10 Μαΐου 2023

Hardline - ανταπόκριση (2017)


Έχω ξαναγράψει για εκείνες τις συναυλίες που κάπως έρχονται τα πράγματα και λησμονείς εντελώς, παρότι δεν τα έχεις περάσει διόλου άσχημα στη διάρκειά τους.

Λόγω δουλειάς, λοιπόν, περνάω σχεδόν κάθε μέρα από τη διασταύρωση της Μιχαλακοπούλου με τη Σινώπης, όπου κάποτε βρισκόταν ένα hard rock bar στο οποίο έπινα μπύρες κι έπειτα άνοιξε το «Crow Club», που έκανε και συναυλίες πριν κλείσει κι αυτό. Σε πολλές από τις τελευταίες ήθελα να πάω και δεν μπόρεσα (κάτι Bonfire, κάτι Praying Mantis τα έχασα), μα σίγουρα είχα πάει σε μία –ήρθε σαν φλασιά τις προάλλες, καθώς ξαναπερνούσα από το σημείο. Αλλά ποια ήταν;

Τελικά το βρήκα: είχα πάει στους Hardline τον Δεκέμβριο του 2017, για μια τζούρα από τις hard rock ημέρες της δεκαετίας του 1980. Τότε που, στον αστερισμό των Bon Jovi, έζησαν κι εκείνοι μια μικρή δόξα με τραγούδια σαν το "Hot Cherie" και το "Fever Dreams".

Μια ανταπόκριση για τη βραδιά πρωτοδημοσιεύτηκε τότε στο Avopolis και αναδημοσιεύεται τώρα κι εδώ, με μικρές, αισθητικής φύσης τροποποιήσεις. 

* οι χρησιμοποιούμενες φωτογραφίες προέρχονται από τη Facebook σελίδα των Hardline


Στην Αθήνα μιας εφηβείας επιεικούς, που έχει πια πατήσει τα 40, ευδοκιμούσαν συνοικιακές μπάρες με κρύα μπύρα και δυνατές κιθάρες –ροκ κιθάρες, με το ροκ σκέτο, δεν χρειαζόταν επιθετικός προσδιορισμός– όπου σύχναζαν αγόρια με μακριά μαλλιά και κορίτσια που δεν παίζει να σου 'ριχναν δεύτερη ματιά αν είχες μουστάκια και τριμαρισμένα μούσια. 

Πάει κάποιος καιρός από τότε και όλα τούτα έχουν ξεθωριάσει. Φαίνεται όμως ότι η πρώτη έλευση των Hardline στην Ελλάδα ήχησε σαν ένα κάλεσμα προς όσους από εκείνη τη γενιά αντέχουν ακόμα, για να πατικώσουν το μικρό «Crow» των Αμπελοκήπων (αδιαφορώντας για τον υπόλοιπο συναυλιακό οργασμό στην πόλη), ώστε να θυμηθούν ξανά τις αφίσες Bon Jovi στους τοίχους των παλιών δωματίων. Καθώς και εποχές χωρίς βασανισμένους rock stars, όταν το σεξαπίλ μέτραγε πολύ και τα ρεφρέν γράφονταν για να τραγουδιούνται με τη δύναμη της αρένας.

Ένα τέτοιο κοινό δεν χρειαζόταν ζέσταμα, ωστόσο οι Saints & Sinners ανέλαβαν το «ορεκτικό» της βραδιάς, όντας αυτοί που είναι: μια tribute band στους Whitesnake. Ποτέ μου δεν κατάλαβα γιατί να συγκροτήσει κανείς μια tribute band και σίγουρα δεν κατανοώ την ανάγκη να πάει ν' ακούσει κάποιος κάτι τέτοιο. Παρά ταύτα, οφείλω να σημειώσω ότι οι Saints & Sinners το κάνουν με την καρδιά τους, με μια feel-good προσέγγιση που διαχέεται εύκολα από τη σκηνή προς τα κάτω. 

Το κάνουν επίσης ικανοποιητικά, κυρίως ως προς τις κιθάρες και τα πλήκτρα, με τη φωνή (η οποία έχει και το αντικειμενικά δυσκολότερο έργο) να μην πείθει μεν για David Coverdale, μα να στέκεται μια χαρά. Άλλωστε δεν είναι τυχαίο ότι σε όλα τα πόστα βρίσκεις έμπειρους μουσικούς, αφού τις μεν κιθάρες κατέχουν ο Γιώργος Μαρούλης των 4Bitten με τον Μανώλη Τσίγκο των InnerWish, τα πλήκτρα ο Μάνος Γαβαλάς των SL Theory, ενώ τραγουδάει ο Μιχάλης Δανδουλάκης των Noely Rayn. Δίκαιο λοιπόν το χειροκρότημα που έλαβαν, ωραίο και το «κερασάκι» στο φινάλε του set με τα "Touch Too Much" και "Highway To Hell" των AC/DC, ως φόρος τιμής στον Malcolm Young. 

Τώρα, για όσους είχαν αφήσει τους Hardline 25 χρόνια πίσω –τότε που βγήκε το Double Eclipse– και δεν ήξεραν επομένως τι να περιμένουν, το "Where Will We Go From Here" έκανε τις καλύτερες συστάσεις: μπορεί μόνο ο frontman Johnny Gioeli να έχει μείνει έκτοτε στη μπάντα (την οποία και συνίδρυσε με τον αδερφό του), όμως παραμένει σε μεγάλη φόρμα και δίπλα του βρίσκονται ικανότατοι συνοδοιπόροι. Έτσι, ο κόσμος συντονίστηκε πολύ γρήγορα και έκανε τον πρώτο χαμό με το που ήχησε το "Takin' Me Down", δείχνοντας παλμό και τραγουδώντας με ενθουσιασμό. Αυτό το σκηνικό κράτησε για όλη τη διάρκεια του live (1 ώρα και 20 λεπτά περίπου, με το encore), ευχαριστώντας καταφανώς τους Αμερικανούς που ίσως δεν ήξεραν και τι να αναμένουν από το ελληνικό κοινό, αφού δεν είχαν ξανάρθει εδώ. 

Ο Gioeli δεν έχει πια τα μακριά του μαλλιά, μα κρατιέται μια χαρά: η φωνή του ακούγεται όπως και στα CD της νιότης του (αν και μας ήρθε κρυωμένος), ενώ επί σκηνής αποδείχθηκε σβούρα, παρότι η όλη υπερκινητικότητα διέθετε και στοιχεία μιας στημένης, κακόγουστης αμερικανιάς –αυτής λ.χ. που θέλει τον frontman να δείχνει κάποιον μέσα στο πλήθος (κανέναν, στην πραγματικότητα) με «γυάλινο» βλέμμα. Όσο δε ο Gioeli έκανε τα δικά του, ο καλός ντράμερ Francesco Jovino κράταγε τα μπόσικα μαζί με τη μπασίστρια Anna Portalupi, ο Josh Ramos «πυροβολούσε» με αλάθητα hard rock riffs και ο Alessandro Del Vecchio αποδεικνυόταν λίρα εκατό σε πλήκτρα και δεύτερα φωνητικά. Στα συν της συναυλίας και ο καλός ήχος που επέδειξε το «Crow». 

Από άποψη setlist, οι Hardline δεν έπαιξαν βέβαια όλο το Double Eclipse, καθώς στάθηκαν και σε άλλους δίσκους (κυρίως στον καινούριο Human Nature), ενώ θέλησαν να συμπεριλάβουν και ορισμένες μπαλάντες. Δεν υπήρξε πάντοτε πετυχημένο αυτό το κοκτέιλ, όσο καλά κι αν απέδιδε η μπάντα. Ο κόσμος, πάντως, συνέχισε να είναι «εκεί», περιμένοντας το "Fever Dreams", το "Everything" και βέβαια τη διασκευή στο "Hot Cherie" του Danny Spanos. Στα οποία κι έγινε χαμός. 

Είναι άξιο μελέτης πώς ένα γκρουπ που έδρασε στα απόνερα του αμερικάνικου hard rock των 1980s –όταν η άνοδος του grunge έστειλε το είδος στα αζήτητα– κερδίζοντας μικρή μόνο δημοσιότητα χάρη σε μια (καλή) διασκευή και στη συμμετοχή του Neal Schon των Journey στην κιθάρα, είναι ακόμα ζωντανό και ακόμα σε θέση να γεμίσει ένα μικρό έστω club στην Αθήνα με τόσο ενθουσιασμό. 

Είναι μια ένδειξη πάντως κι αυτή ότι τις μουσικές ιστορίες δεν τις γράφει εν τέλει ο Τύπος (που ποτέ δεν συμπάθησε τη συγκεκριμένη πλευρά του rock, μερικές φορές δικαίως), μα η απήχηση διαρκείας που μπορούν να έχουν ορισμένα πράγματα στο συναίσθημα, καθώς τα χρόνια κυλούν.



09 Μαΐου 2023

Juliette Gréco - ανταπόκριση (2015)


Παρότι τον Σεπτέμβρη του 2020 φρόντισα να αποχαιρετήσω την Juliette Gréco δημοσιεύοντας στο blog τη συνέντευξη που ευτύχησα να κάνω μαζί της πίσω στο 2015 (δείτε εδώ), αμέλησα να βάλω και την ανταπόκριση από τη συναυλία που έδωσε τον Μάρτιο εκείνης της χρονιάς στο θέατρο «Παλλάς». Την αποχαιρετιστήρια μιας μακράς καριέρας, στην οποία έσπευσαν να δώσουν το παρών και ο Γιάννης Σπανός με τη Μαρία Φαραντούρη (μεταξύ άλλων).

Η παράβλεψη διορθώνεται λοιπόν τώρα, με την κάτωθι παράθεση της εν λόγω ανταπόκρισης, η οποία πρωτοδημοσιεύτηκε στο Avopolis –εδώ περιλαμβάνει κάποιες μικρές, αισθητικής φύσης τροποποιήσεις.

* οι χρησιμοποιούμενες φωτογραφίες προέρχονται από υλικό που δόθηκε στον Τύπο για τις ανάγκες του promo


Καθώς έμπαινα στο «Παλλάς», ένα οπτικό κι ένα ακουστικό ερέθισμα παρείχαν τις πρώτες ενδείξεις για το τι να περιμένω: ο ήχος του κουδουνιού φανέρωσε ότι η βραδιά θα ξεκινούσε στην ώρα της, ενώ η κοσμοσυρροή επιβεβαίωσε τα όσα γράφονταν στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης περί (σχεδόν) sold out. Το άστρο της Juliette Gréco, σκέφτηκα, ακόμα λάμπει στη συνείδηση του κοινού. Του δικού της, έστω, κοινού, καθώς έβλεπες κυρίως κόσμο μιας κάποιας ηλικίας να έχει δώσει το παρών –δεν έλειψαν πάντως και οι νεαρότερες φάτσες– αλλά και αρκετούς διάσημους στα μπροστά: ο πρόεδρος του ΠΑ.ΣΟ.Κ., Ευάγγελος Βενιζέλος, ας πούμε, βρισκόταν στην πρώτη σειρά, ενώ κάπου κοντά μου είδα τη Μαρία Φαραντούρη και λίγο πιο πέρα καθόταν (πολύ διακριτικά) ο Γιάννης Σπανός. 

Τελικά, βέβαια, η προσέλευση αποδείχθηκε το κομμάτι της εξίσωσης που κερδήθηκε εύκολα: τα δύσκολα θα άρχιζαν με την έναρξη της συναυλίας. Η Γαλλίδα σταρ κέρδισε ένα συγκρατημένο, μα θερμά σεβάσμιο χειροκρότημα με το που εμφανίστηκε στη σκηνή, αλλά η πρώτη «επαφή» άφησε πολλούς θεατές παγωμένους στις θέσεις τους, αμήχανους. To "Bruxelles" του Jacques Brel επιλέχθηκε ίσως με στόχο μια δυναμική αρχή, έτσι όπως ισορροπεί ανάμεσα σε τραγούδι και θεατρική πρόζα, μα βγήκε τραχύ, άσχημο και εμφανώς εκτός των νυν δυνατοτήτων της Gréco. Και των φωνητικών (οι στίχοι χάθηκαν μέσα σε ακαλαίσθητους βρυχηθμούς) και των κινησιολογικών. Ακόμα κι αν είχες πάει προετοιμασμένος για περισσότερα μπάσα και γρέζι στις ερμηνείες και συμβιβασμένος με την ιδέα ότι στα 88 της η Gréco δεν θα αλώνιζε τη σκηνή, μα θα «έπαιζε» περισσότερο με τα χέρια της, μιλάμε για ένα λίαν αποκαρδιωτικό ξεκίνημα.

Το "Bruxelles", επίσης, σήμαινε και κάτι ακόμα: ότι το πρόγραμμα της συναυλίας το οποίο κρατούσαμε στα χέρια μας δεν είχε καμία ακρίβεια. Ναι, περιελάμβανε (σχεδόν) όλα τα τραγούδια που ακούσαμε· όχι όμως στη σωστή σειρά. Κι εκεί νομίζω χάθηκε αυτόματα η όποια επαφή μπορούσε να συντελεστεί με το νεαρότερο κοινό που βρέθηκε στο «Παλλάς», παρεκτός βέβαια και γνώριζαν γαλλικά. Για την ιστορία, πάντως, ήταν μια καλή setlist. Και μετρημένη σε χρόνο (70 λεπτά, χωρίς encore) και με μπόλικο Brel αλλά και Serge Gainsbourg και με τα πιο αναγνωρίσιμα τραγούδια της Gréco παρόντα ("Une Petit Poison, Un Petit Oiseau", "La Javanaise", "Les Feuilles Mortes", "Déchabillez-Moi").  

Καθόμουν παρ' όλα αυτά στη θέση μου υπομονετικά, διατηρώντας την ψυχραιμία μου. Γιατί κάτι μου έλεγε πως η Gréco θα ρέφαρε, θα κατάφερνε να γυρίσει τούμπα την αρχική απογοήτευση, η οποία συνεχιζόταν εντωμεταξύ, τραγούδι το τραγούδι (το έρμο το "Amsterdam"...). Δεν γινόταν να είχε βγει σε περιοδεία αν δεν μπορούσε πια, έλεγα από μέσα μου· σίγουρα κράταγε δυνάμεις. 

Έπεσα μέσα –και χαίρομαι γι' αυτό. 

Η φωνή μπορεί να μην ήταν πια εκεί, ήταν όμως η φλόγα. Η περσόνα της Juliette Gréco, τα όσα πότισαν το ρεπερτόριό της με διαχρονικότητα, όσα την έκαναν αυτή που είναι. Κάπου λοιπόν στη μέση της συναυλίας, βρήκε όλα τα σωστά πατήματα, έκανε και τα χέρια της κομμάτι των ερμηνειών και κατόρθωσε να φέρει μπροστά μας μια ιδέα έστω από όλα εκείνα που την έκαναν σπουδαία. Κατόπιν μάλλον κουράστηκε και πάλι και δεν μπόρεσε έτσι να αποδώσει ούτε το μισό της δραματικής αίγλης του "Ne Me Quitte Pas", όμως εκείνο το μεσαίο κομμάτι της συναυλίας έφτανε και περίσσευε. To "Avec Les Temps" του Léo Ferré δεν θα το έβρισκες στο πρόγραμμα, υπήρξε όμως ένα στιγμιότυπο-τομή για τη βραδιά: ήταν το σημείο που η Gréco σ' έκανε να βουρκώσεις, ωθώντας σε να αντιληφθείς γιατί η καλοστεκούμενη 80άρα που είχες ενώπιόν σου υπήρξε μια αληθινά μεγάλη σταρ. Και κάτι τέτοιο, ξέρετε, δεν το χάνεις τελικά ποτέ.

Στο «Παλλάς» η Juliette Gréco έπαιξε μαζί με δύο καταπληκτικούς μουσικούς: τον Jean-Louis Matinier, οργανοπαίκτη με σπάνια εμβρίθεια στην τζαζ και world μουσική και σίγουρα τον καλύτερο ακορντεονίστα που θυμάμαι να έχω ακούσει· και τον Gérard Jouannest, τον άνθρωπο δηλαδή που σταδιοδρόμησε ως πιανίστας του Jacques Brel. Στα 81 του, σήμερα, παραμένει ένας θαυμάσιος και πολύ ουσιαστικός βιρτουόζος, μοιράζεται δε με τη Gréco και τη ζωή του εκτός από τη μουσική, μιας και είναι ο σύζυγός της από το 1988. 

Τον επίλογο αυτού του κειμένου, όμως, θα τον γράψει δικαιωματικά η ίδια η Γαλλίδα σταρ, με την κίνησή της να ανεβάσει τον Γιάννη Σπανό στη σκηνή του «Παλλάς» ενώ το κοινό την επευφημούσε με ζωηρές ιαχές και παλαμάκια, για ένα σεμνό «ευχαριστώ». Τα του Σπανού στο Παρίσι, τώρα, είναι μια άλλη ιστορία –την οποία μπορείτε να αναζητήσετε στο περιοδικό Μετρονόμος, σε ένα υποδειγματικό άρθρο του Αλέξη Βάκη. 




08 Μαΐου 2023

Frederic Rzewski - ανταπόκριση (2013)


Δεν ξέρω αν λειτουργεί ακόμα η γκαλερί «About:», δεν νομίζω. Πριν μια δεκαετία, όμως, προσπαθούσε να κάνει το κομμάτι της στο Μοναστηράκι –σε δύσκολα χρόνια για τη χώρα– οπότε, στο πλαίσιο μιας εξωστρεφούς διάθεσης, διοργάνωνε και συναυλίες. 

Προσωπικά μου έχει μείνει αξέχαστη, γιατί είναι η πρώτη φορά που πήγα κουστουμαρισμένος σε συναυλία, καθώς έπειτα θα πήγαινα στο γλέντι του γάμου του φίλου και συνοδοιπόρου (πλέον) στο MiC, Αντώνη Ξαγά. Δέκα χρόνια πριν, τώρα που κάνω τους υπολογισμούς, αφού Οκτώβρη του 2013 πήγα εκεί για να δω τον Frederic Rzewski.

Μια ανταπόκριση από τη βραδιά δημοσιεύτηκε τότε στο Avopolis και αναδημοσιεύεται τώρα κι εδώ –με μικρές, αισθητικής φύσης τροποποιήσεις.

* οι χρησιμοποιούμενες φωτογραφίες προέρχονται από το Facebook του καλλιτέχνη


Την Παρασκευή το βραδάκι, δεν έμεινε πρόγραμμα στη γκαλερί «About:», δεν έμεινε ούτε κάθισμα. Χώρεσαν περισσότεροι από όσοι χωράνε, βολευόμενοι οκλαδόν στο πάτωμα ή όρθιοι στην πίσω εξωτερική βεράντα, ανοίγοντας διάπλατα την ενδιάμεση συρόμενη πόρτα. Παρά το άγχος μου να βρω καρέκλα, χάρηκα ειλικρινά. Να λοιπόν, σκέφτηκα, που υπάρχει κόσμος ενδιαφερόμενος (και) για τέτοια πράγματα στην Αθήνα της Κρίσης. Και ο Frederic Rzewski, ο οποίος στα 75 πραγματοποιεί ακόμα υπερατλαντικές πτήσεις για να παρουσιάσει τη μουσική του, απέδειξε ότι την άξιζε μια τέτοια προσέλευση.

Ομολογώ ότι δεν άκουσα πολλά από τα λίγα τα οποία μας είπε πριν την έναρξη, γιατί σκεφτόμουν ότι μοιάζει με πρωτοξάδερφο του Αϊνστάιν, με το μουστάκι που έχει αφήσει και με το λευκό μαλλί να πετάει όπως ακριβώς το έχουμε μάθει από τις φωτογραφίες του διάσημου επιστήμονα. Λίγο επίσης το λεπτό χιουμοράκι, λίγο η εμμονή με το οξυγόνο στην αίθουσα, λίγο εκείνο το σπινθηροβόλο μπλε μάτι, μου φάνηκε τρελούλης –με την καλή έννοια, εκείνη που μου αρέσει. Πάντως με το που άγγιξε τα πλήκτρα, η προσοχή στράφηκε αποκλειστικά εκεί. Και τίποτα δεν κατόρθωσε να τη διασπάσει ως το τέλος της συναυλίας, μία ώρα μετά. 

Το πρώτο μέρος καλύφθηκε από το Dreams, ένα τετραμερές έργο εμπνευσμένο από την ομότιτλη ταινία του Ακίρα Κουροσάβα (夢, 1990), το οποίο ξεκίνησε να γράφεται το 2012 και δεν έχει ακόμα ολοκληρωθεί. Αποτέλεσε μιας πρώτης τάξης ευκαιρία για να θαυμάσουμε το πολυστιλιστικό ύφος του Rzewski, μα και για να τον εντάξουμε σαφώς στα πλαίσια μιας ας την πούμε avant-garde προσέγγισης στο πιάνο, που χρωστάει αρκετά στην ευρωπαϊκή σχολή και κυρίως στον Pierre Boulez. 

Αυτά ως γενικόλογη κατάταξη, διότι ο Rzewski διαθέτει κατακτημένο ύφος και απαράμιλλη προσωπική τεχνική, η οποία εξέπληξε όσους είχαμε εικόνα του πώς έπαιζε, κυρίως με την απίθανα απότομη τοποθέτηση του χεριού του (από τον αγκώνα και κάτω) πάνω στα πλήκτρα και τη συνεπακόλουθη παραγωγή ενός στιγμιαίου, μα χαρακτηριστικού «γδούπου». Ως σύνθεση, τώρα, το Dreams μπορεί να μην συγκαταλέγεται στα καλύτερα του Αμερικανού πιανίστα, είχε πάντως το ενδιαφέρον του, καθώς εξέφραζε επιτυχημένα μια ποικιλία διαθέσεων, μέσω γρήγορων εναλλαγών που όντως θύμιζαν τη ρευστότητα των ονείρων και τις ξαφνικές μεταπτώσεις/μετατροπές τους. 

Η κορύφωση της συναυλίας ήρθε στο δεύτερο μέρος, όπου παρουσιάστηκε το επίσης τετραμερές Four Pieces, του 1977. Sequel του μάλλον πιο γνωστού πονήματος του Rzweski, των παραλλαγών του πάνω στο "El Pueblo Unido Jamás Será Vencido" του Sergio Ortega –του διασημότερου δηλαδή πολιτικού τραγουδιού της Χιλής, το οποίο έγινε σύμβολο και σύνθημα (λαός ενωμένος, ποτέ νικημένος) των υποστηρικτών του Σαλβαδόρ Αλιέντε– ξετυλίχθηκε μπροστά μας ως μια πολυπρόσωπη σύνθεση, με συναρπαστικά σημεία. 

Ελλειπτικό και διατοπισμένο στη γενικότερή του κατεύθυνση, αντλούσε μελωδίες από την παραδοσιακή μουσική της Χιλής και της ευρύτερης γειτονιάς της στη Νότια Αμερική. Μετασχηματίζοντάς τις, έπειτα, υψωνόταν σε αισθητικά λαμπρές κορυφώσεις, απλά για να χαμηλώσει αμέσως μετά και να «ξαναχαθεί» σε (σχετικά) πιο αφηρημένες αναζητήσεις. 

Την καλύτερη έναρξη έκανε λοιπόν για τη φετινή σεζόν η σειρά «Pianoscapes» της Λορέντας Ράμου, θέτοντας παράλληλα κι έναν υψηλό πήχη προσδοκιών. Θα αναμένουμε με μεγάλο ενδιαφέρον τη συνέχεια. 




05 Μαΐου 2023

Γιάννης Ισούφης, Μητσάρας Λάζος & Θανάσης Λαβίδας – Η Τσιάι 'Σι Λουλουντί... Τραγούδια Και Σκοποί Των Ελλήνων Ρομά Από Τους Σοφάδες Καρδίτσας (1992) [δισκοκριτική, 2015]


Μια κριτική μου από το 2015 σε μια πολύ ιδιαίτερη συλλογή ηχογραφήσεων του 1992, την οποία επιμελήθηκαν ο Κωστής Δρυγιανάκης με τον Βαγγέλη Μπαντελά για την Εκδοτική Δημητριάδος, που την κυκλοφόρησε σε βιβλίο και CD.

Υπό τον τίτλο «Η Τσιάι 'Σι Λουλουντί...», λοιπόν, μαζεύτηκαν εδώ τραγούδια και σκοποί των Ελλήνων Ρομά από τους Σοφάδες της Καρδίτσας –όπως δηλώνει και ο υπότιτλος. Συγκροτώντας το πορτρέτο ενός χαμένου μουσικού κόσμου, τον οποίον εκπροσωπούν οι πρωταγωνιστές του άλμπουμ: ο (εικονιζόμενος άνωθεν, με τη γυναίκα του) Γιάννης Ισούφης, ο Μητσάρας Λάζος και ο Θανάσης Λαβίδας.

Όπως κι άλλα μου κείμενα της ίδιας περιόδου, η κριτική αυτή πρωτοδημοσιεύτηκε στο Avopolis, του οποίου ήμουν τότε αρχισυντάκτης. Αναδημοσιεύεται τώρα εδώ με μικρές, αισθητικής φύσης τροποποιήσεις.

* η κεντρική φωτογραφία προέρχεται από το αρχειακό υλικό που έδωσαν οι επιμελητές στον Τύπο, ενόψει της παρουσίασης της έκδοσης


Ο χρόνος, στην παρούσα έκδοση, είναι κάτι το ρευστό. Ξεχνιέσαι καθώς ακούς, παρασυρμένος από τη ζωντάνια του δίσκου, και νιώθεις πως κινείσαι στο παρόν· βρίσκεσαι όμως 23 χρόνια πριν. 

Μάλιστα, διαβάζοντας τα συνοδευτικά κείμενα, δεν αργείς να συνειδητοποιήσεις πως στην πραγματικότητα βρίσκεσαι ακόμα πιο πίσω: ο κόσμος του (βασικού τραγουδιστή) Μητσάρα Λάζου είναι ένας κόσμος που δύει. Ο ίδιος έχει πλέον αποσυρθεί λόγω εμφράγματος όταν γίνεται η ηχογράφηση και θα πέθαινε 3 χρόνια αργότερα (1995), έτος στο οποίο έφυγε και ο Γιάννης Ισούφης. Μόνο ο Θανάσης Λαβίδας ζει από τους κύριους συντελεστές, όντας στα 63 καθώς γράφονται τούτες οι γραμμές. Όμως δύει και η γενικότερη αισθητική την οποία εκπροσώπησαν αυτοί οι καλλιτέχνες, μιας και οι Ρομά μουσικοί της περιόδου εγκατέλειπαν τότε τα παιξίματα α-λα-τούρκα και περνούσαν προς τη σχολή Βασίλη Σαλέα. Η επικράτησή της θα φέρει τελικά (μια κάποια) πανελλαδική ομογενοποίηση, καθώς και τη σύγκλιση με τη Δύση.   

Καταλαβαίνει λοιπόν κανείς ότι υπάρχει μια δεδομένη αξία στο Η Τσιάι 'Σι Λουλουντί, καθώς παρουσιάζει ένα από τα λιγότερα φωταγωγημένα κομμάτια του ευρύτερου λαϊκού μας πολιτισμού, σε μια κρίσιμη καμπή για το τοπικό ιδίωμα που ανθούσε στους Σοφάδες της Καρδίτσας. Συχνά, βέβαια, τέτοιοι δίσκοι έχουν ακαδημαϊκό μόνο ενδιαφέρον, καθώς προτάσσουν το «πολύτιμο για την έρευνα», παραγκωνίζοντας τον παράγοντα της ακουστικής ευχαρίστησης. Εδώ, όμως, δεν συμβαίνει τίποτα τέτοιο: υπό την αιγίδα της Εκδοτικής Δημητριάδος, οι επιμελητές Βαγγέλης Μπαντελάς & Κωστής Δρυγιανάκης προσφέρουν ένα άλμπουμ που δεν ξεχνά να είναι απολαυστικό. Συγκλονιστικά απολαυστικό, μάλιστα, σε ορισμένα του σημεία. 

Ο χρόνος διαθέτει εντωμεταξύ μία ακόμα διάσταση, εκείνη της συγκεκριμένης στιγμής. Δεν εισπράττεις δηλαδή εδώ ακριβώς αυτό που θα άκουγες σε ένα Ρομά γλέντι του 1992. Όχι μόνο γιατί λείπει το κοινό, αλλά και γιατί λείπει ο ηλεκτρισμός, που ήδη είχε επικρατήσει στα πανηγύρια. Ο Κώστας Λαβίδας (αδερφός του Θανάση) πιάνει μεν την ηλεκτρική κιθάρα στο καταπληκτικό "Τούνγκε Τούνγκε", είναι όμως το μόνο παράδειγμα τέτοιας παρουσίας στα περιεχόμενα. 

Ως έναν βαθμό, επομένως, Μπαντελάς & Δρυγιανάκης «επέβαλλαν» μια αισθητική προτίμηση για κάτι το ακουστικό, την οποία φυσικά δέχτηκαν οι συμμετέχοντες· με αποτέλεσμα έναν δίσκο που ναι μεν αποτελεί αξιόπιστο πορτρέτο των γαμήλιων (κυρίως) τραγουδιών τα οποία παίζονταν κάποτε σε εκείνο το κομμάτι της Θεσσαλίας, μα ταυτόχρονα είναι και κάτι το μοναδικό, συγκρινόμενο π.χ. με τις κασέτες που κυκλοφορούσαν τότε Ρομά καλλιτέχνες σε τοπικές εταιρείες. 

Πολύ ενδιαφέρουσα είναι όμως και μία ακόμα διάσταση των περιεχομένων, η οποία ανήκει στο ευρύτερο πλαίσιο διαλόγου που μας απασχολεί τα τελευταία χρόνια και στο διεθνές ποπ/ροκ τερέν: τι είναι ξαναζεσταμένο φαγητό από μία ήδη υπάρχουσα «παράδοση» και τι καινούριο σε σχέση με αυτήν τη «μήτρα», ρωτάμε εκεί –το ίδιο ρωτάμε κι εδώ, βγάζοντας βέβαια τη λέξη παράδοση από τα εισαγωγικά της. 

Με μια σχετική ακρίβεια, λοιπόν, μπορούμε να ορίσουμε την παρουσία του Μητσάρα Λάζου ως κομβικής σημασίας, αναγορεύοντάς τον σε τραγουδοποιό που βρήκε πώς να πατήσει μεταξύ παραδοσιακού και νεωτερικού διατηρώντας τον απαραίτητο ερωτισμό που χρειάζεται μια τέτοια σχέση, ώστε να καταστεί δυναμική: η παράδοση του πρόσφερε πρότυπα και μηχανισμούς κι εκείνος έφτιαξε τα δικά του τραγούδια με αυτούς, με την οπτική του στον στίχο, τμήμα της οποίας ήταν και η έκφραση στα ρομάνι. Προφανώς πολύ πριν ο Καιρός Των Τσιγγάνων του Εμίρ Κουστορίτσα και το κατά Goran Bregović "Ederlezi" δημιουργήσουν τον ρομαντικό εξωτισμό που γοήτευσε τα μεγάλα ακροατήρια, οδηγώντας στο τηλεοπτικό κρεσέντο των Ψιθύρων Καρδιάς

Λυπάσαι έτσι που βρίσκεις εδώ τον Μητσάρα Λάζο σε κάμψη. Παραμένει μεν ένας υποβλητικός τραγουδιστής, μα σε γενικές γραμμές το νιώθεις πως το ζενίθ του έχει πια περάσει. Μέχρι βέβαια το σημείο εκείνο όπου η φωνή του ξεπηδά μέσα από μια διήγηση για το γαμήλιο έθιμο της κίνα, για να πει το "Σαράντα Φαμιλιά Ρομά" –το τραγούδι δηλαδή που έλεγε όταν ήταν εν ενεργεία καθώς η οικογένεια αποχαιρετούσε τη νύφη και, κατά τις μαρτυρίες, έκανε τους πάντες να κλαίνε. Είναι απλά καταπληκτικός σε αυτό το στιγμιότυπο: ένας μεγάλος μάστορας της τέχνης του. 

Εξαιρετικός είναι όμως και ο Θανάσης Λαβίδας, όχι μόνο στο ξεσηκωτικό "Τούνγκε Τούνγκε" που ήδη αναφέρθηκε, αλλά και στο "Μεραούλι", όπως και στο θαυμάσιο "Η Τσιάι 'Σι Λουλουντί", το οποίο δίνει και τον τίτλο στην όλη έκδοση: ναι μεν το λέει και ο Λάζος λίγο πιο κάτω (και το λέει ωραία), προσωπικά όμως προτιμώ το χρώμα της απόδοσης του Λαβίδα. Τέλος, ο Γιάννης Ισούφης, ονομαστός κλαριντζής στα γκαραγκούνικα γλέντια μιας παρελθούσας Θεσσαλίας, λάμπει με το καίριο, καθάριο παίξιμό του στο "Τσιφτετέλι Του Παλιού Λαβίδα": άμα πας στο χωριό Λιοντάρι στην Καρδίτσα και δεν το παίξεις, λέει, «τρως ξύλου». Ίσως δικαιολογημένα, μονολόγησα κι εγώ γελώντας, καθώς το άκουγα.

Είναι ένα θαυμάσιο απόκτημα το Η Τσιάι 'Σι Λουλουντί, ακόμα κι αν θέλετε να ασχοληθείτε μόνο με τη μουσική και όχι με το παζλ ενός χαμένου κόσμου, που άκμασε στις παρυφές μιας επίσημης λαϊκής κουλτούρας. Θα χάσετε βέβαια έτσι κάτι υπέροχα δρυγιανακικά σχόλια που προσωπικά πολύ αγαπώ, σαν αυτό το «Απομεσήμερο με χειμωνιάτικο ήλιο, αλλά και κρυαδάκι. Στους Σοφάδες υπάρχει μια έντονη και γοητευτική, θα έλεγα, αίσθηση ότι η σύγχρονη ανάπτυξη έχει σταματήσει σε ένα προγενέστερο στάδιο. Έτσι ήταν και το 1992, έτσι είναι και σήμερα, τηρουμένων βεβαίως των αναλογιών». Αλλά, ακόμα κι έτσι, κερδισμένοι θα μείνετε. Και με το παραπάνω.



04 Μαΐου 2023

Elina Duni - Partir [δισκοκριτική, 2018]


Μια κριτική μου από την άνοιξη του 2018 στο άλμπουμ «Partir» της Elina Duni, η οποία διήνυσε αρκετά γρήγορα την απόσταση από την Αλβανία στην ECM. 

Όπως κι άλλα μου κείμενα της ίδιας περιόδου, η κριτική αυτή πρωτοδημοσιεύτηκε στο Avopolis, του οποίου ήμουν τότε αρχισυντάκτης. Αναδημοσιεύεται τώρα εδώ με μικρές, αισθητικής φύσης τροποποιήσεις.

* η κεντρική φωτογραφία προέρχεται από το υλικό που έδωσε ως promo στον Τύπο η ECM και ανήκει στον Nicolas Masson


Μια φωνή βγαίνει μπροστά και τραγουδά, μόνη ή με λιτή οργανική συνοδεία. Είναι μια συνθήκη αρχαία· ίσως και προϊστορική. Κι όμως, τόση μουσική μετά, εξακολουθεί να γοητεύει, ξεπερνώντας τα σύνορα χωρών, εποχών και πολιτισμών.

Αυτό το διαπολιτισμικό παίζει καίριο ρόλο στην περίπτωση του Partir, ορίζοντας την ίδια την ταυτότητά του, αλλά και το τι πρόκειται να ακούσεις –ακόμα και το πώς θα το ακούσεις: ο τίτλος είναι στα γαλλικά, η τραγουδίστρια προέρχεται από την Αλβανία, η κουλτούρα της διέπεται από τον κεντροευρωπαϊκό κοσμοπολιτισμό της Ελβετίας, τα κομμάτια αποδίδονται σε μια (εντυπωσιακή) πληθώρα γλωσσών. 

Βεβαίως, αυτό το «μούλτι-κούλτι» δεν λέει κάτι από μόνο του· εύκολα θα μπορούσε να καταλήξει σε αχταρμά. Όμως η Elina Duni διαθέτει μια φωνή που είναι και εκφραστική, μα και γυμνασμένη. Και δίπλα της έχει μια παραγωγή-εγγύηση, με τη σφραγίδα υπεροχής του Manfred Eicher. Το Partir, λοιπόν, χαρακτηρίζεται από εκπληκτική συνοχή. Οι γλώσσες αλλάζουν με ευφράδεια, τα συμφραζόμενα πηδάνε τους χάρτες, μα εν τέλει αρθρώνεται ένα σύνολο συμπαγές, με ήχο αυτονομημένο μάλιστα από τα όσα προϋποθέτει κανείς από μια ECM κυκλοφορία. 

Βεβαίως, η παιδεία της Duni και οι καταβολές της ανήκουν στην ίδια σχολή ευρωπαϊκής τζαζ που απασχολεί συνήθως το label –και αυτά είναι πράγματα από τα οποία δεν ξεφεύγει κανείς εντελώς. Ωστόσο η Duni ξεμακραίνει σε σύγκριση λ.χ. με δουλειές του πρόσφατου παρελθόντος, φτιαγμένες με λογική κουαρτέτου. Εδώ λειτουργεί σόλο και η αίσθηση που σου αφήνει είναι περισσότερο folk, παρά τζαζ, έστω κι αν διατηρείται στο αποτέλεσμα μια ξεκάθαρη λόγια διάσταση: ένα υπέροχα χαρακτηριστικό σημείο είναι το daf το οποίο συνοδεύει το αιγυπτιακής προέλευσης άσμα "Lamma Bada Yatathanna".

Από την άλλη, κάτι παρόμοιο μπορείς να ισχυριστείς και για το άλμπουμ Dallëndyshe του 2015, αλλά και για το Matanë Malit του 2012. Οι διαφορές είναι πράγματι μικρές: εκεί είχες folk υλικό με ECM προσέγγιση, εδώ έχεις μια πιο ανοιχτή παλέτα επιλογών, η οποία αποδίδεται με έναν τρόπο πιο folk, ενταγμένο σε ένα πλαίσιο που δεν θα ξενίσει τον συνήθη αγοραστή του label· είναι θέμα περισσότερο/λιγότερο, πάντως ένα προσεκτικό αυτί δεν θα χάσει τις καίριες αποχρώσεις. 

Το Partir δεν φανερώνει λοιπόν αδιέξοδα. Ίσως, όμως, να φανερώνει άγχη, με την έννοια ότι η Duni –ως καλλιτέχνιδα της ECM– είναι ορατή στον ευρωπαϊκό τζαζ Τύπο εδώ και μια εξαετία, όμως κάπου κόλλαγε το πράγμα με το αλβανόγλωσσο υλικό το οποίο πρότεινε. Δεν ξέρω δηλαδή πόσο τυχαίο είναι ότι το Partir περιλαμβάνει μόλις μία πρωτότυπη σύνθεση κι αυτή τραγουδισμένη στα αγγλικά ("Let Us Dive In"). 

Ίσως, επίσης, το άλμπουμ να παρέχει και το μέτρο με το οποίο πρέπει να αποτιμηθεί. Με την έννοια ότι, ναι, θαυμάζεις διάφορα πράγματα στη φωνητική εκφορά, στην παραγωγή, στις ενορχηστρώσεις, αλλά το αυτί θα σταθεί επανειλημμένα στο αλβανικό δημοτικό "Vaj Si Kenka" και στην εξαιρετική διασκευή του "Amara Terra Mia" του Domenico Modugno. Και δεν ξέρω πόσο τυχαίο είναι που η Duni είναι Αλβανίδα και που, ιστορικά, οι Αλβανοί είχαν τόσα πάρε-δώσε με την Ιταλία. 

Θέλω να πω ότι, αταβιστικά, κάτω από τα καντάρια κεντροευρωπαϊκής παιδείας και συστάσεων, τραγουδάει τελικά πιο εκφραστικά εκεί όπου αισθάνεται και πιο οικεία, ενώ αποτυγχάνει λ.χ. να συγκινήσει στο προαναφερόμενο "Let Us Dive In", στη διασκευή του "Je Ne Sais Pas" του Jacques Brel ή στην αντίστοιχη του ελβετικού παραδοσιακού "Schönster Abestärn", όσο «σωστά» κι αν τα προσεγγίζει. 

Παραμένει βέβαια το γεγονός μιας καλής δουλειάς, η οποία ίσως να κάνει και το προσδοκώμενο γκελ στον ευρωπαϊκό τζαζ Τύπο. Ο πήχης, ωστόσο, δεν ανεβαίνει για τη Duni. Ίσως μάλιστα να διακυβεύεται κιόλας, όσο απομακρύνεται από τα Βαλκάνια.