10 Αυγούστου 2023

KYKLOS Ensemble & Ω²: Η Ιστορία του Στρατιώτη - ανταπόκριση (2014)


Ωραία βραδιά με χρώμα Igor Stravinsky στο θέατρο Πόρτα, με αφορμή ένα απαιτητικό έργο, φτιαγμένο για να «διαβαστεί, παιχθεί και χορευτεί».

Έτσι είχα σημειώσει, πίσω στον Οκτώβρη του 2014, όμως στο διάβα των χρόνων, έκτοτε, την ξέχασα φοβάμαι τη βραδιά αυτή. Ευτυχώς υπάρχουν και τα κιτάπια μας, να ενισχύουν το πεπερασμένο της μνήμης.

Μια ανταπόκριση για τη σύμπραξη των KYKLOS Ensemble & Ω² πάνω στην κατά Stravinsky «Ιστορία του Στρατιώτη» δημοσιεύτηκε τότε στο Avopolis –και αναδημοσιεύεται τώρα κι εδώ, με μικρές, αισθητικής φύσης τροποποιήσεις. 

* οι φωτογραφίες προέρχονται από το promo υλικό της παράστασης


Μάλλον θα υπάρχουν αρκετές διαφωνίες, πάντως δεν θεωρώ την Ιστορία του Στρατιώτη του Charles-Ferdinand Ramuz (1917) ως κείμενο με ιδιαίτερο ενδιαφέρον. Δεν αντιλέγω ότι βρίσκεται κοντά στα λαογραφικά πρότυπα τα οποία την ενέπνευσαν, αλλά έχει νομίζω μια παιδική παραμυθικότητα πιο έντονη από όσο σηκώνει η εποχή μας, μια ηθικοπλασία αρκετά αφελή, μα και ορισμένες αστοχίες ως προς τη ροή. 

Ως βάση ενός έργου ευρύτερου, όμως, προορισμένου να «διαβαστεί, παιχθεί και χορευτεί» (lue, jouée et dansée), η σημασία της είναι ακριβή, τόσο για την ιστορία της μουσικής τέχνης στον 20ο αιώνα, όσο και για ό,τι ονομάσαμε Νέο Μουσικό Θέατρο. Και ακριβώς αυτήν τη σημασία ανέδειξε στο θέατρο Πόρτα η εκλεκτή συνεργασία των KYKLOS Ensemble με την ομάδα Ω². 

Για να πιάσουμε τα πράγματα με τη σωστή σειρά, η έναρξη της βραδιάς ήταν αμιγώς μουσική. Οι KYKLOS Ensemble, υπό τη διεύθυνση του Μίλτου Λογιάδη, παρατάχθηκαν εμπρός από ένα υποβλητικό μπλε φόντο και μας παρουσίασαν το τριμερές έργο του Φάνου Δυμιώτη The Soldier's Blues (2007). Η εκτέλεση, αναντίρρητα καλή: το σύνολο έπαιξε με σφρίγος και απέδωσε όλα τα επιδιωκόμενα από τον Δυμιώτη «χρώματα», με ειδική μνεία να αξίζει στα κρουστά του Δημήτρη Δεσύλλα, που είχαν και σημαντικό ρόλο να επιτελέσουν ως προς αυτό. Ωστόσο το ίδιο το έργο δεν άφηνε χώρο για συγκινήσεις. Συνειδητά, βέβαια, ο Δυμιώτης έχει μείνει πλησίον του Igor Stravinsky –η ενορχήστρωση, μάλιστα, είναι ταυτόσημη της Ιστορίας του Στρατιώτη. Αλλά υπερβολικά πλησίον, με αποτέλεσμα να διακυβεύει την αυτονομία της δουλειάς του, «υποβιβάζοντάς» τη σε μια άσκηση πάνω στην αυθεντία του Stravinsky.

Στο δεύτερο μέρος, όμως, μαζί με το φόντο –από μπλε έγινε κόκκινο– άλλαξε άρδην και το κλίμα. Μπροστά από τον Λογιάδη και τους KYKLOS Ensemble παρατάχθηκαν τώρα η Χρηστίνα Γαρμπή και ο Βασίλης Σαφός, δύο νέα παιδιά, τα οποία ανέλαβαν το «παιχθεί/χορευθεί» της υπόθεσης, ενώ κατέθεσαν σημαντική δουλειά και στην προεργασία, υπογράφοντας τόσο τη μετάφραση της Ιστορίας του Στρατιώτη, όσο και τη χορογραφία (μαζί με τον συν-σκηνοθέτη Κώστα Κουνέλλα και τη βοήθεια της Αγγελικής Τρομπούκη). 

Ο στρατιώτης και ο Διάβολος, ο φυσικός και ο υπερφυσικός κόσμος, τα όρια των επιθυμιών μας και μια γενική συζήτηση περί ευτυχίας, καθώς και το ρομάντσο του παγαπόντη στρατιώτη με μια πριγκίπισσα, αποδόθηκαν καταπληκτικά. Υπήρξαν άριστοι σε όλα τους, η Γαρμπή με τον Σαφό: στην κίνηση, στην άρθρωση, στην ηθοποιία, στην εκφραστικότητα (με κορυφαίο σημείο τη γκριμάτσα Διαβόλου της Γαρμπή). Σε έβαζαν στο κλίμα ακόμα κι αν δεν σου άρεσε η ιστορία, ενώ δεν έλειψαν και οι στιγμές που πρόσφεραν άφθονο γέλιο στους –λίγους, δυστυχώς– θεατές. 

Ήταν μάλιστα τόσο καλοί, που λίγο ήθελες να ξεχάσεις τους KYKLOS Ensemble από πίσω. Αλλά θα ήταν σφάλμα. Γιατί ακόμα κι αν το σύνολο δεν έκλεψε την παράσταση, αποδείχθηκε πολύ διαβασμένο πάνω στο λεξιλόγιο του Stravinsky και σε θέση να παραδώσει μια άρτια εκτέλεση στο μουσικό τμήμα της Ιστορίας του Στρατιώτη. Θαύμασα προσωπικά το κομβικής σημασίας για το έργο (καθώς αναπαριστά την ψυχή του ήρωα) βιολί που έπαιξε ο Αντώνης Σουσάμογλου, αλλά και το πόσο λαμπρά αναδείχθηκαν οι δικλείδες επικοινωνίας του μεγάλου Ρώσου συνθέτη με τον γενναίο νέο (για εκείνον) κόσμο της τζαζ εκ μέρους των κρουστών του Δεσύλλα, του Σπύρου Μουρίκη (κλαρινέτο), του Γεώργιου Φαρούγκια (φαγκότο), του Δημήτρη Γκόγκα (τρομπέτα), του Τάκη Καπογιάννη (κοντραμπάσο) και του Ανδρέα Ρολάνδου Θεοδώρου (τρομπόνι). 

Το ζεστό χειροκρότημα στο φινάλε αποδόθηκε ισομερώς σε μουσικούς και ηθοποιούς, όπως ακριβώς έπρεπε. 



09 Αυγούστου 2023

Psychic TV - ανταπόκριση (2016)


Ήταν πολύτιμη η παρακίνηση της Χριστίνας, πίσω στον Οκτώβριο του 2016, να πάμε ως το «MODU» –έναν χώρο της Αθήνας που δεν φτούρησε– για να δούμε τους Psychic TV.

Έμελλε να είναι η τελευταία τους συναυλία στην Ελλάδα και η τελευταία φορά που θα απολαμβάναμε το χάρισμα του Genesis P-Orridge, ο οποίος ταρακούνησε δεόντως κορμιά, μυαλά και ψυχές στον κατάμεστο χώρο. Τέσσερα χρόνια αργότερα, τον Μάρτιο του 2020, θα άφηνε τα εγκόσμια, σε ηλικία 70 ετών.

Μια ανταπόκριση για τη βραδιά δημοσιεύτηκε τότε στο Avopolis και αναδημοσιεύεται τώρα κι εδώ, με μικρές, αισθητικής φύσης τροποποιήσεις. 

* από τις χρησιμοποιούμενες φωτογραφίες, τόσο η κεντρική, όσο και η κάτωθι ανήκουν στη Sophie Doz, ενώ αυτή των Mani Deum είναι της Σμαρώς Μπότσα


Δεν ξέραμε τι να περιμένουμε ή δεν ξέραμε τι μας περίμενε; Όποια εκδοχή κι αν πάρετε μέσα θα πέσετε, καθώς οι Psychic TV ταρακούνησαν κορμιά, μυαλά και ψυχές στο κατάμεστο MODU, διαχέοντας έναν διονυσιακό αισθησιασμό/ενθουσιασμό, που δημιούργησε γενική ευφορία. Στην πορεία, έδωσαν και μια καταπληκτική, πλήρη σε όλα της συναυλία: από εκείνες που σε άλλες εποχές –όταν δεν γίνονταν 18 live κάθε μέρα– σου δημιουργούσαν την ανάγκη να πάρεις τους φίλους σου και να τους πεις «μαλάκα μου, τι ήταν τούτο;». 

Πριν τον Genesis P-Orridge και τους συνοδοιπόρους του, πάντως, τη βραδιά άνοιξαν οι Mani Deum, σε ένα κλίμα όχι ιδιαίτερα θερμό, καθώς το κοινό ακόμα ερχόταν κατά κύματα στο MODU. Από την άλλη, δεν ξέρω αν κι εκείνοι ήταν η καταλληλότερη επιλογή για το άνοιγμα των Psychic TV: ο ήχος τους έχει καταβολές στα πιο σκοτεινά κλαδιά της μεγάλης του 1980s post-punk σχολής, ενώ η «σκιά» των γκόθων και του Nick Cave δείχνει να πέφτει βαρύγδουπη στα φωνητικά μέρη. 


Δεν ξέρω, επίσης, αν περίμενα περισσότερα με βάση τα όσα έχω διαβάσει κατά καιρούς για εκείνους, πάντως κουράστηκα γρήγορα από αυτήν τη ζωντανή υπόσταση ενός υλικού υπέρ το δέον μονότονου και στατικά de profundis. Όσο σφιχτοδεμένοι κι αν αποδείχθηκαν δηλαδή οι Mani Deum εκεί πάνω στη σκηνή, η αίσθηση ότι άκουγες ένα μεγάλο κομμάτι μέτρησε εναντίον τους, κάνοντάς μας να κοιτούμε ανυπόμονα το ρολόι. 

Οι Psychic TV, τώρα, έχουν περάσει από τόσα κύματα, ώστε για τους παλιούς –τους στατιστικά πιο γκρινιάρηδες, όσους έμαθαν να προσδιορίζονται περισσότερο από το τι δεν ακούν, παρά από αυτά που προτιμούν– έχουν (ακόμα) νόημα συζητήσεις για το «ανυπέρβλητο» αρχικό υλικό, για το αν ήταν διασκεδαστική, επίκαιρη μα εν τέλει αμφιλεγόμενη η acid house στροφή, για το αν, γενικά, η πιο «προσβάσιμη» όψη της μπάντας (εκείνη λ.χ. που καταγράφηκε στα μέσα των 1980s στο Hyperdelia) όρισε κι έναν Ρουβίκωνα. 

Παρά ταύτα, κάμποσοι πάλιουρες έδωσαν δυναμικό παρών στο MODU, έμμεσα αναγνωρίζοντας, έτσι, ότι είναι τελικά η αυθεντικότητα του Genesis P-Orridge και η συνέπεια με την οποία «θόλωσε» σύνορα και νερά ως καλλιτεχνική περσόνα που παρέχει τη συνοχή στο όλο Psychic TV αφήγημα. Για να μην παρεξηγηθώ, το live είχε και κάμποσες νεανικές παρουσίες, αγόρια και κορίτσια στα 20+, για τα οποία όλα τα παραπάνω δεν αποτελούν κάτι το επείγον, παρά πτυχές μιας μυθολογίας που (προφανώς) τους μαγνητίζει.

Ό,τι πάντως κι αν είχες κατά νου οδεύοντας στο Μεταξουργείο, απλά διαλύθηκε στην ανάταση και στα χαμόγελα που σκόρπισε η έναρξη, με τη μπάντα να μετατρέπει το "Jump Into The Fire" του Harry Nilsson σε ευφορικό τζαμάρισμα και τον Genesis P-Orridge να στέκει στο μέσον της σκηνής κηρύσσοντας φλογερά τη σημασία του «we can make each other happy». 

Ήταν η αρχή μιας καταπληκτικής βραδιάς, στην οποία κάθε επιλογή φαινόταν και κορύφωση, μέχρι να ακούσεις το επόμενο κομμάτι. Μιας συναυλίας που ενορχηστρώθηκε από την άριστη στα παιξίματα και στον ήχο της μπάντα: η Alice Genese στις γκρούβι μπασογραμμές, ο εορτάζων τα γενέθλιά του Edley O'Dowd στα τύμπανα, ο Join Weingarten στα πλήκτρα με κάτι από Jah Wobble στην αύρα της παρουσίας του και ο Jeff Berner στην ηλεκτρική κιθάρα, να θυμίζει στην αναιμική indie εποχή μας τι διάολο 'πα να πει ροκ. Βασικός κινητήριος μοχλός όλων, όμως, παρέμενε ο φυσικός ηγέτης αυτής της ομήγυρης μουσικών. Ο άνθρωπος που γεννήθηκε ως Neil Megson μπορεί να έχει πια πατήσει τα 66, μα απέδειξε και στον πιο δύσπιστο, νομίζω, ότι πολυμορφικές περσόνες σαν και τη δική του είναι αειθαλείς, οπότε πάντα θα αισθάνονται «σαν στο σπίτι τους» πάνω στη σκηνή.

Έτσι, η θαυμάσια διασκευή στο "How Does It Feel To Feel?" των Creation, ο μελαγχολικός λυρισμός του "Just Drifting", το κεφάτο "Just Like Arcadia", το μη προγραμματισμένο encore που ήρθε σαν ανταπόκριση στις ιαχές και στον ενθουσιασμό του πλήθους (κι ας είχε πάει 00.30, βράδυ Δευτέρας) και βέβαια η κατακεραύνωση όσων εργάζονται στους καιρούς μας για να γίνονται οι πλούσιοι πλουσιότεροι και οι φτωχοί φτωχότεροι, με την οποία κορυφώθηκε το φοβερό "Greyhounds Of The Future", αποτέλεσαν τους σπονδύλους μιας ζωντανής εμπειρίας αξέχαστης. Από εκείνες που έχουν τη δύναμη να ανανεώσουν την πίστη σου στην Ανθρωπότητα, όπως εύστοχα σχολίασε έπειτα ο Διονύσης στην έξοδο από το MODU, όταν σταθήκαμε να αποτιμήσουμε λίγο τα όσα βιώσαμε, πριν αρχίσουμε πάλι τη μάχη με τα ξυπνητήρια της επόμενης καθημερινής.



07 Αυγούστου 2023

Céline Dion: Loved Me Back To Life [δισκοκριτική, 2013]


Λυπήθηκα με τα νέα που κάνουν τον γύρο του κόσμου για τη Céline Dion, η οποία διαγνώστηκε τον Δεκέμβριο του 2022 με το Σύνδρομο του Δύσκαμπτου Ατόμου: μια σπάνια πάθηση, που δεν φαίνεται να επιδέχεται φαρμακευτικής αγωγής και δεν την αφήνει πια να τραγουδήσει, ούτε καν να περπατήσει.

Στην άγρια νιότη την απεχθανόμουν την Καναδέζα σταρ, θεωρώντας ότι ενσαρκώνει ότι πιο μεσοβέζικο, κοιμίσικο και γλυκερό επικρατούσε στην παγκόσμια ποπ. Δεν έχω αλλάξει και πολύ γνώμη για το ρεπερτόριο που τραγούδησε –μεγάλο του μέρος κινήθηκε, πράγματι, σε τέτοιες τροχιές. Όμως τη φωνή της Céline Dion, δεν γίνεται να μην τη θαυμάσεις. Αργότερα, λοιπόν, κάπως, κάπου τα βρήκαμε. Κι έτσι περίμενα πώς και πώς να έρθει στην Ελλάδα να τη δω και από κοντά, αφού είχε ανακοινωθεί για το Ολυμπιακό Στάδιο.

Στα χρόνια που τα βρήκαμε, τέλος πάντων, το 2013 (μια δεκαετία πριν), της έγραψα και μια κριτική για το άλμπουμ «Loved Me Back To Life». Πρωτοδημοσιεύτηκε στο Avopolis και αναδημοσιεύεται τώρα κι εδώ, με μικρές, αισθητικής φύσης τροποποιήσεις.

* η κεντρική φωτογραφία προέρχεται από promo υλικό που έχει διατεθεί στον Τύπο και ανήκει στον Alix Malka


Η Céline Dion έχει υπάρξει αγαπημένος σάκος του μποξ και τα νέα μιας καινούριας κυκλοφορίας της γίνονται συνήθως δεκτά με θυμηδία και ειρωνικά γελάκια, ανάμεσα σε όσους κατέχουν μια βασικώς καλή ποπ/ροκ δισκοθήκη. Αποτελεί δε κλασικό (κλασικότατο) παράδειγμα για την απόσταση που χωρίζει το λεγόμενο ευρύ κοινό από την όποια έννοια σοβαρότητας επιθυμεί να διεκδικήσει ένας γραφιάς, ένας ακροατής, ένας ραδιοφωνικός παραγωγός. Και υπάρχουν κάμποσοι λόγοι πίσω από αυτή την αντιμετώπιση –αρκετοί καλοί, ορισμένοι σαθροί.

Υπάρχουν λ.χ. κριτικές σαν μία του Rolling Stone που εγώ προσωπικά θα έκοβα ως αρχισυντάκτης, καθώς περισσότερο έσταξε εμπάθεια για οτιδήποτε mainstream και ποπ, παρά βασίστηκε στο τι όντως συνέβαινε σε κάποιον (πρόσφατο) δίσκο της Καναδέζας σούπερ σταρ. Από την άλλη, πόσες και πόσες λαβές δεν έχει δώσει η ίδια η Dion για μια τέτοια αντιμετώπιση; Πάντα με το άγχος των charts, πάντα με την έννοια μην ξεφύγει τόσο δα από το μέσο γούστο, πάντα χωμένη στις ασφαλείς μέχρι θανατερής πλήξης επιλογές –συνθέσεων, ενορχηστρώσεων, παραγωγής, διασκευών– πάντα με δουλειές πνιγμένες στα πανάκριβα λούσα, κάτω από τα οποία κρύφτηκε τόσο συχνά το τίποτα με το μπόλικο καθόλου...   

Αλλά το Loved Me Back To Life αποτελεί προϊόν μιας διαφορετικής εποχής. Γιατί εδώ και μια δεκαετία (περίπου) τα charts Η.Π.Α. και Βρετανίας δεν αγαπούν τη Céline Dion, ενώ κι εκείνη έχει βρεθεί σε αμηχανία ως προς την εν λόγω αγορά, επιλέγοντας έτσι να κυκλοφορεί αγγλόφωνους δίσκους σε αραιά μόνο διαστήματα· 7 χρόνια χωρίζουν το νέο της πόνημα από τον προκάτοχό του, για του λόγου το αληθές. Οπότε η δική μου περιέργεια έγκειται στο εξής: τώρα που (πρέπει να) το χώνεψε ότι το μεγάλο παιχνίδι τέλειωσε, τώρα που έφτασε πια στα 45, είναι άραγε σε θέση να αξιοποιήσει το στάτους της ως υπέρλαμπρη πλανητική ντίβα και να κοντρολάρει αποτελεσματικά τις οκτάβες της και τις σοπράνο ικανότητές της, ώστε να φτιάξει κάτι με στοιχειώδες, έστω, ενδιαφέρον; 

Η απάντηση δεν αποδεικνύεται απλή υπόθεση. Eίναι και ναι, και όχι... Σ' αυτό το κομψί/κομψά, πάντως, η Céline Dion προλαβαίνει να διασωθεί από τις πολλές-πολλές κακοτοπιές και τουλάχιστον να διεκδικήσει το δικαίωμα να υπάρχει με τους συντηρητικούς της όρους. Στη συνολική εικόνα, δηλαδή, είναι πράγματι αδύνατον να παραβλέψεις το οφθαλμοφανές λάθος της να διασκευάσει το "Lullaby (Goodnight, My Angel)" του Billy Joel στη βάση μιας εντελώς νερόβραστης παραγωγής του Babyface ή την επιμονή της να πει κι εκείνη το "How Do You Keep The Music Playing?" του Michel Legrand –μπαίνοντας σε συγκρίσεις με τη Barbra Streisand και τη Shirley Bassey, στις οποίες χάνει. Ή να μη σταθείς στο πόσο ρουτινιάρικα, αφόρητα ρουτινιάρικα, ηχεί το ντουέτο της με τον Stevie Wonder στο "Overjoyed" (αν και ομολογουμένως φταίει ο Wonder εδώ, γιατί εκείνος το έχει γράψει). 

Συγκρίνω όμως το Loved Me Back To Life με το One Heart του 2003: κι ενώ το τελευταίο θα σκότωνε για ένα top-40 hit, το πρώτο δείχνει ευχαριστημένο με το να μη βγάλει και κανένα. Η φετινή Dion είναι η πιο χαλαρή Dion που έχω ακούσει κι εγώ δεν ξέρω από πότε. Μια ερμηνεύτρια η οποία επιτέλους δεν τραγουδάει τα αγγλικά κατά τρόπο κατεψυγμένο, μα εμπλέκεται συναισθηματικά με το υλικό της και δείχνει να διασκεδάζει λίγο την ύπαρξή της, αντί να έχει το μυαλό της στα λογιστικά. 

Μπορεί δηλαδή να μη δοκιμάζει τίποτα έξω από τα πλαίσια στα οποία έχει συνηθίσει να κινείται, αλλά βρίσκει τον τρόπο να κάνει ένα χαριτωμένο R'n'B ντουέτο με τον Ne-Yo ("Incredible"), να παραδώσει μια όμορφη διασκευή στο "Water And Flame" του Daniel Merriweather, να τραγουδήσει το "At Seventeen" της Janis Ian αναπλάθοντας κάτι, έστω, από την απαράμιλλη πίκρα του πρωτοτύπου, αλλά και να σταθεί στο ύψος των δύο καλύτερων νέων κομματιών της εδώ συγκομιδής ("Somebody Loves Somebody", "Breakaway"), παραδίδοντας συγκροτημένες ποπ ερμηνείες. 

Θαύματα, ασφαλώς, δεν γίνονται, πάντως με αυτή τη Céline Dion εγώ τουλάχιστον μπορώ να συνυπάρξω. Μπορούμε ρε παιδί μου να πίνουμε πού και πού έναν καφέ, ακόμα κι αν παραμένει γεγονός ότι φίλοι δεν θα γίνουμε.



04 Αυγούστου 2023

XXXTentacion: ? [δισκοκριτική, 2018]


Μία κριτική μου από το 2018 στο άλμπουμ «?» του XXXTentacion, του οποίου η δολοφονία, μόλις στα 20 του χρόνια, οδήγησε σε αχαρακτήριστες υπερβολές στον αμερικάνικο Τύπο («τεράστιο μουσικό αποτύπωμα» και δεν συμμαζεύεται), που, αν έδειξαν κάτι, ήταν η διεθνής κατάντια του κριτικού λόγου στους καιρούς μας.

Όπως κι άλλα μου κείμενα της ίδιας περιόδου, η κριτική αυτή πρωτοδημοσιεύτηκε στο Avopolis, του οποίου ήμουν τότε αρχισυντάκτης. Αναδημοσιεύεται τώρα εδώ με μικρές, αισθητικής φύσης τροποποιήσεις.

* η κεντρική φωτογραφία προέρχεται από υλικό που διακινήθηκε εκείνη την εποχή στον αμερικάνικο Τύπο


Μέσα σε 3 μήνες, από τον Μάρτιο ως τον Ιούνιο, ο Jahseh Onfroy όδευσε από το νούμερο 1 της Αμερικής στον θάνατο, πέφτοντας νεκρός από σφαίρες ληστών κάπου στη Φλόριντα. Μόλις στα 20 του χρόνια, σχόλιο ειρωνικά κατάλληλο και για τα δύο ορόσημα. Και με έναν τρόπο που ήρθε να θυμίσει ότι πολλά μπορεί να άλλαξαν στο χιπ χοπ από την εποχή του Notorious B.I.G., άλλα τόσα όμως έμειναν ίδια, ως δείκτες μιας λαϊκής έκφρασης η οποία συνεχίζει –παρά την εμφανώς ποπ διάσταση που πλέον διαθέτει– να ζει και ενίοτε να πεθαίνει στους δρόμους των Η.Π.Α., κάπου δίπλα στο θρυλικό Αμερικάνικο Όνειρο.

Μέσα σε 3 επιπλέον μήνες, τα γρανάζια που έχτισαν μύθους γύρω από τον 2Pac και την Amy Winehouse κινήθηκαν ξανά, για λογαριασμό τώρα του νεανικού ακροατηρίου μίας ακόμα δεκαετίας, το οποίο σε χώρες σαν τη δική μας τείνει προς το αόρατο. Σε όσους δηλαδή διαφεντεύουν ραδιόφωνα, έντυπα και sites, ο XXXTentacion είναι οριακά γνωστός ως κάποιος ράπερ που δολοφονήθηκε, το όνομα του οποίου δύσκολα προφέρεις. «Εκεί έξω», όμως, για ένα πλήθος αγοριών και κοριτσιών τσουβαλιασμένων στο 15/25 των στατιστικών –τα οποία συναντάς στους δρόμους χαμένα στα ακουστικά τους και στη WiFi πλευρά της ζωής– είναι αυτός που ενδεχομένως παίζει στο repeat, εκφράζοντας εκείνο το παλιό άγχος που συντροφεύει κάθε επικείμενη ένταξη σε έναν κόσμο ενήλικων απαιτήσεων. 

Το Rolling Stone έσπευσε να μιλήσει για ένα «τεράστιο μουσικό αποτύπωμα». Όμως το άλμπουμ με το Ερωτηματικό δεν αντανακλά τίποτα τέτοιο: άλλο να μιλάμε για τον αντίκτυπο του XXXTentacion σε μερίδα των νέων και άλλο ο προσδιορισμός της διαχρονικότητάς του. Πόσο μάλλον αν προσθέσουμε ότι προέκυψε άβολος ήρωας για ρομαντικοποίηση, ειδικά για έναν κόσμο ο οποίος ξημερώνει ολοένα και πιο άγριος, παρά τις ασύρματες ταχύτητες που υποτίθεται μας φέρνουν πιο κοντά. Το δραματικό του τέλος δεν αναιρεί ότι πρόλαβε να γίνει ένας δυσάρεστος άνθρωπος, αφήνοντας πίσω ένα βιογραφικό βάναυσων κακοποιήσεων, σε ευθεία αντίθεση με όλα τα συναισθηματικά και ευαίσθητα των τραγουδιών του. Φυσικά και δεν ήταν ο πρώτος: δεν ξεχάσαμε δα τι κουμάσια υπήρξαν ο Richard Wagner, ο James Brown, ο Miles Davis, ο Johnny Cash, ο Στέλιος Καζαντζίδης.

Το «?» μπλέκεται συνήθως σε διαξιφισμούς για το αν είναι ή δεν είναι χιπ χοπ. Πρόκειται για ψευδοδίλημμα: το είδος εξελίσσεται, ενώ ακόμα και ο Eminem, που κοροϊδεύει ηχηρά το όλο mumble rap στυλ, εξακολουθεί εντούτοις να το θεωρεί rap. Είναι πάντως αλήθεια ότι συχνά στο «?» ο XXXTentacion δεν ακούγεται ως ράπερ, αλλά σαν κάποιος από το 3ο emo κύμα που άφησε τους Jimmy Eat World για να ριμάρει ή σαν κάποιος που περισσότερο τον αφορούν οι λυγμόλαλοι indie folk τροβαδούροι, παρά η κληρονομιά του Dr. Dre και των 36 Wu-Tang chambers. Η όλη εμπειρία ηχεί λοιπόν διαφορετική, όχι όμως απαραίτητα και ωραία. Ας μην ξεχνάμε ότι το 3ο emo κύμα άφησε πενιχρή κληρονομιά, ενώ το αμερικάνικο indie folk, παρά το μόνιμο hype που απολαμβάνει, σε κάνει συχνά να αναρωτιέσαι τι λιγότερο έχουν δικές μας περιπτώσεις σαν τον Στάθη Δρογώση, συν/πλην τις παραγωγές. 

Στον βαθμό που αφορούν τον XXXTentacion, όλα αυτά έρχονται καβάλα σε ένα καταγέλαστο ego trip, το οποίο προλογίζει τον δίσκο με τη μορφή «οδηγιών ακρόασης», όπου ο Onfroy μας μιλά για το «genius» του και μας ενημερώνει ότι «if you don't listen to the alternative sound, οpen your mind before you listen to this album». Ωστόσο, στο τέλος της εμπειρίας μένει ζωηρή η εντύπωση ενός συνόλου με αρκετά σκαμπανεβάσματα ενδιαφέροντος, όπου το «διαφορετικό» μεταφράζεται συχνά σε κάτι έκδηλα φτωχό και τέλος πάντων όχι και τόσο «διαφορετικό» για όσους ακούν και κιθαριστικά πράγματα: τραγούδια τύπου "Pain = BESTFRIEND", "The Remedy For A Broken Heart (Why Am I So In Love)", "Changes" ή "Alone part 3", δεν έχουν κάτι να πουν σε όσους διαθέτουν χιλιόμετρα στον κόσμο της μουσικής. 

Δένοντας πάντως αυτά τα «περιβάλλοντα» με στίχους που μιλάνε –άτσαλα, εντούτοις εκφραστικά– για μια σύγχυση ταυτότητας ανάκατη με λύπη και σκέψεις περί αυτοκτονίας ("Sad!"), πετώντας μια τζούρα κλασικού ρομαντισμού υπό το παραδοσιακό φεγγαρόφως στο «Girl you know when you call, make me feel right» ("Moonlight"), γράφοντας κομμάτια σαν το "NUMB" και κατορθώνοντας να ακούγεται παθιασμένος στο μικρόφωνο παρά τους φωνητικούς του περιορισμούς, ο XXXTentacion καταφέρνει και το θέτει σε κίνηση το μικρό του σύμπαν. 

Αλλού περισσότερο, αλλού λιγότερο, λοιπόν, «εκπροσωπεί», με εκείνη την παλιά χιπ χοπ έννοια, ένα κομμάτι των νέων της εποχής μας που βιώνει υπαρξιακό κενό, μπουρδουκλωμένο καθώς είναι στην κραταιά εξίσωση υλισμός = ευτυχία και χαομένο ανάμεσα στον κυνισμό της σύγχρονης Μητρόπολης και τις πάντα παρούσες συναισθηματικές ανάγκες. Εδώ, βέβαια, μπορεί να ξεκινήσει μια μεγάλη συζήτηση, ειδικά αν ορίσουμε ως άμεσο πρόγονο όλων αυτών το emo, το οποίο έχασε γρήγορα την κοινωνική και ταξική διάσταση πίσω από ό,τι κίνησε να εκφράσει, μένοντας σε μια στείρα «I feel like this» αντίδραση, που τελικά, καθώς κόπαζε η νιότη, τρύπωσε στο πλέγμα της μικροαστικής βολής. 

Να προσθέσουμε, μένοντας στα μουσικά, ότι όταν ο XXXTentacion αποφασίζει να δοκιμαστεί στην αμιγώς χιπ χοπ πλευρά των πραγμάτων, το κάνει εδώ με μια πειστικότητα που του έλειπε παλιότερα. Χωρίς να μετατρέπεται σε ράπερ ολκής, θα μπορούσε άνετα να είναι guest στις παλιές, καλές μέρες των Prodigy με βάση τις επιδόσεις στο "Floor 555", ενώ όταν έρχεται δικός του καλεσμένος ο Joey Bada$$ στο "Infinity (888)" –και αναγκάζεται έτσι να τον ακολουθήσει σε πιο ορθόδοξους χιπ χοπ δρόμους– στέκεται δίπλα σε έναν από τους καλύτερους ράπερ που έχουν σήμερα οι 20άρηδες στις Η.Π.Α. χωρίς να εκτίθεται.  

Όχι, λοιπόν, δεν εντοπίζεται κανένα «τεράστιο μουσικό αποτύπωμα». Αλλά ναι, ο XXXTentacion άνηκε στους γνήσιους εκφραστές ενός τμήματος του «σήμερα». Και, πράγματι, δεν ήταν και για πέταμα το emo rap του. Ίσως αν ζούσε (κι έκανε και λίγη φυλακή) να μας έλεγε και περισσότερα και καλύτερα. 



03 Αυγούστου 2023

Ihsahn: Arktis. [δισκοκριτική, 2016]


Μία κριτική μου από το 2016 στο άλμπουμ «Arktis.» του Ihsahn, του δοξασμένου ηγέτη των Emperor, ο οποίος πλέον αναζητούσε να μπολιάσει το νορβηγικό black metal που τον καθιέρωσε με στοιχεία μιας νέας μουσικής «γλώσσας».

Όπως κι άλλα μου κείμενα της ίδιας περιόδου, η κριτική αυτή πρωτοδημοσιεύτηκε στο Avopolis, του οποίου ήμουν τότε αρχισυντάκτης. Αναδημοσιεύεται τώρα εδώ με μικρές, αισθητικής φύσης τροποποιήσεις.

* η κεντρική φωτογραφία προέρχεται από promo υλικό που διατέθηκε εκείνη την εποχή στον Τύπο και ανήκει στον Bjørn Tore Moe 


Το εξώφυλλο (σχεδόν) σε εξωθεί να αντιμετωπίσεις την 6η σόλο δουλειά του Ihsahn σαν μια δική σου αρκτική περιπέτεια. Σαν ένα όνειρο μες τη ντάλα του ελληνικού καλοκαιριού, στο οποίο φοράς τα παπούτσια του Ρόαλντ Αμούνδσεν και ρίχνεσαι στην εξερεύνηση των αχανών πολικών περιοχών. 

Και, κατά μία έννοια, είναι πράγματι μια περιπέτεια το «Arktis.», γιατί πρόκειται για δίσκο που αρνείται να απαντήσει ξεκάθαρα στο ευθύ ερώτημα «τι μουσική είναι;». Όχι ότι δεν υπάρχει απάντηση, θα ανακαλύψετε όμως ότι αυτή ποικίλλει αναλόγως ποιον θα ρωτήσετε: ο μεταλλάς θα σας πει ότι το βρίσκει ποπ· ο ροκάς θα το βρει progressive· και για το επιτελείο του Pitchfork, θα κριθεί ως metal –εκείνης όμως της σύγχρονης συνομοταξίας που απασχολεί και το εν λόγω indie site. Δεν ξέρω για σας, πάντως εγώ τους γουστάρω πολύ τέτοιους δίσκους. 

Για λίγο, βέβαια, δεν γίνεται να μη σταθείς κάπου εδώ με αβίαστο θαυμασμό για την καλλιτεχνική διαδρομή του Ihsahn. Ο άνθρωπος είναι άλλωστε θρύλος στο αψύ black metal τερέν, όπου κι έχει αφήσει το δικό του (νορβηγικό) αποτύπωμα με τους Emperor. Καταλαβαίνετε, επομένως, πόσο εύκολο θα του ήταν να έχει αναπαυτεί στις δίκαιες δάφνες του τώρα που 40άρισε, αντί να βγάζει δίσκους που θολώνουν τα παραδοσιακά όρια των μουσικών ειδών και ξενίζουν εκείνους τους ακροατές –είναι πολλοί, αν δεν το έχετε καταλάβει– που τσινάνε όταν δεν είναι όλα ξεκάθαρα τοποθετημένα στα «κουτάκια» τους. 

Αν σε κάτι πετυχαίνει το «Arktis.», όμως, είναι ότι ακούγεται γνώριμο ενόσω χάνεται στις εξερευνήσεις του. Αυτή η φωνή στο κέντρο του, δηλαδή, ηχεί με την καθησυχαστική ιδιότητα ενός παλιού φίλου: έχετε καιρό να βρεθείτε, έχει αποκτήσει καινούρια ενδιαφέροντα, όμως τον εμπιστεύεσαι και αφήνεσαι έτσι να σε βολτάρει στην «Αρκτική» του. Κι ας κοιτάς τα «τοπία» μισοσυνεπαρμένος, μισοτρομοκρατημένος. 

Βαριά metal φωνητικά και παραμορφώσεις με black γενεαλογίες συνυπάρχουν με καθαρές ερμηνείες που μοιάζουν με ψίθυρους κάποιου αισθηματία singer/songwriter από τον Βορρά (βλέπε "My Heart Is Of The North"). Μελωδίες ξεπετάγονται διαρκώς, στα πιο απρόσμενα σημεία. Οι δε ενορχηστρώσεις είναι να τρελαίνεσαι, αφού περνάνε με υποδειγματική διάθεση από είδος σε είδος –μερικές φορές και μέσα στο ίδιο κομμάτι– πότε τζαζίζοντας, πότε προγκρεσιβοροκάροντας, πότε χτίζοντας γέφυρες με αλάνθαστες ποπ ποιότητες και πότε οικοδομώντας μεταλλικά μενίρ. Αποτελούν δε μια πρώτης τάξης απόδειξη για την κλάση στην οποία έχει πια φτάσει ο Ihsahn ως (πολυ)οργανίστας. 

Όμως, όμως συχνά συμβαίνει με τέτοια άλμπουμ, έτσι και το «Arktis.» διαθέτει ύψη μα και βάθη. Αυτό σημαίνει ότι σε δεύτερη/τρίτη ακρόαση δεν στέκονται όλα τα κομμάτια στο ίδιο επίπεδο, καθώς άλλα διατηρούν ακέραιο το ενδιαφέρον τους κι άλλα ξεθωριάζουν. Μερικά πράγματα, ωστόσο, επιμένουν να εντυπωσιάζουν: το "Mass Darkness" στέκεται ίσως στο πιο κοντινό σημείο όπου έφτασε το black metal απέναντι σε ό,τι εννοούμε μιλώντας για «ραδιόφωνο». Το "Frail", το "Pressure" και το "South Winds" θα ξελογιάσουν τα ελεύθερα πνεύματα με τις ενορχηστρωτικές τους καταδύσεις. Και το "Celestial Violence" θα παραμείνει μια «ανίερη» χρυσή τομή μεταξύ της μπαλανταδόρικης FM δραματουργίας και της βίαιης, βαρυμεταλλικής καταχνιάς. 

O Ihsahn έφτιαξε λοιπόν έναν πραγματικά καλό δίσκο, πολύ πιο καίριο σαν σύνολο από το Eremita (2012) ή το Das Seelenbrechen (2013), δουλειές με παρόμοια εξερευνητική διάθεση, μα κάπως χαμένες εν τέλει σε αυτήν.