20 Ιανουαρίου 2023

Διάφοροι - Κατακαημένε Σκόπελε... Επιτόπιες Ηχογραφήσεις Του Μάρκου Φ. Δραγούμη (1967) [δισκοκριτική, 2016]


Η εντύπωση που αποκόμισα από τον μουσικολόγο Μάρκο Φ. Δραγούμη, στη σύντομη γνωριμία μαζί του όταν επισκέφτηκα (το 2008, νομίζω) το «Μουσικό Λαογραφικό Αρχείο Μέλπως Μερλιέ», ήταν ενός αυστηρού μα και ανάλαφρου συνάμα ανθρώπου. Ο οποίος είχε βαθιές γνώσεις πάνω στην εγχώρια παράδοση, συμπεριλαμβανομένων των βυζαντινών.

Η ανακοίνωση του θανάτου του σκόρπισε θλίψη, άσχετα αν ήρθε στα 89, από φυσικά αίτια: θα λείψει ένας σημαντικός και αναντικατάστατος άνθρωπος και μελετητής.

Ως φόρο τιμής, λοιπόν, επιστρέφουμε σήμερα στον δίσκο «Κατακαημένε Σκόπελε...», ο οποίος βασίστηκε σε επιτόπιες ηχογραφήσεις του Δραγούμη στο νησί αυτό των Βορείων Σποράδων. Ο ίδιος τις έκανε το 1967, μα χρειάστηκαν πολλά χρόνια πριν δουν το φως της δημοσίευσης, χάρη στο φροντισμένο βιβλίο/CD από την Εκδοτική Δημητριάδος (2016), που είχε ως «πιλότο» του τον ακούραστο Κωστή Δρυγιανάκη. 

Μια κριτική παρουσίαση πρωτοδημοσιεύτηκε τότε στο Avopolis και αναδημοσιεύεται τώρα κι εδώ –με μικρές, αισθητικής φύσης τροποποιήσεις.

* η χρησιμοποιούμενη φωτογραφία του Μάρκου Φ. Δραγούμη ανήκει στο Μουσικό Λαογραφικό Αρχείο Μέλπως Μερλιέ


Ίσως γιατί ποτέ δεν τις επισκέφθηκα, οι Σποράδες παρέμειναν σε μια άκρη του μυαλού μου ως ένας τόπος μεταξύ πραγματικότητας και φαντασίας, σαν βγαλμένος από τις «Παγανιστικές Δοξασίες στη Θεσσαλική Επαρχία» του Χρυσόστομου Τσαπραΐλη: λίγο εκείνα τα Δαιμονονήσια, όπως ήταν γνωστές επί Τουρκοκρατίας, λίγο οι διηγήσεις για τον δράκο που κατοικοέδρευε στη Σκόπελο και σκότωσε στους πρώτους χριστιανικούς αιώνες ο Άγιος Ρηγίνος, λίγο ότι οι χάρτες στο σχολείο τις αποκαλούσαν «Βόρειες Σποράδες» κι εμείς ψάχναμε με περιέργεια (ματαίως, βέβαια) τις Νότιες, έγινε η δουλειά. Ο Μάρκος Φ. Δραγούμης, από την άλλη –αυτός ο σπουδαίος μουσικολόγος– τις επισκέφθηκε, τη Σκόπελο τουλάχιστον. Και με σχεδόν μισό αιώνα καθυστέρηση μας παρουσιάζει εδώ ένα λίαν ενδιαφέρον πορτραίτο της μουσικής ζωής που κάποτε άνθιζε εκεί. 

Η λαογραφική αξία αυτών των ηχογραφήσεων είναι βέβαια ανεκτίμητη και δεν χωρά στις βαθμολογίες των δισκοκριτικών. Υπάρχει ωστόσο ένα ενδιαφέρον χαρακτηριστικό, που δεν είναι πάντοτε δεδομένο σε τέτοιου είδους εκδόσεις: ότι τα όσα ακούμε εδώ τυγχάνουν και «ωραία», είναι δηλαδή ικανά να αγγίξουν και το αυτί του μη ειδικευμένου, απλού ακροατή σε ένα καθαρά συναισθηματικό επίπεδο. Ο τελευταίος, μάλιστα, έχει να ωφεληθεί πολύ από τη συνολική έκδοση των 96 σελίδων, τόσο από τον γλαφυρό πρόλογο του Δραγούμη, όσο και από την εποπτεία του Χρήστου Γ. Καλαντζή στην ιστορία της Σκοπέλου, κυρίως δε από το κατατοπιστικότατο εισαγωγικό κείμενο που υπογράφει ο «πιλότος» της όλης προσπάθειας, ο ακούραστος Κωστής Δρυγιανάκης. Χτίζεται λοιπόν μια πολυσύνθετη εμπειρία, η οποία απευθύνεται και στον εγκέφαλο, μα δεν ξεχνά και την καρδιά. 

Περνώντας στο ψητό, εδώ έχουμε ένα CD με 40 κομμάτια χωρισμένα σε πέντε μεγάλες ενότητες (τραγούδια του Χορού, του Γάμου, του Ετήσιου Εορταστικού Κύκλου, της Θάλασσας και Ξενιτειάς, Αμανέδες), τις οποίες συμπληρώνει ένα μοναχικό νανούρισμα, αφοπλιστικά ερμηνευμένο από τη Μοσχάνθη Σιναΐτη (1912-1996). Πρόκειται για άριστη δόμηση, που επιτρέπει να παρακολουθήσεις πολλές περιστάσεις της σκοπελίτικης καθημερινότητας από όσες έδιναν στους κατοίκους αφορμή για μουσική και τραγούδι. Η όλη υπόθεση, μάλιστα, λαμβάνει αυτομάτως μεγαλύτερες διαστάσεις αν συνειδητοποιήσεις ότι έρχεσαι σε επαφή με έναν κόσμο χαμένο πια ακόμα και για τους ίδιους τους Σκοπελίτες: η ταχεία ομογενοποίηση του εγχώριου λαϊκού πολιτισμού λόγω της τεχνολογίας (ραδιόφωνο, τηλεόραση) και της γενικότερης μείωσης των παλαιών αποστάσεων, έστειλε στη λήθη ένα μεγάλο κομμάτι του ντόπιου ρεπερτορίου. Για τους πρωταγωνιστές όμως αυτού του CD, που δεν έχουν δει το μέλλον, παραμένει μία ζώσα μνήμη. 

Πολύ ενδιαφέρουσα, επίσης, αποδεικνύεται και η τοποθέτηση της μουσικής στο κοινωνικό περιβάλλον μιας εποχής κατά την οποία δεν είχε αναπτυχθεί ο τουρισμός, οπότε ευημερούσαν ακόμα οι τεχνίτες και επαγγελματίες. Οι Σκοπελίτες που ακούμε εδώ ήταν ερασιτέχνες: για εκείνους, η μουσική αποτελούσε μεράκι και τρόπο συμπληρωματικού εισοδήματος. Ασφαλώς, η αριστεία σε ένα όργανο μπορούσε να προσδώσει κύρος εντός κοινότητας· όμως το κυρίως επάγγελμα παρέμενε μια διαφορετική ιστορία. 

Έτσι, ο βιολιστής λ.χ. Κώστας Λιθαδιώτης (1915-2004) διατηρούσε ταβέρνα και ύστερα περίπτερο, ο τραγουδιστής Σπύρος Στιβαχτής (1881-1967) ήταν βοσκός, ενώ ο οργανοπαίχτης/τραγουδιστής Τριαντάφυλλος Μπουνταλάς (1927-2012) υπήρξε εξέχων μικροναυπηγός. Όπως θαυμάσια παρατηρεί ο Δρυγιανάκης, αντιμετωπίζοντας τους ηχογραφούμενους σαν πρόσωπα και όχι σαν ανώνυμο λαό (καταγράφοντας δηλαδή ηλικίες, επαγγέλματα, μορφωτικό επίπεδο κτλ.), ο Δραγούμης αναδεικνύεται σε προδρομική μορφή των πιο σύγχρονων τάσεων στην εθνομουσικολογία/ανθρωπολογία. Εκείνων που μεταθέτουν τη συζήτηση από τις ρίζες στις διαδρομές.

Η κουβέντα για την παρούσα έκδοση, τώρα, δύσκολα τελειώνει. Είναι άλλωστε τόσες οι ιστορίες και οι λεπτομέρειες που μπλέκονται με τα τραγούδια, ώστε δημιουργείται ένας κόσμος ολόκληρος γύρω από το κάθε ένα από αυτά –κόσμος που δεν γίνεται να χωρέσει σε μία κριτική. Κι αν ηχητικά το ευρύ πλαίσιο του πολιτισμού των Σποράδων δείχνει γνώριμο, με την κυριαρχία π.χ. του κλαρίνου και τις μάλλον οικείες, νησιώτικες διαδρομές των βιολιών, τα όσα ανθολογούνται εδώ έχουν αρκετή αυτόνομη ομορφιά και «χρώμα», ώστε να τέρπουν και δίχως καμία από τις παραπάνω αναλύσεις. 

Μερικά χαρακτηριστικά καλούδια είναι τα "Παίρνω Τ' Αρμιδάκι Μου" και "Περιβολαριά Μου" με τη φωνή του Μπουνταλά, το "Χίλια Καλώς Ορίσετε" με την Ευλαλία Παχή, τα εποχιακά "Σήκω Λάζαρε" και "Άιντε Να Πάμε, Βλάχα" με τη Διαμαντούλα Κεχριώτη (το δεύτερο σε ντουέτο με τον σύζυγό της, Μιχάλη), ο αμανές "Δεν Ημπορώ Να(ι) Κλαίγω Πια" με τον εντυπωσιακό Νίκο Κορέντη, αλλά και τα υπέροχα κάλαντα των Φώτων όπως τα λέει ο Στιβαχτής, ο οποίος τραγουδά επίσης και το ρεμπέτικο "Τι Σου 'Φταιξα, Κυρ Λοχαγέ" –δείγμα ότι ήδη από τα τέλη της δεκαετίας του 1960 στη ζωή του νησιού είχε εισέλθει κι ένα πιο «εθνικό» ρεπερτόριο. 

Ιδιαίτερη αξία έχουν όμως και οι δύο καταγεγραμμένες αφηγήσεις, που  σωστά επιλέχθηκε να φιλοξενηθούν, αφού τρόπον τινά συμπληρώνουν ένα ζωντανό παζλ γύρω από τη γενικότερη καθημερινότητα στο νησί στους παλιότερους καιρούς: στη μία, ο Μπουνταλάς μας ξεναγεί στο έθιμο της τράτας· στην άλλη, ο Παρίσης Βαλσαμάκης (1897-1989), ο αφανής «ήρωας» πίσω από τις παρούσες ηχογραφήσεις, μιλάει για το αλλοτινό ζύγισμα του κρασιού. Του προϊόντος δηλαδή για το οποίο φημιζόταν η Σκόπελος ήδη από την αρχαιότητα (πριν τη ναυτική άνοδο της Αθήνας, η πόλη-κράτος Πεπάρηθος πλούτισε εμπορευόμενη τον ξακουστό «πεπαρήθιο οίνο»), μέχρι την ολοκληρωτική καταστροφή των αμπελώνων της από φυλλοξήρα. Καθώς αυτή είχε συντελεστεί όταν ο Δραγούμης επισκέφθηκε το νησί, ο Βαλσαμάκης διηγείται κάτι ήδη χαμένο (εξ ου και το «αλλοτινό»), που όμως λόγω ηλικίας είχε προλάβει να το βιώσει, έστω και στη ραγδαία του παρακμή.  

Περιττεύει να πω πόσο πολύτιμες υπηρεσίες προσφέρει μια τέτοια έκδοση στον τόπο μας, στον πολιτισμό μας, στο πώς νοούμε, κατασκευάζουμε και εν τέλει αποτιμούμε την παράδοσή μας, στο τι μπορεί να γίνεται εκείνη πέφτοντας στον ορμητικό χείμαρρο της Ιστορίας (εδώ ας πούμε εξαφανίζεται, πριν καν έρθει η Παγκοσμιοποίηση): είναι πολύ εύστοχη η φράση «για την αναβάθμιση της πνευματικής ζωής της ευρύτερης περιοχής» που χρησιμοποιεί στον χαιρετισμό του ο Σεβασμιώτατος Μητροπολίτης Χαλκίδας κ. Χρυσόστομος. Όσο για εμένα, ξαναγυρνώντας στις σκέψεις της εισαγωγικής παραγράφου, νομίζω ότι η κυκλοφορία αυτή τόνωσε λίγο περισσότερο τις φανταστικές ιδιότητες που έχουν αποκτήσει οι Σποράδες στο μυαλό μου. Κάτι που πάντα για καλό το έχω. 



19 Ιανουαρίου 2023

Merciless - ανταπόκριση (2017)


Συναυλίες στις οποίες πήγες, τις χάρηκες, μα σχεδόν δεν τις θυμάσαι πια. Δεν συμβαίνει συχνά, όμως με τόσα χιλιόμετρα που έχει γράψει πια το σχετικό «κοντέρ» σε 19 χρόνια (αισίως) επαγγελματικού βίου, υπάρχουν και τέτοιες περιπτώσεις. Οι οποίες αποδεικνύουν πόσο χρήσιμο είναι να κρατάς αρχείο και σημειώσεις, ώστε να συμπληρώνεται η μνήμη όποτε κρίνεται αναγκαίο.

Μια τέτοια περίπτωση είναι λοιπόν και το λάιβ των Merciless τον Οκτώβριο του 2017, στο «Κύτταρο». Όταν οι Σουηδοί ήρθαν για πρώτη –και τελευταία, μιας και αποσύρονταν πια, τουλάχιστον από τις ζωντανές εμφανίσεις– φορά στα μέρη μας, κυλώντας μας με ανελέητη βία στον λασπωμένο τους death metal βόρβορο.

Μια ανταπόκριση για τη βραδιά πρωτοδημοσιεύτηκε τότε στο Avopolis και αναδημοσιεύεται τώρα κι εδώ, με μικρές, αισθητικής φύσης τροποποιήσεις.

* οι χρησιμοποιούμενες φωτογραφίες προέρχονται από το Facebook των συγκροτημάτων


Στη χαλαρά γεμάτη πλατεία του Κυττάρου, το χτύπημα των Merciless ήταν ανελέητο, όνομα και πράγμα: οι Σουηδοί μπορεί να μην το είχαν πολύ στο επικοινωνιακό κομμάτι, «μίλησαν» όμως με τη μουσική τους σφραγίζοντας την πρώτη μα και τελευταία τους επίσκεψη στην Ελλάδα με μια πωρωτική εμπειρία –η μπάντα αποσύρεται στα τέλη της χρονιάς, οπότε η παρούσα περιοδεία κλείνει για 2η φορά την ιστορία τους, μετά την πρώτη διάλυση του 1994. 

Πριν όμως από τους πρωταγωνιστές, είδαμε τους «δικούς μας» Amken να παίζουν φουλ thrash metal επίθεση, κερδίζοντας το χειροκρότημα των λίγων, μέχρι εκείνη την ώρα, θεατών. Η τετράδα έβγαλε μόλις φέτος την πρώτη της ολοκληρωμένη δουλειά Theater Of The Absurd (είχαν κι ένα ΕΡ το 2014) και πρόσφερε ένα θαυμάσιο support set, βουτηγμένο τόσο στον νεανικό της ενθουσιασμό, όσο και στα διαχρονικά Bay Area νάματα που όπλισαν το μεταλλικό της πολυβόλο. 


Σφιχτός ήχος, καλοπροβαρισμένο αποτέλεσμα και άριστο «σερβίρισμα», τέτοια δε περιστροφή μακριού μαλλιού σαν κι αυτή του κιθαρίστα Γιάννη Καρακούλια, είχα πραγματικά χρόνια να δω. Μάλιστα, στο κλείσιμο του set έδωσαν κι έναν πιο πολιτικό τόνο (για όσους πρόσεξαν το σχόλιο), προλογίζοντας το "Obedient Dogs". Το γεγονός λοιπόν ότι οι Αθηναίοι φεύγουν ευρωπαϊκή περιοδεία με τους Gorgoroth, μόνο τυχαίο μην το θεωρήσετε. 

Οι Merciless, τώρα, έγιναν δεκτοί με ιαχές ενθουσιασμού, αν και στη διάρκεια της βραδιάς ο επιβλητικός μουστάκιας Peter Stjärnvind ζήτησε περισσότερη φασαρία από το κοινό για χατίρι της πρώτης και τελευταίας (το τόνισε) συναυλίας τους στην Ελλάδα. Για πρώτη και τελευταία επίσκεψη, πάντως, ούτε εκείνοι υπήρξαν και οι πιο επικοινωνιακοί. Ωστόσο κανείς δεν χρειάστηκε περισσότερα λόγια από την ώρα που άνοιξαν οι ενισχυτές και ξεχύθηκε ασυγκράτητο εκείνο το βορβορώδες thrash/death υβρίδιο που 25 χρόνια πριν έκανε τον Euronymous των Mayhem να τους υπογράψει στη Deathlike Silence, χαρίζοντας στο ντεμπούτο τους The Awakening ένα cult στάτους που ακόμα καλά κρατεί στη συνείδηση των ενημερωμένων μεταλλάδων. 

Οι Σουηδοί δεν έπαιξαν πολλή ώρα, αλλά το set που παρουσίασαν ήταν σφιχτό και μελετημένο, προσανατολισμένο στον ήχο τον οποίον είχαν στο The Awakening· επιλογή ιστορικά συνεπής για αυτήν την τελευταία περιοδεία και οπωσδήποτε δημοφιλέστερη, καθώς όσοι προτιμούμε το 3ο τους άλμπουμ Unbound (1994) είμαστε αισθητά λιγότεροι. Όχι ότι δεν παίχτηκαν και επιλογές από εκείνο, σαν τον ομώνυμο ύμνο ή το "The Land I Used To Walk". Όμως η πιο μελωδική τους αίσθηση υποχώρησε χάριν της ωμής αγριάδας που χάρισε στη μπάντα τη φήμη της στο metal underground –εξού και απουσίασε από τη setlist μια επιλογή σαν το "Back To North", η οποία θα φάνταζε «κατάλληλη» για αποχαιρετιστήρια τουρνέ. 

Οι κιθαριές ήταν κολασμένες, τα φωνητικά του Rogga ένας λασπωμένος βόρβορος, ο Stjärnvind έστηνε εκπληκτικά ντουέτα με τις αλάνθαστες μπασογραμμές του νεαρότερου μα έμπειρου Joseph Tholl, ενώ ο Stefan Carlsson αποτυπώθηκε φρενιασμένος στα ντραμς, αφήνοντάς μας να αναρωτηθούμε και για το τατουάζ το οποίο κοσμούσε το γυμνό του στήθος –ένα λαβκραφτικό πλάσμα σαν υβρίδιο μεταξύ χταποδιού και κάποιας οντότητας με δενδροειδή χαρακτηριστικά. Στις πρώτες σειρές είχαμε  σχιζοφρένεια και ξύλο ήδη από νωρίς, κατάσταση που κορυφώθηκε στη λήξη του κανονικού μέρους του προγράμματος, όταν οι Merciless μετατράπηκαν σε βλάσφημους ψυχοπομπούς τραγουδώντας το "Souls Of The Dead". Έπειτα, δε, στο φινάλε του encore, μετατράπηκε σε μαζική φρενίτιδα, υπό τους καταιγιστικούς ήχους του "Pure Hate". 

Εκεί είπαμε και τα αντίο μας, χωρίς πολλά-πολλά και δίχως μελοδράματα, όπως άρμοζε στη μουσική την οποία υπηρέτησαν. Ήταν οι Merciless και έπαιζαν rock 'n' roll, όπως χαρακτηριστικά μας είπε ο Stjärnvind σε ένα σημείο του live, με τα βαριά αγγλικά του. Στον γυρισμό από το Κύτταρο σκεφτόμουν ότι είχε απόλυτο δίκιο, αν και μάλλον θα ήταν κάπως δύσκολο να εξηγήσει κανείς αυτήν τη συγγένεια στον πρόσφατα θανόντα Fats Domino.



18 Ιανουαρίου 2023

Kamelot - ανταπόκριση (2017)


Τα νέα για τη δισκογραφική επιστροφή των Αμερικανών Kamelot, οι οποίοι ανακοίνωσαν τον 13ο τους δίσκο για τον Μάρτιο, με έκαναν να θυμηθώ τη βραδιά του Νοεμβρίου 2017, όταν πήγα να τους δω στο (κατάμεστο) «Gagarin». Εκείνες τις μέρες, μάλιστα, έκανα και μια συνέντευξη μαζί τους, μιας και είχαν 10 χρόνια να φανούν στη χώρα μας, οπότε είχε δημιουργηθεί αρκετό ενδιαφέρον για τον εν λόγω ερχομό τους (περισσότερα εδώ).

Φίλος της μουσικής τους δεν υπήρξα ποτέ. Αλλά αυτή η απίστευτη κερκίδα που έστησε για χάρη τους το αθηναϊκό κοινό, πηγαίνοντας πάνω-κάτω επί 1,5 ώρα, χαράχτηκε ανεξίτηλα στη μνήμη μου, δείχνοντας ότι είναι μπάντα με αυθεντικές «ρίζες» στα εγχώρια γούστα. Πιστεύω χαράχτηκε και σε εκείνη του frontman Tommy Karevik, για τον οποίον ήταν η πρώτη φορά στην Ελλάδα.

Μια ανταπόκριση για τη βραδιά δημοσιεύτηκε τότε στο Avopolis και αναδημοσιεύεται τώρα κι εδώ, με μικρές, αισθητικής φύσης τροποποιήσεις.

* οι χρησιμοποιούμενες φωτογραφίες προέρχονται από τη συναυλία και ανήκουν στον Θάνο Λαΐνα. Άρεσαν μάλιστα τόσο, ώστε ταξίδεψαν και στο διεθνές fan club των Kamelot


Δεν είχε καμία σημασία αν οι Kamelot είχαν 10 χρόνια να έρθουν στην Ελλάδα, αν διάφοροι μεταλλοπιουρίστες τους θεωρούν «ποπ», αν το εισιτήριο έκανε 30 ευρώ ή αν τη θέση του Roy Khan πίσω από το μικρόφωνο κατέχει πλέον ο Tommy Karevik. Το «Gagarin» γέμισε πάνω και κάτω ήδη από τις 21.00 και ο κόσμος τους υποδέχθηκε με μια εκκωφαντική έκρηξη χαράς, κάνοντας σαν τρελός, όσο τραγουδούσε με τα χέρια σηκωμένα ψηλά τους στίχους του "Veil Of Elysium". Στήνοντας με λίγα λόγια μια απίστευτη κερκίδα, την πιο θεαματική που έχω δει σε εγχώρια συναυλία εδώ και χρόνια· η οποία δεν κόπασε σε παλμό και συμμετοχή ούτε στιγμή μέχρι το τέλος της βραδιάς. 

Από την πλευρά τους, οι Kamelot ρούφηξαν την όλη ενέργεια εξίσου ενθουσιωδώς και μάσησαν σίδερα με την επί σκηνής τους παρουσία, πείθοντας και τον πιο επιφυλακτικό ότι πίσω από το άρτια στημένο σόου και τον τετραγωνισμένο επαγγελματισμό υπάρχει μια μπάντα που πραγματικά το ευχαριστιέται. Όσο καλογυαλισμένος κι αν έγινε με τα χρόνια ο ήχος τους υπό τη μπαγκέτα του Sascha Paeth, όση ροπή κι αν εμφανίζουν τα πλήκτρα του Oliver Palotai προς την ψευδοεπικότητα και το «δεύτερο» μελό, οι κιθαριές του ηγέτη Thomas Youngblood φτάνουν και περισσεύουν για να διατηρούν τη heavy metal συνισταμένη, μαζί με τη δουλειά που ρίχνουν οι Sean Tibbetts & Casey Grillo σε μπάσο και τύμπανα αντίστοιχα. Δεν υπήρχε λοιπόν καμία έκπληξη στο πόσο αποτελεσματικοί αποτυπώθηκαν και οι τρεις, με τον Youngblood ειδικότερα να αποθεώνεται συχνά για τη φρενιασμένη του απόδοση. Κι εκείνος, όμως, φρόντισε να διαβεβαιώσει ότι δεν θα αργήσουμε να τους ξαναδούμε, με την υποδοχή που τους επιφυλάξαμε. 

Τα υπόλοιπα, τώρα, τα ανέλαβε όλα ο Karevik. Και τα πέρα/δώθε στη σκηνή και το πώς θα έμενε αναμμένη η «φωτιά» που πήρε ο κόσμος και την επικοινωνία μαζί του και βέβαια το κουβάλημα του μεγαλύτερου όπλου που διαθέτουν οι συνθέσεις των Kamelot: τις μελωδίες εκείνες που σε ωθούν να τραγουδήσεις κι εσύ μαζί τους, ακόμα και με συνοδευτικά επιφωνήματα. Σε όλα του υπήρξε αλάνθαστος ο Σουηδός τραγουδιστής, με αποτέλεσμα να μη λείψει εν τέλει ο προκάτοχός του, ούτε καν στους παλιούς fans. Ικανός για λαμπερές ερμηνείες οι οποίες δεν σκεπάζονταν από την ένταση των οργάνων και με σύμμαχο τον καλό ήχο και τους εύστοχους φωτισμούς, ο Karevik έγινε η ψυχή του σόου. Και φάνηκε να συγκινείται από τη θέρμη με την οποία τον δέχτηκε ο κόσμος σε αυτόν την πρώτο του ερχομό στην Αθήνα, εξού και μας διηγήθηκε για την παιδική επίσκεψή του στη Ρόδο, ένα καλοκαίρι που ήρθε με την οικογένειά του για τουρισμό. Μάλιστα, έμαθε να παραγγέλνει και παγωτό στα ελληνικά, φράση που ακόμα θυμόταν μια χαρά. 

Ένα ακόμα στιγμιότυπο που πρόσφερε γέλιο στο κοινό, ήταν όταν ο Youngblood μας προέτρεψε να τραγουδήσουμε «happy birthday» στον Tibbetts για τα πρόσφατά γενέθλιά του, φέρνοντας έναν γύρο σφηνάκια ...ούζου στα υπόλοιπα μέλη της μπάντας –εννοείται νομίζω ότι όλο το «Gagarin» ανταποκρίθηκε στο κάλεσμα από καρδιάς. Από άποψη setlist, τώρα, υπήρξε η αναμενόμενη εστίαση στο Haven του 2015 (γι' αυτό και περιοδεύουν, άλλωστε), ακούστηκαν όμως και αγαπημένα κομμάτια σαν το "Center Of The Universe" και το "The Great Pandemonium", ενώ το encore είχε "Sacrimony (Angel Οf Afterlife)" και "March Of Mephisto".


Αν αστόχησαν κάπου οι Kamelot, ήταν στην επιμονή τους να υπάρχει drum αλλά και keyboard solo, μια τακτική παρωχημένη πια, απόηχος των arena hard rock προτιμήσεων του αμερικάνικου κοινού της δεκαετίας του 1980. Οφείλω ωστόσο να καταγράψω ότι αμφότερα ήταν σύντομα, οπότε δεν διέκοψαν ιδιαίτερα τη ροή, όπως και ότι ο κόσμος στο «Gagarin» φάνηκε να τα απολαμβάνει. Ένα επιπλέον προβληματάκι σημειώθηκε και στην απόδοση του "Liar Liar (Wasteland Monarchy)", που δεν στάθηκε νομίζω αντίστοιχη του άλμπουμ, ίσως γιατί, παρά τις φιλότιμες προσπάθειές τους, η Kobra Paige (των Kobra And The Lotus) και η δεύτερη ξανθιά κυρία, οι οποίες ανέλαβαν τα γυναικεία φωνητικά της βραδιάς, δεν κατάφεραν να παραβγούν με την Alissa White-Gluz των Arch Enemy, που συμμετέχει στη στούντιο εκτέλεση. Δεν είναι κι εύκολο, εδώ που τα λέμε... 

Τίποτα από αυτά, πάντως, δεν αμαύρωσε ούτε στο ελάχιστο τις εντυπώσεις από μια πραγματικά εκρηκτική βραδιά, η οποία στάθηκε διαφήμιση της συναυλιακής εμπειρίας, πέρα από γούστα και προτιμήσεις. Ορισμένοι που διαρκώς γκρινιάζουν για το πού πάει το εγχώριο κοινό (και κυρίως πού δεν πάει), θα πρέπει να κάνουν δώρο στους εαυτούς τους μια τέτοια βραδιά. Θα κατανοήσουν πολλά. 


Πριν τους Kamelot, εντωμεταξύ, είδαμε τους Λαρισαίους Sunburst, ένα power metal σχήμα το οποίο στάθηκε πολύ καλά και εισέπραξε κάμποσα χειροκροτήματα, έστω κι αν το κοινό ανυπομονούσε για τους πρωταγωνιστές. Παρότι το υλικό που μας έπαιξαν –κυρίως από το περσινό τους ντεμπούτο Fragments Of Creation– έμεινε πολύ στην πεπατημένη του είδους και δεν διέθετε εκπλήξεις, με αποτέλεσμα κάπως να κουράσει από ένα σημείο κι έπειτα, έδειξαν ότι είναι σφιχτοδεμένη μπάντα: με γερό κιθαρίστα (Gus Drax) κι έναν τραγουδιστή  (Βασίλης Γρηγορίου) ταμάμ για όσα αγαπάνε, τόσο σε εμφάνιση, όσο και σε φωνητικές δυνατότητες. 




17 Ιανουαρίου 2023

Kamelot - συνέντευξη (2017)


Δέκα στρογγυλά χρόνια είχαν να φανούν οι Αμερικανοί Kamelot στην Ελλάδα το 2017, όταν ανακοίνωσαν ότι θα επέστρεφαν εδώ, στα πλαίσια μιας νέας ευρωπαϊκής περιοδείας.

Τα εισιτήρια για τη βραδιά τους στο «Gagarin» άρχισαν να φεύγουν με γοργό ρυθμό, πράγμα που έδειξε δύο πράγματα: ότι ο κόσμος δεν τους είχε ξεχάσει και ότι υπήρχε εμπιστοσύνη στον νέο τραγουδιστή Tommy Karevik –γιατί τελευταία φορά που τους είδαμε στην Αθήνα είχαν ως frontman τον Νορβηγό Roy Khan.

Έτσι, τα γρανάζια δούλεψαν και στήθηκε μια κουβέντα με τον «αρχηγό» και κιθαρίστα Thomas Youngblood, τον μόνο που εξακολουθεί από τη σύνθεση που δημιούργησε την power metal μπάντα πίσω στο 1987, στην Tampa της Φλόριντα.

Η συζήτησή μας πρωτοδημοσιεύτηκε στο Avopolis και αναδημοσιεύεται τώρα κι εδώ, με μικρές, αισθητικής φύσης τροποποιήσεις. 

* οι χρησιμοποιούμενες φωτογραφίες προέρχονται από το υλικό που διατέθηκε ως promo για τον Τύπο, ενόψει της συναυλίας τους στο «Gagarin»


Οι Έλληνες fans μετράνε 10 μακρά σε διάρκεια χρόνια. Γιατί σας πήρε τόσο να ξανάρθετε εδώ; Και τι θυμάστε πιο έντονα από τον προηγούμενο ερχομό σας; 

Μα είναι πράγματι 10 χρόνια;! Ουάου, ο καιρός πράγματι περνά... Τις περισσότερες φορές, οι περιοδείες συνδέονται με πολλούς παράγοντες. Πρώτα-πρώτα είναι ακριβές· και φαντάζομαι τα οικονομικά έπαιξαν κάποιον ρόλο σε αυτό. Θυμάμαι έντονα τον πρώτο μας ερχομό στην Ελλάδα, όταν πήγα στην Ακρόπολη. Για ένα αγόρι από μια μικρή κωμόπολη της Βιρτζίνια, ήταν σουρεάλ να βρίσκεται σε ένα μέρος για το οποίο είχε μόνο διαβάσει ή δει φωτογραφίες στην εγκυκλοπαίδεια. Συναντήσαμε τότε αρκετούς Έλληνες και πλέον γνωριζόμαστε με αρκετούς fans από εκεί, κάτι που μας δίνει ευχαρίστηση. Είστε ωραίοι και παθιασμένοι άνθρωποι οι Έλληνες. 

Τι να περιμένουμε αλήθεια από τη setlist της επικείμενης αθηναϊκής σας συναυλίας;

Θα παίξουμε ορισμένα κλασικά κομμάτια από το παρελθόν, καθώς και τραγούδια από τους δύο τελευταίους μας δίσκους. Ελπίζουμε η συναυλία να είναι κατάμεστη με θορυβώδεις, τρελούς Έλληνες fans!

Τον προηγούμενο Φεβρουάριο πήρατε μέρος, για 2η μάλιστα φορά, στο διάσημο θαλάσσιο φεστιβάλ 70000 Tons Of Metal. Πείτε μας δυο λόγια για την εμπειρία, καθώς σε μας εδώ στην Ελλάδα δείχνει ως κάτι το «εξωτικό»...

Είναι πραγματικά καταπληκτική εμπειρία, οφείλω να το παραδεχτώ. Προτρέπω μάλιστα κάθε μεταλλά να πάει τουλάχιστον μία φορά, προτού νοικοκυρευτεί με δυο-τρία παιδιά! (γελάει) Πρόκειται για ένα 24ωρο πάρτι, όπου διαρκώς κάτι συμβαίνει. Νομίζω ότι δεν κοιμηθήκαμε πάνω από 3-4 ώρες κάθε βράδυ. Το δε πλήρωμα, το φαγητό, αλλά και γενικά το κοινό, είναι όλα θαυμάσια. Ελπίζουμε να πάμε ακόμα μία φορά, το 2020. 

Έρχεται κι ένα νέο άλμπουμ για σας, σωστά; Κάπου μέσα στο 2018; Τι μπορείτε να αποκαλύψετε σε αυτό το σημείο και πόσο κοντά πρέπει να το περιμένουμε στο Haven του 2015;

Ναι, δουλεύουμε πλέον πάνω στο νέο μας άλμπουμ κι έχει σχεδόν ολοκληρωθεί. Θα το χαρακτήριζα πιο ποικιλόμορφο σε σύγκριση με το Haven, καθώς δίπλα σε όσα μοντέρνα στοιχεία προσθέσαμε εκεί υπάρχουν και επιρροές από τον παλιότερο κόσμο, τις οποίες φέραμε πίσω από το παρελθόν μας. Υπάρχουν και μερικές εκπλήξεις, επίσης! 

Η περιοδεία για το Haven ήταν πράγματι πολύ μεγάλη σε διάρκεια και αποδείχθηκε ως η πιο επιτυχημένη μας μέχρι στιγμής, χάρη ασφαλώς στους fans. Θα την τελειώσουμε στην Ελλάδα και στο Ισραήλ, οπότε το πάρτι θα είναι ακόμα μεγαλύτερο, από ότι συνήθως. 

Με δεδομένο ότι είστε διεθνής μπάντα, πώς γράφετε τα τραγούδια; Πόσο εύκολο είναι, δηλαδή, να βρεθείτε σε ένα δωμάτιο όλοι μαζί και να μοιραστείτε ιδέες;

Δεν είναι τόσο δύσκολο, γράφουμε χωριστά και μετά, όταν βρισκόμαστε, καθόμαστε και επεξεργαζόμαστε τις ιδέες μας. Ήδη μάλιστα έχω ταξιδέψει δύο φορές στη Γερμανία ώστε να δουλέψω μαζί με τον Oliver Palotai, τον κιμπορντίστα μας. Κι επίσης συνεργαζόμαστε και με συνθέτες εκτός του γκρουπ –για παράδειγμα με τον δικό σας τον Bob Katsionis: πάντα μας στέλνει πράγματα, όταν δουλεύει πάνω σε κάτι που του φέρνει στο μυαλό τους Kamelot. Στο τελικό στάδιο, ύστερα, ο Tommy Karevik με τον Sascha Paeth ασχολούνται με τα φωνητικά και τις μελωδίες κι έτσι ολοκληρώνονται τα τραγούδια μας.

Τι έδωσε σχήμα στον διακριτό σας ήχο, σε αυτό δηλαδή το ανακάτεμα του power metal με ισχυρά συμφωνικά στοιχεία και επιρροές από το progressive rock;

Δεν υπήρξε κάποιο συγκρότημα που να μπορώ να στο αναφέρω ως συγκεκριμένη αφετηρία. Εκτέθηκα στο rock ήδη από μικρό παιδί, αλλά στο σπίτι μου υπήρχε και πολλή κλασική μουσική. Βούτηξα στους Led Zeppelin, στους Black Sabbath και στους Kansas λόγω της μεγάλης μου αδερφής, η οποία είχε τους δίσκους τους. 

Ποιοι άλλοι έγιναν αγαπημένοι σου καλλιτέχνες, μετέπειτα; 

Αγαπούσα πολύ τους Rush και τους Yes, ύστερα πέρασα στη new age και στην κλασική μουσική για μια φάση, πριν αγαπημένη μου μπάντα γίνουν οι Queen. Στα 12, πάλι, άρχισα να μαθαίνω σαξόφωνο, οπότε στράφηκα και προς την τζαζ.

Από το 2010 και μετά, οι δίσκοι σας μπαίνουν στα 100 πρώτα των Ηνωμένων Πολιτειών, ενώ έχετε γίνει ευδιάκριτοι και στη βρετανική αγορά. Τι προξένησε αυτήν την επιτυχία, τόσα χρόνια μετά το ξεκίνημά σας;

Δουλέψαμε πολύ σκληρά στις Ηνωμένες Πολιτείες ώστε να βρεθούμε τώρα να είναι η μεγαλύτερη αγορά για τους δίσκους και τις περιοδείες μας. Ειδικά το Haven μας έστειλε στο #1 των hard rock άλμπουμ, επιτρέποντάς μας να υπερκεράσουμε mainstream ονόματα όπως τους Slipknot, τους Halestorm και τους AC/DC.

Έγινε καθόλου ευκολότερη η ζωή σας χάρη σε αυτό, τουλάχιστον όσον αφορά τη δημιουργία μουσικής και τις ευκαιρίες να κλείνετε συναυλίες;

(γελάει) Με τίποτα! Είμαστε δουλευταράδες, πάντως, οπότε δεν αναπαυόμαστε στις δάφνες μας. Πασχίζουμε να γινόμαστε καλύτεροι, να ωριμάζουμε, να μπορούμε να χτίσουμε ένα ακόμα μεγαλύτερο σόου στις συναυλίες. Όχι ότι δεν είμαστε χαρούμενοι και περήφανοι για την επιτυχία των άλμπουμ μας και για την αυξανόμενη fanbase μας. Φυσικά και είμαστε.

Φαίνεται εντωμεταξύ ότι περνάτε πλέον όλο και περισσότερο χρόνο στον δρόμο. Δεν είναι δυσβάσταχτο αυτό, όταν υπάρχουν και οικογένειες από πίσω; 

Προσπαθούμε κι εμείς να μη λείπουμε σε περιοδεία για πάνω από 4 μήνες κάθε έτος, ώστε να κερδίζουμε χρόνο να είμαστε με τις οικογένειες και με τα παιδιά μας. Έχω προσπαθήσει να φέρω τα παιδιά μαζί μου στις τουρνέ, μα είναι πολύ δύσκολο. Βαριούνται βλέπεις πολύ γρήγορα, καθώς πίσω στο σπίτι έχουν τόσα να κάνουν, με το σχολείο ή με τα σπορ που τους αρέσουν. Κατά τη γνώμη μου, το κλειδί για την ευτυχία βρίσκεται τελικά στην ισορροπία.



16 Ιανουαρίου 2023

Fleet Foxes: Crack-Up [δισκοκριτική, 2017]


Μια κριτική μου από το 2017 στο άλμπουμ των Fleet Foxes «Crack-Up». 

Σε μεταιχμιακό σημείο βρέθηκε εδώ το αμερικάνικο γκρουπ που κάποτε χάλασε κόσμο με το "Mykonos". Η indie κοινότητα έσπευσε βέβαια να στηρίξει, όμως δείχνει να «κρύωσε» κι αυτή γρήγορα με τα κομψί/κομψά αποτελέσματα.

Όπως κι άλλα μου κείμενα της ίδιας περιόδου, η κριτική αυτή πρωτοδημοσιεύτηκε στο Avopolis, του οποίου ήμουν τότε αρχισυντάκτης. Αναδημοσιεύεται τώρα εδώ με μικρές, αισθητικής φύσης τροποποιήσεις.

* Η κεντρική φωτογραφία προέρχεται από υλικό που έχει δοθεί ως promo στον Τύπο


Στον τρίτο και για διάφορους λόγους πολυαναμενόμενο δίσκο τους, οι Fleet Foxes ανοίγουν με μια εξάλεπτη (και βάλε) σύνθεση, κλείνουν με μια ανάλογη και κάπου στη μέση κορυφώνουν με τα σχεδόν 9 λεπτά του "Third Οf May / Ōdaigahara", το οποίο δείχνουν να θεωρούν κομβικό κομμάτι, μιας και το διάλεξαν ως single. Δεν είναι βέβαια η πρώτη φορά που παίζουν σε τέτοιες διάρκειες (θυμηθείτε π.χ. τα 8 λεπτά του "The Shrine / An Argument"), εδώ όμως οι χρονικές επεκτάσεις αποκτούν διαφορετική σημασία, σύμφυτη με το πού βρίσκονται οι αναζητήσεις της αμερικάνικης μπάντας 6 χρόνια μετά το Helplessness Blues. 

Οι Fleet Foxes βρίσκονται πια στη Nonesuch –ένα label που αρέσκεται σε ηχητικούς εξερευνητές– και είναι πια 30άρηδες, με απόσταση δεκαετίας από όταν ό,τι το indie περνιόταν για καλό και το "Mykonos" παιζόταν σε κάθε στέκι της υφηλίου που έσφυζε από 20άρηδες ταγμένους στην αγγλόφωνη εναλλακτική κουλτούρα της φουρνιάς τους. Κρυμμένοι βέβαια βολικά πίσω από την indie folk ταμπέλα, εκείνοι διεκδικούσαν (για τους εαυτούς τους, μα και για κοινό τους) μια διακριτική διανοουμενίστικη διάσταση, ριζωμένη στο βάθος της παράδοσης των Αμερικανών τροβαδούρων. Άσχετα αν επί της ουσίας είναι το indie παιχνίδι το οποίο έπαιξαν, απλά διακοσμώντας το με αναφορές σε σεβαστούς γίγαντες σαν τον Bob Dylan και τον Hank Williams ή σε διαχρονικά ορόσημα σαν το Astral Weeks του Van Morrison. 

Στο Crack-Up, λοιπόν, οι Fleet Foxes φιλοδοξούν για το ακόμα πιο σοφιστικέ: θέλουν να πλασαριστούν ως ικανοί να εξελιχθούν και πέρα από εκείνες τις νεανικές ανησυχίες, παίζοντας μπάλα σε μια λίγκα με «σύνθετες» απαιτήσεις, την οποία απαρτίζουν η πελατεία της Nonesuch, όσοι έχουν δισκοθήκη που δεν ξεγελιέται από τα σύγχρονα παιχνίδια αναβίωσης της μουσικής βιομηχανίας, ενδεχομένως και όσοι δικοί τους ακροατές μεγάλωσαν μαζί τους και ψάχνουν πλέον συγκινήσεις πέρα από την indie κούραση των '10s. Γι' αυτό και είδαμε τον Robin Pecknold να αναφέρεται δημόσια στον Ali Farka Touré ως επιρροή, σε ένα όνομα δηλαδή που επουδενί δεν αφορούσε τον μέχρι τώρα κόσμο τους (όσο και να ψάξετε, πάντως, Touré δεν θα ακούσετε εδώ), γι' αυτό και οι στίχοι του νέου δίσκου είναι γεμάτοι εκλεπτυσμένες αναφορές (στον F. Scott Fitzgerald, στον ...Κικέρωνα και δεν συμμαζεύεται), στοχευμένες να ικανοποιήσουν ανθρώπους με κυκλική παιδεία. 

Σε πρώτη ματιά, πρόκειται για ένα τερέν στα μέτρα τους. Οι Fleet Foxes είναι δουλευταράδες μουσικοί, με ζηλευτά επίπεδα δεξιοτεχνίας, οι οποίοι δίνουν έμφαση στη λεπτομέρεια και μπορούν να στήνουν επίπεδα δαιδαλώδη μα πάντοτε ευδιάκριτα, γεμίζοντας έτσι τα τραγούδια τους με πλήθος ιντριγκαδόρικων στοιχείων. Δεν μπορείς λ.χ. να μη θαυμάσεις τις ενορχηστρώσεις των εγχόρδων και το πόσο αβίαστα απορροφώνται σε ένα πλαίσιο που καταφέρνει να μη χάσει την ποπ μαγιά του. Ούτε και γίνεται να μη σταθείς στη Beach Boys σπουδή με την οποία έχουν στηθεί οι φωνητικές αρμονίες. Λίγες indie μπάντες είναι ικανές να εργαστούν σε τέτοιο επίπεδο. Όμως το Crack-Up μοιάζει σαν ζηλευτό οικοδόμημα που το χαζεύεις απέξω με τις ώρες, αλλά μπαίνοντας μέσα δεν ψήνεσαι να κατοικήσεις. 

Οι στίχοι του Pecknold λένε για πολλά εντυπωσιακά, μα, αν τους μελετήσεις, συχνά προκύπτουν χαζοί· εγώ τουλάχιστον έτσι εισπράττω την ξεκάρφωτη αναφορά στην Κινσάσα στο "I Should See Memphis". Ακόμα κι αν δεχτούμε ότι στη μουσική που παίζουν οι Fleet Foxes οι στίχοι δεν έχουν και τόση σημασία (κάτι πάντως που κλονίζει τις folk περγαμηνές τις οποίες ποθούν), δημιουργείται ένα ερώτημα και για την ίδια τη μουσική. Αφενός γιατί όλα αρχίζουν και μοιάζουν με ευφυείς μεν, μα υπέρ το δέον τακτοποιημένες ηχητικές εξισώσεις –οπότε βρίσκεσαι να λαχταράς μια πιο αυθόρμητη μελωδία, η οποία ποτέ δεν έρχεται– αφετέρου γιατί όλη αυτή η progressive ή έστω chamber pop κατεύθυνση μεταθέτει τη μπάντα σε μια νέα πίστα, όπου στέκονται ως απλοί νεοσσοί: τα όσα φτιάχνουν εδώ μπορεί να αφήνουν τον indie ορίζοντα με το στόμα ανοιχτό, αλλά, αν έχεις ακούσει στα σοβαρά King Crimson και Robert Wyatt, δεν θα αργήσεις να βαρεθείς.

Είναι λοιπόν μια τραμπάλα θαυμασμού και πλήξης η εμπειρία ακρόασης του Crack-Up, που κέρδισε πάντως σε πρώτη φάση και τη στήριξη της indie κοινότητας και τα charts. Οι υπόλοιποι ίσως σταθούμε με παροδικό ενδιαφέρον, μα δεν θα κάτσουμε πολύ, ευχόμενοι πάντως καλή τύχη στον Pecknold, ο οποίος δείχνει να διανύει την κρίση των πρώτων -άντα. Ίσως οι Fleet Foxes να βρίσκονται στο ξεκίνημα μιας μελλοντικά ενδιαφέρουσας διαδρομής. Ίσως ο δίσκος αυτός να μνημονεύεται αργότερα στις έντιμα αποτυχημένες απόπειρες διαφυγής από τις συμβάσεις μιας πάλαι ποτέ περιπετειώδους μουσικής, η οποία τυραννιέται όλο και περισσότερο από γλυκερές φωνούλες με μικρή εμβέλεια και από χλιαρές αναπαραγωγές στυλ σε μελαγχολέ τόνο. Ο χρόνος θα δείξει.