon.


Η setlist ήταν εμπρηστική, η κιθάρα του Shelton πετούσε φωτιές, αλλά κινητήρας της όλης βραδιάς αναδείχθηκε εν τέλει ο Hellroadie, καθώς επιτελούσε και ρόλο τελετάρχη, εκτός από αυτόν του frontman. Ξέροντας καλά, δηλαδή, πότε να τραγουδά, πότε να αποσύρεται στο πλάι της σκηνής δίνοντας χώρο στους υπόλοιπους, πότε να παραχωρεί το μικρόφωνο στον Shelton για μερικά πραγματικά ηρωικά φωνητικά και πότε να του δίνει τις απαραίτητες ανάσες, στήνοντας γέφυρες επικοινωνίας με τον κόσμο. Δίπλα του, ένας έκπληκτος Phil Ross (μπάσο) ανακάλυπτε τι σημαίνει metal συναυλία στην Ελλάδα («προσπάθησα να τον προειδοποιήσω», είπε ο Hellroadie), ενώ πίσω του ο καταπληκτικός Γερμανός ντράμερ Andreas "Neudi" Neuderth έμοιαζε με φιγούρα βγαλμένη από κάποια λοξή γωνία των ιστοριών του Λάβκραφτ.

Και τι δεν μας έπαιξαν οι Manilla Road, την Πρωτομαγιά. "Mystification" ακούσαμε, "Open The Gates" ακούσαμε, "Masque Of Red Death", "Flaming Metal Systems", αλλά και το "The Empire" σε ένα συλλεκτικό στιγμιότυπο, με τον Shelton να παίζει απίστευτα πράγματα στην κιθάρα του. Όταν, δε, έφτασε το φινάλε της κανονικής διάρκειας, έγινε της τρελής μπροστά στη σκηνή υπό τους ήχους των "Necropolis" και "Crystal Logic": ξύλο, ομαδικά headbanging, έξαλλα σπρωξίματα, κλωτσοπατινάδα, crowd surfing, αλλά και γροθιές υψωμένες στον αέρα με ενθουσιασμό και τραγούδι μέχρι τελικού ξελαρυγγιάσματος. Φυσικά και απαιτήσαμε encore, φυσικά και μας το έδωσαν, μέχρι το οριστικό αντίο, μέσα σε έξαλλους πανηγυρισμούς και χειροκροτήματα.

Ρε γαμώτο, όμως, το "The Veils Of Negative Existence" το άφησε εκτός setlist ο άτιμος ο Hellroadie... Ήταν, όμως, το μόνο μου παράπονο από μια βραδιά που θα τη θυμάμαι για καιρό. Πιστεύω κι όποιος άλλος βρέθηκε στον Κύτταρο, αυτήν την Πρωτομαγιά του 2017.



28 Δεκεμβρίου 2023

Stephan Micus - White Night [δισκοκριτική, 2019]


Μια κριτική μου από το 2019 στο άλμπουμ «White Night» του Stephan Micus, ένα από τα ωραιότερα της μακράς και τόσο ιδιαίτερης καριέρας του: μια μουσική τελετουργία με μυστικιστικό χαρακτήρα και υποβλητική πνευματικότητα, ταγμένη στην αληθινή παγκοσμιότητα.

Όπως κι άλλα μου κείμενα της ίδιας περιόδου, η κριτική αυτή πρωτοδημοσιεύτηκε στο Avopolis, του οποίου ήμουν τότε αρχισυντάκτης. Αναδημοσιεύεται τώρα εδώ με μικρές, αισθητικής φύσης τροποποιήσεις.

* η κεντρική φωτογραφία προέρχεται από υλικό που δόθηκε στον Τύπο ως promo από την ECM και ανήκει στον René Dalpra


Αν οι περίφημες «λίστες της χρονιάς», στις οποίες επιδίδεται με πάθος ο μουσικός Τύπος, διέθεταν πραγματικό εκτόπισμα και δεν αυτοπεριορίζονταν στο λιβάνισμα συγκεκριμένων αισθητικών προτιμήσεων υπό το πρόσχημα ενός βολικά κατασκευασμένου «πλουραλισμού», τότε οι πύλες τους θα έπρεπε να ανοίγουν διάπλατα (σχεδόν) κάθε που επιστρέφει στη δισκογραφία ο Stephan Micus. 

Δεν συμβαίνει. Παρά ταύτα, ο Γερμανός μουσικός, συνθέτης, τραγουδιστής και οργανοποιός συνεχίζει τα θαυμαστά του ταξίδια. Κι αν το White Night φέρνει κάτι εμφατικά στο προσκήνιο, είναι ότι η γραφή του δεν μοιάζει με τίποτα άλλο (και δεν έμοιαζε ποτέ). 

O τίτλος επεξηγεί κάτι από τη δημιουργική αφετηρία, ενώ την ίδια στιγμή προτρέπει και σε μια συγκεκριμένη προσέγγιση. Ο Micus, δηλαδή, ξεκινά από το φεγγαρόφως, έτσι όπως πέφτει ολόλαμπρο στη σιγαλιά της νύχτας, στις βαθιές εκείνες ώρες όπου «παύει το τριζόνι και αντηχεί μόνο ο κούκος». Ανάλογα, λοιπόν, οφείλει να κινηθεί και η ακρόαση: σαν άλλο νυχτολούλουδο, ο δίσκος ανθίζει στην ησυχία του σκοταδιού και σκορπά καθώς μπαίνει το φως της μέρας και πληθαίνουν οι θόρυβοι της ανθρώπινης παρουσίας. Πρόκειται για μια τελετουργία, στην οποία καλείσαι να κοινωνήσεις την αληθινή παγκοσμιότητα –προσοχή, όχι την παγκοσμιοποίηση– μπαίνοντας από την "Eastern Gate" της έναρξης και βγαίνοντας από τη "Western Gate" του φινάλε.

Ενδιάμεσα, ο Micus σε προσκαλεί να βαδίσεις σε ένα ανεπανάληπτα διαπολιτισμικό συνεχές, όπου παμπάλαιες μνήμες συνασπίζονται για να δημιουργήσουν κάτι νέο, πάντα μέσω ενός απόλυτα προσωπικού φίλτρου. Έτσι, καλίμπες από την υποσαχάρια Αφρική γίνονται σώμα ένα με το αρμένικο duduk, το αιγυπτιακό νέϋ και τα θιβετιανά κύμβαλα, συναντώντας στην πορεία και όργανα που είτε έχει κατασκευάσει ο ίδιος ο Micus, είτε έχει παραγγείλει με τροποποιήσεις –όπως αυτήν π.χ. την καλίμπα με τις μπρούτζινες γλώσσες, η οποία βγάζει έναν ήχο κατά τι πιο «μαλακό». Πού και πού, στη ροή των οργάνων παρεμβαίνει και η φωνή του Micus, ο οποίος τραγουδά σε μια ακατάληπτη, δικής του επινόησης γλώσσα, όντας γήινος και την ίδια στιγμή εντελώς εξώκοσμος ("The Bridge", "The Forest", "Fireflies").

Ωστόσο, ας μην υπάρξουν παρεξηγήσεις. Ο Stephan Micus δεν παίζει world, ούτε και σερβίρει ψήγματά της «μαγειρεμένα» με τρόπο αρεστό σε όσα Δυτικά αφτιά αναζητούν το ελεγχόμενα εξωτικό. Το White Night απηχεί μεν παραδόσεις από διάφορα μέρη της υφηλίου, όμως τις βάζει να συνδιαλεχθούν και να αναζητήσουν αναπάντεχους, πρωτόγνωρους συνδυασμούς, αρθρώνοντας έναν ήχο σημερινό και άκρως υπερ-τοπικό, κινούμενο από το συγκεκριμένο προς το αφηρημένο: ο παγκόσμιος χάρτης του Γερμανού καλλιτέχνη παραδίδεται χωρίς σύνορα, ωθώντας τα Ιμαλάια να έρθουν πλάι στη Γκάνα και τον Καύκασο δίπλα στη Ναμίμπια. Ναι, υπάρχει μια συγγένεια με τις ύστερες αναζητήσεις των Dead Can Dance και με τη δική τους ματιά στην παγκοσμιότητα, όμως είναι απλώς το μόνο παράλληλο που μπορείς να χαράξεις, καθώς υπάρχουν και σημαντικές διαφορές, πέρα από τις ομοιότητες. 

Σκεπτόμενος ότι το "Western Gate" μοιάζει πολύ σε αργό, ηπειρώτικο σκοπό –κι ας μην έχει κάτι το έκδηλα ελληνικό– θυμήθηκα την τηλεφωνική συνομιλία που είχα με τον Micus το 2013, όταν είχε βγάλει το άλμπουμ Panagia. Είχε βασιστεί, τότε, σε βυζαντινούς ύμνους, απλά και μόνο για να καταδείξει πόσο όμοιοι μπορούσαν να ακουστούν με τις γιαπωνέζικες προσευχές στις θηλυκές θεότητες της παραδοσιακής θρησκείας, ενώνοντας, έτσι, τη μεσοβυζαντινή ψαλμωδία με το απωανατολίτικο γιν & γιάνγκ (ολόκληρη η κουβέντα μας είναι εδώ). Και ανέτρεξα και σε προηγούμενες δουλειές, για να επιβεβαιώσω ότι με κάθε του δίσκο σκάβει βαθιά στο υπέδαφος μιας κοινής ανθρώπινης ανάγκης/εμπειρίας πίσω από τη μουσική δημιουργία. Ώστε να εκπέμψει ένα παγκόσμιο μήνυμα, δίχως ποτέ οι δουλειές του να χάνονται στην επανάληψη και στη μονομέρεια, παρά το ενιαίο της αισθητικής τους. 

Το White Night γίνεται, λοιπόν, ένα επιπλέον λιθαράκι σε αυτήν τη διαδρομή: ένας ακόμα εκπληκτικός δίσκος, με πνευματικότητα που πραγματικά σε υποβάλλει.