02 Μαρτίου 2023

Ελίζα Μαρέλλι - συνέντευξη (2013)


Ενθυμούμενος την Ελίζα Μαρέλλι αυτές τις μέρες, καθώς και τις συνεργασίες μας στο διάστημα που διατέλεσα γραμματέας του Συλλόγου Φίλων του Ελαφρού Τραγουδιού, πριν τον θάνατό της (Ιούνιος 2016), έφτασα και στην παρακάτω συνέντευξη.

Αν και είχαμε ήδη κάνει μια συνέντευξη στο ραδιόφωνο, στην εποχή της Συχνοτικής Συμπεριφοράς, η Μαρέλλι μου ζήτησε σε κάποια φάση να κάνουμε κι αυτήν, με τη λογική μιας εφ' όλης της ύλης κουβέντας. Όχι με σκοπό να δημοσιευτεί κάπου ως είχε, αλλά για να έχει υλικό έτοιμο και τακτοποιημένο, προκειμένου να το δίνει στον Τύπο, ώστε να αντλούνται πληροφορίες για τα όσα δημοσιεύματα γίνονταν ενόψει των ποικίλων δράσεων του Συλλόγου. 

Έτσι κι έγινε, φτιάξαμε αυτή τη συνέντευξη τον Φεβρουάριο του 2013, με βάση και τη μνήμη της, μα και το αρχείο της, ώστε να είναι όλα τα στοιχεία αξιόπιστα. Ήρθαν έτσι οι καταστάσεις, όμως, ώστε ήταν το τελευταίο πράγμα που μπόρεσα να κάνω για να τη βοηθήσω: εκείνη βρισκόταν διαρκώς σε κίνηση, παρά την ηλικία της, μα για εμένα ήταν μια εποχή μεγάλης μαυρίλας λόγω της επαγγελματικής καθίζησης που έφερε η οικονομική κρίση. Δούλευα πολύ, αμειβόμουν με ελάχιστα χρήματα «έναντι» (και καταλαβαίνετε τι επέφερε αυτό σε ΦΠΑ βάρος, εν καιρώ, χώρια τα ασφαλιστικά του ελεύθερου επαγγελματία που έτρεχαν αμείωτα), αλλού κυνηγούσα χρωστούμενα, όλος ο μέχρι τότε τρόπος ζωής μου πήγε περίπατο για ένα διάστημα.

Έκτοτε χαθήκαμε, ως τον θάνατό της. Όταν έμαθα τα νέα, λοιπόν, μόνταρα ξανά εκείνη τη συνέντευξη και τη δημοσίευσα στο Avopolis, του οποίου ήμουν τότε αρχισυντάκτης. Αναδημοσιεύεται τώρα κι εδώ, με κάποιες εκ νέου τροποποιήσεις –μικρές, αισθητικής φύσεως. 

* οι χρησιμοποιούμενες φωτογραφίες προέρχονται από υλικό που έχει δοθεί ήδη από χρόνια στον Τύπο, ως promo


Κυρία Μαρέλλι, ήσασταν ακόμα μαθήτρια όταν ενταχθήκατε στο ενεργητικό του ελληνικού ελαφρού τραγουδιού, στις αρχές της δεκαετίας του 1950. Οι γονείς σας, πώς αντέδρασαν τότε σε αυτήν την προοπτική;

Οι γονείς μου δεν αγνοούσαν τα παιδιά-θαύματα του πενταγράμμου και του κινηματογράφου, όπως π.χ. τον Elvis Presley, την Judy Garland ή τη Shirley Temple. Προσπάθησαν λοιπόν όχι να με αποτρέψουν, μα να με προφυλάξουν, δίνοντάς μου να καταλάβω ότι η δόξα σε φορτώνει με ταλαιπωρίες. Θυμάμαι τη μητέρα μου να λέει πόσο έξυπνη και καλή ήταν η κίνηση της Deanna Durbin να αποσυρθεί από το τραγούδι και την ηθοποιία στα 1949.   

Οι παλιότεροι ίσως τα θυμούνται, αλλά δεν βλάπτει να τα ξαναπούμε –για τους νεότερους. Πώς έγινε το ξεκίνημά σας, πριν συνεργαστείτε με τόσους και τόσους σημαντικούς συνθέτες; 

Έγινε στον Φιλολογικό Σύλλογο «Παρνασσός», όπου με πρωτάκουσαν οι άνθρωποι της Columbia κι έδειξαν αμέσως ενδιαφέρον για εμένα. Ήταν μάλιστα ο Κώστας Γιαννίδης που, εκ μέρους της εταιρείας, με πήγε στο σπίτι του Μιχάλη Σουγιούλ, ώστε να με ακούσει και να μου γράψει ένα τραγούδι. Το θυμάμαι ακόμα εκείνο το πρωινό: ήταν χειμώνας, μα η μέρα ήταν ηλιόλουστη. Πήγα στον Σουγιούλ φορώντας ένα μπλε μάλλινο παλτό και κόκκινα γαντάκια. 

Αλλά η συνάντηση αυτή δεν απέδωσε καρπούς. Μια μέρα, μια γυναικεία φωνή με κάλεσε στο τηλέφωνο εκ μέρους του Ζοζέφ Κορίνθιου και ζήτησε να τον συναντήσω στο στούντιο. Έτσι λοιπόν μπήκα στη δισκογραφία, με τα τραγούδια "Μη Φοβάσαι" και "Τίποτα Άσχημο Δεν Έχεις" –συνθέσεις του Κορίνθιου, σε στίχους Νίκου Φατσέα. Κι έτσι άνοιξε και η πόρτα για όσα τραγούδια γράφτηκαν κατόπιν πάνω στη φωνή μου, αφού λίγο αργότερα ήρθαν το "Θέλω Ποτέ Να Μη Χωρίσουμε", το "Καινούργιο Φουστάνι", το "Έρωτά Μου Τύραννε" και τόσα άλλα. 

Αποκτήσατε γρήγορα πιστούς θαυμαστές με τέτοια τραγούδια, αναγνωριστήκατε όμως και ως ερμηνεύτρια παλιότερων επιτυχιών, λ.χ. του "Θα Ξανάρθεις" ή της "Ρεζεντά". Οι κριτικοί μα και το κοινό της εποχής θεώρησαν ότι τις ξαναζωντανέψατε, δίνοντάς τους μια νέα διάσταση...

Το εγχείρημα αυτό έγινε επίσης με πρωτοβουλία του Γιαννίδη, ήταν τότε καλλιτεχνικός σύμβουλος της εταιρείας που με κάλεσε να κάνω έναν τέτοιον δίσκο. Εκείνος με ενθάρρυνε να συνεχίσω να τραγουδώ παλιές επιτυχίες κι έτσι στη συνέχεια είπα κι άλλα τραγούδια, το "Ζητάτε Να Σας Πω", το "Θα Σε Πάρω Να Φύγουμε", το "Πόσο Λυπάμαι"... 

Είχα μεγάλη εκτίμηση για τον Γιαννίδη, βρισκόμουν κοντά του σχεδόν καθημερινά την εποχή που έφτιαχνε με τον Άρη Σμυρναίο την Ελαφρά Ορχήστρα του Ελληνικού Ιδρύματος Ραδιοφωνίας –αυτήν που σήμερα λέγεται Ορχήστρα Σύγχρονης Μουσικής της ΕΡΤ. Έτσι, όταν η Ελληνική Ραδιοφωνία γιόρτασε τα 50 χρόνια της στο Ομήριο Πνευματικό Κέντρο, συμμετείχαμε μαζί στους εορτασμούς: εγώ τραγούδησα κι εκείνος με συνόδευσε στο πιάνο. Μάλιστα η ηχογράφηση εκδόθηκε, στην κασετίνα που βγήκε κατόπιν ως αναμνηστικό. 

Παρά την τόσο μεγάλη σας επιτυχία, πάντως, αποφεύγατε τις συνεντεύξεις. «Μια φωνή χωρίς πρόσωπο», έγραψε κάποτε για σας ο Τύπος...

Θα σας απαντήσω με κάτι που είχα πει κάποτε στον δημοσιογράφο Γιώργη Σακκά: αντί να επαιρόμεθα, καλύτερα να λέμε τα απαραίτητα· όσα συμβάλλουν ώστε το κοινό να παρακινείται και να εθίζεται στη σωστή Μουσική Παιδεία. Οι έπαινοι, όσο καλοδεχούμενοι κι αν είναι, κρύβουν συχνά υπερβολές που δεν ευσταθούν –θυμηθείτε όταν ο Τύπος με βάφτιζε «διάδοχο της Βέμπο»... 

Δεν περιφρονώ τα καλά λόγια, δίνω όμως πολύ μεγαλύτερη σημασία στο έργο εκείνο που μπορεί να εξάρει τα ευγενικά συναισθήματα, παρακινώντας τους ανθρώπους να είναι κοινωνικά και χρηστά στοιχεία. Δεν έβρισκα λοιπόν τον λόγο να δίνω συχνές συνεντεύξεις, απλά και μόνο επειδή με συζητούσε ο κόσμος και πλήθαιναν οι θαυμαστές. Ένιωθα ότι είχα περισσότερα να προσφέρω «μιλώντας» με τα τραγούδια και τις ερμηνείες μου, γιατί η καλλιτεχνική μου ταυτότητα ήταν τότε ασχημάτιστη. Τώρα πια μιλάω ευκολότερα στον Τύπο. 

Αλήθεια, κυρία Μαρέλλι, μπορούσε κάποιος τότε να βγάλει χρήματα από μια καριέρα στο τραγούδι; 

Από τη δική μου εμπειρία, ναι. Όταν με άκουσαν οι άνθρωποι της Columbia και υπέγραψα το πρώτο μου συμβόλαιο, προέβλεπε ποσοστό 2% επί των κερδών, πράγμα που μεταφραζόταν σε τρεισήμισι-τέσσερις χιλιάδες δραχμές τον μήνα. Ποσό πολύ σεβαστό για τα τέλη της δεκαετίας του 1950. Βέβαια, από τότε μέχρι σήμερα η δισκογραφία έχει αλλάξει πολύ.

Τι ακριβώς έχει γίνει με το "Δυο Πράσινα Μάτια", τη μεγάλη επιτυχία του Μίμη Κατριβάνου; 

Όταν ξεκίνησα να τραγουδώ, ήδη το ελαφρό στυλ είχε αρχίσει να φεύγει από τη μόδα. Μάλιστα, πολλές σπουδαίες φωνές αναγκάστηκαν τότε να περάσουν στο λαϊκό ρεπερτόριο, παίζοντας με μπουζούκια. Ωστόσο το 1963 το "Δυο Πράσινα Μάτια", πρωτοτραγουδισμένο από μένα, διαγωνίστηκε στο BBC μαζί με άλλες 13 επιτυχίες του διεθνούς ρεπερτορίου. Και βγήκε πρώτο. Ήταν μια μεγάλη διάκριση, που όμως εδώ δεν κοινοποιήθηκε και παραμένει άγνωστο γεγονός. 

Κάτι που επίσης αγνοεί ο περισσότερος κόσμος είναι το μεγάλο σας φιλανθρωπικό έργο. Θα θέλατε να αναφερθείτε σε αυτό; 

Η Δανάη μου έλεγε ότι διαθέτω την ιδιοσυγκρασία μιας αδελφής του ελέους, ότι στέκομαι σαν προστάτης δίπλα στους δυστυχισμένους. Το θεωρούσα καθήκον μου ως άνθρωπος να βοηθώ όσο και όποτε μπορούσα. Το πιο εύκολο ήταν να γίνονται συναυλίες, τα κέρδη των οποίων πήγαιναν προς όφελος των πασχόντων, π.χ. σε γηροκομεία ή σε ορφανοτροφεία. Δεν θέλω όμως να πω περισσότερα για το θέμα: όσα έχω κάνει δεν έγιναν για να πάρω κάποια επιπλέον προβολή. 

Με τη Δανάη είχατε στενή σχέση, έτσι δεν είναι; Τιμήσατε μάλιστα και τη μνήμη της στον «Παρνασσό» το 2011, σε μια βραδιά μελωδίας οργανωμένη από τον Σύλλογο Φίλων του Ελαφρού Τραγουδιού...

Η Δανάη ήταν, πάνω από όλα, η δασκάλα μου. Μικρό κοριτσάκι ήμουν όταν με επισκέφθηκε για πρώτη φορά, μαζί με τη Χρυσούλα Στίνη. Υπήρξε μια εκλεκτή παρουσία στη ζωή μου και πολύτιμος σύμβουλος, όχι μόνο ως καλλιτέχνης, μα και με το σπάνιο ήθος που τη διέκρινε ως προσωπικότητα. Δεν ήταν καθόλου ανταγωνιστική με τις υπόλοιπες τραγουδίστριες, κάτι που έλεγε πάντα ότι εκτιμούσε και σε εμένα. Με τίμησε θεωρώντας με δικό της άνθρωπο και το λιγότερο που μπορούσα να κάνω για εκείνη είναι βραδιές όπως κι αυτή στον Παρνασσό. 

Κάτι που μας φέρνει και στο σήμερά σας: αυτή τη στιγμή είστε η Πρόεδρος του Συλλόγου Φίλων των Ελαφρού Τραγουδιού, ο οποίος τα τελευταία χρόνια δείχνει αξιοσημείωτα ενεργός, οργανώνοντας διάφορες βραδιές. Από πότε υπάρχει ο Σύλλογος και πώς βρεθήκατε να είστε πρόεδρός του; 

Ο Σύλλογος έχει 6 χρόνια τώρα που δραστηριοποιείται. Τον ιδρύσαμε μαζί με τη Δανάη, τον Λυκούργο Καλλέργη, τον Ιωάννη Μαρκαντώνη, τον Παύλο Ναθαναήλ και τον Γιώργο Κόρκα (έναν συγγενή του άντρα μου). Ο κύριος Ναθαναήλ διατέλεσε πρόεδρος για όλα αυτά χρόνια και πρόσφερε σημαντικότατο έργο με τις γνώσεις, το ήθος και τη σοβαρότητά του, όμως λόγω υποχρεώσεων δεν μπόρεσε να συνεχίσει και έτσι τον διαδέχθηκα εγώ –ύστερα από εκλογές. Παραμένει ωστόσο δίπλα μας ως πολύτιμος σύμβουλος, με τον τιμητικό τίτλο του επίτιμου προέδρου.  

Και πώς λειτουργείτε; Από πού αντλεί πόρους ο Σύλλογος;

Όπως πολύ ωραία το έθεσε η Τζένη Καλλέργη στην εισηγητική της ομιλία στο αφιέρωμα που κάναμε στον «Παρνασσό» για το Ζωγράφειο της Κωνσταντινούπολης (2011), τα περιουσιακά στοιχεία του Συλλόγου είναι «ένα σεντούκι με πληθώρα από μελωδίες καλά φυλαγμένες, που ψάχνουν χώρο να φιλοξενηθούν. Ψάχνουν τον χώρο του μυαλού, της ψυχής και του ονείρου». 

Δεν υπάρχουν πόροι, λοιπόν. Ο Σύλλογος είναι αυτοχρηματοδοτούμενος –από τα μέλη του και όσους έχουν σταθεί δίπλα μας αφιλοκερδώς. Όλα αυτά τα χρόνια τα μόνα μας έσοδα προέρχονται από την πώληση ενός ετήσιου ημερολογίου με κείμενα και φωτογραφίες για τις προσωπικότητες του ελαφρού τραγουδιού και από ό,τι περισσεύει αφού καλυφθούν οι υποχρεώσεις για τις εκδηλώσεις τις οποίες οργανώνουμε. Τώρα, για πρώτη φορά, αναζητούμε ενίσχυση από την Πολιτεία, μέσω του Υπουργείου Πολιτισμού. Ως τώρα, πάντως, δεν είχε ποτέ υπάρξει κάποια ευαισθητοποίηση της Πολιτείας, με τον τρόπο λ.χ. που είδαμε να γίνεται συχνά για το δημοτικό τραγούδι ή το ρεμπέτικο. 

Πώς βλέπει ο Σύλλογος την υπόθεση του ελαφρού τραγουδιού; Με νοσταλγική διάθεση ή με την επιθυμία να αποκαταστήσει ένα κομμάτι του πολιτισμού μας;

Όπως και ο Γιαννίδης, έτσι κι εγώ αντιδρώ στον χαρακτηρισμό «ρετρό» για το ελαφρό τραγούδι –δεν συμφωνώ ιδιαίτερα ούτε με το επίθετο «ελαφρό», έχει όμως καθιερωθεί. Δεν μπορεί να λέμε ότι είναι ρετρό ένα είδος που ακόμα παραμένει αγαπητό και τα σπουδαία του τραγούδια διασκευάζονται από νεότερους καλλιτέχνες, γνωρίζοντας καινούρια επιτυχία. 

Ο Σύλλογος Φίλων του Ελαφρού Τραγουδιού δεν είναι βασισμένος στη νοσταλγία, ούτε και επιθυμεί να εμπλακεί σε πολεμικές με το δημοτικό τραγούδι ή με το ρεμπέτικο. Αξιώνει απλώς για το ελαφρό τραγούδι τη δική του θέση στην ιστορία του μουσικού πολιτισμού αυτού του τόπου, μια θέση που δικαιωματικά κατέχει. Στον Σύλλογο δεν λειτουργούμε μόνο με τη νοσταλγία των όσων ζήσαμε και αγαπήσαμε, μα και με την πεποίθηση ότι το ελαφρό τραγούδι αποτελεί έναν ιδιαίτερο σταθμό στην ιστορία του πολιτισμού μας. Σε μια τέτοια αναγνώριση αποσκοπούν οι ενέργειές μας.  

Στο σημερινό περιβάλλον της Κρίσης, όπου όλα περικόπτονται και πολλοί άνθρωποι δεν έχουν πια αρκετά χρήματα για να επιβιώσουν, δεν ανησυχείτε πως όλες αυτές οι ενέργειες ενδεχομένως να θεωρηθούν πολυτέλειες; Κι έτσι να μην υποστηριχτούν από το κοινό, όπως θα υποστηρίζονταν σε πιο ανθηρές εποχές;

Ζούμε σε μια πολύ δυσάρεστη πραγματικότητα, όπου πράγματι ολοένα και περισσότεροι άνθρωποι δυσκολεύονται να τα βγάλουν πέρα. Ακούμε διαρκώς για περικοπές, βλέπουμε να μειώνονται οι συντάξεις των μεγαλύτερων και τα νέα παιδιά να δυσκολεύονται όλο και πιο πολύ να βρουν δουλειά. 

Ο λαός μας, όμως, είναι λαός περιπετειώδης. Μπορεί να παρασύρθηκε σε εφήμερες νυχτερινές διασκεδάσεις και να άφησε τις αξίες του να εκπέσουν, αλλά σε αυτή τη δύσκολη συγκυρία είναι ίσως που θα αναζητήσει να ξαναγεμίσει το πνεύμα και την ψυχή του με πολιτισμό. Ίσως όλα αυτά τα δυσάρεστα να στρέψουν και πάλι τους Έλληνες προς τα ουσιαστικά πράγματα. 

Οι εξελίξεις μας επηρεάζουν φυσικά όλους και κανείς δεν μπορεί να προβλέψει πού θα οδηγηθούμε. Χρέος εμάς των καλλιτεχνών, πάντως, είναι να θυμίζουμε το πόσο σημαντικό ρόλο μπορεί να παίξει ο πολιτισμός.  

Για να επιστρέψουμε όμως και στα της δικής σας πορείας, ξεκινήσατε από μικρή ηλικία στο τραγούδι, αλλά εξίσου νέα ήσασταν και όταν το αφήσατε. Είχε να κάνει με τη δύση του ελαφρού τραγουδιού ή με αλλαγή στις δικές σας προτεραιότητες;

Ευτύχησα να αποκτήσω τρία παιδιά, στα οποία έπρεπε όμως να αφοσιωθώ. Δεν γινόταν να κάνω την καριέρα που έκανα ως τότε και παράλληλα να δίνω στην οικογένειά μου την αμέριστη προσοχή που χρειαζόταν. Επέλεξα λοιπόν την οικογένειά μου και όχι την καριέρα, αλλά δεν ξέχασα το τραγούδι. Έτσι, όταν πια τα παιδιά άρχισαν να μεγαλώνουν, άρχισα κι εγώ να επιστρέφω στο τραγούδι. Κυκλοφόρησα το 1994 τον δίσκο «Απόδραση Για Δύο» με καινούριες μελωδίες σε ενορχήστρωση του Ζακ Ιακωβίδη, ενώ σιγά-σιγά έκανα και περισσότερες συναυλίες.  

Ανεκπλήρωτα όνειρα έχετε, κυρία Μαρέλλι;

Βέβαια! Όνειρό μου είναι να γραφτεί μια πλήρης και ακριβής ιστορία του ελαφρού τραγουδιού, γιατί τα όσα έχουν δημοσιευτεί ως σήμερα και αποσπασματικά είναι και πάσχουν από την άποψη της ιστορικής αντικειμενικότητας. Είναι μια κατεύθυνση προς την οποία, Θεού θέλοντος, σκοπεύω να δραστηριοποιηθώ, με την αρωγή φυσικά του Συλλόγου.



01 Μαρτίου 2023

Ελίζα Μαρέλλι: «Θέλω Ποτέ Να Μη Χωρίσουμε» - ανταπόκριση (2011)


Τις μέρες αυτές συναντήθηκα ξανά, μετά από χρόνια, με τον Χάρη Παπαϊωάννου –Ολυμπιονίκη του Τζούντο στην Ατλάντα (1996) και γιο της αείμνηστης δόξας του ελαφρού τραγουδιού, Ελίζας Μαρέλλι.

Εκεί που τα λέγαμε, λοιπόν, θυμηθήκαμε και τη βραδιά για το «Ζωγράφειο» της Κωνσταντινούπολης (δείτε εδώ), αλλά και το πώς έγινε και γνωρίστηκα με τη μητέρα του, διατελώντας για ένα διάστημα γραμματέας στον Σύλλογο Φίλων του Ελαφρού Τραγουδιού.

Αιτία, λοιπόν, στάθηκε μια συναυλία της Ελίζας Μαρέλλι. Δεν την έβλεπες συχνά την τραγουδίστρια, στα χρόνια τουλάχιστον που είχα επιστρέψει από τη Βρετανία και δούλευα στα μουσικά. Έτσι, όταν ανακοίνωσε μια βραδιά στον Φιλολογικό Σύλλογο «Παρνασσός», τον Φεβρουάριο του 2011, πήγα να τη δω –εκεί, μάλιστα, θα βρισκόταν και ο Μίμης Πλέσσας, ο οποίος το μακρινό 1952 της είχε γράψει το τραγούδι που έδινε τον τίτλο της εκδήλωσης ("Θέλω Ποτέ Να Μη Χωρίσουμε") και θα τη συντρόφευε στο πιάνο. Η Μαρέλλι διάβασε έπειτα την ανταπόκρισή μου, μου τηλεφώνησε και είπαμε να βρεθούμε για να κάνουμε και μια εκπομπή στο ραδιόφωνο, στη Συχνοτική Συμπεριφορά που είχαμε τότε στους 105,5 Στο Κόκκινο με τον Στυλιανό Τζιρίτα.

Η ανταπόκριση αυτή δημοσιεύτηκε τότε στο Avopolis και αναδημοσιεύεται τώρα κι εδώ, ένεκα της αφορμής, με ορισμένες συντακτικές και αισθητικής φύσης τροποποιήσεις.

* οι χρησιμοποιούμενες φωτογραφίες προέρχονται από τη βραδιά, τις τράβηξε η Στέλλα Κουρμουλάκη


Στην Ελλάδα δεν έχουμε συνηθίσει οι εκδηλώσεις να αρχίζουν στην ώρα τους. Αλλά την Τρίτη στον Παρνασσό η εκκίνηση δόθηκε ακριβώς 10 λεπτά μετά την ανακοινωμένη ώρα έναρξης (19.30) κι αφού ήδη η αίθουσα του φιλολογικού συλλόγου ήταν σχεδόν εντελώς γεμάτη, με λίγες μόνο θέσεις να έχουν απομείνει κενές, στις πίσω σειρές. 

Δεν έχουμε, επίσης, αίσθηση της οικονομίας χρόνου, όταν στο (όποιο) πρόγραμμα περιλαμβάνονται ομιλίες. Αλλά στον Παρνασσό οι ομιλίες υπήρξαν λιτές, περιεκτικές, σύντομες και μακριά από άσκοπους πλατειασμούς. Υπεύθυνος για όλα αυτά τα άξια επαίνου, ο Σύλλογος «Φίλοι του Ελαφρού Τραγουδιού». Τα υπόλοιπα ωραία της βραδιάς –τη συγκίνηση, τις αναμνήσεις, το τραγούδι– τα ανέλαβαν (πρωτίστως) ο Μίμης Πλέσσας με την Ελίζα Μαρέλλι και (δευτερευόντως) ο Μιχάλης Δεσύλλας, η Ελεάνα Ζεγκίνογλου και ο Γιάννης Χριστόπουλος. 

Ο παρουσιαστής της βραδιάς, ο συγγραφέας και δημοσιογράφος Κώστας Μπλιάτκας, κήρυξε την έναρξη με έναν συνδυασμό σοβαρότητας και άνεσης στις 19.40, καλώντας στη σκηνή τον πρόεδρο του Συλλόγου «Φίλοι του Ελαφρού Τραγουδιού», τον δημοσιογράφο και λογοτέχνη Παύλο Ναθαναήλ. Εκείνος υπήρξε λακωνικός και καίριος, σημειώνοντας την ανάγκη να προστατευτεί το ελαφρό τραγούδι και να αναδειχθεί όπως του πρέπει, χωρίς, όμως, να δώσει στον λόγο του χαρακτήρα πολεμικής (όπως έχουμε δει σε ανάλογα αιτήματα για το δημοτικό τραγούδι). Ίσα-ίσα, ζωηρή αίσθηση προκάλεσε η επισήμανσή του για τα ωραία ελληνικά ροκ τραγούδια τα οποία έχουν γραφτεί, που έδειξε ότι τόσο ο ίδιος, άρα και ο Σύλλογος, δεν διεξάγουν κάποια νοσταλγική, παρελθοντολάγνα καμπάνια κατά της μοντερνικότητας, αλλά, δικαίως, ζητούν απλά μια θέση στα πράγματα και για το ελαφρό τραγούδι. 

Τον κύκλο ομιλιών συμπλήρωσαν ο διευθυντής του αθηναϊκού παραρτήματος των βιβλιοπωλείων «Ιανός», Βασίλης Χατζηιακώβου, απαγγέλλοντας ποίηση Πάμπλο Νερούντα σε μετάφραση της Δανάης και η σύζυγος του Μίμη Πλέσσα και παραγωγός του «Αθήνα 9.84» Λουκίλα Καρρέρ, μιλώντας γενικά για το ελαφρό τραγούδι και το πώς παραμένει επίκαιρο. Μια τρίτη ομιλία, αν και υπήρχε στο πρόγραμμα, δεν έγινε ποτέ, καθώς, άγνωστο γιατί, ο πρόεδρος του Φιλολογικού Συλλόγου «Παρνασσός» –ο ομότιμος Καθηγητής Ιωάννης Μαρκαντώνης– δεν βρισκόταν στην αίθουσα. Ακολούθησαν οι βραβεύσεις του Ζακ Ιακωβίδη και του Ανδρέα Χατζηαποστόλου για την προσφορά τους στη μουσική, που υπήρξαν σύντομες και ουσιαστικές, όπως και η αντίστοιχη του Μίμη Πλέσσα. Ο οποίος μας χάρισε και δυο λόγια, πριν μας προτρέψει να ακούσουμε και λίγη μουσική.

Ο Πλέσσας έλαβε λοιπόν θέση στο πιάνο και η Ελίζα Μαρέλλι μας χάρισε το τραγούδι που έδωσε και τον τίτλο στη βραδιά, το "Θέλω Ποτέ Να Μη Χωρίσουμε". Με το οποίο ανέσυρε μνήμες από τη δεκαετία του 1950, δείχνοντας παράλληλα ότι διαθέτει ακόμα τα ερμηνευτικά χαρίσματα που την καθιέρωσαν ως ένα από τα σημαντικά ονόματα στο ελαφρό στυλ –έχει διατηρήσει στο ακέραιο, λ.χ., το αναγνωρίσιμο χρώμα της. Έμεινε δε στη σκηνή για τρία ακόμα κομμάτια, με την κορύφωση της συναυλίας να σημειώνεται στο "Πόσο Λυπάμαι". Σχεδόν σύσσωμο το ακροατήριο σιγοτραγούδησε μαζί της, αρκετά μάτια δάκρυσαν, η ίδια δε διάλεξε μια προσέγγιση προσωπική, πολύ κοντά σε εκείνη που γνωρίζουμε από τη δισκογραφία με τη φωνή της. Αποχωρώντας, χειροκροτήθηκε θερμά. Όχι όμως ως μια φιγούρα του παρελθόντος, μα ως παρουσία που μπορεί και πρέπει να έχει (και) παρόν. 


Για το υπόλοιπο της βραδιάς, έλαβε θέση στο πιάνο ο Σπύρος Παπαδάτος και πίσω από το μικρόφωνο βρέθηκε πρώτος ο ηθοποιός και τραγουδιστής Μιχάλης Δεσύλλας. Μας είπε ένα δικό του τραγούδι, τον "Θεατρίνο", μας θύμισε ένα από τα πιο όμορφα τραγούδια του Ζακ Ιακωβίδη ("Να Το Πάρεις Το Κορίτσι"), ενώ μας είπε και Ανδρέα Χατζηαποστόλου –το "Εγώ Θα Κόψω Το Κρασί". Το κοινό τον αποθέωσε, τον χειροκρότησε θερμά και τραγούδησε μαζί του, καθώς στάθηκε παραπάνω από φανερό ότι ο Δεσύλλας πέτυχε να απευθυνθεί στο συναίσθημα και στις αναμνήσεις των περισσοτέρων στην αίθουσα. Προσωπικά, ωστόσο, έμεινα κάπως αποστασιοποιημένος, καθώς βρήκα την προσέγγισή του ολίγον πιο γλυκερή από όσο νομίζω χρειαζόταν. 


Σκυτάλη κατόπιν στην Ελεάνα Ζεγκίνογλου, η οποία ανέβηκε με αέρα επί σκηνής και μας είπε δύο τραγούδια του Αττίκ κι ένα δικό της, από τον πρόσφατο (και καλό) δίσκο της, Ένα Ταξίδι Που Δεν Έκανες Ποτέ. Για το τελευταίο έκατσε μάλιστα και η ίδια στο πιάνο, αποδεικνύοντας κάτι που πιστεύω για αυτήν, ότι είναι –για την ώρα– καλύτερη πιανίστρια από ότι τραγουδίστρια. Όχι ότι δεν είναι καλή, ας μην παρεξηγηθώ. Έχει όμορφη φωνή, τραγουδάει σωστά και έδειξε ότι διαθέτει άνεση στο να εναλλάσσει ερμηνευτικά πρόσωπα στο "Δεν Σου Πάει Το Πάχος Δημητράκη", αν και κάποια σημεία της στο "Ζητάτε Να Σας Πω" θύμισαν τον τρόπο με τον οποίον το έχει προσεγγίσει η Τάνια Τσανακλίδου, σε πρόσφατη ηχογράφησή της. Θέλει ενδεχομένως λίγη δουλειά ακόμα στο να μπορέσει να εκπέμψει και στίγμα με τη φωνή της, είναι πάντως από τα νέα ταλέντα από τα οποία δικαιούμαστε να αναμένουμε πράγματα.


Ο Γιάννης Χριστόπουλος, από την άλλη, ο οποίος κι έκλεισε την εκδήλωση (η οποία γινόταν προς τιμήν της Δανάης, ας σημειωθεί), είναι τενόρος αναγνωρισμένος, οπότε ο δικός του επί σκηνής αέρας είχε μαζί και την άνεση της καταξίωσης. Παντρεύοντας τεχνική και συναίσθημα απέδωσε ωραία, σε λόγιο ύφος, τραγούδια του Τιμόθεου Ξανθόπουλου, του Κώστα Γιαννίδη και του Νίκου Γούναρη –αν και το "Γλυκά Μου Μάτια Αγαπημένα" του τελευταίου έχρηζε, ίσως, μιας λιγότερο «σφιγμένης» ανάγνωσης. 

Εν κατακλείδι, ο Σύλλογος «Φίλοι του Ελαφρού Τραγουδιού» μας χάρισε μια όμορφη και υποδειγματικά οργανωμένη βραδιά, τιμώντας τη μνήμη της Δανάης, αλλά και το ελαφρό τραγούδι γενικότερα. Αξίζει προσοχής και αρωγής το έργο του κι ελπίζω να επανέλθει σύντομα με κάποια νέα εκδήλωση.



24 Φεβρουαρίου 2023

Rabih Abou-Khalil: The Flood And The Fate Of The Fish [δισκοκριτική, 2019]


Μια κριτική μου από το 2019 στο άλμπουμ «The Flood And The Fate Of The Fish» του Λιβανέζου ουτίστα και δημιουργού Rabih Abou-Khalil. 

Όπως κι άλλα μου κείμενα της ίδιας περιόδου, η κριτική αυτή πρωτοδημοσιεύτηκε στο Avopolis, του οποίου ήμουν τότε αρχισυντάκτης. Αναδημοσιεύεται τώρα εδώ με μικρές, αισθητικής φύσης τροποποιήσεις.

* Η κεντρική φωτογραφία προέρχεται από υλικό που έχει δοθεί ως promo στον Τύπο


Η ιστορία, γνωστή τοις πάσι. Ο Θεός αποφασίζει να πλημμυρίσει τον κόσμο για να τον απαλλάξει από τη διαφθορά του Ανθρώπου, αλλά γλιτώνει τον δίκαιο Νώε και την οικογένειά του, προστάζοντάς τους να πάρουν στη σωτήρια Κιβωτό κι ένα ζευγάρι από όλα τα ζώα της υφηλίου που χρειάζονταν αέρα για να επιβιώσουν.

Τι απέγιναν όμως τα Ψάρια, στον Βιβλικό Κατακλυσμό; 

Η ερώτηση, δείχνει γελοία. Ποιος ο λόγος να σώσεις όντα τα οποία ζουν στο νερό, από το περισσότερο νερό; 

Όμως η σύγχρονη έρευνα, δεν είναι και τόσο σίγουρη. Τα ψάρια επηρεάζονται από το πόσο αλμυρό είναι ή δεν είναι το νερό. Και στα γλυκά τουλάχιστον ύδατα, αντιδρούν στις πλημμύρες με συγκεντρώσεις σε σχετικά ασφαλείς ορμίσκους κοντά στις ακτές. Το ερώτημα είναι λοιπόν ενοχλητικό, αν συγκαταλέγεσαι ανάμεσα σε όσους πιστεύουν κατά γράμμα την Αγία Γραφή. Τόσο ενοχλητικό, ώστε αφοσιωμένα χριστιανικά sites αναγκάζονται σήμερα να γράφουν για «τακτικές επιβίωσης των ψαριών κατά τη διάρκεια του Κατακλυσμού», αποδεχόμενα παρά ταύτα ότι είδη θαλάσσιας ζωής σαν τους τριλοβίτες και τους ιχθυόσαυρους, δεν την έβγαλαν καθαρή. 

Στον Rabih Abou-Khalil αρέσει να κάνει αυτή την ερώτηση, ξέροντας (προφανώς) ότι θα εξοργίσει τους σκληρά θρησκευόμενους συζητητές του. Αλλά στον νέο του δίσκο ξανοίγει την απορία του σε φιλοσοφικές διαστάσεις, ώστε να αναπαραστήσει συμβολικά όσα η Ανθρωπότητα σκουπίζει κάτω από το χαλί, ενόσω εκλογικεύει τους σκοπούς με τους οποίους πορεύεται στο διάβα της ιστορίας. Ο ίδιος, εντωμεταξύ, δουλεύει στον αντίποδα των «δεδομένων»: στο απόγειο της επίκαιρης σύγκρουσης Δύσης και Ανατολής, το The Flood And The Fate Of The Fish καλεί να οραματιστούμε έναν ενιαίο μεσογειακό κόσμο, προκρίνοντας όσα ενώνουν τους ανθρώπους που ζουν στις ακτές του. 

Τη γέφυρα αυτή, βέβαια, ο Rabih Abou-Khalil την έχει υπηρετήσει με συνέπεια σε όλη τη μέχρι τώρα καριέρα του, η οποία κοντεύει πια τα 40 χρόνια δισκογραφίας: η oriental jazz του έχει δείξει συχνά τα διαπιστευτήριά της· επίσης, είναι εκείνος που, μαζί με τον Τυνήσιο δεξιοτέχνη Anouar Brahem, έχει κατά κύριο λόγο εξοικειώσει το μορφωμένο κοινό της Δύσης με το ούτι και τα αραβικά του χρώματα. Κάθε νέος δίσκος, έτσι, καλείται να απαντήσει στο ερώτημα τι παραπάνω υπάρχει για να προσφερθεί. Και το εντυπωσιακό είναι ότι πάντα δίνεται μια κάποια απάντηση. 

Στις γενικές του γραμμές, πάντως, το The Flood And The Fate Of The Fish δεν διαφοροποιείται δραματικά από όσα ήδη έχει καταθέσει ο Λιβανέζος ουτίστας. Αφήνοντας εκτός τις διερωτήσεις για τα ψάρια, δηλαδή, ο βασικός σκελετός παρέχεται και πάλι από ένα προσεγμένο ανακάτεμα της ευρωπαϊκής τζαζ με τις αραβικές παραδόσεις της Μέσης Ανατολής και της βόρειας Αφρικής. Τείνει σχεδόν να γίνει φόρμα, όμως ο Abou-Khalil βρίσκει ακόμα πρόκληση σε αυτήν τη σύγκλιση. Ίσως γιατί ποτέ δεν ξέχασε ότι έσωσε τη ζωή του διαφεύγοντας προς μια δεκτική Ευρώπη, μακριά από τον εμφύλιο πόλεμο του 1975-1990 που διέλυσε εκείνη την κοσμοπολίτικη Βηρυττό όπου γαλουχήθηκε, την οποία αποκάλεσαν κάποτε «Παρίσι της Μεσογείου». Ο δίσκος φρεσκάρει έτσι τον σχετικό διάλογο, αντί να τον επαναλαμβάνει σε παραλλαγές. 

Μπορεί λοιπόν τραγανές οργανικές συνθέσεις σαν το "Sometimes You're Loveable" ή το "Crisp Crumb Coating" να απηχούν πράγματα που έχουμε ξανακούσει, όμως τα τραγούδια χτίζουν μια νέα γωνία σε αυτόν τον ήδη υπάρχοντα κόσμο, επαναφέροντας λ.χ. στο προσκήνιο, από τα βάθη της ιστορίας, μια Ιβηρική χερσόνησο υπό μουσουλμανική διοίκηση: το "Falso Amor" ανήκει στον ποιητή Al-Kumait Al-Garbi, ο οποίος, αν και Άραβας, είχε πίσω στο 1100 πατρίδα του το Μπανταχόθ, στα σύνορα σήμερα Ισπανίας και Πορτογαλίας. Ο ίδιος δε ο Abou-Khalil σκύβει στον (υψηλό) πολιτισμό του μεσαιωνικού Ισλάμ για να ανασύρει από τα κείμενα του λόγιου Abu Nasr Muhammad al-Farabi ένα ούτι με μπάσο ήχο σε μια οκτάβα χαμηλότερη από ό,τι παίζουν τα όργανα που γνωρίζουμε σήμερα· κι αφού παράγγειλε να του το κατασκευάσουν, το βάζει εδώ να υπηρετήσει διαδρομές με (πιο) τζαζ λογική. 

Απολαυστικός στέκει και ο Gavino Murgia, ο οποίος στο "Is There Wine?" φέρνει σε πρώτο πλάνο μια παλιά φωνητική παράδοση από τη Σαρδηνία βασισμένη σε περίτεχνους λαρυγγισμούς, την οποία και δένει θαυμάσια με τον αράβικο κοσμοπολιτισμό του Abou-Khalil, χαρίζοντας στον δίσκο μία επιπλέον διάσταση, ακόμα πιο «προχωρημένη».

Μεγάλο ατού για το άλμπουμ αποδεικνύεται ωστόσο ο Πορτογάλος τραγουδιστής Ricardo Ribeiro, ο οποίος προσθέτει ένα λοξό fado στο όλο μείγμα. Στο "Kyrie", ας πούμε, συμπυκνώνει όλους τους στόχους του Abou-Khalil. Με όχημα τους στίχους του ποιητή Ary Dos Santos, οι οποίοι επικρίνουν τη θρησκεία, προσφέρει μια καίρια ερμηνεία, που δεν είναι ούτε Δυτική, ούτε Ανατολική. Εκπροσωπεί έτσι το συμβολικό Ψάρι του δίσκου, δίνοντας έμμεσα και τη μόνη απάντηση στην οποία φτάνει ο τελευταίος: για να λειτουργήσει η μεσογειακή ενότητα που οραματίζεται ο Abou-Khalil, πρέπει να μας αδειάσει τη γωνιά ο θρησκευτικός φανατισμός και τα τέρατα τα οποία σέρνει μαζί του. 



22 Φεβρουαρίου 2023

Vodka Juniors - ανταπόκριση (2014)


Κάπου τους έζησα, κάπου τους έχασα τους Αθηναίους Vodka Juniors στα 23 χρόνια που συμπληρώνουν φέτος, αισίως, ως συγκρότημα. Το σκέφτηκα και τον Δεκέμβρη που έπαιξαν στο «Gagarin», νομίζω για πρώτη φορά μετά την πανδημία, αλλά και τώρα, καθώς είδα στο Facebook ότι εξαντλούνται σιγά-σιγά τα εισιτήρια για μια επικείμενη συναυλία τους στο «An Club», παρέα με τους Overjoyed και τους Πεθαίνουν Στο Τέλος.

Αποτιμώντας πρόχειρα την κατάσταση, θα έλεγα ότι ήρθα κοντά τους στα indie '00, όταν κέρδισαν κόσμο από την εναλλακτική φάση χάρη στο άλμπουμ Darkpoetry (2007), μα τους έχασα όταν έβγαλαν το Clubriot (2015), σε μια εποχή που κάποια πράγματα ίσως είχαν αρχίσει να (με) κουράζουν. 

Στο ενδιάμεσο, πάντως, απόλαυσα τους Vodka Juniors σε μια πραγματικά εκρηκτική συναυλία, τον Δεκέμβριο του 2014, σε ένα «Gagarin» sold out με πωρωμένη νεολαία. Τόσο ενθουσιάστηκα, θυμάμαι, ώστε έφυγα και με μπλουζάκι, το οποίο φορέθηκε για χρόνια έπειτα, μέχρι που κουρελιάστηκε.

Μια ανταπόκριση από εκείνη τη βραδιά δημοσιεύτηκε τότε στο Avopolis και αναδημοσιεύεται τώρα κι εδώ, με μικρές, αισθητικής φύσης τροποποιήσεις.

* οι χρησιμοποιούμενες (κάτωθι) φωτογραφίες προέρχονται από τη βραδιά και ανήκουν στην Τζωρτζίνα Πατεράκη


Αν είσαι νέος, ζεις στην Αθήνα κι αγαπάς τις ηλεκτρικές κιθάρες, τότε δύσκολα δεν πέρασες μια βόλτα από το «Gagarin» αυτόν τον Δεκέμβρη, είτε για τους 1000mods, είτε για το διήμερο των Vodka Juniors. Και αποδείχθηκε σοφή κίνηση αυτή η δεύτερη μέρα που μπήκε μετά το sold out του Σαββάτου, αφού και η Κυριακή κάτι-σαν-sold out έδειχνε. Δύο εγχώριες αγγλόφωνες ηλεκτρικές μπάντες, δηλαδή, σε τρία συνεχόμενα sold out. Και μάλιστα όχι σε μικρό χώρο. Να κάτι που αξίζει να σημειωθεί στα μουσικά/συναυλιακά μας χρονικά. Έτσι για να μην καταγράφονται μόνο γκρίνιες, ίσως και για να πέσει λίγη σκέψη, τύπου γιατί ορισμένα πράγματα περπατάνε κι άλλα ασθμαίνουν. 

Πριν τους Vodka Juniors, όμως, απολαύσαμε (και είναι κυριολεκτικό το ρήμα) τους Despite Everything. Τόσο, ώστε σε κάποιο σημείο ξεχάσαμε πως ήταν το support σχήμα της βραδιάς και όχι οι πρωταγωνιστές της. Πολλές εγχώριες hardcore μπάντες κατέχουν βλέπετε τον κώδικα και πολλές έχουν ιδρώσει πάνω από ντραμς και χορδές για να πετύχουν τον ήχο. Όμως οι Despite Everything διέθεταν κι εκείνο το κάτι παραπάνω, που συνήθως λείπει.


Θες γιατί τα τραγούδια τους άφηναν ανοιχτωσιές για μερικές πραγματικά καλές μελωδίες; Θες λόγω του τρόπου με τον οποίον παίζουν τις κιθάρες τους ή λόγω των εξαιρετικά δουλεμένων φωνητικών; Σε κάποιο σημείο, μάλιστα, έπεσε και μια διασκευή στο "All My Friends Are Dead" των Turbonegro και μας τίναξε τα πέταλα. Ακόμα το τραγουδάω την ώρα που γράφω αυτές τις γραμμές –και όχι, δεν το οφείλω στους φίλτατους κατά τα λοιπά Σουηδούς. Μετά από 40 περίπου λεπτά οι Despite Everything μας αποχαιρέτησαν, λαμβάνοντας χειροκρότημα headliner από το κατάμεστο «Gagarin». Τους άξιζε, πέρα για πέρα. 

To sold out των Vodka Juniors, τώρα, εξέπληξε αρκετούς. Κατά τη γνώμη μου τους μεγαλύτερους σε ηλικία, όσους δεν διαθέτουν επαφή με τα πράγματα που ενθουσιάζουν τους σημερινούς 16άρηδες και 20άρηδες. H μπάντα, πάντως, την έχτισε με τον πιο στέρεο τρόπο αυτήν της τη φήμη: μένοντας underground, χωρίς χίπστερ δημοσιότητες/δημόσιες σχέσεις, με εκείνο το Darkpoetry του 2007 να διαδίδεται στόμα με στόμα. Το ήξερα, μα το πιστοποίησα ξανά στο «Gagarin», βλέποντας τόσα νέα παιδιά να τραγουδούν τους στίχους με πώρωση, όντας απόλυτα προσηλωμένα στη σκηνή. Ούτε πηγαδάκια από βαριεστημένους μπλαζέ 35άρηδες, δηλαδή, ούτε τα γνωστά ψου-ψου των ακόμα πιο βαριεστημένων δημοσιογράφων του σιναφιού. Ωραία πράγματα. 

Και ήταν υπέροχοι οι Vodka Juniors εκεί πάνω. Μπήκαν δυνατά, κέρδισαν το πρώτο καθολικό χειροκρότημα λέγοντάς μας το "Last Chance" λουσμένοι σε υποβλητικά μπλε φώτα, ενώ στη συνέχεια εξαπέλυσαν μια ηλεκτρική, κιθαριστική καταιγίδα που δεν άφησε τίποτα όρθιο. Οι ιαχές αύξαναν σε ενθουσιασμό όσο προχωρούσε η setlist, το crowd surfing μονιμοποιήθηκε ως θέαμα στις μπροστινές σειρές και ο ιδρώτας πάνω και κάτω από τη σκηνή άρχισε να τρέχει μπόλικος. 

Τα πολυάριθμα κορίτσια μπήκαν κι εκείνα πλήρως στο κόλπο μόλις το γκρουπ στράφηκε προς πιο ska και reggae μονοπάτια (υποβοηθούμενο από τον εξαιρετικό τους συνοδοιπόρο στο πνευστό), με αποτέλεσμα να επικρατήσει καθολικός πανζουρλισμός όταν παίχτηκε το "Rise Up", μα και μια εκπληκτική διασκευή του "Whiskey And The Rain" σε ανάλογους ρυθμούς –με τους θεατές να τραγουδούν χορωδιακά «your pretty face». Πείτε μου, αλήθεια, πόσες αγγλόφωνες μπάντες εγχώριας κοπής μπορούν να καυχώνται πως έχουν γράψει ένα τέτοιο κομμάτι; Ένας ακόμα ολικός πανικός έγινε βέβαια κι όταν ήρθε η σειρά του "Rebirth", ειδικά όταν μαζί με τους Vodka Juniors εμφανίστηκαν και οι Βήτα Πεις, ανεβάζοντας την αδρεναλίνη στα ύψη με τα κοφτερά τους rap. 

Θριάμβευσαν λοιπόν οι Vodka Juniors στο «Gagarin». Δείχνοντας εμφατικά ότι μπορεί να μην είναι τακτικοί επισκέπτες σε συναυλιακές σκηνές ή στη δισκογραφία, όμως η απήχηση που έχει βρει η μουσική τους δεν μετριέται με όρους επικαιρότητας. Το νέο τους άλμπουμ (Clubriot) έρχεται μέσα στο 2015 και να είστε σίγουροι ότι για πολλά παιδιά εκεί έξω που αγαπούν το ροκ θα είναι ένα από τα γεγονότα της νέας χρονιάς. 



20 Φεβρουαρίου 2023

Μίμης Πλέσσας & Γιάννης Πλούταρχος - ανταπόκριση (2014)


Πρόσφατα, πηγαίνοντας στα 7α γενέθλια του ανιψιού μου Γιάννη, ανακάλυψα ότι στην πεθερά του αδερφού μου αρέσει πολύ ο Γιάννης Πλούταρχος. Μάλιστα, στη συζήτηση που ακολούθησε, ο αδερφός μου θυμήθηκε και κάτι εμφανίσεις του όπου τραγουδούσε παλιές επιτυχίες του Γιάννη Πουλόπουλου.

Αυτό, με τη σειρά του, έκανε κι εμένα να θυμηθώ ότι είχα πάει σε μία από τις εν λόγω συναυλίες του Πλούταρχου –τον Ιανουάριο του 2014, στο ιστορικό θέατρο «Παλλάς», όπου μάλιστα ήταν και ο Μίμης Πλέσσας μαζί του. Και με είχε εκπλήξει πολύ ευχάριστα ο τραγουδιστής από τη Μαυρόγεια της Βοιωτίας.

Μια ανταπόκριση για τη βραδιά δημοσιεύτηκε τότε στο Avopolis και αναδημοσιεύεται τώρα κι εδώ, με μικρές, αισθητικής φύσης τροποποιήσεις.

* οι χρησιμοποιούμενες φωτογραφίες προέρχονται από το υλικό που διατέθηκε τότε στον Τύπο, ως promo


Ανάγκα και θεοί (της νύχτας) πείθονται; Να ώθησαν άραγε τα αδιέξοδα της άτιμης της Κρίσης έναν σούπερ σταρ σαν τον Γιάννη Πλούταρχο να αφήσει τα συνήθη μαγαζιά και να δοκιμαστεί στο πλάι του Μίμη Πλέσσα; Να ήταν καλλιτεχνικά τα κίνητρα; Ή ένας συνδυασμός, τύπου το τερπνόν μετά του ωφελίμου; 

Τα σκεφτόμουν όλα τούτα πηγαίνοντας προς το Παλλάς και είχα τις αμφιβολίες μου. Κάπου μέσα μου, ωστόσο, εντόπιζα και μια πίστη στο εγχείρημα. Ένα «μπορεί και να...», το οποίο ως το τέλος της βραδιάς είχε μετατραπεί από πιθανότητα σε βεβαιότητα. Μια θριαμβευτική βεβαιότητα, μάλιστα. 

Γιατί θριάμβευσε ο Πλούταρχος αντιμετωπίζοντας τα τραγούδια του Πλέσσα. Με εξέπληξε ευχάριστα, συγκινητικά, εμένα που πλην ελαχίστων εξαιρέσεων βρίσκω το ρεπερτόριό του ανυπόφορο και τον ίδιο εγκλωβισμένο σε μια κλαψιάρικη μανιέρα. Με βάση αυτά τα δεδομένα, λοιπόν, το περισσότερο που έλπιζα ήταν να φανεί στοιχειωδώς επαρκής, στοιχημάτιζα δε πως θα πατούσε πάνω στο παράδειγμα του Γιάννη Πουλόπουλου και θα τα έβγαζε πέρα απλά και μόνο επειδή η φωνή του διαθέτει ορισμένα κοινά ηχοχρώματα. Δεν ήμουν προετοιμασμένος, δηλαδή, για έναν τραγουδιστή διατεθειμένο να τα δώσει όλα, που αληθινά θα πάσχιζε για το καλύτερο ερμηνευτικό του πρόσωπο μέχρι σήμερα, αλλά και για εκείνο το κάτι παραπάνω, το οποίο θα έδινε μια πιο εξατομικευμένη νότα σε ένα τόσο στάνταρ ρεπερτόριο. 

