17 Νοεμβρίου 2022

Βασίλης Τσαμπρόπουλος & Νεκταρία Καραντζή: «Ώρες» - ανταπόκριση (2013)


Απρίλιος 2013, Μεγάλη Εβδομάδα εκείνων των βαριών και «μαύρων» χρόνων. Στο πλαίσιο των Πασχαλινών συναυλιών της περιόδου βρέθηκα στην αίθουσα «Δημήτρης Μητρόπουλος» του Μεγάρου Μουσικής. 

Παρά τρίχα sold-out η βραδιά «Ώρες» του Βασίλη Τσαμπρόπουλου και της Νεκταρίας Καραντζή. Αλλά όχι συνηθισμένο το «μενού» της. Κάπου μεταξύ Δύσης και Ανατολής, κεντροευρωπαϊσμού και Ορθοδοξίας, ξένισε ορισμένους στο κοινό, κέρδισε όμως το χειροκρότημα στο φινάλε, υπερβαίνοντας σκοπέλους και αγκυλώσεις.

Μια ανταπόκριση δημοσιεύτηκε τότε στο Avopolis και αναδημοσιεύεται τώρα εδώ, με μικρές, (κυρίως) αισθητικής φύσης τροποποιήσεις. 

* οι χρησιμοποιούμενες φωτογραφίες παραχωρήθηκαν για τις ανάγκες της δημοσίευσης και ανήκουν στον Γιάννη Φαλκώνη


(κρυφακούγοντας διάλογο στο διάλειμμα της συναυλίας) 
- Πώς σας φαίνεται; 
- Είναι καλό
- Για να το λέτε εσείς... Γιατί εμάς να, μας φαίνεται λιγάκι παράξενο...

Ναι, ήταν πράγματι λιγάκι παράξενο. Και ήταν και δύσκολο ό,τι αποτόλμησαν το βράδυ της Μεγάλης Δευτέρας ο Βασίλης Τσαμπρόπουλος με τη Νεκταρία Καραντζή στο Μέγαρο Μουσικής. Ειδικά αν λάβει κανείς υπόψη πως η αίθουσα «Δημήτρης Μητρόπουλος» είχε γεμίσει από ανθρώπους που ήξεραν τι ήρθαν να παρακολουθήσουν (ήταν παρά τρίχα sold-out η συναυλία) και είχαν, έτσι, τις αμφιβολίες τους. Δίπλα μου, ας πούμε, καθόταν γνωστός καθηγητής βυζαντινής μουσικής, με συγγραφικό έργο. 

Το θεωρώ επιτυχία, λοιπόν, που στο τέλος το χειροκρότημα ήρθε σύσσωμο και ζεστό, «υποχρεώνοντας» τους δύο πρωταγωνιστές σε encore. Τους άξιζε, ακόμα κι αν προσωπικά κρίνω πως δεν τους βγήκαν όλα όσα αποτόλμησαν.  Ο Τσαμπρόπουλος και η Καραντζή διαθέτουν διακρίσεις τις οποίες δεν αντέχει συνήθως η Ελλάδα –και ακαδημαϊκές και καλλιτεχνικές. Ο ένας ριζωμένος στη Δύση, η άλλη στην Ανατολή, έβαλαν κάτω τη μέχρι τώρα εμπειρία τους και προσπάθησαν να ανιχνεύσουν διασυνδέσεις, εκκινώντας έναν διάλογο μεταξύ της κεντροευρωπαϊκής παρακαταθήκης του κλαβιέ και της φωνητικής παράδοσης της Ορθόδοξης ψαλμωδίας. Πέτυχαν, σε μεγάλο βαθμό.

Θα διαφωνήσω ωστόσο με την επιλογή να συμπεριληφθούν στο set έργα από την προσωπική διαδρομή του Τσαμπρόπουλου. Μπορεί να απόλαυσα το εκτελεστικό του πάθος (και βέβαια τη δεξιοτεχνία του), όμως τέτοιες στιγμές διέσπασαν τελικά –κατά τη γνώμη μου τουλάχιστον– την ενότητα που έχτιζαν οι καταπληκτικές διασκευές του στο θρησκευτικό υλικό. Για παράδειγμα, δεν ταίριαξε ο κυπριακός "Θρήνος Της Παναγίας" μετά τον Γιόχαν Σεμπάστιαν Μπαχ, ενώ τα πρελούδια και οι φούγκες του τελευταίου μάλλον κατέστρεψαν το κλίμα που είχε δημιουργήσει η έναρξη της βραδιάς, όταν το πιάνο του Τσαμπρόπουλου σιγόνταρε εξαίσια την Καραντζή στην πιο πλήρη και συγκινητική απόδοση του "Τρισάγιου Ύμνου" που έχω προσωπικά ακούσει. Επίσης, σε στιγμές σαν κι αυτές η ερμηνεύτρια έπρεπε να αφήνει τη σκηνή, με αποτέλεσμα αρκετά πήγαινε-έλα, άσκοπα και αποπροσανατολιστικά. 

Θα διαφωνήσω, επίσης, με τις ενδυματολογικές επιλογές της Καραντζή –τονίζοντας ωστόσο ότι έδειχνε όμορφη στο λευκό φόρεμα του πρώτου μέρους (το μαύρο του δεύτερου, με τα λευκά τριαντάφυλλα στο ύψος των ώμων, το βρήκα μεγαλίστικο). Κατανοώ ότι ο κώδικας του Μεγάρου και το γενικότερο πνεύμα ενός καθώς πρέπει συντηρητισμού που απέπνεε η περίσταση επέβαλλαν ίσως μια λουσάτη εμφάνιση. Βρήκα όμως τα δύο φορέματα του οίκου υψηλής ραπτικής Λάσκαρη ασύμβατα, αντιφατικά με τον ρόλο της Καραντζή ως πρέσβειρας μιας έκφρασης που έλαμψε ιστορικά αποφεύγοντας το περιττό και το βερμπαλιστικό. Όπως βέβαια και με την επιδιωκόμενη κατάνυξη της Μεγάλης Δευτέρας.  

Πάντως η ουσία της βραδιάς βρισκόταν αλλού και αποτελεί λάθος να εμμείνει κανείς σε παρατηρήσεις σαν τις παραπάνω. Από την πλευρά του Τσαμπρόπουλου, εντοπιζόταν στον τρόπο που «διάβασε» τον "Τρισάγιο Ύμνο", το "Ιδού Ο Νυμφίος", τα εγκώμια της Μεγάλης Παρασκευής ή τους τρεις ψαλμούς του Δαβίδ τους οποίους ακούσαμε ("Κύριος Φωτισμός Μου", "Ο Θεός, Ο Θεός Μου Προς Σε Ορθρίζω", "Κύριος Ποιμένει Με"), γεφυρώνοντας Δύση και Ανατολή υπό την αιγίδα της ευλάβειας. Ή, επίσης, στον τρόπο που συνταίριαξε το πιάνο του με τα φωνητικά της Καραντζή, προτιμώντας τη διακριτικότητα και την καίρια λιτότητα, στέκοντας μακριά από οποιαδήποτε έννοια πληθωρικής βιρτουοζιτέ, που εύκολα θα μπορούσε να «καπελώσει» ένα τέτοιο εγχείρημα. 

Από την πλευρά της Καραντζή, πάλι, η ουσία στοιχειοθετήθηκε από το πώς στάθηκε πλάι στον συνοδό της. Ακόμα κι αν ορισμένες φορές ο τρόπος με τον οποίον τραγουδούσε πλησίαζε επικίνδυνα κοντά στην Ελευθερία Αρβανιτάκη, βρήκε ένα επιτυχές μεσοδιάστημα μεταξύ λόγιας Δύσης, ανατολικής ψαλτικής και εγχώριου εντέχνου. Τρόπο που, ας σημειωθεί, έχει ωριμάσει συγκριτικά με τα όσα ακούσαμε δισκογραφικά στο Άφραστον Θαύμα (2010), καθώς ό,τι έλειπε τότε σε τόλμη και άνεση είχε τώρα μεταφραστεί σε χάρη, ευγένεια και αδιαπραγμάτευτη θηλυκή αβρότητα. Δεν ξέρω κατά πόσο οι πιουρίστες αποδέχονται ότι κάτι τέτοιο συνιστά όντως ψαλτική τέχνη –δεν ξέρω μάλιστα αν κι εγώ το βλέπω έτσι, για να είμαι ειλικρινής. Αλλά δεν μπορώ να μη σημειώσω ότι η Καραντζή τραγούδησε όμορφα, συγκινητικά και σε πλήρη σύμπνοια με τη ματιά του Τσαμπρόπουλου. 

Έφυγα από το Μέγαρο αληθινά ικανοποιημένος. Περπατώντας προς το σπίτι, στην πρώτη αληθινά ζεστή βραδιά στην Αθήνα, σκέφτηκα ότι είναι κέρδος να υπάρχουν άνθρωποι με ταλέντο πρόθυμοι να δουν την παράδοσή μας πέρα από τις γνωστές κοντόφθαλμες λογικές· ακόμα κι αν δεν συμφωνείς απόλυτα με το πώς βλέπουν τον παράγοντα «ανανέωση». Θα ήθελα λοιπόν να δω αυτό το επί σκηνής πείραμα του Τσαμπρόπουλου και της Καραντζή να αποκτά και δισκογραφική υπόσταση, όταν το επιτρέψουν οι καιροί και οι διακριτές τους υποχρεώσεις. 



15 Νοεμβρίου 2022

Ελευθερία Αρβανιτάκη - Τα Μεγάλα Ταξίδια [δισκοκριτική, 2019]


Μια κριτική μου από τoν Οκτώβριο του 2019 στο άλμπουμ «Τα Μεγάλα Ταξίδια» της Ελευθερίας Αρβανιτάκη. Μια μάλλον απογοητευτική δουλειά εκ μέρους της, από την άποψη του υλικού που τραγούδησε, παρά το αξιοθαύμαστο μέτρο των ερμηνειών της. Με δεδομένο ότι, άτυπα έστω, έκλεινε 40 χρόνια καριέρας, όφειλε νομίζω να κάνει μια πιο ηχηρή κατάθεση.

Όπως κι άλλα μου κείμενα της ίδιας περιόδου, η κριτική αυτή πρωτοδημοσιεύτηκε στο Avopolis, του οποίου ήμουν τότε αρχισυντάκτης. Αναδημοσιεύεται τώρα εδώ με μικρές, αισθητικής φύσης τροποποιήσεις.

* Η κεντρική φωτογραφία προέρχεται από υλικό που έχει δοθεί ως promo στον Τύπο


Σαράντα χρόνια καριέρας συμπληρώνει φέτος η Ελευθερία Αρβανιτάκη, μετρώντας από τη συγκρότηση της Οπισθοδρομικής Κομπανίας στα 1979. Στο διάστημα αυτό έκανε καλή χρήση μιας φωνής άμεσα αναγνωρίσιμης, έστω κι αν από τη φύση της ανήκει σε εκείνες που είτε αρέσουν στο πρώτο άκουσμα, είτε δεν αρέσουν ποτέ. 

Σε κάθε περίπτωση, αποτέλεσμα της όλης σωστής διαχείρισης είναι μια γερή προσωπική δισκογραφία, με άλμπουμ αναφοράς, με τραγούδια-ορόσημα και με διασκευές που ίσως ξεπέρασαν και τα πρωτότυπα: το "Είμαι Ερωτευμένος Με Τα Μάτια Σου", λ.χ., λίγοι πλέον το θυμούνται με την πρώτη διδάξασα, την κατά τα λοιπά θαυμάσια Χρυσούλα Στίνη.

Στην τελευταία της δισκογραφική εμφάνιση με τις «9+1 Ιστορίες» (2015, δείτε εδώ), η Αρβανιτάκη επένδυσε σε ένα προσεγμένο πολυσυλλεκτικό άλμπουμ. Τώρα, αντιθέτως, επιστρέφει με μια δουλειά φτιαγμένη α-λα-παλαιά: ένας συνθέτης, μία στιχουργός, μία φωνή. Έχει καιρό να διαλέξει κάτι τέτοιο. Συν λοιπόν την κίνηση να ιδρύσει το δικό της label (rEAct, με διανομή από την Panik Oxygen), δείχνει να τα επεξεργάστηκε αρκετά τα πράγματα, σε συνδυασμό (και) με τις μεταβολές που έχουν επέλθει στο σκηνικό του ελληνικού τραγουδιού. Το οποίο είναι πλέον ένα πολύ διαφορετικό τοπίο από εκείνο όπου χτίστηκε η δόξα της.  

Η ίδια, φυσικά, είναι βασικός πόλος έλξης και κεντρική φιγούρα στα 9 καινούρια τραγούδια, τα οποία διαρκούν μόλις 31 λεπτά, αλλά με έναν τρόπο που πετυχαίνει να μη φαίνεται «λίγος». Νομίζω όμως ότι άτυπος πρωταγωνιστής σε αυτά τα Μεγάλα Ταξίδια αναδεικνύεται τελικά ο Θέμης Καραμουρατίδης. Θαρρείς και τον έχει κεντήσει τον συγκεκριμένο δίσκο, βελονιά-βελονιά· μορφοποιώντας τον σε έναν πλήρη κύκλο, με αρχή, μέση και αρμονικό τέλος. 

Οι συνθέσεις αποτυπώνονται μετρημένες, οι ενορχηστρώσεις φινετσάτες, τίποτα δεν είναι πιο ελαφρύ από όσο θα χρειαζόταν η Αρβανιτάκη και τίποτα (αντίστοιχα) δεν της πέφτει βαρύ. Η "Αρχή", ας πούμε, θα μπορούσε με λίγο διαφορετική μεταχείριση να κάνει και στη Μαρινέλλα, όμως ποτέ δεν παραπατά από την έντεχνη συνθήκη. Αυτήν υπηρετούν εν τέλει και τα πιο λαϊκά χρώματα, εύστοχα τοποθετημένα ως επικλήσεις συγγένειας σε έναν ήχο που δεν έχει πάψει να αποτελεί ραχοκοκαλιά κάθε εγχώριου προγράμματος –ακόμα και στις μέρες μας, όπου και τα μπουζούκια έγιναν ποπ. 

Στα Μεγάλα της Ταξίδια, ωστόσο, η Αρβανιτάκη δεν συνάντησε τα Μεγάλα Τραγούδια. Παρά τις γερές καραμουρατίδειες βάσεις και παρά τις ερμηνείες της, οι οποίες αποτυπώνονται θαλερές, συγκινητικές, δοσμένες με αξιοθαύμαστο μέτρο σε μια έντεχνη εποχή με πολλούς φωνακλάδες (γυναίκες και άντρες). Ορισμένα κομμάτια είναι βεβαίως νόστιμα, το δίχως άλλο: η "Αρχή", το "Κλειδί", τα "Μεγάλα Ταξίδια", τα "Μνήμες" και "Του Κόσμου Όλες Οι Προσευχές", είναι στιγμιότυπα στα οποία στέκεται το αυτί. 

Αλλά σε όλα τα τεστ ακρόασης που έκανα απ' όταν βγήκε ο δίσκος, δεν έμενε τίποτα στη μνήμη καθώς οι μέρες περνούσαν. Και γίνεται δύσκολο να μην επισημάνεις ότι βασικός υπαίτιος για την εικόνα αυτή είναι οι στίχοι της Λήδας Ρουμάνη·  ακόμα κι αν αληθεύει ότι σε τέτοιες περιστάσεις κάτι φταίει τελικά και στο συνολικό αλισβερίσι μουσικής, στίχων, τραγουδιού.

Δεν επιθυμώ ασφαλώς να απαξιώσω τη στιχουργό, η οποία στο κάτω-κάτω δουλεύει πια τόσα χρόνια (20;) με την Αρβανιτάκη, ώστε να ξέρει τι ψάχνει όσο κανείς άλλος συνεργάτης. Αναγνωρίζω άλλωστε ότι διαθέτει προσέγγιση στα τραγούδια που γράφει: χαμηλόφωνη, με γυναικεία ματιά στο συναίσθημα, που ενδιαφέρεται για τον αναστοχασμό και για τις εντυπώσεις που αφήνει μια κατάσταση στο μνημονικό. Νομίζω όμως ότι έχει μείνει σε μια 1990s οπτική, η οποία κεντράρει στο νεφελώδες της εσωτερικής ζωής και σε έναν κρυπτικό τόνο όσον αφορά τον έρωτα, που συχνά συσκοτίζει τελικά, αντί να φωτίζει, τα όσα έχουν διαμειφθεί στη σχέση μεταξύ δύο ανθρώπων. 

Πάνε επίσης κάμποσα χρόνια που τέτοια πράγματα έγιναν μέρος του προβλήματος σε μια έντεχνη δισκογραφία διαρκώς απομακρυνόμενη προς στοχασμούς υπέρ το δέον προσωπικούς για να βγάζουν νόημα σε μια εποχή όπου ως μεγάλα μας κοινά προβάλλουν ο συμπιεσμένος ελεύθερος χρόνος –που τείνει να εξανεμιστεί ακόμα και για τα φοιτητικά στρώματα– και η εισβολή της τεχνολογίας στις ζωές και στα μυαλά μας, που με τη σειρά της αναδιαμορφώνει τον ορισμό της καθημερινότητας, της εσωτερικότητας και της αστικής μοναξιάς (που πάντα απασχολούσε το έντεχνο), εν μέσω μιας σωρείας κατακερματισμών. 

Αλλά η Ρουμάνη δεν βρήκε κάτι να συνεισφέρει για όλα τούτα ή για όσα τέλος πάντων δείχνουν να απασχολούν και την ίδια την Αρβανιτάκη. Η οποία στις συνεντεύξεις μιλάει λ.χ. για το άγχος που της προκαλεί η κλιματική αλλαγή, για το πόσο την εξοργίζει ο φασισμός της καθημερινότητας, για το ότι πριν κοιμηθεί βλέπει Netflix, μα εν τέλει δεν τραγουδάει για τίποτα από αυτά. 

Αντιθέτως, η Ρουμάνη μιλάει εδώ για έναν άλλον κόσμο, όπου υπάρχει ακόμα η πολυτέλεια να στοχάζεσαι για τα «μεγάλα σου τα όχι» και να περνάς ζόρικες νύχτες με τα «πρέπει σου». Πράγματα κομματάκι εντεχνοκλισέ πλέον, εδώ που τα λέμε. Ακόμα κι όταν επικαλείται τον «μαύρο μας τον κόσμο» (στο "Κι Εγώ Που Έλεγα"), όλα χάνονται τελικά σε ένα «τριαντάφυλλα κι εσύ λευκό» κρυφτούλι, με κάτι βουτιές στα βαθιά και λόγια τύπου «μας τιμωρώ με το φιλί, που σου 'κρυψα προτού να φύγω». 

Τι ακριβώς εκφράζουν όμως αυτά τα τραγούδια; Σε ποια άτομα και, κατ' επέκταση, σε ποια κοινωνία απευθύνονται; Έχουν κάτι να πουν όλα τούτα τα ήξεις-αφήξεις για τις ζωές μας, τα θέλω μας, τα όνειρά μας, όπως τα διαμορφώνει ο εν Ελλάδι 21ος αιώνας; Με κάτι έστω σαν εκείνο το «πώς στα παιχνίδια σκίζαμε, μα στην αλήθεια χάσαμε» που ακούσαμε στον προηγούμενο δίσκο της Αρβανιτάκη, στα "Άτομα"; Το ερώτημα, βεβαίως, δεν περιορίζεται μόνο στη Ρουμάνη: αφορά και την Αρβανιτάκη, εφόσον διάλεξε να πει το συγκεκριμένο υλικό, μα αφορά και τον Καραμουρατίδη σε ένα δεύτερο επίπεδο. Αν μη τι άλλο είναι άνθρωπος που έχει ακούσει σε βάθος  ελληνικό ρεπερτόριο κι έχει ακουμπήσει στους μεγάλους του σταθμούς. 

Στην προσωπική μου σούμα, λοιπόν, αν και παραμένω φίλα προσκείμενος στη φωνή της Ελευθερίας Αρβανιτάκη, βρίσκω ότι οι στίχοι δεν επέτρεψαν στον νέο της δίσκο να κάνει αληθώς Μεγάλα Ταξίδια, παρά τις μελωδικές, ενορχηστρωτικές και ερμηνευτικές αρετές που καταγράφονται στα επί μέρους κομμάτια του.




14 Νοεμβρίου 2022

Ελευθερία Αρβανιτάκη - 9+1 Ιστορίες [δισκοκριτική, 2015]


Μια κριτική μου από τoν Ιούλιο του 2015 στο άλμπουμ «9+1 Ιστορίες» της Ελευθερίας Αρβανιτάκη. Ανέμπνευστος τίτλος για την επιστροφή της μετά από 7 χρόνια (στούντιο) σιωπής, αλλά καλή δουλειά, η οποία μάλλον δεν ευτύχησε να συναντήσει το μεγάλο έντεχνο κοινό εκείνης της γεμάτης εντάσεις εποχής. 

Όπως κι άλλα μου κείμενα της ίδιας περιόδου, η κριτική αυτή πρωτοδημοσιεύτηκε στο Avopolis, του οποίου ήμουν τότε αρχισυντάκτης. Αναδημοσιεύεται τώρα εδώ με μικρές, αισθητικής φύσης τροποποιήσεις.

* Η κεντρική φωτογραφία προέρχεται από υλικό που έχει δοθεί ως promo στον Τύπο


Ακολουθώντας τα ήθη της δισκογραφίας, που θέλουν τις αποστάσεις να μετριούνται σε προσωπικά άλμπουμ, βγαίνουν 7 χρόνια σιωπής για την Ελευθερία Αρβανιτάκη από το «Και Τα Μάτια Κι Η Καρδιά» του 2008 (τρόπον τινά, βέβαια, γιατί όλο και κάποιο live κυκλοφορούσε, όλο και σε κάποιον δίσκο συναδέλφου την έβρισκες να συμμετέχει). 

Αλλά τι είδους επιστροφή είναι τούτη; «9+1 Ιστορίες»;! Τίτλος άλμπουμ είναι τώρα αυτός ή άρθρο-λίστα σε lifestyle ιστοσελίδα; Και τι εξώφυλλο είναι πάλι αυτό; Να πω για τους χρωματισμούς ή να πιάσω την όλη σύλληψη; Ακόμα και στο 1985 να βρίσκονταν οι ιθύνοντες του artwork και να διάλεγαν φωτογραφία για τη νέα δουλειά της Δούκισσας, καλύτερα θα τα κατάφερναν...

Όμως το περιεχόμενο δεν έχει καμία σχέση με τη βιτρίνα. Οι «9+1 Ιστορίες» επαναφέρουν τη δημοφιλή τραγουδίστρια στο προσκήνιο με αξιοσημείωτη απουσία άγχους και με μία άνεση που μπορεί να διακρίνει μόνο όποιον καλλιτέχνη τα έχει πραγματικά καλά με τον (δημιουργικό) εαυτό του και την πορεία του στον χρόνο. Η Αρβανιτάκη δεν ψάχνει εδώ να γυρίσει σελίδα στην καριέρα της· δεν ζητάει να κάνει τομές και να εκπλήξει. Ούτε το fast & furious παιχνίδι της εποχής μας θέλει να παίξει –λίγο δράση εκεί δηλαδή, λίγο σασπένς παρακάτω, μια “διαφορετική” ενορχήστρωση εδώ. 

Χωρίς να ακούει καμία γλυκόλαλα απατηλή νεοπαραδοσιακή Σειρήνα, στρώνει το τραπέζι με όσα παράγει το εύφορο μετερίζι μεταξύ Ανατολής και Δύσης στο οποίο στήριξε την καριέρα της από όταν έφυγε από την Οπισθοδρομική Κομπανία. Κι εσύ σηκώνεσαι από αυτό χορτάτος και χαρούμενος, με την εμπειρία ενός από τους πλέον αξιόλογους δίσκους της φετινής χρονιάς, που όλο και πιο πλούσιος ηχεί ακρόαση την ακρόαση. Αν κάτι πραγματικά τον χαλάει, είναι εκείνο το +1: καταλαβαίνω βέβαια ότι κάπου έπρεπε να χωρέσει και το "J.A.C.E.", το οποίο γράφτηκε για την ομώνυμη ταινία του Μενέλαου Καραμαγγιώλη· ηχεί όμως ξένο και αποπροσανατολιστικό στο εν λόγω τοπίο. 

Οι «9+1 Ιστορίες» αρθρώνονται ως πολυσυλλεκτικό άλμπουμ, συνταγή που έχει ξαναπροτιμήσει η Αρβανιτάκη, με μόνη διαφορά ότι η παρέα των συντελεστών περιέχει τώρα και νέα πρόσωπα, δίπλα στη σταθερότερη στιχουργική παρουσία του Νίκου Μωραΐτη και της Λήδας Ρουμάνη. Ανάμεσα στα τελευταία, κεντρικής σημασίας αναδεικνύεται η παρουσία του Θέμη Καραμουρατίδη. 

Όχι γιατί γράφει τα 6 από τα 10 τραγούδια, το ζήτημα δεν είναι αριθμητικό. Χωρίς τις αγκυλώσεις που διέκριναν τις φιλόδοξες μα ατυχείς «Πρώτες Λέξεις» (2014), ο συνθέτης ξεδιπλώνει εδώ με ενάργεια την πιο Δυτική όψη της δημιουργικής του ιδιοσυγκρασίας, τη δίδυμη αν θέλετε αδελφή εκείνης με την οποία έχτισε το «Καινούριο Φιλί» με τη Γιώτα Νέγκα (2014). Προσφέροντας έτσι στην Αρβανιτάκη το πλέον κατάλληλο τερέν ώστε να ισορροπήσει την ιδιαιτερότητα της φωνής της κάπου ανάμεσα στο Δυτικό λόγιο τραγούδι και στο εγχώριο λαϊκό. Ευκαιρία που εκμεταλλεύεται στο έπακρο.

Παρέχεται έτσι μια στιβαρή αίσθηση συνοχής (παρατηρήστε π.χ. πόσο εύκολα συνταιριάζει με τα υπόλοιπα το "Καταστροφή Κι Ελπίδα", τυπικό της υπογραφής του Νίκου Πορτοκάλογλου), η οποία, συνδυασμένη με ορισμένες έξοχες στιχουργικές στιγμές, διατηρεί τον πήχη σε ένα επίπεδο όπου δεν μπορούν εύκολα να φτάσουν οι σύγχρονοι έντεχνοι εκφραστές. 

Τα εύσημα πάνε αφενός στη Λήδα Ρουμάνη για το "Πόσα Περάσαμε", που διαθέτει κάτι από την ερωτική μελαγχολία του παλιού ελαφρού τραγουδιού, καθώς και για την όμορφη αστική μπαλάντα "Κρατήσου Από Μένα" –όπου ντουέτο στην Αρβανιτάκη κάνει ο καλύτερος Βασίλης Παπακωνσταντίνου που έχω ακούσει εδώ και πολλά χρόνια– αφετέρου στον Νίκο Μωραΐτη για το "Άτομα": δείγμα της ικανότητάς του να τυλίγει το προσωπικό στο κοινωνικό. Αυτό ας πούμε το 
«που από παιδάκια έτοιμοι με ιππότες και με δράκοντες
και με ληστές τα βάζαμε
Πώς στα παιχνίδια σκίζαμε
μα στην αλήθεια χάσαμε»
φέρνει κατά νου, με έναν κάπως απροσδιόριστο τρόπο, τον Γιώργο Θεοτοκά του Λεωνή κι εκείνο το «μετά τελείωσαν τα παιχνίδια και ήρθε ο πραγματικός πόλεμος».



13 Νοεμβρίου 2022

Ελευθερία Αρβανιτάκη - ανταπόκριση (2015)


Έγινε λοιπόν η πρεμιέρα του νέου προγράμματος της Ελευθερίας Αρβανιτάκη, η οποία συμπράττει φέτος με την Ελεωνόρα Ζουγανέλη στο «Vox», για μια παράσταση φιλόδοξη, με δυναμική που απευθύνεται και στο έντεχνο κοινό, αλλά και στον κόσμο που συνήθως διασκεδάζει στις μεγάλες λαϊκές πίστες –ειδικά αυτές που έχουν ένα νεανικότερο προφίλ.

Δεν αποκλείεται να πάω να τη δω την παράσταση για λογαριασμό του Αθηνοράματος. Τη φοβάμαι λίγο, ωστόσο την παρακολουθώ πολλά χρόνια την Αρβανιτάκη. Κι έχω ενδιαφέρον να βλέπω τι κάνει, έστω κι αν τελευταία δεν έχω ενθουσιαστεί. 

Άλλωστε έχω καιρό να τη δω ζωντανά: από τον Σεπτέμβρη του 2015, όταν έδωσε μια ωραία συναυλία στο Θέατρο Βράχων «Μελίνα Μερκούρη», το οποίο βούλιαξε από κόσμο για χάρη της. Επί σκηνής, μάλιστα, παρέλασαν και διάφοροι επιφανείς καλεσμένοι.

Ένα κείμενο για εκείνη τη βραδιά δημοσιεύτηκε τότε στο Avopolis κι αναδημοσιεύεται τώρα εδώ, δοθείσης της αφορμής του νέου προγράμματος, με μικρές, (κυρίως) αισθητικής φύσης τροποποιήσεις.

* οι χρησιμοποιούμενες φωτογραφίες προέρχονται από τη βραδιά και ανήκουν στην Αφροδίτη Χουλάκη


Μου άρεσε η Ελευθερία Αρβανιτάκη στον Βύρωνα. Περισσότερο, όμως, μου άρεσε η νοοτροπία την οποία επέδειξε στήνοντας τη συγκεκριμένη συναυλία: κράτησε μεν κάποια στάνταρ πολύ αναγνωρίσιμα στα έντεχνα προγράμματα, μα τα πείραξε ώστε να «χωρέσουν» στη ροή που εκείνη είχε προαποφασίσει –και στήριξαν ο καλός ήχος και οι πέντε θαυμάσιοι μουσικοί της. 

Με λίγα λόγια, έβαλε λιγάκι δύσκολα στο κοινό που βούλιαξε για χάρη της το θέατρο Βράχων «Μελίνα Μερκούρη». Άσχετα τώρα αν αυτό είχε έρθει ως εκεί με έκδηλο ενθουσιασμό: δημιουργήθηκε τέτοιο κλίμα με το που εμφανίστηκε η ερμηνεύτρια στη σκηνή, ώστε πιστεύω ότι και τα πιο άγνωστά της τραγούδια αν ήθελε να παίξει, πάλι χαμός θα γινόταν.

Όχι ότι η Αρβανιτάκη έπαιξε υλικό για τους μυημένους, δεν εννοώ κάτι τέτοιο. Η συναυλία απευθυνόταν στους πολλούς, που την έχουν αγαπήσει από τις επιτυχίες των ραδιοφώνων: και σε όσους είχαν έρθει ως το Βράχων στη δεκαετία του 1990, όταν ηχογραφήθηκε ένας live δίσκος ιστορικός για τα εγχώρια πράγματα, μα και στα κορίτσια που στέκονταν μπροστά μου βρίσκοντας ότι ο τάδε που άρεσε σε μία από την παρέα ήταν «πολύ μεγάλος» στα ...25 του! Αναμενόμενα, λοιπόν, ήταν μια συναυλία στην οποία θα παίζονταν και τα νέα τραγούδια του πρόσφατου άλμπουμ 9+1 Ιστορίες, ενώ –εξίσου αναμενόμενα– θα βλέπαμε και καλεσμένους πάνω στη σκηνή, πιάνοντας (περίπου) τρίωρο σε διάρκεια.

Κι ακούσαμε πράγματι κάμποσα από τα καινούρια κομμάτια, μοιρασμένα σοφά στη setlist. Απλώθηκαν ομαλά, με φειδώ, υπακούοντας στις δυναμικές που έπρεπε να έχει η ροή και όχι δημιουργώντας τις. Ο πολύς κόσμος δεν ήξερε βέβαια τα λόγια και σιώπησε κατά τη διάρκειά τους, τα άκουσε όμως με σεβασμό και προσοχή και πιστεύω ότι η Αρβανιτάκη κέρδισε κάποιους πόντους υπέρ τους, ειδικά με το πώς στάθηκε ερμηνευτικά –χάρηκα δε που άκουσα και το δικό μου αγαπημένο από αυτά, το "Άτομα".  


Και είδαμε πράγματι καλεσμένους, και μάλιστα όχι λίγους. Ήρθαν εκεί ο Δημήτρης Παπαδημητρίου, ο Νίκος Πορτοκάλογλου, ο Νίκος Ξυδάκης, ο Θέμης Καραμουρατίδης, ο Στάθης Δρογώσης και ο Θεσσαλονικιός τραγουδιστής Πάνος Ζώης. Αλλά κι αυτοί σκορπίστηκαν αρμονικά, συμμετέχοντας σε 2 τραγούδια ο καθένας, ώστε να μας γλιτώσουν από τη γνωστή –και υπέρ το δέον κουραστική– «παρέλαση ηχηρών ονομάτων». Πάνω από όλα, όπως είπαμε, η ροή του προγράμματος· την οποία η Αρβανιτάκη έδειχνε  αποφασισμένη να διατηρήσει. 

Μόνο ο Παπαδημητρίου εξαιρέθηκε, λίγο γιατί υπήρξε λαϊκή απαίτηση να μείνει και για ένα τρίτο κομμάτι, λίγο γιατί το δικαιούταν εδώ που τα λέμε, λόγω της πορείας του με την τραγουδίστρια. Η στιβαρή του παρουσία την οδήγησε άλλωστε σε ένα από τα ωραιότερα στιγμιότυπα της βραδιάς: την απέριττη, ρομαντική απόδοση στο "Όλα Τα Πήρε Το Καλοκαίρι".  

Από τους υπόλοιπους, ο Πορτοκάλογλου έφερε τον ορεξάτο έτσι πιο ροκ εαυτό του, ο Ξυδάκης το ιδιόμορφο, χαμηλών τόνων στυλ του και την αλεξανδρινή του αβρότητα, ο Καραμουρατίδης κόμισε κέφι ανάκατο με δεξιοτεχνία –μόνο τον Στάθη Δρογώση θα ψέξω, ο οποίος μπήκε με τρακ και δεν μπόρεσε να σταθεί δίπλα στην Αρβανιτάκη, στο ντουέτο που επιχείρησαν στο νέο κομμάτι "Τώρα Ή Τώρα". Ο Πάνος Ζώης αντιθέτως, τον οποίον η Αρβανιτάκη συστήνει από όσο κατάλαβα ως αξιόλογη φρέσκια παρουσία, δεν κέρδιζε καθόλου ως σκηνική φιγούρα. Στάθηκε όμως ανέλπιστα καλά δίπλα της στην εκτέλεση του "Πριν Το Τέλος", ενώ της έδωσε και μερικές πολύτιμες ανάσες με μια δυναμική διασκευή στις "Μέλισσες" της Φωτεινής Βελεσιώτου. 


Πράγματι, επίσης, γύρω στο τρίωρο κράτησε η συναυλία. Μόνο που δεν το κατάλαβα παρά μόνο εκεί πια προς το φινάλε, όταν η ορθοστασία άρχισε να έχει το τίμημά της. Γιατί κύλησαν όλα αρμονικά, από τη χαλαρή, μαζεμένη αρχή ως την ανάταση της μέσης και το ρολερκόστερ ενέργειας το οποίο μας πήγε κατόπιν ως το θριαμβικό φινάλε του "Δυνατά"· ένα τραγούδι για «τους καιρούς που έρχονται», όπως τόνισε η Αρβανιτάκη. 

Δεν ήταν λίγα τα όσα άλλα αγαπημένα παίχτηκαν στην πορεία, βέβαια. Η μνήμη μου κράτησε την "Αναστασία", όπου ξεσπάθωσαν οι μεγαλύτερες ηλικίες σε κερκίδες και πλατεία (όσες θα θυμούνταν και το πολύκροτο σίριαλ), το "Του Πόθου Τ' Αγρίμι", εκείνο το περίφημο "Κόκκινο Φουστάνι", το "Παράπονο" –ίσως η πιο μεστή στιγμή της βραδιάς για την ερμηνεύτρια– το "Μηδέν" στην έναρξη του encore, μα και το "Τον Έρωτα Ρωτάω" από τα νεότερα σουξέ. Παράπονα θα εκφράσω μονάχα για την αχρείαστη εκτέλεση στο "Άγγελος Εξάγγελος", που δεν πήγε καθόλου στην πρωταγωνίστρια της βραδιάς, και για τη βιαστική εκτέλεση της "Βάρκας", όπου ο κατά τα λοιπά εξαιρετικός ντράμερ εκτέθηκε με ένα εκτός τόπου και χρόνου για το συγκεκριμένο άσμα drum solo. 

Περάσαμε πολύ όμορφα στον Βύρωνα. Και δεν μπορείς να μην το πιστώσεις αυτό στην Αρβανιτάκη, η οποία διατηρεί τη φωνή της σε καλό επίπεδο και εξερευνά περαιτέρω την εκφραστική της ωριμότητα, παραμένοντας δύναμη στην επαφή της και στην επικοινωνία με το κοινό. 



10 Νοεμβρίου 2022

Nils Petter Molvær, Eivind Aarset & Samuel Rohner - ανταπόκριση (2020)


Έχασα δυστυχώς τη συναυλία του Σάκη Παπαδημητρίου στο Μέγαρο Μουσικής –την οποία ήθελα πολύ να δω– λόγω της χθεσινής γενικής απεργίας, που άφησε ουσιαστικά την Αθήνα δίχως μέσα μαζικής μεταφοράς καθώς συμμετείχαν και τα ταξί. Και η αλήθεια είναι ότι δυσκολεύομαι να καταλάβω το σκεπτικό των ιθυνόντων της, δεδομένων αυτών των συνθηκών. Ζουν άραγε σε έναν κόσμο όπου η κατοχή ΙΧ είναι τόσο αυτονόητη;

Τέλος πάντων, κάπως η μνήμη έκανε με αυτά και με αυτά ένα άλμα προς άλλες πρόσφατες τζαζ συναυλίες που απολαύσαμε στην πόλη και στάθηκε στον Ιανουάριο του 2020. Όταν, ανύποπτοι ακόμα για την πανδημία που ερχόταν, μαζευτήκαμε στο «Half Note» για να δούμε Nils Petter Molvær, Eivind Aarset & Samuel Rohner.

Συναρπαστικά ρευστή βραδιά, για την οποία γράφτηκε έπειτα και μια ανταπόκριση. Πρωτοδημοσιεύτηκε τότε στο Avopolis και αναδημοσιεύεται τώρα κι εδώ, με μικρές, αισθητικής φύσης τροποποιήσεις.

* οι χρησιμοποιούμενες φωτογραφίες προέρχονται από τη συναυλία και ανήκουν στον Νίκο Ζαραγκόπουλο


Θαυμάσια μουσική είχαμε την τύχη να ακούσουμε όσοι δώσαμε το παρών στο Half Note. Το οποίο μπορεί να μη βγήκε sold-out, γέμισε όμως σε ικανοποιητικότατο βαθμό, με το αθηναϊκό κοινό να τιμά με τον δέοντα τρόπο τον ερχομό του Nils Petter Molvær στην πόλη. 

Αν και Νορβηγός, ο Molvær αποδείχθηκε ...Εγγλέζος στο ραντεβού των 22.30, λαμβάνοντας θέση στο αριστερό μέρος της σκηνής (όπως τη βλέπαμε), έχοντας στο πλάι του ένα λάπτοπ και δύο χαμηλά τοποθετημένα μικρόφωνα πιο μπροστά του. Η απόστασή τους από τον ίδιο δεν ήταν μεγάλη, δυσχέρανε όμως σημαντικά την επιδιωκόμενη επικοινωνία: κάθε που ο Molvær αποφάσιζε να μας πει κάτι, δηλαδή, αναγκαζόταν να σκύβει αρκετά, με τη μάλλον βαριά προφορά του και το γεγονός ότι τα έλεγε σιγανά να μην τον καθιστούν πολύ κατανοητό. Με λίγη καλή πρόθεση, ωστόσο, έπιανες μέσες-άκρες τα λεγόμενα. 

Απέναντι από τον Molvær βρισκόταν ο Ελβετός ντράμερ Samuel Rohner, ενώ στη μέση έκατσε ο (επίσης Νορβηγός) κιθαρίστας Eivind Aarset, με τα μπόλικα πετάλια του. Σημειωτέον, ο Aarset έχει πετύχει κι αυτός να γίνει όνομα αναφοράς στα σύγχρονα τζαζ πράγματα στα χρόνια που μεσολάβησαν από την πρώτη του συνεργασία με τον Molvær (1997), κάνοντας τη συναυλιακή τους σύμπραξη στην Αθήνα μία ακόμα πιο ευτυχή συγκυρία. Ασφαλώς, αξίζουν συγχαρητήρια στο Half Note που φρόντισε να φέρει το τρίο στα μέρη μας, έστω κι αν υπήρξαν σημεία στα οποία η διαμόρφωση του χώρου και η λογική που τον διέπει δοκίμασαν τα όρια της συναυλίας.


Κάποιες στιγμές ήταν τόσο λεπτεπίλεπτες και εγκεφαλικές, δηλαδή, ώστε πραγματικά απορρυθμίζονταν από τους μικρούς μα αισθητούς θορύβους ποτηριών, πιατελών, φιαλών, αλλά και από τις κουβέντες ορισμένων θαμώνων, που μάλλον είχαν βγει να διασκεδάσουν με «κάτι σε τζαζ», χωρίς να υπάρχει επίγνωση για το πού ακριβώς πήγαιναν. Οι κυρίες δίπλα μου αποτέλεσαν χαρακτηριστικό παράδειγμα: έφτασαν αργοπορημένες και πρώτα θέλησαν να διασφαλίσουν τις φωτογραφίες τους για τα social media, πριν ασχοληθούν με τη συναυλία. Κι ενώ έδειξαν ειλικρινές ενδιαφέρον στη συνέχεια, έγινε φανερό ότι δυσκολεύονταν να «επικοινωνήσουν» με ό,τι έβλεπαν. Το διάλειμμα, επίσης, αν και πάγια τακτική –και πλέον αιτούμενο του κοινού, λόγω της αυστηρότητας των αντικαπνιστικών μέτρων– διέκοψε άγαρμπα μια εξαιρετική ροή, εκεί μάλιστα όπου είχε κορυφωθεί η εμπειρία. Έστω κι αν οι Molvær, Aarset & Rohner δεν δυσκολεύτηκαν να μας ξαναβάλουν στο κλίμα, στην έναρξη του δεύτερου μέρους.

Τέλος πάντων, τα όσα εκτυλίχθηκαν επί σκηνής αποδείχθηκαν τόσο συναρπαστικά, ώστε εύκολα εξανέμισαν κάθε έγνοια περί των παραπάνω. Το επίρρημα «συναρπαστικά», τώρα, εδράζεται στο γεγονός μιας ρευστής ταυτότητας, στην οποία θόλωνε κατά το δοκούν το αν άκουγες τζαζ ή αν γινόσουν κοινωνός μιας εξερευνητικής διαδρομής προς το άγνωστο, που απλά είχε ως σημείο σημείο εκκίνησης την τζαζ. 

Όλα αυτά έδωσαν βαρύτητα στον πολυδιαφημισμένο όρο «future jazz» στον οποίον συχνά εγγράφεται η δράση του Molvær –με ένα ανάλογο σλόγκαν κοινοποιήθηκε μάλιστα και ο ερχομός του στο Half Note. Άλλωστε είναι και ο προπάτορας της όλης τάσης, από τότε που με το άλμπουμ Khmer (1997) ανακάτεψε τόσο την τράπουλα μεταξύ τζαζ και ηλεκτρονικών, ώστε «ανάγκασε» τον Manfred Eicher να βγάλει τον ίσως πιο εξωστρεφή δίσκο της ECM, κόβοντας ακόμα και ...single! Το μοναδικό στην ιστορία του label.

Ως επίκεντρο πολλών από όσα συνέβησαν παρέμεινε βέβαια η τρομπέτα του Molvær, η οποία διαθέτει αδιαμφισβήτητες τζαζ καταβολές, εύκολα εντοπίσιμες στον Miles Davis της Bitches Brew φάσης (μα όχι μόνο). Την ίδια στιγμή, όμως, την είδαμε –και τη θαυμάσαμε– να γίνεται και μηχανισμός εκτροπής, οδηγώντας τη μουσική σε μονοπάτια πιο «κουνημένα», χωρίς να χάνεται η στρογγυλή αίσθηση των μελωδιών στους όποιους μετατονισμούς. 

Είναι ένα σημείο για το οποίο ο Νορβηγός δεξιοτέχνης έχει δεχτεί και επικρίσεις. Κατ' εμέ, πάντως, διαθέτει κομβική σημασία, γιατί διατηρεί προσπελάσιμες τις εξερευνήσεις του, χωρίς να προαπαιτεί τη θητεία του ακροατή σε πιο πειραματικά πεδία. Όσο εγκεφαλικό ή «ακανόνιστο» κι αν γίνεται το άπλωμα, δηλαδή, διατηρείται κάτι το ντελικάτο· κάτι από την απλή ομορφιά εκείνου που κάποιοι αποκαλούν «νυχτερινή τζαζ». Τις λοξοδρομήσεις αυτής της τζαζ, τώρα, υπηρέτησε τόσο το λάπτοπ του ίδιου του Molvær, το οποίο ωθούσε τα πράγματα προς έναν ήχο με συγγένειες στον Oneohtrix Point Never (ή και στον Flying Lotus), αλλά πολύ περισσότερο η παρουσία των δύο συνεργατών του. 


Ο λιτός και ουσιαστικός Aarset πρόσφερε σωστές αντιστίξεις και σπουδαίες αντανακλάσεις, κάνοντας τη διαδρομή να φτάνει προς τα «σύνορα» περιπτώσεων σαν τους Grails, ίσως και των Earth, όταν στην πρώτη γραμμή έμπαιναν τα πετάλια. Ο δε Rohner αποδείχθηκε ντράμερ ολκής, ο οποίος έπαιξε με αξιοσημείωτη εσωτερική ένταση και ίδρωσε (κυριολεκτικά) και την κόκκινη, μα και τη μαύρη «φανέλα». Επιβεβαιώνοντας τη φήμη του στο ευρωπαϊκό τζαζ στερέωμα, στάθηκε έξοχα τόσο στο ελλειπτικό γκρουβ που απαιτούσαν οι στιγμές που επένδυαν σε μια αιθέρια ποιότητα, όσο και στα πιο δυναμικά ρυθμικά μέρη, τα οποία αποκτούσαν εγγύτητα προς το jazz rock καθώς ο Molvær άφηνε παράμερα την τρομπέτα για να πιάσει το μπάσο.

Το θερμό χειροκρότημα στο φινάλε, κάποιες ιαχές κι ένα δυνατό, χαρακτηριστικό σφύριγμα (μάλλον από την πλευρά του εξώστη) φάνηκαν αρκετά για να πείσουν το τρίο να μας χαρίσει ένα ακόμα κομμάτι, ως encore. Με αξέχαστο στιγμιότυπο τον Molvær να βάζει το στόμα του στο στόμιο της τρομπέτας και να χρησιμοποιεί την ηχώ της ίδιας του της φωνής ως ένα ακόμα όργανο, με το ελεύθερο χέρι του να λειτουργεί ως «φράγμα». 

Αλλά και κάτι ακόμα, ως επίλογος: απογοητευτικά απούσα από το Half Note η ηλικιακή φουρνιά η οποία στη δεκαετία που μόλις πέρασε ήπιε νερό στο όνομα του Kamasi Washington και μέσα στο 2019 σήκωσε ανεξήγητο ντόρο για την άνιση δισκογραφική παρουσία των The Comet Is Coming, που σε αρκετά πράγματα  βασίζεται στην αισθητική που ο Molvær πρότεινε ήδη από το 1997. 

Όση καλή πρόθεση κι αν έχει κανείς για να μιλήσει περί μιας ζωντανής, μαζικότερης τζαζ (η οποία μπορεί να αφορά λ.χ. και όσους δεν ακούν τζαζ), δεν γίνεται να το κάνει έχοντας τα αυτιά άδεια από καλλιτέχνες οι οποίοι έθεσαν τέτοιες βάσεις και παραμένουν όχι μόνο ενεργοί, μα και σε θέση να δίνουν συναυλίες σαν κι αυτήν. Συμβαίνει εδώ το ίδιο πράγμα που έχει παρατηρηθεί και με διάφορους που χρησιμοποιούν αβασάνιστα και καταχρηστικά τον όρο «ψυχεδέλεια», ενώ δεν έχουν πάει να δουν ούτε μία φορά τους Acid Mothers Temple & Τhe Melting Paraiso U.F.O.