27 Σεπτεμβρίου 2023

Sigmatropic - συνέντευξη (2014)


Με τους Sigmatropic του Άκη Μπογιατζή είχαμε συναντηθεί το 2007, με αφορμή την έκδοση του άλμπουμ «Dark Outside», για μια εκτενή συζήτηση που κατέληξε στις σελίδες του περιοδικού Sonik (δείτε εδώ). Νομίζω ότι αργότερα πέρασε και στο Avopolis, τεμαχισμένη όμως σε δύο μέρη, απόφαση που δεν ήταν δική μου, καθώς τότε δεν είχα αναλάβει, ακόμα, την αρχισυνταξία του site.

Μιας και γίναμε φίλοι με τον Άκη Μπογιατζή στο Facebook αυτές τις μέρες, όμως, σκάλισα λίγο στο αρχείο και είδα ότι εκείνη η συνέντευξη δεν ήταν και η μοναδική που είχαμε κάνει. 7 χρόνια αργότερα, δηλαδή, τον Δεκέμβριο του 2014, ξαναβρεθήκαμε με αφορμή την έκδοση του δίσκου «Dead Computer Blues», αυτή τη φορά για λογαριασμό του περιοδικού Ήχος.

Η κουβέντα που κάναμε, λοιπόν, βρήκε τον δρόμο της δημοσίευσης στις σελίδες αυτού και τώρα αναδημοσιεύεται κι εδώ, για πρώτη φορά στο ίντερνετ –με μικρές, αισθητικής φύσης τροποποιήσεις. 

* η χρησιμοποιούμενη κεντρική φωτογραφία προέρχεται από το promo υλικό που διατέθηκε εκείνη την εποχή στον Τύπο


Για σας που το δημιουργήσατε, σε τι διαφοροποιείται το «Dead Computer Blues» από τις μέχρι τώρα δουλειές των Sigmatropic; Και ως προς τι αποτελεί φυσική συνέχεια εκείνων;

Στο τελευταίο μας άλμπουμ έχουμε προσεγγίσει την παραγωγή μέσα από μια «παραδοσιακή» οδό· οι βασικές ιδέες, δηλαδή, δουλεύτηκαν και ενορχηστρώθηκαν από όλα τα μέλη μαζί. Γι' αυτό, πιστεύω, η μουσική αποδίδεται με μια εσωτερική δύναμη, που –εγώ τουλάχιστον– είχα να τη βιώσω από την εποχή των Libido Blume. 

Κατά συνέπεια, ο ήχος μας έχει και περισσότερη ομοιογένεια. Τώρα, από την πλευρά των ιδεών, το Dead Computer Blues αγκαλιάζει ένα ευρύτερο (σε σχέση με τα παλιότερα άλμπουμ μας) υποσύνολο της μουσικής, συνεχίζοντας και ενισχύοντας την τάση που διαφαινόταν ήδη από το «Dark Outside» (2007).

Μα είναι νεκρός ο υπολογιστής; Ίσα-ίσα, θα έλεγε κανείς ότι από τότε που του είπαν εκείνο το περίφημο "ΟΚ" οι Radiohead, όχι μόνο ζει, μα βασιλεύει κιόλας –διαφεντεύοντας τις ζωές μας με τρόπους που δεν φανταζόμασταν...

Ακριβώς! Αποτελεί περίπου μια ιστορία επιστημονικο-πολιτικής φαντασίας. Φανταστείτε λοιπόν τα δακρύβρεχτα μπλουζ (τις «μαύρες μας», θα λέγαμε στα ελληνικά) αν ξαφνικά ο υπολογιστής πέθαινε, εξαφανιζόταν, αν ξαφνικά ο συλλογικός εθισμός της Ανθρωπότητας γινόταν καπνός. 

Μια τέτοια αλληγορία προτάσσει αυτό το κομμάτι, που από μια άποψη υιοθετείται και από το ίδιο το συγκρότημα στη μουσική καθημερινότητά του: εκεί που ο υπολογιστής είχε γίνει η ραχοκοκαλιά του ήχου μας στην ηχογραφημένη και στη ζωντανή μας εκδοχή, τώρα πρωταγωνιστεί ο ηλεκτρισμός, οι φωνές, ο «ανθρώπινος» ρυθμός. Ο υπολογιστής, βλέπεις, είχε την εξ υποθέσεως θέση του στους Sigmatropic από το 1997, ελλείψει ανθρώπινης επαφής. 

Το άλμπουμ θίγει την προσωπική κρίση που όλοι βιώνουμε αυτήν την εποχή. Θα οδηγηθούμε, κατά τη γνώμη σας, σε μια νέα κοινωνία; Και πώς τη βλέπετε αυτήν, ως καλύτερη της σημερινής ή χειρότερη;

Δεν είμαι προφήτης (περί προφητών, στην επόμενη ερώτηση). Ξέρω μόνο ότι οι «νέες» δυνατότητες, με τις υποτιθέμενες ελευθερίες που υπόσχονται (το ίντερνετ, ο υπολογιστής, για άλλη μια φορά), με κάποιον αδιαφανή τρόπο εξύφαναν το ακριβώς αντίθετο σκηνικό: τον μεσαίωνα που ακριβώς βιώνουμε τώρα, με τη βάναυση στέρηση των ελευθεριών, με το φίμωμα όσων φωνών έχουν κάτι διαφορετικό να πουν, με την κατευθυνόμενη οικονομική κρίση κλπ. Σε τέτοιον μάλιστα βαθμό, ώστε να διερωτάται κανείς μήπως η απόλυτη δημοκρατία του ίντερνετ ήρθε λίγο πρώιμα, σε μια στιγμή που δεν ήμαστε ακόμα έτοιμοι;

Τι βρήκε αλήθεια ο Ιησούς, όταν περπάτησε στους Δρόμους της Αθήνας μας; 

Στην πόλη της φιλοσοφίας και της δημοκρατίας, ο Χριστός έκανε ένα φανταστικό ταξίδι και συνάντησε λυσσαλέο ανταγωνισμό. Στην πραγματικότητα δεν ξέρουμε αν πράγματι ο Χριστός επισκέφτηκε την Αθήνα. Υπάρχουν βλέπεις αυτά τα μυστηριώδη χρόνια, από τότε που ήταν 12 χρονών μέχρι το σημείο που τον παρακολουθούν τα Ευαγγέλια. Σε κάθε περίπτωση, πάντως, η τότε Αθήνα ήταν ένας φάρος του πολιτισμού σε παρακμή: θυμόταν τα περασμένα μεγαλεία της και «διηγώντας τα, έκλαιγε».

Στο παραμύθι λοιπόν που εξιστορείται στο "When Jesus Walked The Streets Of Athens", πολλοί τον αντιμετώπισαν σαν ξενόφερτο, ο οποίος ήρθε να κλέψει τις καρδιές εκείνων που μέχρι τότε ήταν δοσμένοι αλλού. Σε όλα τα συστήματα υπάρχει άλλωστε μια «αντίδραση - σοκ» προς το καινούριο, που μπορεί να φτάσει μέχρι και τη σταύρωση. Μέχρι που η πιο ψύχραιμη ματιά θα αποφασίσει, κάποτε, εάν πράγματι πρόκειται για κάτι σημαντικό ή όχι. 

Γιατί νιώσατε την ανάγκη να επανεκτελεστεί το "Off Hand" των Libido Blume;

Είναι απλά το αγαπημένο μου κομμάτι από τη δισκογραφία των Libido, σύνθεση του Δημήτρη Στεργίου. Ήθελα έτσι να υπάρχει μια σύγχρονη μορφή κάποιου κομματιού των Libido Blume στο συγκεκριμένο άλμπουμ, και κατέληξα σε αυτό. 

Ανήκετε στα συγκροτήματα τα οποία όρισαν για πολλούς μουσικόφιλους το τι σήμαινε εγχώριος alternative ήχος (ασχέτως ροκ ή ηλεκτρονικών κατευθύνσεων). Τώρα που οι καιροί έχουν αλλάξει και το alternative βρίσκεται περισσότερο στον αφρό –έχοντας γίνει ακόμα και μόδα– νιώθετε πως ανήκετε ακόμα στην ευρύτερη οικογένειά του;

Πράγματι, ο ήχος των περισσότερων συγκροτημάτων και μουσικών έχει αγκαλιάσει τα χαρακτηριστικά αυτού που χαρακτηρίζεται ως alternative. Ο ήχος, όμως, είναι απλά μια συνιστώσα της μουσικής. Όπως και να έχει, θεωρώ πως το alternative είναι μια δυναμική κατάσταση σε σχέση με τη μουσική που επικρατεί. 

Εάν δηλαδή το μεγαλύτερο μέρος της μουσικής παραγωγής σήμερα ακούγεται ως alternative, τότε το πραγματικό alternative θα πρέπει να μετακινηθεί κάπου αλλού (γιατί το αντιλαμβάνομαι ως «εναλλακτικό σε σχέση με την επικρατούσα τάση»). Από την πλευρά του ακροατή, τα πράγματα εξελίσσονται αντίστοιχα: τα πρώτα δείγματα του alternative μπορεί να ακούγονται «ξένα» στον μέσο ακροατή. Εάν όμως τύχει να έχουν οι μουσικές αυτές ικανοποιητική έκθεση στα media, το αφτί του κάποτε εξοικειώνεται. Οπότε το πραγματικό alternative θα πρέπει –και από αυτήν τη σκοπιά– να είναι κάτι «άλλο». 

Η δική μας μουσική, ιδιαίτερα στο «Dead Computer Blues», πιστεύω ότι κινείται μεταξύ των διαφόρων μονοπατιών (ειδών, τάσεων κλπ.). Εδώ έχουμε βγάλει στην επιφάνεια περισσότερο τις μπλουζ καταβολές μας, και εν γένει υπενθυμίζουμε ότι τελικά είμαστε ένα ροκ εν ρολ συγκρότημα.

Το "Spaceface" δανείζεται έναν στίχο από τον David Bowie. Ποιες είναι, για εσάς, οι καλλιτεχνικές του κορυφές και γιατί;

Το «Ziggy Stardust» είναι από τα πιο εμβληματικά άλμπουμ της ροκ/ποπ μουσικής. Με είχε συναρπάσει από την αρχή μέχρι το τέλος. Μου είχαν κάνει ιδιαίτερη εντύπωση τα μάτια εξωγήινου που έβλεπα στις φωτογραφίες να κάνει ο Bowie στο "Moonage Daydream", τοποθετώντας τα χέρια του ανάποδα επάνω στα μάτια του. Μου είχε κάνει εντύπωση και η όλη ατμόσφαιρα, η οποία αντλούσε από αξίες της επιστημονικής φαντασίας –πάντα με σαγήνευε αυτό το είδος. Και η μουσική όμως ήταν «λαμπερή», με τονισμένα όλα τα στοιχεία που περίμενα να ακούσω. Στα αφτιά μου ηχούσε λοιπόν σαν ό,τι πιο τέλειο υπήρχε, για πολλά χρόνια.

Δημιούργησε ευκαιρίες το «Sixteen Haiku And Other Stories», 11 χρόνια πριν, για να βρείτε διέξοδο για το εξωτερικό; Και αν ναι, τι σας σταμάτησε; 

Η τωρινή μου εκτίμηση είναι, ναι. Δημιούργησε μια ανεπανάληπτη ευκαιρία, να βρει απήχηση η δουλειά αυτή έξω από τα σύνορα της Ελλάδας. Από καλλιτεχνικής πλευράς το έδαφος ήταν, πιστεύω, πρόσφορο. Απλά υπήρξε μια ατολμία στις αποφάσεις και στο οργανωτικό επίπεδο. 

Τι σχέδια περιλαμβάνει το άμεσο μέλλον σας; Θα εμφανιστείτε συναυλιακά; 

Το άλμπουμ αυτό είναι ίσως το πιο «έτοιμο» για τη συναυλιακή του εκφορά, ακριβώς επειδή η επεξεργασία του έγινε συλλογικά, από τους ίδιους ανθρώπους που στελεχώνουν και το live σχήμα. Μέχρι λοιπόν το τέλος της χρονιάς θα έχουμε εμφανιστεί 2 φορές, ενώ με το νέο έτος έπονται και άλλες εμφανίσεις –τόσο στην Αθήνα, όσο και εκτός Αθήνας.



Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου