07 Ιουλίου 2022

Ross Daly - συνέντευξη (2008)


Αν και Ιρλανδός (τυπικά, τουλάχιστον) και σίγουρα «ξένος» προς τον μουσικό πολιτισμό της Ελλάδας, ο Ross Daly κατέληξε να θεωρείται «δικός μας» –άνθρωπος, μα και καλλιτέχνης. 

Η μαθητεία του στη λύρα δίπλα στον Κώστα Μουντάκη άνοιξε έναν δρόμο στον οποίον κι επέμεινε. Και αποδείχθηκε μια περιπέτεια που καθόρισε τελικά και τη ζωή του, αλλά και την κρητική παράδοση: χάρη στους δίσκους του, η τελευταία γνώρισε έναν από τους σημαντικότερους μετασχηματισμούς στην ιστορία της. Γράφοντας έτσι ένα νέο κεφάλαιο, σε ένα χρονικό σημείο σημαντικό, που μπόρεσε (εν καιρώ) να τη φέρει σε επαφή με τη world/ethnic έκρηξη της δεκαετίας του 1990.

Φέτος το καλοκαίρι, λοιπόν, ο Ross Daly γιορτάζει τα 40 χρόνια του μουσικού εργαστηρίου «Λαβύρινθος» που έστησε το 1982 στο χωριό Χούδετσι της Κρήτης –με μια μεγάλη συναυλία στο Ηρώδειο (Δευτέρα 11 Ιουλίου), η οποία εντάχθηκε στον προγραμματισμό του Φεστιβάλ Αθηνών Επιδαύρου. Παρεμπιμπτόντως, είναι και τα δικά του 40 χρόνια στην εγχώρια δισκογραφία.

Η εορταστική αφορμή έδωσε πάσα στη μνήμη για να θυμηθώ έναν γρήγορο καφέ που ήπιαμε μαζί στην Αθήνα, τον Μάρτιο του 2008, κουβεντιάζοντας για την πορεία του και για την «ιερότητα» της παράδοσης. Η συζήτηση έβγαλε μια συνέντευξη που δημοσιεύτηκε τότε στο Avopolis και αναδημοσιεύεται τώρα εδώ, με μικρές, αισθητικής φύσης τροποποιήσεις. Από τις χρησιμοποιούμενες φωτογραφίες, η κεντρική ανήκει στον Τρύφωνα Τσάτσαρο, ενώ η κάτωθι είναι του Bastian Parschau.


Έρχεσαι για κάποιες συναυλίες στην Αθήνα, ενώ πριν λίγες μέρες κυκλοφόρησε και μια καινούρια δουλειά σου...

Οι πρώτες εμφανίσεις θα γίνουν στο θέατρο «Δίπυλο», θα είμαστε κουαρτέτο. Με τους συγκεκριμένους ανθρώπους συνεργαζόμαστε εδώ και πολλά χρόνια, ενώ παίζουμε μαζί και σε φεστιβάλ του εξωτερικού. Είναι το πιο ευέλικτο από τα σχήματα που διαθέτω. Ίσως οφείλεται στην πολύχρονη γνωριμία μας: ξέρουμε πια ο ένας τον άλλον τόσο καλά, ώστε, πριν κάποιος σκεφτεί κάτι, ένας από τους υπόλοιπους έχει ανταποκριθεί. Κι αυτό δίνει μια ελαστικότητα. Πέρα από τις συναυλίες στην Αθήνα έχουμε προγραμματίσει να πάμε και στο Αμπού Ντάμπι (στα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα), στη Γαλλία και σε άλλα μέρη. 

Το νέο CD, τώρα, λέγεται White Dragon και καταγράφει τη ζωντανή μου σύμπραξη με τους Huun Huur Tu από την Τούβα, όταν είχαν έρθει στο Χούδετσι της Κρήτης τον Σεπτέμβριο του 2003, ως προσκεκλημένοι του Μουσικού Εργαστηρίου «Λαβύρινθος». Κατά τα άλλα, κρατιέμαι απασχολημένος και με μια σειρά σεμιναρίων που είναι να γίνουν τον επόμενο μήνα στην Κέρκυρα και στη Λευκάδα.

Ήταν δύσκολη η σύμπραξη με τους Huun Huur Tu, με δεδομένο ότι προέρχονται από μια τόσο διαφορετική μουσική κουλτούρα; 

Πράγματι, έχουν μια πολύ διαφορετική προσέγγιση στη μουσική οι Huun Huur Tu, αλλά αυτό ακριβώς έκανε την πρόκληση ενδιαφέρουσα, για εμένα. Ήθελα δηλαδή να δουλέψω με ανθρώπους οι οποίοι κάνουν κάτι, που, εξωτερικά τουλάχιστον, δεν μοιάζει σε τίποτα με ό,τι κάνουμε εμείς. 

Εσωτερικά, πάντως, τα πράγματα δεν ήταν και τόσο μακρινά όσο φαίνονταν, ενώ υπήρξε μεγάλη διάθεση και προθυμία από κάθε μεριά. Όλοι όσοι δουλέψαμε για το White Dragon είμαστε λοιπόν πολύ ευχαριστημένοι. Όχι τόσο για το ίδιο το άλμπουμ, όσο για μια εμπειρία που για εμάς καταγράφηκε ως ξεχωριστής σημασίας.

Έχεις ταξιδέψει σε πολλές χώρες, ερχόμενος σε επαφή με μουσικούς πολιτισμούς τους οποίους μάλλον αγνοούμε στην Ελλάδα. Από την εμπειρία αυτή, πόσο εύκολο είναι για έναν άνθρωπο που ζει σε ένα μακρινό και διαφορετικό μέρος, π.χ. στην Τούβα, να συγκινηθεί από την ελληνική παράδοση; 

Πιστεύω ότι οποιαδήποτε μουσική, από όπου και αν προέρχεται, είναι δυνατόν να ενδιαφέρει έναν πραγματικό φιλόμουσο, ανεξάρτητα από τη γωνιά του κόσμου στην οποία μένει. Από εκεί και πέρα, βέβαια, είναι άλλο θέμα το αν θα αποδειχθεί και του γούστου του. Πάντως την αξία της θα μπορεί να την αναγνωρίσει, εφόσον η μουσική αυτή είναι διαχρονική και παρουσιάζεται με σοβαρότητα και μεράκι. Είναι απαραίτητη προϋπόθεση δηλαδή να πρόκειται για πολιτισμικό και όχι για εμπορικό προϊόν. 

Στις μέρες μας, όμως, έχουμε πέσει θύματα μιας μεγάλης σύγχυσης, με αποτέλεσμα λέξεις όπως «παράδοση» και «πολιτισμός» να μην έχουν πλέον κανένα αντίκρισμα. Το γιαούρτι π.χ. βαφτίζεται ως «παραδοσιακό» –και ας παράγεται από γάλα σε σκόνη. 

Αλλά η μεγαλύτερη σύγχυση βρίσκεται νομίζω στη λέξη «τέχνη», ειδικά όταν χρησιμοποιείται μαζί με τη λέξη πολιτισμός. Πολλοί νομίζουν δηλαδή ότι, αν έχουν κατανοήσει τον πολιτισμό, έχουν καταλάβει και την τέχνη. Και το αντίθετο. Συναντάω καθημερινά τον χλευασμό της τέχνης εκεί όπου μένω, συχνά από τους ίδιους ανθρώπους οι οποίοι κατά τα λοιπά μετέχουν άμεσα στη διατήρηση του τοπικού πολιτισμού.

Πιστεύεις στην «ιερότητα» της παράδοσης;

Όχι. Για εμένα η παράδοση δεν είναι ούτε ιερή, ούτε όσια. Μάλιστα, μπορώ να πω ότι προσωπικά δεν με ενδιαφέρει καθόλου η παράδοση. Εμένα με ενδιαφέρει η διαχρονική αξία. Και κάθε τι «παραδοσιακό» δεν σημαίνει πως διαθέτει αυτόματα και μια τέτοια αξία. Πολλά «παραδοσιακά» πράγματα είναι απλώς συνήθειες, οι οποίες μπορεί να διαιωνίζονται και δίχως σκέψη ή συνείδηση. 

Παράδοση είναι π.χ. να σε κερνάνε μια ρακή όταν κάθεσαι σε ένα καφενείο στην Κρήτη, παράδοση είναι όμως σε κάποια μέρη και το να δέρνουν τις γυναίκες τους. Άρα, επειδή αποτελεί παράδοση, δεν πρέπει να το αλλάξουμε και πρέπει να το σεβαστούμε; 

Ας τελειώνουμε επιτέλους με αυτή την άποψη που θέλει την παράδοση ως μια διαδικασία συντήρησης και διατήρησης. Η παράδοση χρειάζεται συνεχώς ανανέωση, πρωτίστως απαιτείται να είναι μια διαδικασία δημιουργίας. Πάνω βέβαια σε μια στέρεα βάση, να ξέρεις ας πούμε τι έχουν καταθέσει οι αξιόλογοι δημιουργοί του παρελθόντος. Ό,τι μένει δίχως αλλοίωση στον χρόνο, είναι νεκρό. 

Τι έχεις να πεις για αυτή την αλλοίωση των τελευταίων χρόνων, όπου, με αφορμή παραδοσιακά όργανα και τραγούδια, καταλήγουμε τελικά σε ένα είδος μουσικής που οι κριτικοί ονομάζουν «σκυλοδημοτικό»; 

Πρόκειται για κανονική «σκυλοποίηση», δίχως με αυτό να θέλω να προσβάλλω τους πολυαγαπημένους μου σκύλους –έχω τρεις, ξέρεις! Δυστυχώς είναι φαινόμενο που δεν περιορίζεται μονάχα στην παραδοσιακή μουσική, μακάρι να ήταν αυτή το μόνο του θύμα. Ζούμε σε μια εποχή όπου βασιλεύουν άνθρωποι αδίστακτοι, διψασμένοι για καριέρα κι έτοιμοι να χρησιμοποιήσουν οποιοδήποτε εργαλείο βρεθεί στον δρόμο τους, αδιαφορώντας για το αν μπορεί να το σπάσουν. 

Στα τηλεοπτικά παράθυρα ανακυκλώνονται κάθε μέρα οι ίδιοι αστοιχείωτοι, ατάλαντοι και ασήμαντοι άνθρωποι· κι εμείς τους βάζουμε κάθε βράδυ στα σαλόνια μας. Και βλέπεις ή διαβάζεις αστέρες του σκυλάδικου να σου μιλάνε για τις αγωνίες π.χ. του καλλιτέχνη. Αστεία πράγματα είναι αυτά. Μια κωμωδία. 

Ειδικά για τη μουσική, άνθρωποι οι οποίοι κάνουν σοβαρή δουλειά δεν έχουν πια πού να παίξουν. Γιατί είναι έτσι το σύστημα, ώστε καλούνται να επιβιώσουν στο περιβάλλον ενός μαγαζιού. Ένα μαγαζί, όμως, δεν είναι ο σωστός χώρος: είναι ένας χώρος διασκέδασης. Και είναι ωραίο πράγμα η διασκέδαση, αλλά, όταν καλείσαι να γίνεις διασκεδαστής, αφήνεις υποχρεωτικά εκτός το στοιχείο της ψυχαγωγίας. Και δεν μπορούμε να ζούμε μονάχα με αυτή την πλευρά, της διασκέδασης. 




Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου