27 Σεπτεμβρίου 2023

Sigmatropic - συνέντευξη (2014)


Με τους Sigmatropic του Άκη Μπογιατζή είχαμε συναντηθεί το 2007, με αφορμή την έκδοση του άλμπουμ «Dark Outside», για μια εκτενή συζήτηση που κατέληξε στις σελίδες του περιοδικού Sonik (δείτε εδώ). Νομίζω ότι αργότερα πέρασε και στο Avopolis, τεμαχισμένη όμως σε δύο μέρη, απόφαση που δεν ήταν δική μου, καθώς τότε δεν είχα αναλάβει, ακόμα, την αρχισυνταξία του site.

Μιας και γίναμε φίλοι με τον Άκη Μπογιατζή στο Facebook αυτές τις μέρες, όμως, σκάλισα λίγο στο αρχείο και είδα ότι εκείνη η συνέντευξη δεν ήταν και η μοναδική που είχαμε κάνει. 7 χρόνια αργότερα, δηλαδή, τον Δεκέμβριο του 2014, ξαναβρεθήκαμε με αφορμή την έκδοση του δίσκου «Dead Computer Blues», αυτή τη φορά για λογαριασμό του περιοδικού Ήχος.

Η κουβέντα που κάναμε, λοιπόν, βρήκε τον δρόμο της δημοσίευσης στις σελίδες αυτού και τώρα αναδημοσιεύεται κι εδώ, για πρώτη φορά στο ίντερνετ –με μικρές, αισθητικής φύσης τροποποιήσεις. 

* η χρησιμοποιούμενη κεντρική φωτογραφία προέρχεται από το promo υλικό που διατέθηκε εκείνη την εποχή στον Τύπο


Για σας που το δημιουργήσατε, σε τι διαφοροποιείται το «Dead Computer Blues» από τις μέχρι τώρα δουλειές των Sigmatropic; Και ως προς τι αποτελεί φυσική συνέχεια εκείνων;

Στο τελευταίο μας άλμπουμ έχουμε προσεγγίσει την παραγωγή μέσα από μια «παραδοσιακή» οδό· οι βασικές ιδέες, δηλαδή, δουλεύτηκαν και ενορχηστρώθηκαν από όλα τα μέλη μαζί. Γι' αυτό, πιστεύω, η μουσική αποδίδεται με μια εσωτερική δύναμη, που –εγώ τουλάχιστον– είχα να τη βιώσω από την εποχή των Libido Blume. 

Κατά συνέπεια, ο ήχος μας έχει και περισσότερη ομοιογένεια. Τώρα, από την πλευρά των ιδεών, το Dead Computer Blues αγκαλιάζει ένα ευρύτερο (σε σχέση με τα παλιότερα άλμπουμ μας) υποσύνολο της μουσικής, συνεχίζοντας και ενισχύοντας την τάση που διαφαινόταν ήδη από το «Dark Outside» (2007).

Μα είναι νεκρός ο υπολογιστής; Ίσα-ίσα, θα έλεγε κανείς ότι από τότε που του είπαν εκείνο το περίφημο "ΟΚ" οι Radiohead, όχι μόνο ζει, μα βασιλεύει κιόλας –διαφεντεύοντας τις ζωές μας με τρόπους που δεν φανταζόμασταν...

Ακριβώς! Αποτελεί περίπου μια ιστορία επιστημονικο-πολιτικής φαντασίας. Φανταστείτε λοιπόν τα δακρύβρεχτα μπλουζ (τις «μαύρες μας», θα λέγαμε στα ελληνικά) αν ξαφνικά ο υπολογιστής πέθαινε, εξαφανιζόταν, αν ξαφνικά ο συλλογικός εθισμός της Ανθρωπότητας γινόταν καπνός. 

Μια τέτοια αλληγορία προτάσσει αυτό το κομμάτι, που από μια άποψη υιοθετείται και από το ίδιο το συγκρότημα στη μουσική καθημερινότητά του: εκεί που ο υπολογιστής είχε γίνει η ραχοκοκαλιά του ήχου μας στην ηχογραφημένη και στη ζωντανή μας εκδοχή, τώρα πρωταγωνιστεί ο ηλεκτρισμός, οι φωνές, ο «ανθρώπινος» ρυθμός. Ο υπολογιστής, βλέπεις, είχε την εξ υποθέσεως θέση του στους Sigmatropic από το 1997, ελλείψει ανθρώπινης επαφής. 

Το άλμπουμ θίγει την προσωπική κρίση που όλοι βιώνουμε αυτήν την εποχή. Θα οδηγηθούμε, κατά τη γνώμη σας, σε μια νέα κοινωνία; Και πώς τη βλέπετε αυτήν, ως καλύτερη της σημερινής ή χειρότερη;

Δεν είμαι προφήτης (περί προφητών, στην επόμενη ερώτηση). Ξέρω μόνο ότι οι «νέες» δυνατότητες, με τις υποτιθέμενες ελευθερίες που υπόσχονται (το ίντερνετ, ο υπολογιστής, για άλλη μια φορά), με κάποιον αδιαφανή τρόπο εξύφαναν το ακριβώς αντίθετο σκηνικό: τον μεσαίωνα που ακριβώς βιώνουμε τώρα, με τη βάναυση στέρηση των ελευθεριών, με το φίμωμα όσων φωνών έχουν κάτι διαφορετικό να πουν, με την κατευθυνόμενη οικονομική κρίση κλπ. Σε τέτοιον μάλιστα βαθμό, ώστε να διερωτάται κανείς μήπως η απόλυτη δημοκρατία του ίντερνετ ήρθε λίγο πρώιμα, σε μια στιγμή που δεν ήμαστε ακόμα έτοιμοι;

Τι βρήκε αλήθεια ο Ιησούς, όταν περπάτησε στους Δρόμους της Αθήνας μας; 

Στην πόλη της φιλοσοφίας και της δημοκρατίας, ο Χριστός έκανε ένα φανταστικό ταξίδι και συνάντησε λυσσαλέο ανταγωνισμό. Στην πραγματικότητα δεν ξέρουμε αν πράγματι ο Χριστός επισκέφτηκε την Αθήνα. Υπάρχουν βλέπεις αυτά τα μυστηριώδη χρόνια, από τότε που ήταν 12 χρονών μέχρι το σημείο που τον παρακολουθούν τα Ευαγγέλια. Σε κάθε περίπτωση, πάντως, η τότε Αθήνα ήταν ένας φάρος του πολιτισμού σε παρακμή: θυμόταν τα περασμένα μεγαλεία της και «διηγώντας τα, έκλαιγε».

Στο παραμύθι λοιπόν που εξιστορείται στο "When Jesus Walked The Streets Of Athens", πολλοί τον αντιμετώπισαν σαν ξενόφερτο, ο οποίος ήρθε να κλέψει τις καρδιές εκείνων που μέχρι τότε ήταν δοσμένοι αλλού. Σε όλα τα συστήματα υπάρχει άλλωστε μια «αντίδραση - σοκ» προς το καινούριο, που μπορεί να φτάσει μέχρι και τη σταύρωση. Μέχρι που η πιο ψύχραιμη ματιά θα αποφασίσει, κάποτε, εάν πράγματι πρόκειται για κάτι σημαντικό ή όχι. 

Γιατί νιώσατε την ανάγκη να επανεκτελεστεί το "Off Hand" των Libido Blume;

Είναι απλά το αγαπημένο μου κομμάτι από τη δισκογραφία των Libido, σύνθεση του Δημήτρη Στεργίου. Ήθελα έτσι να υπάρχει μια σύγχρονη μορφή κάποιου κομματιού των Libido Blume στο συγκεκριμένο άλμπουμ, και κατέληξα σε αυτό. 

Ανήκετε στα συγκροτήματα τα οποία όρισαν για πολλούς μουσικόφιλους το τι σήμαινε εγχώριος alternative ήχος (ασχέτως ροκ ή ηλεκτρονικών κατευθύνσεων). Τώρα που οι καιροί έχουν αλλάξει και το alternative βρίσκεται περισσότερο στον αφρό –έχοντας γίνει ακόμα και μόδα– νιώθετε πως ανήκετε ακόμα στην ευρύτερη οικογένειά του;

Πράγματι, ο ήχος των περισσότερων συγκροτημάτων και μουσικών έχει αγκαλιάσει τα χαρακτηριστικά αυτού που χαρακτηρίζεται ως alternative. Ο ήχος, όμως, είναι απλά μια συνιστώσα της μουσικής. Όπως και να έχει, θεωρώ πως το alternative είναι μια δυναμική κατάσταση σε σχέση με τη μουσική που επικρατεί. 

Εάν δηλαδή το μεγαλύτερο μέρος της μουσικής παραγωγής σήμερα ακούγεται ως alternative, τότε το πραγματικό alternative θα πρέπει να μετακινηθεί κάπου αλλού (γιατί το αντιλαμβάνομαι ως «εναλλακτικό σε σχέση με την επικρατούσα τάση»). Από την πλευρά του ακροατή, τα πράγματα εξελίσσονται αντίστοιχα: τα πρώτα δείγματα του alternative μπορεί να ακούγονται «ξένα» στον μέσο ακροατή. Εάν όμως τύχει να έχουν οι μουσικές αυτές ικανοποιητική έκθεση στα media, το αφτί του κάποτε εξοικειώνεται. Οπότε το πραγματικό alternative θα πρέπει –και από αυτήν τη σκοπιά– να είναι κάτι «άλλο». 

Η δική μας μουσική, ιδιαίτερα στο «Dead Computer Blues», πιστεύω ότι κινείται μεταξύ των διαφόρων μονοπατιών (ειδών, τάσεων κλπ.). Εδώ έχουμε βγάλει στην επιφάνεια περισσότερο τις μπλουζ καταβολές μας, και εν γένει υπενθυμίζουμε ότι τελικά είμαστε ένα ροκ εν ρολ συγκρότημα.

Το "Spaceface" δανείζεται έναν στίχο από τον David Bowie. Ποιες είναι, για εσάς, οι καλλιτεχνικές του κορυφές και γιατί;

Το «Ziggy Stardust» είναι από τα πιο εμβληματικά άλμπουμ της ροκ/ποπ μουσικής. Με είχε συναρπάσει από την αρχή μέχρι το τέλος. Μου είχαν κάνει ιδιαίτερη εντύπωση τα μάτια εξωγήινου που έβλεπα στις φωτογραφίες να κάνει ο Bowie στο "Moonage Daydream", τοποθετώντας τα χέρια του ανάποδα επάνω στα μάτια του. Μου είχε κάνει εντύπωση και η όλη ατμόσφαιρα, η οποία αντλούσε από αξίες της επιστημονικής φαντασίας –πάντα με σαγήνευε αυτό το είδος. Και η μουσική όμως ήταν «λαμπερή», με τονισμένα όλα τα στοιχεία που περίμενα να ακούσω. Στα αφτιά μου ηχούσε λοιπόν σαν ό,τι πιο τέλειο υπήρχε, για πολλά χρόνια.

Δημιούργησε ευκαιρίες το «Sixteen Haiku And Other Stories», 11 χρόνια πριν, για να βρείτε διέξοδο για το εξωτερικό; Και αν ναι, τι σας σταμάτησε; 

Η τωρινή μου εκτίμηση είναι, ναι. Δημιούργησε μια ανεπανάληπτη ευκαιρία, να βρει απήχηση η δουλειά αυτή έξω από τα σύνορα της Ελλάδας. Από καλλιτεχνικής πλευράς το έδαφος ήταν, πιστεύω, πρόσφορο. Απλά υπήρξε μια ατολμία στις αποφάσεις και στο οργανωτικό επίπεδο. 

Τι σχέδια περιλαμβάνει το άμεσο μέλλον σας; Θα εμφανιστείτε συναυλιακά; 

Το άλμπουμ αυτό είναι ίσως το πιο «έτοιμο» για τη συναυλιακή του εκφορά, ακριβώς επειδή η επεξεργασία του έγινε συλλογικά, από τους ίδιους ανθρώπους που στελεχώνουν και το live σχήμα. Μέχρι λοιπόν το τέλος της χρονιάς θα έχουμε εμφανιστεί 2 φορές, ενώ με το νέο έτος έπονται και άλλες εμφανίσεις –τόσο στην Αθήνα, όσο και εκτός Αθήνας.



26 Σεπτεμβρίου 2023

Misuse - συνέντευξη (2011)


Την πρώτη δεκαετία του 21ου αιώνα, δίναμε μεγάλη βάση στα εγχώρια alternative pop/rock συγκροτήματα οι του Τύπου. Δυσανάλογη της αξίας τους, εκ των υστέρων κρίνοντας –τότε, όμως, υπήρχε μια γενικευμένη αίσθηση ότι κάπου εκεί γεννιόταν κάτι φρέσκο, έτοιμο να ξεσπάσει. 

Από τα γκρουπ αυτού του χώρου που είχαν διακριθεί για τη σφιχτοδεμένη τους δουλειά σε στούντιο και συναυλιακές εμφανίσεις, οι Misuse συζητήθηκαν αρκετά για ένα διάστημα, δίχως όμως να μπορέσουν, τελικά, να το εξαργυρώσουν, σε βάθος χρόνου.

Τον Δεκέμβριο του 2011 στήσαμε μια κουβέντα με αφορμή το δεύτερό τους άλμπουμ «April», που θα ήταν και το τελευταίο τους, η οποία κατέληξε έπειτα στις σελίδες του περιοδικού Ήχος + Εικόνα. Τώρα, λοιπόν, αναδημοσιεύεται κι εδώ, για πρώτη φορά στο ίντερνετ, με μικρές, αισθητικής φύσης τροποποιήσεις.

* οι χρησιμοποιούμενες φωτογραφίες προέρχονται από υλικό που παραχωρήθηκε στον Τύπο της εποχής για το promo του δίσκου 


Απρίλης εν μέσω φθινοπώρου, οριστικά προς χειμώνα; Τι σηματοδοτεί ο τίτλος του νέου σας άλμπουμ;

Όπως και η μουσική μας, για τον καθένα ένας τίτλος, εν προκειμένω το April, μπορεί να νοηματοδοτεί διαφορετικά πράγματα. Η συγκεκριμένη λέξη-χρονική περίοδος, ενώ παραπέμπει συνεκδοχικά σε μια κατάσταση αναγέννησης και ελπίδας, πολλές φορές κρύβει εκπλήξεις μέσω των αντιθέσεων που μπορεί να παρουσιαστούν: ο Απρίλιος είναι, εξάλλου, ο μήνας ο οποίος συνδέει τις δύο «αντίθετες» εποχές του χρόνου. Πάνω από όλα, όμως, συνάδει, στα αφτιά μας τουλάχιστον, με την αίσθηση που αφήνει η μουσική του άλμπουμ.

Το ντεμπούτο σας κέρδισε σύσσωμη εκτίμηση κοινού και κριτικών. Σας έκανε αυτή η αντιμετώπιση να βάλετε τον πήχη ψηλά για το April; Ή πορεύεστε δίχως να σας επηρεάζουν τέτοιοι παράγοντες; 

Προσπαθούμε πάντα για το καλύτερο σύμφωνα με τα δικά μας κριτήρια, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι δεν λαμβάνουμε υπόψη μας κριτικές ή και γνώμες φίλων. Εμείς οι ίδιοι, πάντως, είμαστε, χωρίς αμφιβολία, οι πιο αυστηροί κριτές της δουλειάς μας. Κι έχουμε μεγαλύτερες απαιτήσεις από τους εαυτούς μας απ' ό,τι οποιαδήποτε κριτική έχουμε ακούσει ή διαβάσει ως σήμερα. 
        
Πέντε οργανικά κομμάτια, το κάθε ένα χωρισμένο σε δύο μέρη. Τι υπαγόρευσε αυτό το διμερές της δομής; 
     
Τα δύο μέρη δεν ήταν προμελετημένα, προέκυψαν στην πορεία. Παρατηρήσαμε ότι όντως τα κομμάτια χωρίζονται νοητά σε δύο μέρη το καθένα και χωρίσαμε έτσι τα tracks για λόγους προσβασιμότητας, παρά για οτιδήποτε άλλο.

Κάποιες από αυτές τις συνθέσεις τις έχετε παρουσιάσει στα live σας. Έπαιξαν ρόλο οι αντιδράσεις των fans για το αν θα έμπαιναν τελικά ή όχι σε δίσκο; 
     
Τα κομμάτια παίρνουν τόσο καιρό και πρόβες ώσπου να καταλήξουν στην μορφή που βρίσκονται στον δίσκο, ώστε, εν τέλει, δεν έχουμε την πολυτέλεια να αφήσουμε κάποιο εκτός. Στα live, πάντως, δοκιμάζουμε τα κομμάτια και αναλόγως κάνουμε αλλαγές, ούτως ώστε όλα να φτάσουν στο επιθυμητό επίπεδο και να έχουν λόγο ύπαρξης στο άλμπουμ –σε σχέση και με τα υπόλοιπα. Το ίδιο συμβαίνει ακόμα και τώρα με τα κομμάτια του ντεμπούτου μας σε ό,τι αφορά στις συναυλίες: είναι μονίμως σε μια διαδικασία αλλαγών, ώστε το συνολικό αποτέλεσμα μιας ζωντανής εμφάνισης να προκύπτει πιο συμπαγές και ομοιόμορφο.

Ένα από τα κύρια χαρακτηριστικά του April είναι η αισθητή απομάκρυνσή σας από το post-rock. Είναι ένα ιδίωμα εξαντλημένο καλλιτεχνικά ή εσάς δεν σας ενδιαφέρει πια, όσο άλλες κατευθύνσεις; 

Για να πούμε την αλήθεια, ποτέ δεν μπήκαμε στο στούντιο με σκοπό να παίξουμε κάποιο συγκεκριμένο ιδίωμα.  Όταν παίζεις απλά μουσική, δεν έχεις στο μυαλό σου τέτοιες κατηγοριοποιήσεις. Εμείς προτιμούμε λοιπόν να αντιμετωπίζουμε τη μουσική μας απλά σαν instrumental, χωρίς την ανάγκη να την κατηγοριοποιήσουμε κάπου. Σίγουρα, όμως, κάποια στοιχεία του τυπικού post-rock ήχου (ό,τι κι αν σημαίνει αυτό) θελήσαμε συνειδητά να τα αποφύγουμε, κυρίως γιατί δεν μας συγκινούν αισθητικά όσο παλιότερα.

Οι κιθάρες σας κάνουν πλέον παρέα με ηλεκτρονικούς ήχους, χωρίς ωστόσο να μπορούμε να μιλήσουμε για electronica αποτέλεσμα. Πώς χτίστηκαν αυτές οι ισορροπίες; Υπήρξε «φύλλο πορείας» για τον ήχο του δίσκου ή είναι αποτέλεσμα καθαρά δημιουργικών διαδικασιών;

Χωρίς να έχει συζητηθεί ποτέ, δεν νομίζουμε ότι κάποιος από μας είχε στο μυαλό του έναν αμιγώς ηλεκτρονικό δίσκο. Σεβόμαστε τον ήχο της μπάντας και δεν θέλαμε να απομακρυνθούμε από αυτόν δραστικά. Η χρήση των διάφορων samplers, drum machines, iOs apps κλπ. έγινε, έτσι, με γνώμονα το εκάστοτε κομμάτι και όχι επί τούτου. Έχουν πλέον, εξάλλου, τόσες δυνατότητες –ιδίως στο live παίξιμο– ώστε ο καθένας μπορεί να τα χρησιμοποιήσει με διαφορετικό τρόπο στη μουσική του και να εμπλουτίσει τον ήχο του με μόνο όριο την ίδια του τη φαντασία.
 
Όσον αφορά στις εσωτερικές ισορροπίες των Misuse, υπήρξαν αναταράξεις από την περσινή αποχώρηση του Τίτου Μοσχάκη;
     
Καμία αναταραχή δεν υπήρξε, καθώς δεν είναι κάτι που έγινε ξαφνικά ή με άσχημο τρόπο. Δοκιμάσαμε να δούμε πώς θα ήταν αν παραμείνουμε 4 –κάναμε και συναυλίες ως κουαρτέτο– καταλήξαμε όμως ότι λείπει στον ήχο το 5ο μέλος. Έτσι ήρθε ο Λευτέρης Βολάνης όταν ξεκινούσαμε πρόβες αποκλειστικά για τον δίσκο, κάποια στιγμή τον περασμένο Δεκέμβρη, προκειμένου να προλάβει να δώσει κι αυτός το δικό του στίγμα στον ήχο της μπάντας.

Πίσω από την έκδοση του April δεν κρύβεται μία, μα δύο εταιρείες –η Puzzlemusic και η Spinalonga. Να το δούμε ως σημάδι δύσκολων καιρών ή είναι άλλοι οι λόγοι για αυτήν την από κοινού κυκλοφορία;

Το ίδιο ίσχυε και στο πρώτο άλμπουμ, οπότε σε καμία περίπτωση δεν έχει να κάνει με τους, αναμφισβήτητα, δύσκολους καιρούς τους οποίους διανύουμε. Είναι απλά η συνέχεια μιας αγαστής συνεργασίας χρόνων.

Σκοπεύετε να εμφανιστείτε συχνότερα ζωντανά από ότι στο παρελθόν; Υπάρχουν ανακοινώσιμα σχέδια για μετά το πρώτο σας live-παρουσίαση του April, το Σάββατο 17 Δεκεμβρίου στο Bios; 

Ανακοινώσιμες ημερομηνίες αυτήν τη στιγμή δεν υπάρχουν, υπάρχει όμως η θέληση να κάνουμε αρκετά συχνότερα live, σε όσο το δυνατόν περισσότερα μέρη, εντός και εκτός λεκανοπεδίου. Και, ει δυνατόν, εντός και εκτός επικράτειας.



25 Σεπτεμβρίου 2023

Michael Schenker Fest: Resurrection [δισκοκριτική, 2018]


Μία κριτική μου από το 2018 στο άλμπουμ «Resurrection» του Michael Shenker. Του δοξασμένου, μα και αμφιλεγόμενου Γερμανού κιθαρίστα, ο οποίος βρήκε εδώ μια αίσθηση ανανέωσης στηριγμένη στη μάζωξη κάμποσων τραγουδιστών του hard rock που τον είχαν συντρέξει στις κατά καιρούς περιπέτειές του στη δισκογραφία.

Όπως κι άλλα μου κείμενα της ίδιας περιόδου, η κριτική αυτή πρωτοδημοσιεύτηκε στο Avopolis, του οποίου ήμουν τότε αρχισυντάκτης. Αναδημοσιεύεται τώρα εδώ με μικρές, αισθητικής φύσης τροποποιήσεις.

η κεντρική φωτογραφία προέρχεται από promo υλικό που διατέθηκε εκείνη την εποχή στον Τύπο 


Ο Michael Schenker υπήρξε ταλέντο διεθνούς εμβέλειας στην ηλεκτρική κιθάρα και μόνο τυχαίο δεν είναι ότι πίνουν νερό στο όνομά του o Slash, ο Kirk Hammett των Metallica (ο οποίος συμμετέχει μάλιστα εδώ, στο "Heart And Soul"), ο Kerry King των Slayer ή ο Dave Mustaine των Megadeth. 

Στα νιάτα του έχτισε μεγάλο μέρος της χαρντ ροκ φήμης των UFO (το "Doctor Doctor" είναι δικό του τραγούδι), έβαλε αποφασιστικές πινελιές στο πώς οι Scorpions κατέκτησαν την Αμερική επί Lovedrive (1979) και συνέχισε να έχει δημιουργικές ημέρες ακόμα και όταν κινήθηκε σόλο στην έναρξη της δεκαετίας του 1980, φτιάχνοντας το δικό του γκρουπ. Παράλληλη με όλα αυτά τα αξιοθαύμαστα, όμως, ήταν και μια πορεία καταχρήσεων και κωλοπαιδισμού, η οποία τον έκανε αντιπαθή και τον έφτασε να αποξενωθεί ακόμα και από τον αδερφό του, οδηγώντας τον σε συχνά καλλιτεχνικά ναδίρ. 

Κι όμως, ο Michael Schenker εξακολουθεί να είναι παρών στα πράγματα. Kαι, εν έτει 2018, είδε και το ανήκουστο εδώ και πολλά χρόνια, να υπάρχει δηλαδή πραγματική ανυπομονησία για το νέο του άλμπουμ –το πρώτο που χρεώνεται στους Michael Schenker Fest, οι οποίοι δεν είναι βέβαια παρά οι γνωστοί M.S.G., απλά σε μια πιο πλήρη εκδοχή τους, με πολλούς από τους τραγουδιστές που ιστορικά έχουν αποτελέσει μέλη της σύνθεσής τους. 

Το «Resurrection», λοιπόν, αποδεικνύεται όνομα και πράγμα, έστω κι αν επί της ουσίας μιλάμε περισσότερο για ένα έξυπνο άλμπουμ, παρά για μια δουλειά στηριγμένη στις ατόφιες μουσικές της ιδέες. Αν κάτσεις να το δεις με ψυχρή λογική, δηλαδή, ο Schenker έχει κάνει εδώ ένα προσεγμένο μοντάζ από 1970s και 1980s χαρντ ροκ χαρακτηριστικά: τα ταίριαξε ωραία, τα ανακάτεψε πετυχημένα και προς τιμήν του δεν τα φόρτωσε με σολαρίσματα (όπως θα στοιχημάτιζε κανείς), ώστε οι δομές των κομματιών να παραμένουν βαρυκόκαλες και να μην κλυδωνίζονται από τη φλυαρία. Ωστόσο δεν έχει απομακρυνθεί σπιθαμή από τους κοινούς τόπους του μουσικού αυτού είδους και από όσα γενικά το κατέστησαν, κάποτε, αναγνωρίσιμο και εμπορικά επιτυχημένο.

Έτσι, υπάρχει μια αγορίστικη μπρουταλιά ξεχασμένη σε ζόρικες μακρυμάλλικες εποχές στον τρόπο π.χ. με τον οποίον σκάει ένα τραγούδι σαν το "Warrior" στα πιο εκλεπτυσμένα αφτιά των σημερινών hard & heavy αγοριών, όσων περηφανεύονται λ.χ. για τις post-rock και τις alt-rock αναζητήσεις τους δίπλα στις metal αγάπες τους. Δεν σας κρύβω ότι το κατευχαριστιέμαι το τυχόν σοκ από το όλο σερβίρισμα, καθώς για μένα τέτοιου είδους ανακατώματα (συν τα πολλά μούσια) τους έχουν φλωρέψει τους σκληρούς ήχους του σήμερα, βάζοντας τις μπάντες που τους εκπροσωπούν να ψάχνουν ένα κατά βάση indie κοινό, το οποίο δεν πρόκειται να βρουν παρά κατά περιπτώσεις. Περισσότερη σημασία, πάντως, έχει ότι η εν λόγω αγορίστικη μπρουταλιά πληροφορεί γενικά το «Resurrection», κάνοντάς το μεν παλαιάς κοπής, αλλά με την έμφαση να δίνεται στο κοπής. 

Ομολογουμένως, μια τέτοια προσέγγιση σημαίνει ότι θα έχεις και τα αναμενόμενα γραφικά αδιέξοδα και υπάρχουν τραγούδια που πιστοποιούν ότι, πράγματι, τα έχεις. Στις καλές στιγμές, όμως, ο Michael Schenker συνεισφέρει εκπληκτική κιθάρα, ενώ λειτουργεί και ως άτυπος μαέστρος, εκμεταλλευόμενος την κρατσανιστή παραγωγή του έμπειρου Michael Voss-Schoen ώστε να «εξοπλίσει» το άλμπουμ με τις μελωδίες και τα μεγάλα εκείνα ρεφρέν που (ξέρει ότι) αποτελούν ταμάμ για τα λαρύγγια των Gary Barden, Graham Bonnet, Robin McAuley & Doogie White. Έτσι, οι «θείοι» αισθάνονται πολύ στα νερά τους, δίνουν τον καλύτερό τους εαυτό και μεταδίδουν και σε σένα κάτι από τον ενθουσιασμό τους, ειδικά όταν λειτουργούν ως παρέα, όπως στο απίθανο "Warrior" ή στο "Last Supper". 

Ο Schenker, τώρα, είναι πράγματι ο δικός τους Ιησούς εδώ, ακριβώς όπως το θέτει το εξώφυλλο –και όλοι ξέρουμε ότι είναι τόσο ξιπασμένος, ώστε να το 'φχαριστιέται. Στο «Resurrection», όμως, δεν αμέλησε να λειτουργήσει (και) ως ομαδικός παίκτης, θυμίζοντας σε φίλους και εχθρούς τι γίνεται όταν πιάνει την ηλεκτρική κι έχει όρεξη. 



22 Σεπτεμβρίου 2023

Alex C, Πρόκνη & Φιλομήλα, Nanah Palm: Μουσική + Φύλο (2015)


Μουσική και ήχος, διερωτήσεις γύρω από τα όρια της σύγχρονης performance, ματιές πάνω στο φύλο και στην οικοδόμηση της ταυτότητας, υπό ένα σταθερά queer πρίσμα. 

Τον Απρίλιο του 2015, λίγο πριν γίνει «της μόδας» να συζητάμε για τέτοια πράγματα στον εγχώριο lifestyle Τύπο –όταν ακόμα αναζητήσεις σαν κι αυτές κινούνταν στο πλαίσιο του αθηναϊκού underground της δεκαετίας του 2010– καταπιάστηκα με τη συγκρότηση και την επιμέλεια ενός σχετικού άρθρου. 

Δεν το έγραψα, εντούτοις: θα ήταν πέρα από τις δυνάμεις μου. Το περιεχόμενο, λοιπόν, το ανέλαβαν ο Alex C, το δίδυμο Πρόκνη & Φιλομήλα και η Nanah Palm, ενόψει της συμμετοχής τους στο τριήμερο «Sound Acts» που διοργανώθηκε στα τέλη εκείνου του Απρίλη στο Κέντρο Ελέγχου Τηλεοράσεων.

Κινητήριος δύναμη πίσω από το «Sound Acts» ήταν βέβαια η ΦΥΤΙΝΗ ή, αλλιώς, το πρώτο ελληνικό queer μουσικό label, καθώς και το καλλιτεχνικό ντουέτο ΦΥΤΑ. Κάποια στιγμή, ασφαλώς, πρέπει να τα πούμε διεξοδικότερα για τη σημαντική τους δράση.

Το κείμενο αυτό πρωτοδημοσιεύτηκε τότε στο Avopolis και αναδημοσιεύεται τώρα κι εδώ με μικρές, αισθητικής φύσης τροποποιήσεις, αν και δεν μου ανήκει, όπως είπαμε, παρά μόνο η συγκρότηση, ενοποίηση και επιμέλεια. 

* οι χρησιμοποιούμενες φωτογραφίες παραχωρήθηκαν για τους σκοπούς της δημοσίευσης. Στην κεντρική φωτό απεικονίζεται ο Alex C


Alex C

Το σώμα μου είναι μια μηχανή από άνθρακα και το design του γένους μου είναι «Αγόρι». Τούτου λεχθέντος, όπως και κατά την performance των μουσικών μου προπαγανδιστικών προσπαθειών προσπαθώ να επανα-νοηματοδοτήσω κομμάτια της μηχανής αυτής, έτσι και στην καθημερινότητά μου προσπαθώ να «λικνίζομαι», αποφεύγοντας την παγίωση ενός ορισμένου φύλου. 

Ομολογώ ότι, κατά τα γούστα μου, αρέσκομαι στο να στολίζω το σώμα-μηχανή μου με στοιχεία που η κοινωνία νοηματοδοτεί ως «θηλυκά», πρωτίστως διότι έτσι νιώθω ελεύθερος και ηδονίζομαι. Δεν με χαλάει, μολαταύτα, ότι, πολύ βολικά για την πολιτικότητά μου, ο στολισμός αυτός με στέλνει στη σφαίρα του αντικανονικού, όσον αφορά στην ύπαρξή μου μέσα στα πλαίσια της ετεροκανονικότητας. 

Με κίνδυνο να μυστικοποιήσω τη μουσική και τον αντίκτυπό της στην κοινωνία, νιώθω ότι η φόδρα και η φύση της είναι θηλυκή, καθότι προσφέρει στην κοινωνία τον σαμάνο-ιατρό που χρειάζεται. Και τον χρειάζεται καθημερινά και αιώνια, διότι έχει τμήσει και αφήσει σε «ειδικούς» την πιθανότητα θεραπείας της. Σε ειδικούς και πτυχιούχους τεχνών και επιστημών, που το μόνο το οποίο κάνουν είναι να αναπαράγουν τη συνεχή ομφαλοσκόπηση μιας κοινωνίας που τολμά να χορέψει μόνο στον ρυθμό του συνειρμού της λογικής. Οτιδήποτε έξω από αυτό εξοστρακίζεται σε σφαίρες όπως «αδιανόητο», «ανύπαρκτο», «απαράδεκτο». Κάπου εκεί θα με βρείτε.

Πρόκνη & Φιλομήλα

Η μουσική έχει φύλο όσο έχουν όλα τα πράγματα στον κόσμο αυτό. Όπως έχει φύλο το μπλε και το ροζ. Οι συμβάσεις μέσα στις οποίες ζούμε και δημιουργούμε. Η συνήθεια είναι τα αντρικά πράγματα να θεωρείται ότι αφορούν τους πάντες και τα γυναικεία τις γυναίκες. Αυτό είναι το θλιβερό κομμάτι της ιστορίας. 

Το ζήτημα, λοιπόν, δεν είναι να «καταφέρουν» οι γυναίκες να κάνουν κι εκείνες αυτό που κάνουν οι άντρες. Και οι γυναίκες μπορούν να κάνουν noise, και οι γυναίκες μπορούν να κάνουν πειραματική μουσική, και οι γυναίκες μπορούν να παίζουν με τους υπολογιστές και τους παραμορφωτές. Όχι. Το ζήτημα είναι η διαφορετική παραγωγή ήχου που κάνουν γυναίκες (διαφορετική γιατί έχουν ζήσει και δημιουργήσει μέσα σε έναν κόσμο οι συμβάσεις του οποίου τις επισκέπτονται από συγκεκριμένη κατεύθυνση) να αφορά τους πάντες.


Οι Π και Φ εμπνέονται από τις παρακάτω συλλογικότητες:

H Flo6x8 είναι μια ομάδα που, μέσα από τη μουσική και τους στίχους, παρεμβαίνει σε τράπεζες, αλλά και στη Βουλή με όπλο το φλαμένκο και θέμα της την οικονομική κρίση. «That's not Crisis/It's called capitalism!» τραγουδούν, εξισώνοντας τις καλλιτεχνικές παρεμβάσεις με οποιαδήποτε άλλη μορφή πολιτικής διαμαρτυρίας.

Ο megafonchor είναι ένα ακόμη εγχείρημα που επιχειρεί παρεμβάσεις μέσω του ήχου και της δράσης στον δημόσιο χώρο. Το βίντεο στο τέλος του δημοσιεύματος είναι μία διαμαρτυρία ενάντια στο gentrification και στην κερδοσκοπία που απειλεί τον κοινωνικό ιστό της πόλης του Aμβούργου, διαμέσω των εξώσεων.

Θεωρούμε οικογένεια τις Laurie  Anderson και Delia Derbyshire

Ακολουθούμε επίσης και υποστηρίζουμε οποιονδήποτε ήχο ή τεχνολογία βγει από τις pechblenda lab: ένα τρανσφεμινιστικό εργαστήρι, κομμάτι της οικοβιομηχανικής μετα-καπιταλιστικής αποικίας Καλαφου.


Nanah Palm

H Nanah Palm προσεγγίζει την έννοια του φύλου μέσα από τον πειραματισμό με τον ήχο και το spoken word, όχι τόσο με γνώμονα τη χειραφέτηση της έκφρασης, όσο με βάση την αλλοίωση διαχωρισμών και κατηγοριών. 

Ο γυναικείος ψυχισμός ξεφεύγει από τα στεγανά της αγνότητας, της «κλασικής» ομορφιάς και της αθωότητας. Και βυθίζεται απροκάλυπτα σε πειραματισμούς με αταίριαστα παντρέματα απόηχων τηλεοπτικών σειρών σε αποσύνθεση, ντίβων του λαϊκού πενταγράμμου και σκοτεινών συνθετριών/κολεκτίβων από τα βάθη της πειραματικής μουσικής. Ταυτόχρονα, η Nanah Palm παίζει με τις προσδοκίες ενός εναλλακτικού κοινού, το οποίο διψάει για σκοτεινές και μυστικοπαθείς περσόνες, χτίζοντας μία αφήγηση που ενσωματώνει στερεοτυπικές αναπαραστάσεις της «γυναικείας» εναλλακτικής έκφρασης.



21 Σεπτεμβρίου 2023

Violet Louise: «Στα Υπόγεια του BBC» - ανταπόκριση (2014)


Τελευταία αλίευση αρχείου σε κριτικές για τη δουλειά της Violet Louise η κάτωθι, για την αφιερωμένη στη Delia Derbyshire παράσταση «Στα Υπόγεια του BBC», την οποία είδα και θαύμασα στην αίθουσα Black Box του Ιδρύματος Μιχάλη Κακογιάννη, τον Μάρτιο του 2014.

Πολύ απλά, μία από τις καλύτερες και πιο ουσιαστικά δοσμένες μουσικοθεατρικές παραστάσεις που παρακολουθήσαμε στα καθ' ημάς, κατά τη διάρκεια του (έως τώρα) 21ού αιώνα. 

Μια κριτική πρωτοδημοσιεύτηκε εκείνη την εποχή στο Avopolis και αναδημοσιεύεται τώρα κι εδώ, με μικρές, αισθητικής φύσης τροποποιήσεις.

* οι χρησιμοποιούμενες φωτογραφίες προέρχονται από το promo υλικό της παράστασης και ανήκουν στη Μυρτώ Στείρου 


Η ισόγεια αίθουσα «Black Box» του Ιδρύματος Κακογιάννη είχε γεμίσει μαγνητοταινίες και απίθανες ηχητικές συσκευές, του τύπου που, ένα καλοκαίρι πριν, χάζευα στο ιστορικό Studio für Elektronische Musik της Κολονίας. Εν μέσω αυτών, δύο μόλις άνθρωποι –η Λουΐζα Κωστούλα (Violet Louise) και ο Παναγιώτης Γαρμπής– ζωντάνεψαν έναν ολόκληρο κόσμο, αναπλάθοντας για χάρη μας την ιστορία της Delia Derbyshire. Μιας πρωτοπόρου της ηλεκτρονικής/πειραματικής έκφρασης, η οποία πάλεψε να καθιερώσει ως μουσική τους Όμορφους Ηλεκτρονικούς Ήχους της, σε πείσμα των συγχρόνων της, που της αρνήθηκαν το δημιουργικό credit ακόμα και για την πιο διάσημη σύνθεσή της: το βασικό θέμα της σειράς επιστημονικής φαντασίας Dr. Who.

Μου είναι πραγματικά δύσκολο να αναπλάσω όλες τις μικρές λεπτομέρειες που έκαναν την παράσταση «Στα Υπόγεια του BBC» τόσο φανταστική. Οι καλειδοσκοπικοί φωτισμοί του Θωμά Οικονομάκου, τα πρωτόλεια ηλεκτρονικά, τα πρωτότυπα τραγούδια που έγραψε για τις ανάγκες της η Violet Louise, η εικόνα όλων εκείνων των μηχανημάτων πάνω στο μεγάλο τραπέζι, το μικρό τραπέζι αντίκρυ με το κρασί που δεν τελείωνε ποτέ, η παράλληλη προβολή ενός ειδώλου της Derbyshire με τη δική του ζωή και κίνηση στον τοίχο αριστερά όπως κοιτάγαμε –μέσω του οποίου δόθηκε, καταπληκτικά, το απότομο φινάλε της ζωής της– όλα υπήρξαν ψηφίδες ενός απίθανου μωσαϊκού. Μέσω του οποίου δεν αποτυπώθηκε απλά ένα κομμάτι της ζωής και της σκέψης της Delia Derbyshire, μα κυριολεκτικά κοινωνήθηκε. Έτσι, ακόμα και κάποιος εντελώς άσχετος με την πειραματική μουσική και τα ηλεκτρακουστικά μπορούσε άνετα να παρακολουθήσει την παράσταση, μα και να ταυτιστεί με τους πρωταγωνιστές.

Η ίδια η δημιουργός ενσάρκωσε άψογα τη Derbyshire, κινούμενη σε ένα διαρκές μπρος-πίσω στον χρόνο: η Ντέλια στα υπόγεια του BBC, νέα, δυναμική, με τα φορεματάκια της, να τσιγκλάει τον κομφορμιστή μουσικό/ηχολήπτη Μπράιαν (Brian Hodgson) και να πνέει τα μένεα κατά του στενόμυαλου διευθυντή του BBC Radiophonic Workshop Ντέσμοντ (Desmond Briscoe). Και η Ντέλια στο σπίτι της, μεγάλη πια, αποτραβηγμένη από τον κόσμο, να ακούει ραδιόφωνο τυλιγμένη σε μια ρόμπα, πνίγοντας στο κρασί το ότι δεν μπόρεσε κατά τις πιο δημιουργικές της μέρες να κερδίσει ούτε την καλλιτεχνική αναγνώριση, ούτε και την οικονομική ανεξαρτησία. Παρά τα διαρκή πήγαινε-έλα, δεν χαθήκαμε ποτέ: τα νέα του BBC έμπαιναν ως μικροί ημερολογιακοί δείκτες κάθε φορά που τα χρειαζόμασταν, βοηθώντας στο ταξίδι μας στον χρόνο, μα προσφέροντας κι ένα μικρό πλαίσιο εποχής.

Δίπλα στη Λουΐζα Κωστούλα στάθηκε άξια ο Παναγιώτης Γαρμπής, πότε ως τρισδιάστατος Dr. Who/επισκέπτης από το Διάστημα, πότε ως ο ντροπαλός και κρυφά ερωτευμένος με τη Ντέλια, Μπράιαν, που τα έχασε όλα τη μέρα που της εκμυστηρεύτηκε τα συναισθήματά του, πότε ως ο αρχετυπικός γραφειοκράτης Ντέσμοντ, πότε ως ο Peter Kember των Spacemen 3 –ο άνθρωπος που προσπάθησε να βγάλει τη Ντέλια από την αφάνεια κατά τη δεκαετία του 1990, δείχνοντάς της ότι το έργο της εκτιμήθηκε τελικά ως μουσική επιπέδου από μια ολότελα νέα γενιά Βρετανών δημιουργών.

Μικρά παράπονα (τα μόνα), ότι το κείμενο ανέφερε δύο φορές τον Aphex Twin στον πληθυντικό, λες και επρόκειτο για συγκρότημα, και ότι το πορτραίτο του Πήτερ πλάστηκε πολύ κοντά σε εκείνο του Μπράιαν: έχω την αίσθηση, δηλαδή, ότι ο Kember ήταν ένας άνθρωπος με αυτοπεποίθηση, ο οποίος ήξερε καλά πού πατούσε όταν γνώρισε τη Derbyshire –και όχι αυτός ο αμήχανος, σχεδόν δουλοπρεπής νέος που είδαμε στο Black Box.

Δεν θέλω ωστόσο να επιμείνω σε σημεία τα οποία πραγματικά θεωρώ λεπτομέρειες. Γιατί η Violet Louise μας έδωσε μια φρέσκια παράσταση, μακριά από τα ίδια και τα συνηθισμένα, καταφέρνοντας να διηγηθεί την ιστορία μιας φοβερής γυναίκας δίχως στιγμή να χάσει την ανθρώπινη διάστασή της, είτε ως δημιουργός του όλου εγχειρήματος, είτε ως πρωταγωνίστριά του. Θα τη θυμόμαστε ανεξίτηλα την εμπειρία, όσοι τυχεροί χωθήκαμε στα Υπόγεια του BBC μαζί της.