18 Νοεμβρίου 2023

Στέλλα Γκρέκα: «Μια Φωνή Μύθος» - ανταπόκριση (2013)


Σχεδόν 10 χρόνια πριν, τον Δεκέμβριο του 2013, παρά τις δυσκολίες των χρόνων εκείνων, είχα κυκλώσει στο ημερολόγιό μου μια συναυλία που δεν ήθελα με τίποτα να χάσω: το αφιέρωμα «Μια Φωνή Μύθος» στο Badminton, που επρόκειτο να τιμήσει τη Στέλλα Γκρέκα. 

Η οποία, (σχεδόν) στα 92 της, θα ανέβαινε και στη σκηνή, χαρίζοντάς μας μια σπάνια διασύνδεση με μια εποχή προ πολλού περασμένη για μας τους νεότερους, όσους θαυμάζουμε (αναγκαστικά από μακριά) φωνές σαν και τη δική της.

Μια ανταπόκριση από τα όσα έλαβαν χώρα εκεί δημοσιεύτηκε τότε στο Avopolis και αναδημοσιεύεται τώρα κι εδώ, με κάποιες μικρές, αισθητικής φύσης τροποποιήσεις. 

* οι χρησιμοποιούμενες φωτογραφίες προέρχονται από τη βραδιά και ανήκουν στην Τζωρτζίνα Πατεράκη


Είχα φτιάξει την ανταπόκριση αυτή στο μυαλό μου με μια σειρά αρχή/μέση/τέλος, αποδείχθηκε όμως ότι υπολόγιζα χωρίς τον ξενοδόχο. Γιατί η Στέλλα Γκρέκα, τρεις μήνες πριν τα 92 της παρακαλώ, αποδείχθηκε στο φινάλε της συναυλίας κάτι πολύ περισσότερο από ένα τιμώμενο πρόσωπο ή από μια φευγαλέα φιγούρα με νοσταλγικές προεκτάσεις. Εκεί στη σκηνή του Badminton, η παρουσία της στο μικρόφωνο κατά το τελευταίο μισό του δεύτερου μέρους διέθετε τόση δύναμη και τόσο χάρισμα, ώστε επισκίασε όλο το υπόλοιπο αφιέρωμα. 

Ευγενική, κομψή στο κοκκινωπό, πτυχωτό της φόρεμα, μετρημένα συγκινημένη και εμφανώς χαρούμενη από το θερμό χειροκρότημα, η Στέλλα Γκρέκα δεν θύμιζε σε τίποτα μια γυναίκα της ηλικίας της. Την έκανες για 30 χρόνια νεότερη έτσι με την πρώτη ματιά, όταν δε άνοιξε το στόμα της τραγουδώντας «χθες το βράδυ, ονειρεύτηκα πως ήσουνα κοντά μου», κανείς δεν περίμενε να ακούσει μια φωνή με τα σημάδια μεν του χρόνου μα άθικτη κατά τα άλλα στα χρώματά της, σε ένα κάποιο εύρος, στην υπέροχη εκφραστικότητά της. Και δεν οφειλόταν στο ότι τα έδωσε όλα για μια καλή πρώτη αίσθηση: η Στέλλα Γκρέκα παρέμεινε το ίδιο καλή στο "Που Να 'Σαι Τώρα", στης "Φαντασίας Το Καράβι", στο "Πάμε Στο Άγνωστο" και στο "Κι Όμως, Κι Όμως". 

Καθώς μας πήραν τα αισθήματα στο γεμάτο Badminton –να σημειωθεί εμφατικά η προσέλευση– το υπόλοιπο αφιέρωμα ξεθώριασε. Όχι όλες του οι πλευρές, βέβαια. Ακλόνητη έμεινε λ.χ. η εντύπωση για τη σφριγηλή παρουσία της Ορχήστρας Ποικίλης Μουσικής της Ένωσης Επτανησίων Ελλάδας. Την οποία διηύθυνε με παλμό και ενθουσιασμό ο Παναγής Μπαρμπάτης, που στη διάρκεια της βραδιάς θα αποκαλυπτόταν και ως σολίστ ολκής στο πιάνο.


Ακλόνητος έμεινε στη μνήμη και ο πληθωρικός Άγγελος Παπαδημητρίου: ήταν η φωνή του που μας υποδέχθηκε στην έναρξη της παράστασης, σε ένα κωμικό σκετς για τον «αγροίκο τον Μιχάλη Κουμπιό» που τον έμπλεκε με μύθους και κουραφέξαλα, παίρνοντας στη συνέχεια τη μορφή μιας ραδιοφωνικής εκπομπής, η οποία μετέδιδε ένα αφιέρωμα στη Γκρέκα, πριν αποκτήσει τελικά σάρκα και οστά μπροστά μας, πάνω στη σκηνή. Εκεί κόμισε κάτι που κανείς από τους υπόλοιπους συμμετέχοντες δεν είχε: μια θεατρική/μελοδραματική προσέγγιση, η οποία έφερνε κατά νου το αυθεντικό κλίμα των ελαφρών ηχογραφήσεων του Μεσοπολέμου και των πρώτων μεταπολεμικών χρόνων. Χωρίς ποτέ να το παρακάνει, τραγούδησε με εκείνο τον παλιό λυρικό στόμφο την "Παπαρούνα" του Αττίκ, το "Δυο Πράσινα Μάτια" –η Γκρέκα το είχε απορρίψει ως εκκεντρικό, για να το πει το 1974, κατά την επιστροφή που έκανε τότε στη δισκογραφία– καθώς και το "Γύρισε, Σε Περιμένω, Γύρισε". 

Στο κοινό άρεσαν αρκετά και οι τρεις υπόλοιποι συμμετέχοντες στο αφιέρωμα. Η Καλλιόπη Βέττα, εδώ και χρόνια φίλη με τη Γκρέκα, βρήκε βηματισμό μετά από το μουδιασμένο ξεκίνημά της στο "Χθες Το Βράδυ" και ερμήνευσε πραγματικά σωστά, άρτια, συχνά δε και απολαυστικά ό,τι έλαχε στο μερτικό της –με τις πιο ξεχωριστές στιγμές να τις εντοπίζω προσωπικά στο "Μαραμένα Τα Γιούλια", στο "Είδα Μάτια Πολλά" και στο "Τρεχαντήρι". Δεν βρήκα πάντως να της πηγαίνει εκείνο το μεγαλίστικο μελιτζανί φόρεμα που είχε διαλέξει για τη βραδιά: την έχω δει με σαφώς πιο εύστοχες επιλογές. 


Αν και άγουρος ακόμα, καλά στάθηκε και ο Μπάμπης Βελισσάριος, καθώς εμφάνισε μια φωνή που και όγκο διέθετε (τον οποίον έλεγχε σωστά) και χρώματα κατάλληλα για ελαφρό τραγούδι, μα και εκφραστικές δυνάμεις, οι οποίες αποδείχθηκαν πολύ βοηθητικές τόσο στις σόλο στιγμές του, όσο και στις ντουέτο εκτελέσεις. Δεν κατάλαβα ωστόσο γιατί στο τέλος του πρώτου μέρους έπρεπε να ακούσουμε ένα νέο τραγούδι που του έγραψε ο Κουμπιός σε ανέκδοτους στίχους του Ορέστη Λάσκου (πρώτου συζύγου της Γκρέκα) όχι ζωντανά, αλλά μέσω ενός εντελώς ανέμπνευστου βιντεοκλίπ, το οποίο προβλήθηκε στο video wall πίσω από την ορχήστρα. Παρεμπιπτόντως, το υπόλοιπο οπτικό υλικό που συνόδευσε τη συναυλία ήταν σε γενικές γραμμές καλαίσθητο και ταιριαστό με την περίσταση. 


Αντιθέτως, η μεσόφωνος Ελένη Βουδουράκη με απογοήτευσε. Ναι μεν κατέχει θαυμάσια φωνή, ναι μεν μπήκε στον κόπο να αφουγκραστεί το παλιό ελαφρό κλίμα και να αφήσει τη ζώνη ασφαλείας της τραγουδώντας κατά μη οπερετικό τρόπο, αλλά σπάνια οι ερμηνευτικές της εξάρσεις επικοινώνησαν ουσιωδώς με τα λόγια που εκστόμιζε. Είχε μια αναντίρρητα λαμπρή στιγμή στο δύσκολο "Έλα Γι' Απόψε", κατέστρεψε όμως το "Που Να 'Σαι Τώρα" και το "Πέρσι Τέτοιον Καιρό". Ιδιαίτερη νότα στο αφιέρωμα πρόσδωσε τέλος και η παρουσία των χορευτών της ομάδας Pasion del Tango, τη δεξιοτεχνία των οποίων φάνηκε να απολαμβάνει η πλειονότητα των πιο ηλικιωμένων ακροατών.  

Ξανακυκλώνοντας όμως το θέμα από εκεί όπου το ξεκίνησα, εκείνη που έκανε την κυρία παραδίπλα μου να δακρύσει και το ηλικιωμένο ζευγάρι στην πορεία προς την έξοδο να κόψει ταχύτητα όταν κατάλαβε πως θα παιζόταν ξανά το "Πάμε Στο Άγνωστο" (ως άτυπο encore) και να γυρίσει ξανά προς τη σκηνή, τραγουδώντας πιασμένο χέρι με χέρι «να βγούμε λίγο απ' της ζωής την καταιγίδα/και να γνωρίσουμε καινούργιους ουρανούς», ήταν η Στέλλα Γκρέκα. Η καταπληκτική Στέλλα Γκρέκα. 



17 Νοεμβρίου 2023

Αλκίνοος Ιωαννίδης - συνέντευξη (2014)


Την περιπέτεια της Κόκκινης Καρφίτσας, δεν τη συζητάω πρόθυμα. Δεν την έχω στο βιογραφικό μου, δεν τη βρίσκει κανείς στα info των social media. Και πιστεύω ότι δεν θα είχα μπλέξει, εάν δεν ήταν στη μέση ο Βαγγέλης ο Βέκιος ως διευθυντής –ο οποίος με πήρε τηλέφωνο λέγοντάς μου γελώντας «ξέρω, όλο σου προτείνω πράγματα δίχως λεφτά»– και ο Σωκράτης ο Παπαχατζής που θα έτρεχε την αρχισυνταξία, τον οποίον είχα ήδη αρχισυντάκτη στον Ήχο, οπότε ήξερα ότι θα συνεννοούμασταν χωρίς πολλές και περιττές κουβέντες.

Με τον Βαγγέλη είχαμε μια σύμπλευση με πολλά σκαμπανεβάσματα όσο ζούσε, όμως τον είχα συγχωρέσει, πια, για τις όποιες παγαποντιές και διατηρούσαμε μια καλή σχέση –δεν ξεχνούσα, άλλωστε, ότι του όφειλα την καριέρα μου στο ραδιόφωνο. Επειδή, όμως, πράγματι μου πρότεινε συνέχεια πράγματα δίχως λεφτά κι επειδή εγώ δεν δούλευα έτσι, κάναμε μια συμφωνία: ναι, θα έρθω στην Κόκκινη Καρφίτσα να σου γράφω ελληνικά, με διορία 4 τεύχη (νομίζω, μπορεί να είπαμε και 5;) για να βρεθούν χρήματα.

Κόκκινη Καρφίτσα, λοιπόν, ένα ειδικό μουσικό ένθετο που αποφασίστηκε να κυκλοφορεί μία φορά τον μήνα με την κυριακάτικη έκδοση της «Αυγής», προτείνοντας μάλιστα κι ένα CD, το οποίο έβγαινε ως αποκλειστικό του όλου πακέτου. Δεν έκανα πολλά που θυμάμαι εκεί, ούτε με ευχαριστούσε η σύνδεση του ονόματός μου με την «Αυγή»: τη σεβόμουν την ιστορία της, μα δεν μου άρεσε η γλώσσα της εκείνα τα χρόνια και θεωρούσα ότι, όντας ήδη στον 105,5 Στο Κόκκινο –ένα κομματικό ραδιόφωνο– έδινα λαβές για λάθος συμπεράσματα γύρω από την πολιτική μου ιδεολογία, συμπορευόμενος ΚΑΙ με την εφημερίδα του ΣΥ.ΡΙΖ.Α. Αλλά για μένα οι άνθρωποι έπαιζαν και παίζουν σημαντικότερο ρόλο από το τι θα πει ο κόσμος για την πάρτη μου.

Τέλος πάντων, χάρη στην Καρφίτσα γνώρισα τη Λένα Πλάτωνος, βγήκε σε CD και μια αξιόλογη δουλειά της Κατερίνας Κυρμιζή με τον Νίκο Γρηγοριάδη και κλείσαμε μια παλιά «σύρραξη» με τον ακριβοθώρητο σε επίπεδο συνεντεύξεων Αλκίνοο Ιωαννίδη, οργανώνοντας μια κουβέντα με αφορμή την έκδοση του άλμπουμ «Μικρή Βαλίτσα» και τις επικείμενες εμφανίσεις του στο Γυάλινο Μουσικό Θέατρο. Φιλοξενήθηκε λοιπόν στην Κόκκινη Καρφίτσα, στο ένθετο του Οκτωβρίου 2014 και τώρα αναδημοσιεύεται κι εδώ, με ορισμένες μικρές, αισθητικής φύσης τροποποιήσεις –για πρώτη φορά στο ίντερνετ.

Λεφτά, βέβαια, δεν φάνηκαν ποτέ κι εγώ παραιτήθηκα, όπως είχα πει: με αντικατέστησε η Πέννυ Γέρου, αν θυμάμαι καλά, με την οποία, αργότερα, θα είχαμε αγαστή συνεργασία όταν ήρθε στο Avopolis ως συντάκτρια. Με τον Βαγγέλη περπατήσαμε αρκετά μια μέρα στα πέριξ Ομόνοιας και Ψυρρή, ήταν κι αυτός μπαϊλντισμένος. Μου είπε ότι σκόπευε να πάει την Καρφίτσα πακέτο σε μια άλλη εφημερίδα, ικανή να τη χρηματοδοτήσει, του είπα ότι εκεί στην Αριστερά φυτρώνει διαρκώς το «βάλτε πλάτη» και ότι εγώ παραμένω ιδεολογικά αντίθετος του εθελοντισμού, όσο ζούμε σε συνθήκες οργανωμένου καπιταλισμού, έστω και α λα ελληνικά. Ήταν, δυστυχώς, η τελευταία φορά που τον είδα. 

* οι χρησιμοποιούμενες φωτογραφίες προέρχονται από εμφανίσεις του Αλκίνοου Ιωαννίδη στο «Κύτταρο» 2 χρόνια αργότερα και ανήκουν στον Χάρη Σφακιανάκη


Πέντε χρόνια μας χωρίζουν πια από τη Νεροποντή (2009), έναν δίσκο που συζητήθηκε αρκετά για την επιλογή του να στηριχτεί στο λόγιο τραγούδι. Πόσο κοντά της και πόσο μακριά της βρίσκεται –για σένα, ως δημιουργό– η Μικρή Βαλίτσα; 

Η Νεροποντή ήταν ίσως ο πιο προσωπικός δίσκος που είχα κάνει μέχρι τότε, η Μικρή Βαλίτσα είναι ο πιο αληθινός. Κρύβει μιάν άλλη δύναμη. Είναι πιο συμπυκνωμένος και συμπαγής. Φέρνει το μέσα μου έξω και το έξω μέσα μου, περισσότερο από κάθε προηγούμενη δουλειά μου. 

Ήταν έντονα τα χρόνια που πέρασαν, τόσο κοινωνικά, όσο και προσωπικά. Στο ενδεχόμενο –για διάφορους λόγους– να μετακομίσουμε οικογενειακώς στο εξωτερικό, αναγκάστηκα να δω τι θα κρατούσα από τον τόπο, τη ζωή και τον εαυτό που θα άφηνα. Η εποχή μάς υποχρέωσε να δούμε με διαφορετικό μάτι τη ζωή μας και τους άλλους. Προσπάθησα να τα συσκευάσω όλα αυτά σε μια μικρή αποσκευή. 

Η Μικρή Βαλίτσα είναι λοιπόν ένας γυμνός δίσκος, χωρίς ευκολίες και στολίδια. Είναι όπως βλέπω εμένα και τους συνανθρώπους μου. Οι εντάσεις του εκφράζονται χωρίς ηλεκτρικά όργανα και κρουστά. Στηρίζεται στο κουαρτέτο εγχόρδων, που άλλοτε γλυκαίνει κι άλλοτε σπάει χορδές, και στο τρίχορδο, αφού κάτι που θα έπαιρνα οπωσδήποτε μαζί μου φεύγοντας, θα ήταν τα λαϊκά μας τραγούδια. Η Μικρή Βαλίτσα δεν είναι χρονογράφημα. Είναι ένα παιδί της εποχής μας. Αυτής της άγριας, αβέβαιης και τόσο ζωντανής εποχής.

Και τι σε κάνει να μη θες να την αφήσεις αυτήν τη Μικρή Βαλίτσα, ακόμα και όταν σου κόβει τα χέρια –όπως γλαφυρά περιγράφεις στο ομώνυμο τραγούδι; 

Δεν είναι που δεν θέλω, είναι που δεν μπορώ… Δεν μπορεί κανείς να φύγει χωρίς να πάρει μαζί το βάρος του παρελθόντος, ούτε και μπορεί να μείνει χωρίς να σηκώσει το βάρος του παρόντος. Είτε μείνει κανείς, λοιπόν, είτε φύγει, πρέπει να πάρει την απόφαση και να σηκώσει το βάρος. Για να έχει νόημα η μέρα που πέρασε, η μέρα που ζούμε και η μέρα που θα 'ρθει.

Έγραψες το "Πάντα Θα Ξημερώνει" μετά τη δολοφονία του Παύλου Φύσσα, ωστόσο δύσκολα θα φανταζόταν κανείς κάτι τέτοιο ακούγοντάς το, αν δεν το σημείωνες ο ίδιος στα credits. Σε έχει ενοχλήσει μήπως η ευκολία με την οποία κάποιοι κάνουν θόρυβο γύρω από το όνομά του;

Σκέφτηκα αν πρέπει να αφιερώσω το τραγούδι στη μνήμη του, αφού για εκείνον το έγραψα κι αυτόν σκέφτομαι όταν το λέω. Αποφάσισα τελικά πως μια «επίσημη» αφιέρωση δεν θα του πρόσφερε τίποτα. Είναι καλό να τιμά και τον άλλον η αφιέρωση, όχι μόνο εσένα που αφιερώνεις. 

Δεν το χρειάζεται η μνήμη του, ώστε να κρατήσει και να μας κρατήσει στα δύσκολα χρόνια που έρχονται. Ο ίδιος ήταν απλό παιδί, καμιά επισημότητα δεν του ταιριάζει. Ούτε και τους δικούς του νομίζω πως θα παρηγορούσε καθόλου. Έχασα κι εγώ έναν αδερφό πριν από κάποια χρόνια, βλέπω τη μάνα μου, ξέρω πώς είναι. Πάντως δεν με ενόχλησε η χρήση του ονόματός του, τουλάχιστον από τους μουσικούς, αν και δεν παρακολουθώ πολύ το τι γίνεται. Στο κάτω-κάτω, χάσαμε συνάδελφο από μαχαίρι φασίστα, να μην τον τραγουδήσουμε; Να μην τραγουδήσουμε μαζί και για όσους άλλους χάθηκαν με τον ίδιο τρόπο; 

Πιστεύω πως, αν ήμουνα στη θέση του, θα χαιρόμουν να γράφονταν τραγούδια, ειδικά αν γράφονταν από καρδιάς. Με αφιερώσεις ή χωρίς, επομένως, θα τον τραγουδάμε για χρόνια. Η δολοφονία του, όπως και να 'χει, αποτελεί ορόσημο. Μένει στον καθένα μας να την αντιμετωπίσει όπως μπορεί και αντέχει. Τέτοια γεγονότα σού υψώνουν έναν καθρέφτη και σε υποχρεώνουν να κοιταχτείς. Ο καθένας –και η κοινωνία όλη– καθρεφτίζεται όπως του αξίζει. Ο καθρέφτης γερός, το είδωλο σπασμένο...

Στην "Πολιτική Τοποθέτηση" σκιαγραφείς απολαυστικά μια γνώριμη φιγούρα: του Νεοέλληνα της εποχής μας, που «ρεύεται σούσι κι ονειρεύεται επανάσταση» και «απαγγέλει το κενό του στο διαδίκτυο». Πόσο κυρίαρχη τη θεωρείς ωστόσο αυτή τη μορφή; Και τι μας περιμένει από τις λαβές που λαμβάνει για να ενδυναμωθεί πολιτικά; 

Δεν αναφέρομαι στον Νεοέλληνα γενικώς, αλλά σε ένα είδος Αριστερού, και, αναπόφευκτα, σε μένα: βρισκόμουν στη Νέα Υόρκη, όπου πήγαινα συχνά για συναυλίες και μαζί για να δω κάποιους ανθρώπους που πεθυμώ. Καθόμουν σ' ένα παγκάκι στην πλατεία των εκεί «Αγανακτισμένων» κι έτρωγα σούσι στο πλαστικό, από το ψιλικατζίδικο της γειτονιάς –εκεί δεν είναι είδος πολυτελείας. 

Κοίταζα γύρω και σκεφτόμουν πώς θα μπορούσε να είναι η μέρα μετά από μια επανάσταση σε μια τέτοια πόλη. Πώς (και αν) εμείς, οι σωτήρες της Ανθρωπότητας, με τις μεγάλες ιδέες, την αυτοθυσία και τα αισθήματα να ξεχειλίζουν, θα μπορούσαμε να διαχειριστούμε τον τεράστιο αυτόν οργανισμό. Την καθημερινότητα, τα σκουπίδια, τα λουλούδια, τους βόθρους, την υγεία, την ελευθερία, τις συνήθειες, τις προμήθειες, το έγκλημά της. 

Αν μας δινόταν η δυνατότητα, θα είμασταν έτοιμοι και ικανοί; Ποιες αξίες θα έπρεπε να έχουμε διαφυλάξει βαθιά μέσα μας, κρατώντας τις καθαρές μες στα χρόνια της ευμάρειας και της φούσκας; Τι προετοιμασία θα έπρεπε να είχαμε κάνει, μόνος του ο καθένας και όλοι μαζί; Πόσα τέρατα θα έπρεπε να έχουμε νικήσει μέσα και έξω μας; Πώς δεν θα καταντούσαμε κι εμείς εξουσία; Τέτοια σκεφτόμουνα... Και κατέληξα να μετράω ποιοι είμαστε, πόσοι είμαστε και πώς είμαστε. Μου 'κατσε βαρύ το κολατσιό.

Σε συνέντευξη του 2012 μίλησες εκτενώς για το έντεχνο τραγούδι, ευχόμενος να «βρει σημαντικότερα πράγματα να πει, απ' όσα είπε τις τελευταίες δύο δεκαετίες». Πολλοί συνάδελφοί σου έλεγαν σε δικές τους συνεντεύξεις, όταν ξεκίνησε η παρούσα Κρίση, πως θα δώσει την ευκαιρία για το απαιτούμενο ξεσκαρτάρισμα, στρέφοντας ξανά τον κόσμο στα ουσιαστικά. Βρίσκεις ότι συνέβη όντως κάτι τέτοιο; 

Παρά τα όσα ευχηθήκαμε στους εαυτούς μας, λίγα πράγματα άλλαξαν μέχρι στιγμής: το πλαστικό, επαρχιώτικο lifestyle μας μοιάζει πιο μίζερο, πιο φτωχό, πιο άδειο, πιο ανεξήγητο και πιο γελοίο ίσως· εξακολουθεί όμως να παίζει καθοριστικό ρόλο, αφού ακόμα ορίζει την αισθητική, άρα και την ηθική μας. 

Από την άλλη, το έντεχνο αδειάζει ύποπτα, αδυνατώντας να εκφράσει βαθιά τις ψυχές μας. Όλα όμως ξεκινούν και τελειώνουν στον ακροατή, ο οποίος έχει τεράστια ευθύνη, αφού είναι πάντα ο μεγάλος πρωταγωνιστής: τα τραγούδια γράφονται γιατί υπάρχει εκείνος που θα τα ακούσει. Φεύγουν από τον δημιουργό τους γιατί κάποιος άλλος τα θέλει. Και διαδίδονται γιατί μερικοί αδυνατούν να εκφραστούν, να χαρούν, να επικοινωνήσουν, να ζήσουν χωρίς αυτά. 

Ας γίνουμε λοιπόν ουσιαστικοί ακροατές, δηλαδή ουσιαστικοί άνθρωποι, και τότε θα προκύψουν και τα ουσιαστικά τραγούδια. Τα λέω και στην αγουροξυπνημένη φάτσα μου κάθε πρωί: βρες σήμερα, άχρηστε, βρες 3 λεπτά να νιώσεις τα τρίσβαθά σου. Και πολύ συχνά το βράδυ πέφτω για ύπνο έχοντας κάνει χίλια-δυο, εκτός από αυτό. Εξακολουθούμε, παρά τα όσα συμβαίνουν μέσα και δίπλα μας, δημιουργοί και ακροατές, να αποφεύγουμε την ουσία συστηματικά· σαν να πρόκειται για καμιά αρρώστια ή αγγαρεία.

Πώς θα στηρίξεις τη Μικρή Βαλίτσα στη χειμερινή σεζόν που έρχεται; Θα βρίσκεσαι κάπου σε μόνιμη βάση ή να περιμένουμε μεμονωμένες συναυλιακές εμφανίσεις; 

Αυτή θα με στηρίξει! Θα με πάει ταξίδια, θα μπω στην καθημερινότητα ανθρώπων που δεν γνωρίζω, θα ενοχλήσω κάποιους, θα ενωθώ με άλλους, άλλοι θα αδιαφορήσουν, θα περάσω στιγμές πολύτιμες με το κοινό στις συναυλίες. Όλα αυτά εξαιτίας της. Θα παίξουμε αρχικά στο Γυάλινο Μουσικό Θέατρο, κάθε Παρασκευή και Σάββατο –από 31 Οκτωβρίου και για τέσσερα διήμερα. Μετά, θα πάμε στη Θεσσαλονίκη και σε διάφορες ακόμα πόλεις. Και την άνοιξη στην Ευρώπη, για έναν μήνα. Μετά, ποιος ξέρει; Η Μικρή Βαλίτσα θα με πάρει μαζί της, όπου εκείνη ταξιδέψει. Θα είμαι η αποσκευή της.



12 Νοεμβρίου 2023

Fujiya & Miyagi - συνέντευξη (2009)


Ο Δεκέμβριος φέρνει κάμποσα διεθνή ονόματα στην Αθήνα, μεταξύ τους και τους Βρετανούς Fujiya & Miyagi –δηλαδή το δίδυμο των David Best & Steve Lewis, συν τους μουσικούς που τους πλαισιώνουν κατά την τελευταία δεκαετία.

Να πω την αλήθεια μου, δεν την ακούω τη χίπστερ-friendly ηλεκτρονική μουσική την οποία παράγουν. Αλλά δεν την απαξιώνω, ίσα-ίσα που κάποια χρόνια πριν είχα φάει κόλλημα με το κομμάτι τους "Knickerbocker", από το 3ο τους άλμπουμ Lightbulbs (2008).

Εκείνα τα χρόνια, μάλιστα, λίγο πριν το χτύπημα της οικονομικής κρίσης, τον Φεβρουάριο του 2009, δόθηκε και η ευκαιρία μιας κουβέντας με τον David Best. Η συνέντευξη που προέκυψε δημοσιεύτηκε, τότε, στο Avopolis και αναδημοσιεύεται τώρα κι εδώ, με μικρές, αισθητικής φύσης τροποποιήσεις. Φυσικά και μιλήσαμε (και) για τη Λένα Ζαβαρόνι, αυτό έλειπε.

* οι χρησιμοποιούμενες φωτογραφίες προέρχονται από το promo υλικό που διατέθηκε τότε στον Τύπο 


Ποια ήταν η Lena Zavaroni και γιατί είναι φάντασμα, πλέον, στο "Knickerbocker";

Η Lena Zavaroni ήταν ένα κοριτσάκι-σταρ κάπου στο τέλος των 1970s/αρχές 1980s, η οποία αναδείχθηκε ως νικήτρια ενός τηλεοπτικού διαγωνισμού ταλέντων. Κάτι σαν το X Factor ή το Pop Idol, αλλά με χαμηλότερο κόστος παραγωγής. Κι εγώ και η αδερφή μου ήμασταν μεγάλοι fans της, όταν ήμασταν παιδιά. Το φάντασμα στο "Knickerbocker" αναφέρεται βασικά στην ανάμνησή μου από τη Lena Zavaroni και γενικότερα στις αναμνήσεις της παιδικής μου ηλικίας.

Αληθεύουν αυτά που γράφονται για εσάς σχετικά με το όνομά σας και μια κοινή λατρεία για τον παλαιστή Kendo Nagasaki;

Από όσο ξέρω, κανείς από μας δεν μετέχει σε καμία τέτοια λατρεία! Το όνομά μας προέρχεται όντως από κάτι το ιαπωνικό, όχι όμως σχετικά με τον Nagasaki. Είναι από κάτι άλλο, μα δεν το αποκαλύπτουμε! (γέλια)

Νιώθετε ότι με το Lightbulbs σας χαμογέλασε επιτέλους η θεά τύχη; Βρίσκεται ήδη σε κάμποσες λίστες με τα καλύτερα άλμπουμ, αλλά και γενικότερα βλέπω ότι κερδίζει πολύ περισσότερη δημοσιότητα, συγκριτικά με τις προηγούμενες δουλειές σας...

Ξέρεις, εμείς γενικά δεν διαβάζουμε κριτικές κι έτσι δεν ξέρουμε τι υποδοχής έχει τύχει το Lightbulbs. Για εμάς τα πάντα άλλαξαν πραγματικά όταν βγήκε το Transparent Things (2006): αυτός ο δίσκος θεωρούμε ότι έφερε τα πάνω-κάτω στην όποια δημοτικότητά μας. Αλλά όσα λες σαφώς μας ευχαριστούν, μας αρέσει αν ο κόσμος πιστεύει ότι το Lightbulbs είναι ένας τόσο καλός δίσκος.

Και συνοδεύεται και από φοβερές φωτογραφίσεις, με εσάς κυνηγημένους και περικυκλωμένους από στρατιές λαμπτήρων! Τι είναι αυτό που έχετε πάθει με τους λαμπτήρες; Δική σας ήταν η ιδέα για αυτές τις φωτογραφίες;

Σε ευχαριστούμε! Κι εμένα μου άρεσαν οι φωτογραφίες αυτές! Βασικά η ιδέα να μας επιτίθονται στρατιές λαμπτήρων άνηκε στον φωτογράφο μας. Συνήθως σε βάζουν να στέκεσαι σε έναν τοίχο ή να κοιτάς ολόισα και ευθεία, πιο τυπικά πράγματα. 

Το όνομα Lightbulbs για το άλμπουμ, τώρα, ήταν δική μας ιδέα, γιατί βρίσκουμε πως οι λαμπτήρες είναι οπτικά θεαματικοί. Είναι επίσης και μια αναφορά «σπιτική»: μόλις, ας πούμε, άλλαξα δύο καμένες λάμπες στο διαμέρισμά μου!

Δεν ξέρω αν το γνωρίζετε, αλλά η Wikipedia έχει βάλει το Lightbulbs κάτω από την ετικέτα του, χμ, krautrock! Είστε βέβαια γνωστοί για την εκτίμησή σας προς το τελευταίο, αλλά δεν νομίζεις ότι αυτό είναι μια άτοπη ετικέτα για τη μουσική σας;

(γέλια) Ούτε εμένα μου φαινόμαστε για...krautrock μπάντα! Έχεις δίκιο, πάντως, είμαστε πραγματικά φανατικοί συγκροτημάτων όπως οι Can ή οι Neu!, αλλά σε καμία περίπτωση δεν προσπαθούμε να κοπιάρουμε κάτι το οποίο ήδη υπάρχει και κατά τη γνώμη μας δεν γίνεται να βελτιωθεί. Ίσως βέβαια στον προηγούμενο δίσκο μας να είχαμε περισσότερες αναφορές σε krautrock σχήματα, ειδικά στο Lightbulbs, όμως, είναι συνειδητά μετριασμένες.

Τι σας άρεσε πολύ από δίσκους το 2008;

Το Modern Guilt του Beck, το Odd Couple των Gnarls Barkley, το Tell Tale Signs του Bob Dylan, το In Ear Park των Department Of Eagles και το Cryland του Don Cavalli. 

Θέλουμε απελπισμένα να σας δούμε στην Ελλάδα. Να ελπίζουμε;

Μη νομίζεις, κι εμείς θέλουμε πολύ να παίξουμε στην Ελλάδα. Θα σου πω λοιπόν πως ποτέ στο παρελθόν δεν ήμασταν τόσο αισιόδοξοι για κάτι τέτοιο, όσο για τη χρονιά που ξεκινά...



04 Νοεμβρίου 2023

Βασίλης Τσαμπρόπουλος & Νεκταρία Καραντζή - συνέντευξη (2013)


Μερικούς μήνες μετά την πασχαλινή παράσταση «Ώρες» (δείτε εδώ), ο Βασίλης Τσαμπρόπουλος και η Νεκταρία Καραντζή αναπροσάρμοσαν την ίδια κεντρική ιδέα στη χριστουγεννιάτικη εποχή, παρουσιάζοντας τη συναυλία «Γένεσις» στο Gazarte, τον Δεκέμβριο του 2013.

Με αυτή την αφορμή, κάναμε τότε μια κουβέντα, η οποία πρωτοδημοσιεύτηκε στο Avopolis –και τώρα αναδημοσιεύεται κι εδώ, με μικρές, αισθητικής φύσης τροποποιήσεις. 

* οι χρησιμοποιούμενες φωτογραφίες προέρχονται από promo υλικό για την τότε συναυλία


Τι περιεχόμενο θα έχουν οι συναυλίες που θα δώσετε στο Gazarte υπό τον τίτλο Γένεσις; Να τις φανταστούμε ως ένα χριστουγεννιάτικο ανάλογο του προγράμματος Ώρες, που είχατε παρουσιάσει κατά την πασχαλινή περίοδο;

Βασίλης Τσαμπρόπουλος: Η Γένεσις βασίζεται ασφαλώς στην κεντρική ιδέα των Ωρών, προσαρμοσμένη στο μουσικό περιεχόμενο των Χριστουγέννων. Θα υπάρξουν οι στιγμές που η Δύση διακριτά θα σταθεί απέναντι στην Ανατολή, αλλά και οι στιγμές που οι δύο κόσμοι θα ενώνονται στο ίδιο μέλος. 

Το πρόγραμμα θα κινηθεί από κλασικό ρεπερτόριο –κυρίως με Γιόχαν Σεμπάστιαν Μπαχ– έως βυζαντινούς ύμνους των Χριστουγέννων, με μια διαφορετική προσέγγιση. Θα περιέχει και στιγμές Γρηγοριανού μέλους και ελληνικών παραδοσιακών καλάντων και τραγουδιών, υπό τον ίδιο τρόπο προσέγγισης μέσα από το πιάνο, που αναδεικνύει μια εντελώς διαφορετική πτυχή τους. Επίσης, οι ψαλμοί του Δαυίδ, δικής μου σύνθεσης, οι οποίοι αποτελούν τη βάση και την ταυτότητα του συνδυασμού μας, θα έχουν την τιμητική τους.

Η συνεργασία σας θα αποκτήσει σύντομα και δισκογραφική υπόσταση, μέσω της ECM. Σε ποιον βαθμό το κοινό σας άλμπουμ θα απηχεί όσα θα έχουμε δει επί σκηνής το 2013; Και σε τι θα διαφοροποιείται από τις συναυλίες;

Β.Τ.: Με την ECM συνεργάζομαι από το 2000, έχοντας ήδη 6 επιτυχημένα άλμπουμ. Πρώτη φορά, ωστόσο, αισθάνομαι αυτό το «κάτι ιδιαίτερο» για το μέλλον του δίσκου μας που έρχεται. Όταν ηχογραφήσαμε το υλικό με τη Νεκταρία ήμουν σίγουρος για την απάντηση της ECM –και δεν διαψεύσθηκα... 

Ως προς το περιεχόμενο, έχουν διαφοροποιηθεί κάποιες ερμηνευτικές προσεγγίσεις μου σε κομμάτια που παρουσιάσαμε στις Ώρες, τα οποία και θα εμπεριέχονται. Μάλλον θα έλεγα ότι τηρήσαμε ένα γενικό ύφος μυστηρίου και κατάνυξης. Περιέχονται επίσης και μέλη που δεν περιλήφθησαν στις Ώρες του Μεγάρου. Ο δίσκος, λοιπόν, θα κυκλοφορήσει –πρώτα ο Θεός– λίγο πριν το Πάσχα του 2014. Θα έχει τον τίτλο Ores και θα παρουσιαστεί με μια μεγάλη συναυλία στην αίθουσα «Χρήστος Λαμπράκης» του Μεγάρου Μουσικής, την ίδια περίοδο.

Είχα παρακολουθήσει τις Ώρες, έτυχε μάλιστα να κάθομαι δίπλα-δίπλα με τον Δημήτρη Βερύκιο, έναν από τους δασκάλους της Νεκταρίας Καραντζή. Στο διάλειμμα, μια κυρία ήρθε να τον χαιρετίσει και δειλά-δειλά τον ρώτησε «πώς σας φαίνεται»; «Είναι καλό», της απάντησε εκείνος, για να ανταπαντήσει αυτή «για να το λέτε εσείς... γιατί εμάς, να, μας φαίνεται λιγάκι παράξενο...». Έχετε συναντήσει κι εσείς τέτοιες αντιδράσεις; Και πώς τις χειρίζεστε;

Νεκταρία Καραντζή: Τώρα μάλλον θα σας εκπλήξω... Παρότι επί της ουσίας τον χαρακτηρισμό «παράξενο» τον θεωρώ καλή κριτική –γιατί, πράγματι, το άκουσμα αυτού του συνδυασμού είναι ανοίκειο, απρόβλεπτο και μη γνώριμο– οφείλω να σας αποκαλύψω κάτι. Περιγράφοντας το περιστατικό αυτό, το οποίο θυμάμαι πως προτάξατε και στην κριτική σας για το Avopolis, τότε μετά τη συναυλία μας (για την οποία σας ευχαριστούμε), μου είχατε θυμίσει έντονα έναν τύπο διαλόγου που έχω ξανακούσει...

Φαντάστηκα, έτσι, αμέσως για ποια κυρία επρόκειτο. Πρέπει λοιπόν να σας πληροφορήσω, επειδή το διασταύρωσα, ότι η κυρία αυτή ήταν η μητέρα μου! Η οποία, από τότε που ήμουν σε μικρή ηλικία, σεβόμενη πάντοτε τη γνώμη του κυρίου Βερύκιου, όχι μόνο τον ρωτούσε, αλλά τον «προκαλούσε» να απαντήσει σε ενδεχόμενες επιφυλάξεις για τις μουσικές επιλογές μου... 

Παρόμοιος διάλογος μεταξύ τους υπήρξε άλλωστε και την εποχή που ξεκίνησα να εμφανίζομαι πλάι στον Χρόνη Αηδονίδη, ρωτώντας μήπως είναι παράξενο από τις ψαλμωδίες να βρίσκομαι τώρα στη σκηνή και να λέω παραδοσιακά... Οπότε θα έλεγα μάλλον ότι πέσατε στην περίπτωση. Αν εξαιρέσουμε λοιπόν τη μητέρα μου, η οποία, παρότι έχει ταχθεί υπέρ όλων των επιλογών μου, συνηθίζει πάντα να «εξετάζει ενδεχόμενα», ο αντίκτυπος που έχω εισπράξει εγώ προσωπικά από αυτήν τη συνεργασία είναι αντιδράσεις θερμής αποδοχής.

Πρόσφατα, μετά την παρόμοιου ύφους με τις Ώρες συναυλία μας μπροστά στον Ναό της Παναγίας της Τήνου, ενώπιον κατά κύριο λόγο εκκλησιαστικού κοινού –την οποία πραγματοποιήσαμε τον Αύγουστο, εγκαινιάζοντας το 1ο Φεστιβάλ Θρησκευτικής Μουσικής του Ρ\Σ της Εκκλησίας της Ελλάδος– συναντήσαμε τον Σεβασμιότατο Μητροπολίτη Σύρου κ.κ. Δωρόθεο, ο οποίος μας είπε ότι έως σήμερα λαμβάνει ενθουσιώδη μηνύματα για τη συναυλία. Και αναφέρω ενδεικτικά το εν λόγω παράδειγμα, γιατί προέρχεται από τον επίσημο χώρο της Εκκλησίας, από τον οποίο ίσως θα ανέμενε κάποιος πιθανές επιφυλάξεις ή «ξάφνιασμα».

Από την άλλη, μπορώ να φανταστώ ότι πιθανώς έχουν υπάρξει ή θα υπάρξουν και οι γνώμες επιφύλαξης ή αντίθεσης σε αυτό που επιχειρήσαμε με τον Βασίλη. Αλίμονο αν γινόταν αποδεκτό από όλους. Κοινή αποδοχή δεν υπάρχει σε τίποτα. Μπορώ να λάβω υπόψη μου κάθε ενδεχόμενη επιφύλαξη. Η αφετηρία μου, όμως, θα παραμένει η πίστη μου στη δυναμική που αναγνωρίζω στο συγκεκριμένο μουσικό αποτέλεσμα και κυρίως στην αλήθεια του. Εδώ δεν παρατάσσουμε απλώς δύο κόσμους: δεν βάλαμε απλώς από τη μια τον Μπαχ και από την άλλη τον Ύμνο, κάτι που θα ήταν όχι απλώς προβλέψιμο, μα και το πλέον εύκολο. Εδώ ο Βασίλης Τσαμπρόπουλος –γιατί στη μουσική ευφυΐα του αποδίδω το τελικό αποτέλεσμα– συνδυάζοντας τη βαθιά του γνώση στον χώρο της Δυτικής κλασικής μουσικής και της Βυζαντινής Εκκλησιαστικής, δημιούργησε νέες συνθέσεις, οι οποίες εμπερικλείουν τα στοιχεία των δύο κόσμων.

Ο σύνδεσμος έτσι αυτών των κόσμων, για εμάς, δεν εξαντλήθηκε στη συνοδεία του "Η Απεγνωσμένη Δια Τον Βίον" ή των εγκωμίων της Μεγάλης Παρασκευής από το πιάνο –έστω κι αν η λέξη «συνοδεία» ηχεί προσβλητική για τον τρόπο προσέγγισης του Τσαμπρόπουλου που, ενώ βασίζεται στη μελωδική γραμμή του κειμένου, εκτείνεται πέρα και πάνω από αυτήν, με την ανάσα νέας σύνθεσης. Για εμάς, το βασικότερο παράδειγμα του συνδυασμού είναι κυρίως οι συνθέσεις του Βασίλη στους Ψαλμούς του Δαυίδ. Εκεί είναι που συναντώ προσωπικά την αρμονία συνύπαρξης των μουσικών χρωμάτων. Εκεί που το βυζαντινό χρώμα προδίδεται ως ατμόσφαιρα χωρίς να αποτυπώνεται με κλασικό μοτίβο βυζαντινής γραφής και ταυτόχρονα το πιάνο αγγίζει την ιερότητα του ύμνου, με τα δικά του «Δυτικά» υλικά δείχνοντας τον «σεβασμό» του μέσα από απρόβλεπτες αρμονικές. Τα λοιπά, επί το έργον!

Β.Τ.: Να συμπληρώσω, επίσης, σε όσα πολύ εύστοχα είπε η Νεκταρία, ότι προσωπικά εξακολουθώ έως σήμερα να λαμβάνω μηνύματα με πραγματικά ιδιαίτερα θερμά λόγια για το αποτέλεσμα, ενώ μέσω αποσπασμάτων βίντεο που έχουμε αναρτήσει στο YouTube μας ρωτούν συχνά πότε θα υπάρξει ο δίσκος. Κάτι τέτοιο είναι για μένα η μεγαλύτερη ικανοποίηση: να τολμάς κάτι εντελώς νέο, να το πιστεύεις και στην πορεία να βρίσκεις συμμάχους και ανθρώπους οι οποίοι να αγαπούν και να πιστεύουν τις επιλογές σου, σχεδόν όπως εσύ ο ίδιος.

Κυρία Καραντζή, σας φάνηκε μεγάλη η απόσταση που χρειάστηκε να διανύσετε για να συναντηθείτε με τον Τσαμπρόπουλο, με δεδομένο ότι έχουμε συνηθίσει το πιάνο να συνοδεύει φωνές σπουδαγμένες στο κλασικό τραγούδι; Ή τελικά η απόσταση φαντάζει μεγάλη λόγω του ότι κατασκευάζουμε στη συνείδησή μας τη Δύση ως αντιθετικό στοιχείο της Ανατολής (όπου συνήθως συμπεριλαμβάνουμε και τη χώρα μας);

Ν.Κ.: Δεν αισθάνθηκα απόσταση, ούτε δυσκολία, αλλά νομίζω ότι αυτό το οφείλω στον Βασίλη Τσαμπρόπουλο. Ο οποίος είναι μια πολύ ιδιαίτερη περίπτωση. Είναι μια μουσική ιδιοφυΐα. Παραγνωρισμένος στον τόπο που τον γέννησε και εμφανώς παραγκωνισμένος από τους κατέχοντες κομβικές θέσεις πολιτισμού –κανονικά, αν κάποιος στην Ελλάδα έπρεπε σίγουρα να βρίσκεται σε θέση αρμοδιοτήτων για τα μουσικά πράγματα, αυτός έπρεπε να είναι ο Τσαμπρόπουλος– αλλά αναγνωρισμένος στη διεθνή μουσική σκηνή, όπου δραστηριοποιείται συστηματικά τα περισσότερα χρόνια της καριέρας του.

Έχει την ικανότητα να κινείται με απίστευτη άνεση σε διαφορετικά είδη και να τα παρουσιάζει στο υψηλότατο επίπεδο. Έχοντας τη βαθιά γνώση της Βυζαντινής μουσικής, ήξερε όχι μόνο πώς να υπερβεί τις εγγενείς δυσκολίες συνάντησης των δύο κόσμων, αλλά και πώς να με βοηθήσει να σταθώ φωνητικά πλάι σε ένα πιάνο, κάτι το οποίο δεν είχα επιχειρήσει ποτέ μου. Στην πραγματικότητα, όμως, δεν στάθηκα ποτέ απλώς πλάι σε ένα πιάνο, αλλά σε έναν οικείο μου κόσμο.

Στην προσέγγιση του Τσαμπρόπουλου, Δύση και Ανατολή δεν συνυπάρχουν και συνδιαλέγονται απλώς αρμονικά, μα συνταιριάζουν και συμβιώνουν σαν δύο εντελώς διαφορετικοί άνθρωποι, οι φύσεις των οποίων ζυμώνονται και συγχρωτίζονται μετά από χρόνια συμβίωσης.

Η απόσταση Δύσης και Ανατολής ασφαλώς και υπάρχει μουσικά. Όπως άλλωστε και ο κανόνας ότι τα ετερώνυμα έλκονται. Γι' αυτό, όταν η Δύση συναντά επί της ουσίας την Ανατολή, η χημεία είναι απρόβλεπτη.

Έχω ακούσει, κύριε Τσαμπρόπουλε, ότι το πιάνο αδυνατεί να αποδώσει τα διαστήματα της βυζαντινής μουσικής, εσείς όμως το πετύχατε και έχετε μάλιστα και στο παρελθόν καταθέσει έναν δίσκο (Akroasis, 2003) που σημείωσε αν δεν κάνω λάθος σημαντική επιτυχία διεθνώς. Σας βοήθησε αυτή η εμπειρία, όταν ξεκινήσατε να συνεργάζεστε με τη Νεκταρία Καραντζή;

Β.Τ.: Το πιάνο, από τη φύση του, ως συγκερασμένο όργανο, δεν μπορεί να αποδώσει τα ασυγκέραστα διαστήματα της βυζαντινής μουσικής. Αυτό ήταν μια δυσκολία που αναμφισβήτητα κλήθηκα να υπερβώ όταν ξεκίνησα το εγχείρημα. Ωστόσο δεν χρειάστηκε κάποια ιδιαίτερη προσπάθεια, γιατί ο ήχος του Akroasis προέκυψε εντελώς αβίαστα. 

Είναι χαρακτηριστικό ότι η ηχογράφηση που ακούτε έγινε μία κι έξω, χωρίς ούτε μια διόρθωση και μέσα σε μία μέρα. Προσπάθησα να μην μεταφέρω απλώς τη μελωδική γραμμή των ύμνων στο πιάνο, αλλά κυρίως να αποδώσω την ατμόσφαιρά τους. Καθώς δεν στάθηκε δυνατόν να αποδώσω στα πλήκτρα τα μικροδιαστήματα των βυζαντινών ήχων, επιχείρησα να δημιουργήσω τον χώρο ώστε να αναδειχθεί και να ανασάνει το ηχόχρωμά τους με έναν διαφορετικό τρόπο.

Ασφαλώς το Akroasis, το οποίο έγινε πράγματι αποδέκτης διθυραμβικών κριτικών διεθνώς, αποτέλεσε την πρώτη φάση αυτού του εγχειρήματος που πιστεύω ότι τώρα κορυφώνεται και ολοκληρώνεται ιδανικά με τη φωνή της Νεκταρίας.

Η Νεκταρία Καραντζή είναι ένας εντυπωσιακά πολυτάλαντος άνθρωπος, με βαθιά γνώση της Βυζαντινής μουσικής, με ξεχωριστό κριτήριο και αισθητική και με ιδιαίτερο χρώμα και ύφος, που για εμένα την καθιστά «σχολή» στο είδος της, από μόνη της. Όταν άκουσα τους ψαλμούς που έγραψα από τη φωνή της, ένιωσα ότι το έργο το οποίο ξεκίνησα σε σχέση με τη Βυζαντινή μουσική ήρθε η ώρα να ενσαρκωθεί με τον ιδανικότερο τρόπο. Η φωνή της ισορροπεί μεταξύ Δύσης και Ανατολής και γνωρίζει πώς να κρατά το μέτρο στο άκουσμα.

Τη συνεργασία μου μαζί της τη νιώθω, έτσι, σαν ένα παράθυρο προς έναν νέο μουσικό κόσμο, που μόλις εγκαινιάστηκε. Και μπορώ να αισθανθώ ότι θα πάει μακριά...

Ανήκετε σε έναν χώρο, της κλασικής, που έχει συνδυαστεί –και επαγγελματικά, αλλά και στη συνείδηση μεγάλου μέρους του κοινού– με την εξειδίκευση. Ωστόσο δεν διστάζετε να επιδεικνύετε μια σαφώς πιο πολύπλευρη αντιμετώπιση της μουσικής τέχνης. Φαντάζομαι ότι δεν ήταν ένας δρόμος στρωμένος με ροδοπέταλα και ότι θα χρειάστηκε, στην πορεία, να υπερνικήσετε διάφορα διλήμματα...

Β.Τ.: Είναι αλήθεια ότι στον χώρο της κλασικής η εξειδίκευση είναι, ως έναν βαθμό, απαραίτητη. Όταν ακολουθείς έναν τέτοιον δρόμο, πάντα έρχεται η στιγμή που καλείσαι να επιλέξεις τη συνέχεια. Παρότι βρέθηκα σε αυτό το σταυροδρόμι και πολλοί πίστεψαν ότι θα επέλεγα την εξειδίκευση του κλασικού ρεπερτορίου, τελικά αποδείχθηκε ότι δεν μπορούσα να αγνοήσω ό,τι δίνει χαρά στην ψυχή μου.

Καλώς ή κακώς, νιώθω πριν από όλα μουσικός και όχι αθλητής. Η εξειδίκευση, οι διαγωνισμοί και η καριέρα κλασικού ρεπερτορίου με τους όρους που τίθεται σήμερα, αλλά και εδώ και πολλά χρόνια, αποκλίνει από τη φύση μου. Παραμένω στον χώρο του κλασικού ρεπερτορίου. Δεν έχω φύγει. Αλλά με τον τρόπο μου. Προτιμώ αυτό που κάνω σήμερα, το οποίο έχει ίσως μια μεγαλύτερη και πιο ιδιάζουσα δυσκολία. Πριν λίγες εβδομάδες, για παράδειγμα, παρουσίασα ένα ρεσιτάλ με έργα Σεργκέι Ραχμάνινοφ στο Μέγαρο. Σήμερα προετοιμάζομαι για τη Γένεσι. Πρόσφατα, επίσης, κυκλοφόρησε καινούρια μουσική μου, με τον τίτλο You. Τρία εντελώς διαφορετικά γεγονότα, τα οποία ισορροπούν, ωστόσο, στην ψυχή μου.

Δεν αποσπώμαι σε άπειρο χώρο, πάντως. Προσπαθώ να κινούμαι, στον καλύτερο βαθμό που μπορώ, μεταξύ της σύνθεσης –που με αναζωογονεί– του κλασικού ρεπερτορίου (με προτίμηση στον Ραχμάνινοφ), της Βυζαντινής εκκλησιαστικής μουσικής, του αυτοσχεδιασμού και ασφαλώς της διεύθυνσης ορχήστρας. Κάποιοι, βέβαια, έχουν δημιουργήσει προσχώματα και εμπόδια για την εξακολούθηση της πορείας μου ως μαέστρου, με όποιον τρόπο μπορούν, παρά το γεγονός ότι τα τελευταία χρόνια είχαν μεγάλη επιτυχία οι συναυλίες μας με τη Συμφωνική της ΕΡΤ, υπό τη διεύθυνσή μου. 

Ωστόσο, αν και δεν ανήκω σε κάποιο λόμπι, ούτε επικαλούμαι στημένες βραβεύσεις στο βιογραφικό μου –ούτε επίσης στηρίζομαι από κάποια εφοπλιστική ή επιχειρηματική οικογένεια– θα εξακολουθώ να είμαι εδώ και να συνεχίζω να αγωνίζομαι, όπως έκανα πάντα. Κανείς ποτέ δεν με προώθησε σε τίποτα. Ούτε καν οι γονείς μου, οι οποίοι δεν είχαν οι άνθρωποι τη δυνατότητα. Ό,τι πέτυχα έγινε με τη βοήθεια του Θεού και τις δικές μου δυνάμεις. Ως προς αυτό, νιώθω λοιπόν μακράν πιο δυνατός και ασφαλής από κάθε αλεξιπτωτιστή και κατέχοντα θέση μετά από ανταλλάγματα, προσκυνήματα και πλάτες.

Τι περιθώρια αφήνετε στη ζωή σας για το θρησκευτικό συναίσθημα; Τι μεταπτώσεις έχετε βιώσει σε αυτές σας τις αναζητήσεις και πόσο σας έχουν εμπνεύσει στη μέχρι τώρα δημιουργική σας πορεία; 

Β.Τ.: Ο Θεός υπήρχε και υπάρχει στη ζωή μου. Χωρίς μεταπτώσεις πίστης, παρά μόνο με τις μεταπτώσεις της Αγάπης... Ασφαλώς εμπνέομαι από το θρησκευτικό συναίσθημα και τον τελευταίο χρόνο, ακόμα περισσότερο.

Γνωρίζω ότι έχετε διατελέσει και ψάλτης, αλλά μόλις πρόσφατα αποτολμήσατε να δημοσιεύσετε μια ηχογράφηση με τη φωνή σας ("Ιδιόμελο Μεγάλου Βασιλείου"), στο CD Ύμνοι Και Κάλαντα της Νεκταρίας Καραντζή. Ήταν κάτι που το κάνατε έτσι για μία φορά, ή θα πρέπει να το θεωρήσουμε ως αφετηρία μελλοντικών εκπλήξεων;

Β.Τ.: Η αλήθεια είναι ότι γι' αυτήν την ηχογράφηση με έπεισε η Νεκταρία... Παρότι ψάλλω από μικρός κι έχω υπάρξει σε αναλόγια εκκλησιών, δεν είχα ηχογραφήσει, μέχρι τότε, ποτέ μου ύμνο. Πολλές μελλοντικές εκπλήξεις μην περιμένετε... Κάποια στιγμή, όμως, ίσως ηχογραφήσω για μένα μια σειρά από αγαπημένους μου ύμνους, τους οποίους δεν είμαι ακόμα σίγουρος αν θα τους κυκλοφορήσω...

Κυρία Καραντζή, κατά μία έννοια, θεωρώ ότι ίσως πραγματοποιείτε μεγαλύτερη υπέρβαση από τον Βασίλη Τσαμπρόπουλο συνεργαζόμενη μαζί του. Γιατί είναι κυρίως στο δικό σας πεδίο δράσης όπου ανθούν απαξιωτικοί χαρακτηρισμοί για «φραγκολεβαντίνικες» παραδόσεις και εντοπίζεται μια γενικότερη άρνηση για ό,τι θρησκευτικό προέρχεται από τη Δύση –κατά περιστάσεις, ακόμα και για τον Μπαχ. Είναι έτσι τα πράγματα ή πρόκειται για μια παλαιική αντίληψη, που δεν ανταποκρίνεται στη νυν πραγματικότητα;

Ν.Κ.: Νομίζω ότι περιγράφετε ένα σημαντικό κομμάτι της πραγματικότητας. Μακάρι να επρόκειτο για παλαιική αντίληψη, αλλά στον κόσμο που ασχολείται με την παράδοση δεν είναι. Το ελπιδοφόρο, τουλάχιστον, είναι το γεγονός ότι αυτές οι αντιλήψεις έχουν εγκαταλειφθεί εν πολλοίς από τη νεότερη γενιά και ειδικά από εκείνη που έχει περάσει από μουσικά σχολεία και μουσικά πανεπιστήμια.

Όταν αρχίζεις να μαθαίνεις τη μουσική ως τέχνη, με κανόνες και όρια τα οποία η ίδια θέτει και σε καλεί να τα κατακτήσεις, τότε αρχίζεις να αντιμετωπίζεις αλλιώς τα πράγματα. Τότε εκπαιδεύεσαι στην πραγματική ελευθερία της. Γιατί από τους περιορισμούς γεννιέται η Τέχνη, από τις πολλές ελευθερίες πεθαίνει. Στη Δυτική μουσική τα όρια αυτά τίθενται εξ αρχής, από την πρώτη μέρα στο ωδείο. Στην παραδοσιακή είναι επόμενο να μην τίθενται, γιατί η συγκεκριμένη μουσική δεν έγινε ποτέ χώρος αξιώσεων: λειτούργησε ως αυθόρμητη φυσική έκφραση των ανθρώπων και ως τέτοια διασώθηκε, διατηρώντας την αγνότητα, αλλά και την ανωνυμία του λαϊκού ποιητή. Σε αντίθεση με τη Δυτική μουσική, η οποία άρχισε από πολύ νωρίς να εξελίσσεται και να δομείται σε φόρμες, να θέτει όρια κατάκτησης και να αναδεικνύει συνθέτες.

Ίσως αυτή η φαινομενική «ευκολία» του χώρου της  παράδοσης τροφοδοτεί αντιδράσεις όπως εκείνες που περιγράφετε. Όταν δεν έχεις περάσει από την ασκητική της μουσικής, εύκολα υποτιμάς και απαξιώνεις ό,τι σου φαίνεται ανοίκειο.

Έχετε καταφέρει το απίθανο, πάντως: είστε σχολή από μόνη σας, όπως είπε πιο πάνω και ο κ. Τσαμπρόπουλος –μια αναγνωρισμένη και αγαπητή στο κοινό ψάλτρια, σε έναν αυστηρά ανδροκρατούμενο χώρο. Ωστόσο δεν αποτελείτε μοναδική περίπτωση, αν κάποιος δει τα πράγματα εκτός δισκογραφίας. Βρίσκουν περισσότερη ενθάρρυνση σήμερα οι γυναίκες να καταπιαστούν με την ψαλτική; Και σε τι βαθμό συνεισέφερε η δική σας επιτυχία σε αυτό;

Ν.Κ.: Ασφαλώς και δεν είμαι η μόνη, γι' αυτό άλλωστε έχει ιδρυθεί ο «Πανελλήνιος Σύνδεσμος Ψαλτριών», όπου έχω την τιμή να είμαι επίτιμη πρόεδρος, με Πρόεδρο την κα. Γλυκερία Μπεκιάρη. Ο Σύνδεσμος αριθμεί πολλές ψάλτριες, οι οποίες δραστηριοποιούνται ενεργά σε αναλογία, σε όλη την Ελλάδα.

Έχουν αλλάξει σήμερα τα πράγματα, σε σχέση με τα παλαιότερα χρόνια, ως προς την παρουσία των γυναικών στο ψαλτήρι. Γίνονται, ως επί το πλείστον, αποδεκτές στη θέση του ιεροψάλτη, από κλήρο και λαό, παρά τις απαγορευτικές ερμηνείες Ιερών Κανόνων, όσων προτάσσονταν τα παλαιότερα χρόνια. Παραμένουν ασφαλώς τα προβλήματα της διαφορετικής τονικότητας όταν συμψάλλουν άνδρας και γυναίκα, ωστόσο με λίγη καλή συνεννόηση όλα λύνονται...

Αναμφισβήτητα, η ύπαρξη κάποιων ανθρώπων, οι οποίοι καταφέρνουν να προβάλλουν εντονότερα και σε δημόσιο επίπεδο αυτό που αγαπούν και επιλέγουν, βοηθά και επηρεάζει κι άλλους να συνομολογήσουν. Γιατί για εμένα περί ομολογίας πρόκειται. Την ευλογία για να ανέβω στο ψαλτήρι –από κοριτσάκι ακόμα– την έλαβα από τον προσφάτως αγιοποιηθέντα Όσιο Πορφύριο τον Καυσοκαλυβήτη, ο οποίος επιθυμούσε γυναικείες φωνές στα ψαλτήρια. Και για εμένα αυτή η ευλογία ενός Αγίου ισοδυναμεί επί της ουσίας με ερμηνεία Ιερού Κανόνα.

Την ίδια στιγμή, το ταλέντο σας έχει λάμψει και στον χώρο του παραδοσιακού τραγουδιού –έχετε μάλιστα τοποθετηθεί και θεωρητικά, με ένα ενδιαφέρον άρθρο σας στο Ψαλτήρι, πριν 4 περίπου χρόνια, γύρω από τις ομοιότητες και τις διαφορές βυζαντινού μέλους και δημοτικού τραγουδιού. Ενώ όμως το πρώτο έχει την ασφάλεια της εκκλησίας, το δεύτερο καλείται σήμερα να επιβιώσει σε έναν κόσμο ιδιαίτερα αφιλόξενο, ενδεχομένως και να αλλάξει, μετέχοντας σε ό,τι ονομάζεται «world music». Θα τα καταφέρει, κατά τη γνώμη σας; 

Ν.Κ.: Κατ' αρχάς, σας ευχαριστώ για τα καλά σας λόγια! Την επαφή μου και τη γνώση μου για την παραδοσιακή μουσική την οφείλω εξ ολοκλήρου στον Χρόνη Αηδονίδη, ο οποίος συνηθίζει να λέει ότι «δύσκολα η ελληνική παράδοση μπορεί να χαθεί. Έχει ήδη περάσει κατά καιρούς δια πυρός και σιδήρου και παρέμεινε άθικτη». Την ίδια γνώμη έχω κι εγώ. Η παραδοσιακή μουσική, όπως και η Βυζαντινή, διαθέτει εγγενείς άμυνες. Έχει ήδη υπερβεί τις δυσκολίες της προφορικής διάσωσης κι έχει εισέλθει στον κόσμο της τεχνολογίας, όπου μπορεί να καταγραφεί, εξασφαλίζοντας την πιστότητά της, που κάποτε υπήρξε ζητούμενο.

Ως προς το πώς μπορεί να εκφραστεί και να διαδίδεται στον σύγχρονο κόσμο, αυτό είναι σίγουρα ένα διαφορετικό και πιο ουσιώδες θέμα. Πλέον δεν μπορούμε να μιλάμε για βίωμα παράδοσης. Σήμερα, ακόμα και το πολύ σημαντικό έργο των πολιτιστικών παραδοσιακών συλλόγων, όσων παρουσιάζουν ζωντανά τα χορευτικά συγκροτήματα με τις παραδοσιακές στολές και με παραδοσιακές ορχήστρες, αποσκοπεί επί της ουσίας περισσότερο στο να διαδώσει την ιστορική μνήμη κι ένα πατριωτικό συναίσθημα που ασθμαίνει, παρά να αναβιώσει μια κατάσταση. Τελικά, μόνο ως τέτοιος μπορεί να σταθεί ο ρόλος της αυθεντικής παράδοσης: ως σημείο αναφοράς και συνεχούς εκκίνησης για νέους δρόμους.

Λέμε συχνά, βέβαια, ότι η παράδοση δεν είναι ή δεν πρέπει να είναι μουσειακό είδος. Ωστόσο σε μια κοινωνία στην οποία τα μουσεία και η ιστορική μνήμη θα είχαν πραγματικά τον σημαντικό ρόλο που μπορούν να επιτελέσουν στην ψυχή και στη συνείδηση καθενός μας προσωπικά, τότε θα ήταν ζητούμενο η παράδοση να μπορεί να λειτουργεί ως μουσειακό είδος. Να μπορεί δηλαδή να «μιλά» σιωπηλή, χωρίς προλόγους και επεξηγήσεις και να αποκτήσει κάποιον χρηστικό ρόλο στη ζωή μας χωρίς ψυχαναγκασμό: να «εκτίθεται», αποκαλύπτοντας έναν ολόκληρο δεσμό αιώνων μεταξύ των ανθρώπων και να μπορούμε ως ακροατές να προτιμάμε να την ακούμε ευλαβικά, αντί να προσπαθούμε να αναβιώσουμε πανηγύρια ή έθιμά της με τα οποία κανένα βίωμα πλέον δεν μας συνδέει. Μας συνδέει όμως η ουσία τους κι αν είναι κάπου να εμμείνουμε, θα προτιμούσα εκεί.

Όσο για τη world μουσική, δεν τη θεωρώ ως κίνδυνο ή απειλή για το μέλλον της παράδοσης. Η παράδοση είναι το παρελθόν. Έχει εξασφαλίσει λοιπόν το μέλλον της. Δεν προβάλλεται ως νέο είδος, ανταγωνιστικό. Αποτελεί την πηγή από όπου αντλούν κατά καιρούς οι μουσικοί στοιχεία για να πειραματίζονται σε νέες τάσεις. Δεν το θεωρώ καθόλου κακό, ειδικά μάλιστα αν συνοδεύεται από γνώση και αισθητική, γιατί αρκετές απόπειρες δημιουργίας ενός καινούριου ήχου βασισμένου στην παράδοση ισορροπούν μεταξύ του άκομψου και του προβλέψιμου –τουλάχιστον για τη δική μου αισθητική.

Ζούμε στον πυρετό της λίστας στα μουσικά περιοδικά, λογομαχώντας για και ψηφίζοντας (όπως και κάθε Δεκέμβρη) «τα καλύτερα άλμπουμ» της χρονιάς που φεύγει. Θα μας ενδιέφερε λοιπόν πολύ να μάθουμε για τις δικές σας προτιμήσεις από τη «σοδειά» του 2013...

Ν.Κ.: Χωρίς δεύτερη σκέψη, το You του Βασίλη Τσαμπρόπουλου, με συνθέσεις του, το οποίο κυκλοφόρησε πριν λίγες εβδομάδες από την Utopia. Είναι ένας δίσκος που έζησα σχεδόν από κοντά τη σύνθεσή του και τον έχω συνδυάσει με πολλά και σημαντικά γεγονότα της ζωής μου...

Β.Τ.: Σίγουρα θα ξεχώριζα το δισκογραφικό αφιέρωμα της Decca στον μέντορά μου, Vladimir Ashkenazy, το οποίο εκδόθηκε με ευκαιρία συμπλήρωσης 50 χρόνων συνεργασίας του με την εταιρεία. Πιστεύω ότι, για έναν τόσο σπουδαίο πιανίστα, αποτελεί το επισφράγισμα μιας αξιοζήλευτης, πολύχρονης, παγκόσμιας καριέρας.



31 Οκτωβρίου 2023

Loreena McKennitt - συνέντευξη (2018)


Τον Μάιο του 2018, η πολυαγαπημένη στη χώρα μας Loreena McKennitt επέστρεψε με καινούρια στούντιο δουλειά («Lost Souls»), ύστερα από 8 χρόνια δισκογραφικής σιωπής.

Άνοιξε λοιπόν η δυνατότητα για ορισμένες ελληνικές συνεντεύξεις, ευκαιρία που δεν γινόταν να πάει χαμένη: έγιναν οι κατάλληλες συνεννοήσεις και σύντομα η Καναδέζα τραγουδοποιός βρέθηκε στην άλλη άκρη της τηλεφωνικής μου γραμμής.

Από την κουβέντα μας προέκυψε μια συνέντευξη, η οποία πρωτοδημοσιεύτηκε, τότε, στο Avopolis και αναδημοσιεύεται τώρα κι εδώ, με μικρές, αισθητικής φύσης τροποποιήσεις.

* οι χρησιμοποιούμενες φωτογραφίες προέρχονται από το promo υλικό που διατέθηκε για τη συνέντευξη


Εδώ στην Αθήνα είναι ένα ήσυχο, συννεφιασμένο απόγευμα. Εσένα, να φανταστώ, σε βρίσκω στα γραφεία της εταιρίας σου; 

Πράγματι! Βρίσκομαι στα γραφεία της Quinlan Road, σήμερα είναι μια πολυάσχολη μέρα καθώς την έχουμε αφιερώσει σε έναν μεγάλο κύκλο συνεντεύξεων για το νέο άλμπουμ «Lost Souls». To αξιοπερίεργο είναι ότι σήμερα έχουμε ήλιο εδώ, όπως καταλαβαίνεις το συνηθισμένο μας είναι το ακριβώς αντίθετο! Πάντως δεν βρίσκομαι έξω από τα νερά μου, αφού τις εργάσιμες ημέρες είμαι συνήθως εδώ στην Quinlan Road. Όταν έχεις μια καριέρα στην οποία όλα ουσιαστικά περνάνε από τα χέρια σου, πολλά μοιάζουν σαν καθημερινή δουλειά. Απλά χωρίς αφεντικό. 

Είμαι σίγουρος ότι τρέχουν άπειρες λεπτομέρειες, τις οποίες βέβαια το κοινό σου αγνοεί. Έτσι όπως βλέπει τα πράγματα το τελευταίο, πάντως, λείπεις αρκετό καιρό, οπότε το «Lost Souls» έχει και μια αίσθηση επιστροφής...

Είναι παράξενο πράγμα ο χρόνος. Όλοι ξέρουμε βέβαια ότι περνάει και μάλιστα πολύ γρήγορα, όμως η αλήθεια είναι πως το τελευταίο διάστημα –αυτό που φαίνεται ως «σιωπή»– πραγματικά δεν το κατάλαβα. Αν τα βάλουμε κάτω, ναι, μας χωρίζουν 8 χρόνια από το άλμπουμ «The Wind That Shakes Τhe Barley» και 6 από το ζωντανά ηχογραφημένο «Troubadours On Τhe Rhine». Κι όμως, το αντιλαμβανόμουν μόνο κάθε φορά που κάποιος με ρωτούσε αν ετοιμάζω κάτι καινούριο. 

Νομίζω ότι κύλησε αλλιώς ο εσωτερικός μου χρόνος, αφότου αφιερώθηκα στην άρρωστη μητέρα μου από το 2009 ως τον θάνατό της το 2011, αλλά και στα ενδιαφέροντά μου για τον πολιτισμό των Κελτών στη συνέχεια.

Επιμένοντας λίγο στο «επιστροφή», πάντως, δεν είναι απλά ο νέος δίσκος εδώ και κάποια χρόνια, αλλά κι αυτός με καινούριο, δικό σου υλικό εδώ και μια 12ετία...

Και πάλι, έχει να κάνει με το πώς βλέπει κανείς το όλο πράγμα. Από τη δική μου σκοπιά, δηλαδή, δεν σταμάτησα ποτέ να γράφω. Δεν είναι σαν να σταμάτησα σε κάποιο σημείο και να το έπιασα ξανά σε ένα άλλο, καταλήγοντας στο «Lost Souls». Απλά έδωσα περισσότερο χώρο στις συναυλίες τα τελευταία χρόνια, ενώ, δισκογραφικά μιλώντας, εστίασα σε πράγματα τα οποία επίσης με απασχολούν σταθερά, όπως λ.χ. οι Κέλτες και η παραδοσιακή μουσική. Και υπάρχουν και άλλα ανάλογα ενδιαφέροντα τα οποία θα έλεγα ότι ωριμάζουν παράλληλα· η Ανατολή, ας πούμε, με τη σφαιρικότερη έννοια –κάτι που με έκανε να ταξιδέψω στην Ινδία. 

Το έχω όνειρο να δω την Ινδία, αλλά το θεωρώ δύσκολο ταξίδι. Με την έννοια ότι η πραγματική Ινδία είναι πολλοί διαφορετικοί κόσμοι βαλμένοι μαζί σε μια αρκετά αχανή γεωγραφική έκταση...

Έχεις δίκιο. Η Ινδία έχει ενότητα, μα την ίδια στιγμή, πολιτισμικά, υπάρχει και πολυδιάσπαση. Είναι κάτι σαν παζλ με ατελείωτα κομμάτια, σίγουρα δεν αρκεί να κάνεις ένα ταξίδι εκεί για να την κατανοήσεις. Μάλιστα, αντικατοπτρίζεται και στη μουσική της αυτό το πράγμα, αφού από τον βορρά π.χ. στον νότο αλλάζουν αρκετά πράγματα. 

Μπορείς όμως να έρθεις σε μια πρώτη επαφή. Και ο καλύτερος τρόπος για κάτι τέτοιο, είναι το να πας εκεί. Είναι μια πραγματικά πλούσια εμπειρία, για μένα δηλαδή υπήρξε ταξίδι με τεράστιο αντίκτυπο, το οποίο ακόμα το σκέφτομαι σε διάφορες στιγμές μέσα στην καναδική μου, πλέον, καθημερινότητα. Θέλω σίγουρα να πάω ξανά. 

Διόρθωσέ με αν κάνω λάθος, ωστόσο στο «Lost Souls» οι ανατολίτικες επιρροές δείχνουν να έχουν μειωθεί...

Έτσι πιστεύεις, ε; Δεν έχει να κάνει με τη μείωση του ενδιαφέροντός μου για την Ανατολή, πάντως, παραμένει όσο μεγάλο ήταν και στο παρελθόν: εξακολουθώ να ακούω πολλή μουσική από εκεί. Αν έχει συμβεί κάτι τέτοιο στο «Lost Souls», οφείλεται στο ότι τα τραγούδια που το αποτέλεσαν έχουν γραφτεί σε διάφορες χρονικές περιόδους. Οπότε, με μία έννοια, αντικατοπτρίζουν ίσως πιο «μαζεμένα» πράγματα. 

Πόσο πίσω πάμε δηλαδή στον χρόνο;

Σίγουρα φτάνουμε στη δεκαετία του 1980. Το "Manx Ayre", σε μια πρώτη πρόχειρη μορφή, υπάρχει από το 1987, ενώ νομίζω ότι ήταν 1989 όταν φτιάχτηκε στα βασικά του το "The Ballad Of The Fox Hunter". Για το "Ages Past, Ages Hence" είμαστε στο μεταίχμιο της επόμενης δεκαετίας, ενώ το "Spanish Guitars And Night Plazas" ήταν ξεκάθαρα τραγούδι το οποίο γράφτηκε στα sessions του The Visit (1991). Όμως τότε δεν μου κόλλαγε σε τίποτα με τα υπόλοιπα που αποτέλεσαν το άλμπουμ, οπότε το άφησα απέξω.

Έχεις πολλούς φίλους στην Ελλάδα, όπως είμαι σίγουρος ότι γνωρίζεις καλά. Θα σε φέρει ξανά προς τα εδώ αυτός ο νέος δίσκος;

Ασφαλώς και το γνωρίζω και ξέρω ότι έχουμε καιρό να έρθουμε στην Ελλάδα, μια χώρα την οποία έχω αγαπήσει, όπως και την ιδιαίτερη παραδοσιακή της μουσική. Αυτή τη στιγμή τίποτα δεν είναι σαφές, όμως το θέλω πολύ να παίξουμε στην Ελλάδα ξανά. Για να είμαι ειλικρινής, δεν νομίζω ότι θα συμβεί μέσα στο 2018, γιατί το πλάνο είναι να πάμε και σε ορισμένα μέρη τα οποία δεν έχουμε πολυτιμήσει, με αφορμή το «Lost Souls». Ας πούμε όμως ότι, για το 2019, όλα είναι ανοιχτά! 

Θα ήθελα να σταθούμε λίγο και στο ομώνυμο τραγούδι του νέου δίσκου, το οποίο διαβάζω ότι είχε σαν έμπνευση το βιβλίο του Ronald Wright «A Short History Of Progress» (2004). Τι ακριβώς αντικατοπτρίζεται εδώ;

Για να είμαι ακριβής, πρέπει να πω ότι το τραγούδι δεν αφορά το σύνολο των προβληματισμών που κατέθεσε ο Wright στο βιβλίο, μα μια συγκεκριμένη του επισήμανση, ότι η πρόσδεση σε μια έννοια περί «προόδου» μας έχει κάνει να είμαστε κάτι σαν «χαμένες ψυχές». 

Μιλώντας ως Loreena, βρίσκω μια αναντιστοιχία στο πόσο γρήγορα προχωρά η τεχνολογία με τις ιδέες και τις συμπεριφορές που προλαβαίνουν να αναπτύξουν γι' αυτήν οι κοινωνίες μας. Καλούμαστε δηλαδή να προσαρμοστούμε σε ένα περιβάλλον που συνεχώς αναδιαμορφώνεται ακολουθώντας απλά τις ταχύτητές του, χωρίς να αναρωτιόμαστε αν όλα τούτα συμβάλλουν όντως σε κάτι θετικό στη ζωή μας. Λέμε ότι ζούμε την Εποχή των Επικοινωνιών, αλλά επικοινωνούμε; 

Ναι, αλλά αφορά και τους νεότερους σε ηλικία ένας τέτοιος προβληματισμός; Ή έχουμε εδώ κατά βάση αντανακλαστικά μιας παλιότερης γενιάς, η οποία μεγάλωσε διαφορετικά και μπορεί μέχρι ενός ορίου να προσαρμοστεί στις αλλαγές;

Είναι ένα πολύ καλό ερώτημα, το οποίο το συζητάω διαρκώς με τους δικούς μου ανθρώπους και τους συνεργάτες μου. Θα σου πω όμως το εξής: παρά το ότι δεν συγκαταλέγομαι βέβαια στους νέους ανθρώπους, είμαι καλλιτέχνιδα που τα κάνει όλα μόνη της. Όλο λοιπόν το επιχειρηματικό κομμάτι του «έχω καριέρα» βρίσκεται στα χέρια μου, οπότε δεν υπάρχει περιθώριο να μείνεις πίσω στο πώς κινούνται τα πράγματα σήμερα. Από την άλλη, επειδή πράγματι μεγάλωσα σε έναν κόσμο όπου δεν ήταν δεδομένη η τόση τεχνολογία, μπορώ να κάνω και τη σύγκριση. Και να κάνω τις επιλογές μου –για παράδειγμα, αρνούμαι να πάρω smartphone. 

Το τρέχον επίσης σκάνδαλο με το Facebook είναι κάτι πολύ μεγάλο εδώ στον Καναδά και πιστεύω ότι θα ξεκινήσει πολλές συζητήσεις, ασχέτως ηλικίας. Γιατί ασφαλώς εν γνώσει μας δίναμε πρόσβαση σε τόσα προσωπικά πράγματα –φωτογραφίες από τη ζωή μας, λεπτομέρειες για το τι κάνουμε στην καθημερινότητα κτλ. Ταυτόχρονα, όμως, επειδή στις Δυτικές κοινωνίες έχουμε μάθει να κινούμαστε με ορισμένα δεδομένα, θεωρούσαμε ότι υπήρχε δικλείδα ασφαλείας στο πώς θα μεταχειριζόταν το Facebook όλα αυτά τα δεδομένα. Και αποδεικνύεται ότι δεν υπήρχε. Η εμπιστοσύνη μας, λοιπόν, προδόθηκε. 

Και ξαναγυρνάω εδώ στο ζήτημα που έθεσα πιο πριν, ότι πρέπει η τεχνολογική πρόοδος να προλαβαίνει να συμβαδίσει και με μια αναπροσαρμοσμένη ηθική και όχι απλά να κινείται προς ένα φανταστικό «επόμενο στάδιο», καθαρά με όρους γκάτζετ και καταναλωτισμού. 

Και το ζήτημα του Facebook ανήκει βέβαια σε ένα πολύ μεγαλύτερο πλαίσιο. Δεν φτιάχτηκε ένας καλύτερος κόσμος με όλη αυτήν την τεχνολογία, δεν ήρθαμε πιο κοντά ο ένας στον άλλον ως Ανθρωπότητα. Αντιθέτως, είμαστε πιο απομακρυσμένοι συγκριτικά με το παρελθόν, ενώ συχνά βλέπουμε τον κόσμο μας να πηγαίνει προς κατευθύνσεις που μας ανησυχούν πολύ. 

Πάντως να ξέρεις ότι, παρά τη διαφορά ηλικίας μας, ούτε εγώ έχω smartphone, από επιλογή...

(γελάει) Αυτό έπρεπε να μου το πεις από την αρχή! Έλεγα από μέσα μου ότι τώρα ποιος ξέρει, θα ακούγομαι γριά! (γέλια) Και πολύ καλά κάνεις. Είμαι της γνώμης ότι δεν βλάπτει να κάνουμε το smartphone λίγο στην άκρη. Να αφιερώσουμε λίγες ώρες του χρόνου μας στο να κάτσουμε όπως κάθονταν οι παππούδες και οι γιαγιάδες μας, να κουβεντιάσουμε και να τραγουδήσουμε. Όχι από νοσταλγία για το παρελθόν. Αλλά γιατί μπορεί κάτι τέτοιο να είναι πραγματικά επαναστατικό σήμερα.