23 Ιανουαρίου 2023

Γιάννης Πάριος: «Ο δικός μου Βασίλης Τσιτσάνης» - ανταπόκριση (2013)


Ένας χαμός έχει γίνει με κάποιες επικείμενες συναυλίες του Γιάννη Πάριου σε Αθήνα και Θεσσαλονίκη, καθώς τα διαθέσιμα εισιτήρια εξαντλούνται γοργά, οπότε μπαίνουν και νέες ημερομηνίες. 

Είναι λογικό. Τεράστιος τραγουδιστής ο Πάριος και ιδιαίτερα λαοφιλής. Έστω κι αν δεν πρόσεξε πάντα το ρεπερτόριό του. Έστω κι αν δεν διαθέτει, πια, τη φωνάρα της ακμής του. 

Κάποτε ήταν από τις φιγούρες που ταύτιζα με μια περασμένη Ελλάδα. Όμως τέτοια διαμετρήματα υπερβαίνουν από τη φύση τους αυτές τις νεανικές αφέλειες, περιόδων στις οποίες θεωρείς ότι οι δικοί σου ήρωες μπορεί να προέρχονται μόνο από την επικαιρότητα. 

Επαγγελματικά, τώρα, δεν ευτύχησα ποτέ μέχρι τώρα να συναντήσω τον Πάριο για κάποια συζήτηση. «Συναντηθήκαμε» όμως σε διάφορες περιστάσεις, με βάση αυτά που έκανε τα τελευταία 15 χρόνια.

Η παλιότερη από αυτές τις «συναντήσεις» ήταν στο Μέγαρο Μουσικής τον Απρίλιο του 2013, τότε που παρουσίασε την παράσταση «Ο δικός μου Βασίλης Τσιτσάνης». Κάπου έχω ακόμα ένα συγχαρητήριο e-mail από τον Τάσο Μαρούγκα, ο οποίος δούλεψε χρόνια στην ΕΜΙ και τον θυμάμαι ως έναν από τους καλύτερους επαγγελματίες που είχαμε στην εγχώρια δισκογραφία (σε πιο ανθηρές μέρες από τις σημερινές, βέβαια). Παρότι την κριτική μου δεν την έλεγες και θετική.

Το κείμενο πρωτοδημοσιεύτηκε, τότε, στο Avopolis και αναδημοσιεύεται τώρα κι εδώ, με μικρές, αισθητικής φύσης τροποποιήσεις.

* οι χρησιμοποιούμενες φωτογραφίες προέρχονται από υλικό που κυκλοφορούσε εκείνα τα χρόνια ως promo στον εγχώριο Τύπο 


Κι άλλος Τσιτσάνης; Πάλι Τσιτσάνης; Έχει κάποιο νόημα; Ή για ακόμα μία φορά το λαμπρό παρελθόν επιστρατεύτηκε ως διέξοδος σε ένα αχνό, μπερδεμένο παρόν; 

Έχει –κάποιο– νόημα. Έχει όσο κρατούν οι συζητήσεις για το ποιος ο μεγαλύτερος Έλληνας συνθέτης και οι απαντήσεις κινούνται μηχανικά στο δίπολο Χατζιδάκις/Θεοδωράκης, ενώ δεν ήταν κανείς απ' τους δύο. Από την άλλη, όπως ακούσαμε πολύ Χατζιδάκι μια δεκαετία/δεκαπενταετία πριν, έτσι ακούμε και πολύ Τσιτσάνη τώρα. Και πάλι όμως, ακούμε επιφανειακά. Μένουμε στον αφρό. Προσωπικά, δηλαδή, δεν αντέχω άλλο "Μπαξέ Τσιφλίκι". Και, δεν ξέρω, τέτοια τραγούδια δεν θα έπρεπε να έχουν αυτή την τύχη. Ο Γιάννης Πάριος, βέβαια, ξεκίνησε το αφιέρωμά του με το "Μπαξέ Τσιφλίκι". Διάσταση απόψεων πλήρης.

Λίγες στιγμές πιο πίσω κι ενώ περίμενα την έναρξη, ανακαλούσα προσφάτως συζητημένα Τσιτσάνεια, συναυλιακά, δισκογραφικά ή και τα δύο: ο Γιώργος Νταλάρας, πιστός στο πνεύμα μιας εποχής, μα και υπό το πρίσμα του δικού του βεληνεκούς∙ ο Γιώργος Μαργαρίτης, ίσως υπερβολικά πιστός στα περασμένα, αλλά με μια αλανιάρικη λαϊκή στόφα, συναγωνίσιμη πλέον μόνο από τον Θέμη Αδαμαντίδη∙ ο Βασιλικός των Raining Pleasure, σε μια αξιοπερίεργη απόπειρα αποδόμησης. Και τώρα ο Πάριος, σε μια προσπάθεια να τον φέρει στα μέτρα κάποιου που μεγάλωσε ακούγοντας τα συγκεκριμένα τραγούδια από τον πατέρα του, σε μια εποχή που ό,τι εκπροσωπούσε ο Βασίλης Τσιτσάνης έμπαινε πια μετά βαΐων και κλάδων στα «καθώς πρέπει» σπίτια και οι γειτονιές αντιλαλούσαν από τις επιτυχίες του.

Αν πέτυχε; Εξαρτάται σε τι βάση το βλέπετε. Στο τέλος της συναυλίας, ας πούμε, το κοινό καταχειροκροτούσε όρθιο. Μπορεί να ήταν μεγάλο ως πολύ μεγάλο σε ηλικία –σποραδικά εντόπιζες ωστόσο και νεαρά πρόσωπα, κυρίως γυναίκες– εντούτοις δεν ήταν τουρίστες: ξέρανε πολύ καλά τα τραγούδια τα οποία παίχτηκαν, στίχο με στίχο. Και δεν μιλάμε για λίγο κοινό, σημειωτέον. Γέμισε σχεδόν η αίθουσα «Χρήστος Λαμπράκης», επιβεβαιώνοντας ότι λεφτά (εξακολουθούν να) υπάρχουν.

Ας μην αφήνω περιττά υπονοούμενα, τον χειροκρότησα κι εγώ τον Γιάννη Πάριο. Ίσως όχι τόσο θερμά, καθώς οι αντιρρήσεις μου σωρός· πάντως το κέρδισε το παλαμάκι. Πες ό,τι θες για το τι τραγουδάει, παραμένει στα 67 του ένας σπουδαίος ερμηνευτής. Άλλη κλάση. Επίσης, το εννοούσε αυτό το «ο δικός μου Τσιτσάνης»: με το που βγήκε στη σκηνή αδιαφόρησε για τον κώδικα Μέγαρο και το πουτάνεψε το πράγμα –ας μου επιτραπεί η έκφραση. Μας παρότρυνε για ενεργό συμμετοχή, κατάργησε τις αποστάσεις, έκανε το Μέγαρο να θυμίζει πάλκο: «Άαντε ντε!», βρυχήθηκε σχεδόν προστακτικά βλέποντας πόσο δειλά τραγουδούσαμε μαζί του το "Σερσέ Λα Φαμ". 

Θα μου πεις, τι το ήθελε το Μέγαρο αν είχε τέτοιες διαθέσεις; Δεκτό. Πάντως Τσιτσάνης στη μούγγα, ε, δεν γινόταν. Ακόμα, δίχως να θέλω να μειώσω τον Ντίνο Γεωργούντζο, ο οποίος είχε τη μουσική διεύθυνση μιας άξιας ορχήστρας, αληθινός μαέστρος ήταν ο Πάριος. Με χέρια, πόδια, βλέμματα ή και όλα μαζί. Ακόμα κι αν είχε πλάτη τους μουσικούς και τη χορωδία –έπεσε μάλιστα και παρατήρηση σε ένα σημείο. Φοβερός τύπος. 

Κρατώ ωστόσο κάμποσες διαφωνίες. Έμεινε σε ασφαλή νερά και σε χιλιοειπωμένα τραγούδια η εκλογή του set, ενώ μιλάμε για έναν συνθέτη με παραγωγή που θα μπορούσε να τροφοδοτήσει τρεις βραδιές με εντελώς διαφορετικό πρόγραμμα. Και όταν στο δεύτερο μέρος δεν παίχτηκε το "Πάλιωσε Το Σακάκι Μου" (προσωπική απογοήτευση), θεώρησα ότι ο Πάριος το κράτησε για encore. Κι όμως, ως encore έπαιξε ξανά τη "Συννεφιασμένη Κυριακή" και το "Ξημερώνει Και Βραδιάζει"... Μα δεν είχαν προετοιμαστεί άλλα τραγούδια; Αλγεινή η εντύπωση, έστω κι αν η "Συννεφιασμένη Κυριακή" (ψιλο)ευτύχησε σε τούτη τη δεύτερη εκτέλεση, καθώς στην πρώτη –ως δεύτερο τραγούδι της βραδιάς– αποδόθηκε ως πανηγυρική Φανφάρα για τον Κοινό Άνθρωπο. Και μόνο τέτοια δεν είναι. Καμιά χαρά δεν χάθηκε, καμιά καρδιά δεν μάτωσε στην πρώτη ερμηνεία.

Σε ορισμένα τραγούδια βρέθηκαν όντως πατήματα με τον κόσμο της φωνάρας του Πάριου: βγήκε δηλαδή το απαραίτητο συναίσθημα στο "Χωρίσαμε Ένα Δειλινό", υπήρξε το ζητούμενο σκέρτσο στο "Δώδεκα Η Ώρα" κι επιτεύχθηκε σύζευξη συνθέτη-τραγουδιστή σε στιγμές όπως τα "Αχάριστη", "Το Σκαλοπάτι Σου", "Κάθε Βράδυ Πάντα Λυπημένη", "Μεσ' Την Πολλή Σκοτούρα Μου" (που άρχισε, εύστοχα, ως αργός αμανές) και "Γλυκοχαράζουν Τα Βουνά". Ως γενική εντύπωση, όμως, δεν βρήκα ότι ο Τσιτσάνης πήγαινε στον Πάριο. Ή ο Πάριος στον Τσιτσάνη. 

Ο Τσιτσάνης του Πάριου δεν στερούνταν οπτικής, άποψης, εξοικείωσης, αγάπης εκ μέρους του δημοφιλούς ερμηνευτή. Αλλά, προσαρμοσμένος στο λαρύγγι του, ξεμάκρυνε αισθητά από το λιτό, δωρικό, συγκρατημένο στιλ με το οποίο τον γνωρίζουμε από τη δισκογραφία. Ράφτηκε στα μέτρα ενός τραγουδισταρά φωνακλά, υπερβολικού, θεατρίνου, ενίοτε αυτάρεσκου και συναισθηματικώς λιγωτικού: με ενόχλησαν τα τόσα «εεεε» και «αααα» και «πάμε!», αν και κατά τη διάρκεια της βραδιάς συμφιλιώθηκα μαζί τους, διότι αυτός είναι ο Πάριος βρε παιδί μου, έτσι το νιώθει το τραγούδι, έτσι μπορεί να βγει να στο πει. 

Το εκτίμησα λοιπόν που δεν προσπάθησε να δειχτεί ως κάποιος άλλος, τάχα μου πιο σοβαρός. Γι' αυτό και θα το ξαναπώ: ο δικός του Τσιτσάνης δεν στερούνταν οπτικής, άποψης, εξοικείωσης, αγάπης. Και, εκ του αποτελέσματος, ταυτίστηκε πλήρως με τον Τσιτσάνη του κοινού που είχε έρθει ως το Μέγαρο, το οποίο προφανώς αγαπά το μπουζούκι του πιο «ευρωπαϊκόν», πιο ελαφρό και εκπολιτισμένο, όπως εύστοχα σημείωνε ήδη από το 1953 η Ελένη Βλάχου (σε χρονογράφημά της στην «Καθημερινή», 26/7/1953). Δεν ταυτίστηκε, όμως, με τον δικό μου Τσιτσάνη. Εξακολουθώ να τον προτιμώ πιο βαρύ και κάπως σκέτο.



Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου