25 Απριλίου 2023

Michelle Gurevich/Chinawoman - ανταπόκριση (2015)


Έρχεται και ξανάρχεται η Καναδέζα τραγουδοποιός Michelle Gurevich στην Ελλάδα, όπου εμείς εξακολουθούμε να τη λέμε Chinawoman –έτσι τη μάθαμε, έτσι την αγαπήσαμε, ως την καλλιτέχνιδα του "Party Girl" (2007), σχεδόν 15 χρόνια πίσω, πια. 

Σκαλίζοντας τα αρχεία μου, τώρα, είδα ότι έχω να τη δω πάνω στη σκηνή από τον Νοέμβριο του 2015, όταν έπαιξε στο «Fuzz», με support τη δική μας Σtella. Μια ανταπόκριση από εκείνη τη βραδιά δημοσιεύτηκε τότε στο Avopolis και αναδημοσιεύεται τώρα κι εδώ –με μικρές, αισθητικής φύσης τροποποιήσεις.

* οι χρησιμοποιούμενες φωτογραφίες προέρχονται από τη βραδιά και ανήκουν στη Δάφνη Ανέστη


Η Michelle Gurevich, που βεβαίως δεν είναι Κινέζα μα Καναδέζα, είναι μυστήριο κάρο. Ακόμα κι αν δεν την έχεις δει ξανά επί (ελληνικής) σκηνής, πρόκειται για κάτι που αποκλείεται να ξεφύγει της αντίληψής σου. Δείχνει άνθρωπος με πολλά –και μεγάλα;– ζητήματα, που έχει βρει δικλείδα ασφαλείας στη μουσική και στην τραγουδοποιία. Κι αυτό κάνει τη σχέση της με τη δημιουργία υπόθεση προσωπική, η οποία, με τη σειρά της, γίνεται ο άσσος που κερδίζει μια δύσκολη παρτίδα. 

Πριν την Chinawoman, όμως, το πρόγραμμα είχε Σtella. Μία ακόμα συνάντηση με τη Στέλλα Χρονοπούλου, δηλαδή, μία ακόμα φορά που πέτυχε να βγει ασπροπρόσωπη, αποδεικνύοντας ότι είναι από τα πιο ενδιαφέροντα φρέσκα πρόσωπα στο εγχώριο γίγνεσθαι. Με πολλή διάθεση, με άριστο ήχο που έφτανε πεντακάθαρος ως και τον εξώστη του «Fuzz», με ένα δεμένο τρίο να τη συνοδεύει σε πλήκτρα (Danai Eco), μπάσο (Βελισσάριος Πράσσας) και ντραμς (Ηλίας Αρωνίδης), η Σtella (που είχε ζωστεί την κιθάρα) παρουσίασε ένα support set χτισμένο γύρω από το φετινό της άλμπουμ. Έπαιξε όμως και τουλάχιστον ένα καινούριο κομμάτι –εκείνο δηλαδή που προλόγισε ως τέτοιο– το οποίο ακούστηκε καταπληκτικό, σε επίπεδα "Made To Attack". 


Υπήρξαν πάντως δύο, ίσως τρία, στιγμιότυπα στα οποία η προσωπική της ενέργεια έδειξε κατώτερη των προσδοκιών και των υπόλοιπων ζωντανών εμπειριών· τα παλάντζαρε, όμως, με μερικές εκρηκτικές αποδόσεις σε άλλα σημεία. Τις τελευταίες υποβοήθησε βέβαια και το κοινό, που έδειξε ότι γνώριζε τα τραγούδια και της έστησε έτσι μια ιδιαίτερα «θερμή» κερκίδα, με το αποκορύφωμα να σημειώνεται στο "Picking Words".

Η Chinawoman, τώρα, είχε ακόμα πιο λιτό σχήμα μαζί της: μόλις έναν Σκωτσέζο ντράμερ κι έναν Ιταλό σαν δεύτερο πληκτρά, καθώς κύρια ήταν η ίδια. Αλλά δεν χρειαζόταν περισσότερους, αφού η αφεντιά της τα κατάφερνε και στην κιθάρα όταν χρειαζόταν, ο ντράμερ έπαιζε και πλήκτρα, ο Ιταλός αποδείχθηκε αστέρι και στο μπάσο. Η Gurevich, επίσης, ανήκει στη σπάνια εκείνη κατηγορία καλλιτεχνών που μπορούν να κερδίσουν μια συναυλία με το «καλημέρα»: χωρίς καπνούς, χωρίς εφέ, με σκανδαλώδη απουσία του οποιουδήποτε σόου. Βγήκε απλά μέσα σε ένα μπλε ημίφως, έκατσε πίσω από το συνθεσάιζερ της, άνοιξε το στόμα της να πει το "Lovers Are Strangers" –κι αυτό ήταν.

Δεν γνωρίζω γιατί η Chinawoman αρέσει στην Ελλάδα σε περισσότερο κόσμο από τη Zola Jesus (το «Fuzz» είχε, ξανά, πολύ κόσμο το Σάββατο) ή γιατί «τραβάει» νεαρότερες ηλικίες από όσες (περιέργως) προσέλκυσε η τελευταία στον ίδιο χώρο. Είναι βέβαια γνωστή η ροπή του Έλληνα προς ό,τι το σκοτεινό, μελαγχολικό, τύπου «και κλαίμε». Όμως αυτό εξηγεί το γενικό πλαίσιο, όχι τέτοιες διαβαθμίσεις. Ξέρω πάντως να σας πω –με βεβαιότητα– ότι η Gurevich μπορεί να έχει βγάλει μόλις 3 δίσκους και όλα να μοιάζουν λίγο/πολύ μεταξύ τους, ωστόσο έχει ιστορίες να πει και διαθέτει τον τρόπο να σε κάτσει κάτω για να τις ακούσεις. Η μουσική, η ομολογουμένως «φτωχή» μουσική με τους Depeche Mode απόηχους των εισαγωγών, είναι απλά ένα λειτουργικό όχημα, στο οποίο πατά ένα βαθιά στιχοκεντρικό στυλ τραγουδιού και μια σαγηνευτική φωνή, που ξέρει πώς να «χρωματίσει» κάθε αφήγηση. Κι ας μην έχει (τεχνικά) δυνατότητες για εντυπωσιακούς ελιγμούς. 

Με λίγα λόγια, μπορεί να φαίνονται όλα ίδια, αλλά δεν είναι. Κάποιες φορές η Chinawoman αρκούσε να μπει με στίχους στυλ «My phone is off, I'm morning drunk, the place is a mess» ("Vacation From Love") για να απαιτήσει την προσοχή σου. Άλλες την κέρδιζε συνδυάζοντας τους ρυθμούς του "Aviva" με κατανυκτικά, κατακόκκινα φώτα, άλλες πόνταρε στο έξοχο μπλέξιμο των παγωμένων synths με κάποιο τσακισμένο ρομάντζο ("Good Times Don't Carry Over"). Το έξοχο "Party Girl", επίσης, το απογύμνωσε αφοπλιστικά, τραγουδώντας το μόνη με την κιθάρα της, ενώ στο encore έπαιξε ατόφιο rock 'n' roll, αποχαιρετώντας μας με ένα ηλεκτρισμένο "Russian Ballerina". 

Είχε λοιπόν πάντα τον τρόπο η Chinawoman στη σκηνή του «Fuzz», όπου φάνηκε να περνά εξίσου καλά με τον κόσμο, που δεν έκρυψε τον ενθουσιασμό του για ό,τι άκουγε. Σχεδόν σε κάθε περίπτωση του set, εντόπιζες χαρακτήρα και προσωπικότητα. Έτσι, ακόμα κι αν σε τελική αποτίμηση τέτοια στοιχεία δείχνουν πολυτιμότερα από τα ίδια τα κομμάτια της Καναδέζας τραγουδοποιού, λείπουν τόσο πολύ «εκεί έξω», ώστε φτάνουν και περισσεύουν για να στηρίξουν την απήχηση των ευρωρομαντζάδων της. Τόσο στην Ελλάδα, όσο και στις υπόλοιπες χώρες όπου έχει γίνει δημοφιλής.  



Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου