19 Οκτωβρίου 2023

Dirty Granny Tales: «Rejection» - ανταπόκριση (2011)


Κάποτε παρακολουθούσα στενά, όπως κι άλλοι μου συνεργάτες στον Τύπο, τα όσα ποιούσαν οι Dirty Granny Tales: ένα αθηναϊκό σχήμα που κατάφερε να εκπροσωπήσει το πνεύμα των Tiger Lillies με έναν πιο δικό του τρόπο, ο οποίος εμπεριείχε και χορογραφίες ή κουκλοθέατρο στις ζωντανές εμφανίσεις, ενώ μπόρεσε να τραβήξει και το ενδιαφέρον ακροατών από τον goth και black metal χώρο ή ανθρώπους, γενικότερα, που άκουγαν Diamanda Galás ή εκτιμούσαν τα soundtracks του Danny Elfman για τις ταινίες του Τιμ Μπάρτον. 

Στην ουσία τους, τώρα, ήδη από την ίδρυσή τους το 2005, οι Dirty Granny Tales λειτούργησαν ως καλλιτεχνική κολεκτίβα, υπό τη μπαγκέτα του Mouldbreath –κατά κόσμον Σταύρος Μητρόπουλος, συνθέτης μα και δημιουργός animation, με metal ξεκινήματα στους Horrified, αλλά και στην ευρύτερη παρέα των Rotting Christ. 

Πίσω στον Απρίλη του 2011, λοιπόν, έγραψα κι εγώ ανταπόκριση για μια παράστασή τους («Rejection»), στο ανενεργό πλέον θέατρο των ολυμπιακών ακινήτων Badminton. Μια ανταπόκριση για τη βραδιά πρωτοδημοσιεύτηκε, κατόπιν, στο Avopolis και αναδημοσιεύεται τώρα κι εδώ –με μικρές, αισθητικής φύσης τροποποιήσεις.

* οι χρησιμοποιούμενες φωτογραφίες προέρχονται από τη βραδιά και ανήκουν στην Όλγα Κ(αλαντζή)  


Βλέποντας μόνο τις πλαϊνές θέσεις του Badminton να έχουν μείνει κενές καθώς τα φώτα έκλειναν για να ξεκινήσει η παράσταση, αναλογίστηκα ότι οι Dirty Granny Tales τα κατάφεραν. Αργά, μεθοδικά, με μόνα όπλα τους το ταλέντο και τη δουλειά τους και χωρίς βοήθεια από τους μάνατζερ του hype, διαδόθηκαν από στόμα σε στόμα. Και φτάσανε έτσι να γεμίζουν παραπάνω από ικανοποιητικά ένα θέατρο σαν το Badminton και μάλιστα με ετερόκλητο κοινό –δεν είχαν έρθει μόνο οι «δικοί τους» να τους δουν, αλλά και κόσμος που δεν φανταζόσουν ότι θα ενδιαφερόταν για κάτι τέτοιο. 

Αν και μετά το τέλος του πρώτου τραγουδιού (ορθώς) δεν έπεσε χειροκρότημα, βιάστηκα να βγάλω περαιτέρω θετικά συμπεράσματα για τον κόσμο. Σκέφτηκα δηλαδή, προς στιγμή, ότι το κοινό ήταν εκπαιδευμένο, είχε κατανοήσει ότι επρόκειτο να δει κάτι που περισσότερο στις παραστάσεις ανήκει, παρά στις συναυλίες και περίμενε έτσι το φινάλε για να επευφημίσει. Άλλωστε οι Dirty Granny Tales είχαν πάντα μια ολιστική άποψη για το ζήτημα –γι’ αυτό και τους κατανοείς καλύτερα βλέποντάς τους στη σκηνή, παρά ακούγοντάς τους σπίτι σου. Αλλά με το τέλος του δεύτερου τραγουδιού, διαψεύστηκα: στο εξής τα παλαμάκια θα ρίχνονταν με ρυθμό συναυλίας κι ας τήρησε το γκρουπ τον κώδικα της παράστασης με τη διπλή έξοδο όλων των συντελεστών στο τέλος. Δεν πειράζει, είχε υποθέτω μεγαλύτερη σημασία ο ενθουσιασμός των παριστάμενων και το ζεστό τους, δυνατό χειροκρότημα. 

Η νέα παράσταση των Dirty Granny Tales, τώρα, αφήνει πίσω της την τριλογία με την οποία καθιερώθηκαν κι έχει ως κεντρικό της θέμα την απόρριψη. Η χαλαρή αναφορά πίσω της είναι η ζωή του Ed Gein, του κατά συρροή δολοφόνου ο οποίος ενέπνευσε τόσο τον Άλφρεντ Χίτσκοκ, όσο και τον Leatherface του Τόμπι Χούπερ. Οπότε, παρότι το Rejection εστιάζει αλλού, οφείλω να επισημάνω ότι με μια τόσο αμφιλεγόμενη αναφορά (τόσο στον Gein, όσο και γενικότερα στους serial killers) δεν ξεμπερδεύεις έτσι εύκολα, όπως ξεμπέρδεψε η παράσταση: με μια αυταρχική μάνα, δηλαδή, η οποία δεν άφησε τον γιο της να γνωρίσει τον εξωτερικό κόσμο παρά μόνο μέσα από ένα παράθυρο, θέλοντας να έχει η ίδια την αποκλειστική του αγάπη. Πρόκειται για μια παλιά –και εν μέρει ξεπερασμένη;– ανάλυση για τα αίτια που οδηγούν κάποιον στα έσχατα όρια της αντικοινωνικότητας, μη ενημερωμένη για την πιο σύγχρονη βιβλιογραφία: το περιβάλλον έχει από χρόνια χάσει την πρωτοκαθεδρία ως απόλυτος παράγοντας διαμόρφωσης μιας προσωπικότητας. 

Αλλά το Rejection διαδραματίζεται περισσότερο στον κόσμο των νεκρών. Είναι ένα σκοτεινό, φανταστικό παραμύθι για την απόρριψη που γνωρίζει ο κεντρικός χαρακτήρας ακόμα και στον Άδη και (σημειολογικά) έχει ενδιαφέρον ότι μόνο το δέντρο όπου τον κρέμασε η κοινότητα για τον φριχτό φόνο ενός κοριτσιού δείχνει ενδιαφέρον να τον προσεγγίσει, με τη φράση «οι νεκροί μας εκτιμούν»: αλληλεγγύη, ουσιαστικά, ενός ακόμα απορριπτέου. Ο τρόπος δε με τον οποίον δίνεται η πλοκή και κλιμακώνεται η δράση υπήρξε θαυμάσιος. Ένα animation με μια επιβλητική (οξυγώνια κατασκευασμένη) φιγούρα αυταρχικής μάνας μας διηγήθηκε αρχικά τη ζωή του πρωταγωνιστή, ενώ το κομμάτι που διαδραματίστηκε στον Άδη απεικονίστηκε από χορευτές. Πολύ καλές οι χορογραφίες της Εριφύλης Δαφέρμου (ειδικά εκείνη της συνάντησης θύματος και θύτη κι εκείνη των δύο πλασμάτων-αρχόντων του Κάτω Κάσμου), ακόμα πιο ευφάνταστα δε τα κοστούμια και τα σκηνικά. 

Ακόμα και τώρα που γράφω με την κατάλληλη χρονική απόσταση το παρόν κείμενο, μένουν πολύ ζωντανά στη μνήμη μου ο δαίμονας με τα τρία κρανία και το πτυχωτό άσπρο ένδυμα, το τέρας και οι άρχοντες του Άδη, μαζί βέβαια με τα λαμπερά κίτρινα, πράσινα και κόκκινα φόντα όπου (ενίοτε) τοποθετήθηκαν. Κορυφαία σκηνική στιγμή της παράστασης, όμως, στάθηκε το τέλος της, όπου ο αποδιωγμένος ήρωας επιστρέφει στο σπίτι του για να το στοιχειώσει. Εκεί, σάστιζες με δέος απέναντι στο βάθος και στην προοπτική με την οποία είχε αποδοθεί το εσωτερικό της οικίας, με φωτισμούς, καπνούς και μικρές λεπτομέρειες (τα αναμμένα κεριά, η περούκα της καθισμένης πλάτη στο φάντασμα μάνας) να συγκροτούν ένα αληθινά γκραν φινάλε. 

Μία μόνο μα βασική ένσταση έχω για τα όσα παρακολούθησα, τα επεξηγηματικά της δράσης κειμενάκια –τα οποία εμφανίζονταν ως προβολές. Είχαν, βρήκα, έναν τόνο παιδικό με την κακή έννοια, καθώς και μια αφελή (σχεδόν σπαραξικάρδια) δραματικότητα, η οποία δεν κόλλαγε με το υποβλητικό των σκηνικών, των χορογραφιών και των τραγουδιών. Υπήρχε ωστόσο μια θαυμάσια σύλληψη: ένα τέρας του Άδη το οποίο αναλάμβανε να καταβροχθίσει όσους νεκρούς χάνονταν από τη μνήμη των ζωντανών. Μια ενδιαφέρουσα προσέγγιση στα μετά τον θάνατο, ριζωμένη σε λαϊκές αντιλήψεις με αινιγματική καταγωγή, αλλά και με ένα «άρωμα» ομηρικών πιστεύω για τον Κάτω Κόσμο. 

Άφησα για το τέλος τα νέα τραγούδια των Dirty Granny Tales, ως το ενοποιητικό στοιχείο όλων των παραπάνω, το οποίο έδινε τόνο, χαρακτήρα και υπόσταση στο Rejection. Αν και λείπει πλέον το στοιχείο της έκπληξης από τη μουσική τους, υπάρχει εξέλιξη ως προς τον τρόπο ενοποίησης των αναφορών τους, καθώς και εμβάθυνση στον τρόπο συνύπαρξης του πιάνου, του βιολιού και του μαντολίνου με τα κρουστά (πολύ καλός ο ντράμερ της μπάντας) και με τα ηλεκτρικά όργανα. 

Το χαρμάνι των Dirty Granny Tales μεταφράστηκε λοιπόν σε πολλά υπέροχα τραγούδια, τα οποία απέδωσε με πάθος και με τον απαραίτητο σκοτεινό ρομαντισμό ο ηγέτης τους Mouldbreath. Συντονισμένα στο πνεύμα της παράστασης, εμπεριείχαν θλίψη, μελαγχολία, θυμό και σύγχυση σε δόσεις προσεγμένες, ώστε να υπηρετούν μεν τη σκηνική συνθήκη, συγκροτώντας όμως, παράλληλα, μικρά και αυτόνομα σύνολα, από τα οποία έλειπαν οι υπερβολές και οι ευκολίες που επικρατούν στους gothic, metal και goth-metal χώρους ή στο συμφωνικό ύφος που τους διέπει κατά τα τελευταία χρόνια. Θα είναι κέρδος για όλους μας να βρουν τον δρόμο τους προς τη δισκογραφία.

Κάνουν εξαιρετική δουλειά οι Dirty Granny Tales και είναι άδικη η (συχνή) σύγκρισή τους με τους Tiger Lillies. Συγγένειες υπάρχουν, δεν το αρνείται κανείς. Εκεί όμως που οι τελευταίοι βάλτωσαν σε μια μανιέρα και κατέληξαν καρικατούρες του ίδιου τους του Freakshow, οι Dirty Granny Tales συνεχίζουν αψηφώντας τον φορμαλισμό. Και η απήχηση που βρίσκουν αποτελεί δίκαιη ανταμοιβή της πορείας τους. 



17 Οκτωβρίου 2023

Στάθης Κουκουλάρης - ανταπόκριση (2013)


Σεπτέμβριος 2013, 10 χρόνια πριν να γραφτούν οι παρούσες γραμμές. Το ήξερα από 'δω κι από 'κει το όνομα του Στάθη Κουκουλάρη, όπως βέβαια και τη φήμη του, ως Ναξιώτη βιολιστή πρώτου μεγέθους για τα παραδοσιακά πράγματα των Κυκλάδων. 

Τίποτα, όμως, δεν με είχε προετοιμάσει για τα όσα θα έβλεπα και κυρίως θα άκουγα στο Μουσείο Λαϊκών Οργάνων «Φοίβος Ανωγειανάκης», όπου έμεινα –κυριολεκτικά– με το στόμα ανοιχτό.

Μια ανταπόκριση για τη βραδιά δημοσιεύτηκε στο Avopolis, με το κείμενο να αναδημοσιεύεται τώρα κι εδώ, με μικρές, αισθητικής φύσης τροποποιήσεις.

* οι χρησιμοποιούμενες φωτογραφίες προέρχονται από τη βραδιά και παραχωρήθηκαν από τους συντελεστές για τις ανάγκες του δημοσιεύματος. Στην κεντρική, δίπλα στον Στάθη Κουκουλάρη εικονίζεται η Μάρθα Μαυροειδή


Θα σας πω την αλήθεια. Στο τρίτο κιόλας κομμάτι της βραδιάς αναζητούσα το σαγόνι μου, το οποίο είχε φύγει προς τα κάτω. Από θαυμασμό, από απόλαυση, από μέθεξη, από πώρωση –βάλτε ό,τι λέξη αγαπάτε, μέσα θα 'στε. Κι αν ήταν δύσκολο να εκφραστούν όλα αυτά από τις καρέκλες όπου ήμασταν καθισμένοι στον κατάμεστο κήπο του Μουσείου Λαϊκών Οργάνων στην Πλάκα, βρήκαμε τον τρόπο να τα δείξουμε στον Στάθη Κουκουλάρη και στους υπέροχους συνοδούς του: δημιουργώντας μικρούς χαμούς, φωνάζοντας, χειροκροτώντας. 

Ο Ναξιώτης βιολιστής βγήκε στη σκηνή εν μέσω όχι μόνο επευφημιών, αλλά και ευχών για την ονομαστική του εορτή. Ψέλλισε ένα «ευχαριστώ» και ήταν η μόνη κουβέντα την οποία θα μας απηύθυνε. Ανέκφραστος, αγέλαστος και με το βλέμμα στυλωμένο κάπου ψηλά, είχε μυαλό μόνο για το βιολί του. Όχι από στριμάδα –μετά το τέλος της συναυλίας τον είδα καθισμένο να χαμογελά πλατιά. Προφανώς δεν έχει μάθει στο αλισβερίσι με το κοινό, δεν είναι αυτό που λέμε «επικοινωνιακός»: ο άνθρωπος τα λέει όλα με το όργανό του και πραγματικά δεν χρειάζεται να προσθέσει κουβέντα παραπάνω. 

Τις όποιες ανάγκες επικοινωνίας ανέλαβε λοιπόν η γλυκιά Μάρθα Μαυροειδή (φωνή/πολίτικο λαούτο), η οποία μας πληροφόρησε και για τις αλλαγές στη σύνθεση της κομπανίας: ο γιος του Κουκουλάρη, ο Βαγγέλης, δεν μπόρεσε να παραστεί, όπως ήταν προγραμματισμένο· τη θέση του στο λαούτο πήραν έτσι δύο Παριανοί, ο Σπύρος Μπάλλιος και ο Νίκος Παπαδάκης. Παριανός ήταν επίσης ο κοντραμπασίστας Γιώργος Βεντουρής, ενώ τη μπάντα συμπλήρωνε ο Βαγγέλης Καρίπης στα κρουστά. Όλοι τους θαυμάσιοι μουσικοί. 

Η συναυλία, τώρα, είχε στηθεί με τη λογική της φιλοξενίας ενός ευρύτερου ρεπερτορίου υπό τη σκέπη του κυκλαδίτικου στιλ. Δημιουργήθηκε έτσι ένας «χώρος» από τη Σκύρο ως το Αϊβαλί, με κομβικούς σταθμούς τη Νάξο και τα Δωδεκάνησα και με την παλιά Κωνσταντινούπολη να κάνει κι εκείνη τις περαντζάδες της. Η προσέγγιση αποδείχθηκε λειτουργική, κάτι αναμενόμενο αν σκεφτεί κανείς πως είναι και ιστορικά ακριβής: το κυκλαδίτικο ύφος, όπως το γνωρίζουμε, έχει ζυμωθεί με σημαντικά μικρασιατικά δάνεια. Χαρακτηριστικό παράδειγμα από όσα ακούσαμε την Παρασκευή, το "Θα Πάρω Βόλτα Τα Βουνά". Τραγούδι που ναι μεν έχει συνυφανθεί με τις Κυκλάδες, προέρχεται όμως από ένα κοινό μικρασιατικό ρεπερτόριο, το οποίο δείχνει να πέρασε στα κυκλαδονήσια στα χρόνια του Μιχάλη Κονιτόπουλου –συμπατριώτη του Κουκουλάρη, από τον Κινίδαρο της Νάξου. 

Άλλες επιλογές οι οποίες (επ)έμειναν να ηχούν στ' αυτιά μου και αρκετά μετά το πέρας της συναυλίας ήταν ο "Σκοπός Της Νύφης", το σκυριανό τραγούδι με τους στίχους «μάθανε την αγάπη μας κι όσο μπορείς φυλάγου», το πάντα αγαπητό στο κοινό "Αμοργιανό Μου Πέραμα" και ο "Μπαρμπα-Γιαννακάκης". Η Μάρθα Μαυροειδή στάθηκε σε εξαιρετικό ύψος ερμηνευτικά, παρότι νομίζω ότι η προσέγγισή της βασίστηκε περισσότερο στο μικρασιατικό ύφος, παρά στο κυκλαδίτικο. Όπως και να έχει, πάντως, δεν υπήρξε τραγούδι που να μην το είπε ωραία. 

Από τους μουσικούς θαύμασα για ακόμα μία φορά τον Βαγγέλη Καρίπη και τη μαστοριά του στα κρουστά, ενώ απόλαυσα τον Σπύρο Μπάλλιο, που λαουτάριζε φανερά εκστασιασμένος με τα όσα ποιούσε ο Κουκουλάρης. Ο οποίος και αποτυπώθηκε, βέβαια, ως μεγάλος πρωταγωνιστής και «ψυχή» της κομπανίας: πότε με δοξαριές, πότε με δαχτυλιές, πότε συνοδεύοντας και πότε σε οργανικά σόλο, στάθηκε σε κάθε περίσταση ένας φανταστικός βιολιστής, ικανός να παρασύρει/συγκινήσει με τους χρωματισμούς του παιξίματός του. 

Ήταν, συμπερασματικά, μια ουσιωδώς παραδοσιακή συναυλία, πραγματοποιημένη σε έναν πανέμορφο χώρο: ο κήπος του Μουσείου Λαϊκών Οργάνων είναι από τους ωραιότερους στην πρωτεύουσα για μικρές, ανοιχτές συναυλίες. Στην ατμόσφαιρα πλανιόταν κάτι από το πνεύμα «μ' αγιόκλημα και γιασεμιά», όπως το εννοούσε ο Λουκιανός Κηλαηδόνης, το οποίο –σε συνδυασμό με την απόδοση του Κουκουλάρη και των συνοδών του– μεγιστοποίησε την απόλαυση για όσους είχαμε την τύχη να βρεθούμε εκεί. 



16 Οκτωβρίου 2023

Φοίβος Δεληβοριάς - συνέντευξη (2011)


Με αφορμή την έκδοση του δίσκου «Ο Αόρατος Άνθρωπος» (δείτε περισσότερα εδώ), αποφασίστηκε από κοινού με τον Σωκράτη Παπαχατζή και την Inner Ear να στήσουμε και μια συνέντευξη με τον Φοίβο Δεληβοριά.

Όπερ και εγένετο, με το κείμενο που προέκυψε να δημοσιεύεται στο περιοδικό Ήχος, στο τεύχος Μαρτίου 2011. Εδώ, τώρα, δημοσιεύεται και για πρώτη φορά στο ίντερνετ, με κάποιες μικρές, αισθητικής φύσης τροποποιήσεις.

* οι χρησιμοποιούμενες φωτογραφίες προέρχονται από το υλικό που διατέθηκε στον Τύπο ως promo για τον δίσκο 


Ποιος είναι ο Αόρατος Άνθρωπος και τι σηματοδοτεί η παρουσία του στα δισκογραφικά πράγματα; Θέλει να ξεσηκώσει, σαν π.χ. τον ήρωα του V For Vendetta; Ή, απλά, να κινείται δίχως να τον παρατηρούν οι υπόλοιποι;

Μα, το μαράζι του κάθε Αόρατου Ανθρώπου είναι να τον δουν! Και να τον αγαπήσουν. Το ξέρουμε κι από τις ιστορίες επιστημονικής φαντασίας. Η περίπτωση του δικού μου δεν θα μπορούσε να διαφέρει. Φωνάζει με κάθε δυνατό τρόπο και ήχο πως είναι εδώ, πως σφύζει από ένα καινούριο, τρεμάμενο αίσθημα, πως αυτή η στιγμή μπορεί και να είναι η κρίσιμη. 

Ο κόσμος μιλάει συνεχώς για «κρίση», θέλει όμως στ' αλήθεια να ξεφύγει; Εν πάση περιπτώσει, οι δίσκοι δεν αλλάζουν τον κόσμο. Δεν ξέρω καν αν οι επαναστάσεις άλλαξαν ποτέ τίποτα. Το μόνο σίγουρο είναι ότι η μουσική δεν φαίνεται, μα σε κάνει να βλέπεις κάτι. Αν μπορεί έστω κι ένας –ακροατής ή ομότεχνος– να δει κάτι αόρατο με αφορμή τον δίσκο μου, εγώ θα είμαι πανευτυχής.
                 
Στερεότυπα ίσως, πολλοί φαντάζονταν ότι ο Φοίβος Δεληβοριάς, όταν κάθεται να ακούσει μουσική, ακούει κυρίως άλλους τραγουδοποιούς. Σε τι ακούσματά σου παραπέμπει ο Αόρατος Άνθρωπος; 

Σε κινηματογραφικούς συνθέτες του 1940, στον Max Richter, στη Λένα Πλάτωνος του Γκάλοπ, στους Depeche Mode, στον Matt Elliott, στους Eels, στον Πάνο Γαβαλά, στους Κόρε. Ύδρο., στον James Blue Bland και στον Serge Gainsbourg, σε μουσικές από διαφημίσεις που άκουγα μικρός και σε δίσκους του 2009 τους οποίους δεν ξανάκουσα το 2010.

Πώς βρίσκεις τη «θέα» από τον καινούργιο Εξώστη της Inner Ear, ειδικά εσύ, που έχεις ως μέτρο σύγκρισης κι άλλες δισκογραφικές εταιρείες; 

Θα πω μόνο ένα: γυρίσαμε ένα βιντεοκλίπ πρόσφατα και όλα τα στελέχη της Inner Ear συμμετείχαν! Από το σενάριο μέχρι το ποιος κρατούσε το ρεφλεκτέρ, βρίσκονταν όλοι εκεί, ενώ φίλοι από τους B-Sides και τους Abbie Gale ήρθαν να παίξουν. Κι όλα σχεδιάστηκαν και πραγματοποιήθηκαν σε δύο μέρες, χωρίς καθόλου φτήνια και μεμψιμοιρία. Σε μια πολυεθνική θα έψαχναν ακόμα για χορηγούς...

Η δισκογραφική σου διαδρομή δείχνει ότι δεν είχες πάντα την ίδια άνεση με τη μουσική, όπως στις τελευταίες σου δουλειές. Υπήρχε ένα δίπολο στίχων-μουσικής όπου ένιωθες, ίσως, εγκλωβισμένος; 

Δεν είναι πως δεν έδινα σημασία στη μουσική, γιατί τα ακόρντα μου δεν ήταν ποτέ απλά. Στο στούντιο, όμως, βιαζόμουν... Υποβίβαζα τη σημασία του ήχου, του μουσικού ύφους. Δεν φταίνε άλλοι γι' αυτό, εγώ ήμουν ανίκανος να επιβάλλω το γούστο που αισθανόμουν ως σωστό. Άκουγα έναν μουσικό να προτείνει κάτι και ψηνόμουν αμέσως. Μέσα μου άκουγα ίσως κάτι άλλο, δεν θεωρούσα όμως σημαντικό να το διεκδικήσω, όπως έκανα με τα κείμενα. Στον Αόρατο Άνθρωπο δεν ακούστηκε τίποτα που να μην το ήθελα έτσι ακριβώς. Κι αυτό, περιέργως, δεν πίεσε κανέναν συνεργάτη μου. Αντίθετα, γεννούσαν όλο και περισσότερες ιδέες μόλις κατάλαβαν τι θέλω.

Γιατί στην εποχή του Facebook και της «επανάστασης» στις επικοινωνίες οι έρωτες έχουν, τελικά, γίνει πιο δειλοί; 

Μα ποιος είναι πιο δειλός, ο αμυντικός ή ο επιθετικός; Στο Facebook και στο Twitter βρίσκεσαι συνέχεια σε άμυνα. Λες τις καλύτερες ατάκες, αλλά έχεις τον χρόνο να προετοιμαστείς. Οι φωτογραφίες είναι διαλεγμένες από σένα και δεν «μυρίζεις» και τίποτα. Κάτι τέτοιο σε κάνει έναν παρανοϊκό της σκηνοθεσίας. Άντε μετά να αντέξεις την απρόβλεπτη έκρηξη της σχέσης ή τις ατέλειωτες σιωπές της.

Ένα κομμάτι του κοινού, το οποίο σε ακολουθούσε με την ιδιότητα του οπαδού, έχει αρχίσει να μουρμουράει ήδη από το Έξω (2007) για το πού πορεύεσαι. Τι πιστεύεις τους κάνει να μη μπορούν να σε παρακολουθήσουν; 

Για τους οπαδούς έχω γράψει τον "Καθρέφτη": «όσοι μου λένε "φίλε, όπως είσαι, μείνε" είναι όσοι χάψαν τον αντικατοπτρισμό». Ο άνθρωπος με ψυχοσύνθεση οπαδού, απλώς προβάλλει την προβληματική σχέση με τον μπαμπά του –συνήθως– πάνω σε μια ομάδα, μιαν ιδεολογία, μια θρησκεία, έναν καλλιτέχνη. 

Γι' αυτούς, είσαι ένας ήρωας που οφείλει να συμφωνεί και να ταυτίζεται με τις προσδοκίες τους για τη ζωή, όσες δεν τολμούν να πραγματώσουν οι ίδιοι. Μπουκάρουν ξαφνικά μέσα στο καμαρίνι ή σε παίρνουν στο τηλέφωνο και με ταραγμένη φωνή σου λένε πως «ξέφυγες απ' τον δρόμο σου». Κι αυτό μετά από κάθε δίσκο! Ποτέ δεν μου έχει συμβεί να βγάλω δίσκο και να μην μου πουν ότι «δεν πάω καλά» και τους χρειάζομαι. 

Για μένα, όμως, δεν είναι ο εαυτός μου και τα τραγούδια μου το κέντρο του κόσμου. Τη στιγμή που γράφω, μοναδική απόλυτη αξία είναι η μουσική. Κάθε φορά την ομορφιά της θέλω να αγγίξω και κάθε φορά αποτυγχάνω. Και φυσικά, όσο μεγαλώνω, η ομορφιά της γίνεται όλο και πιο δύσκολη, μου αρέσουν οι πιο απρόσιτες πλευρές της. 

Αληθινοί μου φίλοι είναι, λοιπόν, όσοι αγαπούν τη μουσική κι έτσι μπορούν να εκτιμήσουν –ή και να συγκινηθούν– από τις αποτυχίες μου. Οι υπόλοιποι, είμαι σίγουρος, θα βρουν σύντομα κάποιον άλλο να «ακολουθήσουν». Βρωμάει ο τόπος από διψασμένους νάρκισσους. 

Μιας και ανέφερες τον "Καθρέφτη", θα μας βγάλει πουθενά αυτή η κρίση στην οποία βρισκόμαστε; Ή η κοινωνία μας δεν είναι έτοιμη να κοιτάξει την όψη της στον καθρέφτη;

Μέχρι πριν έναν χρόνο, το 80% παντρευόταν α-λα-Ριτζ & Καρολάιν, οδηγούσε ως «Πολύ Σκληρός Για Να Πεθάνει» κι έδινε 20 ευρώ για να δει πόσο πληκτικό μπορεί να είναι ένα μπουκάλι, όταν το δώσεις σε μια γυμνή, ασήμαντη γυναίκα. 

Μέχρι να ξαναορίσουν όλοι αυτοί τι σημαίνει να είσαι ελεύθερος χωρίς τα παραπάνω, θα την πληρώσουν πολλοί μετανάστες, θα απολυθούν πολλοί άδικα, θα μείνουν αμόρφωτα πολλά παιδιά και περιοχές σαν την Κερατέα θα κινδυνεύσουν να καταστραφούν ολοσχερώς. 

Σημαντικό ρόλο θα παίξει, έτσι, το τι θα κάνουμε όλοι εμείς, όσοι καταλαβαίναμε από πριν ότι το πράγμα έχει αρρωστήσει. Θα ενωθούμε; Θα ακούσουμε ο ένας τη φωνή του άλλου; Ή θα παραμείνουμε ταμπουρωμένοι στις αλληλομισούμενες σέχτες μας;

Γιατί έχουμε φτάσει σε ένα σημείο όπου μια αγγλόφωνη γενιά δημιουργών δείχνει να γράφει καλύτερα τραγούδια από τους Έλληνες συνομηλίκους, παρότι δεν τα πάει καλά με τον στίχο;  

Γιατί το ελληνικό τραγούδι λέει ψέματα, εδώ και πολύ καιρό. Είτε εξακολουθεί να αναπαράγει την κυκλοθυμική καψούρα του «αγνού λαϊκού παιδιού», είτε προσποιείται ότι συνεχίζει τους μεγάλους ποιητές και τον Μάνο Χατζιδάκι χωρίς καν να τους γνωρίζει, είτε αυτοαποκαλείται ποπ, ενώ ο μόνος ορίζοντάς του είναι η Eurovision. 

Αντιθέτως –στη Βρετανία ειδικά– οι άνθρωποι εξακολουθούν και πραγματοποιούν τον αληθινό τους εαυτό μέσα από τη μουσική, είτε είναι «έντεχνοι» όπως οι Radiohead και οι Arcade Fire, είτε είναι λαϊκοί και ποπ όπως η Amy Winehouse και η La Roux. Οπότε, ένα παιδί που θέλει να βρει στ' αλήθεια τον σημερινό του εαυτό, δεν μπορεί παρά να επηρεαστεί από τους δεύτερους. 

Δεν αρκεί, ωστόσο, η μίμηση μιας γλώσσας και μιας προφοράς για να κάνεις έναν καλό στίχο και δεν γίνεται να γράψεις καλό τραγούδι χωρίς καλό στίχο. Οι στίχοι των Radiohead π.χ. κρίνονται από τους Άγγλους ακροατές ως καλοί κι αυτό είναι μέρος της αξίας και της επιτυχίας τους, που φτάνει μέχρι τη χώρα μας. Εμείς, άραγε, δεν θέλουμε να κριθούμε στιχουργικά απ' τους ακροατές μας;  

Συμφωνείς, λοιπόν, με το ότι υπάρχει πολύ μιμητισμός στους αγγλόφωνους, όπως και μια επίφαση εναλλακτικότητας; Ανάλογη με την επίφαση ποιότητας που επικαλούνται κάποιοι «έντεχνοι»;

Ναι... Δυστυχώς είμαστε επαρχιακών ηθών κοινωνία, οπότε, όταν ποζάρουμε ως «καλλιεργημένοι» και «ποιοτικοί», όπως και ως «εναλλακτικοί», νομίζουμε ότι καθαρίσαμε. Η πόζα, όμως, είναι η μισή δουλειά... Πάντως –για να μην παρεξηγηθώ– δεν θεωρώ τους αγγλόφωνους οπωσδήποτε ποζεράδες. Υπάρχουν εξαιρετικοί δίσκοι με αγγλικό στίχο, φτιαγμένοι από παιδιά σοβαρότατα. Ο χρόνος θα δείξει ποιοι είναι αληθινοί μουσικοί και ποιοι κάνουν απλώς το κομμάτι τους, με τις εκάστοτε μόδες.

Σε είδαμε πρόσφατα στη σκηνή του «Μετρό». Τι άλλα σχέδια έχεις για το πρώτο τουλάχιστον μισό του 2011;

Θα ταξιδέψω στην Ελλάδα, παρέα με τους συνεργάτες μου, για να βρούμε τους ομοίους μας: τους Αόρατους της διπλανής πόρτας.



15 Οκτωβρίου 2023

Φοίβος Δεληβοριάς: Ο Αόρατος Άνθρωπος [δισκοκριτική, 2010]


Αρκετές φορές έγραψα για τον Φοίβο Δεληβοριά και τα έργα του –τα εν τω στούντιο και τα επί σκηνής– στο διάστημα των σχεδόν 20 χρόνων που είμαι ενεργός ως κριτικός. 

Με το μάτι των «εκ των υστέρων», όμως, δεν με ικανοποιούν όλα όσα έχω υπογράψει. Το κείμενο για τον δίσκο «Έξω» (2007), ας πούμε, παρότι ξέρω ότι άρεσε και εκτιμήθηκε –μου ζητήθηκε και άδεια χρήσης του από τα πολυκαταστήματα «Public», μάλιστα, για μια σχετική καμπάνια– είναι για μένα ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα. Γιατί μπορεί υφολογικά και φιλολογικά να είναι ωραίο, αλλά θεωρώ ότι στην αποτίμηση του «Έξω» έπεσε ...έξω, βλέποντας το άλμπουμ ως κάτι περισσότερο από όσο όντως ήταν, τελικά. 

Κι εδώ ίσως βρίσκεται και ο πυρήνας μιας χρόνιας συζήτησης που έχω με τον φίλο Αντώνη Ξαγά περί κριτικής, ο οποίος την αντιλαμβάνεται ως κάτι αρκετά κοντά στη λογοτεχνία, σε αντίθεση με μένα, που βλέπω στο λογοτεχνίζειν ένα αναγκαίο μέσο για να εκφέρεις πράγματα που ανήκουν στον ατόφιο στοχασμό.

Τέλος πάντων, για το blog κάνω κι εγώ το προσωπικό μου κοσκίνισμα από τα όσα δημοσίευσα μέσα στα χρόνια. Και για αναδημοσίευση από τις δισκοκριτικές στέκομαι στο κείμενο για τον «Αόρατο Άνθρωπο» (2010), που πρωτοδημοσιεύτηκε στο Avopolis και ακολουθεί κάτωθι –με μικρές, αισθητικής φύσης τροποποιήσεις.

* η κεντρική φωτογραφία προέρχεται από το promo υλικό της εποχής που διατέθηκε στον Τύπο


Έχω σχεδόν καταλήξει ότι το μεγαλύτερο πρόβλημα των σύγχρονων Ελλήνων δημιουργών –ακόμα και των αντικειμενικά πιο άξιων– είναι η στασιμότητα και η τεμπελιά. Το παλεύουν, αποκτούν στίγμα, το φτάνουν κάπου και μετά βάζουν το καρμπόν, βγάζοντάς τη με ατέλειωτες παραλλαγές. Παράλληλα, γίνεται ολοένα και πιο εμφανές ότι δεν ακούνε πια μουσική. Με την έννοια ότι δεν παρακολουθούν την εγχώρια και διεθνή δισκογραφία παρά αποσπασματικά και βάσει εμμονών. Αφορά και τους κριτικούς αυτό, αλλά ας μην το πιάσουμε τώρα.

Γράφω τα παραπάνω ώστε να εξαιρέσω τον Φοίβο Δεληβοριά, επαινώντας τον για το γενναίο βήμα προς τα μπροστά που πραγματοποιεί με τον Αόρατο Άνθρωπο. Θυμάμαι τις μέρες του Έξω, όταν είχα εμπλακεί σε ατέλειωτες συζητήσεις με ανθρώπους που ισχυρίζονταν ότι ήταν το «χειρότερό του», υπερασπιζόμενος τα 4 αστέρια με τα οποία το είχα αξιολογήσει. Εκ των υστέρων κρίνοντας, υπήρξα υπερβολικός. Όχι γιατί δεν ήταν καλό άλμπουμ –αυτό δεν το συζητάω. Αλλά γιατί είχα μάλλον αξιολογήσει περισσότερο την ανάγκη του Δεληβοριά να δοκιμάσει νέους τρόπους έκφρασης και να φανταστεί τον εαυτό του κάπως αλλιώς, παρά το υλικό. Την ένιωθα, δηλαδή, να κοχλάζει κάτω από τα τραγούδια και να προσπαθεί να υπερβεί τα ηχητικά όρια (τα δικά του όρια) και πολύ μου άρεσε ως καλλιτεχνική στάση.

Στον Αόρατο Άνθρωπο, όμως, η επιδιωκόμενη υπέρβαση οργανώνεται καλύτερα και πιο ευφάνταστα. Τα νέα «σύνορα» χαράζονται με σταθερότερο χέρι κι έτσι ακούμε τραγούδια με μεγαλύτερη δυναμική από εκείνα του Έξω, με περισσότερα δηλαδή εχέγγυα απέναντι στη λαίλαπα του χρόνου. Εδώ αρμόζουν λοιπόν τα 4 αστέρια. Στον δίσκο που βάζει τον Δεληβοριά στη λίγκα όσων φτασμένων δημιουργών συνεχίζουν να ανησυχούν για το πού μπορεί να πάει η μουσική τους στον 21ο αιώνα.  

Ο Αόρατος Άνθρωπος αποτελεί σημαντικό άλμπουμ όχι μόνο γιατί βρίσκει τον δημιουργό του να προχωρά, αλλά και γιατί έχει να δώσει κάτι στο σήμερα του μουσικού γίγνεσθαι. Πρόκειται για δουλειά που εγείρει ερωτήματα και αμφισβητεί το δεδομένο της ηλεκτρικής φόρμας των τραγουδοποιών, επιδεικνύοντας μάλιστα τόλμη την οποία δεν συναντάς ούτε σε περιπτώσεις πολυδιαφημισμένων, εσχάτως, singer-songwriters του εξωτερικού. Έχει, για παράδειγμα, περισσότερα να πει από τον Get Well Soon ή από όσους ενδοσκοπικούς τροβαδούρους βιάζεται να αποθεώσει η κριτική στη βάση (συνήθως) μιας κουτσής κιθάρας κι ενός ιδιοσυγκρασιακού λυγμού.

Δεν θέλω να κάνω λόγο για «πειραματισμό», γιατί η έννοια πολυφορέθηκε, δεν περιγράφει πλέον τίποτα και –αφότου έγιναν ακόμα και οι Einstürzende Neubauten ποπ– είναι πολύ συζητήσιμο το αν μια τέτοια ταμπέλα συνεχίζει να ταυτίζεται με την πρωτοπορία και με την καινοτομία. Δεν αποτελεί πρωτοπορία να ακούς theremin, μουσικά πριόνια και στυλόφωνα σε έναν δίσκο, ούτε συνιστά καινοτομία επειδή δεν τα ακούγαμε ως τώρα σε δίσκους εγχώριων τραγουδοποιών. Θέλω να είμαι ξεκάθαρος σε αυτό. Τέτοια πράγματα τα νομίζουν άνθρωποι με φτωχό ορίζοντα μουσικών αναφορών, οι οποίοι δεν ακούνε παρά μόνο τον κλασικό συνδυασμό κιθάρα/μπάσο/τύμπανα και όλα τα υπόλοιπα τους φαίνονται διανοουμενίστικα.

Σημασία για την περίπτωσή μας έχει ότι στο νέο άλμπουμ τα παραπάνω στοιχεία επιστρατεύονται όχι για να κοσμήσουν τον ήχο του Δεληβοριά ως εξωτικά μπιζού, μα για να τον ανατρέψουν και –συνειδητά– να του δώσουν ένα νέο εύρος. Στόχος που επιτυγχάνεται όχι μόνο χάρη στις συνθέσεις, μα και χάρη στις θαυμάσιες ενορχηστρώσεις και στη λογική της παραγωγής. Η ηλεκτρονική ένδυση της "Αμφιβολίας", το "Bolero" και το "Μηδέν Εισερχόμενα" αποτελούν γερά παραδείγματα, ενώ το "Θα 'Θελα Να 'Μουνα Εκεί", το "Ωροσκόπιο" (με τη φωνή της Αρλέτας), το "Χωρίς" και το "Καταφύγιο" δείχνουν την άλλη πλευρά της δουλειάς –τον πιο γνώριμο τραγουδοποιό, ο οποίος, όμως, αν και οικείος, γράφει και ερμηνεύει λίγο διαφορετικά: με μια καινούρια ωριμότητα.

Ο Αόρατος Άνθρωπος του Φοίβου Δεληβοριά και μερικοί ακόμα δίσκοι που το κοινό ίσως ανακαλύψει αργότερα συνιστούν όχι μόνο το σήμερα του ελληνικού τραγουδιού, μα και το πιο ευδιάκριτο παράθυρο προς το αύριο που άνοιξε κατά την τελευταία δεκαετία. Να με συγχωρούν οι αγγλόφωνοι δημιουργοί μας, αρκετοί εκ των οποίων έχουν πράγματι καταθέσει αξιόλογες ως και πολύ καλές δουλειές. Όμως ακόμα εκκρεμεί εκ μέρους τους μια κατάθεση ανάλογης βαρύτητας με όσα περιγράφω παραπάνω. Η οποία να μην παίρνει δηλαδή τα εύσημα μόνο γιατί δάμασε επιτυχώς τα Δυτικά πρότυπα και προχώρησε σε δημιουργική αφομοίωση, μα να μπορεί να θέσει και ερωτήματα χωρίς, παράλληλα, να απεμπολεί τον μαζικό, ραδιοφωνικό της χαρακτήρα.



14 Οκτωβρίου 2023

Αλίκη Καγιαλόγλου - ανταπόκριση (2008)


Οκτώβριος 2008, 15 χρόνια πριν. Τρελή Παρασκευή, τότε, μα τα βήματα της βραδιάς εκείνης με οδήγησαν στο Ηρώδειο, καθώς ήμουν αποφασισμένος (διαβάζω, δεν θυμάμαι) να μη χάσω τη συναυλία που θα έδινε εκεί η Αλίκη Καγιαλόγλου.

Οι εντυπώσεις έγιναν έπειτα ένα κείμενο ανταπόκρισης, το οποίο πρωτοδημοσιεύτηκε τότε στο Avopolis Greek (που ακόμα ήταν ανεξάρτητη του Avopolis υπο-ιστοσελίδα) και αναδημοσιεύεται τώρα κι εδώ, με μικρές, αισθητικής φύσης τροποποιήσεις.

* οι χρησιμοποιούμενες φωτογραφίες προέρχονται από τη μεγάλη δεξαμενή του ίντερνετ


Ήταν μια τρελή Παρασκευή και κανονικά θα έπρεπε ίσως να μαζευτώ λίγο σπίτι μου και να αράξω, φεύγοντας από το γραφείο. Όμως ήμουν αποφασισμένος να μη χάσω την Αλίκη Καγιαλόγλου, γνωρίζοντας όχι μόνο την αξία της φωνής της, αλλά και το ότι σίγουρα είχε κάποιον καλό λόγο για να πραγματοποιήσει μια ζωντανή εμφάνιση. Δεν έπεσα έξω στην εκτίμησή μου και παρότι ήταν μάλλον μια περίσταση με αρκετούς ...αυτοσχεδιασμούς, χάρηκα για το ότι βρέθηκα στο Ηρώδειο και την παρακολούθησα. Άλλωστε η απροσδόκητα ζεστή βραδιά –με λίγα μόνο σύννεφα να μας θυμίζουν την πραγματικότητα του φθινοπώρου– προσφερόταν για μια υπαίθρια συναυλία.

Η Αλίκη Καγιαλόγλου είναι από τις αδικημένες καλλιτέχνιδες σε τούτον 'δω τον τόπο. Μετά τον θάνατο του Μάνου Χατζιδάκι τα πράγματα έγιναν αρκετά δύσκολα για αυτήν και, για λόγους που δεν γνωρίζω, περιθωριοποιήθηκε δισκογραφικά. Μια τόσο άξια φωνή, με τέτοιον ερμηνευτικό πλούτο, βρίσκεται λοιπόν στο περιθώριο, ενώ σταδιοδρομεί και προβάλλεται ο κάθε άσχετος –δεν το λέω με καμία ρομαντική διάθεση περί παλιών καλών ημερών, αλλά με τον στυγνό ρεαλισμό του τι κυκλοφορεί εκεί έξω και «σπρώχνεται», πραγματικότητα την οποία γνωρίζουμε από πρώτο χέρι στον Τύπο. 

Με τα δεδομένα αυτά, η προσέλευση του κόσμου στο Ηρώδειο ήταν πολύ ικανοποιητική, έστω κι αν παρουσιάστηκε η γνωστή εικόνα κυριαρχίας της μέσης ηλικίας, με δαχτυλοδειχτούμενες τις νεαρές παρουσίες. Ιδιαίτερη αίσθηση, μάλιστα, προξένησε η παρουσία αρκετών Απωανατολιτών στο μπροστινό μέρος του κεντρικού διαζώματος –πιθανολογώ Γιαπωνέζων. Είδα και μια γειτόνισσά μου, μεγάλη σε ηλικία και δεν μπόρεσα να μη σκεφτώ για τη σημασία του γεγονότος πως, τόσα χρόνια γείτονες, ποτέ δεν είπαμε κάτι σχετικό με μουσική... Αίσθηση, πάντως, προκάλεσε και η προσέλευση μιας γριούλας σε αμαξίδιο, λεπτομέρεια την οποία πρέπει να συγκρατήσετε, γιατί έχει σημασία. 

Η συναυλία ήταν ένα ταξίδι στους προσωπικούς μύθους της Αλίκης Καγιαλόγλου, σε όλα εκείνα δηλαδή που τη διαμόρφωσαν και την καθόρισαν. Μπήκε στη σκηνή τραγουδώντας μας a cappella το γνωστό νανούρισμα "Κοιμήσου Και Παράγγειλα", λέγοντάς μας κατόπιν πόσα χρωστούσε στη γιαγιά της, η οποία έψελνε υπέροχα, στη σινεφίλ θεία της και στη μητέρα της, που διαρκώς χόρευε και τραγουδούσε. Το τερέν όλων αυτών των ανθρώπων ήταν η Σμύρνη –η ελληνική πόλη της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, όχι το σημερινό Ιζμίρ– και από εκεί ξεκίναγε το ξετύλιγμα του κουβαριού. Κι εκεί πήγαμε κατόπιν και τραγουδιστικά, ακούγοντας το δοξασμένο "Δεν Σε Θέλω Πια", καθώς και μια υποδειγματική εκτέλεση στο δημοτικό "Ένα Τρεχαντηράκι", περνώντας κατόπιν σε ισπανικά τραγούδια: μη σας φανεί  παράλογο άλμα, οι Εβραίοι της Σμύρνης ήταν ισπανόφωνοι. 

Μέσω της δικής τους κληρονομιάς, έπειτα, στήθηκε η «γέφυρα» προς τους επόμενους μύθους της Καγιαλόγλου: τον Φεντερίκο Γκαρθία Λόρκα, τον Ástor Piazzolla και την ποίηση της Alfonsina Storni, με το τραγούδι που είπε για τη μεγάλη αυτή Αργεντινή ποιήτρια να καταγράφεται ως μία από τις πιο μαγευτικές στιγμές της συναυλίας. Ύστερα, από τη Λατινική Αμερική γυρίσαμε πίσω στην Ελλάδα και μέσω Νικηφόρου Βρεττάκου και Γιάννη Ρίτσου φτάσαμε στον Μίκη Θεοδωράκη, με την Καγιαλόγλου να θυμάται το νανούρισμα με το οποίο μπήκε στη δισκογραφία ("Κοιμήσου Αγγελούδι Μου") και να θυμίζει και σε μας αποσπάσματα από τον «Επιτάφιο». 

Ήταν, όμως, ώρα για ένα διάλειμμα, στο οποίο μας κράτησε συντροφιά η κόρη της ερμηνεύτριας, Ελένη Λυδία Σταμέλλου, η οποία μπήκε με το "I Feel Pretty" (από το West Side Story), τραβώντας αμέσως την προσοχή του κοινού. Με αστραφτερό χαμόγελο και με άνεση στη σκηνή, η σοπράνο απέδειξε πως διαθέτει όμορφη φωνή, εκπαιδευμένη και με ικανότητες έκφρασης, που μάλλον, όμως, χρειάζονται λίγο περισσότερο «χώρο» στις ερμηνείες της, όπως έδειξε λ.χ. η εκτέλεσή της στο "I Could Have Danced All Night" (από το Ωραία Μου Κυρία). Μόνη ένσταση, ότι τραγούδησε αρκετά, «σπάζοντας» τη συνοχή του προγράμματος της μητέρας της: δεν αμφιβάλλω πως η ίδια αποτελεί τον μεγαλύτερο ίσως «μύθο» της Καγιαλόγλου, δεν ξέρω όμως κατά πόσο σχετίζονται με την πορεία της τελευταίας τα τραγούδια που επέλεξε να μας πει. 

Στο σκοτάδι του πίσω μέρους του Ηρωδείου, πάντως, μπορούσα να διακρίνω την Καγιαλόγλου να παρακολουθεί με συγκίνηση την κόρη της, μέχρις ότου έφτασε η στιγμή της επιστροφής της στη σκηνή, συνοδευόμενη από τη νέα τραγουδοποιό (μα και μεταφράστρια, θεατρική συγγραφέα και ηθοποιό) Δανάη Παναγιωτοπούλου. Μια γοητευτική παρουσία, η οποία έκατσε δίπλα της στην κιθάρα και μπορώ να πω ότι της «έκλεψε» για λίγο την παράσταση όταν τραγούδησε (συνοδεία της Καγιαλόγλου) τη "Λήθη" από τον προσωπικό της δίσκο Οίκος Αντοχής, φέρνοντας έναν πιο «rock» αέρα στο Ηρώδειο, αλλά και μια διεθνή singer-songwriter αίσθηση. 

Για το τελευταίο μέρος του προγράμματος, τώρα, η Καγιαλόγλου έδειξε μια παράξενη βιασύνη να τελειώσει πιο γρήγορα από ό,τι αναμενόταν –παραπονέθηκε μάλιστα ότι κρύωνε. Έτσι, σινεμά, θέατρο, Μάνος Χατζιδάκις και τα πορτογαλικά fados ανακατεύτηκαν με ρυθμούς πιο γρήγορους από όσο αναμενόταν. Χαλάλι της, όμως, καθώς υπήρξε θαυμάσια σε κάθε της «στάση», είτε στον Ρόκο Και Τα Αδέρφια Του, είτε στην "Παναγία Των Πατησίων" και στη "Μπλανς Επιφανί", είτε στις Νύχτες της Mouraria. 

Για το φινάλε, δε, μας επεφύλασσε μια πολύ συγκινητική έκπληξη: η γριούλα που σας ανέφερα στην αρχή στο αναπηρικό αμαξίδιο δεν ήταν άλλη από τη μητέρα της ερμηνεύτριας, Μαρία Καγιαλόγλου, η οποία πήρε το μικρόφωνο και μας τραγούδησε, a cappella, ένα τραγούδι της Σμύρνης –εισπράττοντας θερμό και παρατεταμένο χειροκρότημα. Ένα άλλο απρόβλεπτο ήταν η βιαστική κάθοδος μιας (πολύ) ένθερμης θαυμάστριας, η οποία κόντεψε να βρεθεί στη σκηνή αν δεν τη σταματούσαν, απαιτώντας να τραγουδηθεί η "Αμοργός". Ευγενικά, η Καγιαλόγλου εξήγησε ότι η όλη παράσταση είχε άλλον χαρακτήρα, κάτι που σήμαινε πως θα έμεναν έξω τραγούδια που και η ίδια αγαπούσε πολύ. Έτσι κάναμε όλοι τη συμφωνία να μας πει τον "Κεμάλ" για encore και να μας καληνυχτίσει. 

Κλείνοντας, να σημειώσω την παρουσία της θαυμάσιας ορχήστρας που πλαισίωσε την Αλίκη Καγιαλόγλου –με προεξέχοντα τον Παντελή Δεσποτίδη στο βιολί. Να σημειώσω, επίσης, ότι, αν κι επρόκειτο για ένα προσωπικό ταξίδι της ερμηνεύτριας στο τραγούδι, η βραδιά κατέληξε σε μία από τις πιο όμορφες και πρωτότυπες συναυλίες τις οποίες παρακολούθησα φέτος.