16 Ιουλίου 2022

Θοδωρής Βουτσικάκης - Αισθηματική Ηλικία [δισκοκριτική, 2014]


Μια κριτική από τα τέλη του 2014, σε έναν ωραίο εγχώριο δίσκο της δεκαετίας των 2010s. 

Ο οποίος σηματοδότησε τη δημιουργική ωριμότητα του συνθέτη Δημήτρη Μαραμή –που 5 χρόνια αργότερα θα μας έδινε την εκπληκτική παράσταση «Οι Στοιχειωμένοι» (πατήστε εδώ)– αλλά και την καλύτερη στιγμή του Θοδωρή Βουτσικάκη στη δισκογραφία της ίδιας εποχής. Ενός καλλίφωνου τραγουδιστή, που όμως κατά τη γνώμη μου δεν βαδίζει όσο σωστά θα μπορούσε στο ομολογουμένως δύσκολο τερέν του σύγχρονου έντεχνου ήχου.

Όπως κι άλλα κείμενά μου της ίδιας περιόδου, η κριτική πρωτοδημοσιεύτηκε στο Avopolis, του οποίου ήμουν τότε αρχισυντάκτης. Εδώ αναδημοσιεύεται με μικρές, αισθητικής φύσης τροποποιήσεις. Αλλά και με τις ευχαριστίες μου στον φίλο και συνάδελφο στα μουσικογραφικά Μιχάλη Τσαντίλα, για έναν σύντομο μα εξαιρετικά αποκαλυπτικό διάλογο, σχετικό με το άλμπουμ.


Άγρια βάθη βασανισμένων ψυχών, συναισθήματα καταγκρεμισμένα, άνθρωποι που φυλλοροούν. Είναι βαρύ το πέπλο της Αισθηματικής Ηλικίας –μιας εποχής όπου όλα τα σκεπάζει η μελαγχολία, όσο η δύναμη του έρωτα ζυγίζεται κόντρα στην απώλειά του. Και αντίστοιχα βαρύς, έντεχνος, με Δυτικοευρωπαϊκές ρίζες στην κλασική μουσική μπολιασμένες με το εγχώριο, κατά Μάνο Χατζιδάκι ευαγγέλιο της μελοποιημένης ποίησης, είναι και ο δίσκος που της αφιερώνει ο Δημήτρης Μαραμής.

Διαθέτει σφρίγος ως συνθέτης ο Μαραμής, ματιά στο ελληνικό τραγούδι. Μπορεί τα μέχρι τώρα άλμπουμ του να μην ευτύχησαν να βρουν σε κάθε περίπτωση τους κατάλληλους αρμούς σύνδεσης μουσικής, στίχων και ερμηνειών, πάντως η δική του δουλειά δεν υπήρξε ποτέ αδύναμος κρίκος στο όλο τρίπτυχο. Στη δε Αισθηματική Ηλικία πραγματοποιεί ένα ορατό άλμα εις ύψος, φέρνοντας τα εκφραστικά του μέσα στο προσκήνιο με μια ενάργεια πρωτοφανέρωτη. 

Το παίξιμό του στο πιάνο, οι απέριττες ενορχηστρώσεις, η μελοποιητική/δημιουργική του φαντασία βρίσκονται εδώ στα καλύτερά τους· συναρπάζουν. Οι διάλογοι του πιάνου και του βιολιού –η όλη τους συγκατοίκηση– παίρνουν άριστα σε λυρισμό, ρομαντισμό και δραματικότητα μαζί, αντανακλώντας θαρρείς τον κόσμο της όπερας: τους ήρωες του Τζουζέπε Βέρντι και του Ρίχαρντ Βάγκνερ που ναρκώνονται από τα πάθη τους κατά τρόπους διαχρονικούς, πανανθρώπινους ("Ερημικό", "Φθινόπωρο Σ' Αγάπησα", "Η Πεντάμορφη Και Το Τέρας", "Έβρεχε Χθες"). Αξίζουν βέβαια συγχαρητήρια και στον βιολιστή Κωνσταντίνο Παυλάκο, για τις εκτελέσεις του: άσχετα με τον βαθμό στον οποίον ακολούθησε τις οδηγίες του συνθέτη, λάμπει εδώ ένας εξαίρετος μουσικός.   

Από εκεί και πέρα, γίνεται δύσκολο να μη δεις ως καταλύτη της χημείας που δένει τα επιμέρους στοιχεία του άλμπουμ τον 26άχρονο Θεσσαλονικιό τραγουδιστή που μας συστήνει εδώ ο Μαραμής. Γιατί είναι στις καθάριες και ηχηρές σε συναίσθημα ερμηνείες του Θοδωρή Βουτσικάκη όπου δείχνει να ισορροπεί η μουσική με την ποίηση του Ναπολέοντα Λαπαθιώτη και του Νίκου-Αλέξη Ασλάνογλου, από τη μια, και με τους στίχους των Σωτήρη Τριβιζά & Μιχάλη Γκανά από την άλλη. 

Κατά περίπτωση, ο Βουτσικάκης αντηχεί αισθαντικός, δραματικός, τσακισμένος ή απλά νοσταλγός, πάντοτε όμως πειστικός. Επιδεικνύοντας αξιοθαύμαστο μέτρο ακόμα και στις στιγμές όπου εύκολα θα μπορούσε να ξεστρατίσει σε λιγωτικές υπερβολές. Στο "Ερημικό", λ.χ. κουβαλάει κάτι από το πνεύμα της Μαργαρίτας Ζορμπαλά των "Γερανών". Στο "Φθινόπωρο Σ' Αγάπησα" υπάρχουν απόηχοι από το ιταλικό τραγούδι των δεκαετιών του 1950 και 1960, στην "Παραλογή" και στην "Ωραία Κοιμωμένη" ανιχνεύεις τον Χατζιδάκι, ενώ το "Όπου Ν' Αγγίξεις Το Κορμί" (με το υπέροχο τζαζ σαξόφωνο του Χάρη Καπετανάκη) θα έπρεπε ίσως να τεθεί ως πρότυπο προς μίμηση σε στρατιές λυγμόλαλων έντεχνων ερμηνευτών.

Και το σημαντικότερο; Παρά το βάρος, παρά την τόση θλίψη που εμπεριέχεται σ' αυτόν τον δίσκο, δεν θα βρείτε γκρίνια. Ακόμα κι όταν ο τόνος αλλάζει δραματικά, σε έναν στίχο π.χ. όπως το «Τα χρόνια μου κάνουν νερά κι είσαι η μόνη μου ξηρά», ακόμα και τότε δεν έχει σαραντάρικες κρίσεις ηλικίας, ούτε βολεμένες κοινωνικές αναρωτήσεις με ανέξοδα προοδευτικά πρόσημα, μηδέ την αίσθηση «μου χρωστά η ζωή και η άτιμη η κοινωνία». Από μια τέτοια άποψη, η Αισθηματική Ηλικία αποτελεί επίτευγμα. Γιατί είναι το «καλό» έντεχνο των δικών μας ημερών, εκείνο που όσοι αγαπούν το ελληνικό τραγούδι θα έπρεπε να θέσουν ως αντιπαράδειγμα ενάντια σε όσες «ποιοτικές» τοποθετήσεις πάσχουν από τις προαναφερθείσες –χρόνιες– ασθένειες. 



10 Ιουλίου 2022

Judas Priest - Redeemer Of Souls [δισκοκριτική, 2014]


Στη σχέση που ο καθένας μας διατηρεί με το σύμπαν της μουσικής, βασιλεύει το συναίσθημα. Κι έτσι πρέπει. Όταν όμως αποκτάς ένα δημόσιο βήμα κι αρχίζεις να ασχολείσαι με αποτιμήσεις και κριτικές, το να εξακολουθείς να πλέεις στο συναίσθημα μπορεί να αποβεί έως και καταστροφικό: και για τη δική σου αξιοπιστία και για το μέσο που εκπροσωπείς και για τον μουσικό Τύπο συλλήβδην.

Η παρατήρηση ισχύει για κάθε είδος μουσικής, αλλά στο heavy metal δεν είναι ότι τα πράγματα εκτροχιάζονται συχνά –είναι και ότι επικροτείται, γενικά, να γράφει κανείς έτσι. Τέλος πάντων, είναι σε αυτόν τον άκρατο συναισθηματισμό που αποδίδω κάτι πανηγυρικούς που διαβάζω συνήθως για το άλμπουμ των Judas Priest Angel Of Retribution (2005). Κατανοώ πολλά πράγματα, βέβαια, γιατί ήμουν κι εγώ ανάμεσα σε όσους απογοητεύτηκαν από την περίοδο του Tim "Ripper" Owens, αναθαρρώντας όταν ο Rob Halford ξαναγύρισε εκεί όπου ανήκει, θρυμματίζοντας την κυνικότητα του «ουδείς αναντικατάστατος», όπως ακριβώς είχε κάνει λίγα χρόνια πριν και ο Bruce Dickinson.

Ως πρώτο άλμπουμ ξανά-μανά με Rob Halford, λοιπόν, το Angel Of Retribution είχε μια ανάταση κι έναν ενθουσιασμό, όπως και κάποια πραγματικά ωραία τραγούδια σαν π.χ. το "Judas Rising". Αλλά οι ξανανιωμένοι Judas Priest που απολαμβάνουμε τα τελευταία χρόνια τέθηκαν σε κίνηση κατά την επόμενη δεκαετία, χάρη πρωτίστως στις ρωμαλέες συναυλίες τους, μα και στον υποτιμημένο δίσκο του 2014 Redeemer Of Souls. Εδώ βρίσκονται για εμένα τα θεμέλια του Firepower (2018) –και όχι στο Angel Of Retribution.

Με αφορμή λοιπόν την επικείμενη επιστροφή των Judas Priest στην Αθήνα, για το Release Athens Festival του φετινού καλοκαιριού (Παρασκευή 15 Ιουλίου, Πλατεία Νερού), το blog ξανακούει το Redeemer Of Souls και ξαναγυρνά σε μια κριτική της εποχής. Η οποία πρωτοδημοσιεύτηκε στο Avopolis και αναδημοσιεύται τώρα εδώ με μικρές, αισθητικής φύσης τροποποιήσεις. 


Η alt-metal γενιά δεν θα το πιάσει ποτέ, το γνωρίζω. Αλλά, για τους υπόλοιπους, ο κίνδυνος μιας «καυτής πατάτας» εκ μέρους των Judas Priest έμοιαζε πολύ πραγματικός, 45 χρόνια μετά το ξεκίνημά τους, με τον K.K. Downing εκτός μπάντας (αν είναι δυνατόν!) και τον Rob Halford να έχει χάσει σε αισθητό βαθμό τη φωνάρα της νεότητάς του. 
 
Ευτυχώς, όμως, όλα κύλησαν καλά. Κι ας μην έχουν κάποιον άσσο στο μανίκι οι Βρετανοί, αφού στο Redeemer Of Souls δεν παίζουν πειραματισμοί, δεν υπάρχει εκσυγχρονισμός και ανάπτυξη, δεν θα βρεθεί ούτε μισή έκπληξη. Αν ανέμενες ή απαιτούσες κάτι τέτοιο είσαι βαθιά νυχτωμένος –και θα έπρεπε να καταδικαστείς να πλένεις τις άσπρες κάλτσες του Chino Moreno στον αιώνα τον άπαντα. 
 
Στο 17ο (στούντιο) άλμπουμ τους, οι Judas Priest συμπεριφέρονται ως θεματοφύλακες: ως Αδελφότητα που παίζει στα δάχτυλα πανάρχαια μυστικά και μπορεί με δυο-τρία κόλπα να ξαναθέσει σε κίνηση έναν ολόκληρο κόσμο. Όχι γιατί τον νοσταλγεί ή γιατί έχει εγκλωβιστεί εκεί, μα επειδή επένδυσε μια ζωή προκειμένου να τον κατέχει σε όλο του το εύρος, σε όλο του το ηρωικό μεγαλείο. 

Έτσι, από τα σκληρά λευκά blues των 1960s που δίνουν τον τόνο στο "Crossfire", φτάνεις στο βαβούρικο rock 'n' roll του "Snakebit"· και από τη μπαλάντα "Beginning Of The End" στις υπέροχες new wave of british heavy metal κιθάρες ("Down In Flames"), οι οποίες παρελαύνουν περήφανα στη ραχοκοκαλιά του δίσκου, καταφέροντας συντριπτικά χτυπήματα σε όσους ανόητους κάνουν το λάθος να υποτιμήσουν τους γερο-Priest. Χώρια δηλαδή τις φανταστικές τσιρίδες και ερμηνείες του Halford, που παραμένουν ικανές και στο νυν ηλικιακό φάσμα να τραγουδήσουν τις σκληρές αξίες κατά τρόπο ανεπανάληπτο.  
 
Θα άξιζε ίσως να σταθώ πιο λεπτομερώς σε μερικά τραγούδια, μα τελικά απλά θα φλυαρούσα. Γιατί δεν έχει τόση σημασία το στιγμιαίο μυστηριακό μομέντουμ που μπορεί π.χ. να χτίζει το "Secrets Of The Dead", η κελαρυστή νεοκλασίκ επικότητα του "Redeemer Of Souls" και του "Halls Of Valhalla", η συγκρατημένη απελπισία του "Cold Blooded" ή η σβέλτη, περίτεχνη σαν ξιφομαχία δομή του "Tears Of Blood". Περισσότερη σημασία έχει η μαγιά πίσω από τα κομμάτια. Η Πρωταρχική Ύλη, η οποία μεταπλάθεται ξανά και ξανά σε αέναες παραλλαγές ρολαριστού heavy metal, με τη Judas Priest σφραγίδα ποιότητας κολλημένη σε κάθε «συσκευασία». 
 
Κατ' αυτόν τον τρόπο χτίζεται ένα μεγάλο σε διάρκεια άλμπουμ (18 τραγούδια, 84 περίπου λεπτά), το οποίο όμως δεν κουράζει ιδιαίτερα, ακόμα κι αν όλοι εντοπίσαμε στιγμές πλατειασμού που θα μπορούσαν να είχαν λείψει. Παρά ταύτα το Redeemer Of Souls λειτουργεί σαν σύνολο –κινείται σαν γροθιά. Και πολλά από τα εύσημα ανήκουν στον 34άχρονο Richie Faulkner. Ο οποίος φοράει μεν επάξια τα παπούτσια του K.K. Downing, με πλήρη σεβασμό για τον ήχο του μεγάλου κιθαρίστα, αλλά συνάμα διεκδικεί με τα σφιχτά του ριφ και με τον ενθουσιασμό του μια πιο προσωπική στάση, που τελικά προσθέτει στο αποτέλεσμα.
 
Κυρίες και κύριοι, η ιστορία γράφτηκε όταν έπρεπε να γραφτεί. Οι Priest δεν γύρισαν για να συμπληρώσουν κάποιο νέο κεφάλαιο, μα απλά για να υπάρξουν ξανά, με τους όρους τους, μέσω του μοναδικού σουλουπιού που έδωσαν κάποτε στη μουσική την οποία αγάπησαν. Ο καινούριος τους δίσκος δεν είναι λοιπόν παρά μια χειρονομία: ένα κάλεσμα σε όσους τους αγαπήσαμε να πιούμε άλλη μία γύρα κρύες μπύρες παρέα, να το γιορτάσουμε για ακόμα μία φορά, σε μία ακόμα δεκαετία. 



09 Ιουλίου 2022

Ψαραντώνης - ανταπόκριση (2019)


Τον λένε Αντώνη Ξυλούρη, είναι αδερφός του θρυλικού Νίκου Ξυλούρη, όμως είναι πολύ πιο αναγνωρίσιμος ως «Ψαραντώνης». Μάλιστα, όσοι τον ξέρουν λένε ότι είναι πολύ ετοιμόλογος άνθρωπος, με φοβερή αίσθηση του χιούμορ. Κάποιες ατάκες έχουν κατά καιρούς διαδοθεί και ευρύτερα, αν και ελέγχεται ότι είναι όντως (όλες) δικές του.

Περισσότερη σημασία, πάντως, έχει η φήμη του ανάμεσα σε όσους δεν τον γνωρίζουμε προσωπικά, μα τον μάθαμε από την πλούσια δισκογραφία του –η οποία κρατάει από το 1964, παρακαλώ– θαυμάζοντας τη φωνή, το παίξιμό του στη λύρα κι εκείνους τους θαρρείς αλαφροΐσκιωτους τρόπους με τους οποίους παραδίδει τα τραγούδια. Άλλωστε χάρη σε αυτές τις ξεχωριστές καλλιτεχνικές ποιότητες πέρασε νωρίς και τα ελληνικά σύνορα (ήδη από το 1982), εμφανιζόμενος σε μουσικά φεστιβάλ του εξωτερικού πριν ξεσπάσει ο world/ethnic «πυρετός» της δεκαετίας του 1990. 

Φέτος ο Ψαραντώνης κλείνει τα 80 και εκμεταλλεύεται κι αυτός το συναυλιακό άνοιγμα του καλοκαιριού για να στήσει μια βραδιά στο Θέατρο Βράχων «Μελίνα Μερκούρη» του Βύρωνα –την Τετάρτη 13 Ιουλίου. Αν και κοντά (σχετικά) στο σπίτι, τα δικά μου βήματα με οδηγούν αλλού εκείνο το βράδυ, ειδάλλως το πιθανότερο είναι ότι θα πήγαινα να τον ξαναδώ.

Με την αφορμή αυτή, ωστόσο, να ένα παλιότερο κείμενο, για τη συναυλία που έδωσε στο Temple τον Απρίλη του 2019. Ακόμα τον θυμάμαι πάνω στη σκηνή, να φαντάζει σαν χθόνια θεότητα πολύ αλλοτινών καιρών. Η ανταπόκριση δημοσιεύτηκε τότε στο Avopolis και αναδημοσιεύεται τώρα εδώ με μικρές, αισθητικής φύσης τροποποιήσεις. Από τις χρησιμοποιούμενες φωτογραφίες η κεντρική ανήκει στον Γιάννη Ανθούλη (από promo υλικό το οποίο στάλθηκε στον Τύπο), ενώ οι κάτωθι προέρχονται από τη βραδιά στο Temple και είναι του Νίκου Ζαραγκόπουλου.


Έχουμε δει πολλές συναυλίες στο Temple και το μάθαμε έτσι με έναν συγκεκριμένο χαρακτήρα. Πήρε λοιπόν αρκετή ώρα η εξοικείωση με τα τραπέζια που είχαν παραταχθεί έμπροσθεν της σκηνής, αφήνοντας το πίσω μέρος της «πλατείας» σε κάποια σκαμπό –και τον εξώστη για τους όρθιους. Όπως και με τις φιγούρες που έβλεπες να καταλαμβάνουν βαθμιαία τις καρέκλες: κυρίως μεσήλικες ή και πιο μεγάλες ηλικίες, για τις οποίες πρέπει να ήταν η πρώτη φορά στον «Ναό». 

Το παρατηρείν κάλυψε την αρκετή ώρα που πήρε στη βραδιά για να ξεκινήσει, κάτι πάντως που δεν φάνηκε να απασχολεί όσους ήρθαν, παρά το ότι ήταν καθημερινή. Και να το πούμε και το μπράβο στους ανθρώπους της 3 Shades Of Black, γιατί το ότι έβαλαν τραπέζια δεν σημαίνει ότι μας στρίμωξαν, όπως συμβαίνει σε άλλους χώρους με πρόβλεψη για καθήμενους. Το Temple, επίσης, ταίριαξε εν τέλει γάντι στον Ψαραντώνη, γιατί του πρόσφερε εκείνα τα φώτα με τους σκοτεινοκόκκινους, μωβιούς ή/και πράσινους χρωματισμούς. Τα έχουμε δει και σε άλλες συναυλίες να φτιάχνουν κατάλληλη ατμόσφαιρα, τα είδαμε και σε αυτήν την περίπτωση, να συδαυλίζουν τον απόκοσμο χαρακτήρα που λάμβανε συχνά η παράστασή του.  

Η ξεχωριστή φιγούρα του διαπρεπούς Κρητικού πήρε θέση στο κέντρο της σκηνής, με τη λύρα στο χέρι, έχοντας –ως συνήθως– την κόρη του Νίκη Ξυλούρη στο πλάι, συν 3 ακόμα μουσικούς: τον Λάμπη Ξυλούρη, τον Γιάννη Παπατζανή και τον Νεκτάριο Κοντογιάννη. Ένα άψογο σύνολο, που γνώριζε σε βάθος τόσο το ρεπερτόριο, όσο και τους τρόπους του Ψαραντώνη. Του πρόσφερε έτσι ιδανική οργανική υποστήριξη, η οποία αντήχησε και σε μας σωστά, χάρη στον καλό ήχο του Temple.

Η συναυλία δεν χρειάστηκε κανένα ζέσταμα και τίποτα το ενισχυτικό, καθώς ο Ψαραντώνης μπήκε με "Παλιό Κρασί Είν' Η Σκέψη Μου", δημιουργώντας δέος και ενθουσιασμό ταυτόχρονα. Ο κόσμος στήλωσε μεμιάς το βλέμμα στη σκηνή –και ήταν κοινό καλό, από την άποψη ότι επρόκειτο για «διαβασμένους» ακροατές, που πρόσφεραν την αναγκαία σιγή σε όσα σημεία χρειαζόταν, αλλά και τον αναμενόμενο πανζουρλισμό όταν έφτασε η ώρα για κοσμαγάπητες επιλογές σαν την "Τίγρη" ή το "Να Κάμω Θέλω Ταραχή". Το οποίο χρειάστηκε βέβαια να φτάσουμε στο encore για να ακούσουμε. Σε ένα από τα πολλαπλά encore, για την ακρίβεια, καθώς ο Ψαραντώνης έλεγε στο φινάλε ότι θα παίξει «ένα τελευταίο», προσθέτοντας ωστόσο ένα ακόμα κάθε φορά, ανταποκρινόμενος στις ιαχές και στα χειροκροτήματα. 


Η συναυλία είχε και διάλειμμα, στο οποίο μπορέσαμε να αστειευτούμε με τον διευθυντή του περιοδικού Metal Hammer Κώστα Χρονόπουλο για το ότι δεν έχει πιο metal από τον Ψαραντώνη στην Ελλάδα –«φιλοξενούμενοι είμαστε», ήταν η χαρακτηριστική του ατάκα. Το διάλειμμα αποδείχθηκε καλοδεχούμενο και για μας και για τον πρωταγωνιστή της βραδιάς, δυστυχώς όμως δεν συνέβη το ίδιο και με τις ανάσες που ανέλαβαν να του δώσουν οι επί σκηνής συνεργάτες, σε διάφορα σημεία του πρώτου και δεύτερου μέρους. 

Κάθε φορά δηλαδή που αναλάμβανε άλλος το μικρόφωνο, ο πήχης της συναυλίας χαμήλωνε· ειδικά στο δεύτερο μισό, το οποίο από ένα σημείο κι έπειτα μετατράπηκε σε συναυλία της Νίκης Ξυλούρη. Ασφαλώς, είναι κατανοητό ότι ο Ψαραντώνης χρειάζεται αυτήν την άπλα. Δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι έχει φτάσει κοντά 80 ετών, ο δε τρόπος με τον οποίον παίζει και τραγουδά, απαιτεί δυνάμεις. 

Όμως το αναιμικό έντεχνο στυλ της κόρης του, που κατά τα λοιπά είναι δεινή και πολύτιμη στο μπεντίρ της, δεν λειτουργεί συμπληρωματικά, όπως επιδιώκεται. Εξαρτάται βέβαια και σε τι κοινό απευθύνεσαι, γιατί ζούμε σε μια εποχή όπου τα κρητοέντεχνα φοριούνται πολύ –και γύρω μου σίγουρα δεν είδα αντιδράσεις ανάλογες με τη δική μου. Αντιθέτως, η Ξυλούρη χειροκροτήθηκε ακόμα και στο νανούρισμα που είπε προς το φινάλε, που για μένα υπήρξε ναδίρ της όλης εμπειρίας.

Αλλά στο τμήμα της συναυλίας όπου τα πάντα γύριζαν γύρω από τον Ψαραντώνη ο ίδιος αποδείχθηκε απαράμιλλος, πορευόμενος με εκείνο το βαθιά προσωπικό στίγμα, που του επιτρέπει να βουτάει στα βαθιά της κρητικής παράδοσης, μα ταυτόχρονα να ίπταται και εκτός αυτής. Με έναν τρόπο που έχει αποδειχθεί θελκτικός και σε διεθνή ακροατήρια και που «προσωποποιείται» σε σωματικό επίπεδο με το καταπληκτικό τίναγμα των άκρων με το οποίο τονίζει σημεία όσων ερμηνεύει. Κάτω δε από τους υποβλητικούς φωτισμούς του Temple, έμοιαζε όσο ποτέ άλλοτε με χθόνια θεότητα πολύ αλλοτινών καιρών, τότε που διαφέντευαν ο Ερεχθέας και οι πρόγονοι του Μίνωα. 



08 Ιουλίου 2022

Laurie Anderson & Kronos Quartet - Landfall [δισκοκριτική, 2018]


Μετράμε αντίστροφα αυτές τις μέρες για μια νέα συναυλία της Laurie Anderson στην Αθήνα (Κυριακή 10 Ιουλίου, Ηρώδειο). 

Κι ασφαλώς, δεν χρειάζεται να επαναλάβουμε πόσο σημαντική καλλιτέχνιδα έχει υπάρξει –και παραμένει– η 75άχρονη (πλέον) Αμερικανίδα. Το έργο της, άλλωστε, δεν περιορίζεται μόνο στα μουσικά κι ας είναι αυτά που θα μας απασχολήσουν εδώ. 

Με αφορμή τη συναυλία, λοιπόν, μια επιστροφή σε μια κριτική του 2018 για το Landfall: έναν δίσκο-σύμπραξη με τους περίφημους Kronos Quartet. 

Το κείμενο πρωτοδημοσιεύτηκε τότε στο Avopolis και αναδημοσιεύεται τώρα εδώ, με μικρές, αισθητικής φύσης τροποποιήσεις.


«All the things I'd carefully saved all my life, becoming nothing but junk
And I thought: how beautiful. How magic. And how catastrophic»

Εν έτει 2018, η Laurie Anderson είναι 71 χρονών. O David Harrington –ηγέτης και πρώτο βιολί των Kronos Quartet– το ψιλοκρύβει, όμως έφτασε αισίως στα 68. Τα όσα έχουν πετύχει αποτελούν ήδη κομμάτι της σύγχρονης μουσικής ιστορίας, οπότε περιττεύει η απαρίθμησή τους· αν σας έχουν διαφύγει για τον έναν ή τον άλλον λόγο, πρόκειται για κενό που κάποτε θα χαρείτε αν το καλύψετε. Μπορεί να πει κανείς ότι το μόνο που δεν είχαν κάνει ως τώρα ήταν να συνεργαστούν. 

Συνεργάστηκαν, λοιπόν. Κι αν αναγράφονται οι ηλικίες τους είναι για να τονιστεί ότι στο Landfall έχουμε δύο καλλιτέχνες οι οποίοι επιμένουν να ατενίζουν το υπό διαμόρφωση μέλλον, σε μια εποχή όπου πολλοί 20άρηδες στην pop/rock δισκογραφία προσπαθούν να μας πείσουν ότι το νέο cool είναι να (ψιλο-χοντρο)μιμείσαι ονόματα του παρελθόντος τα οποία ποτέ δεν θα πλησιάσεις, παριστάνοντας ότι συντηρείς στο σήμερα έναν διαχρονικό ήχο. Στα μέρη μας, βέβαια, αυτό το λέμε «όσα δεν φτάνει η αλεπού, τα κάνει κρεμαστάρια». 

Αλλά το Landfall δεν ενδιαφέρεται ούτε για αλεπούδες, ούτε για κρεμαστάρια. 

Θέτει τον πήχη του κάπως μοναχικά, εκτός δηλαδή της ψευδεπίγραφης πολυσυλλεκτικότητας του Metacritic και σε απόσταση από έναν μουσικό Τύπο που ψάχνει να κρατηθεί από τον αντίκτυπο του τυφώνα Sandy για να «επικοινωνήσει» με το έργο –χάνοντας το συνταρακτικό γεγονός ότι ο δίσκος επικοινωνεί μια χαρά χωρίς να χρειάζεται κανένα στόρι. Πάρτε για παράδειγμα την αλληλουχία των "We Blame Each Other For Losing The Way" και "Another Long Evening": μέσα σε (αντίστοιχα) 42 δευτερόλεπτα και σε 1 λεπτό + 57 δεύτερα, απηχούν τον μετρημένα ελεγειακό χαρακτήρα του Landfall απλά και μόνο με τις «δοξαριές» των Kronos Quartet, δίχως καν να χρειάζεται κάποια κατατοπιστική απαγγελία εκ μέρους της Anderson. 

Τώρα, αν πρέπει να επιμείνουμε και στο στόρι πίσω από την ελεγεία, στόρι όντως υπάρχει. Αλλά σχετίζεται μόνο μερικώς με τη σούπερ τροπική καταιγίδα Sandy (2012) και τον αντίκτυπό της σε μια οργανωμένη παγκόσμια μητρόπολη του 21ου αιώνα σαν τη Νέα Υόρκη. Όποιος βάλει δηλαδή σε μια τάξη το χρονικό των ηχογραφήσεων του Landfall, θα δει ότι η Sandy ξέσπασε περίπου στο μέσον τους, άσχετα αν στον δίσκο τη βρίσκουμε σε πρώτο πλάνο, αφού όλα αρχίζουν με το "CNN Predicts A Monster Storm". Επομένως, όταν ακούμε τη Laurie Anderson να λέει «And after the storm I went down to the basement and everything was floating», καλό είναι να έχουμε υπόψη πως η καταιγίδα ίσως έδωσε ένα κατάλληλο έναυσμα ώστε να μιλήσει (και) για τα όσα βίωνε στο πλάι του βαριά άρρωστου Lou Reed. Τα οποία πρέπει με τη σειρά τους να τοποθετηθούν στην αφετηρία του Landfall, περιέχοντας στην πορεία και τον θάνατό του, τον Οκτώβριο του 2013. 

Όμως περισσότερη σημασία στο Landfall έχει η μουσική –άλλωστε και η ίδια η Anderson κρατάει την αφηγηματική της παρουσία μετρημένη, χρησιμοποιώντας την εδώ κι εκεί ως «συγκολλητική» ουσία (π.χ. "Dreams", "Nothing Left But Their Names"), με έναν τρόπο που θυμίζει όσα είδαμε live  στην Αθήνα το 2016. To άλμπουμ χρησιμοποιεί εύστοχα τα σύντομα οργανικά ως σπαράγματα που απηχούν μια αναποδογυρισμένη ίσως και θρυμματισμένη εμπειρία, που κορυφώνεται με στιγμές στις οποίες τα βιολιά των Kronos παίρνουν το πάνω χέρι ώστε να εκφραστεί πιο έντονα (με τη μορφή της προαναφερόμενης ελεγείας) η θλίψη για ό,τι καταστράφηκε, χάθηκε, αλλοιώθηκε. 

Υφολογικά βρισκόμαστε σε έναν χώρο όπου συμπλέκονται και συμπλέουν η προωθημένη λόγια σύνθεση του 20ού αιώνα όπως την όρισαν ο Krzysztof Penderecki με τη Θρηνωδία για τα Θύματα της Χιροσίμα (1960) και ο Henryk Górecki με την 3η του Συμφωνία (1976), η πιο πειραματική όψη των ηλεκτρονικών (π.χ. στο "Never What You Think It Will Be"), το Different Trains του Steve Reich (1988), ακόμα και η λοξή pop ματιά που έστειλε κάποτε το "O Superman" στις πρώτες θέσεις των βρετανικών charts (1981), διαθλασμένη πλέον από την εμπειρία του έργου The End of the Moon που η Anderson έφτιαξε για λογαριασμό της NASA (2004). Απηχώντας εντυπώσεις από τη μελέτη της νανοτεχνολογίας και της συμπεριφορικής των gay πιγκουίνων –ναι, καλά διαβάσατε. 

Αν μπορεί να ειπωθεί κάτι επικριτικό, είναι ότι ούτε η Anderson, ούτε οι Kronos πραγματοποιούν κάποια υπέρβαση με βάση τα όσα μάθαμε να περιμένουμε από τη δισκογραφημένη τους δράση. Αν όμως αυτό θέτει «ταβάνι» στην αισθητική αποτίμηση του δίσκου, μην κάνετε το λάθος να πιστέψετε ότι δεν είναι ψηλό. Γιατί, πέρα από το να αποδεικνύει κάτι για το οποίο ήμασταν ήδη βέβαιοι –ότι οι κόσμοι της Anderson και των Kronos τέμνονται– το Landfall έρχεται να προσφέρει μια ματιά που λείπει χαρακτηριστικά από τα όσα συνήθως προβάλλει ο μουσικός Τύπος. Η οποία μένει μάλιστα διαρκώς προσβάσιμη για τον ακροατή, ακόμα κι αν απομακρύνεται από όσες δομές συνηθίσαμε ως «γνώριμες». 



07 Ιουλίου 2022

Ross Daly - συνέντευξη (2008)


Αν και Ιρλανδός (τυπικά, τουλάχιστον) και σίγουρα «ξένος» προς τον μουσικό πολιτισμό της Ελλάδας, ο Ross Daly κατέληξε να θεωρείται «δικός μας» –άνθρωπος, μα και καλλιτέχνης. 

Η μαθητεία του στη λύρα δίπλα στον Κώστα Μουντάκη άνοιξε έναν δρόμο στον οποίον κι επέμεινε. Και αποδείχθηκε μια περιπέτεια που καθόρισε τελικά και τη ζωή του, αλλά και την κρητική παράδοση: χάρη στους δίσκους του, η τελευταία γνώρισε έναν από τους σημαντικότερους μετασχηματισμούς στην ιστορία της. Γράφοντας έτσι ένα νέο κεφάλαιο, σε ένα χρονικό σημείο σημαντικό, που μπόρεσε (εν καιρώ) να τη φέρει σε επαφή με τη world/ethnic έκρηξη της δεκαετίας του 1990.

Φέτος το καλοκαίρι, λοιπόν, ο Ross Daly γιορτάζει τα 40 χρόνια του μουσικού εργαστηρίου «Λαβύρινθος» που έστησε το 1982 στο χωριό Χούδετσι της Κρήτης –με μια μεγάλη συναυλία στο Ηρώδειο (Δευτέρα 11 Ιουλίου), η οποία εντάχθηκε στον προγραμματισμό του Φεστιβάλ Αθηνών Επιδαύρου. Παρεμπιμπτόντως, είναι και τα δικά του 40 χρόνια στην εγχώρια δισκογραφία.

Η εορταστική αφορμή έδωσε πάσα στη μνήμη για να θυμηθώ έναν γρήγορο καφέ που ήπιαμε μαζί στην Αθήνα, τον Μάρτιο του 2008, κουβεντιάζοντας για την πορεία του και για την «ιερότητα» της παράδοσης. Η συζήτηση έβγαλε μια συνέντευξη που δημοσιεύτηκε τότε στο Avopolis και αναδημοσιεύεται τώρα εδώ, με μικρές, αισθητικής φύσης τροποποιήσεις. Από τις χρησιμοποιούμενες φωτογραφίες, η κεντρική ανήκει στον Τρύφωνα Τσάτσαρο, ενώ η κάτωθι είναι του Bastian Parschau.


Έρχεσαι για κάποιες συναυλίες στην Αθήνα, ενώ πριν λίγες μέρες κυκλοφόρησε και μια καινούρια δουλειά σου...

Οι πρώτες εμφανίσεις θα γίνουν στο θέατρο «Δίπυλο», θα είμαστε κουαρτέτο. Με τους συγκεκριμένους ανθρώπους συνεργαζόμαστε εδώ και πολλά χρόνια, ενώ παίζουμε μαζί και σε φεστιβάλ του εξωτερικού. Είναι το πιο ευέλικτο από τα σχήματα που διαθέτω. Ίσως οφείλεται στην πολύχρονη γνωριμία μας: ξέρουμε πια ο ένας τον άλλον τόσο καλά, ώστε, πριν κάποιος σκεφτεί κάτι, ένας από τους υπόλοιπους έχει ανταποκριθεί. Κι αυτό δίνει μια ελαστικότητα. Πέρα από τις συναυλίες στην Αθήνα έχουμε προγραμματίσει να πάμε και στο Αμπού Ντάμπι (στα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα), στη Γαλλία και σε άλλα μέρη. 

Το νέο CD, τώρα, λέγεται White Dragon και καταγράφει τη ζωντανή μου σύμπραξη με τους Huun Huur Tu από την Τούβα, όταν είχαν έρθει στο Χούδετσι της Κρήτης τον Σεπτέμβριο του 2003, ως προσκεκλημένοι του Μουσικού Εργαστηρίου «Λαβύρινθος». Κατά τα άλλα, κρατιέμαι απασχολημένος και με μια σειρά σεμιναρίων που είναι να γίνουν τον επόμενο μήνα στην Κέρκυρα και στη Λευκάδα.

Ήταν δύσκολη η σύμπραξη με τους Huun Huur Tu, με δεδομένο ότι προέρχονται από μια τόσο διαφορετική μουσική κουλτούρα; 

Πράγματι, έχουν μια πολύ διαφορετική προσέγγιση στη μουσική οι Huun Huur Tu, αλλά αυτό ακριβώς έκανε την πρόκληση ενδιαφέρουσα, για εμένα. Ήθελα δηλαδή να δουλέψω με ανθρώπους οι οποίοι κάνουν κάτι, που, εξωτερικά τουλάχιστον, δεν μοιάζει σε τίποτα με ό,τι κάνουμε εμείς. 

Εσωτερικά, πάντως, τα πράγματα δεν ήταν και τόσο μακρινά όσο φαίνονταν, ενώ υπήρξε μεγάλη διάθεση και προθυμία από κάθε μεριά. Όλοι όσοι δουλέψαμε για το White Dragon είμαστε λοιπόν πολύ ευχαριστημένοι. Όχι τόσο για το ίδιο το άλμπουμ, όσο για μια εμπειρία που για εμάς καταγράφηκε ως ξεχωριστής σημασίας.

Έχεις ταξιδέψει σε πολλές χώρες, ερχόμενος σε επαφή με μουσικούς πολιτισμούς τους οποίους μάλλον αγνοούμε στην Ελλάδα. Από την εμπειρία αυτή, πόσο εύκολο είναι για έναν άνθρωπο που ζει σε ένα μακρινό και διαφορετικό μέρος, π.χ. στην Τούβα, να συγκινηθεί από την ελληνική παράδοση; 

Πιστεύω ότι οποιαδήποτε μουσική, από όπου και αν προέρχεται, είναι δυνατόν να ενδιαφέρει έναν πραγματικό φιλόμουσο, ανεξάρτητα από τη γωνιά του κόσμου στην οποία μένει. Από εκεί και πέρα, βέβαια, είναι άλλο θέμα το αν θα αποδειχθεί και του γούστου του. Πάντως την αξία της θα μπορεί να την αναγνωρίσει, εφόσον η μουσική αυτή είναι διαχρονική και παρουσιάζεται με σοβαρότητα και μεράκι. Είναι απαραίτητη προϋπόθεση δηλαδή να πρόκειται για πολιτισμικό και όχι για εμπορικό προϊόν. 

Στις μέρες μας, όμως, έχουμε πέσει θύματα μιας μεγάλης σύγχυσης, με αποτέλεσμα λέξεις όπως «παράδοση» και «πολιτισμός» να μην έχουν πλέον κανένα αντίκρισμα. Το γιαούρτι π.χ. βαφτίζεται ως «παραδοσιακό» –και ας παράγεται από γάλα σε σκόνη. 

Αλλά η μεγαλύτερη σύγχυση βρίσκεται νομίζω στη λέξη «τέχνη», ειδικά όταν χρησιμοποιείται μαζί με τη λέξη πολιτισμός. Πολλοί νομίζουν δηλαδή ότι, αν έχουν κατανοήσει τον πολιτισμό, έχουν καταλάβει και την τέχνη. Και το αντίθετο. Συναντάω καθημερινά τον χλευασμό της τέχνης εκεί όπου μένω, συχνά από τους ίδιους ανθρώπους οι οποίοι κατά τα λοιπά μετέχουν άμεσα στη διατήρηση του τοπικού πολιτισμού.

Πιστεύεις στην «ιερότητα» της παράδοσης;

Όχι. Για εμένα η παράδοση δεν είναι ούτε ιερή, ούτε όσια. Μάλιστα, μπορώ να πω ότι προσωπικά δεν με ενδιαφέρει καθόλου η παράδοση. Εμένα με ενδιαφέρει η διαχρονική αξία. Και κάθε τι «παραδοσιακό» δεν σημαίνει πως διαθέτει αυτόματα και μια τέτοια αξία. Πολλά «παραδοσιακά» πράγματα είναι απλώς συνήθειες, οι οποίες μπορεί να διαιωνίζονται και δίχως σκέψη ή συνείδηση. 

Παράδοση είναι π.χ. να σε κερνάνε μια ρακή όταν κάθεσαι σε ένα καφενείο στην Κρήτη, παράδοση είναι όμως σε κάποια μέρη και το να δέρνουν τις γυναίκες τους. Άρα, επειδή αποτελεί παράδοση, δεν πρέπει να το αλλάξουμε και πρέπει να το σεβαστούμε; 

Ας τελειώνουμε επιτέλους με αυτή την άποψη που θέλει την παράδοση ως μια διαδικασία συντήρησης και διατήρησης. Η παράδοση χρειάζεται συνεχώς ανανέωση, πρωτίστως απαιτείται να είναι μια διαδικασία δημιουργίας. Πάνω βέβαια σε μια στέρεα βάση, να ξέρεις ας πούμε τι έχουν καταθέσει οι αξιόλογοι δημιουργοί του παρελθόντος. Ό,τι μένει δίχως αλλοίωση στον χρόνο, είναι νεκρό. 

Τι έχεις να πεις για αυτή την αλλοίωση των τελευταίων χρόνων, όπου, με αφορμή παραδοσιακά όργανα και τραγούδια, καταλήγουμε τελικά σε ένα είδος μουσικής που οι κριτικοί ονομάζουν «σκυλοδημοτικό»; 

Πρόκειται για κανονική «σκυλοποίηση», δίχως με αυτό να θέλω να προσβάλλω τους πολυαγαπημένους μου σκύλους –έχω τρεις, ξέρεις! Δυστυχώς είναι φαινόμενο που δεν περιορίζεται μονάχα στην παραδοσιακή μουσική, μακάρι να ήταν αυτή το μόνο του θύμα. Ζούμε σε μια εποχή όπου βασιλεύουν άνθρωποι αδίστακτοι, διψασμένοι για καριέρα κι έτοιμοι να χρησιμοποιήσουν οποιοδήποτε εργαλείο βρεθεί στον δρόμο τους, αδιαφορώντας για το αν μπορεί να το σπάσουν. 

Στα τηλεοπτικά παράθυρα ανακυκλώνονται κάθε μέρα οι ίδιοι αστοιχείωτοι, ατάλαντοι και ασήμαντοι άνθρωποι· κι εμείς τους βάζουμε κάθε βράδυ στα σαλόνια μας. Και βλέπεις ή διαβάζεις αστέρες του σκυλάδικου να σου μιλάνε για τις αγωνίες π.χ. του καλλιτέχνη. Αστεία πράγματα είναι αυτά. Μια κωμωδία. 

Ειδικά για τη μουσική, άνθρωποι οι οποίοι κάνουν σοβαρή δουλειά δεν έχουν πια πού να παίξουν. Γιατί είναι έτσι το σύστημα, ώστε καλούνται να επιβιώσουν στο περιβάλλον ενός μαγαζιού. Ένα μαγαζί, όμως, δεν είναι ο σωστός χώρος: είναι ένας χώρος διασκέδασης. Και είναι ωραίο πράγμα η διασκέδαση, αλλά, όταν καλείσαι να γίνεις διασκεδαστής, αφήνεις υποχρεωτικά εκτός το στοιχείο της ψυχαγωγίας. Και δεν μπορούμε να ζούμε μονάχα με αυτή την πλευρά, της διασκέδασης.