28 Νοεμβρίου 2022

Στάθης Δρογώσης & Μυρτώ Βασιλείου: «Ρομάντζα» - ανταπόκριση (2018)


Κουβεντιάζοντας πρόσφατα με τον συνθέτη Μίνω Μάτσα, ενόψει των συναυλιών που ετοιμάζει στο «Gazarte» για τον Δεκέμβρη, μου μίλησε με θερμά λόγια για την τραγουδίστρια Μυρτώ Βασιλείου, η οποία θα τον συνοδεύσει στις σχεδιαζόμενες βραδιές –μαζί με τον Κώστα Τριανταφυλλίδη.

Εγώ, πάλι, σκέφτηκα ότι τη μία και μόνη φορά που είδα ζωντανά τη Βασιλείου –στον «Σταυρό Του Νότου», παρέα με τον Στάθη Δρογώση και τον Κώστα Τσίρκα– δεν ενθουσιάστηκα διόλου. Ωστόσο τέτοια πράγματα αλλάζουν γρήγορα όταν είσαι νέος καλλιτέχνης: το άγουρο μπορεί να μεταμορφωθεί σε κάτι πιο θελκτικό, σε σύντομο χρονικό διάστημα.

Σκαλίζοντας τα αρχεία μου, λοιπόν, βρήκα ότι πέρασαν 4 χρόνια από τον Νοέμβρη του 2018, όταν πήγα να δω την παράστασή τους «Ρομάντζα». Μια ανταπόκριση δημοσιεύτηκε τότε για λογαριασμό του Avopolis και αναδημοσιεύεται τώρα κι εδώ, ένεκα της αφορμής, με μικρές, αισθητικής φύσης τροποποιήσεις.

* οι χρησιμοποιούμενες φωτογραφίες προέρχονται από τη βραδιά και ανήκουν στον Θάνο Λαΐνα


Η Πέμπτη μπορεί να είναι «το νέο Σάββατο», όπως εδώ και καιρό διατείνονται ορισμένοι, αλλά η περασμένη Πέμπτη, αν και 1η μέρα του Νοέμβρη, βρήκε το καλοκαιράκι να κρατά απρόσμενα και τους δρόμους της πόλης να έχουν άπλα. Εντούτοις δεν ήταν λίγοι όσοι έδωσαν το παρών στην πρεμιέρα του Στάθη Δρογώση και της Μυρτώς Βασιλείου στον «Σταυρό Του Νότου», που είχε στηθεί στην club εκδοχή του (με κλειστό δηλαδή το πάνω μέρος). 

Η συνάντηση αυτή ενός αναγνωρίσιμου τραγουδοποιού (ο Δρογώσης ξεκίνησε το 1999 με Τα Φώτα Που Σβήνουν, ενώ έχει σόλο καριέρα από το 2001) με μια νέα γυναικεία φωνή που τώρα κάνει τα πρώτα αποφασιστικά βήματα (η Βασιλείου είναι 23 ετών και πέρασε από τις μικρές σκηνές στη δισκογραφία μόλις το 2016) έθεσε ως στόχο της να μας πάει μια ευχάριστη νυχτερινή βόλτα με ρομαντική διάθεση. Ως προς τη διάθεση του προγράμματος, καμία αντίρρηση. Αλλά ως προς το αν η βόλτα ήταν ευχάριστη, οι ενστάσεις φοβάμαι ότι θα πέσουν βροχή. 

Πιάνοντας τα πράγματα από μια απλή και βασική αρχή, η παράσταση άργησε 35 λεπτά να ξεκινήσει. Ήταν πρεμιέρα, το δέχομαι –αλλά ήταν συνάμα και Πέμπτη, που σημαίνει ότι, παρεκτός και ήσουν φοιτητής ή συνταξιούχος, είχες κι ένα πρωινό ξύπνημα για δουλειά στα προσεχώς· κάτι που δεν συμβαδίζει με την επιθυμία των συντελεστών για ένα πρόγραμμα 36 τραγουδιών. Ελπίζω λοιπόν η καθυστέρηση να ήταν έκτακτη και όχι ο κανόνας. 

Στη σκηνή του «Σταυρού Του Νότου», τώρα, παρατάχθηκαν άξιοι μουσικοί. Ίσως τα μάτια να έπεσαν περισσότερο πάνω στον Δημήτρη Στασινό, λόγω του πάθους με το οποίο έπαιξε την κιθάρα του, ωστόσο δεν υστέρησε σε επιδόσεις ούτε ο Αλέξανδρος Λιβιτσάνος (πιάνο), ούτε ο Βαγγέλης Μαρκαντώνης (μπάσο), ούτε ο Θάνος Μιχαηλίδης (τύμπανα), ούτε ο Κώστας Μιχαλός (επίσης κιθάρα). Παρατηρώντας ωστόσο το Sonic Youth μπλουζάκι του τελευταίου, δεν μπόρεσα να μην αναρωτηθώ για κάτι που επιμένει να ξενίζει σε πολλά ελληνικά προγράμματα. Γιατί τόσο στάνταρ ενορχηστρώσεις, όταν τα πράγματα κινούνται προς το ροκ; Γιατί όχι και κάτι πιο Sonic Youth; 

Τέλος πάντων, οι «βάσεις» ήταν εκεί και η έναρξη με το σαββοπουλικό "Μη Μιλάς Άλλο Γι' Αγάπη" αποδείχθηκε κεφάτη, δημιουργώντας ελπίδες για τη συνέχεια. Λίγο-λίγο, ωστόσο, θα διαψεύδονταν. Για μεγάλο μέρος του προγράμματος, λ.χ., η «χημεία» του Δρογώση με τη Βασιλείου ήταν κακή. Τα αστεία ακούγονταν κρύα, η παρουσία της νεαρής ερμηνεύτριας στις δεύτερες φωνές αποτυπώθηκε αμήχανη, το όλο κλίμα θύμιζε πρόβα και όχι πρεμιέρα. Μόνο αργότερα, όταν πάτησε το σανίδι και ο Κώστας Τσίρκας, βελτιώθηκαν τα πράγματα και δημιουργήθηκε μια αίσθηση παρέας.  

Αλλά ό,τι δεν έβρισκαν μαζί ο Δρογώσης και η Βασιλείου, χανόταν εύκολα και όταν έμεναν μόνοι· συχνά, μάλιστα, χωρίς να υπάρχει εμφανής λόγος. Είναι ψέμα να πει κανείς ότι οι δύο πρωταγωνιστές δεν προσπάθησαν και δεν έβαλαν τα δυνατά τους. Όμως, για κάθε συμπαθητική στιγμή, ερχόταν σύντομα μία άλλη, η οποία έβαζε βόμβα σε ό,τι με επιμέλεια χτιζόταν ως τότε. 

Το σκωτσέζικο ντους άρχισε από νωρίς, όταν Δρογώσης αποφάσισε να διασκευάσει το "Everybody Hurts" των R.E.M.: τραγούδι που δεν έπεισε ότι μπορούσε να υπηρετήσει φωνητικά και ανακάτεψε άτσαλα (εν είδει medley) με το "Να Χαθώ Στα Βήματά Σου" των Πυξ Λαξ. Στη συνέχεια το "Εκδρομή Με Τ' Αμάξι" λειτούργησε πυροσβεστικά, απλά και μόνο για να υποστούμε κατόπιν μία ακόμα ψυχρολουσία, με τη διασκευή στον "Εξώστη" των Στέρεο Νόβα να κατεδαφίζει ό,τι έχουμε αγαπήσει σε αυτό το υπέροχο τραγούδι, που ακούστηκε ξεχαρβαλωμένο και πελαγωμένο ως προς τα πλούσια νοήματά του. 

