04 Μαΐου 2023

Elina Duni - Partir [δισκοκριτική, 2018]


Μια κριτική μου από την άνοιξη του 2018 στο άλμπουμ «Partir» της Elina Duni, η οποία διήνυσε αρκετά γρήγορα την απόσταση από την Αλβανία στην ECM. 

Όπως κι άλλα μου κείμενα της ίδιας περιόδου, η κριτική αυτή πρωτοδημοσιεύτηκε στο Avopolis, του οποίου ήμουν τότε αρχισυντάκτης. Αναδημοσιεύεται τώρα εδώ με μικρές, αισθητικής φύσης τροποποιήσεις.

* η κεντρική φωτογραφία προέρχεται από το υλικό που έδωσε ως promo στον Τύπο η ECM και ανήκει στον Nicolas Masson


Μια φωνή βγαίνει μπροστά και τραγουδά, μόνη ή με λιτή οργανική συνοδεία. Είναι μια συνθήκη αρχαία· ίσως και προϊστορική. Κι όμως, τόση μουσική μετά, εξακολουθεί να γοητεύει, ξεπερνώντας τα σύνορα χωρών, εποχών και πολιτισμών.

Αυτό το διαπολιτισμικό παίζει καίριο ρόλο στην περίπτωση του Partir, ορίζοντας την ίδια την ταυτότητά του, αλλά και το τι πρόκειται να ακούσεις –ακόμα και το πώς θα το ακούσεις: ο τίτλος είναι στα γαλλικά, η τραγουδίστρια προέρχεται από την Αλβανία, η κουλτούρα της διέπεται από τον κεντροευρωπαϊκό κοσμοπολιτισμό της Ελβετίας, τα κομμάτια αποδίδονται σε μια (εντυπωσιακή) πληθώρα γλωσσών. 

Βεβαίως, αυτό το «μούλτι-κούλτι» δεν λέει κάτι από μόνο του· εύκολα θα μπορούσε να καταλήξει σε αχταρμά. Όμως η Elina Duni διαθέτει μια φωνή που είναι και εκφραστική, μα και γυμνασμένη. Και δίπλα της έχει μια παραγωγή-εγγύηση, με τη σφραγίδα υπεροχής του Manfred Eicher. Το Partir, λοιπόν, χαρακτηρίζεται από εκπληκτική συνοχή. Οι γλώσσες αλλάζουν με ευφράδεια, τα συμφραζόμενα πηδάνε τους χάρτες, μα εν τέλει αρθρώνεται ένα σύνολο συμπαγές, με ήχο αυτονομημένο μάλιστα από τα όσα προϋποθέτει κανείς από μια ECM κυκλοφορία. 

Βεβαίως, η παιδεία της Duni και οι καταβολές της ανήκουν στην ίδια σχολή ευρωπαϊκής τζαζ που απασχολεί συνήθως το label –και αυτά είναι πράγματα από τα οποία δεν ξεφεύγει κανείς εντελώς. Ωστόσο η Duni ξεμακραίνει σε σύγκριση λ.χ. με δουλειές του πρόσφατου παρελθόντος, φτιαγμένες με λογική κουαρτέτου. Εδώ λειτουργεί σόλο και η αίσθηση που σου αφήνει είναι περισσότερο folk, παρά τζαζ, έστω κι αν διατηρείται στο αποτέλεσμα μια ξεκάθαρη λόγια διάσταση: ένα υπέροχα χαρακτηριστικό σημείο είναι το daf το οποίο συνοδεύει το αιγυπτιακής προέλευσης άσμα "Lamma Bada Yatathanna".

Από την άλλη, κάτι παρόμοιο μπορείς να ισχυριστείς και για το άλμπουμ Dallëndyshe του 2015, αλλά και για το Matanë Malit του 2012. Οι διαφορές είναι πράγματι μικρές: εκεί είχες folk υλικό με ECM προσέγγιση, εδώ έχεις μια πιο ανοιχτή παλέτα επιλογών, η οποία αποδίδεται με έναν τρόπο πιο folk, ενταγμένο σε ένα πλαίσιο που δεν θα ξενίσει τον συνήθη αγοραστή του label· είναι θέμα περισσότερο/λιγότερο, πάντως ένα προσεκτικό αυτί δεν θα χάσει τις καίριες αποχρώσεις. 

Το Partir δεν φανερώνει λοιπόν αδιέξοδα. Ίσως, όμως, να φανερώνει άγχη, με την έννοια ότι η Duni –ως καλλιτέχνιδα της ECM– είναι ορατή στον ευρωπαϊκό τζαζ Τύπο εδώ και μια εξαετία, όμως κάπου κόλλαγε το πράγμα με το αλβανόγλωσσο υλικό το οποίο πρότεινε. Δεν ξέρω δηλαδή πόσο τυχαίο είναι ότι το Partir περιλαμβάνει μόλις μία πρωτότυπη σύνθεση κι αυτή τραγουδισμένη στα αγγλικά ("Let Us Dive In"). 

Ίσως, επίσης, το άλμπουμ να παρέχει και το μέτρο με το οποίο πρέπει να αποτιμηθεί. Με την έννοια ότι, ναι, θαυμάζεις διάφορα πράγματα στη φωνητική εκφορά, στην παραγωγή, στις ενορχηστρώσεις, αλλά το αυτί θα σταθεί επανειλημμένα στο αλβανικό δημοτικό "Vaj Si Kenka" και στην εξαιρετική διασκευή του "Amara Terra Mia" του Domenico Modugno. Και δεν ξέρω πόσο τυχαίο είναι που η Duni είναι Αλβανίδα και που, ιστορικά, οι Αλβανοί είχαν τόσα πάρε-δώσε με την Ιταλία. 

Θέλω να πω ότι, αταβιστικά, κάτω από τα καντάρια κεντροευρωπαϊκής παιδείας και συστάσεων, τραγουδάει τελικά πιο εκφραστικά εκεί όπου αισθάνεται και πιο οικεία, ενώ αποτυγχάνει λ.χ. να συγκινήσει στο προαναφερόμενο "Let Us Dive In", στη διασκευή του "Je Ne Sais Pas" του Jacques Brel ή στην αντίστοιχη του ελβετικού παραδοσιακού "Schönster Abestärn", όσο «σωστά» κι αν τα προσεγγίζει. 

Παραμένει βέβαια το γεγονός μιας καλής δουλειάς, η οποία ίσως να κάνει και το προσδοκώμενο γκελ στον ευρωπαϊκό τζαζ Τύπο. Ο πήχης, ωστόσο, δεν ανεβαίνει για τη Duni. Ίσως μάλιστα να διακυβεύεται κιόλας, όσο απομακρύνεται από τα Βαλκάνια. 



03 Μαΐου 2023

Areni Agbabian - Bloom [δισκοκριτική, 2019]


Μια κριτική μου από την άνοιξη του 2019 στο άλμπουμ «Bloom» της ανερχόμενης Areni Agbabian, η οποία, μέσα σε μια πενταετία, βρέθηκε από τον κόσμο των αυτοχρηματοδοτούμενων δισκογραφικών εκδόσεων στα σαλόνια της ECM. 

Όπως κι άλλα μου κείμενα της ίδιας περιόδου, η κριτική αυτή πρωτοδημοσιεύτηκε στο Avopolis, του οποίου ήμουν τότε αρχισυντάκτης. Αναδημοσιεύεται τώρα εδώ με μικρές, αισθητικής φύσης τροποποιήσεις.

* η κεντρική φωτογραφία προέρχεται από το υλικό που έδωσε ως promo στον Τύπο η ECM και ανήκει στον Mher Vahakn


Μέσα σε μια πενταετία, η Areni Agbabian βρέθηκε από τις συνεργασίες με τον Tigran Hamasyan και τον κόσμο των αυτοχρηματοδοτούμενων δισκογραφικών εκδόσεων στα σαλόνια της ECM, ταιριάζοντας ταμάμ με τη new series ετικέτα της περίφημης γερμανικής εταιρείας: η μουσική της πρόταση περιέχει κάμποσο από εκείνο το «άλλο» που αναζητά για την τελευταία ο Manfred Eicher. 

Το Bloom είναι μια έκταση αραιοκατοικημένη. Δίπλα στη φωνή και στο πιάνο της Areni Agbabian, υπάρχει βασικά μόνο ο Ελβετός δεξιοτέχνης των κρουστών Nicolas Stocker και ο Manfred Eicher, ο οποίος αυτή τη φορά δεν αρκείται μόνο στον ρόλο του παραγωγού: σε δύο περιστάσεις τον βρίσκουμε να παρεμβαίνει στο υλικό και ως δημιουργός, συνεισφέροντας τις πιανιστικές γέφυρες "Whiteness" και "Rain Drops". Η αίσθηση του «αραιού» διακρίνει όμως και τη μουσική που ακούμε, η οποία μοιάζει να αναδύεται σε ψήγματα από τη σιωπή, διαγράφοντας ψιθυριστά τους οργανικούς και τραγουδιστικούς της κύκλους. Τα πράγματα παραμένουν διακριτικά ακόμα και όταν οι διάρκειες των κομματιών υπερβαίνουν τα 7 λεπτά. 

Η Agbabian πρεσβεύει εδώ ένα πολυσυλλεκτικό δημιουργικό σύμπαν, το οποίο επιδιώκει να ανθίσει στα σύνορα των αναφορών του. Ως Αμερικανίδα με καταγωγή από την Αρμενία, άλλωστε, γνωρίζει από πρώτο χέρι και τι σημαίνει, μα και τι συμβαίνει όταν συναντιούνται δύο ξέχωροι κόσμοι. 

Έτσι, η μουσική της απηχεί τις folk παραδόσεις της καυκάσιας ρίζας της –αντλώντας μάλιστα απευθείας, στις περιπτώσεις των "Garun A" και "Anganim Revisited"– ενώ παραμένει σε καλά συγκροτημένα Δυτικά πλαίσια, θέτοντας σε πρώτο πλάνο την τριβή της τόσο με την (ευρωπαϊκή) αυτοσχεδιαστική τζαζ, όσο και με την πιο σύγχρονη όψη της όπερας. Το διμερές "Patience" είναι ένα πρώτης τάξης παράδειγμα των δυνατοτήτων της, αλλά και της γήινης εκείνης εκφραστικότητας που διακρίνει τις ερμηνείες της, ενώ ο δίσκος διαθέτει κι άλλες κορυφώσεις στη συνέχεια, σε κομμάτια σαν το "The Water Bride", το "Mother" ή το "The River". Τα οποία και κρατούν τα μπόσικα ενάντια σε μια τάση παράδοσης στις βασικές κατευθύνσεις της ECM αισθητικής, που προβάλλουν στο βάθος ως απειλητική μανιέρα. 

Το Bloom συγγενεύει αρκετά με έναν ακόμα πρόσφατο δίσκο της ίδιας σειράς –το Partir της Elina Duni. Αποπειράται δηλαδή κι αυτό να αρθρώσει ανησυχίες σε folk φόντο, έχοντας ως πλοηγό έναν διαπολιτισμικό μινιμαλισμό που μπορεί να ενημερώνεται από τον επίκαιρο αυτοσχεδιασμό ή τους λόγιους πειραματισμούς των προετοιμασμένων πιάνων, μα δεν ταυτίζεται μαζί τους. Έστω και μερικώς, παραμένει εδραιωμένο στη folk πλευρά των πραγμάτων και επιδιώκει μια απολύτως σύγχρονη ανάγνωσή τους, η οποία κινδυνεύει μόνο από μια αίσθηση δυσκίνητου ακαδημαϊσμού. Για την ώρα, η Areni Agbabian την κερδίζει στα σημεία· και δείχνει ότι έχει τις ικανότητες ώστε να πετύχει ακόμα καλύτερες ισορροπίες, στο μέλλον.



02 Μαΐου 2023

Michelle Gurevich/Chinawoman - συνέντευξη (2016)


Ενόψει του φετινού ερχομού της Michelle Gurevich (την οποία εμείς ξέρουμε ως Chinawoman, όμως εκείνη δεν θέλει πια να χρησιμοποιεί αυτό το καλλιτεχνικό παρατσούκλι) πόσταρα τις προάλλες μια νοικοκυρεμένη ανταπόκριση από την ωραία της συναυλία στο «Fuzz», τον Νοέμβριο του 2015 – λεπτομέρειες μ' ένα κλικ εδώ

Έναν χρόνο (και κάτι) μετά, τον Δεκέμβριο του 2016 ξανάρθε, πάλι στο «Fuzz». Πολύ νωρίς για τα δικά μου συναυλιακά χούγια, καθώς δεν αισθανόμουν να μου είχε λείψει. Έστειλα λοιπόν άλλον συντάκτη για την ανταπόκριση, αποφάσισα όμως ότι ήταν ευκαιρία να έκανα μια συνέντευξη μαζί της.

Όπερ και εγένετο. Η κουβέντα μας δημοσιεύτηκε τότε στο Avopolis και αναδημοσιεύεται τώρα κι εδώ, με μικρές, αισθητικής φύσης τροποποιήσεις.

* οι χρησιμοποιούμενες φωτογραφίες προέρχονται από promo υλικό που δόθηκε τότε στον Τύπο


Το καινούριο σου άλμπουμ τιτλοφορείται New Decadence. Πρόκειται για κάποια προσωπική δήλωση ή είναι σχόλιο για τη γενικότερη κατάσταση του κόσμου μας, εν έτει 2016;

Πλέον, έχω πίσω μου 4 άλμπουμ για να παρακολουθήσω και να «χωνέψω» αυτό που κάνω. Το New Decadence είναι λοιπόν κάτι σαν χαρακτηρισμός του είδους με το οποίο δουλεύω. Αιχμαλωτίζει την αναβίωση μιας κάποιας μεγαλοσύνης κι ενός συναισθηματισμού στο γράψιμο τραγουδιών: κάτι παλιό και καινούριο την ίδια στιγμή. 

Με αυτήν επίσης τη δουλειά άρχισες να χρησιμοποιείς το πραγματικό σου όνομα, εγκαταλείποντας το Chinawoman. Τι πυροδότησε μια τέτοια απόφαση; 

Ήρθε το τέλος για την εποχή του ψευδωνύμου Chinawoman. Ένα πράγμα που συμβαίνει με τον χρόνο, είναι ότι αλλάζεις μυαλά. Ό,τι λοιπόν ήταν κάποτε μια τυχαία, κάπως ειρωνική επιλογή, πλέον δεν το νιώθω να σχετίζεται μαζί μου. Άλλωστε οι περισσότεροι από τους αγαπημένους μου καλλιτέχνες κυκλοφορούν μουσική με τα κανονικά, πλήρη ονόματά τους. Το ίδιο λοιπόν κι εγώ, στο εξής.  

Ένα από τα πιο ξεχωριστά τραγούδια του νέου δίσκου είναι το "Russian Romance". Υπάρχει κάποια ιστορία πίσω του;

Αν ρωτάς τι ακριβώς συνέβη στη συγκεκριμένη περίπτωση, τότε αρκεί μόνο να σου πω αυτό: ένα ρομάντζο στη Ρωσία.

Γνωρίζεις ευρεία ευρωπαϊκή επιτυχία. Έχεις όμως κάποια θεωρία για την ιδιαίτερη αποδοχή που έχεις βρει στην Ελλάδα;

Στην αρχή η επιτυχία μου ήταν ένα ρώσικο φαινόμενο, έγινε στη συνέχεια ανατολικοευρωπαϊκό και τώρα συνεχίζει να επεκτείνεται, οπότε νομίζω ότι έχω κι εγώ ξεμείνει από θεωρίες. Γενικά, νομίζω ότι κάθε κουλτούρα με ιστορία δραματικής μπαλαντοποιίας είναι γόνιμη ώστε να βρει η μουσική μου συνάφεια με τους ανθρώπους της.

Είσαι καλλιτέχνιδα που τιμά τις ρίζες της με διάφορους τρόπους. Καθώς η μητέρα σου κατάγεται από την Οδησσό, παρακολουθείς αλήθεια τα γεγονότα στην Ουκρανία;

Αισθάνομαι μια ξεχωριστή σύνδεση με την Οδησσό, αν και δεν έχω βρεθεί ποτέ εκεί, μέχρι τώρα –ελπίζω να συμβεί την ερχόμενη άνοιξη. Η μητέρα μου μεγάλωσε σε μια Ουκρανία που αποτελούσε τμήμα της Σοβιετικής Ένωσης, οπότε η ρώσικη κουλτούρα μάς ήταν κάτι πολύ οικείο. Θα είμαι πάντως ευτυχισμένη αν η Ρωσία και η Ουκρανία μπορέσουν να συνυπάρξουν ως ανεξάρτητοι μα φιλικοί γείτονες. 

Σε προηγούμενες συνεντεύξεις, έχεις αναφέρει την εκτίμησή σου για τις φωνές του Anatoly Dneprov και του Lucio Dalla. Ποιες ηχογραφήσεις τους αγαπάς ιδιαίτερα; 

Το "Radovats" του Anatoly Dneprov είναι κλασικό και εγκαταστάθηκε στο υποσυνείδητό μου από τα τόσα χρόνια που το άκουγα να παίζεται στα ρώσικα εστιατόρια. Και σαν έφηβη είχα τέτοια εμμονή με το "Caruso" του Dalla, ώστε ένα από τα πρώτα βίντεο που γύρισα και μόνταρα ήταν ένα βιντεοκλίπ γι' αυτό, σε VHS. Είναι κιτς πέρα από λέξεις, βέβαια. Κι έτσι τώρα πια έχει υποβιβαστεί σε μια ασφαλή κρυψώνα στη ντουλάπα όπου η μητέρα μου φυλάει τα πράγματά της.  

Σου άρεσε το τελευταίο άλμπουμ του Leonard Cohen; Σε επηρέασε η απώλειά του;

Το λατρεύω το τελευταίο του άλμπουμ και ιδιαίτερα τον τρόπο με τον οποίον γράφει για τον ίδιο τον επικείμενο θάνατό του. Τα "Traveling Light" και "Leaving The Table" είναι τα αγαπημένα μου κομμάτια. Ναι, λυπήθηκα για την απώλειά του. Νιώθω λες κι ένα μεγάλο κομμάτι συνειδητότητας έκλεισε τα μάτια του.

Τι περιλαμβάνει η ατζέντα σου για το κοντινό μέλλον –πέρα από τη νυν περιοδεία; Έχεις σχεδιάσει κάτι σπέσιαλ για τα Χριστούγεννα; 

Μετά τις εμφανίσεις του Δεκεμβρίου θα επισκεφτώ την οικογένειά μου και θα γλεντήσω με τους φίλους μου μέχρι το Νέο Έτος. Έπειτα θα βρω, ελπίζω, λίγο χρόνο να γράψω καινούριο υλικό, πριν αρχίσουν οι προετοιμασίες για την ανοιξιάτικη τουρνέ.




30 Απριλίου 2023

Elisabeth Leonskaja - ανταπόκριση (2018)


«Λέαινα των πλήκτρων» την είχαν αποκαλέσει στην ακμή της τη Γεωργιανή πιανίστρια Elisabeth Leonskaja. Και τον Οκτώβριο του 2018, παρότι τα χρόνια πια έχουν περάσει και τη θεωρούμε «παλιάς κοπής», απέδειξε ότι διατηρεί το βροντερό της σφρίγος. Σε ένα κατάμεστο Μέγαρο Μουσικής, όπου μας έπαιξε τις Σονάτες του Φραντς Σούμπερτ.

Μια ανταπόκρισή μου από τη βραδιά δημοσιεύτηκε τότε στο Avopolis και αναδημοσιεύεται τώρα κι εδώ, με μικρές, αισθητικής φύσης τροποποιήσεις.

* οι χρησιμοποιούμενες φωτογραφίες προέρχονται από το Facebook της καλλιτέχνιδας


Πέρασαν αρκετά χρόνια για να γίνει «όνομα» η Γεωργιανή Elisabeth Leonskaja και ίσως χρειάστηκε γι' αυτό μια κεντροευρωπαϊκή «μεσολάβηση». Δηλαδή, η μετοίκησή της από την κάποτε Ε.Σ.Σ.Δ. στη Βιέννη, η συνακόλουθη ορατότητα στα εκεί φεστιβάλ, μαζί με ένα κάποιο «άπλωμα» στο πάντα κραταιό αυστριακό ρεπερτόριο –ιδιαίτερα στον Φραντς Σούμπερτ (Franz Schubert). Σήμερα, πάντως, λογίζεται στις μεγάλες κυρίες του πιάνου και ήρθε στην Αθήνα τυλιγμένη με αυτήν ακριβώς την αίγλη, για το πρώτο μέρος μιας σειράς κονσέρτων, στα οποία θα παίξει όλες τις Σονάτες του Σούμπερτ. 

Στα 72 της, πλέον, η Leonskaja θεωρείται πιανίστρια παλιάς κοπής. Δεν τη βλέπεις συχνά στα μέσα ενημέρωσης, λ.χ., ούτε και σε φωτογραφήσεις με ποπ διάσταση. Ήδη δε από όταν βγήκε καταχειροκροτούμενη στην κατάμεστη αίθουσα «Δημήτρης Μητρόπουλος» του Μεγάρου Μουσικής (η συναυλία πρέπει να ήταν sold out) κατέστησε σαφές ότι τηρεί την απόσταση σκηνής και κοινού: χαμογέλασε ευγενικά με ελαφρά κλίση της κεφαλής και πήρε θέση στο πιάνο χωρίς περαιτέρω επικοινωνία με τον κόσμο, ενώ αργότερα δεν θα έκρυβε τη δυσαρέσκειά της για το κακό τάιμινγκ ενός βήχα, πάνω που ήταν έτοιμη να ξεκινήσει μια νέα σονάτα. Ό,τι είχε λοιπόν να πει, θα το έλεγε εκεί. 

Το πρόγραμμα είχε τη Σονάτα σε λα ελάσσονα (D. 537), τη λεγόμενη Σονάτα του Οδοιπόρου (Φαντασία σε ντο μείζονα, D. 760), σύντομο διάλειμμα και έπειτα τη Σονάτα σε σολ μείζονα (D. 894). Και, ήδη από το πρώτο έργο, δικαιώθηκε πλήρως ο γαλλικός Τύπος, που κάποτε τη βάφτισε ως «Λέαινα των Πλήκτρων». Γιατί η Leonskaja κυριολεκτικά εφορμά στο κλαβιέ: νιώθεις λες και το πιάνει από τον σβέρκο, με μια ήρεμη αυστηρότητα που στους σινεφίλ μπορεί να φέρει κατά νου τη Charlotte Andergast –τη διάσημη πιανίστρια που ενσάρκωσε η Ingrid Bergman στο κινηματογραφικό αριστούργημα του Ingmar Bergman Φθινοπωρινή Σονάτα (1978). 

Η στιβαρότητα αυτή, που αντανακλά κατά βάθος τη μαθητεία της δίπλα στον Sviatoslav Richter, αποδείχθηκε ταμάμ για κάθε σημείο στο οποίο ο Σούμπερτ ζητούσε ενάργεια, ενέργεια και γρήγορο, καθηλωτικό τέμπο. Εκφράστηκε μάλιστα και με ανάλογη σωματικότητα εκ μέρους της πιανίστριας, καθώς δεν δίστασε ανά σημεία να τραντάξει τον κορμό της. Δίχως όμως αυτό να λογιστεί εκ μέρους μας ως σόου, του είδους ας πούμε που προτιμά ο Alain Lefèvre, για να χρησιμοποιήσουμε ένα παράδειγμα οικείο και αγαπητό στο ελληνικό κοινό. 

Φυσικά, αυτές οι σονάτες έχουν και πιο αργά μέρη, στα οποία δεσπόζει ο λυρισμός που συνδέθηκε με το όνομα του Σούμπερτ. Ειδικότερα η μακροσκελής 3η σονάτα του προγράμματος απαιτεί μια έκδηλη στοχαστικότητα, την οποία η Leonskaja έφερε σε πέρας με θαυμαστό τρόπο. Αναλόγως κινήθηκε όμως και σε κάθε σχετικό σημείο, δείχνοντάς μας την παλέτα της έκφρασής της και την ευκολία που τη διακρίνει στις εναλλαγές από το βροντερό τέμπο στο πιο συναισθηματικό παίξιμο. 

Στο τέλος, παρότι δεν μας μίλησε καθόλου κι έμεινε οχυρωμένη πίσω από το κάπως αινιγματικό της χαμόγελο καθώς η αίθουσα την καταχειροκροτούσε, έκατσε για χάρη μας άλλες δύο φορές στο πιάνο για ισάριθμα encore, πράγμα που δεν κρύβω ότι με εξέπληξε. Έκλεισε έτσι τη βραδιά με τον καλύτερο δυνατό τρόπο, κάνοντας πολλούς να ψάχνουν στο πρόγραμμα τις επόμενες ημερομηνίες, προφανώς για να κλείσουν από νωρίς εισιτήρια ώστε να μη βρεθούν προ εκπλήξεως. 



25 Απριλίου 2023

Michelle Gurevich/Chinawoman - ανταπόκριση (2015)


Έρχεται και ξανάρχεται η Καναδέζα τραγουδοποιός Michelle Gurevich στην Ελλάδα, όπου εμείς εξακολουθούμε να τη λέμε Chinawoman –έτσι τη μάθαμε, έτσι την αγαπήσαμε, ως την καλλιτέχνιδα του "Party Girl" (2007), σχεδόν 15 χρόνια πίσω, πια. 

Σκαλίζοντας τα αρχεία μου, τώρα, είδα ότι έχω να τη δω πάνω στη σκηνή από τον Νοέμβριο του 2015, όταν έπαιξε στο «Fuzz», με support τη δική μας Σtella. Μια ανταπόκριση από εκείνη τη βραδιά δημοσιεύτηκε τότε στο Avopolis και αναδημοσιεύεται τώρα κι εδώ –με μικρές, αισθητικής φύσης τροποποιήσεις.

* οι χρησιμοποιούμενες φωτογραφίες προέρχονται από τη βραδιά και ανήκουν στη Δάφνη Ανέστη


Η Michelle Gurevich, που βεβαίως δεν είναι Κινέζα μα Καναδέζα, είναι μυστήριο κάρο. Ακόμα κι αν δεν την έχεις δει ξανά επί (ελληνικής) σκηνής, πρόκειται για κάτι που αποκλείεται να ξεφύγει της αντίληψής σου. Δείχνει άνθρωπος με πολλά –και μεγάλα;– ζητήματα, που έχει βρει δικλείδα ασφαλείας στη μουσική και στην τραγουδοποιία. Κι αυτό κάνει τη σχέση της με τη δημιουργία υπόθεση προσωπική, η οποία, με τη σειρά της, γίνεται ο άσσος που κερδίζει μια δύσκολη παρτίδα. 

Πριν την Chinawoman, όμως, το πρόγραμμα είχε Σtella. Μία ακόμα συνάντηση με τη Στέλλα Χρονοπούλου, δηλαδή, μία ακόμα φορά που πέτυχε να βγει ασπροπρόσωπη, αποδεικνύοντας ότι είναι από τα πιο ενδιαφέροντα φρέσκα πρόσωπα στο εγχώριο γίγνεσθαι. Με πολλή διάθεση, με άριστο ήχο που έφτανε πεντακάθαρος ως και τον εξώστη του «Fuzz», με ένα δεμένο τρίο να τη συνοδεύει σε πλήκτρα (Danai Eco), μπάσο (Βελισσάριος Πράσσας) και ντραμς (Ηλίας Αρωνίδης), η Σtella (που είχε ζωστεί την κιθάρα) παρουσίασε ένα support set χτισμένο γύρω από το φετινό της άλμπουμ. Έπαιξε όμως και τουλάχιστον ένα καινούριο κομμάτι –εκείνο δηλαδή που προλόγισε ως τέτοιο– το οποίο ακούστηκε καταπληκτικό, σε επίπεδα "Made To Attack". 


Υπήρξαν πάντως δύο, ίσως τρία, στιγμιότυπα στα οποία η προσωπική της ενέργεια έδειξε κατώτερη των προσδοκιών και των υπόλοιπων ζωντανών εμπειριών· τα παλάντζαρε, όμως, με μερικές εκρηκτικές αποδόσεις σε άλλα σημεία. Τις τελευταίες υποβοήθησε βέβαια και το κοινό, που έδειξε ότι γνώριζε τα τραγούδια και της έστησε έτσι μια ιδιαίτερα «θερμή» κερκίδα, με το αποκορύφωμα να σημειώνεται στο "Picking Words".

Η Chinawoman, τώρα, είχε ακόμα πιο λιτό σχήμα μαζί της: μόλις έναν Σκωτσέζο ντράμερ κι έναν Ιταλό σαν δεύτερο πληκτρά, καθώς κύρια ήταν η ίδια. Αλλά δεν χρειαζόταν περισσότερους, αφού η αφεντιά της τα κατάφερνε και στην κιθάρα όταν χρειαζόταν, ο ντράμερ έπαιζε και πλήκτρα, ο Ιταλός αποδείχθηκε αστέρι και στο μπάσο. Η Gurevich, επίσης, ανήκει στη σπάνια εκείνη κατηγορία καλλιτεχνών που μπορούν να κερδίσουν μια συναυλία με το «καλημέρα»: χωρίς καπνούς, χωρίς εφέ, με σκανδαλώδη απουσία του οποιουδήποτε σόου. Βγήκε απλά μέσα σε ένα μπλε ημίφως, έκατσε πίσω από το συνθεσάιζερ της, άνοιξε το στόμα της να πει το "Lovers Are Strangers" –κι αυτό ήταν.

Δεν γνωρίζω γιατί η Chinawoman αρέσει στην Ελλάδα σε περισσότερο κόσμο από τη Zola Jesus (το «Fuzz» είχε, ξανά, πολύ κόσμο το Σάββατο) ή γιατί «τραβάει» νεαρότερες ηλικίες από όσες (περιέργως) προσέλκυσε η τελευταία στον ίδιο χώρο. Είναι βέβαια γνωστή η ροπή του Έλληνα προς ό,τι το σκοτεινό, μελαγχολικό, τύπου «και κλαίμε». Όμως αυτό εξηγεί το γενικό πλαίσιο, όχι τέτοιες διαβαθμίσεις. Ξέρω πάντως να σας πω –με βεβαιότητα– ότι η Gurevich μπορεί να έχει βγάλει μόλις 3 δίσκους και όλα να μοιάζουν λίγο/πολύ μεταξύ τους, ωστόσο έχει ιστορίες να πει και διαθέτει τον τρόπο να σε κάτσει κάτω για να τις ακούσεις. Η μουσική, η ομολογουμένως «φτωχή» μουσική με τους Depeche Mode απόηχους των εισαγωγών, είναι απλά ένα λειτουργικό όχημα, στο οποίο πατά ένα βαθιά στιχοκεντρικό στυλ τραγουδιού και μια σαγηνευτική φωνή, που ξέρει πώς να «χρωματίσει» κάθε αφήγηση. Κι ας μην έχει (τεχνικά) δυνατότητες για εντυπωσιακούς ελιγμούς. 

Με λίγα λόγια, μπορεί να φαίνονται όλα ίδια, αλλά δεν είναι. Κάποιες φορές η Chinawoman αρκούσε να μπει με στίχους στυλ «My phone is off, I'm morning drunk, the place is a mess» ("Vacation From Love") για να απαιτήσει την προσοχή σου. Άλλες την κέρδιζε συνδυάζοντας τους ρυθμούς του "Aviva" με κατανυκτικά, κατακόκκινα φώτα, άλλες πόνταρε στο έξοχο μπλέξιμο των παγωμένων synths με κάποιο τσακισμένο ρομάντζο ("Good Times Don't Carry Over"). Το έξοχο "Party Girl", επίσης, το απογύμνωσε αφοπλιστικά, τραγουδώντας το μόνη με την κιθάρα της, ενώ στο encore έπαιξε ατόφιο rock 'n' roll, αποχαιρετώντας μας με ένα ηλεκτρισμένο "Russian Ballerina". 

Είχε λοιπόν πάντα τον τρόπο η Chinawoman στη σκηνή του «Fuzz», όπου φάνηκε να περνά εξίσου καλά με τον κόσμο, που δεν έκρυψε τον ενθουσιασμό του για ό,τι άκουγε. Σχεδόν σε κάθε περίπτωση του set, εντόπιζες χαρακτήρα και προσωπικότητα. Έτσι, ακόμα κι αν σε τελική αποτίμηση τέτοια στοιχεία δείχνουν πολυτιμότερα από τα ίδια τα κομμάτια της Καναδέζας τραγουδοποιού, λείπουν τόσο πολύ «εκεί έξω», ώστε φτάνουν και περισσεύουν για να στηρίξουν την απήχηση των ευρωρομαντζάδων της. Τόσο στην Ελλάδα, όσο και στις υπόλοιπες χώρες όπου έχει γίνει δημοφιλής.