14 Απριλίου 2021

Εβδομάδα Accept, μέρος 3: Blind Rage [δισκοκριτική, 2014]


Δεκαπενταύγουστο του 2014 έσκασε το Blind Rage, τρίτο κατά σειρά άλμπουμ των Accept με «κινητήρα» τον Mark Tornillo. Και, ως τότε, όλοι πια ξέραμε τι μπορούσαμε και τι δεν μπορούσαμε να περιμένουμε. Είχαμε δει δηλαδή τα όρια του νέου τραγουδιστή στα live, όταν έφτανε η ώρα για το υλικό της Udo περιόδου, αλλά είχαμε δει και τα όρια της γερμανικής μπάντας στο στούντιο: διαφορετική υπόθεση το τράνταγμα του Blood Of The Nations (2010), διαφορετική το φασόν μούδιασμα του Stalingrad: Brothers Ιn Death (2012).

To Blind Rage, πάντως, αποδείχθηκε θρίαμβος. Ως σήμερα παραμένει το ωραιότερο άλμπουμ των Accept με τον Mark Tornillo, αλλά κι ένας από τους καλύτερους metal δίσκους της δεκαετίας των 2010s. Επιπλέον, ήταν κι αυτός που τους έστειλε καρφί στο νούμερο 1 της Γερμανίας –για πρώτη φορά στην ιστορία– αλλά και στο νούμερο 35 των Ηνωμένων Πολιτειών. Χαρίζοντάς τους έτσι τη μεγαλύτερη υπερατλαντική επιτυχία της καριέρας τους, σε μια εποχή κατά την οποία αυτά που έπαιζαν δεν αποτελούσαν τμήμα καμιάς «τάσης». Το αντίθετο, μάλιστα. 

Το τρίτο μέρος της Accept εβδομάδας είναι λοιπόν αφιερωμένο στον δίσκο με το "Dying Breed": τον περήφανο ύμνο μιας μεταλλικής γενιάς που μπορεί να γέρασε, μα είναι ακόμα εδώ. Ίσως επίσης να κουράστηκε στο διάβα του χρόνου, μάλλον νέρωσε και τα κρασιά της με τρόπους που δεν φανταζόταν κατά τη νεότητά της, πάντως στα μεγάλα στριμώγματα της ζωής είναι ακόμα διατεθειμένη να «live and die by the sword». Με έναν τρόπο που δεν θα καταλάβουν ποτέ οι alternative μεταλλάδες, όσοι στα ίδια χρόνια με το Blind Rage πύκνωσαν τις γραμμές στις συναυλίες συγκροτημάτων τύπου Mastodon και Wolves In The Throne Room. 

* η χρησιμοποιούμενη φωτογραφία ανήκει στον William Garrey και προέρχεται από συναυλία των Accept στη Γαλλία


Μισοσβησμένος μέσα στις χιλιετίες, ένας άξονας ενώνει τους σιδηρόφραχτους ήρωες της Ιλιάδας με τη στρατιωτική αριστοκρατία του Game Of Thrones. Με πληθώρα ενδιάμεσων σταθμών, βέβαια, όλων αποτυπωμένων ανεξίτηλα στην ανθρώπινη φαντασία: ο Αρθούρος και το μαγικό του Εξκάλιμπερ, ο καταραμένος αυτοκράτορας Έλρικ, το ανήμερο ξίφος του Κόναν του Κιμμέριου, εκείνοι που πολέμησαν για τη σωτηρία της Μέσης Γης στις σελίδες του Τόλκιν, όσοι πρωταγωνίστησαν στις Ιστορίες Με Βάρβαρους Ήρωες που μπορεί να διαβάσατε (και να ξαναδιαβάσετε) οι παλιότεροι σε βιβλίο τσέπης Ωρόρα. Παρά τα ειρωνικά μειδιάματα με τα οποία γίνεται συνήθως δεκτή ή τα αφ' υψηλού σχόλια περί «εφηβικών αναγνωσμάτων», η sword & sorcery λογοτεχνία δεν παύει να συγκινεί στο διάβα των αιώνων. 
 
Αυτό το χάρτινο Βασίλειο του Ατσαλιού το ονειρεύτηκαν κατά καιρούς και αρκετοί από όσους καταπιάστηκαν με το χέβι μέταλ, από τότε τουλάχιστον που ο Ronnie James Dio άπλωσε τον μαγικοθρησκευτικό μανδύα των στίχων του πάνω στο σκληρό ροκ. Και παρότι ολόκληρο το οικοδόμημα του παραδοσιακού μέταλ μπορεί να χωρέσει στην «έπος μαζί και οδυρμός» περιγραφή την οποία του έδωσε κάποτε ο Αργύρης Ζήλος, για ορισμένες μπάντες το έπος είχε πάντα πιο μεγάλες διαστάσεις –μαζί ασφαλώς και ο οδυρμός. 
 
Για τους Manowar των φανταστικών πρώτων δίσκων, για παράδειγμα, στους οποίους τόσο εμφανώς παραπέμπουν οι φετινοί Accept· κι ας μην τους αναφέρουν στην καταιγιστική παράθεση της «πολεμικής» τους γενεαλογίας, στο "Dying Breed". Αλλά αυτά τα βροντερά χορωδιακά που αποδίδουν τα ρεφρέν σε call-and-response αντίστιξη με τα φωνητικά του Mark Tornillo, πότε θρηνώντας για την πτώση κραταιών αυτοκρατοριών ("Fall Of The Empire", απόλυτη περιγραφή του τι εννοούμε «έπος μαζί και οδυρμός») και πότε παιανίζοντας για αφηνιασμένα ποδοβολητά ("Stampede") ή για ήρωες που θα αναγεννηθούν από τις στάχτες τους ("From The Ashes We'll Rise"), έλκουν την καταγωγή τους από τις λαμπερές μανογουορικές αναπαραστάσεις της κλαγγής των όπλων και από τις δικές τους διηγήσεις για βασιλιάδες πολύ περασμένων χρόνων, που πέθαναν γονατίζοντας μονάχα στους θεούς. 
 
Λυσσασμένο, επιθετικό, ανδρικό με μια ωμότητα που δεν σηκώνουν πια τα εκλεπτυσμένα αγορίστικα ήθη του 21ου αιώνα, το μεταλλικό ροκ εν ρολ των Accept επιμένει λοιπόν να «live and die by the sword». Να ζει είπα; Διορθώστε, παρακαλώ: να ζει και να βασιλεύει. Φτύνοντας στα μούτρα από το #35 των αφιλόξενων για τέτοιους ήχους Η.Π.Α., από το #21 στην πάντα σημαντική για το μέταλ Ιαπωνία και βέβαια από το #1 της πατρίδας Γερμανίας όσους εισηγήθηκαν τον εγκλεισμό του στο χρονοντούλαπο της ιστορίας. Τέτοια επιτυχία δεν είχαν ποτέ ως τώρα γνωρίσει οι Τεύτονες από το Σόλινγκεν. Και είναι ίσως ειρωνικό ότι τα καταφέρνουν χωρίς τον αυθεντικό τους τραγουδιστή (ο Udo πρέπει να έχει πέσει στα υπογλώσσια) και δίχως να αλλάξουν το οτιδήποτε στον κατ' αυτούς «κανόνα», τη στιγμή μάλιστα που ένα από τα πιο συζητημένα γκρουπ του σύγχρονου μέταλ –οι Mastodon– το γυρνάει στο heavy rock για να διατηρήσει/αυγατίσει την παρουσία του στα αμερικάνικα charts.  
 
Ένα μεγάλο πρόβλημα των Mastodon –μα και άλλων ωραίων συγκροτημάτων της συνομοταξίας– είναι ότι δεν κατάφεραν να χτίσουν καμία αίσθηση κοινότητας με τη μουσική τους. Πολλοί μάλιστα στραβώνουν αν πεις ότι παίζουν μέταλ και σε αρχίζουν στα περιφραστικά («σύγχρονος σκληρός ήχος») ή σε κάτι ανοησίες για post-metal. Είναι βέβαια μια μπάντα της εποχής, όπου (υποτίθεται) δεν παίζουν πια κοινότητες στο ροκ και ο κόσμος ακούει χίλια πράγματα. Ως αποτέλεσμα, η επιβίωση εξαρτάται ίσως περισσότερο από το αν θα τους αγκαλιάσουν τελικά οι οπαδοί λ.χ. των Interpol, ως ένα εξωτικό σκληρόδερμο φρούτο. 

Οι Accept, από την άλλη, υπερασπίζονται μια ντεμοντέ άποψη. Και τα τραγούδια τους επικαλούνται τα ιδανικά μιας περιφραγμένης ομάδας: εκφράζουν τον κόσμο ενός σκληρού, παραδοσιακού άντρα σε μια μεταιχμιακή, δυσνόητη εποχή, απέναντι στην εντροπία της οποίας (θεωρεί πως) καλείται να σταθεί με μια παλαιού τύπου ανδρεία και μπέσα, αν θέλει να τη βγάλει καθαρή. Η πρωτοφανής επιτυχία θα πρέπει λοιπόν να λειτουργήσει προειδοποιητικά, αφού η φάση δεν είναι όσο εκτός μόδας παρουσιάζεται σε έναν διεθνή μουσικό Τύπο κυριαρχούμενο από γραφιάδες που ακούν indie pop/rock με ολίγη «μαύρη» ζάχαρη, συνοδεία indie-friendly ηλεκτρονικών μπισκότων. Από γραφιάδες, δηλαδή, που προσπαθούν να παρουσιάσουν ως «γενική τάση» τα ιδανικά της δικής τους μικρής κοινότητας.
 
Όμως ας μη χανόμαστε στις αναλύσεις. Το Blind Rage έρχεται παραφουσκωμένο με τραγούδια εμπρηστικής δύναμης, σφυρηλατημένα με ό,τι μπορεί να έχει κάνει κάποιους να αποκτήσουν σχέση ζωής με τους Accept ή γενικότερα με τη χέβι μέταλ κουλτούρα. Είναι δίσκος που διατηρεί ατόφια τη φορτηγατζίδικη μαγκιά του Blood Of The Nations (2010), ενώ τηρεί διακριτικές μα διακριτές αποστάσεις από τον ανερμάτιστο, τεμπέλικο μανιερισμό του Stalingrad: Brothers In Death (2012). Παρά μάλιστα την αίσθηση ενός φρικαρισμένου ταύρου αμολημένου σε υαλοπωλείο, η εκρηκτική δυναμική των Γερμανών υπακούει σε μια σοφή και πολύτιμη αίσθηση μέτρου. Στα πλαίσια της οποίας και τα κιθαροσολίδια ακονίζονται και πάλι στο αμόνι της (rock)radio-friendly μελωδίας ("Dark Side Of My Heart", "Trail Of Tears"), αλλά και ο τυφώνας Tornillo αφήνεται με αρκετό χώρο στη διάθεσή του, ώστε να σαρώσει γέφυρες και ρεφρέν. 



13 Απριλίου 2021

Εβδομάδα Accept, μέρος 2: live στο Gagarin (2011)


Ο ενθουσιασμός που προκάλεσε η έλευση του Mark Tornillo και το άλμπουμ Blood Of The Nations (2010), είχε σαν αποτέλεσμα να γίνει πατείς με πατώ όταν η σχετική περιοδεία έφερε τους Accept στην Αθήνα, για ένα live στο Gagarin (Φεβρουάριος 2011) όπου support έπαιξαν οι «δικοί μας» InnerWish: είχε τόσο κόσμο, ώστε οι εσωτερικές πόρτες του χώρου δεν κλείνανε. 

Ο ερχομός τους, μάλιστα, είχε ως αποτέλεσμα και μια μικρή προσωπική περιπέτεια. Το γκρουπ, δηλαδή, είχε συμφωνήσει να δώσει και μερικές επί τόπου συνεντεύξεις στην Αθήνα, στα πλαίσια της προώθησης του Blood Of The Nations. Είχαμε μιλήσει λοιπόν με τη Soundforge (η οποία είχε τότε τη διανομή της Nuclear Blast στην Ελλάδα) και είχα «κλειδώσει» τον Tornillo για να μιλήσουμε. Όλα, ωστόσο, έπρεπε να γίνουν πριν ξεκινήσει η συναυλία στο Gagarin, οπότε βρέθηκα να ακολουθώ τη μπάντα σε διάφορες κινήσεις της ανά την Αθήνα. Αλλά κάπου το χρονοδιάγραμμα έπεσε έξω και ο Tornillo δεν μπόρεσε να μου δώσει τελικά τη συμφωνημένη συνέντευξη. 

Για το μέρος 2 της Accept εβδομάδας του blog, λοιπόν, αναδημοσιεύεται σήμερα η ανταπόκριση που έγραψα για εκείνη τη βραδιά για λογαριασμό του Avopolis –με μικρές, αισθητικής φύσης τροποποιήσεις, αλλά και με κάποιες διορθώσεις.

* οι χρησιμοποιούμενες φωτογραφίες ανήκουν στην Αρετή Σταυροπούλου και προέρχονται από τη βραδιά στο Gagarin


Όσοι βρέθηκαν στο Gagarin, πολέμησαν σώμα με σώμα για να δουν τους Accept. Κυριολεκτώ. Δεν ήταν συναυλία, μα μάχη. Μάχη για να σταθείς κάπου, για να βλέπεις έστω και από μια γωνίτσα ένα κεφάλι, ένα κομματάκι της σκηνής. Προσωπικά, δεν είχα ξαναδεί (ως τότε) το Gagarin να κατακλύζεται έτσι από κόσμο· περιττό λοιπόν να πω ότι η βραδιά ήταν sold-out.

Είχε τόσο κόσμο, ώστε οι εσωτερικές πόρτες δεν έκλειναν. Ο πορτιέρης το προσπάθησε μια-δυο φορές, μα, τελικά, βλέποντας το μάταιο της απόπειρας, όρθωσε δύο πυροσβεστήρες δεξιά κι αριστερά και τις άνοιξε διάπλατα. Καλά έκανε. Γιατί και τον απαραίτητο αέρα έδωσε σε όσους είχαν στοιβαχτεί στις πίσω σειρές – συμβιβαζόμενοι με το ότι θα έβλεπαν μόνο τα κεφάλια του γκρουπ– αλλά και τον ήχο χάρισε σε όσους δεν μπορούσαν καν να μπουν στον χώρο και βολεύτηκαν στο φουαγιέ, παρακολουθώντας τη συναυλία από τις δύο οθόνες εκεί (παρεμπιπτόντως, η αριστερή ως προς την είσοδο έχει χειρότερη εικόνα από τη δεξιά, καθώς κάτι συμβαίνει και θαμπώνουν τα χρώματα). Τι αστείο, αναλογίστηκα, αν σκεφτεί κανείς πόσα «No Udo, No Accept» είχαν ειπωθεί όταν ανακοινώθηκε ότι οι Γερμανοί θα συνέχιζαν με τραγουδιστή τον Mark Tornillo. Ένα άλμπουμ και μισή περιοδεία πήρε στον Αμερικανό και όχι μόνο τον κόσμο των Accept κέρδισε, μα τους κατέστησε ξανά υπολογίσιμη μεταλλική δύναμη.

Δεν αποφεύχθηκε η συζήτηση για υπεράριθμους. Δεν επιθυμώ να πάρω θέση σε κάτι τέτοιο, δεν γνωρίζω την ακριβή χωρητικότητα του Gagarin και το πόσα εισιτήρια διατέθηκαν. Και δεν μου αρέσει να μιλάω για πράγματα τα οποία δεν ξέρω. Ομολογώ, πάντως, ότι η εικασία έμοιαζε λογική αν έβλεπες το τι γινόταν σε πλατεία και εξώστη κι αν έχεις ξαναζήσει sold-out στο Gagarin. Προσωπικά αναρωτήθηκα, μάλιστα, γιατί όχι ένας μεγαλύτερος χώρος, με τέτοια κοσμοσυρροή. Ωστόσο, έχω να δηλώσω ότι κανείς δεν δυσανασχέτησε: ακόμα και οι πίσω σειρές του έδωσαν και κατάλαβε σε ιαχές και χειρονομίες, ανταποκρινόμενες δίχως ξενέρα στα από σκηνής καλέσματα των Accept, ενώ στο τέλος έβλεπες μονάχα ικανοποιημένα πρόσωπα να βγαίνουν προς την έξοδο. Ναι, είχε στριμωξίδι και περιορισμένη ορατότητα για πολλούς· ναι, χύθηκε πολύς ιδρώτας· ναι, στις πρώτες σειρές έγινε το έλα να δεις με συνεχείς απόπειρες crowd surfing· και ναι, είναι πιο εύκολο να διασχίσεις τη Στουρνάρη επέτειο Πολυτεχνείου από το να προσπαθούσες να φτάσεις στα μπαρ και στις τουαλέτες του Gagarin. Τελικά, όμως, άλλα πράγματα είχαν περισσότερη σημασία.

Στα της συναυλίας τώρα, το άνοιγμα το έκαναν οι InnerWish –και το έκαναν καλά. Δεν τους είδα από την αρχή, καθώς κυνήγαγα τον Tornillo στο ξενοδοχείο του και κατόπιν στα καμαρίνια για μια συνέντευξη που τελικά ποτέ δεν κάναμε δια ζώσης (η Βανέσα Χριστοδούλου το προσπάθησε πολύ και την ευχαριστώ και δημόσια). Είδα πάντως αρκετά για να παραδεχτώ ότι μπορεί η μουσική τους να μη μου λέει πολλά, όμως οι συντοπίτες μας δεν ήρθαν εκεί για «ζέσταμα»: ήρθαν να δώσουν τη δική τους συναυλία και αυτό έκαναν, στεκόμενοι άξια πάνω στη σκηνή –όπως άξια στάθηκε και ο νέος τους ντράμερ, Φραγκίσκος Σαμοΐλης, ο οποίος έπαιξε παθιασμένα και ταυτόχρονα ουσιαστικά. Ο κόσμος υπήρξε πολύ θερμός μαζί τους και ειδικά στα "Eye Of The Storm" και "Burning Desire" δημιουργήθηκε τρελός παλμός στα μπροστινά τμήματα της σκηνής, μα και σε θύλακες του εξώστη.


Αφού κατέβηκαν οι InnerWish, ένα πανό με πυραύλους κάλυψε το πίσω μέρος της σκηνής και ώρα 21.00 εκτοξεύτηκαν. Γιατί οι Accept έλαβαν θέσεις μάχης και ήταν λες και εξαπέλυσαν εκείνους τους πυραύλους πάνω μας, σε κάθε πιθανό συνδυασμό εδάφους-αέρος. Το τελευταίο άλμπουμ Blood Of The Nations είχε ασφαλώς την τιμητική του, πάντως στο δίωρο set ακούστηκαν και τα αναμενόμενα «greatest hits», με το "Balls To The Wall" να καραδοκεί υπομονετικά ως το encore, για να στεφανώσει την εμφάνιση των Γερμανών. Ο Mark Tornillo γρύλιζε καθ' όλη τη διάρκεια σαν λυσσασμένος φορτηγατζής, αποτελώντας την εστία της ωμής δύναμης των Accept, την οποία τροφοδοτούσαν σταθερά τα ντραμς και τα ηλεκτρισμένα τους ριφ. Ο άνθρωπος έχει πάρει τη μπάντα πάνω του και κάνει εξαιρετική δουλειά. Τα τραγούδια μάλιστα του Blood Of The Nations τα ακούς live όσο καλά τα ακούς και στον δίσκο και προσωπικά απόλαυσα και πάλι τα "Beat The Bastards" και "The Abyss" –κάτι λέει αυτή μου η παρατήρηση και για τον ήχο της βραδιάς, επίσης.

Αλλά εκεί που ο Tornillo κέρδισε ολοκληρωτικά το παιχνίδι, είναι όταν αναμετρήθηκε με τη βαριά κι ασήκωτη κληρονομιά του Udo: δεν τραγουδάει απλώς καλά κομμάτια σαν το "Restless And Wild", το "Breaker" (ειδικά σε αυτό έχει εμφανώς ρίξει κάμποση δουλειά), ή το "Princess Of The Dawn", μα τα έχει κάνει δικά του· κρατώντας το πνεύμα του Udo, μα μπολιάζοντάς το με εκείνη την προσωπική του, α-λα-AC/DC, προσέγγιση. Μόνο στα "Metal Heart" και "Son Of A Bitch" πεθύμησα τον Udo, ωστόσο δεν νομίζω ότι πλέον θα μπορούσε να τα βγάλει κι ο ίδιος καλύτερα από τον Tornillo.

Το «βρώμικο», μη πολιτικώς ορθό και αλητήριο heavy metal των Accept απέδειξε λοιπόν στη σκηνή του Gagarin ότι είναι όσο ζωντανό ήταν και στη δεκαετία του 1980 –κι ας έχουμε ακούσει άπειρο metal από τότε, σε πολλές συναρπαστικές νεοτερικές και πιο πολυσυλλεκτικές διαδρομές. Αυτοί, οι Saxon και οι Motörhead (και οι AC/DC, από ένα πιο hard rock μετερίζι) είναι ίσως οι μόνες μπάντες εκεί έξω που μπορεί να σου παίζουν το ίδιο βασικά πράγμα επί 30 χρόνια, με μικρές παραλλαγές εδώ κι εκεί, και να μην το βαριέσαι. Ποτέ.



12 Απριλίου 2021

Εβδομάδα Accept, μέρος 1: Blood Of The Nations [δισκοκριτική, 2010]


Πίσω στο 2010 ήμουν αρχισυντάκτης στο Avopolis και ήταν εποχές που στο γραφείο μου κατέφταναν ακόμα promo νέων κυκλοφοριών από τις δισκογραφικές. Μας είχε φάει το indie, τότε, οπότε για κάποιον λόγο (οπωσδήποτε απαράδεκτο) δεν είχα πάρει είδηση ότι οι Accept είχαν πάρει νέο τραγουδιστή, όντας αποφασισμένοι να συνεχίσουν τις μεταλλικές τους περιπέτειες και στον 21ο αιώνα. Άλλωστε η εμβληματική φωνή του Udo Dirkschneider αποτελούσε πλέον –οριστικά– παρελθόν (το 2005 η τελευταία τους συνύπαρξη) και δισκογραφία δεν είχε ξαναϋπάρξει από το 1996. Όλα έδειχναν λοιπόν ότι οι αγαπημένοι Τεύτονες όδευαν προς το τέλος. 

Βλέποντας βέβαια καινούριο δίσκο Accept στα promo μου (το είχε στείλει η Soundforge, που είχε τότε τη διανομή της Nuclear Blast στην Ελλάδα), προσπέρασα το κάκιστο εξώφυλλο και τον έβαλα αμέσως να παίξει. Με ακουστικά, καθώς ήμουν και στο γραφείο. Και τι ήταν αυτό... Ήδη από το πρώτο τραγούδι, ένιωσα τον κεραυνό να με χτυπάει κατακέφαλα. 

Τα υπόλοιπα, είναι ιστορία. Τόσο για μένα, όσο και για πολλούς ακόμα fans των Accept ανά την υφήλιο, που έμελλε μάλιστα να αυγατίσουν, οδηγώντας το γκρουπ σε εμπορικούς θριάμβους που δεν είχε απολαύσει ούτε όταν βρισκόταν στο μεταλλικό του ζενίθ. Οι Accept, τέλος πάντων, ξανάνιωσαν χάρη στον αμερικανικό «κινητήρα» του Mark Tornillo (των T.T. Quick), απόκτησαν κάτι από AC/DC στην κοψιά τους και συνέχισαν επάξια, βγάζοντας ξανά ωραίους δίσκους. Το Blood Of The Nations ήταν αυτό που τα ξαναματαξεκίνησε όλα, κάνοντας ημάς τους παλαιότερους μα και κάμποσους νεότερους να πυκνώσουμε ξανά τις γραμμές στις συναυλίες της γερμανικής μπάντας. Περιλάμβανε μάλιστα κι ένα κομμάτι περί πανδημίας, καιρό πριν καν υποψιαστούμε τι έμελλε να μας βρει.

Πλέον, με το φετινό Too Mean To Die, οι Accept γυρίζουν μία ακόμα σελίδα στη μακρά τους ιστορία: είναι η πρώτη τους δουλειά δίχως το σήμα κατατεθέν μπάσο του Peter Baltes –μόνο αυθεντικό μέλος απέμεινε πια ο «αρχηγός» Wolf Hoffmann. Μια κριτική για τον δίσκο θα εμφανιστεί αυτές τις μέρες στις ηλεκτρονικές σελίδες του MiC Music Portal. Οπότε, με την αφορμή, το Islands in the Stream στήνει τη δική του ας την πούμε Accept εβδομάδα, καθώς μέσα στα τελευταία 11 χρόνια έγραψα συχνά για εκείνους. Πρώτη στάση, φυσικά, το Blood Of The Nations. Με την τότε κριτική (που πρωτοδημοσιεύτηκε στο Avopolis) να αναδημοσιεύεται εδώ· με μικρές, αισθητικής φύσης τροποποιήσεις. 


#1 Κάψε τις γέφυρες, σφίξε τη γροθιά, γκρέμισε τους μπάσταρδους

#2 Δώσ’ τους τη χαριστική τσεκουριά [sic], μια γεύση τευτονικού τρόμου –εκεί, πάνω στη μανία της μετωπικής επίθεσης στους πύργους των εχθρών

#3 Άκου την κραυγή της μάχης και στάσου μπράτσο-με-μπράτσο με τους συμμάχους, στο όνομα των Υψηλών Ιδανικών

Κι αν βλέπεις τον Άρχοντα των Δαχτυλιδιών, τους 300 του Λεό ή καμιά σάγκα σε μακρινούς γαλαξίες, εντάξει. Αλλά αν τα παραπάνω αποτελούν τις θεματικές κορωνίδες ενός δίσκου, άντε να πείσεις τώρα εσύ τον αναγνώστη πως όλη τούτη η συσσωρευμένη μοχθηρία, όλο αυτό το κάλεσμα να ζωστεί σπάθες και αξίνες έχει κάτι να του πει· ότι, με κάποιον τρόπο, θα τον κάνει καλύτερο άνθρωπο... Εδώ πρέπει να πείσεις και τους μεταλλάδες ακόμα πως οι Accept τα κατάφεραν χωρίς τον Udo. Ότι δηλαδή, ενώ αυτός προσπαθεί –φιλότιμα– να κλέψει κανα τρικ από τους Rammstein ώστε να τονώσει την καριέρα του, εκείνοι ανακαλύπτουν πως, ναι, υπάρχει και μεταούντο ζωή. Και μάλιστα με μεγάλες δόξες: #4 στα γερμανικά charts δεν είχαν πάει ούτε στις μέρες ακμής τους, άσε που είχαν 21 ολόκληρα χρόνια να δουν δίσκο τους στο αμερικάνικο top-200.

Κριτικού αγώνας άγονος, προβλέπεται. Παρ’ όλα αυτά, το Blood Of The Nations ήρθε να αλλάξει τα πάντα στο σύμπαν των Accept. Και μάλιστα δίχως δραματικά μπιγκ μπανγκ. Μη γελιέστε, η σπεσιαλιτέ του μαγαζιού παραμένει ίδια. Ξαναζεσταμένο 1980s heavy metal, που με άκρατη  μπρουταλιτέ επαναφέρει στο προσκήνιο όλα εκείνα τα δοξαστικά α-λα-Manowar ομαδικά φωνητικά, τα σολαρίσματα (και δώσ’ του σολαρίσματα), το συγκεκριμένο χτύπημα των τυμπάνων, τα μακριά μαλλιά, τα πέτσινα, τα καρφιά, τις μπότες. Δεν χρειάζεται να συνεχίσω.

Μήπως όμως συμβαίνει και κάτι άλλο; Συμβαίνει. Λέγεται Mark Tornillo και σαρώνει ύπουλα και ολοκληρωτικά, σαν τορπίλη από U-Boat.

Είναι ο νέος τραγουδιστής, ένα λαρύγγι με εμφανώς μεγαλύτερο βεληνεκές από εκείνο της προηγούμενης μπάντας του, των T.T. Quick. Στους Accept βρήκε λοιπόν τον χώρο που του έπρεπε, τον κατέλαβε σπιθαμή προς σπιθαμή και ώθησε κι αυτούς στην απογείωση. Σημειώστε και την επάνοδο του Herman Frank –του κιθαρίστα του ιστορικού Balls To The Wall– όπως και την άξια παραγωγή (Andy Sneap), μα μη γελιέστε: ο κύριος λόγος που οι Wolf Hoffmann & Peter Baltes ξαναγυάλισαν τα συνθετικά τους ξίφη και στα τραγούδια των Accept ξύπνησε και πάλι εκείνο το ωμό, μπρουτάλ, σπιντάτο πράγμα που είχαν στη νεότητά τους, είναι τούτος ο frontman σε συσκευασία TNT. 

Ιδανική χρυσή τομή μεταξύ Udo Dirkschneider και Brian Johnson, ο Tornillo γρυλίζει, βρυχάται, συστρέφεται και συσπάται με έναν τρόπο «βρώμικο» κι αλήτικο, βάζοντας φωτιά στα πάντα γύρω του. "Beat The Bastards", "Teutonic Terror", "Blood Of The Nations", "Time Machine", "The Abyss", "No Shelter", η μια τσεκουριά πέφτει πίσω από την άλλη. Ακόμα και στη μπαλάντα ("Kill The Pain"), καλά στέκεται. Ο άνθρωπος είναι απολαυστικός και οι Accept έχουν και πάλι –εν έτει 2010– κάτι από τα πύρκαυλα χρόνια του Balls To The Wall (1983).

Ναι βρε παιδί μου, εντάξει. Αλλά τόση γραφικότητα πια; Κάστρα, σπαθιά, χορωδίες πολεμιστών, τσεκουροφόροι βάνδαλοι; Δεν πέρασε εδώ και δεκαετία και βάλε το χέβι μέταλ σε διαφορετικά πεδία και σε πιο απαιτητικές κατευθύνσεις, αφήνοντας πίσω τούτη τη μπιμπικιασμένη εφηβεία; Πέρασε, πράγματι. Και μπροστά σε κάτι Meshuggah, Isis και Mastodon οι Accept ίσως φαντάζουν ως παιδική ασθένεια. Σωστά; Όχι.

Ας γράψουν λάθος οι όψιμοι, «εναλλακτικοί» μεταλλάδες, όπως και οι νεοφώτιστοι θιασώτες του σύγχρονου σκληρού ήχου. Γιατί το χέβι μέταλ βαφτίστηκε στην ογκώδη μοχθηρία του Μαύρου Σαββάτου και του στεκούμενου στις Πύλες της Βαβυλώνας Dio. Γιατί ανδρώθηκε κραδαίνοντας τη NWOBHM αγριάδα, με χέρι στιβαρό. Και γιατί έστησε το thrash/death/black τσαρδί του στην επικράτεια της ροκ οικογένειας σαν Λογγοβάρδος επιδρομέας.

Σε αυτό ακριβώς το πλαίσιο αναδείχθηκαν κάποτε οι Accept. Και με το Blood Of The Nations έρχονται τώρα να καταθέσουν μια ανανεωμένη δήλωση πίστης σ' εκείνα τα ιδανικά, θυμίζοντάς μας συνάμα ότι ο σύγχρονος σκληρός ήχος ταξίδεψε ως αυτό που είναι στις μέρες μας (και) με τέτοια «καύσιμα». Κερδίζοντας ίσως σε απήχηση και σε καλλιτεχνικό εκτόπισμα, μα χάνοντας ό,τι ο Αργύρης Ζήλος περιέγραψε –ορίζοντας το παραδοσιακό χέβι μέταλ– ως «έπος και συνάμα οδυρμός, μια συνομολόγηση ταξικής αλληλεγγύης που διαρκεί όσο και η μουσική».

Αυτό τον επικό οδυρμό, αυτή τη συνομολόγηση ανασύρουν οι Accept στο νέο τους άλμπουμ. Και απλώς παίρνουν το κεφάλι όποιου αρχίσει τα μα, τα μου και τα ου.



11 Απριλίου 2021

Συχνοτική Συμπεριφορά, Σάββατο 27 Μαρτίου 2021


Η Συχνοτική Συμπεριφορά της 27ης Μάρτη ξεκίνησε με ηχητικά ζητήματα στο πρώτο μισό, αλλά και με μια συζήτηση για μπεκούνια, κληρονόμους, κασέτες Βίκυ Λέανδρος και German Beer Drinking Songs. 

Στην πορεία, αποχαιρέτησε τον Τάκη Μουσαφίρη και βρέθηκε να σχολιάζει -μεταξύ άλλων- τη νέα ταινία του Τόμας Βίντερμπεργκ (Druk στο αυθεντικό, Another Round στο διεθνές, Άσπρο Πάτο το κάναμε εμείς εδώ στην Ελλάδα) και το ποιος δίσκος των Screaming Trees είναι ο καλός, προτού ξεφύγει εντελώς στη συνέχεια. Φτάνοντας όχι μόνο να φαντάζεται συναντήσεις της Δούκισσας με τους Nick Cave & The Bad Seeds, αλλά να θέτει και το ερώτημα σε ποιο μέλος τους θα τράβαγε το αυτί. 

Κερασάκι στην όλη τούρτα; Ο Μπραντ Πιτ να φτιάχνει την κεραία της τηλεόρασης στην τελευταία ταινία του Κουέντιν Ταραντίνο.

Μπορείτε να ακούσετε ολόκληρο το σόου (χωρίς διαφημιστικά μηνύματα) πατώντας στον σύνδεσμο εδώ.

Συμπεριφέρθηκαν συχνοτικώς τα εξής κομμάτια:

1. ΚΟΥΪΝΤΕΤΟ ΠΝΕΥΣΤΩΝ ΑΙΟΛΟΣ: Γεωργίου Πονηρίδη Andante μέρος III, από το Quintet 
2. SCREAMING TREES: Halo Of Ashes
3. ΜΕΛΙΝΑ ΤΑΝΑΓΡΗ: Μπαλάντα
4. IRON MAIDEN: Mother Of Mercy
5. ΔΟΥΚΙΣΣΑ: Δεν Ήσουν Κύριος
6. NICK CAVE & THE BAD SEEDS: Tupelo
7. GLACIAL & ΓΙΩΡΓΟΣ ΜΑΖΩΝΑΚΗΣ: Δεν Είμαι Εγώ
8. KIM SALMON & THE SURREALISTS: Sunday Drive
9. SCARLET PLEASURE: What A Life
10. FLOTSAM & JETSAM: Saturday Night's Alright For Fighting
11. JAZZ Q: The Wizard (Carodej)
12. ΓΙΑΝΝΗΣ ΠΑΡΙΟΣ: Ποτέ Δεν Σε Ξεχνώ
13. ECCLESIA: Vatican III
14. TOM WAITS: I Beg Your Pardon
15. SEMIRAMIS PEKKAN: Aşkolsun Sevgilim Sana 



09 Απριλίου 2021

Μπάμπης Παπαδόπουλος: Απ' Τη Σπηλιά Του Δράκου [δισκοκριτική, 2010]


Ένας από τους καλύτερους ελληνικούς δίσκους που βγήκαν μεταξύ 2010 και 2020 ήταν και το Απ' Τη Σπηλιά Του Δράκου του Μπάμπη Παπαδόπουλου (2010). Ο Θεσσαλονικιός κιθαρίστας έγινε βέβαια γνωστός ως μέλος των Τρύπες, αλλά, από τη διάλυσή τους (2001) και μετά, παρουσίασε μια ενδιαφέρουσα δισκογραφία βασισμένη σε διαφορετικές μουσικές ανησυχίες –βλέπε λ.χ. τη συνεργασία του με τον Φλώρο Φλωρίδη για το F.L.O.R.O. II: Fictional Lies On Right Occasions (2002).

Τον Μπάμπη Παπαδόπουλο είχα την τύχη να τον φιλοξενήσω και στο ραδιόφωνο παλιότερα, σε κάποια Συχνοτική Συμπεριφορά που είχα κάνει σόλο στα χρόνια του 105,5 Στο Κόκκινο, λόγω ανέλπιστου κωλύματος του Στυλιανού Τζιρίτα. Δυστυχώς δεν έχω το σχετικό αρχείο (κάναμε μαλακίες με τη φύλαξη των εκπομπών μας), θυμάμαι πάντως ότι είναι άνθρωπος μετρημένος, συγκροτημένος και συγκεκριμένος, με εύρος μουσικών γνώσεων. 

Αν και έχω παρακολουθήσει όλη τη σόλο δισκογραφία του, στην οποία υπάρχουν κι άλλα αξιοσημείωτα άλμπουμ, νομίζω ότι το Απ' Τη Σπηλιά Του Δράκου είναι το καλύτερο ανάμεσά τους. Με αφορμή λοιπόν την προ λίγων ημερών επανακυκλοφορία του από την Puzzlemusik –με νέο mastering από τον Τίτο Καργιωτάκη (ο οποίος είχε επιμεληθεί κι εκείνο της πρώτης έκδοσης)– αναδημοσιεύεται σήμερα η κριτική που είχα γράψει 11 χρόνια πριν για λογαριασμό του Avopolis, με μικρές, αισθητικής φύσης τροποποιήσεις. 

Σημειωτέον, η πρώτη έκδοση του Απ' Τη Σπηλιά Του Δράκου έχει εξαντληθεί εδώ και χρόνια. Η επανέκδοση, επίσης, συμπίπτει με τους εορτασμούς για τα 15 χρόνια της Puzzlemusik του Χρήστου Αλεξόπουλου, οι οποίοι αναμένεται να κορυφωθούν το φθινόπωρο. 


Όχι, ο Μπάμπης Παπαδόπουλος δεν το έριξε στις μάγισσες και στους δράκους. Μια σημειολογική δήλωση για το πού κινείται η νέα του δουλειά κάνει. Μια έξυπνα δοσμένη δήλωση, σε υπέροχο «πακέτο» με το χοντρό χαρτόνι του artwork, καρπό έμπνευσης του Σίμου Σαλτιέλ. 

Υπόγεια και διακριτικά, ο τίτλος παραπέμπει στον Πειραιά –γνωστό κάποτε ως Πόρτο Δράκο. Και το χαρτόνι σε πράγματα παλιά. Γιατί όντως με πράγματα παλιά, πολύ παλιά και περαιώτικα, καταγίνεται ο Μπάμπης Παπαδόπουλος στο Απ' Τη Σπηλιά Του Δράκου. Εφιστώντας την προσοχή μας όχι τόσο στη διαχρονικότητά τους (καθότι μάλλον δεδομένη), όσο στον τρόπο με τον οποίον μπορούν να αναπνεύσουν στο σήμερα. 

Ίσως προξενήσει εντύπωση σε κάποιους ότι ο Παπαδόπουλος καταγίνεται εδώ με ρεμπέτικα της δεκαετίας του 1930 –συν το "Ένα Τραγούδι Απ' Τ' Αλγέρι" του Απόστολου Καλδάρα (1948). Αποτελεί έκπληξη, ακόμα και για έναν μουσικό ο οποίος στο διάβα του χρόνου απέδειξε τις ποικίλες ανησυχίες του: Τρύπες, Θανάσης Παπακωνσταντίνου, Σκηνές Από Ένα Ταξίδι. Ρεμπέτικα λοιπόν του Μάρκου Βαμβακάρη, του Γιώργου Μπάτη, του Βαγγέλη του Παπάζογλου, σε οργανικές εκδοχές για κιθάρα, μπουζούκι, κοντραμπάσο και πιάνο. Συνοδοιπόροι του Παπαδόπουλου, αντίστοιχα, ο Δημήτρης Βλαχομήτρος, ο Διονύσης Μακρής (καμία σχέση με τον «ήταν η ζωή μου κόλαση και την έκανες απόλαυση», εκείνος λέγεται Συντριβάνης) και ο Γιώργος Χριστιανάκης. Όλοι τους άξιοι μουσικοί, που κατέθεσαν εδώ μεράκι, εμπειρία και δεξιοτεχνία. Όμως μην περιμένετε τα γνωστά: Βαμβακάρης, αλλά όχι "Φραγκοσυριανή" μα ο "Σινάχης" από το 1934· Παπάζογλου, αλλά όχι τα "Λεμονάδικα" μα η "Καλόγρια" (1937). Και το "Μινόρε Της Αυγής" μεν, στην πρώτη του δε εκδοχή, δηλαδή το "Μινόρε Του Τεκέ" του Ιωάννη Χαλικιά (1932). 

Είναι δίσκος διασκευών, αλλά την ίδια στιγμή και κάτι παραπάνω. Ο Παπαδόπουλος ξεγυμνώνει από τη μία ένα δεδομένο υλικό και ξυπνά τη μνήμη του και το αποτύπωμά του στο πολιτισμικό μας DNA. Αλλά το φαντάζεται εντελώς διαφορετικά, με έναν σύγχρονα δημιουργικό τρόπο. Γι’ αυτό και οι ατονάλ απομακρύνσεις από τη βάση περιστροφής των αρχικών μελωδιών, γι’ αυτό και νιώθει ελεύθερος να εντάξει στη ροή τρία "Ίντρο" δικής του σύλληψης, όπως κι ένα "Φινάλε". Ούτε βάζει τον εαυτό του δίπλα-δίπλα με τους μάγκες εκείνους, ούτε τους χαλάει την πιάτσα: αρμονικότατα κολλάνε οι μελωδίες του Παπαδόπουλου δίπλα στο ανασκευασμένο παρελθόν, ειδικά εκείνο το δεύτερο "Ίντρο" προτού το "Μινόρε Του Τεκέ". Και την κιθαριστική του δεξιοτεχνία την τιθασεύει: τη θέτει στην υπηρεσία των συνθέσεων, δεν την καθιστά αυτάρεσκο πρωταγωνιστή. Το ξέρουμε βέβαια αυτό για τον Παπαδόπουλο. Αλλά δεν βλάπτει να το επισημάνω, με δεδομένο το πόσοι συνάδελφοί του ολισθαίνουν (διεθνώς) στη φλυαρία, μόνοι ή με τα συγκροτήματά τους.

Γνωρίζω αρκετούς άξιους εγχώριους δημιουργούς οι οποίοι ρίχτηκαν στην πάλη με διεθνή πρότυπα, επιθυμώντας να βάλουν μια προσωπική σφραγίδα. Και αρκετούς οι οποίοι ασχολήθηκαν σοβαρά με τη μετεξέλιξη του ό,τι θεωρούσαν «παράδοση». Όμως –με την εξαίρεση του Μάνου Χατζιδάκι σε εκείνο το Πασχαλιές Μέσα Από Τη Νεκρή Γη τόλμημά του (1962)– δεν γνωρίζω κανέναν άλλον που να κοίταξε με τόση παρρησία, ευθεία στα μάτια, τη ρεμπέτικη κληρονομιά μας· με έγνοια όχι να τη διαφυλάξει και να την αναβιώσει, μα να τη μετασχηματίσει σε κάτι το απόλυτα σύγχρονο. Αν πέτυχε ο Παπαδόπουλος; Βασικά, ναι. Μπορεί να υπήρξαν σημεία αποπροσανατολισμού, ουδέποτε όμως ολίσθησε στη φλυαρία, ούτε και αυτοπαγιδεύτηκε σε ακαδημαϊσμούς. Λαμπρά παραδείγματα επιτυχίας η "Γυφτοπούλα" του Μπάτη, η "Καλόγρια" και ο "Σινάχης". Όχι μόνο ως εκτελέσεις, αναφέρομαι κυρίως στην προσέγγιση.

Θα το προχωρήσω και παραπέρα: δεν έχει (τόση) σημασία το πόσο πέτυχε ο Παπαδόπουλος κι αν μπορεί να επιτύχει και περισσότερα με περαιτέρω εξερευνήσεις. Ακόμα κι όσοι βρουν το Απ' Τη Σπηλιά Του Δράκου μια δουλειά η οποία περισσότερο θα τους ιντριγκάρει με την πρωτοτυπία της, παρά με τα αποτελέσματά της, πρόκειται για έναν από τους πιο γενναίους ελληνικούς δίσκους των τελευταίων χρόνων. Δίσκο που θέτει πολύ σπουδαία ζητήματα –κυρίως αυτό της συνδιαλλαγής με την ελληνικότητα και με την παράδοσή μας σε ένα διεθνοποιημένο περιβάλλον και την επανατοποθέτησή τους στο τελευταίο με μη μουσειακό/ρετρολάγνο τρόπο. 

Για τον ίδιο τον Μπάμπη Παπαδόπουλο, το Απ' Τη Σπηλιά Του Δράκου μπορεί να αποδειχθεί πρώτο σκαλοπάτι προς ένα σπουδαίο δημιουργικό μέλλον. Αλλά, αν παράλληλα οι συγκυρίες το βοηθήσουν να μη χαθεί στη δίνη του ΔΝΤ (και λοιπών συμφορών) και βρεθούν άνθρωποι να ακούσουν με προσοχή τα όσα επιχειρούνται εδώ, δεν αποκλείεται να φτάσουμε να μιλάμε για έναν δίσκο ο οποίος θα καθορίσει πράγματα και εξελίξεις, ανοίγοντας πόρτες προς το μέλλον. Έχουν μεγάλο ενδιαφέρον τέτοιου είδους πόρτες: ανοίγουν συχνά-πυκνά στο σώμα της μουσικής, δίχως να διαβαίνονται όλες στο σωστό τάιμινγκ. Η εγχώρια δημιουργία δεν έχει πάντως την πολυτέλεια να χάσει τούτη εδώ.