Με τη σειρά της, η Βασιλείου εκτέθηκε ως αδιάβαστη στο "Dance Me To The End Of Love" του Leonard Cohen, προσεγγίζοντάς το γλυκανάλατα, δείχνοντας να αμελεί τη συγκλονιστική του διασύνδεση με τα στρατόπεδα συγκέντρωσης του Β΄Παγκοσμίου Πολέμου. Μου προξένησε πραγματικά εντύπωση που ο Δρογώσης –δημιουργός ενημερωμένος, με δημόσια εκφρασμένο πολιτικό στίγμα– άφησε την παρτενέρ του να εκτεθεί έτσι, ειδικά σε χρόνια σαν και τα δικά μας, όπου τέτοιες μνήμες οφείλουν να κοινωνούνται ως ζώσες. 


Σε πολλά άλλα σημεία, επίσης, η ερμηνεύτρια παρασύρθηκε είτε σε άστοχους εντυπωσιασμούς (το "Ας Ερχόσουν Για Λίγο" της Δανάης, ας πούμε, δεν είναι τόπος για να δείξεις τη φωνή σου), είτε σε μια απογοητευτική απομίμηση της Νατάσσας Μποφίλιου. Είναι φυσικό και επόμενο, βέβαια, ότι σε ένα πρόγραμμα όπου συμμετέχει ως τρίτος της παρέας ο Κώστας Τσίρκας (ο συνθέτης με τον οποίον ξεκίνησε η Μποφίλιου) θα ακουστεί η "Ασπιρίνη" –και ότι θα την πει, δικαιωματικά, η φωνή με την οποία συνεργάζεται στο παρόν. Όχι έτσι, όμως, με φωνασκίες και περιττές εντάσεις. 

Ίσως είναι δύσκολο να το συλλάβει όποιος δεν ήταν παρών στον «Σταυρό Του Νότου», όμως το πρόγραμμα έφτασε στην καλύτερή του στιγμή όταν ο Τσίρκας πήρε την κιθάρα του και ερμήνευσε το ..."Ξανά" του Σάκη Ρουβά, με το κοινό να ξεσπά σε έναν μικρό χαμό από κάτω. 

Ήταν μια ωραία εκτέλεση και μία ακόμα πιο ωραία χειρονομία ενάντια στη σοβαροφάνεια και στους ψευδεπίγραφους διαχωρισμούς του ελληνικού τραγουδιού. Αλλά και το πρώτο μέρος μιας τριπλέτας, την οποία συμπλήρωσε το "Σκόνη Και Θρύψαλα" του Στέφανου Κορκολή και ο "Τελευταίος Χορός" του Νίκου Καρβέλα και της Άννας Βίσση, με Δρογώση και Βασιλείου στην καλύτερη κοινή τους στιγμή σε όλη τη βραδιά. Που δεν θα αργούσε έπειτα να κλείσει, διατηρώντας τους ανοδικούς της ρυθμούς χάρη σε καλά εκτελεσμένες ευπρόσωπες επιλογές σαν το "Μην Το Πεις Πουθενά" και το "Βιαστικό Πουλί Του Νότου".

Και ο Στάθης Δρογώσης και η Μυρτώ Βασιλείου έχουν πράγματα να πουν. Και πιστεύω ότι, αν το πρόγραμμα τους κρατούσε στις δεδομένες (τον πρώτο) και στις νυν (τη δεύτερη) δυνατότητές τους, θα ήταν επιτυχημένο. Έτσι ως έχει στηθεί, όμως, βάζει στο στόμα τους μπουκιές οι οποίες δεν χωράνε, με τα αναπόφευκτα αποτελέσματα που έχει πάντα κάτι τέτοιο.



27 Νοεμβρίου 2022

Johann Strauss Ensemble - ανταπόκριση (2013)


Βλέποντας την ανακοίνωση του συλλόγου «Οι Φίλοι της Μουσικής» για τον νέο ερχομό των Johann Strauss Ensemble στη χριστουγεννιάτικη Αθήνα, αναλογίστηκα ότι συμπληρώνονται κοντά 10 χρόνια ήττας των δικών μου εντυπώσεων.

Ως λάτρης των βαλς του πατέρα και του υιού Strauss, δηλαδή, είχα δώσει το παρών στον ερχομό τους τον Δεκέμβρη του 2013 –πάλι στο Μέγαρο Μουσικής, στη μεγάλη αίθουσα «Χρήστος Λαμπράκης». Αλλά την πάτησα με τον πλέον μεγαλοπρεπή τρόπο.

Παρά ταύτα, ο μουσικόφιλος κόσμος της Αθήνας στήριξε ξανά και ξανά τον ερχομό του βιεννέζικου συνόλου, μην κρύβοντας τον ενθουσιασμό του για εκείνα ακριβώς τα πράγματα που αποστρέφομαι εγώ στο στυλ του Αυστραλού μαέστρου Russel McGregor. Και το ίδιο αναμένεται να συμβεί και φέτος.

Με την ευκαιρία, λοιπόν, ιδού η κριτική που έγραψα το 2013 για τη βραδιά. Πρωτοδημοσιεύτηκε στο Avopolis και αναδημοσιεύεται τώρα εδώ, με μικρές, αισθητικής φύσης τροποποιήσεις.

* οι χρησιμοποιούμενες φωτογραφίες προέρχονται από το promo υλικό που διαμοιράστηκε το 2013 στον Τύπο


Για εμένα, η μουσική της οικογένειας Strauss (πατέρα και υιού) φέρει ειδικό συναισθηματικό φορτίο. Είναι ένα άκουσμα πολύ οικείο και αγαπητό, χαμένο στην άχλη των πιο ανέμελων παιδικών χρόνων, το οποίο παραπέμπει αυθόρμητα σε αναμνήσεις από χριστουγεννιάτικες διακοπές, στολίδια, παππούδες/γιαγιάδες/θείους/θείες με γλυκά ανά χείρας και τη μακαρίτισσα τη μητέρα μου να σιγομουρμουρά τη μελωδία του "Όμορφου Γαλάζιου Δούναβη" ή του "Φωνές Της Άνοιξης". Κι έτσι, κάθε Δεκέμβρη, το σπίτι μου κυριαρχείται από τα βιεννέζικα βαλς και τις πόλκες των δύο πιο διάσημων Strauss της ιστορίας· και κάθε σχετική συναυλία που τυχαίνει να δίνεται στην Αθήνα λογίζεται ως επιπλέον κέρδος. Με τους Johann Strauss Ensemble, ωστόσο, την πάτησα με τον πλέον μεγαλοπρεπή τρόπο. 

Δεν ήταν χάλια οι Johann Strauss Ensemble, δεν θέλω να παρεξηγηθώ. Μπορεί να μη μιλάμε για πρωτοκλασάτους μουσικούς, ικανούς για το κάτι παραπάνω στα παιξίματα, αλλά οπωσδήποτε η 20μελής ορχήστρα αποτελείται από δεξιοτέχνες, καλά εξοικειωμένους με το ρομαντικό βιεννέζικο ρεπερτόριο. Η απόδοσή τους, αν και συντηρητική και νερόβραστη στα πιο γνωστά κομμάτια ("An Der Schönen Blauen Donau", "Frühlingsstimmen", "Rosen Aus Dem Süden"), κρίνεται ικανοποιητική. Υπήρξαν δε και ορισμένα σημεία στα οποία υπερέβησαν τη δυναμική τους, χάρη στις έξοχες προσπάθειες ορισμένων μονάδων του συνόλου. 

Για παράδειγμα, ο Alfred Steindl οδήγησε τα κρουστά του σε μια αληθινά βροντερή απόδοση του "Unter Donner Und Blitz" (από την οπερέτα «Η Νυχτερίδα»), η Ildiko Deak έπαιξε εξαιρετικό φλάουτο, ενώ δεν υπήρξε περίσταση όπου απαιτήθηκε η ενίσχυση των πνευστών στην οποία να μην λάμψει το γαλλικό κόρνο του Walter Pauzenberger ή η τρομπέτα του Werner Steinmetz. Χάρη σε τέτοιους μουσικούς, το "Kaiser-Walzer" του Strauss υιού, το "Sperl" και το "Ohne Sorgen" του Strauss πατέρα ή το "Gold Und Silber" του Franz Lehar έτυχαν πολύ καλών εκτελέσεων. 

Όμως ο διευθυντής της Johann Strauss Ensemble, ο Αυστραλός Russel McGregor, έκανε κάθε τι που περνούσε από το χέρι του για να καταστρέψει ακόμα και τις καλύτερες στιγμές τους. Ικανός μεν ως βιολιστής και μαέστρος και άνετος με τη στραουσική παράδοση, η οποία θέλει τον σολίστ να είναι ταυτόχρονα και διευθυντής ορχήστρας (πόστο που κατέχει εδώ και 10 χρόνια), αποδείχθηκε ευτελέστατος γελωτοποιός· μια καλολαδωμένη μηχανή μάρκετινγκ, που αφιέρωσε περισσότερη ενέργεια στην κολακεία του κοινού, παρά στη μουσική. 

Πού να πρωτοσταθώ, αλήθεια; Στην ανούσια φλυαρία; Στις λαϊκίστικες εκκλήσεις να σηκώσουν χέρι όσοι δεν έχουν επισκεφτεί τη Βιέννη, απλά για να πει μετά την καταμέτρηση ότι όποιος δεν έχει δει την αυστριακή πρωτεύουσα είναι καλεσμένος του (πολύ θα ήθελα να πάει κάποιος μετά τη συναυλία και να του πει, λοιπόν, πότε βολεύει να σας έρθω); Στο ότι έβαλε το κοινό να ...τραγουδήσει εν χορώ το "Ω Έλατο"; Στο ότι μας προέτρεψε να ανέβουμε στη σκηνή για να χορέψουμε βαλς ενόσω θα διεξαγόταν η συναυλία, θεωρώντας ίσως ότι ο κώδικας της αίθουσας «Χρήστος Λαμπράκης» ισούται με εκείνον της όποιας τουριστικής ταβέρνας στα στενά της Πλάκας; Ή στο απίστευτο γεγονός ότι πέταγε ...σοκολατάκια στα ακριανά θεωρεία, με τεχνική που με κατέστησε βέβαιο πως έχει προβάρει το θέμα ουκ ολίγες φορές; 

Κι όμως. Καθώς γράφω αυτές τις γραμμές, ανακαλώ ότι αισθάνθηκα απίστευτα μόνος στις παραπάνω εντυπώσεις, καθώς σύσσωμο το πολυπληθές κοινό (είχε γεμίσει σχεδόν η αίθουσα και σημειώστε ότι παρακολούθησα την έκτακτη απογευματινή συναυλία της Κυριακής, όχι κάποιο από τα δύο βραδινά και sold-out κονσέρτα) ανταποκρίθηκε με μεγάλη θέρμη και ενθουσιασμό στα καμώματα του McGregor, χειροκροτώντας αδιαλείπτως. Στα δικά μου μάτια, βέβαια, δεν ήσαν παρά καλοντυμένοι εκπρόσωποι μιας μεσαίας τάξης με πνευματικό επίπεδο αντιστρόφως ανάλογο της οικονομικής τους ευμάρειας, όσο απόλυτη κι αν φαντάζει μια τέτοια κρίση.  

Έτσι, αν και μουσικώς τα πράγματα δεν ήταν και τόσο άσχημα, έφυγα τελικά απηυδισμένος από το Μέγαρο, με λαβωμένη την αδυναμία μου προς την οικογένεια Strauss.  



26 Νοεμβρίου 2022

Gaël Segalen - Sofia Says [δισκοκριτική, 2019]


Μια κριτική μου από τo 2019 στο άλμπουμ «Sofia Says» της Gaël Segalen. Μιας Γαλλίδας δημιουργού κινούμενης μεταξύ πειραματικών αυτοσχεδιασμών και ηλεκτρονικής σύνθεσης, που είδε τη δουλειά της να εκδίδεται σε ένα καλαίσθητο κόκκινο βινύλιο χάρη στη σύμπραξη τριών διαφορετικών δισκογραφικών εταιριών: Erratum, Sofia και της ελληνικής Coherent States.

Όπως κι άλλα μου κείμενα της ίδιας περιόδου, η κριτική αυτή πρωτοδημοσιεύτηκε στο Avopolis, του οποίου ήμουν τότε αρχισυντάκτης. Αναδημοσιεύεται τώρα εδώ με μικρές, αισθητικής φύσης τροποποιήσεις.

* Η κεντρική φωτογραφία προέρχεται από υλικό που έχει δοθεί ως promo στον Τύπο


Μας χωρίζει αιώνας και βάλε απ' όταν ο Luigi Russolo έγραψε την Τέχνη των Θορύβων (L' Αrte dei Rumori, 1913). Με την οποία κάλεσε τον κόσμο της μουσικής να παραδεχτεί τις νέες πραγματικότητες γύρω του, διαπιστώνοντας ότι το ανθρώπινο αυτί είχε πια συνηθίσει στους ήχους του αστικού, βιομηχανικού τοπίου. Κατ' επέκταση, λοιπόν, υπήρχαν πλέον ακροατές έτοιμοι να εκτιμήσουν πιο σύνθετα έργα, φτιαγμένα μέσω της τεχνολογίας. 

Λαμβάνοντας τη σκυτάλη αυτής της μακρινής κληρονομιάς, η Γαλλίδα Gaël Segalen –κατέχει δίπλωμα ηλεκτρακουστικής σύνθεσης κι έχει συνεργαστεί με το  Radio France Internationale– προσπαθεί εδώ και μια εικοσαετία (περίπου) για μια μουσική ικανή να εκφράσει την πολυσύνθετη εικόνα του κόσμου στον 21ο αιώνα. Καταθέτοντας ενδιαφέρουσες ιδέες, στην πορεία, σαν π.χ. την «επιτόπια ηχογράφηση που μπορεί να χορευτεί» (danceable field recording), η οποία αποτέλεσε τη μαγιά πίσω από τον δίσκο του 2016 «L'Ange Le Sage».

Για το «Sofia Says», ωστόσο, το οποίο πρωτοβγήκε σε κασέτα μα πλέον διατίθεται και σε κόκκινο βινύλιο, σε συμπαραγωγή της ελληνικής Coherent States, η Segalen πιάνει το νήμα από το «Memoir Οf My Manor» (2017). Φτιάχνοντας 5 κομμάτια με γενικά μακρές διάρκειες (από 6-και-κάτι λεπτά, μέχρι σχεδόν 13), που έρχονται να λειτουργήσουν ως ηχητικά ενιαίο «τούνελ», μέσω του οποίου λαμβάνει χώρα το ταξίδι της Σοφίας· της αρχαίας μυθολογικής οντότητας, δηλαδή, που εδώ γίνεται ηρωίδα μιας σύγχρονης περιπλάνησης. 

Έτσι, η όλη ενατένιση έχει εξ ορισμού κάτι το «επικό», όσο κι αν έχουμε συνηθίσει το επίθετο σε άλλα μουσικά είδη. Και το αποτέλεσμα δικαιώνει τη Segalen, καθώς ο ηχητικός σχεδιασμός καταφέρνει και εμπεριέχει τόσο το χάος, όσο και τη σοφία που μπορεί να βρει κανείς σε ένα τέτοιο «ταξίδι». Η Γαλλίδα δημιουργός βασίζεται σε ηλεκτρονικούς αυτοσχεδιασμούς με έντονο το στοιχείο του πειραματισμού, ωστόσο σε μια δεύτερη φάση προβαίνει σε μοντάζ και σε ενίσχυση των στοιχείων που θέλει να τονίσει, καταφέρνοντας έτσι να σταθεί σε ένα δικό της «σύνορο» μεταξύ πειραματισμού και σύνθεσης. 

Μετατοπιζόμενες συχνότητες, ψήγματα ατόφιας μελωδικότητας, επελαύνοντες θόρυβοι και ήχοι που αλλού δίνουν την αίσθηση ότι επωάζονται και αλλού πάλλονται σαν φωτεινοί αστέρες στον σκοτεινό καμβά του Σύμπαντος. Ο κόσμος του «Sofia Says» έχει πολλές πτυχές και μοιάζει να βρίσκεται σε συνεχή διαμόρφωση –φέρνει κατά νου την ωραία ταινία «Annihilation» του Alex Garland (2018). Μπορεί λοιπόν και να χαθείς διατρέχοντας τα "Mountain East" και "Mountain West", πριν φτάσεις στην άκρη του νοερού του τούνελ ("I'll See You Again"). Εκεί υπάρχει φως και κορύφωση, σε ένα φινάλε που διστάζεις ίσως να το πεις «αισιόδοξο», μα οπωσδήποτε εκπέμπει ζωηρή την αίσθηση της αρμονίας.

Το «Sofia Says» είναι ένα πολύ μελετημένο έργο, το οποίο ξετυλίγει γλαφυρά τις δημιουργικές δυνάμεις της Gaël Segalen και εκπληρώνει τον διακηρυγμένο καλλιτεχνικό της στόχο, για μια μουσική σε σύμπνοια με τη νυν κατάσταση του ανθρώπινου κόσμου. Υπάρχει όχι μόνο συνείδηση, αλλά και σαφέστατη ιδεολογία πίσω από το πώς πορεύεται εδώ το φυσικό μαζί με το τεχνητό, από το πώς το ατομικό και το συλλογικό βρίσκονται σε συνεχή πάλη και συν-διαμόρφωση ("Like Warehouse"). Μάλιστα, δεν παραλείπεται και η εξερεύνηση της επιθυμίας που προκύπτει για αποκοπή από τον φρενήρη ρυθμό της πραγματικότητας στο όνομα μιας προσωπικής, εσωτερικής αυτοπραγμάτωσης. 

Η τελευταία αναδύεται νομίζω σε διάφορα σημεία εδώ κι εκεί, όμως λαμβάνει την πλήρη διάστασή της στο "I'll See You Again": είναι το πλέον ιδεολογικά φορτισμένο στιγμιότυπο του άλμπουμ, όπου επιτυγχάνεται η εξισορρόπηση μεταξύ του έμβιου πάθους και της κατά Russolo Τέχνης των Θορύβων, με έναν τρόπο που θα έκανε πραγματικά περήφανο τον Ιταλό φουτουριστή.



25 Νοεμβρίου 2022

Γιάννης Κότσιρας & Εστουδιαντίνα Νέας Ιωνίας - Η Σμύρνη Του Έρωτα [δισκοκριτική, 2012]


Μια κριτική μου από τo 2012 στον δίσκο «Η Σμύρνη Του Έρωτα», του Γιάννη Κότσιρα και της Εστουδιαντίνας (Νέας Ιωνίας Βόλου). Ο Κότσιρας θέλησε να τιμήσει το ερωτικό σμυρνέικο ρεπερτόριο και στιγμές με σπουδαία θέση στο ελληνικό πεντάγραμμο, σαν π.χ. το "Αμάν Κατερίνα Μου" ή το "Κουκλί Της Κοκκινιάς", μα –κατά τη γνώμη μου, τουλάχιστον– τα έκανε θάλασσα.

Όπως κι άλλα μου κείμενα της ίδιας περιόδου, η κριτική αυτή πρωτοδημοσιεύτηκε στο Avopolis, του οποίου ήμουν τότε αρχισυντάκτης. Αναδημοσιεύεται τώρα εδώ με μικρές, αισθητικής φύσης τροποποιήσεις.

* Η κεντρική φωτογραφία προέρχεται από υλικό που έχει διατεθεί στον Τύπο ως promo για ζωντανές εμφανίσεις του Γιάννη Κότσιρα και ανήκει στον Γιώργο Αλεξανδράκη


Η Σμύρνη, για ακόμα μία φορά. 90 χρόνια συμπληρώνονται φέτος από την πτώση του σημαντικότερου ελληνικού αστικού κέντρου της Μικράς Ασίας –κοντά αιώνας δηλαδή– κι όμως νάτη πάλι εδώ. Να ανακινεί μνήμες, να θυμίζει την κολοσσιαία της παρακαταθήκη στην τελική διαμόρφωση της νεοελληνικής ταυτότητας· να «απειλεί» να αναστατώσει ξανά τη σύγχρονη μουσική ζωή, όπως πολλές φορές έχει κάνει και στο παρελθόν. Χώρια τις αναστατώσεις της πολιτικής ζωής, με τα «στοιβάγματα» στις προκυμαίες και το κλασικό ακαδημαϊκό δίλημμα Μικρασιατική Καταστροφή vs Μικρασιατικός Πόλεμος (που, επί της ουσίας, μόνο ακαδημαϊκό δεν είναι).

Αλλά η Σμύρνη του Γιάννη Κότσιρα και της Εστουδιαντίνας Νέας Ιωνίας (Βόλου) δεν έχει τίποτα από εκείνη τη γνώριμη δύναμη. Τι κι αν τη βρίσκουμε στα πιο ερωτικά της, σε τούτα τα 18 τραγούδια + 5 ορχηστρικά; Δεν είναι παρά μια φόρμα χωρίς ζωή. Μια παράδοση αξιοσέβαστη και ισχυρή, η οποία έμεινε όμως δίχως άξιους επιγόνους –και για τον λόγο αυτόν αδυνατεί να δείξει το κάλλος της και τα όσα την έκαναν σαγηνευτική για ανθρώπους που ποτέ δεν περπάτησαν στα στενά της και δεν μεγάλωσαν στις γειτονιές της. 

Η Σμύρνη Του Έρωτα είναι βασικά ένας δίσκος διασκευών. Ακόμα κι αν ντύνεται με το κοστούμι ενός θεματικού αφιερώματος και προικίζεται με προσεγμένο βιβλιαράκι και εισαγωγικό σημείωμα του Παναγιώτη Κουνάδη, περιέχει τραγούδια πολύ γνωστά και χιλιοτραγουδισμένα. Υλικό κλάσης, δηλαδή· αναγνωρισμένο, τιμημένο και ζωντανό σε πάμπολλα λαϊκά και νεορεμπέτικα προγράμματα ανά τη χώρα –από τσιπουράδικα ως και μεγάλες πίστες. Πήχης ιδιαίτερα υψηλός, ο οποίος από μόνος του θέτει και το ζητούμενο: τι άλλο έχετε να προσφέρετε στα συγκεκριμένα τραγούδια, Γιάννη Κότσιρα & Εστουδιαντίνα; 

Ως προς το ζητούμενο αυτό, λοιπόν, βρήκα ότι οι συντελεστές της Σμύρνης Του Έρωτα απέτυχαν. Ακούγοντας στην έναρξη κιόλας τον Κότσιρα να τραγουδά "Πού Να Βρω Γυναίκα Να Σου Μοιάζει;" το μυαλό τρέχει μόνο του στον Αντώνη Νταλγκά και η σύγκριση καθίσταται μοιραία. Όπως μοιραία καθίσταται και μόλις ηχεί το "Αμάν Κατερίνα Μου" –εδώ έρχεται η Αλεξίου στη Χαρούλα έκφανσή της και τα τελειώνει όλα– ή και παρακάτω, σε περιπτώσεις όπως η "Μισιρλού", το "Γελεκάκι", το "Κουκλί Της Κοκκινιάς", ο "Μπαρμπαγιαννακάκης" ή το "Τα Ματάκια Σου Τα Δυο (Ελενάκι)". Σκέφτεσαι πόσα πράγματα πέτυχε η Γλυκερία στην «Όμορφη Νύχτα» με βάση τα σμυρνέικα κι αναρωτιέσαι γιατί πήγαν όλα τόσο στραβά.   

Οι βασικές αιτίες, κατά τη γνώμη μου, είναι δύο. Η μεν Εστουδιαντίνα –υπεύθυνη για τις ενορχηστρώσεις– κατέδειξε ξανά την εμπειρία και τη γνωσιολογία της (δεν τα αμφισβητώ επουδενί), το έκανε όμως με τρόπο ξερό, ακαδημαϊκώς αναπαραγωγικό. Στα χέρια της η σμυρνέικη παράδοση φαντάζει ως λαογραφικό τεκμήριο, ως πολύτιμο έκθεμα. Ενώ το θέμα είναι, αντίθετα, η ζωντάνια της και η σχέση της με το σήμερα: το πώς μπορεί να καταστεί επίκαιρη για μία ακόμα γενιά. Τεχνικά, λ.χ., οι μουσικοί της Εστουδιαντίνας είναι ανώτεροι του Τρίο Τεκκέ· κι όμως, το ανήσυχο νεαρό αυτί έχει να μάθει κάτι παραπάνω για τον "Αντώνη Τον Βαρκάρη" ακούγοντας την περσινή εκτέλεση του κυπριακού σχήματος, παρά την παρούσα. Πρόκειται βέβαια για τεράστια συζήτηση, για την οποία ωστόσο ο συγκεκριμένος δίσκος δεν έχει να πει κουβέντα. Κι αυτό το κομμάτι βαραίνει την Εστουδιαντίνα. 

Η δεύτερη αιτία είναι ο Γιάννης Κότσιρας. Ούτε και σε αυτόν θα αμφισβητήσω τις ικανότητες: οι ερμηνείες του στο Μόνο Ένα Φιλί (1997), ας πούμε, έχουν μείνει στην ιστορία. Κάνει όμως εδώ το ίδιο ακριβώς λάθος που έκανε και στο Live του 2002, όταν τραγούδησε το "Δεν Θα Ξαναγαπήσω" και το "Αγριολούλουδο": καταπιάνεται με υλικό πιο λαϊκότροπο από εκείνο που μπορεί να υποστηρίξει· με τραγούδια που απαιτούν διαφορετικές ικανότητες στην απόδοση του σκέρτσου, της χαρμολύπης και του ερωτικού πόνου. Η σμυρνέικη παράδοση τα σκιαγράφησε με τρόπο τέτοιον, ώστε ορθά θεωρήθηκε πρόγονος του ρεμπέτικου, κατ’ επέκταση και του λαϊκού της μετα-Τσιτσάνη εποχής. 

Αντίθετα, ο Γιάννης Κότσιρας ανήκει στην πιο «ευρωπαϊκή», ας την πούμε, όχθη. Γι’ αυτό και θα τα κατάφερνε περίφημα, πιστεύω, αν είχε φτιάξει έναν δίσκο για την Αθήνα ή για την Πλάκα του έρωτα, αφιερωμένο στο προπολεμικό ελαφρό τραγούδι και στις καντάδες. Πώς να το κάνουμε, άλλο πράγμα ο κόσμος του Πέτρου Επιτροπάκη και του Τίτου Ξηρέλλη, κι άλλος εκείνος του Τούντα, του Περιστέρη, του Νταλγκά. Μπορεί να τα ακούς όλα και να τα αγαπάς με την ίδια καρδιά, μα δεν μπορείς απαραίτητα να τα τραγουδήσεις και με την ίδια φωνή. 
 


24 Νοεμβρίου 2022

Μανώλης Φάμελλος - συνέντευξη (2007)


Πληροφορήθηκα ότι αύριο Παρασκευή 25 Νοεμβρίου θα παίξει στο Roof Stage του «Gazarte» ο Μανώλης Φάμελλος, ο οποίος θα υποδεχθεί μάλιστα και τη Δήμητρα Γαλάνη επί σκηνής –δύο δεκαετίες μετά την πρώτη τους σύμπραξη. 

Τον θυμάμαι με τους Ποδηλάτες τον Μανώλη Φάμελλο και από αρκετά σημεία της μετέπειτα σόλο καριέρας του, κάπου όμως στην πορεία του χρόνου τον έχασα. Αυτός βέβαια έχει παραμείνει ενεργός ως τραγουδοποιός (τελευταίο του δίσκο βλέπω το «Η Ζωή Ήταν Σήμερα», το 2021), οπότε είναι μάλλον σε εμένα που έχει διαφύγει κάτι.

Πολλά χρόνια πριν, πάντως, τον Ιανουάριο του 2007, επισκέφθηκα τον Μανώλη Φάμελλο στο σπίτι του στη Γλυφάδα, όπου θαύμασα την εντυπωσιακή του συλλογή από στρατιωτάκια και κάναμε και μια μεγάλη κουβέντα, με αφορμή τον δίσκο «Η Ψυχή Του Πάρτυ» που είχε βγάλει τότε. Η οποία έχει μείνει αρκετά ζωντανή στη μνήμη μου και ανατρέχω συχνά σε σημεία της, μετά 15 έτη.

Η συνέντευξη που προέκυψε πρωτοδημοσιεύτηκε στο Avopolis σε 2 μέρη και αναδημοσιεύεται τώρα κι εδώ –σε ενιαία μορφή, με μικρές, (κυρίως) αισθητικής φύσης τροποποιήσεις.

* οι χρησιμοποιούμενες φωτογραφίες προέρχονται από υλικό που έχει δοθεί κατά καιρούς στον Τύπο, ως promo


Υπήρξες ποτέ αυτό που λέμε «ψυχή του πάρτυ»; 

Είναι σαφές ότι δεν πολυήμουνα –και μέσα στο ομώνυμο τραγούδι εξηγείται νομίζω αυτό, με έναν τρόπο. Ή μάλλον δεν το εξηγώ, προσπαθώ να το στηρίξω. Τελικά προκρίθηκε και σαν όνομα του δίσκου, επειδή ως τίτλος ξέφευγε από το συγκεκριμένο κομμάτι και αναγόταν σε ένα άλλο επίπεδο. 

Ακούσια, δηλαδή, αναδείχθηκε σε ένα κεντρικό σημείο, το οποίο συγκέντρωσε γύρω του τα υπόλοιπα τραγούδια. Μάλιστα, ήμουν βραχυκυκλωμένος με το θέμα του τίτλου. Μέχρι που κάποιος φίλος μου το πρότεινε σαν ιδέα κι αμέσως σταμάτησα να ψάχνω.

"Το Γκομενάκι Μου", πάλι, είναι ένα τραγούδι που, ενώ στιχουργικά μιλάει μια σύγχρονη γλώσσα ως προς τις ερωτικές σχέσεις, μελωδικά έχει μια ρομαντική αύρα, φέρνοντας π.χ. στον νου τα ελαφρά του Μεσοπολέμου...

Κοίταξε, πάνω εκεί είναι στηριγμένο, το εύρημα ας πούμε του τραγουδιού είναι ακριβώς αυτό, αν υποθέσουμε πως υπάρχει κάποιο εύρημα. Μέσα στο συγκεκριμένο μουσικό περιβάλλον οι λέξεις «χτυπάνε» πιο αδυσώπητα, αναδεικνύεται η σκληρότητα του λόγου. 

Είναι ένα κομμάτι που κάθισα και το έγραψα ξημερώματα, γυρνώντας από κάποια συναυλία. Μου αρέσουν πολύ τα τραγούδια του Μεσοπολέμου –και τα ευρωπαϊκά και αμερικάνικα, αλλά και τα πρώιμα ελληνικά του ελαφρού στυλ. Είναι μια περίοδος αδίκως καταποντισμένη ιστορικά. Σπανίως ανατρέχουμε σε αυτήν, δηλαδή, ενώ συχνά την απαξιώνουμε κιόλας: μας ακούγεται υπερβολικά ρομαντική, αφελής, μη πολιτικοποιημένη αρκετά. 

Αλλά εγώ τα αγαπώ πολύ τα τραγούδια αυτά, με συγκινούν. Στο "Γκομενάκι Μου", λοιπόν, είναι κάπως σαν να κρατάς το σκηνικό εκείνου του κόσμου, εισάγοντας δύο πρωταγωνιστές από τη νύχτα του 2006.

Τι είναι για σένα η Φολέγανδρος; Την έχεις αναφέρει αρκετά σε συνεντεύξεις σου, την αναφέρεις και σε ένα νέο τραγούδι, το "Σε Περίμενα"...

Πρώτα-πρώτα, είναι τόπος καταγωγής. Έχω ζήσει πολλά καλοκαίρια εκεί κι έχω επιστρέψει πολλές φορές. Είναι λοιπόν ένας μυθικός προορισμός των παιδικών χρόνων, που κρατάει μέχρι και σήμερα κάποια στοιχεία του μύθου του. Και είναι βέβαια και μια ζωντανή καθημερινότητα, τα καλοκαίρια. Ένα κομμάτι του εαυτού μου. 

Το ωραίο με τη Φολέγανδρο είναι ότι, ακόμα και στις μέρες της καλοκαιρινής αιχμής, επιτρέπει να συμβαίνουν τα πράγματα σε μία κλίμακα: έχει δηλαδή κάποια φυσικά (ας τα πούμε) όρια, δίνοντάς σου την εντύπωση πως, πέρα από αυτά, τίποτα δεν μπορεί να συμβεί και να λειτουργήσει πραγματικά. Εξακολουθεί λοιπόν να αντέχει και στις μέρες της επέλασης της βαριάς ταξιαρχίας του τουρισμού.

Πώς πιστεύεις ότι θα εισπράξει το κλαρίνο του Μάνου Αχαλινωτόπουλου στο "Μεγάλο Χωριό" η πιο δυτικοθρεμμένη μερίδα του κοινού σου;

Δεν θα έπρεπε να τους εκπλήξει. Άλλωστε έχω χρησιμοποιήσει ξανά το κλαρίνο κι έχω κάνει πράγματα που ερωτοτροπούσαν με ό,τι λέμε «δημώδη παράδοση». Στο συγκεκριμένο τραγούδι το κλαρίνο είναι ένα θεατρικό στοιχείο, δεν έχει σχέση με τον υπόλοιπο κορμό της καθαρά δυτικότροπης μελωδίας. 

Επιφυλάσσομαι να χρησιμοποιήσω κάθε υλικό το οποίο ερεθίζει τη φαντασία μου. Κι αν κάποιος εισπράττει π.χ. το συγκεκριμένο κλαρίνο αρνητικά, θα ήθελα να είναι σε θέση να μου εξηγήσει γιατί πιστεύει ότι έχω κάνει λάθος. Και τότε θα το δεχτώ, είμαι ανοιχτός σε επιχειρήματα.

Σε παλιότερη συνέντευξή σου είχες πει ότι «κουράζομαι πολύ εύκολα και κυρίως με κουράζει ο εαυτός μου». Έχουν περάσει κάποια χρόνια από τότε, συνεχίζεις να νιώθεις έτσι;

Ναι, συνεχίζω να νιώθω έτσι, με τη διαφορά ότι τώρα δεν κουράζομαι απλώς πολύ εύκολα, μα πανεύκολα! (γέλια) Μάλλον είναι μια σταθερή κατάσταση! Εκτός από τις στιγμές που βρίσκομαι μέσα σε αυτό που κάνω, όταν δηλαδή είμαι με μια κιθάρα και παλεύω με κάποια στιχάκια τα οποία γυρίζουν μέσα στο μυαλό μου σαν τρενάκι. 

Εκτός από τέτοιες στιγμές, όμως, δεν έχω τι να με κάνω. Γι' αυτό και μου αρέσει να χάνω τον εαυτό μου. Να συζητάω και να περιμένω να ακούσω κάτι, να ανοίξω ένα βιβλίο και να περιμένω να διαβάσω κάτι ή να αγγίζω κάποιον και να περιμένω κάτι να συμβεί.

Αισθάνεσαι ακόμα αποκαρδιωμένος από τη φωνητική υπεράσπιση των τραγουδιών σου;

Εισπράττω κάποια ευχαρίστηση αραιά και που, αλλά δεν κρατάει πολύ. Σπάνια όταν ακούω κάτι, μετά από χρόνια ας πούμε, δεν μου ξενίζει. Ίσως να μην αισθάνομαι πια τόσο φριχτά όσο αισθανόμουν στις πρώτες μου προσπάθειες, αυτά δεν μπορώ να τα ακούσω καθόλου πια. Αν και τους τελευταίους μήνες έχω αρχίσει να με συγχωρώ κάπως: είμαι πολύ κοντά στο να μου δώσω μια ευκαιρία.

Τι είναι αυτό που σε ενοχλεί; Θα ήθελες να έχεις μια φωνή με πιο μεγάλες δυνατότητες;

Όχι, όχι, καθόλου. Άλλωστε υπάρχουν λαμπερές φωνές που με αφήνουν παγερά αδιάφορο. Με ενδιαφέρει να έχει κανείς ένα χρώμα το οποίο να μου μιλάει, να μου μεταδίδει μια συγκίνηση. Με ενοχλεί η χροιά μου και το ότι κάποιες φορές αισθάνομαι να έχω τραγουδήσει σαν να μην βρισκόμουν εκεί. Σαν να φρόντισα δηλαδή να είμαι σωστός, αλλά να ξέχασα να είμαι αληθινός. Άλλες φορές εντοπίζω έναν ναρκισσισμό. Γενικά, όλα τα ελαττώματα που μπορείς να βρεις στον τομέα της ερμηνευτικής, μου τα έχω προσάψει κατά καιρούς. 

Ξέρεις, οι περισσότεροι τραγουδιστές έχουν μια επιφύλαξη με τον εαυτό τους. Ο κάθε άνθρωπος, όταν ακούσει τη φωνή του ηχογραφημένη, κάτι παθαίνει – κανείς δεν εντυπωσιάζεται θετικά. Όσο επαγγελματικά κι αν το τραβήξεις, η συγκεκριμένη «γεύση» μένει. Και νομίζω ότι όσοι το χάνουν αυτό είναι και κακοί τραγουδιστές τελικά, χωρίς να θέλω να ακουστώ κάπως.

Υπάρχουν φωνές για τις οποίες θα σε ενδιέφερε να φτιάξεις κάποιον ολοκληρωμένο κύκλο τραγουδιών, εάν σου δινόταν η ευκαιρία;

Ναι, υπάρχουν. Αλλά, πια, είναι τόσο δύσκολο να το κάνεις αυτό με τους όρους σου –να έχεις δηλαδή μια φωνή στον καμβά σου και να τη χρησιμοποιήσεις εκεί που θέλεις. Πολύ συχνά, δηλαδή, παρεμβάλλονται και μεταβλητές τις οποίες δεν επηρεάζεις. 

Κάτι τέτοιο, βέβαια, μπορεί να αποδειχθεί και γόνιμο. Είναι μία πρόκληση που νιώθω πως με έχει πάει αρκετά. Είδα ας πούμε τον εαυτό μου να άγεται κάπου, αλλά μέσα στο ίδιο μονοπάτι να πηγαίνει και παραπέρα. Οπότε επιφυλάσσομαι. Βρίσκω επικίνδυνη την καθαρολογική αντίληψη του «αυτό όπως έχω και τίποτα άλλο».

Ως μέλος μιας φουρνιάς τραγουδοποιών οι οποίοι ξεπήδησαν από γκρουπάκια που είχαν περισσότερη σχέση με τον κόσμο του rock, πώς κρίνεις αναδρομικά τα όσα συνέβησαν κατά τη δεκαετία του 1990;

Νομίζω, ιστορικά κρίνοντας, ότι τελικά δυσκόλεψαν τα πράγματα σε αρκετά επίπεδα. Ένα αρκετά κρίσιμο μα δύσκολο να εντοπίσει κανείς σημείο είναι πως κατά τη δεκαετία του 1990 δημιουργήθηκε ένα ενδιαφέρον για ό,τι έμοιαζε με ελληνόφωνο rock. Αυτό, όμως, είχε ως συνέπεια να συρθούν στη δημοσιότητα κάποια παιδιά τα οποία είχαν μεν αρκετό ταλέντο και ενέργεια, αλλά χρειαζόταν να μείνουν περισσότερο στη σκιά και στη διαδικασία της ωρίμανσης. Οπότε σύραμε στη δισκογραφία πράγματα που θέλανε τον χρόνο τους και μείναμε τελικά με το τίποτα. 

Πιστεύω ότι όσα έκαναν τη διαφορά τη δεκαετία του 1990 θα έφταναν εκεί ούτως ή άλλως. Ίσως να μην αποκτούσαν την εμβέλεια που απόκτησαν, αλλά δημιουργικά θα έκαναν έτσι κι αλλιώς τον κύκλο τους. Ένα επιπλέον σημαντικό σημείο είναι ότι, με τον τρόπο που λειτούργησαν τα πράγματα, δεν δημιουργήθηκαν οι προϋποθέσεις ώστε να διαιωνιστεί το φαινόμενο. Κανένας ας πούμε δεν πήρε τη σκυτάλη από τα Ξύλινα Σπαθιά ή από τους Στέρεο Νόβα. Οι ίδιοι άνθρωποι που υπήρξαν και τότε συνεχίζουν ό,τι έκαναν, άλλοτε με περισσότερο ενδιαφέροντα τρόπο κι άλλοτε με λιγότερο. Τα πρόσωπα δεν έχουν ανανεωθεί.

Ποια είναι η σχέση των τραγουδοποιών που ξεπήδησαν την ίδια περίοδο μαζί σου με την ευκολία;

Α, τώρα δεν μπορώ να σου απαντήσω σε αυτό. Το να δηλώσω ότι όταν ξεκίνησα, στα 21, είχα μια θεωρία κι έναν προσανατολισμό, τον οποίον ακολούθησα μέχρι κεραίας, θα ήταν μια γιγάντια μπούρδα. Ο καθένας μας, βέβαια, πρέπει να υπερασπίζεται έναν μύθο, αλλά εμένα δεν μου πάει αυτός ο ρόλος. Έχω κάνει πράγματα που δεν φανταζόμουν ότι θα έκανα και βυθίστηκα σε πολύ βαθιά διλήμματα για να τα κάνω. Έχω τόσες αμφιβολίες για τις δικές μου κινήσεις, για ό,τι προτείνω κάθε φορά, ώστε δεν θα μπορούσα να αμφισβητήσω κανέναν άλλον. Βρίσκω λάθη σχεδόν σε κάθε δουλειά που έχω κάνει.

Ποια θεωρείς ότι είναι τα μεγαλύτερα λάθη που έχεις κάνει;

Μεγάλο λάθος ήταν που πίεσα την κατάσταση έξω από εμένα ώστε να κυκλοφορήσει ο πρώτος μου δίσκος όπως κυκλοφόρησε. Πιστεύω τώρα ότι χρειαζόμουν λίγο χρόνο ακόμα, ότι κάποια πράγματα θα μπορούσαν να εκφραστούν διαφορετικά. Μετά, όταν συνειδητοποίησα αυτά τα προβλήματα, κύλησα στον άλλο πόλο: άρχισα να κάνω πράγματα πιο «σφιγμένα», χωρίς να αφήνω περιθώρια για λάθη και ατέλειες. Είναι αλήθεια πως λειτούργησε περισσότερο, αλλά έγινε και πάλι σε βάρος άλλων πραγμάτων. Συνήθως δεν έχω ενστάσεις για τραγούδια –θα πετούσα λίγα, μα τα περισσότερα τα δέχομαι. Κυρίως έχω πρόβλημα με το πώς εκφράστηκαν μερικά πράγματα.

Στην Ελλάδα έχουμε ένα περιβάλλον στρατοπέδων, όπου οι έντεχνοι τα βάζουν με τους λαϊκούς, οι λαϊκοί με τους έντεχνους και όσοι έχουν Δυτικά ακούσματα με ό,τι μιλάει ελληνικά. Πώς το εισπράττεις αυτό, όσον αφορά το κοινό;

Το πληρώνω! Έχω μια τάση να είμαι κάπως σχολαστικός με τις έννοιες –και για λόγους ιδιοτελείς, αν θέλεις. Κάνω ας πούμε ορθόδοξα λαϊκά και νέα ελληνικά τραγούδια με έναν πιο εναλλακτικό ήχο. Εγώ νομίζω πως συναντιούνται, όμως, αν πρέπει σώνει και καλά να τα εντάξεις σε μία από τις υπάρχουσες ταμπέλες, θα φεύγει το ένα πόδι από δεξιά και το άλλο από αριστερά. 

Οπότε, έχω εννοιολογικά προβλήματα με τέτοιους όρους. Τι είναι «έντεχνο», ας πούμε; Νομίζω ότι είναι γελοίος όρος, γιατί περιέχει την επιβράβευση εκείνου που περιγράφει: το χαρακτηρίζει όχι μόνο ως ιδιότητα, μα και ποιοτικά. Είναι ένας όρος ύπουλος, που προσωπικά δεν θα αποδεχόμουν σε καμία συζήτηση. Όσον αφορά τους ας πούμε «Ευρωπαϊστές», εγώ από αυτόν τον χώρο κατάγομαι.

Μπορεί να κατάγεσαι από αυτόν τον χώρο, αλλά κάποτε είπες στον Σπήλιο Λαμπρόπουλο πως θεωρείς ότι πολλά από τα παιδιά που μεγαλώσανε με τέτοια ακούσματα καταλήγουν πιο στενόμυαλα και συντηρητικά από παιδιά τα οποία αρπάζουν τραγούδια δεξιά κι αριστερά στο ραδιόφωνο...

Ναι, και εξακολουθώ να το πιστεύω. Υπάρχουν πολύ καλά μυαλά και αυτιά και ταλέντα, αλλά κι ένας διάχυτος επαρχιωτισμός. Αυτό το σώνει και καλά είμαστε υποδεέστεροι είναι ένα σύμπλεγμα κατωτερότητας και πολλές φορές τέτοια συμπλέγματα εκφράζονται ως συμπλέγματα ανωτερότητας. Οπότε δημιουργείται μια καθαρολογική διάθεση να εξοβελίσουμε οτιδήποτε ελληνογενές, να αποσιωπήσουμε όλο αυτό το κομμάτι της ζωής μας. 

Γι' αυτό και οι περισσότερες τέτοιες προσπάθειες δεν φτάνουν και πουθενά –όχι μόνο σε επίπεδο αποδοχής, αλλά και για τους ίδιους τους καλλιτέχνες. Υπάρχουν άνθρωποι που κάνουνε πράγματα, είναι όμως τόσο δοσμένοι σε έναν φαντασιακό χώρο, ώστε δυσκολεύονται να έχουν συνέχεια. Μπορεί βέβαια να κάνω και λάθος, ως προς το συγκεκριμένο.

Θεωρείς ότι στη δική σου περίπτωση το ότι μεγάλωσες με λαϊκά ακούσματα κοντά σε έναν πατέρα που έπαιζε μπουζούκι σε βοήθησε να βλέπεις τα πράγματα έξω από στρατόπεδα;

Δεν ξέρω αν έχω καταφέρει να βλέπω τα πράγματα έξω από στρατόπεδα. Συνέβη να με συγκινούν πράγματα που προέρχονται από εντελώς διαφορετικούς χώρους. Το ότι είχα στο σπίτι μου το μπουζούκι, σίγουρα με βοήθησε στο να το μισήσω νωρίς. Έτσι, όμως, είχα και την ευκαιρία να ξεπεράσω την απαξίωσή μου σχετικά νωρίς. Οπότε ίσως στάθηκα τυχερός από αυτή την άποψη.

Συχνά ακούω να αναφέρεται ένα τραγούδι που έχεις γράψει για τον Γιάννη Κότσιρα, το "Σεντόνι", ως δείγμα του δήθεν ποιοτικού και του τι πάει στραβά στις μέρες μας με το λεγόμενο «έντεχνο». Τι θα είχες να πεις ως αντίλογο;

Μάλλον δεν θα επιχειρηματολογούσα, γιατί νομίζω ότι η προδιάθεση προηγείται της άποψης. Είναι μια τοποθέτηση που τη βρίσκω απόλυτα δεκτή, αν και θα συζητούσα μάλλον τον χαρακτηρισμό «δήθεν». Δεν είναι ένα τραγούδι που λέει «κοιτάξτε πόσο ψαγμένο είμαι», όταν το έκανα είχα τη σκηνή στο μυαλό μου και ήθελα να κάνω κάτι που θα μιλούσε για κάτι χωρίς να το ονομάζει –δεν λέει ας πούμε έλα πάρε με αγκαλιά. Αυτό είναι δήθεν; 

Θα μπορούσα, πάντως, να επικαλεστώ τον αντίλογο. Όλοι λένε «τι κάνεις μαλάκα Φάμελλε με τον Κότσιρα». Αλλά κανείς δεν λέει «μπράβο ρε Κότσιρα που πήγες με έναν εναλλακτικό». Δεν γίνεται να στέκει το ένα επιχείρημα, αν δεν στέκει το άλλο. Ας πούνε μπράβο σε αυτόν και «να μαλάκα» σε μένα και τότε ίσως να το δεχτώ, ως άποψη δίχως προδιάθεση.

Βρίσκεις ότι είναι μια ανάλογη περίπτωση με όσους σε χαρακτήρισαν ξεπουλημένο όταν έδωσες τραγούδια σου στον Γιώργο Νταλάρα;

Υπάρχουν ορισμένοι άνθρωποι που μπορεί στη ζωή τους να τους βοηθάει κάτι τέτοιο, να έχουν ανάγκη να είναι εκείνο που δεν είναι ο Νταλάρας. Ίσως να τους ζηλεύω λίγο όλους αυτούς που έχουν τόσο σταθερά σημεία αναφοράς στο τι δέχονται για τον εαυτό τους. Και ίσως να έχουν και δίκιο, δεν είμαι καθόλου βέβαιος ότι δεν είμαι εγώ που διαπράττω το μέγα σφάλμα. 

Εξακολουθώ όμως να πιστεύω ότι ο Νταλάρας είναι ένας πολύ μεγάλος λαϊκός τραγουδιστής. Από εκεί και πέρα πολλά από τα πράγματα που κάνει έχει τύχει να μη μου αρέσουν. Αλλά, αν έπρεπε να συμπίπτουν οι απόψεις μου με τις απόψεις όποιου ανθρώπου συνεργάζομαι, δεν θα έπρεπε να συνεργάζομαι με κανέναν. Και με τον εαυτό μου θα έπρεπε να πάψω να συνεργάζομαι! (γέλια)

Τι άλλο περιλαμβάνει η καθημερινότητά σου, εκτός από το να δημιουργείς μουσική;

Διαβάζω κυρίως, με ενδιαφέρει πολύ η λογοτεχνία και η ιστορία, είμαι κατά κάποιον τρόπο ένας ερασιτέχνης ιστορικός! (γέλια) Είχα πάντα μια κλίση προς τις επιστήμες του ανθρώπου. Ακούω και πολύ μουσική, βέβαια –ως ακροατής– ενώ μεγάλο μέρος του χρόνου και της ενέργειάς μου απορροφά και η δουλειά μου ως παραγωγού. Μου αρέσει επίσης ο κινηματογράφος.

Τι θα πρότεινες λοιπόν από τη δισκογραφική παραγωγή του 2006;

Στο top-5 του «Sonik», έδωσα αν θυμάμαι σωστά, Tom Waits, Cat Power, Grizzly Bear, Thom York και Joan As A Police Woman. Μου άρεσε πολύ και ο Beirut, όμως, το Sparklehorse επίσης… Ξέρεις, είμαι ιδιαίτερα αμερικανόφιλος στα ακούσματά μου! Πολύ ωραία μπάντα είναι και οι Whiskey Town 2000, κάτι Καλιφορνέζοι. Και το άλμπουμ της Tanya Donnelly μου άρεσε και ας την αγνοήσανε γενικά. 

Συχνά βλέπω ότι τα διεθνή περιοδικά –το «Uncut», ας πούμε– προτείνουν κάποιες παραγωγές στις οποίες κυριαρχεί ένας συγκεκριμένος ήχος. Ενδεχομένως να υπάρχει και μία κορυφή, αλλά το υπόλοιπο υλικό δεν είναι παρά άσκηση ύφους, δεν υπάρχει «κρέας». Για παράδειγμα, γράψανε διθυράμβους για τον τελευταίο δίσκο των Flaming Lips, που, εντάξει μου άρεσε, αλλά δεν ήταν κάτι το σπουδαίο. Δεν φτάνει με τίποτα, ας πούμε, το Yoshimi Battles The Pink Robots.

Με το που μπαίνει κανείς στο www.famellos.gr τον υποδέχονται διάφορα αρχαία ρητά. Ποιο είναι το σκεπτικό με το οποίο τα έχεις βάλει εκεί;

Είναι όλα του Ηράκλειτου. Ήθελα να κάνω κάτι που να απαιτεί την εμπλοκή του άλλου, να τον κάνει να μπει σε κόπο. Το διαδίκτυο εκ των πραγμάτων καταργεί την απόσταση, οπότε ήθελα να την αναδημιουργήσω. Πρέπει λοιπόν να αναζητήσεις αυτό που διαβάζεις, να το μεταφράσεις, να αναρωτηθείς: δεν σου δίνεται μασημένο. Η ίδια λογική χαρακτηρίζει και την κατασκευή της ιστοσελίδας μέσα –ανακαλύπτεις τους τομείς της, δεν είναι δεδομένοι. Τώρα, να σου πω την αλήθεια, το έχω αρκετά χρόνια αυτό και σκέφτομαι να κάνω κάτι διαφορετικό.