Η καλή μέρα, από το «πρωί» φάνηκε: η έναρξη της συναυλίας με το "Όλα Δικά Σου" μπορεί να μην υπήρξε καθηλωτική, στάθηκε όμως δείκτης πως η βραδιά θα ξεπερνούσε τις καχύποπτες προσδοκίες μου. Δεν ξέρω αν τις μοιραζόταν το κοινό που είχε γεμίσει κατά τα 2/3 περίπου το Παλλάς, γιατί δεν μπορούσα να βγάλω άκρη με τη σύστασή του· δύο κόσμοι είχαν συναντηθεί εκεί στη Βουκουρεστίου και κάθονταν –κάπως άβολα– ο ένας δίπλα στον άλλο. Κάτι σεβάσμια ζευγάρια πέραν της μέσης ηλικίας ήταν το κοινό του Μίμη Πλέσσα, κάτι νεότερα ζευγάρια μα και κάτι γυναικείες συντροφιές είχαν ένα πιο έκδηλα λαϊκό προφίλ και δεν έκρυβαν ότι το δικό τους επίκεντρο της προσοχής ήταν ο Βοιωτός τραγουδιστής. Στην πορεία της βραδιάς, πάντως, ανακατεύτηκαν και ξεπέρασαν την όποια αμηχανία της συγκατοίκησής τους. 

Βοήθησε σε αυτό και η άριστη ορχήστρα, βέβαια. Γιατί, υπό τη στιβαρή καθοδήγηση του Νάσου Σωπύλη –ο οποίος στεκόταν στα δεξιά όπως βλέπαμε τη σκηνή, καθισμένος πίσω από τα Roland πλήκτρα του– έδωσε παιξίματα που έφτιαξαν κλίμα, οδηγώντας σε κάμποσες κορυφώσεις. Ιδιαίτερη μνεία αξίζει στα μπουζούκια της παρέας, τον Γιώργο Παχή και τον Νίκο Κατσίκη. Και μία ακόμα ξεχωριστή αναφορά αξίζει βέβαια και στη Fide Köksal. 


Μπορεί η συμμετοχή της να ήταν σχεδιασμένη υποστηρικτικά, ώστε να παίρνει μερικές ανάσες ο Πλούταρχος στο πρώτο και στο δεύτερο μέρος της συναυλίας, πάντως η Τουρκάλα τραγουδίστρια συμπεριφέρθηκε πρωταγωνιστικά. Χάρμα οφθαλμών στο κομψότατο φόρεμά της, επιβλήθηκε στη σκηνή, επέδειξε ταιριαστή με το υλικό κινησιολογία και ερμήνευσε ωραιότατα, με μπρίο μα και ενθουσιασμό, κερδίζοντας θερμό χειροκρότημα εκ μέρους του κόσμου. 

Ο Μίμης Πλέσσας, από την άλλη, με δυσαρέστησε. Αν και οι ικανότητές του στο πιάνο παραμένουν, οφείλω να σημειώσω, θαυμαστές. Μίλησε ωστόσο υπερβολικά πολύ στο πρώτο μέρος και μου έδωσε την εντύπωση ανθρώπου που αναζητούσε να τα πει –επεδίωξε μάλιστα να φανεί και αστείος (επανειλημμένα), κάτι που δεν κατάφερε, κατά τη γνώμη μου: υπήρχε μονίμως μια δύσκαμπτη σοβαρότητα στη στάση του σώματός του και στο βάθος της φωνής του, η οποία μάλλον υπονόμευσε την απόπειρα, αν και  κατευχαριστήθηκα τη διήγηση για το πώς κάποτε ο Quincy Jones και ο Dizzy Gilespie τον έκατσαν κάτω να του δείξουν τους τρόπους με τους οποίους τα τζαζ πνευστά δεν θα ηχούσαν «ασπρουλιάρικα». Αλγεινή δε εντύπωση μου έκανε το πώς προέβαλλε τη σημασία του έργου του· είπε για παράδειγμα ότι ο Πλούταρχος πείστηκε να αφήσει τα μεγαλεία και να έρθει να αναμετρηθεί με τα ιερά και τα όσια... 

Καταλαβαίνω ότι ο Πλέσσας νιώθει υποτιμημένος και αναγνωρίζω το άδικο που υπάρχει σε μια τέτοια αντιμετώπιση: πρόκειται πράγματι για συνθέτη που έχει γράψει πλήθος όμορφων τραγουδιών, τα οποία τραγουδιούνται ακόμα με ενθουσιασμό και εξακολουθούν να κερδίζουν νέους φίλους. Την όποια αδικία, όμως, θα τη διορθώσει η δυναμική του έργου του, καθώς και η ιστορία. Είναι ανάρμοστο να έρχεται ο ίδιος να εκφέρει τέτοιες κρίσεις δημοσίως, τραβώντας τα πράγματα από το μαλλί προς την επιθυμητή κατεύθυνση. 

Τον Γιάννη Πλούταρχο, τώρα, τον επαίνεσα ήδη αρκετά, θεωρώ όμως ότι οφείλω να επιστρέψω σε εκείνον κλείνοντας. Δεν αισθανόταν εντελώς άνετα πάνω στη σκηνή, στην αρχή: στο πρώτο μέρος επιχείρησε να διαχειριστεί το άγχος με τρόπους που προφανώς γνώριζε από την πίστα, με συνεχείς π.χ. υποκλίσεις προς τους μουσικούς και με διαρκείς προτροπές στο κοινό για παλαμάκια. Αν και με ενόχλησε το συγκεκριμένο κλίμα, μου έδωσε ταυτόχρονα την ευκαιρία να δω πόσο σοβαρά είχε πάρει την όλη ιστορία. Δεν είχε έρθει εκεί για να κάνει τον σταρ. 

Όπως και να έχει, σύντομα τα παλαμάκια και οι ιαχές τον έκαναν να πάρει τα πάνω του και είναι τότε που πραγματικά απογειώθηκε, βγαίνοντας παλικάρι ακόμα κι όταν αναμετρήθηκε με ένα τόσο βαρύ (για τη φωνή του) ζεϊμπέκικο σαν το "Βρέχει Φωτιά Στη Στράτα Μου" ή με τα τραγούδια της δισκάρας εκείνης που λέγεται «Ο Δρόμος» (1969), στα οποία απέφυγε προσεκτικά το οτιδήποτε προκάτ ή αυτοματοποιημένο –με χαρακτηριστικότερο παράδειγμα τη μετρημένη, προσωπική του ερμηνεία στο "Έπεφτε Βαθιά Σιωπή". 

Μέρες μετά, ακόμα σκέφτομαι πόσο υπέροχα ήχησαν εκείνα τα γιασεμάκια από το "Μέθυσ' Απόψε Το Κορίτσι Μου", κυρίως όμως τον ατόφια συγκινητικό τρόπο με τον οποίον απέδωσε τον στίχο «αγάπη μου δεν θα σε ξαναδώ», στο ρεφρέν του "Ποια Νύχτα Σ' Έκλεψε": δεν είχε καμία σχέση με κάτι σπαραξικάρδιες εκτελέσεις που θα βρείτε στο YouTube, από παρελθοντικές του εμφανίσεις. Μπράβο λοιπόν στον Πλούταρχο, γιατί έπιασε την ατόφια ψυχή του λαϊκού μελοδράματος που τόσο επιτυχημένα εξέφρασε ο Πλέσσας στις συνεργασίες του με τον Λευτέρη Παπαδόπουλο. Δείχνοντας έτσι ότι πρόκειται για τραγουδιστή με μεγαλύτερο ερμηνευτικό εκτόπισμα από όσο είχε αφήσει να φανεί η μέχρι στιγμής πορεία του στη δισκογραφία.