02 Μαρτίου 2023

Ελίζα Μαρέλλι - συνέντευξη (2013)


Ενθυμούμενος την Ελίζα Μαρέλλι αυτές τις μέρες, καθώς και τις συνεργασίες μας στο διάστημα που διατέλεσα γραμματέας του Συλλόγου Φίλων του Ελαφρού Τραγουδιού, πριν τον θάνατό της (Ιούνιος 2016), έφτασα και στην παρακάτω συνέντευξη.

Αν και είχαμε ήδη κάνει μια συνέντευξη στο ραδιόφωνο, στην εποχή της Συχνοτικής Συμπεριφοράς, η Μαρέλλι μου ζήτησε σε κάποια φάση να κάνουμε κι αυτήν, με τη λογική μιας εφ' όλης της ύλης κουβέντας. Όχι με σκοπό να δημοσιευτεί κάπου ως είχε, αλλά για να έχει υλικό έτοιμο και τακτοποιημένο, προκειμένου να το δίνει στον Τύπο, ώστε να αντλούνται πληροφορίες για τα όσα δημοσιεύματα γίνονταν ενόψει των ποικίλων δράσεων του Συλλόγου. 

Έτσι κι έγινε, φτιάξαμε αυτή τη συνέντευξη τον Φεβρουάριο του 2013, με βάση και τη μνήμη της, μα και το αρχείο της, ώστε να είναι όλα τα στοιχεία αξιόπιστα. Ήρθαν έτσι οι καταστάσεις, όμως, ώστε ήταν το τελευταίο πράγμα που μπόρεσα να κάνω για να τη βοηθήσω: εκείνη βρισκόταν διαρκώς σε κίνηση, παρά την ηλικία της, μα για εμένα ήταν μια εποχή μεγάλης μαυρίλας λόγω της επαγγελματικής καθίζησης που έφερε η οικονομική κρίση. Δούλευα πολύ, αμειβόμουν με ελάχιστα χρήματα «έναντι» (και καταλαβαίνετε τι επέφερε αυτό σε ΦΠΑ βάρος, εν καιρώ, χώρια τα ασφαλιστικά του ελεύθερου επαγγελματία που έτρεχαν αμείωτα), αλλού κυνηγούσα χρωστούμενα, όλος ο μέχρι τότε τρόπος ζωής μου πήγε περίπατο για ένα διάστημα.

Έκτοτε χαθήκαμε, ως τον θάνατό της. Όταν έμαθα τα νέα, λοιπόν, μόνταρα ξανά εκείνη τη συνέντευξη και τη δημοσίευσα στο Avopolis, του οποίου ήμουν τότε αρχισυντάκτης. Αναδημοσιεύεται τώρα κι εδώ, με κάποιες εκ νέου τροποποιήσεις –μικρές, αισθητικής φύσεως. 

* οι χρησιμοποιούμενες φωτογραφίες προέρχονται από υλικό που έχει δοθεί ήδη από χρόνια στον Τύπο, ως promo


Κυρία Μαρέλλι, ήσασταν ακόμα μαθήτρια όταν ενταχθήκατε στο ενεργητικό του ελληνικού ελαφρού τραγουδιού, στις αρχές της δεκαετίας του 1950. Οι γονείς σας, πώς αντέδρασαν τότε σε αυτήν την προοπτική;

Οι γονείς μου δεν αγνοούσαν τα παιδιά-θαύματα του πενταγράμμου και του κινηματογράφου, όπως π.χ. τον Elvis Presley, την Judy Garland ή τη Shirley Temple. Προσπάθησαν λοιπόν όχι να με αποτρέψουν, μα να με προφυλάξουν, δίνοντάς μου να καταλάβω ότι η δόξα σε φορτώνει με ταλαιπωρίες. Θυμάμαι τη μητέρα μου να λέει πόσο έξυπνη και καλή ήταν η κίνηση της Deanna Durbin να αποσυρθεί από το τραγούδι και την ηθοποιία στα 1949.   

Οι παλιότεροι ίσως τα θυμούνται, αλλά δεν βλάπτει να τα ξαναπούμε –για τους νεότερους. Πώς έγινε το ξεκίνημά σας, πριν συνεργαστείτε με τόσους και τόσους σημαντικούς συνθέτες; 

Έγινε στον Φιλολογικό Σύλλογο «Παρνασσός», όπου με πρωτάκουσαν οι άνθρωποι της Columbia κι έδειξαν αμέσως ενδιαφέρον για εμένα. Ήταν μάλιστα ο Κώστας Γιαννίδης που, εκ μέρους της εταιρείας, με πήγε στο σπίτι του Μιχάλη Σουγιούλ, ώστε να με ακούσει και να μου γράψει ένα τραγούδι. Το θυμάμαι ακόμα εκείνο το πρωινό: ήταν χειμώνας, μα η μέρα ήταν ηλιόλουστη. Πήγα στον Σουγιούλ φορώντας ένα μπλε μάλλινο παλτό και κόκκινα γαντάκια. 

Αλλά η συνάντηση αυτή δεν απέδωσε καρπούς. Μια μέρα, μια γυναικεία φωνή με κάλεσε στο τηλέφωνο εκ μέρους του Ζοζέφ Κορίνθιου και ζήτησε να τον συναντήσω στο στούντιο. Έτσι λοιπόν μπήκα στη δισκογραφία, με τα τραγούδια "Μη Φοβάσαι" και "Τίποτα Άσχημο Δεν Έχεις" –συνθέσεις του Κορίνθιου, σε στίχους Νίκου Φατσέα. Κι έτσι άνοιξε και η πόρτα για όσα τραγούδια γράφτηκαν κατόπιν πάνω στη φωνή μου, αφού λίγο αργότερα ήρθαν το "Θέλω Ποτέ Να Μη Χωρίσουμε", το "Καινούργιο Φουστάνι", το "Έρωτά Μου Τύραννε" και τόσα άλλα. 

Αποκτήσατε γρήγορα πιστούς θαυμαστές με τέτοια τραγούδια, αναγνωριστήκατε όμως και ως ερμηνεύτρια παλιότερων επιτυχιών, λ.χ. του "Θα Ξανάρθεις" ή της "Ρεζεντά". Οι κριτικοί μα και το κοινό της εποχής θεώρησαν ότι τις ξαναζωντανέψατε, δίνοντάς τους μια νέα διάσταση...

Το εγχείρημα αυτό έγινε επίσης με πρωτοβουλία του Γιαννίδη, ήταν τότε καλλιτεχνικός σύμβουλος της εταιρείας που με κάλεσε να κάνω έναν τέτοιον δίσκο. Εκείνος με ενθάρρυνε να συνεχίσω να τραγουδώ παλιές επιτυχίες κι έτσι στη συνέχεια είπα κι άλλα τραγούδια, το "Ζητάτε Να Σας Πω", το "Θα Σε Πάρω Να Φύγουμε", το "Πόσο Λυπάμαι"... 

Είχα μεγάλη εκτίμηση για τον Γιαννίδη, βρισκόμουν κοντά του σχεδόν καθημερινά την εποχή που έφτιαχνε με τον Άρη Σμυρναίο την Ελαφρά Ορχήστρα του Ελληνικού Ιδρύματος Ραδιοφωνίας –αυτήν που σήμερα λέγεται Ορχήστρα Σύγχρονης Μουσικής της ΕΡΤ. Έτσι, όταν η Ελληνική Ραδιοφωνία γιόρτασε τα 50 χρόνια της στο Ομήριο Πνευματικό Κέντρο, συμμετείχαμε μαζί στους εορτασμούς: εγώ τραγούδησα κι εκείνος με συνόδευσε στο πιάνο. Μάλιστα η ηχογράφηση εκδόθηκε, στην κασετίνα που βγήκε κατόπιν ως αναμνηστικό. 

Παρά την τόσο μεγάλη σας επιτυχία, πάντως, αποφεύγατε τις συνεντεύξεις. «Μια φωνή χωρίς πρόσωπο», έγραψε κάποτε για σας ο Τύπος...

Θα σας απαντήσω με κάτι που είχα πει κάποτε στον δημοσιογράφο Γιώργη Σακκά: αντί να επαιρόμεθα, καλύτερα να λέμε τα απαραίτητα· όσα συμβάλλουν ώστε το κοινό να παρακινείται και να εθίζεται στη σωστή Μουσική Παιδεία. Οι έπαινοι, όσο καλοδεχούμενοι κι αν είναι, κρύβουν συχνά υπερβολές που δεν ευσταθούν –θυμηθείτε όταν ο Τύπος με βάφτιζε «διάδοχο της Βέμπο»... 

Δεν περιφρονώ τα καλά λόγια, δίνω όμως πολύ μεγαλύτερη σημασία στο έργο εκείνο που μπορεί να εξάρει τα ευγενικά συναισθήματα, παρακινώντας τους ανθρώπους να είναι κοινωνικά και χρηστά στοιχεία. Δεν έβρισκα λοιπόν τον λόγο να δίνω συχνές συνεντεύξεις, απλά και μόνο επειδή με συζητούσε ο κόσμος και πλήθαιναν οι θαυμαστές. Ένιωθα ότι είχα περισσότερα να προσφέρω «μιλώντας» με τα τραγούδια και τις ερμηνείες μου, γιατί η καλλιτεχνική μου ταυτότητα ήταν τότε ασχημάτιστη. Τώρα πια μιλάω ευκολότερα στον Τύπο. 

Αλήθεια, κυρία Μαρέλλι, μπορούσε κάποιος τότε να βγάλει χρήματα από μια καριέρα στο τραγούδι; 

Από τη δική μου εμπειρία, ναι. Όταν με άκουσαν οι άνθρωποι της Columbia και υπέγραψα το πρώτο μου συμβόλαιο, προέβλεπε ποσοστό 2% επί των κερδών, πράγμα που μεταφραζόταν σε τρεισήμισι-τέσσερις χιλιάδες δραχμές τον μήνα. Ποσό πολύ σεβαστό για τα τέλη της δεκαετίας του 1950. Βέβαια, από τότε μέχρι σήμερα η δισκογραφία έχει αλλάξει πολύ.

Τι ακριβώς έχει γίνει με το "Δυο Πράσινα Μάτια", τη μεγάλη επιτυχία του Μίμη Κατριβάνου; 

Όταν ξεκίνησα να τραγουδώ, ήδη το ελαφρό στυλ είχε αρχίσει να φεύγει από τη μόδα. Μάλιστα, πολλές σπουδαίες φωνές αναγκάστηκαν τότε να περάσουν στο λαϊκό ρεπερτόριο, παίζοντας με μπουζούκια. Ωστόσο το 1963 το "Δυο Πράσινα Μάτια", πρωτοτραγουδισμένο από μένα, διαγωνίστηκε στο BBC μαζί με άλλες 13 επιτυχίες του διεθνούς ρεπερτορίου. Και βγήκε πρώτο. Ήταν μια μεγάλη διάκριση, που όμως εδώ δεν κοινοποιήθηκε και παραμένει άγνωστο γεγονός. 

Κάτι που επίσης αγνοεί ο περισσότερος κόσμος είναι το μεγάλο σας φιλανθρωπικό έργο. Θα θέλατε να αναφερθείτε σε αυτό; 

Η Δανάη μου έλεγε ότι διαθέτω την ιδιοσυγκρασία μιας αδελφής του ελέους, ότι στέκομαι σαν προστάτης δίπλα στους δυστυχισμένους. Το θεωρούσα καθήκον μου ως άνθρωπος να βοηθώ όσο και όποτε μπορούσα. Το πιο εύκολο ήταν να γίνονται συναυλίες, τα κέρδη των οποίων πήγαιναν προς όφελος των πασχόντων, π.χ. σε γηροκομεία ή σε ορφανοτροφεία. Δεν θέλω όμως να πω περισσότερα για το θέμα: όσα έχω κάνει δεν έγιναν για να πάρω κάποια επιπλέον προβολή. 

Με τη Δανάη είχατε στενή σχέση, έτσι δεν είναι; Τιμήσατε μάλιστα και τη μνήμη της στον «Παρνασσό» το 2011, σε μια βραδιά μελωδίας οργανωμένη από τον Σύλλογο Φίλων του Ελαφρού Τραγουδιού...

Η Δανάη ήταν, πάνω από όλα, η δασκάλα μου. Μικρό κοριτσάκι ήμουν όταν με επισκέφθηκε για πρώτη φορά, μαζί με τη Χρυσούλα Στίνη. Υπήρξε μια εκλεκτή παρουσία στη ζωή μου και πολύτιμος σύμβουλος, όχι μόνο ως καλλιτέχνης, μα και με το σπάνιο ήθος που τη διέκρινε ως προσωπικότητα. Δεν ήταν καθόλου ανταγωνιστική με τις υπόλοιπες τραγουδίστριες, κάτι που έλεγε πάντα ότι εκτιμούσε και σε εμένα. Με τίμησε θεωρώντας με δικό της άνθρωπο και το λιγότερο που μπορούσα να κάνω για εκείνη είναι βραδιές όπως κι αυτή στον Παρνασσό. 

