24 Ιανουαρίου 2023

Γιάννης Πάριος - Όνειρα Κάνω [δισκοκριτική, 2014]


Συνεχίζοντας την ανασκόπηση των επαγγελματικών «συναντήσεων» με τον Γιάννη Πάριο, μετά την παρακολούθηση της συναυλίας Βασίλη Τσιτσάνη στο Μέγαρο Μουσικής τον Απρίλιο του 2013 (δείτε εδώ), ήρθε ο δίσκος «Όνειρα Κάνω» (2014).

Κάπως το έφερε δηλαδή κι έπεσα στο ραδιόφωνο σε ένα από τα τραγούδια του δίσκου, το "Φωτεινό Μου Καλοκαίρι". Και είχε να μου αρέσει καινούριο κομμάτι του Πάριου από το 2009. 

Οπότε αναζητήθηκε το άλμπουμ και μια κριτική γι' αυτό γράφτηκε τότε στο Avopolis –αναδημοσιεύεται τώρα κι εδώ, με μικρές, αισθητικής φύσης τροποποιήσεις.

* η κεντρική φωτογραφία προέρχεται από υλικό που κυκλοφορούσε εκείνη την περίοδο στον Τύπο, ως promo


Ο πιο ωραίος Γιάννης Πάριος που άκουσα εδώ και αρκετά χρόνια πέρασε μάλλον απαρατήρητος, σε επίπεδο δημοσιότητας. Κάτι ακούστηκε τις μέρες που το νέο άλμπουμ μοιράστηκε με την εφημερίδα «Real News», κάπου πήρε το αυτί μου και το "Τελειώσαμε Τελειώσαμε", κι αυτό ήταν όλο. 

Δεν ξέρω, βέβαια. Μπορεί η υπόθεση του «Όνειρα Κάνω» να τράβηξε σε νούμερα –άλλωστε ο Πάριος παραμένει όνομα τεράστιο για τα εγχώρια δισκογραφικά δεδομένα και κάποιες ηλικίες λειτουργούν με αντανακλαστικά που δεν πιάνουν οι μικρότεροι. Πάντως σεισμικές δονήσεις και γκραν σουξέ δεν είχαμε. Κι αυτό το ίντερνετ, πλημμυρισμένο στα δελτία Τύπου. Επίθετα, υπερθετικοί, κολακείες, θαυμαστικά... Καμία γνώμη, καμία κριτική. Τοτέμ Πάριος. Α, ναι, υπάρχει κάπου κι ένα ανάλογου προσανατολισμού κείμενο βαφτισμένο «δισκοκριτική». Εντάξει, θα βαφτίσω κι εγώ κοντοσούβλι τα κολοκύθια με τη ρίγανη και θα κοιμηθώ χορτάτος.  
 
Ο φετινός Πάριος δείχνει λιτός, ήσυχος. Δεν είναι απαραίτητα· και καμιά φωνή βάζει πού και πού, αλλά κι ένα πλήθος οργάνων θα συναντήσετε αν χαζέψετε τα credits: πιάνο, ακορντεόν, κιθάρες, μπουζούκι, μπάσο, κρουστά, σαξόφωνο, μα και νέϋ, τσέλο, ντουντούκ, ούτι, μαντολίνο. Η μισή επιτυχία του «Όνειρα Κάνω» οφείλεται λοιπόν στην ενορχήστρωση, καθώς ο Ντίνος Γεωργούντζος αποδεικνύεται άνθρωπος με πολύτιμη αίσθηση του μέτρου. Υπό τη διεύθυνσή του η πληθώρα των οργάνων σπάει, το πομπώδες αποφεύγεται κι επικρατεί μια λογική τόσο/όσο, αληθινά ευεργετική για τις ανάγκες του συγκεκριμένου υλικού. Ψιλοκλισέ βέβαια οι συνολικές διαδρομές και ολίγον α-λα-παλαιά το κλίμα, δίχως κάτι το απροσδόκητο. Όμως δεν έχει σημασία. Οὐκ ἐν τῇ καινοτομία τό εὖ. 
 
Η άλλη μισή επιτυχία του δίσκου ανήκει στον ίδιο τον Πάριο. Ούτε κι αυτός βέβαια έγραψε κάτι το συναρπαστικό (σχεδόν όλα τα τραγούδια είναι σε μουσική/στίχους δικά του), έχω μάλιστα την αίσθηση πως όσο το πάει προς το λαϊκό, τόσο μπουρδουκλώνεται στις νοσταλγίες ("Στου Κάτω Κόσμου Τα Σκαλιά") ή σε μοτίβα φθαρμένα πια από την πολυχρησία, τύπου "Του Άντρα Το Ζεϊμπέκικο". Αρκετά ωστόσο από τα τραγούδια που ακούμε εδώ –το "Φωτεινό Μου Καλοκαίρι", το ομώνυμο "Όνειρα Κάνω", το "Σαν Την Άνοιξη" ή το προαναφερθέν "Τελειώσαμε Τελειώσαμε"– δεν δυσκολεύονται να εκπέμψουν την αλήθεια του έρωτα για τον οποίον γιορτάζουν, θρηνούν ή μελαγχολούν: χωρίς φιοριτούρες και μεγαλοστομίες, εκφράζουν επιτυχώς ό,τι ο ίδιος ο Πάριος χαρακτήρισε, μιλώντας στον Νίκο Χατζηνικολάου, «πότε φουρτούνα, πότε καλοσύνη».
 
Πάνω όμως από το υλικό και τις άξιες ή ανάξιες στιγμές του, στέκουν οι ερμηνείες. Τον ακούω τον Πάριο στο «Όνειρα Κάνω» και σε τίποτα δεν μοιάζει στον αυτάρεσκο, φωνακλά και λιγωτικό τραγουδισταρά που θαύμασα και δεν θαύμασα πριν έναν χρόνο στο Μέγαρο Μουσικής. Απεναντίας μάλιστα, αν μου φέρνει κάτι κατά νου, είναι τον πατέρα μου να παίζει κιθάρα και να μουρμουρά τραγούδια έτσι για το κέφι και την πάρτη του, δίχως να ξέρει ότι είναι και κάποιος άλλος εκεί γύρω και τον ακούει. 
 
Αναβλύζει από καρδιάς ο φετινός Γιάννης Πάριος, με μια διακριτικότητα που προσωπικά με άγγιξε, θυμίζοντάς μου έναν άλλον ενδιαφέροντα σταθμό στην καριέρα του –το άλμπουμ «Βίος Ερωτικός» του 1994. Μπορεί λοιπόν να μην είναι η δική μου μουσική αυτή που παίζει εδώ, διαθέτει εντούτοις στόφα, μεράκι, αλλά κι έναν γλυκόπικρο αντίλαλο από τις μάχες των μεγάλων ερώτων της ζωής. Όσων δεν δίνονται (αναγκαστικά) σε νεαρή ηλικία.



23 Ιανουαρίου 2023

Γιάννης Πάριος: «Ο δικός μου Βασίλης Τσιτσάνης» - ανταπόκριση (2013)


Ένας χαμός έχει γίνει με κάποιες επικείμενες συναυλίες του Γιάννη Πάριου σε Αθήνα και Θεσσαλονίκη, καθώς τα διαθέσιμα εισιτήρια εξαντλούνται γοργά, οπότε μπαίνουν και νέες ημερομηνίες. 

Είναι λογικό. Τεράστιος τραγουδιστής ο Πάριος και ιδιαίτερα λαοφιλής. Έστω κι αν δεν πρόσεξε πάντα το ρεπερτόριό του. Έστω κι αν δεν διαθέτει, πια, τη φωνάρα της ακμής του. 

Κάποτε ήταν από τις φιγούρες που ταύτιζα με μια περασμένη Ελλάδα. Όμως τέτοια διαμετρήματα υπερβαίνουν από τη φύση τους αυτές τις νεανικές αφέλειες, περιόδων στις οποίες θεωρείς ότι οι δικοί σου ήρωες μπορεί να προέρχονται μόνο από την επικαιρότητα. 

Επαγγελματικά, τώρα, δεν ευτύχησα ποτέ μέχρι τώρα να συναντήσω τον Πάριο για κάποια συζήτηση. «Συναντηθήκαμε» όμως σε διάφορες περιστάσεις, με βάση αυτά που έκανε τα τελευταία 15 χρόνια.

Η παλιότερη από αυτές τις «συναντήσεις» ήταν στο Μέγαρο Μουσικής τον Απρίλιο του 2013, τότε που παρουσίασε την παράσταση «Ο δικός μου Βασίλης Τσιτσάνης». Κάπου έχω ακόμα ένα συγχαρητήριο e-mail από τον Τάσο Μαρούγκα, ο οποίος δούλεψε χρόνια στην ΕΜΙ και τον θυμάμαι ως έναν από τους καλύτερους επαγγελματίες που είχαμε στην εγχώρια δισκογραφία (σε πιο ανθηρές μέρες από τις σημερινές, βέβαια). Παρότι την κριτική μου δεν την έλεγες και θετική.

Το κείμενο πρωτοδημοσιεύτηκε, τότε, στο Avopolis και αναδημοσιεύεται τώρα κι εδώ, με μικρές, αισθητικής φύσης τροποποιήσεις.

* οι χρησιμοποιούμενες φωτογραφίες προέρχονται από υλικό που κυκλοφορούσε εκείνα τα χρόνια ως promo στον εγχώριο Τύπο 


Κι άλλος Τσιτσάνης; Πάλι Τσιτσάνης; Έχει κάποιο νόημα; Ή για ακόμα μία φορά το λαμπρό παρελθόν επιστρατεύτηκε ως διέξοδος σε ένα αχνό, μπερδεμένο παρόν; 

Έχει –κάποιο– νόημα. Έχει όσο κρατούν οι συζητήσεις για το ποιος ο μεγαλύτερος Έλληνας συνθέτης και οι απαντήσεις κινούνται μηχανικά στο δίπολο Χατζιδάκις/Θεοδωράκης, ενώ δεν ήταν κανείς απ' τους δύο. Από την άλλη, όπως ακούσαμε πολύ Χατζιδάκι μια δεκαετία/δεκαπενταετία πριν, έτσι ακούμε και πολύ Τσιτσάνη τώρα. Και πάλι όμως, ακούμε επιφανειακά. Μένουμε στον αφρό. Προσωπικά, δηλαδή, δεν αντέχω άλλο "Μπαξέ Τσιφλίκι". Και, δεν ξέρω, τέτοια τραγούδια δεν θα έπρεπε να έχουν αυτή την τύχη. Ο Γιάννης Πάριος, βέβαια, ξεκίνησε το αφιέρωμά του με το "Μπαξέ Τσιφλίκι". Διάσταση απόψεων πλήρης.

Λίγες στιγμές πιο πίσω κι ενώ περίμενα την έναρξη, ανακαλούσα προσφάτως συζητημένα Τσιτσάνεια, συναυλιακά, δισκογραφικά ή και τα δύο: ο Γιώργος Νταλάρας, πιστός στο πνεύμα μιας εποχής, μα και υπό το πρίσμα του δικού του βεληνεκούς∙ ο Γιώργος Μαργαρίτης, ίσως υπερβολικά πιστός στα περασμένα, αλλά με μια αλανιάρικη λαϊκή στόφα, συναγωνίσιμη πλέον μόνο από τον Θέμη Αδαμαντίδη∙ ο Βασιλικός των Raining Pleasure, σε μια αξιοπερίεργη απόπειρα αποδόμησης. Και τώρα ο Πάριος, σε μια προσπάθεια να τον φέρει στα μέτρα κάποιου που μεγάλωσε ακούγοντας τα συγκεκριμένα τραγούδια από τον πατέρα του, σε μια εποχή που ό,τι εκπροσωπούσε ο Βασίλης Τσιτσάνης έμπαινε πια μετά βαΐων και κλάδων στα «καθώς πρέπει» σπίτια και οι γειτονιές αντιλαλούσαν από τις επιτυχίες του.

Αν πέτυχε; Εξαρτάται σε τι βάση το βλέπετε. Στο τέλος της συναυλίας, ας πούμε, το κοινό καταχειροκροτούσε όρθιο. Μπορεί να ήταν μεγάλο ως πολύ μεγάλο σε ηλικία –σποραδικά εντόπιζες ωστόσο και νεαρά πρόσωπα, κυρίως γυναίκες– εντούτοις δεν ήταν τουρίστες: ξέρανε πολύ καλά τα τραγούδια τα οποία παίχτηκαν, στίχο με στίχο. Και δεν μιλάμε για λίγο κοινό, σημειωτέον. Γέμισε σχεδόν η αίθουσα «Χρήστος Λαμπράκης», επιβεβαιώνοντας ότι λεφτά (εξακολουθούν να) υπάρχουν.

Ας μην αφήνω περιττά υπονοούμενα, τον χειροκρότησα κι εγώ τον Γιάννη Πάριο. Ίσως όχι τόσο θερμά, καθώς οι αντιρρήσεις μου σωρός· πάντως το κέρδισε το παλαμάκι. Πες ό,τι θες για το τι τραγουδάει, παραμένει στα 67 του ένας σπουδαίος ερμηνευτής. Άλλη κλάση. Επίσης, το εννοούσε αυτό το «ο δικός μου Τσιτσάνης»: με το που βγήκε στη σκηνή αδιαφόρησε για τον κώδικα Μέγαρο και το πουτάνεψε το πράγμα –ας μου επιτραπεί η έκφραση. Μας παρότρυνε για ενεργό συμμετοχή, κατάργησε τις αποστάσεις, έκανε το Μέγαρο να θυμίζει πάλκο: «Άαντε ντε!», βρυχήθηκε σχεδόν προστακτικά βλέποντας πόσο δειλά τραγουδούσαμε μαζί του το "Σερσέ Λα Φαμ". 

Θα μου πεις, τι το ήθελε το Μέγαρο αν είχε τέτοιες διαθέσεις; Δεκτό. Πάντως Τσιτσάνης στη μούγγα, ε, δεν γινόταν. Ακόμα, δίχως να θέλω να μειώσω τον Ντίνο Γεωργούντζο, ο οποίος είχε τη μουσική διεύθυνση μιας άξιας ορχήστρας, αληθινός μαέστρος ήταν ο Πάριος. Με χέρια, πόδια, βλέμματα ή και όλα μαζί. Ακόμα κι αν είχε πλάτη τους μουσικούς και τη χορωδία –έπεσε μάλιστα και παρατήρηση σε ένα σημείο. Φοβερός τύπος. 

Κρατώ ωστόσο κάμποσες διαφωνίες. Έμεινε σε ασφαλή νερά και σε χιλιοειπωμένα τραγούδια η εκλογή του set, ενώ μιλάμε για έναν συνθέτη με παραγωγή που θα μπορούσε να τροφοδοτήσει τρεις βραδιές με εντελώς διαφορετικό πρόγραμμα. Και όταν στο δεύτερο μέρος δεν παίχτηκε το "Πάλιωσε Το Σακάκι Μου" (προσωπική απογοήτευση), θεώρησα ότι ο Πάριος το κράτησε για encore. Κι όμως, ως encore έπαιξε ξανά τη "Συννεφιασμένη Κυριακή" και το "Ξημερώνει Και Βραδιάζει"... Μα δεν είχαν προετοιμαστεί άλλα τραγούδια; Αλγεινή η εντύπωση, έστω κι αν η "Συννεφιασμένη Κυριακή" (ψιλο)ευτύχησε σε τούτη τη δεύτερη εκτέλεση, καθώς στην πρώτη –ως δεύτερο τραγούδι της βραδιάς– αποδόθηκε ως πανηγυρική Φανφάρα για τον Κοινό Άνθρωπο. Και μόνο τέτοια δεν είναι. Καμιά χαρά δεν χάθηκε, καμιά καρδιά δεν μάτωσε στην πρώτη ερμηνεία.

Σε ορισμένα τραγούδια βρέθηκαν όντως πατήματα με τον κόσμο της φωνάρας του Πάριου: βγήκε δηλαδή το απαραίτητο συναίσθημα στο "Χωρίσαμε Ένα Δειλινό", υπήρξε το ζητούμενο σκέρτσο στο "Δώδεκα Η Ώρα" κι επιτεύχθηκε σύζευξη συνθέτη-τραγουδιστή σε στιγμές όπως τα "Αχάριστη", "Το Σκαλοπάτι Σου", "Κάθε Βράδυ Πάντα Λυπημένη", "Μεσ' Την Πολλή Σκοτούρα Μου" (που άρχισε, εύστοχα, ως αργός αμανές) και "Γλυκοχαράζουν Τα Βουνά". Ως γενική εντύπωση, όμως, δεν βρήκα ότι ο Τσιτσάνης πήγαινε στον Πάριο. Ή ο Πάριος στον Τσιτσάνη. 

Ο Τσιτσάνης του Πάριου δεν στερούνταν οπτικής, άποψης, εξοικείωσης, αγάπης εκ μέρους του δημοφιλούς ερμηνευτή. Αλλά, προσαρμοσμένος στο λαρύγγι του, ξεμάκρυνε αισθητά από το λιτό, δωρικό, συγκρατημένο στιλ με το οποίο τον γνωρίζουμε από τη δισκογραφία. Ράφτηκε στα μέτρα ενός τραγουδισταρά φωνακλά, υπερβολικού, θεατρίνου, ενίοτε αυτάρεσκου και συναισθηματικώς λιγωτικού: με ενόχλησαν τα τόσα «εεεε» και «αααα» και «πάμε!», αν και κατά τη διάρκεια της βραδιάς συμφιλιώθηκα μαζί τους, διότι αυτός είναι ο Πάριος βρε παιδί μου, έτσι το νιώθει το τραγούδι, έτσι μπορεί να βγει να στο πει. 

Το εκτίμησα λοιπόν που δεν προσπάθησε να δειχτεί ως κάποιος άλλος, τάχα μου πιο σοβαρός. Γι' αυτό και θα το ξαναπώ: ο δικός του Τσιτσάνης δεν στερούνταν οπτικής, άποψης, εξοικείωσης, αγάπης. Και, εκ του αποτελέσματος, ταυτίστηκε πλήρως με τον Τσιτσάνη του κοινού που είχε έρθει ως το Μέγαρο, το οποίο προφανώς αγαπά το μπουζούκι του πιο «ευρωπαϊκόν», πιο ελαφρό και εκπολιτισμένο, όπως εύστοχα σημείωνε ήδη από το 1953 η Ελένη Βλάχου (σε χρονογράφημά της στην «Καθημερινή», 26/7/1953). Δεν ταυτίστηκε, όμως, με τον δικό μου Τσιτσάνη. Εξακολουθώ να τον προτιμώ πιο βαρύ και κάπως σκέτο.



20 Ιανουαρίου 2023

Διάφοροι - Κατακαημένε Σκόπελε... Επιτόπιες Ηχογραφήσεις Του Μάρκου Φ. Δραγούμη (1967) [δισκοκριτική, 2016]


Η εντύπωση που αποκόμισα από τον μουσικολόγο Μάρκο Φ. Δραγούμη, στη σύντομη γνωριμία μαζί του όταν επισκέφτηκα (το 2008, νομίζω) το «Μουσικό Λαογραφικό Αρχείο Μέλπως Μερλιέ», ήταν ενός αυστηρού μα και ανάλαφρου συνάμα ανθρώπου. Ο οποίος είχε βαθιές γνώσεις πάνω στην εγχώρια παράδοση, συμπεριλαμβανομένων των βυζαντινών.

Η ανακοίνωση του θανάτου του σκόρπισε θλίψη, άσχετα αν ήρθε στα 89, από φυσικά αίτια: θα λείψει ένας σημαντικός και αναντικατάστατος άνθρωπος και μελετητής.

Ως φόρο τιμής, λοιπόν, επιστρέφουμε σήμερα στον δίσκο «Κατακαημένε Σκόπελε...», ο οποίος βασίστηκε σε επιτόπιες ηχογραφήσεις του Δραγούμη στο νησί αυτό των Βορείων Σποράδων. Ο ίδιος τις έκανε το 1967, μα χρειάστηκαν πολλά χρόνια πριν δουν το φως της δημοσίευσης, χάρη στο φροντισμένο βιβλίο/CD από την Εκδοτική Δημητριάδος (2016), που είχε ως «πιλότο» του τον ακούραστο Κωστή Δρυγιανάκη. 

Μια κριτική παρουσίαση πρωτοδημοσιεύτηκε τότε στο Avopolis και αναδημοσιεύεται τώρα κι εδώ –με μικρές, αισθητικής φύσης τροποποιήσεις.

* η χρησιμοποιούμενη φωτογραφία του Μάρκου Φ. Δραγούμη ανήκει στο Μουσικό Λαογραφικό Αρχείο Μέλπως Μερλιέ


Ίσως γιατί ποτέ δεν τις επισκέφθηκα, οι Σποράδες παρέμειναν σε μια άκρη του μυαλού μου ως ένας τόπος μεταξύ πραγματικότητας και φαντασίας, σαν βγαλμένος από τις «Παγανιστικές Δοξασίες στη Θεσσαλική Επαρχία» του Χρυσόστομου Τσαπραΐλη: λίγο εκείνα τα Δαιμονονήσια, όπως ήταν γνωστές επί Τουρκοκρατίας, λίγο οι διηγήσεις για τον δράκο που κατοικοέδρευε στη Σκόπελο και σκότωσε στους πρώτους χριστιανικούς αιώνες ο Άγιος Ρηγίνος, λίγο ότι οι χάρτες στο σχολείο τις αποκαλούσαν «Βόρειες Σποράδες» κι εμείς ψάχναμε με περιέργεια (ματαίως, βέβαια) τις Νότιες, έγινε η δουλειά. Ο Μάρκος Φ. Δραγούμης, από την άλλη –αυτός ο σπουδαίος μουσικολόγος– τις επισκέφθηκε, τη Σκόπελο τουλάχιστον. Και με σχεδόν μισό αιώνα καθυστέρηση μας παρουσιάζει εδώ ένα λίαν ενδιαφέρον πορτραίτο της μουσικής ζωής που κάποτε άνθιζε εκεί. 

Η λαογραφική αξία αυτών των ηχογραφήσεων είναι βέβαια ανεκτίμητη και δεν χωρά στις βαθμολογίες των δισκοκριτικών. Υπάρχει ωστόσο ένα ενδιαφέρον χαρακτηριστικό, που δεν είναι πάντοτε δεδομένο σε τέτοιου είδους εκδόσεις: ότι τα όσα ακούμε εδώ τυγχάνουν και «ωραία», είναι δηλαδή ικανά να αγγίξουν και το αυτί του μη ειδικευμένου, απλού ακροατή σε ένα καθαρά συναισθηματικό επίπεδο. Ο τελευταίος, μάλιστα, έχει να ωφεληθεί πολύ από τη συνολική έκδοση των 96 σελίδων, τόσο από τον γλαφυρό πρόλογο του Δραγούμη, όσο και από την εποπτεία του Χρήστου Γ. Καλαντζή στην ιστορία της Σκοπέλου, κυρίως δε από το κατατοπιστικότατο εισαγωγικό κείμενο που υπογράφει ο «πιλότος» της όλης προσπάθειας, ο ακούραστος Κωστής Δρυγιανάκης. Χτίζεται λοιπόν μια πολυσύνθετη εμπειρία, η οποία απευθύνεται και στον εγκέφαλο, μα δεν ξεχνά και την καρδιά. 

Περνώντας στο ψητό, εδώ έχουμε ένα CD με 40 κομμάτια χωρισμένα σε πέντε μεγάλες ενότητες (τραγούδια του Χορού, του Γάμου, του Ετήσιου Εορταστικού Κύκλου, της Θάλασσας και Ξενιτειάς, Αμανέδες), τις οποίες συμπληρώνει ένα μοναχικό νανούρισμα, αφοπλιστικά ερμηνευμένο από τη Μοσχάνθη Σιναΐτη (1912-1996). Πρόκειται για άριστη δόμηση, που επιτρέπει να παρακολουθήσεις πολλές περιστάσεις της σκοπελίτικης καθημερινότητας από όσες έδιναν στους κατοίκους αφορμή για μουσική και τραγούδι. Η όλη υπόθεση, μάλιστα, λαμβάνει αυτομάτως μεγαλύτερες διαστάσεις αν συνειδητοποιήσεις ότι έρχεσαι σε επαφή με έναν κόσμο χαμένο πια ακόμα και για τους ίδιους τους Σκοπελίτες: η ταχεία ομογενοποίηση του εγχώριου λαϊκού πολιτισμού λόγω της τεχνολογίας (ραδιόφωνο, τηλεόραση) και της γενικότερης μείωσης των παλαιών αποστάσεων, έστειλε στη λήθη ένα μεγάλο κομμάτι του ντόπιου ρεπερτορίου. Για τους πρωταγωνιστές όμως αυτού του CD, που δεν έχουν δει το μέλλον, παραμένει μία ζώσα μνήμη. 

Πολύ ενδιαφέρουσα, επίσης, αποδεικνύεται και η τοποθέτηση της μουσικής στο κοινωνικό περιβάλλον μιας εποχής κατά την οποία δεν είχε αναπτυχθεί ο τουρισμός, οπότε ευημερούσαν ακόμα οι τεχνίτες και επαγγελματίες. Οι Σκοπελίτες που ακούμε εδώ ήταν ερασιτέχνες: για εκείνους, η μουσική αποτελούσε μεράκι και τρόπο συμπληρωματικού εισοδήματος. Ασφαλώς, η αριστεία σε ένα όργανο μπορούσε να προσδώσει κύρος εντός κοινότητας· όμως το κυρίως επάγγελμα παρέμενε μια διαφορετική ιστορία. 

Έτσι, ο βιολιστής λ.χ. Κώστας Λιθαδιώτης (1915-2004) διατηρούσε ταβέρνα και ύστερα περίπτερο, ο τραγουδιστής Σπύρος Στιβαχτής (1881-1967) ήταν βοσκός, ενώ ο οργανοπαίχτης/τραγουδιστής Τριαντάφυλλος Μπουνταλάς (1927-2012) υπήρξε εξέχων μικροναυπηγός. Όπως θαυμάσια παρατηρεί ο Δρυγιανάκης, αντιμετωπίζοντας τους ηχογραφούμενους σαν πρόσωπα και όχι σαν ανώνυμο λαό (καταγράφοντας δηλαδή ηλικίες, επαγγέλματα, μορφωτικό επίπεδο κτλ.), ο Δραγούμης αναδεικνύεται σε προδρομική μορφή των πιο σύγχρονων τάσεων στην εθνομουσικολογία/ανθρωπολογία. Εκείνων που μεταθέτουν τη συζήτηση από τις ρίζες στις διαδρομές.

Η κουβέντα για την παρούσα έκδοση, τώρα, δύσκολα τελειώνει. Είναι άλλωστε τόσες οι ιστορίες και οι λεπτομέρειες που μπλέκονται με τα τραγούδια, ώστε δημιουργείται ένας κόσμος ολόκληρος γύρω από το κάθε ένα από αυτά –κόσμος που δεν γίνεται να χωρέσει σε μία κριτική. Κι αν ηχητικά το ευρύ πλαίσιο του πολιτισμού των Σποράδων δείχνει γνώριμο, με την κυριαρχία π.χ. του κλαρίνου και τις μάλλον οικείες, νησιώτικες διαδρομές των βιολιών, τα όσα ανθολογούνται εδώ έχουν αρκετή αυτόνομη ομορφιά και «χρώμα», ώστε να τέρπουν και δίχως καμία από τις παραπάνω αναλύσεις. 

Μερικά χαρακτηριστικά καλούδια είναι τα "Παίρνω Τ' Αρμιδάκι Μου" και "Περιβολαριά Μου" με τη φωνή του Μπουνταλά, το "Χίλια Καλώς Ορίσετε" με την Ευλαλία Παχή, τα εποχιακά "Σήκω Λάζαρε" και "Άιντε Να Πάμε, Βλάχα" με τη Διαμαντούλα Κεχριώτη (το δεύτερο σε ντουέτο με τον σύζυγό της, Μιχάλη), ο αμανές "Δεν Ημπορώ Να(ι) Κλαίγω Πια" με τον εντυπωσιακό Νίκο Κορέντη, αλλά και τα υπέροχα κάλαντα των Φώτων όπως τα λέει ο Στιβαχτής, ο οποίος τραγουδά επίσης και το ρεμπέτικο "Τι Σου 'Φταιξα, Κυρ Λοχαγέ" –δείγμα ότι ήδη από τα τέλη της δεκαετίας του 1960 στη ζωή του νησιού είχε εισέλθει κι ένα πιο «εθνικό» ρεπερτόριο. 

Ιδιαίτερη αξία έχουν όμως και οι δύο καταγεγραμμένες αφηγήσεις, που  σωστά επιλέχθηκε να φιλοξενηθούν, αφού τρόπον τινά συμπληρώνουν ένα ζωντανό παζλ γύρω από τη γενικότερη καθημερινότητα στο νησί στους παλιότερους καιρούς: στη μία, ο Μπουνταλάς μας ξεναγεί στο έθιμο της τράτας· στην άλλη, ο Παρίσης Βαλσαμάκης (1897-1989), ο αφανής «ήρωας» πίσω από τις παρούσες ηχογραφήσεις, μιλάει για το αλλοτινό ζύγισμα του κρασιού. Του προϊόντος δηλαδή για το οποίο φημιζόταν η Σκόπελος ήδη από την αρχαιότητα (πριν τη ναυτική άνοδο της Αθήνας, η πόλη-κράτος Πεπάρηθος πλούτισε εμπορευόμενη τον ξακουστό «πεπαρήθιο οίνο»), μέχρι την ολοκληρωτική καταστροφή των αμπελώνων της από φυλλοξήρα. Καθώς αυτή είχε συντελεστεί όταν ο Δραγούμης επισκέφθηκε το νησί, ο Βαλσαμάκης διηγείται κάτι ήδη χαμένο (εξ ου και το «αλλοτινό»), που όμως λόγω ηλικίας είχε προλάβει να το βιώσει, έστω και στη ραγδαία του παρακμή.  

Περιττεύει να πω πόσο πολύτιμες υπηρεσίες προσφέρει μια τέτοια έκδοση στον τόπο μας, στον πολιτισμό μας, στο πώς νοούμε, κατασκευάζουμε και εν τέλει αποτιμούμε την παράδοσή μας, στο τι μπορεί να γίνεται εκείνη πέφτοντας στον ορμητικό χείμαρρο της Ιστορίας (εδώ ας πούμε εξαφανίζεται, πριν καν έρθει η Παγκοσμιοποίηση): είναι πολύ εύστοχη η φράση «για την αναβάθμιση της πνευματικής ζωής της ευρύτερης περιοχής» που χρησιμοποιεί στον χαιρετισμό του ο Σεβασμιώτατος Μητροπολίτης Χαλκίδας κ. Χρυσόστομος. Όσο για εμένα, ξαναγυρνώντας στις σκέψεις της εισαγωγικής παραγράφου, νομίζω ότι η κυκλοφορία αυτή τόνωσε λίγο περισσότερο τις φανταστικές ιδιότητες που έχουν αποκτήσει οι Σποράδες στο μυαλό μου. Κάτι που πάντα για καλό το έχω. 



19 Ιανουαρίου 2023

Merciless - ανταπόκριση (2017)


Συναυλίες στις οποίες πήγες, τις χάρηκες, μα σχεδόν δεν τις θυμάσαι πια. Δεν συμβαίνει συχνά, όμως με τόσα χιλιόμετρα που έχει γράψει πια το σχετικό «κοντέρ» σε 19 χρόνια (αισίως) επαγγελματικού βίου, υπάρχουν και τέτοιες περιπτώσεις. Οι οποίες αποδεικνύουν πόσο χρήσιμο είναι να κρατάς αρχείο και σημειώσεις, ώστε να συμπληρώνεται η μνήμη όποτε κρίνεται αναγκαίο.

Μια τέτοια περίπτωση είναι λοιπόν και το λάιβ των Merciless τον Οκτώβριο του 2017, στο «Κύτταρο». Όταν οι Σουηδοί ήρθαν για πρώτη –και τελευταία, μιας και αποσύρονταν πια, τουλάχιστον από τις ζωντανές εμφανίσεις– φορά στα μέρη μας, κυλώντας μας με ανελέητη βία στον λασπωμένο τους death metal βόρβορο.

Μια ανταπόκριση για τη βραδιά πρωτοδημοσιεύτηκε τότε στο Avopolis και αναδημοσιεύεται τώρα κι εδώ, με μικρές, αισθητικής φύσης τροποποιήσεις.

* οι χρησιμοποιούμενες φωτογραφίες προέρχονται από το Facebook των συγκροτημάτων


Στη χαλαρά γεμάτη πλατεία του Κυττάρου, το χτύπημα των Merciless ήταν ανελέητο, όνομα και πράγμα: οι Σουηδοί μπορεί να μην το είχαν πολύ στο επικοινωνιακό κομμάτι, «μίλησαν» όμως με τη μουσική τους σφραγίζοντας την πρώτη μα και τελευταία τους επίσκεψη στην Ελλάδα με μια πωρωτική εμπειρία –η μπάντα αποσύρεται στα τέλη της χρονιάς, οπότε η παρούσα περιοδεία κλείνει για 2η φορά την ιστορία τους, μετά την πρώτη διάλυση του 1994. 

Πριν όμως από τους πρωταγωνιστές, είδαμε τους «δικούς μας» Amken να παίζουν φουλ thrash metal επίθεση, κερδίζοντας το χειροκρότημα των λίγων, μέχρι εκείνη την ώρα, θεατών. Η τετράδα έβγαλε μόλις φέτος την πρώτη της ολοκληρωμένη δουλειά Theater Of The Absurd (είχαν κι ένα ΕΡ το 2014) και πρόσφερε ένα θαυμάσιο support set, βουτηγμένο τόσο στον νεανικό της ενθουσιασμό, όσο και στα διαχρονικά Bay Area νάματα που όπλισαν το μεταλλικό της πολυβόλο. 


Σφιχτός ήχος, καλοπροβαρισμένο αποτέλεσμα και άριστο «σερβίρισμα», τέτοια δε περιστροφή μακριού μαλλιού σαν κι αυτή του κιθαρίστα Γιάννη Καρακούλια, είχα πραγματικά χρόνια να δω. Μάλιστα, στο κλείσιμο του set έδωσαν κι έναν πιο πολιτικό τόνο (για όσους πρόσεξαν το σχόλιο), προλογίζοντας το "Obedient Dogs". Το γεγονός λοιπόν ότι οι Αθηναίοι φεύγουν ευρωπαϊκή περιοδεία με τους Gorgoroth, μόνο τυχαίο μην το θεωρήσετε. 

Οι Merciless, τώρα, έγιναν δεκτοί με ιαχές ενθουσιασμού, αν και στη διάρκεια της βραδιάς ο επιβλητικός μουστάκιας Peter Stjärnvind ζήτησε περισσότερη φασαρία από το κοινό για χατίρι της πρώτης και τελευταίας (το τόνισε) συναυλίας τους στην Ελλάδα. Για πρώτη και τελευταία επίσκεψη, πάντως, ούτε εκείνοι υπήρξαν και οι πιο επικοινωνιακοί. Ωστόσο κανείς δεν χρειάστηκε περισσότερα λόγια από την ώρα που άνοιξαν οι ενισχυτές και ξεχύθηκε ασυγκράτητο εκείνο το βορβορώδες thrash/death υβρίδιο που 25 χρόνια πριν έκανε τον Euronymous των Mayhem να τους υπογράψει στη Deathlike Silence, χαρίζοντας στο ντεμπούτο τους The Awakening ένα cult στάτους που ακόμα καλά κρατεί στη συνείδηση των ενημερωμένων μεταλλάδων. 

Οι Σουηδοί δεν έπαιξαν πολλή ώρα, αλλά το set που παρουσίασαν ήταν σφιχτό και μελετημένο, προσανατολισμένο στον ήχο τον οποίον είχαν στο The Awakening· επιλογή ιστορικά συνεπής για αυτήν την τελευταία περιοδεία και οπωσδήποτε δημοφιλέστερη, καθώς όσοι προτιμούμε το 3ο τους άλμπουμ Unbound (1994) είμαστε αισθητά λιγότεροι. Όχι ότι δεν παίχτηκαν και επιλογές από εκείνο, σαν τον ομώνυμο ύμνο ή το "The Land I Used To Walk". Όμως η πιο μελωδική τους αίσθηση υποχώρησε χάριν της ωμής αγριάδας που χάρισε στη μπάντα τη φήμη της στο metal underground –εξού και απουσίασε από τη setlist μια επιλογή σαν το "Back To North", η οποία θα φάνταζε «κατάλληλη» για αποχαιρετιστήρια τουρνέ. 

Οι κιθαριές ήταν κολασμένες, τα φωνητικά του Rogga ένας λασπωμένος βόρβορος, ο Stjärnvind έστηνε εκπληκτικά ντουέτα με τις αλάνθαστες μπασογραμμές του νεαρότερου μα έμπειρου Joseph Tholl, ενώ ο Stefan Carlsson αποτυπώθηκε φρενιασμένος στα ντραμς, αφήνοντάς μας να αναρωτηθούμε και για το τατουάζ το οποίο κοσμούσε το γυμνό του στήθος –ένα λαβκραφτικό πλάσμα σαν υβρίδιο μεταξύ χταποδιού και κάποιας οντότητας με δενδροειδή χαρακτηριστικά. Στις πρώτες σειρές είχαμε  σχιζοφρένεια και ξύλο ήδη από νωρίς, κατάσταση που κορυφώθηκε στη λήξη του κανονικού μέρους του προγράμματος, όταν οι Merciless μετατράπηκαν σε βλάσφημους ψυχοπομπούς τραγουδώντας το "Souls Of The Dead". Έπειτα, δε, στο φινάλε του encore, μετατράπηκε σε μαζική φρενίτιδα, υπό τους καταιγιστικούς ήχους του "Pure Hate". 

Εκεί είπαμε και τα αντίο μας, χωρίς πολλά-πολλά και δίχως μελοδράματα, όπως άρμοζε στη μουσική την οποία υπηρέτησαν. Ήταν οι Merciless και έπαιζαν rock 'n' roll, όπως χαρακτηριστικά μας είπε ο Stjärnvind σε ένα σημείο του live, με τα βαριά αγγλικά του. Στον γυρισμό από το Κύτταρο σκεφτόμουν ότι είχε απόλυτο δίκιο, αν και μάλλον θα ήταν κάπως δύσκολο να εξηγήσει κανείς αυτήν τη συγγένεια στον πρόσφατα θανόντα Fats Domino.



18 Ιανουαρίου 2023

Kamelot - ανταπόκριση (2017)


Τα νέα για τη δισκογραφική επιστροφή των Αμερικανών Kamelot, οι οποίοι ανακοίνωσαν τον 13ο τους δίσκο για τον Μάρτιο, με έκαναν να θυμηθώ τη βραδιά του Νοεμβρίου 2017, όταν πήγα να τους δω στο (κατάμεστο) «Gagarin». Εκείνες τις μέρες, μάλιστα, έκανα και μια συνέντευξη μαζί τους, μιας και είχαν 10 χρόνια να φανούν στη χώρα μας, οπότε είχε δημιουργηθεί αρκετό ενδιαφέρον για τον εν λόγω ερχομό τους (περισσότερα εδώ).

Φίλος της μουσικής τους δεν υπήρξα ποτέ. Αλλά αυτή η απίστευτη κερκίδα που έστησε για χάρη τους το αθηναϊκό κοινό, πηγαίνοντας πάνω-κάτω επί 1,5 ώρα, χαράχτηκε ανεξίτηλα στη μνήμη μου, δείχνοντας ότι είναι μπάντα με αυθεντικές «ρίζες» στα εγχώρια γούστα. Πιστεύω χαράχτηκε και σε εκείνη του frontman Tommy Karevik, για τον οποίον ήταν η πρώτη φορά στην Ελλάδα.

Μια ανταπόκριση για τη βραδιά δημοσιεύτηκε τότε στο Avopolis και αναδημοσιεύεται τώρα κι εδώ, με μικρές, αισθητικής φύσης τροποποιήσεις.

* οι χρησιμοποιούμενες φωτογραφίες προέρχονται από τη συναυλία και ανήκουν στον Θάνο Λαΐνα. Άρεσαν μάλιστα τόσο, ώστε ταξίδεψαν και στο διεθνές fan club των Kamelot


Δεν είχε καμία σημασία αν οι Kamelot είχαν 10 χρόνια να έρθουν στην Ελλάδα, αν διάφοροι μεταλλοπιουρίστες τους θεωρούν «ποπ», αν το εισιτήριο έκανε 30 ευρώ ή αν τη θέση του Roy Khan πίσω από το μικρόφωνο κατέχει πλέον ο Tommy Karevik. Το «Gagarin» γέμισε πάνω και κάτω ήδη από τις 21.00 και ο κόσμος τους υποδέχθηκε με μια εκκωφαντική έκρηξη χαράς, κάνοντας σαν τρελός, όσο τραγουδούσε με τα χέρια σηκωμένα ψηλά τους στίχους του "Veil Of Elysium". Στήνοντας με λίγα λόγια μια απίστευτη κερκίδα, την πιο θεαματική που έχω δει σε εγχώρια συναυλία εδώ και χρόνια· η οποία δεν κόπασε σε παλμό και συμμετοχή ούτε στιγμή μέχρι το τέλος της βραδιάς. 

Από την πλευρά τους, οι Kamelot ρούφηξαν την όλη ενέργεια εξίσου ενθουσιωδώς και μάσησαν σίδερα με την επί σκηνής τους παρουσία, πείθοντας και τον πιο επιφυλακτικό ότι πίσω από το άρτια στημένο σόου και τον τετραγωνισμένο επαγγελματισμό υπάρχει μια μπάντα που πραγματικά το ευχαριστιέται. Όσο καλογυαλισμένος κι αν έγινε με τα χρόνια ο ήχος τους υπό τη μπαγκέτα του Sascha Paeth, όση ροπή κι αν εμφανίζουν τα πλήκτρα του Oliver Palotai προς την ψευδοεπικότητα και το «δεύτερο» μελό, οι κιθαριές του ηγέτη Thomas Youngblood φτάνουν και περισσεύουν για να διατηρούν τη heavy metal συνισταμένη, μαζί με τη δουλειά που ρίχνουν οι Sean Tibbetts & Casey Grillo σε μπάσο και τύμπανα αντίστοιχα. Δεν υπήρχε λοιπόν καμία έκπληξη στο πόσο αποτελεσματικοί αποτυπώθηκαν και οι τρεις, με τον Youngblood ειδικότερα να αποθεώνεται συχνά για τη φρενιασμένη του απόδοση. Κι εκείνος, όμως, φρόντισε να διαβεβαιώσει ότι δεν θα αργήσουμε να τους ξαναδούμε, με την υποδοχή που τους επιφυλάξαμε. 

Τα υπόλοιπα, τώρα, τα ανέλαβε όλα ο Karevik. Και τα πέρα/δώθε στη σκηνή και το πώς θα έμενε αναμμένη η «φωτιά» που πήρε ο κόσμος και την επικοινωνία μαζί του και βέβαια το κουβάλημα του μεγαλύτερου όπλου που διαθέτουν οι συνθέσεις των Kamelot: τις μελωδίες εκείνες που σε ωθούν να τραγουδήσεις κι εσύ μαζί τους, ακόμα και με συνοδευτικά επιφωνήματα. Σε όλα του υπήρξε αλάνθαστος ο Σουηδός τραγουδιστής, με αποτέλεσμα να μη λείψει εν τέλει ο προκάτοχός του, ούτε καν στους παλιούς fans. Ικανός για λαμπερές ερμηνείες οι οποίες δεν σκεπάζονταν από την ένταση των οργάνων και με σύμμαχο τον καλό ήχο και τους εύστοχους φωτισμούς, ο Karevik έγινε η ψυχή του σόου. Και φάνηκε να συγκινείται από τη θέρμη με την οποία τον δέχτηκε ο κόσμος σε αυτόν την πρώτο του ερχομό στην Αθήνα, εξού και μας διηγήθηκε για την παιδική επίσκεψή του στη Ρόδο, ένα καλοκαίρι που ήρθε με την οικογένειά του για τουρισμό. Μάλιστα, έμαθε να παραγγέλνει και παγωτό στα ελληνικά, φράση που ακόμα θυμόταν μια χαρά. 

Ένα ακόμα στιγμιότυπο που πρόσφερε γέλιο στο κοινό, ήταν όταν ο Youngblood μας προέτρεψε να τραγουδήσουμε «happy birthday» στον Tibbetts για τα πρόσφατά γενέθλιά του, φέρνοντας έναν γύρο σφηνάκια ...ούζου στα υπόλοιπα μέλη της μπάντας –εννοείται νομίζω ότι όλο το «Gagarin» ανταποκρίθηκε στο κάλεσμα από καρδιάς. Από άποψη setlist, τώρα, υπήρξε η αναμενόμενη εστίαση στο Haven του 2015 (γι' αυτό και περιοδεύουν, άλλωστε), ακούστηκαν όμως και αγαπημένα κομμάτια σαν το "Center Of The Universe" και το "The Great Pandemonium", ενώ το encore είχε "Sacrimony (Angel Οf Afterlife)" και "March Of Mephisto".


Αν αστόχησαν κάπου οι Kamelot, ήταν στην επιμονή τους να υπάρχει drum αλλά και keyboard solo, μια τακτική παρωχημένη πια, απόηχος των arena hard rock προτιμήσεων του αμερικάνικου κοινού της δεκαετίας του 1980. Οφείλω ωστόσο να καταγράψω ότι αμφότερα ήταν σύντομα, οπότε δεν διέκοψαν ιδιαίτερα τη ροή, όπως και ότι ο κόσμος στο «Gagarin» φάνηκε να τα απολαμβάνει. Ένα επιπλέον προβληματάκι σημειώθηκε και στην απόδοση του "Liar Liar (Wasteland Monarchy)", που δεν στάθηκε νομίζω αντίστοιχη του άλμπουμ, ίσως γιατί, παρά τις φιλότιμες προσπάθειές τους, η Kobra Paige (των Kobra And The Lotus) και η δεύτερη ξανθιά κυρία, οι οποίες ανέλαβαν τα γυναικεία φωνητικά της βραδιάς, δεν κατάφεραν να παραβγούν με την Alissa White-Gluz των Arch Enemy, που συμμετέχει στη στούντιο εκτέλεση. Δεν είναι κι εύκολο, εδώ που τα λέμε... 

Τίποτα από αυτά, πάντως, δεν αμαύρωσε ούτε στο ελάχιστο τις εντυπώσεις από μια πραγματικά εκρηκτική βραδιά, η οποία στάθηκε διαφήμιση της συναυλιακής εμπειρίας, πέρα από γούστα και προτιμήσεις. Ορισμένοι που διαρκώς γκρινιάζουν για το πού πάει το εγχώριο κοινό (και κυρίως πού δεν πάει), θα πρέπει να κάνουν δώρο στους εαυτούς τους μια τέτοια βραδιά. Θα κατανοήσουν πολλά. 


Πριν τους Kamelot, εντωμεταξύ, είδαμε τους Λαρισαίους Sunburst, ένα power metal σχήμα το οποίο στάθηκε πολύ καλά και εισέπραξε κάμποσα χειροκροτήματα, έστω κι αν το κοινό ανυπομονούσε για τους πρωταγωνιστές. Παρότι το υλικό που μας έπαιξαν –κυρίως από το περσινό τους ντεμπούτο Fragments Of Creation– έμεινε πολύ στην πεπατημένη του είδους και δεν διέθετε εκπλήξεις, με αποτέλεσμα κάπως να κουράσει από ένα σημείο κι έπειτα, έδειξαν ότι είναι σφιχτοδεμένη μπάντα: με γερό κιθαρίστα (Gus Drax) κι έναν τραγουδιστή  (Βασίλης Γρηγορίου) ταμάμ για όσα αγαπάνε, τόσο σε εμφάνιση, όσο και σε φωνητικές δυνατότητες.