20 Σεπτεμβρίου 2023

Violet Louise: «Γράμματα στα Κοριτσάκια» - ανταπόκριση (2014)


Γοητευτική αποδείχθηκε η παράσταση «Γράμματα στα Κοριτσάκια» της Violet Louise (Λουίζα Κωστούλα), την οποία παρακολούθησα τον Νοέμβριο του 2014 στο Από Μηχανής Θέατρο –όπου ανέβαινε για 2η σεζόν. Με άριστη οικονομία χρόνου, με τις γνωστές ισορροπίες μεταξύ θεάτρου και πρωτότυπης μουσικής σύνθεσης (όλα δια χειρός της δημιουργού και πρωταγωνίστριας), αλλά και με ιντριγκαδόρικα, αμείλικτα ερωτήματα, τα οποία δεν δίστασαν να φλερτάρουν και με το δυνητικό σκοτάδι. 

Όλα για χάρη του Lewis Carroll, του περίφημου Βρετανού συγγραφέα, ο οποίος μας χάρισε τις Περιπέτειες της Αλίκης στη Χώρα των Θαυμάτων (1865). Σε ένα πολυσύνθετο μήνυμα δίχως εύκολα συμπεράσματα, που, προκειμένου να αποκωδικοποιηθεί, θα πρέπει ίσως να συνδυαστεί με  ανάγνωση σε μια συνέντευξη της Violet Louise (δείτε εδώ), όπου μίλησε εκτενώς για το θέμα και για το πώς το προσέγγισε, καθώς έφτιαχνε τα «Γράμματα στα Κοριτσάκια». 

Μια κριτική για την παράσταση δημοσιεύτηκε τότε στο Avopolis και αναδημοσιεύεται τώρα κι εδώ, με μικρές, αισθητικής φύσης τροποποιήσεις.

* οι χρησιμοποιούμενες φωτογραφίες προέρχονται από το promo υλικό της παράστασης και ανήκουν στους Στέφανο Κναππ & Περικλή Πραβήτα


Από την αθωότητα στο έρεβος μας πήγε η Λουΐζα Κωστούλα (Violet Louise), μέσα σε μόλις 1 ώρα. Σε μια performance με άριστη οικονομία χρόνου, η οποία αξιοποίησε κάθε ένα από τα 60 λεπτά της για να προσφέρει μια πυκνή μουσική/θεατρική αφήγηση, που κύλησε όμως σαν νεράκι. Αφήνοντάς μας γοητευμένους και συνάμα προβληματισμένους στο φινάλε, να χειροκροτούμε ενόσω στα μυαλά μας επαναλαμβανόταν αδυσώπητο το ερώτημα: ήταν; δεν ήταν;

Μία από τις μεγάλες αρετές της παράστασης ξετυλίγεται τόσο ανεπαίσθητα, ώστε την παίρνεις χαμπάρι μόνο στο τέλος. Γιατί, παρά τη λιτότητα του σκηνικού, μπαίνεις αμέσως στο κλίμα και αντιμετωπίζεις το μικρό τραπέζι με τον προτζέκτορα σαν το γραφείο του Lewis Carroll Dodgson και τη Λουΐζα Κωστούλα σαν τον ίδιο τον συγγραφέα των «Περιπετειών της Αλίκης στη Χώρα των Θαυμάτων». Νιώθεις να μπαίνεις στο κεφάλι του, διασκεδάζεις με την ευρηματικότητα και τον ενθουσιασμό της αλληλογραφίας που ανταλλάσσει με τις μικρές του θαυμάστριες κι εγώ τουλάχιστον συμμερίστηκα το αίτημά του για 48ωρη μέρα, αλλά και το φλογερό του κήρυγμα υπέρ της διατήρησης μιας διανοητικής, έστω, νεότητας. Εκείνη την ανάγκη, δηλαδή, να μπορείς να συναναστρέφεσαι τους νέους ακόμα κι όταν εσύ δεν ανήκεις πια στο ηλικιακό τους γκρουπ. 

Έτσι, όταν η Violet Louise βάζει τη μάσκα του λαγού, το παίρνεις λίγο προσωπικά που ο κόσμος τούτος θολώνει και αποκτά μια εν δυνάμει ζοφερή πτυχή. Μήπως, τελικά, ο συγγραφέας καλύπτει κάτω από όλα αυτά «ένα τέρας, τέρας!», όπως αναφωνεί ο λαγός σε κάποιο σημείο; Πού τέμνεται, αλήθεια, ο ανύπαντρος γιος του κληρικού με τις απόψεις τις οποίες καταγράφει στο ημερολόγιό του για το παιδί ως εικόνα του Θεού; Πού βρίσκεται το όριο μεταξύ των στάνταρ της εποχής/της συγκεκριμένης κοινωνίας και της παρέκκλισης; Πού μπαίνει το σύνορο, στην προσωπική ιστορία του Carroll, ανάμεσα στις γενικές του απόψεις για το παιδί και στο ενδιαφέρον του για την 11άχρονη Alice Liddell (το πρότυπο, ίσως, για την Αλίκη της Χώρας των Θαυμάτων); 

Από εκείνο το σημείο και πέρα, ο τόνος της παράστασης αλλάζει· προσέχεις περισσσότερο το σκοτάδι στη σκηνή (σε απορροφά), ενώ και το sound design γίνεται σκληρό –σαν να ουρλιάζει μερικές φορές, παρέα με τις μύχιες σκέψεις του συγγραφέα. Υπάρχει δε μια εκπληκτική σκηνή, όπου η Violet Louise ρίχνει κραυγάζοντας ό,τι βρίσκει πάνω στο «γραφείο» προς την κατεύθυνση μιας φωτογραφίας εποχής, όπου απεικονίζεται ένα παιδικό γυμνό. Βέβαια, όπως πληροφορούμαστε, στη βικτωριανή περίοδο κάτι τέτοιο (υποτίθεται ότι) δεν περιείχε σεξουαλικές αποχρώσεις. Άρα, ποιος βάζει τους κανόνες; Είναι δικαιολογημένο το διαβόητο παιδοφιλικό κόμμα της Ολλανδίας, το PNVD, να θεωρεί σήμερα τον Lewis Carroll «δικό του», όπως δηλώνεται μέσω διαφάνειας, σε μια ανατριχιαστική διασύνδεση με το δικό μας σήμερα; 

Όλα αυτά αποδίδονται εξαιρετικά, οδηγώντας σε ένα φινάλε δίχως απαντήσεις –ο θεατής αφήνεται, πολύ ορθώς, στα δικά του συμπεράσματα. Μαζί με τα ερωτήματα, πάντως, μένει και η εντύπωση μίας ακόμα θαυμάσιας παράστασης από τη Λουΐζα Κωστούλα: μια performer με λαμπρές, πρωτότυπες ιδέες, οι οποίες σταθερά τέμνουν τη σκηνική δράση με μουσική γραμμένη ειδικά για κάθε περίσταση. Αν και η τελευταία δεν είχε στα Γράμματα στα Κοριτσάκια τον πρωταγωνιστικό ρόλο που διέθετε στα Υπόγεια του BBC, ακούσαμε μερικά ενδιαφέροντα, βρετανοπρεπή τραγούδια σε εναλλακτικές ποπ κατευθύνσεις. Με καλύτερο το πρώτο στη σειρά, που θύμιζε (ίσως λίγο υπερβολικά;) Dresden Dolls και η Κωστούλα ερμήνευσε με άριστη άρθρωση καθισμένη σε μια καρέκλα στο δεξί άκρο της σκηνής, απέναντι από το σκίτσο ενός κοριτσιού. Ωραίο βρήκα πάντως και το αμέσως επόμενο, το οποίο απηχούσε την ιδιότυπη γραφή των XTC. 

Τα Γράμματα στα Κοριτσάκια ανεβαίνουν φέτος για δεύτερη σεζόν, έχουν κάνει πρεμιέρα ήδη από τον Οκτώβριο και τα παρακολούθησα Κυριακή, όχι Σάββατο. Με αυτούς λοιπόν τους δείκτες κατά νου, το ότι βρήκα το Από Μηχανής Θέατρο σχεδόν γεμάτο μαρτυρεί νομίζω ένα έργο επιτυχημένο (έστω και σε μικρή κλίμακα), που δεν ευτύχησε μόνο στις κριτικές. Κι αν λάβουμε συμπληρωματικά υπόψη τη λεπτομέρεια που μας αποκάλυψε η Violet Louise όταν πήγαμε να της πούμε τα μπράβο από κοντά, ότι έπαιξε δηλαδή με 38.5 πυρετό, η επιτυχία που καταγράφει το παρόν κείμενο αποκτά και μία ακόμα διάσταση, που αφορά την ίδια τη δημιουργό του: δεν μας πέρασε από το μυαλό ούτε στιγμή ότι δεν βρισκόταν στα καλύτερά της, καθώς η απόδοσή της ήταν σταθερή, χωρίς ίχνος κόπωσης –βάλτε δε στον λογαριασμό πως υπήρχε κι ένα σημείο που απαιτούσε πολύ έντονες κινήσεις από μέρους της. 



18 Σεπτεμβρίου 2023

Violet Louise - συνέντευξη (2014)


Συνεχίζοντας τις εξερευνήσεις στο αρχείο για κείμενα σχετιζόμενα με τη Violet Louise, βρήκα και τη συνέντευξη που κάναμε τον Οκτώβριο του 2014, λίγο πριν την πρεμιέρα της παράστασης «Γράμματα στα Κοριτσάκια», που θα έκανε τότε τη δεύτερή της σεζόν. 

Το αρχικό κείμενο πρωτοδημοσιεύτηκε στο Avopolis, αναδημοσιεύεται τώρα κι εδώ, με μικρές, αισθητικής φύσης τροποποιήσεις.

* οι χρησιμοποιούμενες φωτογραφίες προέρχονται από promo υλικό


Η Delia Derbyshire στα Υπόγεια του BBC, ο Λιούις Κάρολ και οι επιστολές του: τυχαίες οι επιλογές ή υπάρχει κάτι που σε τραβάει προς Βρετανία μεριά;

Αυτή σου ερώτηση δεν είναι καθόλου τυχαία. Και εκτός από έναν πολύ καλό μου φίλο, είσαι ο δεύτερος που κάνει μια τέτοια διαπίστωση. Ούτε εγώ δεν έχω συνειδητοποιήσει το γιατί. Νομίζω ότι η γραφή των συγκεκριμένων κειμένων βασίζεται κατά κάποιον τρόπο σε δομές και φόρμες πιο δωρικές και κάπως πιο κλασικές: υπάρχει δομή, ιστορία, ο λόγος είναι καθαρός, λιτός. 

Όταν υπάρχει λοιπόν μία στέρεα βάση, μία ιστορία, αισθάνομαι ότι έχω μεγαλύτερη ελευθερία να πειραματιστώ και να σπάσω αυτές τις κλασικές δομές, προσθέτοντας καινούρια στοιχεία, που αντικαθιστούν κομμάτια της αφήγησης. Υπάρχει δηλαδή περισσότερος χώρος για να εμπλακούν τα νέα μέσα –βίντεο, ήχος, performance, όπως και η μουσική.

Τα Γράμματα Στα Κοριτσάκια παρουσιάστηκαν για πρώτη φορά το 2013, βρίσκοντας θερμή ανταπόκριση από την κριτική. Ήταν αντίστοιχα θερμή η υποδοχή από το κοινό; 

Η αλήθεια είναι ότι τα Γράμματα Στα Κοριτσάκια είναι παράσταση που έχει προκαλέσει. Θίγονται πολύ λεπτά ζητήματα. Ο κόσμος του παιδιού είναι ιερός και υπάρχει μεγάλη ευαισθησία όταν ασχολείται κάποιος μαζί του, σε φιλοσοφικό ή δημιουργικό επίπεδο. Τα Γράμματα Στα Κοριτσάκια είναι μια παράσταση για τη ζωή ενός μεγάλου συγγραφέα παιδικής λογοτεχνίας, του Λιούις Κάρολ, που έγραψε τις Περιπέτειες Της Αλίκης Στη Χώρα Των Θαυμάτων (1865). Ο οποίος κατηγορήθηκε μετά θάνατον –κι ενώ δεν υπήρχαν σχετικές αποδείξεις– ότι χρησιμοποιούσε την τέχνη του για να γοητεύει παιδιά, με αμφίβολες προθέσεις.

Η δική μας η πρόθεση, ξεκινώντας από τη συγκεκριμένη ιστορία, ήταν να κάνουμε μια κοινωνιολογική ανάλυση για τους κανόνες που καθορίζουν τι είναι διαστροφή, παρεκτροπή, όπως και το ποιος καθορίζει κάθε φορά αυτούς τους κανόνες. Πάμε όμως κι ένα βήμα παραπέρα και θίγουμε την κοινωνική υποκρισία και το κατεστημένο κάθε εποχής. Στη Βικτωριανή Εποχή λ.χ., στην οποία έζησε ο Κάρολ, υπήρχαν άλλα μέτρα και σταθμά: τα κορίτσια τα πάντρευαν από τα 12. Σήμερα ισχύουν διαφορετικοί ηθικοί νόμοι και κοινωνικοί κανόνες. Το μεγάλο ερώτημα είναι, λοιπόν, ποιος και γιατί διαμορφώνει την ηθική κάθε εποχής;

Kαι για να κλείσω την ερώτησή σου, επειδή η παράσταση δεν καταλήγει σε συμπεράσματα αλλά θέτει ερωτηματικά, η υποδοχή του κάθε θεατή είναι τόσο θερμή, όσο και η διάθεσή του να εμπλακεί σε αυτούς τους προβληματισμούς και να δει πίσω από την ιστορία του Κάρολ.

Το έναυσμα λοιπόν στο έδωσαν οι επιστολές του Κάρολ προς τις ανήλικες θαυμάστριές του; Ή το ερωτηματικό που έχει δημιουργηθεί για την ερωτική του ταυτότητα;

Οι επιστολές του, σε σχέση με το ερωτηματικό για την ερωτική του ταυτότητα. Δεν μπορούσα να βρω σύνδεσμο και σχέση μεταξύ αυτών των δύο στοιχείων: τις διάβαζα και τις ξαναδιάβαζα και αναρωτιόμουν από πού προέκυψε η όλη ιστορία. Υπήρχε δηλαδή μια τεράστια αντίφαση. Εγώ έβλεπα έναν άνθρωπο που αγαπά πολύ τα παιδιά κι έχει αφιερώσει τη ζωή του σ' εκείνα. Έναν άνθρωπο στην υπηρεσία του παιδιού· έναν δάσκαλο, έναν διασκεδαστή, ο οποίος θεωρούσε το παιδί ως την τέλεια εικόνα του Θεού επί της Γης.

Δεν δέχεσαι επομένως ότι ήταν παιδόφιλος ο συγγραφέας της Αλίκης Στη Χώρα Των Θαυμάτων. Ήταν λοιπόν απλά ένας παρεξηγημένος άνθρωπος;

Δεν ξέρω ποια είναι η πραγματικότητα, πάντως στη δική μου συνείδηση είναι αθώος. Ένας βαθιά παρεξηγημένος άνθρωπος, που δεν ακολούθησε ποτέ τους κανόνες και μπήκε στο στόχαστρο μιας κοινωνίας μεταγενέστερης της κοινωνίας στην οποία έζησε. Η λογική μου λέει ότι, εφόσον συναναστρεφόταν με εκατοντάδες παιδιά και δεν υπήρξε μία φήμη, μία υπόνοια, ένα σκάνδαλο στην εποχή του, είναι κάπως περίεργο. 

Κι αν εξετάσει κανείς διεξοδικά όσα γράφει, θα καταλάβει ότι πρόκειται για ένα βαθιά ηθικό στοιχείο, με πίστη στον Θεό και στη θεία τιμωρία. Ο μεγαλύτερος φόβος του ήταν μήπως τη στιγμή του θανάτου η ψυχή του έχει χάσει την αθωότητά της. Έχει γράψει μάλιστα και δύο κείμενα: την Αιώνια Τιμωρία και την Αιώνια Σωτηρία. Και πολλές από τις παιδικές του φίλες –μεγάλες γυναίκες πια, με δικά τους παιδιά– έγραψαν στον τάφο του: «Λιούις Κάρολ, ο καλύτερος φίλος των παιδιών». 

Όλη η παραφιλολογία δημιουργήθηκε από τις ελάχιστες (σε σχέση με τον τεράστιο όγκο των φωτογραφιών του) γυμνές φωτογραφίες κάποιων κοριτσιών, τις οποίες τράβηξε προς το τέλος της ενασχόλησής του με το αντικείμενο. Kάτι όμως που δεν γνωρίζουν οι περισσότεροι, είναι ότι το παιδικό γυμνό στη Βικτωριανή Εποχή θεωρούταν ένδειξη αγνότητας και καλοτυχίας. Το παιδικό σώμα, ακόμα και χωρίς ρούχα, δεν εμπεριείχε σεξουαλική απόχρωση.

Ακούμε συχνά καλλιτέχνες να κρίνονται με βάση το αν η ζωή τους ή/και οι δημόσιες δηλώσεις τους συμβαδίζουν με κάποιο προσωπικό μας μέτρο ηθικής. Τελικά δεν είναι αυθύπαρκτη η αξία μιας καλλιτεχνικής δημιουργίας; 

Φυσικά και είναι αυθύπαρκτη. Αλλά όλοι μας επηρεαζόμαστε και από την προσωπικότητα του καλλιτέχνη. Είναι ανθρώπινο και κατανοητό. Και νομίζω ότι, στο τέλος, όλοι μας διαχωρίζουμε το έργο από τον καλλιτέχνη. Υπάρχουν πολλά παραδείγματα καλλιτεχνών που δεν έχουν δώσει και την καλύτερη εικόνα σε κοινωνικό, ηθικό και ανθρώπινο επίπεδο, αλλά που ο κόσμος συρρέει για να απολαύσει τα δημιουργήματά τους.

Και τι συμβαίνει, αλήθεια, κι έχουν εξαφανιστεί δύο ολόκληροι τόμοι από το ημερολόγιο του Κάρολ; Για να αναφέρεται στο δελτίο Τύπου της παράστασής σου, πρέπει να είναι μια πληροφορία με κάποια σημασία για σένα...

Το επισήμανα με μία δόση ειρωνείας. Ο συγγενικός και οικογενειακός κύκλος του δημιουργού, που συνήθως έχει συμφέροντα από την εκμετάλλευση του έργου του, φροντίζει να διατηρείται το προφίλ και η εικόνα του καλλιτέχνη αψεγάδιαστη και αρεστή στην κοινή γνώμη. Οπότε, οποιαδήποτε πληροφορία που θα χαλούσε αυτήν την εικόνα –ακόμα και κάτι που θα μπορούσε να είναι άνευ σημασίας– ενδεχομένως να αποκρύφτηκε για λόγους σκοπιμότητας. Θα μπορούσε να είναι το οτιδήποτε. Κάποιοι, όμως, συνδύασαν τις γυμνές φωτογραφίες των παιδιών με την εξαφάνιση των δύο τόμων από το ημερολόγιο του. Κι έτσι δημιουργήθηκε αυτή η θεωρία συνωμοσίας.

Υπογράφεις τόσο τη μουσική, όσο και το sound design στα Γράμματα Στα Κοριτσάκια. Διαφώτισε τους αναγνώστες που μπερδεύονται όταν ακούν για το δεύτερο, αναρωτώμενοι για το τι σχέση έχει με τη μουσική...

Για τη μουσική νομίζω ότι δεν χρειάζονται διευκρινήσεις. Ο ηχητικός σχεδιασμός (sound design), τώρα, αφορά την ύπαρξη του ήχου ως δραματουργικού στοιχείου της παράστασης, όπως και τη δημιουργία ηχητικού περιβάλλοντος. Ο ήχος βοηθά τη σκηνική δράση, την ερμηνεύει, πολλές φορές την υποκαθιστά κιόλας. Δημιουργεί συναισθήματα, συνειρμούς, τοποθετεί το κοινό σε μία κατάσταση. Επενεργεί στον νου και στο συναίσθημα. Ο ήχος έχει μαγικές ικανότητες.

Τι βρήκες πιο δύσκολο καθώς έστηνες την παράσταση; Και πώς το αντιμετώπισες;   

Αυτό που με δυσκόλεψε περισσότερο ήταν το υλικό που είχα στα χέρια μου. Οι επιστολές από μόνες τους έδιναν όλο το αγγλικό nonsence και την παιδικότητα της ψυχής του Κάρολ. Διαφαίνεται το χιούμορ, η φαντασία, η εφευρετικότητα, η θεατρικότητα, αλλά μέχρι εκεί. Ο Κάρολ ήταν επιπλέον ένας διανοούμενος, αντικομφορμιστής και φιλόσοφος στην εποχή του. Έπρεπε λοιπόν να κάνω μεγαλύτερη έρευνα για να συλλέξω στοιχεία από άλλα κείμενά του –φιλοσοφικά, μαθηματικά, το βιβλίο της λογικής, από επιστολές προς ενήλικες φίλους του, από μαρτυρίες τρίτων, το προσωπικό του ημερολόγιο– ώστε να χτίσω σωστά το πορτραίτο του. 

Στη συνέχεια πέρασα και σε μια πιο μεγάλη κλίμακα, μελετώντας τη Βικτωριανή Εποχή και αντιπαραβάλλοντάς την με τη δική μας. Δηλαδή συνέκρινα τα κοινωνικά δεδομένα, τους ηθικούς και θρησκευτικούς κανόνες και κατέληξα σε κάποια συμπεράσματα, τα οποία και παρουσιάζονται στην παράσταση.

Πέρα από την παράσταση, ετοιμάζεις και κάποιον δίσκο αυτόν τον καιρό, σωστά; Πώς σκοπεύεις να κινηθείς μετά τα Γράμματα Στα Κοριτσάκια;

Ναι, ετοιμάζω το επόμενο υλικό, με επιρροές από την αναλογική ηλεκτρονική μουσική. Η ιστορία με τα Υπόγεια Του BBC, σίγουρα με επηρέασε: κάθε δουλειά που κάνουμε, μου αφήνει κάτι περισσότερο. Δεν θέλω να πω κάτι παραπάνω, καθώς τώρα ολοκληρώνεται και προσπαθώ κι εγώ ακόμα να το οσμιστώ και να το αφουγκραστώ. Το μόνο σίγουρο είναι ότι ηχεί πολύ διαφορετικά από το προηγούμενο άλμπουμ Cardinals & Lovers, ως προς την προσωπική ερμηνεία, τις συνθέσεις, τον ήχο.

Επίσης ετοιμάζουμε μια ηλεκτρονική όπερα, μάλλον θα έλεγα πως πρόκειται για μια παράσταση με live εκτέλεση μουσικής, διανθισμένη με ηλεκτρονικά στοιχεία. Έχει σαν θέμα τον σπισιμό, μία καινούρια έννοια, η οποία υποδηλώνει τον ρατσισμό του ανθρώπου απέναντι στα ζώα. Τα ζώα βρίσκονται στην υπηρεσία του ανθρώπου, είναι πόροι και αγαθά, η ζωή τους δεν έχει καμία σημασία. Ο άνθρωπος μπορεί να θεωρεί τον εαυτό του ηθικά  ανώτερο ον, ξεχνά όμως ότι όλα τα όντα πονούν και αισθάνονται. Η παράστασή μας, στην ουσία, υποστηρίζει τον αντισπισιμό, δηλαδή ότι τελικά τα ζώα έχουν δικαίωμα να ζουν μια ζωή που δεν εμπεριέχει τον πόνο και τον θάνατο.



14 Σεπτεμβρίου 2023

Violet Louise: «Μαρμαρωμένες Τρωάδες» - ανταπόκριση (2016)


Κάπου την έχασα τα τελευταία, δύσκολα για μένα, χρόνια τη Violet Louise (κατά κόσμον Λουίζα Κωστούλα). Για κάποιο διάστημα, όμως, έδινα τακτικά το παρών στις παραστάσεις της, από τότε που την πρωτοείδα ζωντανά –νομίζω στο 3ο Φεστιβάλ Πολλής Μουσικής, το 2014. 

Αν δεν κάνω λάθος, το τελευταίο της έργο που παρακολούθησα ήταν οι «Μαρμαρωμένες Τρωάδες» τον Μάιο του 2016, στο Ίδρυμα Μιχάλης Κακογιάννης: μια ανάγνωση στα πάντα επίκαιρα λόγια του Ευριπίδη, που πλεύρισε τη μουσική αισθητική των Boards Of Canada. 

Αυτό αλίευσα, για την ώρα, από το αρχείο, καθώς μια κριτική για την παράσταση πρωτοδημοσιεύτηκε, τότε, στο Avopolis. Αναδημοσιεύεται λοιπόν κι εδώ (με μικρές, αισθητικής φύσης τροποποιήσεις) και έπεται και Violet Louise συνέχεια. 

* οι χρησιμοποιούμενες φωτογραφίες προέρχονται από το promo υλικό που δόθηκε στον Τύπο


Το εισιτήριό μου έγραφε «θέατρο» και πίσω μου στο Ίδρυμα Κακογιάννη καθόταν μια κυρία που χρώσταγε, έλεγε, τρεις κριτικές σε ένα θεατρικό site (συμβουλή αρχισυντάκτη: τρεις κριτικές είναι πολλές). Αλλά όταν τα φώτα έσβησαν και χειροκροτήσαμε όλοι μαζί –θερμά– τους συντελεστές των Μαρμαρωμένων Τρωάδων, ήμουν βέβαιος ότι η παράσταση χώραγε και σε ένα μουσικό site. Γιατί η μουσική δεν ήταν διάκοσμος, ούτε γέμιζε κενά. Αντιθέτως, αποτελούσε οργανικό μέρος του οπτικού/ηχητικού τόπου που είχε δημιουργηθεί, ήταν δε και πρωτότυπη δημιουργία της Violet Louise (Λουΐζα Κωστούλα), ειδικά για το έργο.

Οι Μαρμαρωμένες Τρωάδες ντεμπούταραν στην αρχαία Ολυμπία, στην τελετή για την Αφή της Ολυμπιακής Φλόγας και έδιναν την τελευταία τους αθηναϊκή παράσταση στο Ίδρυμα Μιχάλης Κακογιάννης. Μια πολύ ορθή επιλογή, δεδομένου του ότι βασίζονται στη μετάφραση των Τρωάδων του Ευριπίδη που έκανε –χρησιμοποιώντας θαυμάσια τα νέα ελληνικά– ο γνωστός σκηνοθέτης. Το σκηνικό τους, λιτό. Άφηνε πολλά να τα συμπληρώσει η φαντασία, όσο τα μάτια σου έβλεπαν τα δύο τριμερή βάθρα αριστερά και δεξιά και το μονό στη μέση, καθώς και τις εικόνες που προβάλλονταν στο video wall πίσω τους. 

Αριστερά όπως κοιτάζαμε, τώρα, στεκόταν η Εκάβη, καταπληκτικά ενσαρκωμένη από την Αγλαΐα Παππά (είναι η εικονιζόμενη άνωθεν). Η οποία έδωσε ρεσιτάλ θεατρικής χρήσης της φωνής, ώστε να ζωντανέψει μπροστά μας την έκπτωτη βασίλισσα της Τροίας, που παρακολουθούσε τα τελευταία οικεία πρόσωπα που είχαν απομείνει στην οικογένειά της να θανατώνονται ή να παίρνουν τον δρόμο της σκλαβιάς. Δεξιά, η Λουΐζα Κωστούλα (στην οποία άνηκε η σκηνοθεσία) απέδιδε πειστικότατα τον χορό των γυναικών της Τροίας και άλλες γυναικείες μορφές (Ανδρομάχη, Κασσάνδρα), ενώ στο μέσον μας επισκεπτόταν ο Παναγιώτης Γαρμπής ως ευθυτενής κήρυκας Ταλθύβιος, κομίζοντας τα μαντάτα των μεθυσμένων από τη νίκη Ελλήνων. Για λίγο πέρασαν και ο Μενέλαος με την Ελένη, αλλά μόνο ως αφαιρετικές μορφές στο video wall, με τις φωνές τους ηχογραφημένες.  

Τα αρχαία λόγια του Ευριπίδη παραμένουν αιχμηρά και επίκαιρα, σε εποχές όπου πάλι συζητάμε για δίκαιους και άδικους πολέμους –επιπλέον, διέθεταν και μια δυναμική πολύ του γούστου μου, αφού από το σχολείο κιόλας θυμάμαι να απεχθάνομαι τους φαφλατάδες Αργίτες και τους προστάτες θεούς τους, συντασσόμενος με τους Τρώες, τον Απόλλωνα και τον Ποσειδώνα. Και αποδόθηκαν, νομίζω, ωραιότατα, τόσο σε σκηνικό, όσο και σε υποκριτικό επίπεδο. Σε μια παράσταση η οποία δεν απώλεσε ποτέ το πρωτότυπο πνεύμα των Τρωάδων, προκειμένου να κάνει χατίρια στη μοντέρνα προσέγγιση της οπτικοακουστικής αφήγησης. 

Η μουσική της Violet Louise άνηκε σε αυτό το μοντέρνο κομμάτι, κινήθηκε όμως με θαυμαστό μέτρο, πότε επιλέγοντας τη λογική του sound design –συμπλέοντας άριστα με τις εικόνες του video wall, όλες ειδικά επεξεργασμένες λήψεις από φυσικά τοπία, που είχαν ως στόχο τη «θόλωση» των ορίων μεταξύ πραγματικού και φανταστικού– πότε λειτουργώντας ως ηλεκτρονικό soundtrack, με μια αισθητική κοντά στις σπουδαίες δουλειές των Boards Of Canada. Η ίδια, επίσης, στάθηκε άψογα και με τη φωνή της, στα λίγα σημεία στα οποία απέδωσε τραγουδιστά τα λόγια που αντιστοιχούσαν στους διάφορους ρόλους της.

Έχω χάσει μόνο μία παράσταση της Λουΐζας Κωστούλα, αλλά ό,τι έχω δει ως τώρα εκ μέρους της το συγκαταλέγω στα πιο ενδιαφέροντα πράγματα των τελευταίων χρόνων. Ίσως το λιγοστό πλήθος στο Ίδρυμα Κακογιάννη να σημαίνει ότι ακόμα δεν έχει ανακαλυφθεί στην κλίμακα που της αξίζει, κάτι που μπορείτε σύντομα να διορθώσετε, όμως, εάν διαβάζετε αυτές τις γραμμές και νιώθετε ότι σας αφορούν.



12 Σεπτεμβρίου 2023

Νίκος Λαάρης: αφιέρωμα στον sir John Tavener - ανταπόκριση (2014)


Νοέμβριος 2014, στο «Beton7». Ο Νίκος Λαάρης παρουσίασε ένα αφιέρωμα στο πιανιστικό έργο του sir John Tavener. Και πέτυχε να μας πάει από έναν καθημερινό, μινιμάλ λυρισμό σε μια οικουμενική, φιλοσοφική εμπειρία υπέρβασης των γήινων. Ή, αν προτιμάτε, από τις γάτες στον Θεό –με ενδιάμεση στάση στον πνευματικό άνθρωπο.

Μια ανταπόκριση για αυτή την ιδιαίτερη βραδιά πρωτοδημοσιεύτηκε εκείνη την εποχή στο Avopolis και αναδημοσιεύεται τώρα κι εδώ, με μικρές, αισθητικής φύσης τροποποιήσεις.

* οι χρησιμοποιούμενες φωτογραφίες προέρχονται από τη συναυλία και ανήκουν στην Τζωρτζίνα Πατεράκη


Ο Νίκος Λαάρης δεν μοιράζει προγράμματα στους θεατές των συναυλιών του –τουλάχιστον σε όσες έχω παρακολουθήσει. Δεν τα χρειάζεται. Είναι ο ίδιος το καλύτερο «πρόγραμμα» που θα μπορούσες να διαθέτεις, καθώς δεν του αρέσει το δογματικό κλασικό πρωτόκολλο. Έτσι, σηκώνεται από το πιάνο του τακτικά και μας μιλάει ο ίδιος για όσα πρόκειται να ακούσουμε. Μας τα συστήνει: και σε επίπεδο πληροφορίας, μα και με τη θέρμη του μουσικού που τρέφει για εκείνα ιδιαίτερη αγάπη και θαυμασμό. Μου αρέσει πολύ αυτή η προσέγγιση, προσωπικά.

Στο γεμάτο θεατράκι του πολυχώρου «Beton7», ο Νίκος Λαάρης παρουσίασε το πιανιστικό έργο του σερ John Tavener. Ρεπερτόριο ασυνήθιστο, δηλαδή, που ακόμα και το εξοικειωμένο με την κλασική μουσική κοινό μάλλον δεν γνωρίζει καλά· φτιαγμένο από έναν εξίσου ασυνήθιστο δημιουργό, έναν μεγάλο Βρετανό, έναν από τους σπουδαιότερους συνθέτες του 20ού αιώνα. Έβρισκα πάντα κρίμα που το μεν ευρύ κοινό δεν είναι καλά πληροφορημένο για τη σχέση του Tavener με τη χώρα μας, ο δε ποπ/ροκ κόσμος δεν γνωρίζει καν σαν όνομα έναν άνθρωπο ο οποίος υπήρξε φίλος με τον John Lennon και έγραψε το "Prayer Of The Heart" για τη Björk. 

O πιανιστικός Tavener, τώρα, δεν είναι μεγάλος σε όγκο. Είναι όμως σε βάθος και σε προσωπικότητα, οπότε έχει σημασία πώς θα διαλέξεις να τον παρουσιάσεις σε ένα αφιέρωμα. Και ο Λαάρης πέτυχε νομίζω διάνα, ξεκινώντας μας από τα απτά ("In Memory Of Two Cats", "Mandoodles") και καταλήγοντας στην πολυσύνθετη, απαιτητική "Pratirupa", με το ολιγόλεπτο "Zodiacs" να χρησιμοποιείται κάπως σαν πρελούδιό της. Μας πήγε λοιπόν από έναν πιο καθημερινό, μινιμάλ λυρισμό σε μια οικουμενική, φιλοσοφική εμπειρία υπέρβασης των γήινων· ή, αν θέλετε, από τις γάτες στον Θεό –με  ενδιάμεση στάση στον πνευματικό άνθρωπο. Εκείνον που τοποθετήθηκε κάπου στη μέση του προγράμματος, αρχικά με το "Palin" (γραμμένο στο μοναστήρι της Πάτμου, την εποχή που ο Tavener ασπάστηκε την Ορθοδοξία) και ύστερα με την "Υπακοή". 

Ο Λαάρης εκφράστηκε με ενάργεια πάνω σε όλα αυτά, φανερώνοντας και μελέτη, μα και καλή επαφή με τα έργα του Tavener. Χαλαρός, μα συνάμα θερμός στα πιο «ήσυχα» μέρη, βροντερός στις εντάσεις και στα ξεσπάσματα, άλλαζε πρόσωπα ανάλογα με τις διαθέσεις του υλικού, χωρίς να χάνει τον σταθερό ορίζοντα πνευματικότητας που εμπεριείχε το τελευταίο. Στην "Υπακοή", ειδικά, η εξαιρετική του εκτέλεση βρέθηκε κοντά στη σφριγηλή οπτική του Ralph Van Raat για το κομμάτι, μα την ίδια στιγμή διέθετε μια σαφώς πιο ελληνική αύρα (ας την πούμε «χατζιδακική», χάριν συνεννόησης). Στη δε "Pratirupa" υπήρξε τέτοια η ένταση του παιξίματος, ώστε στο φινάλε το αριστερό του πόδι έμεινε για λίγο να ίπταται ελαφρώς στον αέρα. Βέβαια, ποτέ δεν υπήρξα φίλος του συγκεκριμένου κομματιού –μάλλον με εκνευρίζουν κάποια φασαριόζικα, επαναλαμβανόμενα μοτίβα και η γενικότερα μη Δυτική κατεύθυνση ορισμένων τμημάτων. Αλλά αυτό είναι προσωπική μου υπόθεση, άσχετη με την απόδοση του Λαάρη, η οποία υπήρξε υποδειγματική. 

Το συγκρατημένα θερμό χειροκρότημα στο τέλος της βραδιάς δεν ήταν αντιπροσωπευτικό για το πόσο άρεσε η συναυλία. Φάνηκε πολύ παραπάνω, νομίζω, από το ότι σύσσωμο έπειτα στο κοινό ένιωσε την ανάγκη να πάει να χαιρετίσει τον πιανίστα στα μετόπισθεν.




11 Σεπτεμβρίου 2023

Killah Priest - ανταπόκριση (2014)


Φεβρουάριος 2014, στο «An Club». Δύσκολα τα χρόνια της Κρίσης, πάντα κάπως δύσκολα τα πράγματα για τις διεθνείς χιπ χοπ συναυλίες, σε αντίθεση με εκείνες των εγχώριων ονομάτων του είδους. 

Ως εκ τούτου, δεν μαζευτήκαμε και πολλοί για τον πρώτο ερχομό του Killah Priest στην Ελλάδα, παρά το σέβας που πάντα υπάρχει στις μορφές που σχετίστηκαν με τον Wu-Tang Clan θρύλο. Λίγο έλειψε, μάλιστα, να του κλέψουν την παράσταση τα Ανάποδα Καπέλα –και ίσως να το είχαν κάνει σε άλλη περίσταση, όμως στην παρούσα ο Αμερικανός ράπερ απλά δεν παιζόταν.

Μια ανταπόκριση από τη βραδιά δημοσιεύτηκε τότε στο Avopolis και αναδημοσιεύεται τώρα κι εδώ, με μικρές, αισθητικής φύσης τροποποιήσεις.

* οι χρησιμοποιούμενες φωτογραφίες προέρχονται από τη συναυλία και ανήκουν στον Νίκο Ζαραγκόπουλο, με την αμέσως κάτωθι να απεικονίζει τον Tozi των 3TK, ο οποίος άνοιξε τη βραδιά


Παρά το φτηνό εισιτήριο, δεν ήμασταν και πολλοί στο «An Club», ήμασταν όμως αρκετοί για να κάνουμε την απαιτούμενη φασαρία. Και πιστεύω ότι όλοι μας φύγαμε λίγο πιο πλούσιοι από αυτή τη συναυλία, καθώς ο Killah Priest –στον πρώτο του, σημειωτέον, ερχομό στην Ελλάδα– την ίδρωσε τη φανέλα, όντας όσο καταιγιστικός έπρεπε και συνάμα όσο πιο ποιητικός μπορούσε. 

Αλλά, για να πάρουμε τα πράγματα με μια κάποια σειρά, η βραδιά άνοιξε με τον Tozi των 3TK, ο οποίος εμφανίστηκε παρέα με έναν ακόμα MC κι έβαλε τα δυνατά του για να μας ζεστάνει. Δεν τα κατάφερε κι άσχημα. Ο κόσμος –που ακόμα εκείνη την ώρα ερχόταν– δεν πωρώθηκε, μα παρακολούθησε με ενδιαφέρον, ανάμεσα τους κι εγώ: υπήρχαν μεν κάποια ευδιάκριτα προβλήματα άρθρωσης, τα οποία δυσχέραιναν την κατανόηση όταν το flow γινόταν γρήγορο, υπήρχε όμως και η απαιτούμενη λάιβ έξαψη, όπως και δυο/τρία καλά κομμάτια, π.χ. το "Στίχοι Κατά Συρροή".


Σκυτάλη κατόπιν στον Everton και στους Scripta Manent, οι οποίοι πήγαν να μπουν με φόρα, λέγοντάς μας ένα τραγούδι-κόλαφο για τη μουσική βιομηχανία, μα δεν τους βγήκε. Αλλά, με το που συντονίστηκαν, δεν είχε πια γυρισμό. Οι στροφές ανέβηκαν, η ομάδα πέταγε και το γεγονός ότι σε κάποια φάση βρέθηκαν να ραπάρουν με μανία σε μια εντελώς σκοτεινή σκηνή (δεν μάθαμε ποτέ αν έφταιγαν τεχνικά ζητήματα ή αν επρόκειτο για άποψη) τους χάρισε και μια ατμόσφαιρα ταιριαστή με τον σκληρό τους λόγο. Είναι βέβαια μικροί και τους λείπουν ακόμα μερικά κρίσιμα χιλιόμετρα· αναντίρρητα, όμως, βρίσκονται στη σωστή διαδρομή.   


Τα Ανάποδα Καπέλα, από την άλλη, κατάπιαν με άνεση τα χιλιόμετρα που χωρίζουν Αθήνα και Θεσσαλονίκη και χρειάστηκε να μας θυμίσουν ότι είχαν έρθει απλά για ένα support σετ και ότι δεν βλέπαμε δική τους συναυλία. Μικρός Κλέφτης & ΛΕΞ βρέθηκαν λοιπόν σε τρελά κέφια κι έπιασαν μάξιμουμ απόδοση, βάζοντας φωτιά στο «An Club» με χιπ χοπ αισθητική μα ροκ λογική –όπως λέει και το κομμάτι τους. Τρέξαμε έτσι πρόθυμα μαζί τους στη "Γρήγορη Λωρίδα", τραγουδήσαμε παρέα για καβάτζες, φίλους και εχθρούς στο "Όταν Πέφτει Σκοτάδι", κάναμε χαμό μέχρι πίσω στο "Είμαι Ο Τυπάς Που Δεν Πας", συμμεριστήκαμε την ανάγκη για "Άμεση Επέμβαση" και ζήσαμε μαζί τους ένα άκρως σαλονικιώτικο "24 7". Αν ακούσετε ότι παίζουν κάπου κοντά σας τα Ανάποδα Καπέλα, μην το σκεφτείτε. Απλά δώστε το παρών. 


Στο μεταξύ, ενόσω τα 'σπαγαν ο Μικρός Κλέφτης με τον ΛΕΞ, το βλέμμα μου διασταυρώθηκε με εκείνο του Estee Nack των Tragic Allies στο μπαρ δεξιά όπως μπαίνουμε στο «An», όπου στεκόμουν. Καθόταν κι αυτός εκεί, παρέα με τον Paranorm και τον Purpose και παρατηρούσαν –κάπως αποσβολωμένοι– μια τα Ανάποδα Καπέλα, μια τον χαμό που γινόταν από κάτω. Το μήνυμα, πάντως, ελήφθη. Κι έτσι, όταν ήρθε η δική τους ώρα για τη σκηνή, μπήκαν με ένα αυτοσχέδιο ραπ χωρίς μουσική, έτσι για διαπιστευτήρια, πριν παραδοθούν σε μια δαιμονισμένη performance, προκαλώντας μας διαρκώς για βοή και επιδοκιμασία. Ό,τι ακούσετε για τον τρόπο με τον οποίον συνδυάζουν intelligence και street credibility, σας διαβεβαιώ πως αληθεύει. 

«Τι στο διάολο γίνεται εδώ», λέει σε κάποιο σημείο ο Estee Nack, «έτσι βγαίνετε έξω εδώ στην Αθήνα»; Και στη σκηνή ανεβαίνει χοροπηδώντας ένας γιγαντόσωμος γέροντας με μακριά, άσπρη γενειάδα, μαύρο σκουφί και βαρύ παλτό. Κάποιος ορμάει να τον απομακρύνει από τη σκηνή, αλλά δεν θα χρειαζόταν: το μαύρο σκουφί, βλέπετε, έφερε το κίτρινο έμβλημα των Wu-Tang Clan. Και μόλις αφαιρέθηκε η γενειάδα και το παλτό, αποκαλύφθηκε μπροστά μας, εν μέσω γενικού ενθουσιασμού, ο μεγάλος πρωταγωνιστής της βραδιάς.


Τον Killah Priest τον γουστάρω προσωπικά όχι μόνο για τα όσα έδωσε στα Wu-Tang πλαίσια, μα και για την πορεία του από εκεί και πέρα: έχω θαυμάσει συχνά τους μεταφορικούς του στίχους με τις θρησκευτικές αναφορές και τα πολιτικώς αμφιλεγόμενα μηνύματα, όπως και τον τρόπο με τον οποίον έχει ενσωματώσει τέτοιες ανησυχίες στην ιστορία της αφροαμερικάνικης κοινότητας των Η.Π.Α. 

Ακόμα κι έτσι, ωστόσο, δεν ήμουν έτοιμος για ό,τι αντίκρισα εκεί στο «An»· για αυτόν τον φλογερό κήρυκα των δρόμων με το μεγάλο, προτεταμένο στομάχι και το ευμεγέθες, διπλό κολιέ, που ράπαρε βρυχώμενος με τα μάτια κλειστά και το κεφάλι στραμμένο ψηλά, όσο οι Tragic Allies (οι οποίοι παρέμειναν στη σκηνή) αναλάμβαναν τα γύρω-γύρω. Δεν υπήρξε ζενίθ και κοιλιά, δεν υπήρξαν highlights. Κάθε σχεδόν στιγμή σκηνή και από κάτω γινόμασταν ένα, χαμένοι ο ένας στον παλμό του άλλου. 

Την ίδια στιγμή, μάλιστα, ο Killah Priest αποδείχθηκε και απίστευτα επικοινωνιακός: μας έβαλε να φωνάξουμε για να τιμήσουμε τη μνήμη του 2Pac, του Notorious B.I.G. και του Ol' Dirty Bastard και όταν μια κοπέλα (εσύ με το σκουφί whoa) του χαμογέλασε πλατιά, επισημαίνοντάς του ότι τα κορδόνια των αθλητικών του είχαν λυθεί, ήρθε απλά προς το μέρος της και της τσίμπησε το μάγουλο. Αδιαφόρησε φυσικά εντελώς για το θέμα των κορδονιών και συνέχισε να φτύνει την ατσαλωμένη του ποίηση. 

Περιττό δε να σας πω ότι είχα από ώρα αφήσει τη θέση μου εκεί στο μπαρ και είχα χωθεί και ο ίδιος στις πρώτες σειρές. Ήταν τόσο ισχυρός αυτός ο συνδυασμός δυναμισμού και ψυχής που εξέπεμπε ο Killah Priest, ώστε δεν σου άφηνε κανένα άλλο περιθώριο.