Κάτι που μας φέρνει και στο σήμερά σας: αυτή τη στιγμή είστε η Πρόεδρος του Συλλόγου Φίλων των Ελαφρού Τραγουδιού, ο οποίος τα τελευταία χρόνια δείχνει αξιοσημείωτα ενεργός, οργανώνοντας διάφορες βραδιές. Από πότε υπάρχει ο Σύλλογος και πώς βρεθήκατε να είστε πρόεδρός του; 

Ο Σύλλογος έχει 6 χρόνια τώρα που δραστηριοποιείται. Τον ιδρύσαμε μαζί με τη Δανάη, τον Λυκούργο Καλλέργη, τον Ιωάννη Μαρκαντώνη, τον Παύλο Ναθαναήλ και τον Γιώργο Κόρκα (έναν συγγενή του άντρα μου). Ο κύριος Ναθαναήλ διατέλεσε πρόεδρος για όλα αυτά χρόνια και πρόσφερε σημαντικότατο έργο με τις γνώσεις, το ήθος και τη σοβαρότητά του, όμως λόγω υποχρεώσεων δεν μπόρεσε να συνεχίσει και έτσι τον διαδέχθηκα εγώ –ύστερα από εκλογές. Παραμένει ωστόσο δίπλα μας ως πολύτιμος σύμβουλος, με τον τιμητικό τίτλο του επίτιμου προέδρου.  

Και πώς λειτουργείτε; Από πού αντλεί πόρους ο Σύλλογος;

Όπως πολύ ωραία το έθεσε η Τζένη Καλλέργη στην εισηγητική της ομιλία στο αφιέρωμα που κάναμε στον «Παρνασσό» για το Ζωγράφειο της Κωνσταντινούπολης (2011), τα περιουσιακά στοιχεία του Συλλόγου είναι «ένα σεντούκι με πληθώρα από μελωδίες καλά φυλαγμένες, που ψάχνουν χώρο να φιλοξενηθούν. Ψάχνουν τον χώρο του μυαλού, της ψυχής και του ονείρου». 

Δεν υπάρχουν πόροι, λοιπόν. Ο Σύλλογος είναι αυτοχρηματοδοτούμενος –από τα μέλη του και όσους έχουν σταθεί δίπλα μας αφιλοκερδώς. Όλα αυτά τα χρόνια τα μόνα μας έσοδα προέρχονται από την πώληση ενός ετήσιου ημερολογίου με κείμενα και φωτογραφίες για τις προσωπικότητες του ελαφρού τραγουδιού και από ό,τι περισσεύει αφού καλυφθούν οι υποχρεώσεις για τις εκδηλώσεις τις οποίες οργανώνουμε. Τώρα, για πρώτη φορά, αναζητούμε ενίσχυση από την Πολιτεία, μέσω του Υπουργείου Πολιτισμού. Ως τώρα, πάντως, δεν είχε ποτέ υπάρξει κάποια ευαισθητοποίηση της Πολιτείας, με τον τρόπο λ.χ. που είδαμε να γίνεται συχνά για το δημοτικό τραγούδι ή το ρεμπέτικο. 

Πώς βλέπει ο Σύλλογος την υπόθεση του ελαφρού τραγουδιού; Με νοσταλγική διάθεση ή με την επιθυμία να αποκαταστήσει ένα κομμάτι του πολιτισμού μας;

Όπως και ο Γιαννίδης, έτσι κι εγώ αντιδρώ στον χαρακτηρισμό «ρετρό» για το ελαφρό τραγούδι –δεν συμφωνώ ιδιαίτερα ούτε με το επίθετο «ελαφρό», έχει όμως καθιερωθεί. Δεν μπορεί να λέμε ότι είναι ρετρό ένα είδος που ακόμα παραμένει αγαπητό και τα σπουδαία του τραγούδια διασκευάζονται από νεότερους καλλιτέχνες, γνωρίζοντας καινούρια επιτυχία. 

Ο Σύλλογος Φίλων του Ελαφρού Τραγουδιού δεν είναι βασισμένος στη νοσταλγία, ούτε και επιθυμεί να εμπλακεί σε πολεμικές με το δημοτικό τραγούδι ή με το ρεμπέτικο. Αξιώνει απλώς για το ελαφρό τραγούδι τη δική του θέση στην ιστορία του μουσικού πολιτισμού αυτού του τόπου, μια θέση που δικαιωματικά κατέχει. Στον Σύλλογο δεν λειτουργούμε μόνο με τη νοσταλγία των όσων ζήσαμε και αγαπήσαμε, μα και με την πεποίθηση ότι το ελαφρό τραγούδι αποτελεί έναν ιδιαίτερο σταθμό στην ιστορία του πολιτισμού μας. Σε μια τέτοια αναγνώριση αποσκοπούν οι ενέργειές μας.  

Στο σημερινό περιβάλλον της Κρίσης, όπου όλα περικόπτονται και πολλοί άνθρωποι δεν έχουν πια αρκετά χρήματα για να επιβιώσουν, δεν ανησυχείτε πως όλες αυτές οι ενέργειες ενδεχομένως να θεωρηθούν πολυτέλειες; Κι έτσι να μην υποστηριχτούν από το κοινό, όπως θα υποστηρίζονταν σε πιο ανθηρές εποχές;

Ζούμε σε μια πολύ δυσάρεστη πραγματικότητα, όπου πράγματι ολοένα και περισσότεροι άνθρωποι δυσκολεύονται να τα βγάλουν πέρα. Ακούμε διαρκώς για περικοπές, βλέπουμε να μειώνονται οι συντάξεις των μεγαλύτερων και τα νέα παιδιά να δυσκολεύονται όλο και πιο πολύ να βρουν δουλειά. 

Ο λαός μας, όμως, είναι λαός περιπετειώδης. Μπορεί να παρασύρθηκε σε εφήμερες νυχτερινές διασκεδάσεις και να άφησε τις αξίες του να εκπέσουν, αλλά σε αυτή τη δύσκολη συγκυρία είναι ίσως που θα αναζητήσει να ξαναγεμίσει το πνεύμα και την ψυχή του με πολιτισμό. Ίσως όλα αυτά τα δυσάρεστα να στρέψουν και πάλι τους Έλληνες προς τα ουσιαστικά πράγματα. 

Οι εξελίξεις μας επηρεάζουν φυσικά όλους και κανείς δεν μπορεί να προβλέψει πού θα οδηγηθούμε. Χρέος εμάς των καλλιτεχνών, πάντως, είναι να θυμίζουμε το πόσο σημαντικό ρόλο μπορεί να παίξει ο πολιτισμός.  

Για να επιστρέψουμε όμως και στα της δικής σας πορείας, ξεκινήσατε από μικρή ηλικία στο τραγούδι, αλλά εξίσου νέα ήσασταν και όταν το αφήσατε. Είχε να κάνει με τη δύση του ελαφρού τραγουδιού ή με αλλαγή στις δικές σας προτεραιότητες;

Ευτύχησα να αποκτήσω τρία παιδιά, στα οποία έπρεπε όμως να αφοσιωθώ. Δεν γινόταν να κάνω την καριέρα που έκανα ως τότε και παράλληλα να δίνω στην οικογένειά μου την αμέριστη προσοχή που χρειαζόταν. Επέλεξα λοιπόν την οικογένειά μου και όχι την καριέρα, αλλά δεν ξέχασα το τραγούδι. Έτσι, όταν πια τα παιδιά άρχισαν να μεγαλώνουν, άρχισα κι εγώ να επιστρέφω στο τραγούδι. Κυκλοφόρησα το 1994 τον δίσκο «Απόδραση Για Δύο» με καινούριες μελωδίες σε ενορχήστρωση του Ζακ Ιακωβίδη, ενώ σιγά-σιγά έκανα και περισσότερες συναυλίες.  

Ανεκπλήρωτα όνειρα έχετε, κυρία Μαρέλλι;

Βέβαια! Όνειρό μου είναι να γραφτεί μια πλήρης και ακριβής ιστορία του ελαφρού τραγουδιού, γιατί τα όσα έχουν δημοσιευτεί ως σήμερα και αποσπασματικά είναι και πάσχουν από την άποψη της ιστορικής αντικειμενικότητας. Είναι μια κατεύθυνση προς την οποία, Θεού θέλοντος, σκοπεύω να δραστηριοποιηθώ, με την αρωγή φυσικά του Συλλόγου.



Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου