19 Οκτωβρίου 2023

Dirty Granny Tales: «Rejection» - ανταπόκριση (2011)


Κάποτε παρακολουθούσα στενά, όπως κι άλλοι μου συνεργάτες στον Τύπο, τα όσα ποιούσαν οι Dirty Granny Tales: ένα αθηναϊκό σχήμα που κατάφερε να εκπροσωπήσει το πνεύμα των Tiger Lillies με έναν πιο δικό του τρόπο, ο οποίος εμπεριείχε και χορογραφίες ή κουκλοθέατρο στις ζωντανές εμφανίσεις, ενώ μπόρεσε να τραβήξει και το ενδιαφέρον ακροατών από τον goth και black metal χώρο ή ανθρώπους, γενικότερα, που άκουγαν Diamanda Galás ή εκτιμούσαν τα soundtracks του Danny Elfman για τις ταινίες του Τιμ Μπάρτον. 

Στην ουσία τους, τώρα, ήδη από την ίδρυσή τους το 2005, οι Dirty Granny Tales λειτούργησαν ως καλλιτεχνική κολεκτίβα, υπό τη μπαγκέτα του Mouldbreath –κατά κόσμον Σταύρος Μητρόπουλος, συνθέτης μα και δημιουργός animation, με metal ξεκινήματα στους Horrified, αλλά και στην ευρύτερη παρέα των Rotting Christ. 

Πίσω στον Απρίλη του 2011, λοιπόν, έγραψα κι εγώ ανταπόκριση για μια παράστασή τους («Rejection»), στο ανενεργό πλέον θέατρο των ολυμπιακών ακινήτων Badminton. Μια ανταπόκριση για τη βραδιά πρωτοδημοσιεύτηκε, κατόπιν, στο Avopolis και αναδημοσιεύεται τώρα κι εδώ –με μικρές, αισθητικής φύσης τροποποιήσεις.

* οι χρησιμοποιούμενες φωτογραφίες προέρχονται από τη βραδιά και ανήκουν στην Όλγα Κ(αλαντζή)  


Βλέποντας μόνο τις πλαϊνές θέσεις του Badminton να έχουν μείνει κενές καθώς τα φώτα έκλειναν για να ξεκινήσει η παράσταση, αναλογίστηκα ότι οι Dirty Granny Tales τα κατάφεραν. Αργά, μεθοδικά, με μόνα όπλα τους το ταλέντο και τη δουλειά τους και χωρίς βοήθεια από τους μάνατζερ του hype, διαδόθηκαν από στόμα σε στόμα. Και φτάσανε έτσι να γεμίζουν παραπάνω από ικανοποιητικά ένα θέατρο σαν το Badminton και μάλιστα με ετερόκλητο κοινό –δεν είχαν έρθει μόνο οι «δικοί τους» να τους δουν, αλλά και κόσμος που δεν φανταζόσουν ότι θα ενδιαφερόταν για κάτι τέτοιο. 

Αν και μετά το τέλος του πρώτου τραγουδιού (ορθώς) δεν έπεσε χειροκρότημα, βιάστηκα να βγάλω περαιτέρω θετικά συμπεράσματα για τον κόσμο. Σκέφτηκα δηλαδή, προς στιγμή, ότι το κοινό ήταν εκπαιδευμένο, είχε κατανοήσει ότι επρόκειτο να δει κάτι που περισσότερο στις παραστάσεις ανήκει, παρά στις συναυλίες και περίμενε έτσι το φινάλε για να επευφημίσει. Άλλωστε οι Dirty Granny Tales είχαν πάντα μια ολιστική άποψη για το ζήτημα –γι’ αυτό και τους κατανοείς καλύτερα βλέποντάς τους στη σκηνή, παρά ακούγοντάς τους σπίτι σου. Αλλά με το τέλος του δεύτερου τραγουδιού, διαψεύστηκα: στο εξής τα παλαμάκια θα ρίχνονταν με ρυθμό συναυλίας κι ας τήρησε το γκρουπ τον κώδικα της παράστασης με τη διπλή έξοδο όλων των συντελεστών στο τέλος. Δεν πειράζει, είχε υποθέτω μεγαλύτερη σημασία ο ενθουσιασμός των παριστάμενων και το ζεστό τους, δυνατό χειροκρότημα. 

Η νέα παράσταση των Dirty Granny Tales, τώρα, αφήνει πίσω της την τριλογία με την οποία καθιερώθηκαν κι έχει ως κεντρικό της θέμα την απόρριψη. Η χαλαρή αναφορά πίσω της είναι η ζωή του Ed Gein, του κατά συρροή δολοφόνου ο οποίος ενέπνευσε τόσο τον Άλφρεντ Χίτσκοκ, όσο και τον Leatherface του Τόμπι Χούπερ. Οπότε, παρότι το Rejection εστιάζει αλλού, οφείλω να επισημάνω ότι με μια τόσο αμφιλεγόμενη αναφορά (τόσο στον Gein, όσο και γενικότερα στους serial killers) δεν ξεμπερδεύεις έτσι εύκολα, όπως ξεμπέρδεψε η παράσταση: με μια αυταρχική μάνα, δηλαδή, η οποία δεν άφησε τον γιο της να γνωρίσει τον εξωτερικό κόσμο παρά μόνο μέσα από ένα παράθυρο, θέλοντας να έχει η ίδια την αποκλειστική του αγάπη. Πρόκειται για μια παλιά –και εν μέρει ξεπερασμένη;– ανάλυση για τα αίτια που οδηγούν κάποιον στα έσχατα όρια της αντικοινωνικότητας, μη ενημερωμένη για την πιο σύγχρονη βιβλιογραφία: το περιβάλλον έχει από χρόνια χάσει την πρωτοκαθεδρία ως απόλυτος παράγοντας διαμόρφωσης μιας προσωπικότητας. 

Αλλά το Rejection διαδραματίζεται περισσότερο στον κόσμο των νεκρών. Είναι ένα σκοτεινό, φανταστικό παραμύθι για την απόρριψη που γνωρίζει ο κεντρικός χαρακτήρας ακόμα και στον Άδη και (σημειολογικά) έχει ενδιαφέρον ότι μόνο το δέντρο όπου τον κρέμασε η κοινότητα για τον φριχτό φόνο ενός κοριτσιού δείχνει ενδιαφέρον να τον προσεγγίσει, με τη φράση «οι νεκροί μας εκτιμούν»: αλληλεγγύη, ουσιαστικά, ενός ακόμα απορριπτέου. Ο τρόπος δε με τον οποίον δίνεται η πλοκή και κλιμακώνεται η δράση υπήρξε θαυμάσιος. Ένα animation με μια επιβλητική (οξυγώνια κατασκευασμένη) φιγούρα αυταρχικής μάνας μας διηγήθηκε αρχικά τη ζωή του πρωταγωνιστή, ενώ το κομμάτι που διαδραματίστηκε στον Άδη απεικονίστηκε από χορευτές. Πολύ καλές οι χορογραφίες της Εριφύλης Δαφέρμου (ειδικά εκείνη της συνάντησης θύματος και θύτη κι εκείνη των δύο πλασμάτων-αρχόντων του Κάτω Κάσμου), ακόμα πιο ευφάνταστα δε τα κοστούμια και τα σκηνικά. 

Ακόμα και τώρα που γράφω με την κατάλληλη χρονική απόσταση το παρόν κείμενο, μένουν πολύ ζωντανά στη μνήμη μου ο δαίμονας με τα τρία κρανία και το πτυχωτό άσπρο ένδυμα, το τέρας και οι άρχοντες του Άδη, μαζί βέβαια με τα λαμπερά κίτρινα, πράσινα και κόκκινα φόντα όπου (ενίοτε) τοποθετήθηκαν. Κορυφαία σκηνική στιγμή της παράστασης, όμως, στάθηκε το τέλος της, όπου ο αποδιωγμένος ήρωας επιστρέφει στο σπίτι του για να το στοιχειώσει. Εκεί, σάστιζες με δέος απέναντι στο βάθος και στην προοπτική με την οποία είχε αποδοθεί το εσωτερικό της οικίας, με φωτισμούς, καπνούς και μικρές λεπτομέρειες (τα αναμμένα κεριά, η περούκα της καθισμένης πλάτη στο φάντασμα μάνας) να συγκροτούν ένα αληθινά γκραν φινάλε. 

Μία μόνο μα βασική ένσταση έχω για τα όσα παρακολούθησα, τα επεξηγηματικά της δράσης κειμενάκια –τα οποία εμφανίζονταν ως προβολές. Είχαν, βρήκα, έναν τόνο παιδικό με την κακή έννοια, καθώς και μια αφελή (σχεδόν σπαραξικάρδια) δραματικότητα, η οποία δεν κόλλαγε με το υποβλητικό των σκηνικών, των χορογραφιών και των τραγουδιών. Υπήρχε ωστόσο μια θαυμάσια σύλληψη: ένα τέρας του Άδη το οποίο αναλάμβανε να καταβροχθίσει όσους νεκρούς χάνονταν από τη μνήμη των ζωντανών. Μια ενδιαφέρουσα προσέγγιση στα μετά τον θάνατο, ριζωμένη σε λαϊκές αντιλήψεις με αινιγματική καταγωγή, αλλά και με ένα «άρωμα» ομηρικών πιστεύω για τον Κάτω Κόσμο. 

Άφησα για το τέλος τα νέα τραγούδια των Dirty Granny Tales, ως το ενοποιητικό στοιχείο όλων των παραπάνω, το οποίο έδινε τόνο, χαρακτήρα και υπόσταση στο Rejection. Αν και λείπει πλέον το στοιχείο της έκπληξης από τη μουσική τους, υπάρχει εξέλιξη ως προς τον τρόπο ενοποίησης των αναφορών τους, καθώς και εμβάθυνση στον τρόπο συνύπαρξης του πιάνου, του βιολιού και του μαντολίνου με τα κρουστά (πολύ καλός ο ντράμερ της μπάντας) και με τα ηλεκτρικά όργανα. 

Το χαρμάνι των Dirty Granny Tales μεταφράστηκε λοιπόν σε πολλά υπέροχα τραγούδια, τα οποία απέδωσε με πάθος και με τον απαραίτητο σκοτεινό ρομαντισμό ο ηγέτης τους Mouldbreath. Συντονισμένα στο πνεύμα της παράστασης, εμπεριείχαν θλίψη, μελαγχολία, θυμό και σύγχυση σε δόσεις προσεγμένες, ώστε να υπηρετούν μεν τη σκηνική συνθήκη, συγκροτώντας όμως, παράλληλα, μικρά και αυτόνομα σύνολα, από τα οποία έλειπαν οι υπερβολές και οι ευκολίες που επικρατούν στους gothic, metal και goth-metal χώρους ή στο συμφωνικό ύφος που τους διέπει κατά τα τελευταία χρόνια. Θα είναι κέρδος για όλους μας να βρουν τον δρόμο τους προς τη δισκογραφία.

Κάνουν εξαιρετική δουλειά οι Dirty Granny Tales και είναι άδικη η (συχνή) σύγκρισή τους με τους Tiger Lillies. Συγγένειες υπάρχουν, δεν το αρνείται κανείς. Εκεί όμως που οι τελευταίοι βάλτωσαν σε μια μανιέρα και κατέληξαν καρικατούρες του ίδιου τους του Freakshow, οι Dirty Granny Tales συνεχίζουν αψηφώντας τον φορμαλισμό. Και η απήχηση που βρίσκουν αποτελεί δίκαιη ανταμοιβή της πορείας τους. 



Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου