26 Σεπτεμβρίου 2023

Misuse - συνέντευξη (2011)


Την πρώτη δεκαετία του 21ου αιώνα, δίναμε μεγάλη βάση στα εγχώρια alternative pop/rock συγκροτήματα οι του Τύπου. Δυσανάλογη της αξίας τους, εκ των υστέρων κρίνοντας –τότε, όμως, υπήρχε μια γενικευμένη αίσθηση ότι κάπου εκεί γεννιόταν κάτι φρέσκο, έτοιμο να ξεσπάσει. 

Από τα γκρουπ αυτού του χώρου που είχαν διακριθεί για τη σφιχτοδεμένη τους δουλειά σε στούντιο και συναυλιακές εμφανίσεις, οι Misuse συζητήθηκαν αρκετά για ένα διάστημα, δίχως όμως να μπορέσουν, τελικά, να το εξαργυρώσουν, σε βάθος χρόνου.

Τον Δεκέμβριο του 2011 στήσαμε μια κουβέντα με αφορμή το δεύτερό τους άλμπουμ «April», που θα ήταν και το τελευταίο τους, η οποία κατέληξε έπειτα στις σελίδες του περιοδικού Ήχος + Εικόνα. Τώρα, λοιπόν, αναδημοσιεύεται κι εδώ, για πρώτη φορά στο ίντερνετ, με μικρές, αισθητικής φύσης τροποποιήσεις.

* οι χρησιμοποιούμενες φωτογραφίες προέρχονται από υλικό που παραχωρήθηκε στον Τύπο της εποχής για το promo του δίσκου 


Απρίλης εν μέσω φθινοπώρου, οριστικά προς χειμώνα; Τι σηματοδοτεί ο τίτλος του νέου σας άλμπουμ;

Όπως και η μουσική μας, για τον καθένα ένας τίτλος, εν προκειμένω το April, μπορεί να νοηματοδοτεί διαφορετικά πράγματα. Η συγκεκριμένη λέξη-χρονική περίοδος, ενώ παραπέμπει συνεκδοχικά σε μια κατάσταση αναγέννησης και ελπίδας, πολλές φορές κρύβει εκπλήξεις μέσω των αντιθέσεων που μπορεί να παρουσιαστούν: ο Απρίλιος είναι, εξάλλου, ο μήνας ο οποίος συνδέει τις δύο «αντίθετες» εποχές του χρόνου. Πάνω από όλα, όμως, συνάδει, στα αφτιά μας τουλάχιστον, με την αίσθηση που αφήνει η μουσική του άλμπουμ.

Το ντεμπούτο σας κέρδισε σύσσωμη εκτίμηση κοινού και κριτικών. Σας έκανε αυτή η αντιμετώπιση να βάλετε τον πήχη ψηλά για το April; Ή πορεύεστε δίχως να σας επηρεάζουν τέτοιοι παράγοντες; 

Προσπαθούμε πάντα για το καλύτερο σύμφωνα με τα δικά μας κριτήρια, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι δεν λαμβάνουμε υπόψη μας κριτικές ή και γνώμες φίλων. Εμείς οι ίδιοι, πάντως, είμαστε, χωρίς αμφιβολία, οι πιο αυστηροί κριτές της δουλειάς μας. Κι έχουμε μεγαλύτερες απαιτήσεις από τους εαυτούς μας απ' ό,τι οποιαδήποτε κριτική έχουμε ακούσει ή διαβάσει ως σήμερα. 
        
Πέντε οργανικά κομμάτια, το κάθε ένα χωρισμένο σε δύο μέρη. Τι υπαγόρευσε αυτό το διμερές της δομής; 
     
Τα δύο μέρη δεν ήταν προμελετημένα, προέκυψαν στην πορεία. Παρατηρήσαμε ότι όντως τα κομμάτια χωρίζονται νοητά σε δύο μέρη το καθένα και χωρίσαμε έτσι τα tracks για λόγους προσβασιμότητας, παρά για οτιδήποτε άλλο.

Κάποιες από αυτές τις συνθέσεις τις έχετε παρουσιάσει στα live σας. Έπαιξαν ρόλο οι αντιδράσεις των fans για το αν θα έμπαιναν τελικά ή όχι σε δίσκο; 
     
Τα κομμάτια παίρνουν τόσο καιρό και πρόβες ώσπου να καταλήξουν στην μορφή που βρίσκονται στον δίσκο, ώστε, εν τέλει, δεν έχουμε την πολυτέλεια να αφήσουμε κάποιο εκτός. Στα live, πάντως, δοκιμάζουμε τα κομμάτια και αναλόγως κάνουμε αλλαγές, ούτως ώστε όλα να φτάσουν στο επιθυμητό επίπεδο και να έχουν λόγο ύπαρξης στο άλμπουμ –σε σχέση και με τα υπόλοιπα. Το ίδιο συμβαίνει ακόμα και τώρα με τα κομμάτια του ντεμπούτου μας σε ό,τι αφορά στις συναυλίες: είναι μονίμως σε μια διαδικασία αλλαγών, ώστε το συνολικό αποτέλεσμα μιας ζωντανής εμφάνισης να προκύπτει πιο συμπαγές και ομοιόμορφο.

Ένα από τα κύρια χαρακτηριστικά του April είναι η αισθητή απομάκρυνσή σας από το post-rock. Είναι ένα ιδίωμα εξαντλημένο καλλιτεχνικά ή εσάς δεν σας ενδιαφέρει πια, όσο άλλες κατευθύνσεις; 

Για να πούμε την αλήθεια, ποτέ δεν μπήκαμε στο στούντιο με σκοπό να παίξουμε κάποιο συγκεκριμένο ιδίωμα.  Όταν παίζεις απλά μουσική, δεν έχεις στο μυαλό σου τέτοιες κατηγοριοποιήσεις. Εμείς προτιμούμε λοιπόν να αντιμετωπίζουμε τη μουσική μας απλά σαν instrumental, χωρίς την ανάγκη να την κατηγοριοποιήσουμε κάπου. Σίγουρα, όμως, κάποια στοιχεία του τυπικού post-rock ήχου (ό,τι κι αν σημαίνει αυτό) θελήσαμε συνειδητά να τα αποφύγουμε, κυρίως γιατί δεν μας συγκινούν αισθητικά όσο παλιότερα.

Οι κιθάρες σας κάνουν πλέον παρέα με ηλεκτρονικούς ήχους, χωρίς ωστόσο να μπορούμε να μιλήσουμε για electronica αποτέλεσμα. Πώς χτίστηκαν αυτές οι ισορροπίες; Υπήρξε «φύλλο πορείας» για τον ήχο του δίσκου ή είναι αποτέλεσμα καθαρά δημιουργικών διαδικασιών;

Χωρίς να έχει συζητηθεί ποτέ, δεν νομίζουμε ότι κάποιος από μας είχε στο μυαλό του έναν αμιγώς ηλεκτρονικό δίσκο. Σεβόμαστε τον ήχο της μπάντας και δεν θέλαμε να απομακρυνθούμε από αυτόν δραστικά. Η χρήση των διάφορων samplers, drum machines, iOs apps κλπ. έγινε, έτσι, με γνώμονα το εκάστοτε κομμάτι και όχι επί τούτου. Έχουν πλέον, εξάλλου, τόσες δυνατότητες –ιδίως στο live παίξιμο– ώστε ο καθένας μπορεί να τα χρησιμοποιήσει με διαφορετικό τρόπο στη μουσική του και να εμπλουτίσει τον ήχο του με μόνο όριο την ίδια του τη φαντασία.
 
Όσον αφορά στις εσωτερικές ισορροπίες των Misuse, υπήρξαν αναταράξεις από την περσινή αποχώρηση του Τίτου Μοσχάκη;
     
Καμία αναταραχή δεν υπήρξε, καθώς δεν είναι κάτι που έγινε ξαφνικά ή με άσχημο τρόπο. Δοκιμάσαμε να δούμε πώς θα ήταν αν παραμείνουμε 4 –κάναμε και συναυλίες ως κουαρτέτο– καταλήξαμε όμως ότι λείπει στον ήχο το 5ο μέλος. Έτσι ήρθε ο Λευτέρης Βολάνης όταν ξεκινούσαμε πρόβες αποκλειστικά για τον δίσκο, κάποια στιγμή τον περασμένο Δεκέμβρη, προκειμένου να προλάβει να δώσει κι αυτός το δικό του στίγμα στον ήχο της μπάντας.

Πίσω από την έκδοση του April δεν κρύβεται μία, μα δύο εταιρείες –η Puzzlemusic και η Spinalonga. Να το δούμε ως σημάδι δύσκολων καιρών ή είναι άλλοι οι λόγοι για αυτήν την από κοινού κυκλοφορία;

Το ίδιο ίσχυε και στο πρώτο άλμπουμ, οπότε σε καμία περίπτωση δεν έχει να κάνει με τους, αναμφισβήτητα, δύσκολους καιρούς τους οποίους διανύουμε. Είναι απλά η συνέχεια μιας αγαστής συνεργασίας χρόνων.

Σκοπεύετε να εμφανιστείτε συχνότερα ζωντανά από ότι στο παρελθόν; Υπάρχουν ανακοινώσιμα σχέδια για μετά το πρώτο σας live-παρουσίαση του April, το Σάββατο 17 Δεκεμβρίου στο Bios; 

Ανακοινώσιμες ημερομηνίες αυτήν τη στιγμή δεν υπάρχουν, υπάρχει όμως η θέληση να κάνουμε αρκετά συχνότερα live, σε όσο το δυνατόν περισσότερα μέρη, εντός και εκτός λεκανοπεδίου. Και, ει δυνατόν, εντός και εκτός επικράτειας.



25 Σεπτεμβρίου 2023

Michael Schenker Fest: Resurrection [δισκοκριτική, 2018]


Μία κριτική μου από το 2018 στο άλμπουμ «Resurrection» του Michael Shenker. Του δοξασμένου, μα και αμφιλεγόμενου Γερμανού κιθαρίστα, ο οποίος βρήκε εδώ μια αίσθηση ανανέωσης στηριγμένη στη μάζωξη κάμποσων τραγουδιστών του hard rock που τον είχαν συντρέξει στις κατά καιρούς περιπέτειές του στη δισκογραφία.

Όπως κι άλλα μου κείμενα της ίδιας περιόδου, η κριτική αυτή πρωτοδημοσιεύτηκε στο Avopolis, του οποίου ήμουν τότε αρχισυντάκτης. Αναδημοσιεύεται τώρα εδώ με μικρές, αισθητικής φύσης τροποποιήσεις.

η κεντρική φωτογραφία προέρχεται από promo υλικό που διατέθηκε εκείνη την εποχή στον Τύπο 


Ο Michael Schenker υπήρξε ταλέντο διεθνούς εμβέλειας στην ηλεκτρική κιθάρα και μόνο τυχαίο δεν είναι ότι πίνουν νερό στο όνομά του o Slash, ο Kirk Hammett των Metallica (ο οποίος συμμετέχει μάλιστα εδώ, στο "Heart And Soul"), ο Kerry King των Slayer ή ο Dave Mustaine των Megadeth. 

Στα νιάτα του έχτισε μεγάλο μέρος της χαρντ ροκ φήμης των UFO (το "Doctor Doctor" είναι δικό του τραγούδι), έβαλε αποφασιστικές πινελιές στο πώς οι Scorpions κατέκτησαν την Αμερική επί Lovedrive (1979) και συνέχισε να έχει δημιουργικές ημέρες ακόμα και όταν κινήθηκε σόλο στην έναρξη της δεκαετίας του 1980, φτιάχνοντας το δικό του γκρουπ. Παράλληλη με όλα αυτά τα αξιοθαύμαστα, όμως, ήταν και μια πορεία καταχρήσεων και κωλοπαιδισμού, η οποία τον έκανε αντιπαθή και τον έφτασε να αποξενωθεί ακόμα και από τον αδερφό του, οδηγώντας τον σε συχνά καλλιτεχνικά ναδίρ. 

Κι όμως, ο Michael Schenker εξακολουθεί να είναι παρών στα πράγματα. Kαι, εν έτει 2018, είδε και το ανήκουστο εδώ και πολλά χρόνια, να υπάρχει δηλαδή πραγματική ανυπομονησία για το νέο του άλμπουμ –το πρώτο που χρεώνεται στους Michael Schenker Fest, οι οποίοι δεν είναι βέβαια παρά οι γνωστοί M.S.G., απλά σε μια πιο πλήρη εκδοχή τους, με πολλούς από τους τραγουδιστές που ιστορικά έχουν αποτελέσει μέλη της σύνθεσής τους. 

Το «Resurrection», λοιπόν, αποδεικνύεται όνομα και πράγμα, έστω κι αν επί της ουσίας μιλάμε περισσότερο για ένα έξυπνο άλμπουμ, παρά για μια δουλειά στηριγμένη στις ατόφιες μουσικές της ιδέες. Αν κάτσεις να το δεις με ψυχρή λογική, δηλαδή, ο Schenker έχει κάνει εδώ ένα προσεγμένο μοντάζ από 1970s και 1980s χαρντ ροκ χαρακτηριστικά: τα ταίριαξε ωραία, τα ανακάτεψε πετυχημένα και προς τιμήν του δεν τα φόρτωσε με σολαρίσματα (όπως θα στοιχημάτιζε κανείς), ώστε οι δομές των κομματιών να παραμένουν βαρυκόκαλες και να μην κλυδωνίζονται από τη φλυαρία. Ωστόσο δεν έχει απομακρυνθεί σπιθαμή από τους κοινούς τόπους του μουσικού αυτού είδους και από όσα γενικά το κατέστησαν, κάποτε, αναγνωρίσιμο και εμπορικά επιτυχημένο.

Έτσι, υπάρχει μια αγορίστικη μπρουταλιά ξεχασμένη σε ζόρικες μακρυμάλλικες εποχές στον τρόπο π.χ. με τον οποίον σκάει ένα τραγούδι σαν το "Warrior" στα πιο εκλεπτυσμένα αφτιά των σημερινών hard & heavy αγοριών, όσων περηφανεύονται λ.χ. για τις post-rock και τις alt-rock αναζητήσεις τους δίπλα στις metal αγάπες τους. Δεν σας κρύβω ότι το κατευχαριστιέμαι το τυχόν σοκ από το όλο σερβίρισμα, καθώς για μένα τέτοιου είδους ανακατώματα (συν τα πολλά μούσια) τους έχουν φλωρέψει τους σκληρούς ήχους του σήμερα, βάζοντας τις μπάντες που τους εκπροσωπούν να ψάχνουν ένα κατά βάση indie κοινό, το οποίο δεν πρόκειται να βρουν παρά κατά περιπτώσεις. Περισσότερη σημασία, πάντως, έχει ότι η εν λόγω αγορίστικη μπρουταλιά πληροφορεί γενικά το «Resurrection», κάνοντάς το μεν παλαιάς κοπής, αλλά με την έμφαση να δίνεται στο κοπής. 

Ομολογουμένως, μια τέτοια προσέγγιση σημαίνει ότι θα έχεις και τα αναμενόμενα γραφικά αδιέξοδα και υπάρχουν τραγούδια που πιστοποιούν ότι, πράγματι, τα έχεις. Στις καλές στιγμές, όμως, ο Michael Schenker συνεισφέρει εκπληκτική κιθάρα, ενώ λειτουργεί και ως άτυπος μαέστρος, εκμεταλλευόμενος την κρατσανιστή παραγωγή του έμπειρου Michael Voss-Schoen ώστε να «εξοπλίσει» το άλμπουμ με τις μελωδίες και τα μεγάλα εκείνα ρεφρέν που (ξέρει ότι) αποτελούν ταμάμ για τα λαρύγγια των Gary Barden, Graham Bonnet, Robin McAuley & Doogie White. Έτσι, οι «θείοι» αισθάνονται πολύ στα νερά τους, δίνουν τον καλύτερό τους εαυτό και μεταδίδουν και σε σένα κάτι από τον ενθουσιασμό τους, ειδικά όταν λειτουργούν ως παρέα, όπως στο απίθανο "Warrior" ή στο "Last Supper". 

Ο Schenker, τώρα, είναι πράγματι ο δικός τους Ιησούς εδώ, ακριβώς όπως το θέτει το εξώφυλλο –και όλοι ξέρουμε ότι είναι τόσο ξιπασμένος, ώστε να το 'φχαριστιέται. Στο «Resurrection», όμως, δεν αμέλησε να λειτουργήσει (και) ως ομαδικός παίκτης, θυμίζοντας σε φίλους και εχθρούς τι γίνεται όταν πιάνει την ηλεκτρική κι έχει όρεξη. 



22 Σεπτεμβρίου 2023

Alex C, Πρόκνη & Φιλομήλα, Nanah Palm: Μουσική + Φύλο (2015)


Μουσική και ήχος, διερωτήσεις γύρω από τα όρια της σύγχρονης performance, ματιές πάνω στο φύλο και στην οικοδόμηση της ταυτότητας, υπό ένα σταθερά queer πρίσμα. 

Τον Απρίλιο του 2015, λίγο πριν γίνει «της μόδας» να συζητάμε για τέτοια πράγματα στον εγχώριο lifestyle Τύπο –όταν ακόμα αναζητήσεις σαν κι αυτές κινούνταν στο πλαίσιο του αθηναϊκού underground της δεκαετίας του 2010– καταπιάστηκα με τη συγκρότηση και την επιμέλεια ενός σχετικού άρθρου. 

Δεν το έγραψα, εντούτοις: θα ήταν πέρα από τις δυνάμεις μου. Το περιεχόμενο, λοιπόν, το ανέλαβαν ο Alex C, το δίδυμο Πρόκνη & Φιλομήλα και η Nanah Palm, ενόψει της συμμετοχής τους στο τριήμερο «Sound Acts» που διοργανώθηκε στα τέλη εκείνου του Απρίλη στο Κέντρο Ελέγχου Τηλεοράσεων.

Κινητήριος δύναμη πίσω από το «Sound Acts» ήταν βέβαια η ΦΥΤΙΝΗ ή, αλλιώς, το πρώτο ελληνικό queer μουσικό label, καθώς και το καλλιτεχνικό ντουέτο ΦΥΤΑ. Κάποια στιγμή, ασφαλώς, πρέπει να τα πούμε διεξοδικότερα για τη σημαντική τους δράση.

Το κείμενο αυτό πρωτοδημοσιεύτηκε τότε στο Avopolis και αναδημοσιεύεται τώρα κι εδώ με μικρές, αισθητικής φύσης τροποποιήσεις, αν και δεν μου ανήκει, όπως είπαμε, παρά μόνο η συγκρότηση, ενοποίηση και επιμέλεια. 

* οι χρησιμοποιούμενες φωτογραφίες παραχωρήθηκαν για τους σκοπούς της δημοσίευσης. Στην κεντρική φωτό απεικονίζεται ο Alex C


Alex C

Το σώμα μου είναι μια μηχανή από άνθρακα και το design του γένους μου είναι «Αγόρι». Τούτου λεχθέντος, όπως και κατά την performance των μουσικών μου προπαγανδιστικών προσπαθειών προσπαθώ να επανα-νοηματοδοτήσω κομμάτια της μηχανής αυτής, έτσι και στην καθημερινότητά μου προσπαθώ να «λικνίζομαι», αποφεύγοντας την παγίωση ενός ορισμένου φύλου. 

Ομολογώ ότι, κατά τα γούστα μου, αρέσκομαι στο να στολίζω το σώμα-μηχανή μου με στοιχεία που η κοινωνία νοηματοδοτεί ως «θηλυκά», πρωτίστως διότι έτσι νιώθω ελεύθερος και ηδονίζομαι. Δεν με χαλάει, μολαταύτα, ότι, πολύ βολικά για την πολιτικότητά μου, ο στολισμός αυτός με στέλνει στη σφαίρα του αντικανονικού, όσον αφορά στην ύπαρξή μου μέσα στα πλαίσια της ετεροκανονικότητας. 

Με κίνδυνο να μυστικοποιήσω τη μουσική και τον αντίκτυπό της στην κοινωνία, νιώθω ότι η φόδρα και η φύση της είναι θηλυκή, καθότι προσφέρει στην κοινωνία τον σαμάνο-ιατρό που χρειάζεται. Και τον χρειάζεται καθημερινά και αιώνια, διότι έχει τμήσει και αφήσει σε «ειδικούς» την πιθανότητα θεραπείας της. Σε ειδικούς και πτυχιούχους τεχνών και επιστημών, που το μόνο το οποίο κάνουν είναι να αναπαράγουν τη συνεχή ομφαλοσκόπηση μιας κοινωνίας που τολμά να χορέψει μόνο στον ρυθμό του συνειρμού της λογικής. Οτιδήποτε έξω από αυτό εξοστρακίζεται σε σφαίρες όπως «αδιανόητο», «ανύπαρκτο», «απαράδεκτο». Κάπου εκεί θα με βρείτε.

Πρόκνη & Φιλομήλα

Η μουσική έχει φύλο όσο έχουν όλα τα πράγματα στον κόσμο αυτό. Όπως έχει φύλο το μπλε και το ροζ. Οι συμβάσεις μέσα στις οποίες ζούμε και δημιουργούμε. Η συνήθεια είναι τα αντρικά πράγματα να θεωρείται ότι αφορούν τους πάντες και τα γυναικεία τις γυναίκες. Αυτό είναι το θλιβερό κομμάτι της ιστορίας. 

Το ζήτημα, λοιπόν, δεν είναι να «καταφέρουν» οι γυναίκες να κάνουν κι εκείνες αυτό που κάνουν οι άντρες. Και οι γυναίκες μπορούν να κάνουν noise, και οι γυναίκες μπορούν να κάνουν πειραματική μουσική, και οι γυναίκες μπορούν να παίζουν με τους υπολογιστές και τους παραμορφωτές. Όχι. Το ζήτημα είναι η διαφορετική παραγωγή ήχου που κάνουν γυναίκες (διαφορετική γιατί έχουν ζήσει και δημιουργήσει μέσα σε έναν κόσμο οι συμβάσεις του οποίου τις επισκέπτονται από συγκεκριμένη κατεύθυνση) να αφορά τους πάντες.


Οι Π και Φ εμπνέονται από τις παρακάτω συλλογικότητες:

H Flo6x8 είναι μια ομάδα που, μέσα από τη μουσική και τους στίχους, παρεμβαίνει σε τράπεζες, αλλά και στη Βουλή με όπλο το φλαμένκο και θέμα της την οικονομική κρίση. «That's not Crisis/It's called capitalism!» τραγουδούν, εξισώνοντας τις καλλιτεχνικές παρεμβάσεις με οποιαδήποτε άλλη μορφή πολιτικής διαμαρτυρίας.

Ο megafonchor είναι ένα ακόμη εγχείρημα που επιχειρεί παρεμβάσεις μέσω του ήχου και της δράσης στον δημόσιο χώρο. Το βίντεο στο τέλος του δημοσιεύματος είναι μία διαμαρτυρία ενάντια στο gentrification και στην κερδοσκοπία που απειλεί τον κοινωνικό ιστό της πόλης του Aμβούργου, διαμέσω των εξώσεων.

Θεωρούμε οικογένεια τις Laurie  Anderson και Delia Derbyshire

Ακολουθούμε επίσης και υποστηρίζουμε οποιονδήποτε ήχο ή τεχνολογία βγει από τις pechblenda lab: ένα τρανσφεμινιστικό εργαστήρι, κομμάτι της οικοβιομηχανικής μετα-καπιταλιστικής αποικίας Καλαφου.


Nanah Palm

H Nanah Palm προσεγγίζει την έννοια του φύλου μέσα από τον πειραματισμό με τον ήχο και το spoken word, όχι τόσο με γνώμονα τη χειραφέτηση της έκφρασης, όσο με βάση την αλλοίωση διαχωρισμών και κατηγοριών. 

Ο γυναικείος ψυχισμός ξεφεύγει από τα στεγανά της αγνότητας, της «κλασικής» ομορφιάς και της αθωότητας. Και βυθίζεται απροκάλυπτα σε πειραματισμούς με αταίριαστα παντρέματα απόηχων τηλεοπτικών σειρών σε αποσύνθεση, ντίβων του λαϊκού πενταγράμμου και σκοτεινών συνθετριών/κολεκτίβων από τα βάθη της πειραματικής μουσικής. Ταυτόχρονα, η Nanah Palm παίζει με τις προσδοκίες ενός εναλλακτικού κοινού, το οποίο διψάει για σκοτεινές και μυστικοπαθείς περσόνες, χτίζοντας μία αφήγηση που ενσωματώνει στερεοτυπικές αναπαραστάσεις της «γυναικείας» εναλλακτικής έκφρασης.



21 Σεπτεμβρίου 2023

Violet Louise: «Στα Υπόγεια του BBC» - ανταπόκριση (2014)


Τελευταία αλίευση αρχείου σε κριτικές για τη δουλειά της Violet Louise η κάτωθι, για την αφιερωμένη στη Delia Derbyshire παράσταση «Στα Υπόγεια του BBC», την οποία είδα και θαύμασα στην αίθουσα Black Box του Ιδρύματος Μιχάλη Κακογιάννη, τον Μάρτιο του 2014.

Πολύ απλά, μία από τις καλύτερες και πιο ουσιαστικά δοσμένες μουσικοθεατρικές παραστάσεις που παρακολουθήσαμε στα καθ' ημάς, κατά τη διάρκεια του (έως τώρα) 21ού αιώνα. 

Μια κριτική πρωτοδημοσιεύτηκε εκείνη την εποχή στο Avopolis και αναδημοσιεύεται τώρα κι εδώ, με μικρές, αισθητικής φύσης τροποποιήσεις.

* οι χρησιμοποιούμενες φωτογραφίες προέρχονται από το promo υλικό της παράστασης και ανήκουν στη Μυρτώ Στείρου 


Η ισόγεια αίθουσα «Black Box» του Ιδρύματος Κακογιάννη είχε γεμίσει μαγνητοταινίες και απίθανες ηχητικές συσκευές, του τύπου που, ένα καλοκαίρι πριν, χάζευα στο ιστορικό Studio für Elektronische Musik της Κολονίας. Εν μέσω αυτών, δύο μόλις άνθρωποι –η Λουΐζα Κωστούλα (Violet Louise) και ο Παναγιώτης Γαρμπής– ζωντάνεψαν έναν ολόκληρο κόσμο, αναπλάθοντας για χάρη μας την ιστορία της Delia Derbyshire. Μιας πρωτοπόρου της ηλεκτρονικής/πειραματικής έκφρασης, η οποία πάλεψε να καθιερώσει ως μουσική τους Όμορφους Ηλεκτρονικούς Ήχους της, σε πείσμα των συγχρόνων της, που της αρνήθηκαν το δημιουργικό credit ακόμα και για την πιο διάσημη σύνθεσή της: το βασικό θέμα της σειράς επιστημονικής φαντασίας Dr. Who.

Μου είναι πραγματικά δύσκολο να αναπλάσω όλες τις μικρές λεπτομέρειες που έκαναν την παράσταση «Στα Υπόγεια του BBC» τόσο φανταστική. Οι καλειδοσκοπικοί φωτισμοί του Θωμά Οικονομάκου, τα πρωτόλεια ηλεκτρονικά, τα πρωτότυπα τραγούδια που έγραψε για τις ανάγκες της η Violet Louise, η εικόνα όλων εκείνων των μηχανημάτων πάνω στο μεγάλο τραπέζι, το μικρό τραπέζι αντίκρυ με το κρασί που δεν τελείωνε ποτέ, η παράλληλη προβολή ενός ειδώλου της Derbyshire με τη δική του ζωή και κίνηση στον τοίχο αριστερά όπως κοιτάγαμε –μέσω του οποίου δόθηκε, καταπληκτικά, το απότομο φινάλε της ζωής της– όλα υπήρξαν ψηφίδες ενός απίθανου μωσαϊκού. Μέσω του οποίου δεν αποτυπώθηκε απλά ένα κομμάτι της ζωής και της σκέψης της Delia Derbyshire, μα κυριολεκτικά κοινωνήθηκε. Έτσι, ακόμα και κάποιος εντελώς άσχετος με την πειραματική μουσική και τα ηλεκτρακουστικά μπορούσε άνετα να παρακολουθήσει την παράσταση, μα και να ταυτιστεί με τους πρωταγωνιστές.

Η ίδια η δημιουργός ενσάρκωσε άψογα τη Derbyshire, κινούμενη σε ένα διαρκές μπρος-πίσω στον χρόνο: η Ντέλια στα υπόγεια του BBC, νέα, δυναμική, με τα φορεματάκια της, να τσιγκλάει τον κομφορμιστή μουσικό/ηχολήπτη Μπράιαν (Brian Hodgson) και να πνέει τα μένεα κατά του στενόμυαλου διευθυντή του BBC Radiophonic Workshop Ντέσμοντ (Desmond Briscoe). Και η Ντέλια στο σπίτι της, μεγάλη πια, αποτραβηγμένη από τον κόσμο, να ακούει ραδιόφωνο τυλιγμένη σε μια ρόμπα, πνίγοντας στο κρασί το ότι δεν μπόρεσε κατά τις πιο δημιουργικές της μέρες να κερδίσει ούτε την καλλιτεχνική αναγνώριση, ούτε και την οικονομική ανεξαρτησία. Παρά τα διαρκή πήγαινε-έλα, δεν χαθήκαμε ποτέ: τα νέα του BBC έμπαιναν ως μικροί ημερολογιακοί δείκτες κάθε φορά που τα χρειαζόμασταν, βοηθώντας στο ταξίδι μας στον χρόνο, μα προσφέροντας κι ένα μικρό πλαίσιο εποχής.

Δίπλα στη Λουΐζα Κωστούλα στάθηκε άξια ο Παναγιώτης Γαρμπής, πότε ως τρισδιάστατος Dr. Who/επισκέπτης από το Διάστημα, πότε ως ο ντροπαλός και κρυφά ερωτευμένος με τη Ντέλια, Μπράιαν, που τα έχασε όλα τη μέρα που της εκμυστηρεύτηκε τα συναισθήματά του, πότε ως ο αρχετυπικός γραφειοκράτης Ντέσμοντ, πότε ως ο Peter Kember των Spacemen 3 –ο άνθρωπος που προσπάθησε να βγάλει τη Ντέλια από την αφάνεια κατά τη δεκαετία του 1990, δείχνοντάς της ότι το έργο της εκτιμήθηκε τελικά ως μουσική επιπέδου από μια ολότελα νέα γενιά Βρετανών δημιουργών.

Μικρά παράπονα (τα μόνα), ότι το κείμενο ανέφερε δύο φορές τον Aphex Twin στον πληθυντικό, λες και επρόκειτο για συγκρότημα, και ότι το πορτραίτο του Πήτερ πλάστηκε πολύ κοντά σε εκείνο του Μπράιαν: έχω την αίσθηση, δηλαδή, ότι ο Kember ήταν ένας άνθρωπος με αυτοπεποίθηση, ο οποίος ήξερε καλά πού πατούσε όταν γνώρισε τη Derbyshire –και όχι αυτός ο αμήχανος, σχεδόν δουλοπρεπής νέος που είδαμε στο Black Box.

Δεν θέλω ωστόσο να επιμείνω σε σημεία τα οποία πραγματικά θεωρώ λεπτομέρειες. Γιατί η Violet Louise μας έδωσε μια φρέσκια παράσταση, μακριά από τα ίδια και τα συνηθισμένα, καταφέρνοντας να διηγηθεί την ιστορία μιας φοβερής γυναίκας δίχως στιγμή να χάσει την ανθρώπινη διάστασή της, είτε ως δημιουργός του όλου εγχειρήματος, είτε ως πρωταγωνίστριά του. Θα τη θυμόμαστε ανεξίτηλα την εμπειρία, όσοι τυχεροί χωθήκαμε στα Υπόγεια του BBC μαζί της.



20 Σεπτεμβρίου 2023

Violet Louise: «Γράμματα στα Κοριτσάκια» - ανταπόκριση (2014)


Γοητευτική αποδείχθηκε η παράσταση «Γράμματα στα Κοριτσάκια» της Violet Louise (Λουίζα Κωστούλα), την οποία παρακολούθησα τον Νοέμβριο του 2014 στο Από Μηχανής Θέατρο –όπου ανέβαινε για 2η σεζόν. Με άριστη οικονομία χρόνου, με τις γνωστές ισορροπίες μεταξύ θεάτρου και πρωτότυπης μουσικής σύνθεσης (όλα δια χειρός της δημιουργού και πρωταγωνίστριας), αλλά και με ιντριγκαδόρικα, αμείλικτα ερωτήματα, τα οποία δεν δίστασαν να φλερτάρουν και με το δυνητικό σκοτάδι. 

Όλα για χάρη του Lewis Carroll, του περίφημου Βρετανού συγγραφέα, ο οποίος μας χάρισε τις Περιπέτειες της Αλίκης στη Χώρα των Θαυμάτων (1865). Σε ένα πολυσύνθετο μήνυμα δίχως εύκολα συμπεράσματα, που, προκειμένου να αποκωδικοποιηθεί, θα πρέπει ίσως να συνδυαστεί με  ανάγνωση σε μια συνέντευξη της Violet Louise (δείτε εδώ), όπου μίλησε εκτενώς για το θέμα και για το πώς το προσέγγισε, καθώς έφτιαχνε τα «Γράμματα στα Κοριτσάκια». 

Μια κριτική για την παράσταση δημοσιεύτηκε τότε στο Avopolis και αναδημοσιεύεται τώρα κι εδώ, με μικρές, αισθητικής φύσης τροποποιήσεις.

* οι χρησιμοποιούμενες φωτογραφίες προέρχονται από το promo υλικό της παράστασης και ανήκουν στους Στέφανο Κναππ & Περικλή Πραβήτα


Από την αθωότητα στο έρεβος μας πήγε η Λουΐζα Κωστούλα (Violet Louise), μέσα σε μόλις 1 ώρα. Σε μια performance με άριστη οικονομία χρόνου, η οποία αξιοποίησε κάθε ένα από τα 60 λεπτά της για να προσφέρει μια πυκνή μουσική/θεατρική αφήγηση, που κύλησε όμως σαν νεράκι. Αφήνοντάς μας γοητευμένους και συνάμα προβληματισμένους στο φινάλε, να χειροκροτούμε ενόσω στα μυαλά μας επαναλαμβανόταν αδυσώπητο το ερώτημα: ήταν; δεν ήταν;

Μία από τις μεγάλες αρετές της παράστασης ξετυλίγεται τόσο ανεπαίσθητα, ώστε την παίρνεις χαμπάρι μόνο στο τέλος. Γιατί, παρά τη λιτότητα του σκηνικού, μπαίνεις αμέσως στο κλίμα και αντιμετωπίζεις το μικρό τραπέζι με τον προτζέκτορα σαν το γραφείο του Lewis Carroll Dodgson και τη Λουΐζα Κωστούλα σαν τον ίδιο τον συγγραφέα των «Περιπετειών της Αλίκης στη Χώρα των Θαυμάτων». Νιώθεις να μπαίνεις στο κεφάλι του, διασκεδάζεις με την ευρηματικότητα και τον ενθουσιασμό της αλληλογραφίας που ανταλλάσσει με τις μικρές του θαυμάστριες κι εγώ τουλάχιστον συμμερίστηκα το αίτημά του για 48ωρη μέρα, αλλά και το φλογερό του κήρυγμα υπέρ της διατήρησης μιας διανοητικής, έστω, νεότητας. Εκείνη την ανάγκη, δηλαδή, να μπορείς να συναναστρέφεσαι τους νέους ακόμα κι όταν εσύ δεν ανήκεις πια στο ηλικιακό τους γκρουπ. 

Έτσι, όταν η Violet Louise βάζει τη μάσκα του λαγού, το παίρνεις λίγο προσωπικά που ο κόσμος τούτος θολώνει και αποκτά μια εν δυνάμει ζοφερή πτυχή. Μήπως, τελικά, ο συγγραφέας καλύπτει κάτω από όλα αυτά «ένα τέρας, τέρας!», όπως αναφωνεί ο λαγός σε κάποιο σημείο; Πού τέμνεται, αλήθεια, ο ανύπαντρος γιος του κληρικού με τις απόψεις τις οποίες καταγράφει στο ημερολόγιό του για το παιδί ως εικόνα του Θεού; Πού βρίσκεται το όριο μεταξύ των στάνταρ της εποχής/της συγκεκριμένης κοινωνίας και της παρέκκλισης; Πού μπαίνει το σύνορο, στην προσωπική ιστορία του Carroll, ανάμεσα στις γενικές του απόψεις για το παιδί και στο ενδιαφέρον του για την 11άχρονη Alice Liddell (το πρότυπο, ίσως, για την Αλίκη της Χώρας των Θαυμάτων); 

Από εκείνο το σημείο και πέρα, ο τόνος της παράστασης αλλάζει· προσέχεις περισσσότερο το σκοτάδι στη σκηνή (σε απορροφά), ενώ και το sound design γίνεται σκληρό –σαν να ουρλιάζει μερικές φορές, παρέα με τις μύχιες σκέψεις του συγγραφέα. Υπάρχει δε μια εκπληκτική σκηνή, όπου η Violet Louise ρίχνει κραυγάζοντας ό,τι βρίσκει πάνω στο «γραφείο» προς την κατεύθυνση μιας φωτογραφίας εποχής, όπου απεικονίζεται ένα παιδικό γυμνό. Βέβαια, όπως πληροφορούμαστε, στη βικτωριανή περίοδο κάτι τέτοιο (υποτίθεται ότι) δεν περιείχε σεξουαλικές αποχρώσεις. Άρα, ποιος βάζει τους κανόνες; Είναι δικαιολογημένο το διαβόητο παιδοφιλικό κόμμα της Ολλανδίας, το PNVD, να θεωρεί σήμερα τον Lewis Carroll «δικό του», όπως δηλώνεται μέσω διαφάνειας, σε μια ανατριχιαστική διασύνδεση με το δικό μας σήμερα; 

Όλα αυτά αποδίδονται εξαιρετικά, οδηγώντας σε ένα φινάλε δίχως απαντήσεις –ο θεατής αφήνεται, πολύ ορθώς, στα δικά του συμπεράσματα. Μαζί με τα ερωτήματα, πάντως, μένει και η εντύπωση μίας ακόμα θαυμάσιας παράστασης από τη Λουΐζα Κωστούλα: μια performer με λαμπρές, πρωτότυπες ιδέες, οι οποίες σταθερά τέμνουν τη σκηνική δράση με μουσική γραμμένη ειδικά για κάθε περίσταση. Αν και η τελευταία δεν είχε στα Γράμματα στα Κοριτσάκια τον πρωταγωνιστικό ρόλο που διέθετε στα Υπόγεια του BBC, ακούσαμε μερικά ενδιαφέροντα, βρετανοπρεπή τραγούδια σε εναλλακτικές ποπ κατευθύνσεις. Με καλύτερο το πρώτο στη σειρά, που θύμιζε (ίσως λίγο υπερβολικά;) Dresden Dolls και η Κωστούλα ερμήνευσε με άριστη άρθρωση καθισμένη σε μια καρέκλα στο δεξί άκρο της σκηνής, απέναντι από το σκίτσο ενός κοριτσιού. Ωραίο βρήκα πάντως και το αμέσως επόμενο, το οποίο απηχούσε την ιδιότυπη γραφή των XTC. 

Τα Γράμματα στα Κοριτσάκια ανεβαίνουν φέτος για δεύτερη σεζόν, έχουν κάνει πρεμιέρα ήδη από τον Οκτώβριο και τα παρακολούθησα Κυριακή, όχι Σάββατο. Με αυτούς λοιπόν τους δείκτες κατά νου, το ότι βρήκα το Από Μηχανής Θέατρο σχεδόν γεμάτο μαρτυρεί νομίζω ένα έργο επιτυχημένο (έστω και σε μικρή κλίμακα), που δεν ευτύχησε μόνο στις κριτικές. Κι αν λάβουμε συμπληρωματικά υπόψη τη λεπτομέρεια που μας αποκάλυψε η Violet Louise όταν πήγαμε να της πούμε τα μπράβο από κοντά, ότι έπαιξε δηλαδή με 38.5 πυρετό, η επιτυχία που καταγράφει το παρόν κείμενο αποκτά και μία ακόμα διάσταση, που αφορά την ίδια τη δημιουργό του: δεν μας πέρασε από το μυαλό ούτε στιγμή ότι δεν βρισκόταν στα καλύτερά της, καθώς η απόδοσή της ήταν σταθερή, χωρίς ίχνος κόπωσης –βάλτε δε στον λογαριασμό πως υπήρχε κι ένα σημείο που απαιτούσε πολύ έντονες κινήσεις από μέρους της.