12 Απριλίου 2021

Εβδομάδα Accept, μέρος 1: Blood Of The Nations [δισκοκριτική, 2010]


Πίσω στο 2010 ήμουν αρχισυντάκτης στο Avopolis και ήταν εποχές που στο γραφείο μου κατέφταναν ακόμα promo νέων κυκλοφοριών από τις δισκογραφικές. Μας είχε φάει το indie, τότε, οπότε για κάποιον λόγο (οπωσδήποτε απαράδεκτο) δεν είχα πάρει είδηση ότι οι Accept είχαν πάρει νέο τραγουδιστή, όντας αποφασισμένοι να συνεχίσουν τις μεταλλικές τους περιπέτειες και στον 21ο αιώνα. Άλλωστε η εμβληματική φωνή του Udo Dirkschneider αποτελούσε πλέον –οριστικά– παρελθόν (το 2005 η τελευταία τους συνύπαρξη) και δισκογραφία δεν είχε ξαναϋπάρξει από το 1996. Όλα έδειχναν λοιπόν ότι οι αγαπημένοι Τεύτονες όδευαν προς το τέλος. 

Βλέποντας βέβαια καινούριο δίσκο Accept στα promo μου (το είχε στείλει η Soundforge, που είχε τότε τη διανομή της Nuclear Blast στην Ελλάδα), προσπέρασα το κάκιστο εξώφυλλο και τον έβαλα αμέσως να παίξει. Με ακουστικά, καθώς ήμουν και στο γραφείο. Και τι ήταν αυτό... Ήδη από το πρώτο τραγούδι, ένιωσα τον κεραυνό να με χτυπάει κατακέφαλα. 

Τα υπόλοιπα, είναι ιστορία. Τόσο για μένα, όσο και για πολλούς ακόμα fans των Accept ανά την υφήλιο, που έμελλε μάλιστα να αυγατίσουν, οδηγώντας το γκρουπ σε εμπορικούς θριάμβους που δεν είχε απολαύσει ούτε όταν βρισκόταν στο μεταλλικό του ζενίθ. Οι Accept, τέλος πάντων, ξανάνιωσαν χάρη στον αμερικανικό «κινητήρα» του Mark Tornillo (των T.T. Quick), απόκτησαν κάτι από AC/DC στην κοψιά τους και συνέχισαν επάξια, βγάζοντας ξανά ωραίους δίσκους. Το Blood Of The Nations ήταν αυτό που τα ξαναματαξεκίνησε όλα, κάνοντας ημάς τους παλαιότερους μα και κάμποσους νεότερους να πυκνώσουμε ξανά τις γραμμές στις συναυλίες της γερμανικής μπάντας. Περιλάμβανε μάλιστα κι ένα κομμάτι περί πανδημίας, καιρό πριν καν υποψιαστούμε τι έμελλε να μας βρει.

Πλέον, με το φετινό Too Mean To Die, οι Accept γυρίζουν μία ακόμα σελίδα στη μακρά τους ιστορία: είναι η πρώτη τους δουλειά δίχως το σήμα κατατεθέν μπάσο του Peter Baltes –μόνο αυθεντικό μέλος απέμεινε πια ο «αρχηγός» Wolf Hoffmann. Μια κριτική για τον δίσκο θα εμφανιστεί αυτές τις μέρες στις ηλεκτρονικές σελίδες του MiC Music Portal. Οπότε, με την αφορμή, το Islands in the Stream στήνει τη δική του ας την πούμε Accept εβδομάδα, καθώς μέσα στα τελευταία 11 χρόνια έγραψα συχνά για εκείνους. Πρώτη στάση, φυσικά, το Blood Of The Nations. Με την τότε κριτική (που πρωτοδημοσιεύτηκε στο Avopolis) να αναδημοσιεύεται εδώ· με μικρές, αισθητικής φύσης τροποποιήσεις. 


#1 Κάψε τις γέφυρες, σφίξε τη γροθιά, γκρέμισε τους μπάσταρδους

#2 Δώσ’ τους τη χαριστική τσεκουριά [sic], μια γεύση τευτονικού τρόμου –εκεί, πάνω στη μανία της μετωπικής επίθεσης στους πύργους των εχθρών

#3 Άκου την κραυγή της μάχης και στάσου μπράτσο-με-μπράτσο με τους συμμάχους, στο όνομα των Υψηλών Ιδανικών

Κι αν βλέπεις τον Άρχοντα των Δαχτυλιδιών, τους 300 του Λεό ή καμιά σάγκα σε μακρινούς γαλαξίες, εντάξει. Αλλά αν τα παραπάνω αποτελούν τις θεματικές κορωνίδες ενός δίσκου, άντε να πείσεις τώρα εσύ τον αναγνώστη πως όλη τούτη η συσσωρευμένη μοχθηρία, όλο αυτό το κάλεσμα να ζωστεί σπάθες και αξίνες έχει κάτι να του πει· ότι, με κάποιον τρόπο, θα τον κάνει καλύτερο άνθρωπο... Εδώ πρέπει να πείσεις και τους μεταλλάδες ακόμα πως οι Accept τα κατάφεραν χωρίς τον Udo. Ότι δηλαδή, ενώ αυτός προσπαθεί –φιλότιμα– να κλέψει κανα τρικ από τους Rammstein ώστε να τονώσει την καριέρα του, εκείνοι ανακαλύπτουν πως, ναι, υπάρχει και μεταούντο ζωή. Και μάλιστα με μεγάλες δόξες: #4 στα γερμανικά charts δεν είχαν πάει ούτε στις μέρες ακμής τους, άσε που είχαν 21 ολόκληρα χρόνια να δουν δίσκο τους στο αμερικάνικο top-200.

Κριτικού αγώνας άγονος, προβλέπεται. Παρ’ όλα αυτά, το Blood Of The Nations ήρθε να αλλάξει τα πάντα στο σύμπαν των Accept. Και μάλιστα δίχως δραματικά μπιγκ μπανγκ. Μη γελιέστε, η σπεσιαλιτέ του μαγαζιού παραμένει ίδια. Ξαναζεσταμένο 1980s heavy metal, που με άκρατη  μπρουταλιτέ επαναφέρει στο προσκήνιο όλα εκείνα τα δοξαστικά α-λα-Manowar ομαδικά φωνητικά, τα σολαρίσματα (και δώσ’ του σολαρίσματα), το συγκεκριμένο χτύπημα των τυμπάνων, τα μακριά μαλλιά, τα πέτσινα, τα καρφιά, τις μπότες. Δεν χρειάζεται να συνεχίσω.

Μήπως όμως συμβαίνει και κάτι άλλο; Συμβαίνει. Λέγεται Mark Tornillo και σαρώνει ύπουλα και ολοκληρωτικά, σαν τορπίλη από U-Boat.

Είναι ο νέος τραγουδιστής, ένα λαρύγγι με εμφανώς μεγαλύτερο βεληνεκές από εκείνο της προηγούμενης μπάντας του, των T.T. Quick. Στους Accept βρήκε λοιπόν τον χώρο που του έπρεπε, τον κατέλαβε σπιθαμή προς σπιθαμή και ώθησε κι αυτούς στην απογείωση. Σημειώστε και την επάνοδο του Herman Frank –του κιθαρίστα του ιστορικού Balls To The Wall– όπως και την άξια παραγωγή (Andy Sneap), μα μη γελιέστε: ο κύριος λόγος που οι Wolf Hoffmann & Peter Baltes ξαναγυάλισαν τα συνθετικά τους ξίφη και στα τραγούδια των Accept ξύπνησε και πάλι εκείνο το ωμό, μπρουτάλ, σπιντάτο πράγμα που είχαν στη νεότητά τους, είναι τούτος ο frontman σε συσκευασία TNT. 

Ιδανική χρυσή τομή μεταξύ Udo Dirkschneider και Brian Johnson, ο Tornillo γρυλίζει, βρυχάται, συστρέφεται και συσπάται με έναν τρόπο «βρώμικο» κι αλήτικο, βάζοντας φωτιά στα πάντα γύρω του. "Beat The Bastards", "Teutonic Terror", "Blood Of The Nations", "Time Machine", "The Abyss", "No Shelter", η μια τσεκουριά πέφτει πίσω από την άλλη. Ακόμα και στη μπαλάντα ("Kill The Pain"), καλά στέκεται. Ο άνθρωπος είναι απολαυστικός και οι Accept έχουν και πάλι –εν έτει 2010– κάτι από τα πύρκαυλα χρόνια του Balls To The Wall (1983).

Ναι βρε παιδί μου, εντάξει. Αλλά τόση γραφικότητα πια; Κάστρα, σπαθιά, χορωδίες πολεμιστών, τσεκουροφόροι βάνδαλοι; Δεν πέρασε εδώ και δεκαετία και βάλε το χέβι μέταλ σε διαφορετικά πεδία και σε πιο απαιτητικές κατευθύνσεις, αφήνοντας πίσω τούτη τη μπιμπικιασμένη εφηβεία; Πέρασε, πράγματι. Και μπροστά σε κάτι Meshuggah, Isis και Mastodon οι Accept ίσως φαντάζουν ως παιδική ασθένεια. Σωστά; Όχι.

Ας γράψουν λάθος οι όψιμοι, «εναλλακτικοί» μεταλλάδες, όπως και οι νεοφώτιστοι θιασώτες του σύγχρονου σκληρού ήχου. Γιατί το χέβι μέταλ βαφτίστηκε στην ογκώδη μοχθηρία του Μαύρου Σαββάτου και του στεκούμενου στις Πύλες της Βαβυλώνας Dio. Γιατί ανδρώθηκε κραδαίνοντας τη NWOBHM αγριάδα, με χέρι στιβαρό. Και γιατί έστησε το thrash/death/black τσαρδί του στην επικράτεια της ροκ οικογένειας σαν Λογγοβάρδος επιδρομέας.

Σε αυτό ακριβώς το πλαίσιο αναδείχθηκαν κάποτε οι Accept. Και με το Blood Of The Nations έρχονται τώρα να καταθέσουν μια ανανεωμένη δήλωση πίστης σ' εκείνα τα ιδανικά, θυμίζοντάς μας συνάμα ότι ο σύγχρονος σκληρός ήχος ταξίδεψε ως αυτό που είναι στις μέρες μας (και) με τέτοια «καύσιμα». Κερδίζοντας ίσως σε απήχηση και σε καλλιτεχνικό εκτόπισμα, μα χάνοντας ό,τι ο Αργύρης Ζήλος περιέγραψε –ορίζοντας το παραδοσιακό χέβι μέταλ– ως «έπος και συνάμα οδυρμός, μια συνομολόγηση ταξικής αλληλεγγύης που διαρκεί όσο και η μουσική».

Αυτό τον επικό οδυρμό, αυτή τη συνομολόγηση ανασύρουν οι Accept στο νέο τους άλμπουμ. Και απλώς παίρνουν το κεφάλι όποιου αρχίσει τα μα, τα μου και τα ου.



11 Απριλίου 2021

Συχνοτική Συμπεριφορά, Σάββατο 27 Μαρτίου 2021


Η Συχνοτική Συμπεριφορά της 27ης Μάρτη ξεκίνησε με ηχητικά ζητήματα στο πρώτο μισό, αλλά και με μια συζήτηση για μπεκούνια, κληρονόμους, κασέτες Βίκυ Λέανδρος και German Beer Drinking Songs. 

Στην πορεία, αποχαιρέτησε τον Τάκη Μουσαφίρη και βρέθηκε να σχολιάζει -μεταξύ άλλων- τη νέα ταινία του Τόμας Βίντερμπεργκ (Druk στο αυθεντικό, Another Round στο διεθνές, Άσπρο Πάτο το κάναμε εμείς εδώ στην Ελλάδα) και το ποιος δίσκος των Screaming Trees είναι ο καλός, προτού ξεφύγει εντελώς στη συνέχεια. Φτάνοντας όχι μόνο να φαντάζεται συναντήσεις της Δούκισσας με τους Nick Cave & The Bad Seeds, αλλά να θέτει και το ερώτημα σε ποιο μέλος τους θα τράβαγε το αυτί. 

Κερασάκι στην όλη τούρτα; Ο Μπραντ Πιτ να φτιάχνει την κεραία της τηλεόρασης στην τελευταία ταινία του Κουέντιν Ταραντίνο.

Μπορείτε να ακούσετε ολόκληρο το σόου (χωρίς διαφημιστικά μηνύματα) πατώντας στον σύνδεσμο εδώ.

Συμπεριφέρθηκαν συχνοτικώς τα εξής κομμάτια:

1. ΚΟΥΪΝΤΕΤΟ ΠΝΕΥΣΤΩΝ ΑΙΟΛΟΣ: Γεωργίου Πονηρίδη Andante μέρος III, από το Quintet 
2. SCREAMING TREES: Halo Of Ashes
3. ΜΕΛΙΝΑ ΤΑΝΑΓΡΗ: Μπαλάντα
4. IRON MAIDEN: Mother Of Mercy
5. ΔΟΥΚΙΣΣΑ: Δεν Ήσουν Κύριος
6. NICK CAVE & THE BAD SEEDS: Tupelo
7. GLACIAL & ΓΙΩΡΓΟΣ ΜΑΖΩΝΑΚΗΣ: Δεν Είμαι Εγώ
8. KIM SALMON & THE SURREALISTS: Sunday Drive
9. SCARLET PLEASURE: What A Life
10. FLOTSAM & JETSAM: Saturday Night's Alright For Fighting
11. JAZZ Q: The Wizard (Carodej)
12. ΓΙΑΝΝΗΣ ΠΑΡΙΟΣ: Ποτέ Δεν Σε Ξεχνώ
13. ECCLESIA: Vatican III
14. TOM WAITS: I Beg Your Pardon
15. SEMIRAMIS PEKKAN: Aşkolsun Sevgilim Sana 



09 Απριλίου 2021

Μπάμπης Παπαδόπουλος: Απ' Τη Σπηλιά Του Δράκου [δισκοκριτική, 2010]


Ένας από τους καλύτερους ελληνικούς δίσκους που βγήκαν μεταξύ 2010 και 2020 ήταν και το Απ' Τη Σπηλιά Του Δράκου του Μπάμπη Παπαδόπουλου (2010). Ο Θεσσαλονικιός κιθαρίστας έγινε βέβαια γνωστός ως μέλος των Τρύπες, αλλά, από τη διάλυσή τους (2001) και μετά, παρουσίασε μια ενδιαφέρουσα δισκογραφία βασισμένη σε διαφορετικές μουσικές ανησυχίες –βλέπε λ.χ. τη συνεργασία του με τον Φλώρο Φλωρίδη για το F.L.O.R.O. II: Fictional Lies On Right Occasions (2002).

Τον Μπάμπη Παπαδόπουλο είχα την τύχη να τον φιλοξενήσω και στο ραδιόφωνο παλιότερα, σε κάποια Συχνοτική Συμπεριφορά που είχα κάνει σόλο στα χρόνια του 105,5 Στο Κόκκινο, λόγω ανέλπιστου κωλύματος του Στυλιανού Τζιρίτα. Δυστυχώς δεν έχω το σχετικό αρχείο (κάναμε μαλακίες με τη φύλαξη των εκπομπών μας), θυμάμαι πάντως ότι είναι άνθρωπος μετρημένος, συγκροτημένος και συγκεκριμένος, με εύρος μουσικών γνώσεων. 

Αν και έχω παρακολουθήσει όλη τη σόλο δισκογραφία του, στην οποία υπάρχουν κι άλλα αξιοσημείωτα άλμπουμ, νομίζω ότι το Απ' Τη Σπηλιά Του Δράκου είναι το καλύτερο ανάμεσά τους. Με αφορμή λοιπόν την προ λίγων ημερών επανακυκλοφορία του από την Puzzlemusik –με νέο mastering από τον Τίτο Καργιωτάκη (ο οποίος είχε επιμεληθεί κι εκείνο της πρώτης έκδοσης)– αναδημοσιεύεται σήμερα η κριτική που είχα γράψει 11 χρόνια πριν για λογαριασμό του Avopolis, με μικρές, αισθητικής φύσης τροποποιήσεις. 

Σημειωτέον, η πρώτη έκδοση του Απ' Τη Σπηλιά Του Δράκου έχει εξαντληθεί εδώ και χρόνια. Η επανέκδοση, επίσης, συμπίπτει με τους εορτασμούς για τα 15 χρόνια της Puzzlemusik του Χρήστου Αλεξόπουλου, οι οποίοι αναμένεται να κορυφωθούν το φθινόπωρο. 


Όχι, ο Μπάμπης Παπαδόπουλος δεν το έριξε στις μάγισσες και στους δράκους. Μια σημειολογική δήλωση για το πού κινείται η νέα του δουλειά κάνει. Μια έξυπνα δοσμένη δήλωση, σε υπέροχο «πακέτο» με το χοντρό χαρτόνι του artwork, καρπό έμπνευσης του Σίμου Σαλτιέλ. 

Υπόγεια και διακριτικά, ο τίτλος παραπέμπει στον Πειραιά –γνωστό κάποτε ως Πόρτο Δράκο. Και το χαρτόνι σε πράγματα παλιά. Γιατί όντως με πράγματα παλιά, πολύ παλιά και περαιώτικα, καταγίνεται ο Μπάμπης Παπαδόπουλος στο Απ' Τη Σπηλιά Του Δράκου. Εφιστώντας την προσοχή μας όχι τόσο στη διαχρονικότητά τους (καθότι μάλλον δεδομένη), όσο στον τρόπο με τον οποίον μπορούν να αναπνεύσουν στο σήμερα. 

Ίσως προξενήσει εντύπωση σε κάποιους ότι ο Παπαδόπουλος καταγίνεται εδώ με ρεμπέτικα της δεκαετίας του 1930 –συν το "Ένα Τραγούδι Απ' Τ' Αλγέρι" του Απόστολου Καλδάρα (1948). Αποτελεί έκπληξη, ακόμα και για έναν μουσικό ο οποίος στο διάβα του χρόνου απέδειξε τις ποικίλες ανησυχίες του: Τρύπες, Θανάσης Παπακωνσταντίνου, Σκηνές Από Ένα Ταξίδι. Ρεμπέτικα λοιπόν του Μάρκου Βαμβακάρη, του Γιώργου Μπάτη, του Βαγγέλη του Παπάζογλου, σε οργανικές εκδοχές για κιθάρα, μπουζούκι, κοντραμπάσο και πιάνο. Συνοδοιπόροι του Παπαδόπουλου, αντίστοιχα, ο Δημήτρης Βλαχομήτρος, ο Διονύσης Μακρής (καμία σχέση με τον «ήταν η ζωή μου κόλαση και την έκανες απόλαυση», εκείνος λέγεται Συντριβάνης) και ο Γιώργος Χριστιανάκης. Όλοι τους άξιοι μουσικοί, που κατέθεσαν εδώ μεράκι, εμπειρία και δεξιοτεχνία. Όμως μην περιμένετε τα γνωστά: Βαμβακάρης, αλλά όχι "Φραγκοσυριανή" μα ο "Σινάχης" από το 1934· Παπάζογλου, αλλά όχι τα "Λεμονάδικα" μα η "Καλόγρια" (1937). Και το "Μινόρε Της Αυγής" μεν, στην πρώτη του δε εκδοχή, δηλαδή το "Μινόρε Του Τεκέ" του Ιωάννη Χαλικιά (1932). 

Είναι δίσκος διασκευών, αλλά την ίδια στιγμή και κάτι παραπάνω. Ο Παπαδόπουλος ξεγυμνώνει από τη μία ένα δεδομένο υλικό και ξυπνά τη μνήμη του και το αποτύπωμά του στο πολιτισμικό μας DNA. Αλλά το φαντάζεται εντελώς διαφορετικά, με έναν σύγχρονα δημιουργικό τρόπο. Γι’ αυτό και οι ατονάλ απομακρύνσεις από τη βάση περιστροφής των αρχικών μελωδιών, γι’ αυτό και νιώθει ελεύθερος να εντάξει στη ροή τρία "Ίντρο" δικής του σύλληψης, όπως κι ένα "Φινάλε". Ούτε βάζει τον εαυτό του δίπλα-δίπλα με τους μάγκες εκείνους, ούτε τους χαλάει την πιάτσα: αρμονικότατα κολλάνε οι μελωδίες του Παπαδόπουλου δίπλα στο ανασκευασμένο παρελθόν, ειδικά εκείνο το δεύτερο "Ίντρο" προτού το "Μινόρε Του Τεκέ". Και την κιθαριστική του δεξιοτεχνία την τιθασεύει: τη θέτει στην υπηρεσία των συνθέσεων, δεν την καθιστά αυτάρεσκο πρωταγωνιστή. Το ξέρουμε βέβαια αυτό για τον Παπαδόπουλο. Αλλά δεν βλάπτει να το επισημάνω, με δεδομένο το πόσοι συνάδελφοί του ολισθαίνουν (διεθνώς) στη φλυαρία, μόνοι ή με τα συγκροτήματά τους.

Γνωρίζω αρκετούς άξιους εγχώριους δημιουργούς οι οποίοι ρίχτηκαν στην πάλη με διεθνή πρότυπα, επιθυμώντας να βάλουν μια προσωπική σφραγίδα. Και αρκετούς οι οποίοι ασχολήθηκαν σοβαρά με τη μετεξέλιξη του ό,τι θεωρούσαν «παράδοση». Όμως –με την εξαίρεση του Μάνου Χατζιδάκι σε εκείνο το Πασχαλιές Μέσα Από Τη Νεκρή Γη τόλμημά του (1962)– δεν γνωρίζω κανέναν άλλον που να κοίταξε με τόση παρρησία, ευθεία στα μάτια, τη ρεμπέτικη κληρονομιά μας· με έγνοια όχι να τη διαφυλάξει και να την αναβιώσει, μα να τη μετασχηματίσει σε κάτι το απόλυτα σύγχρονο. Αν πέτυχε ο Παπαδόπουλος; Βασικά, ναι. Μπορεί να υπήρξαν σημεία αποπροσανατολισμού, ουδέποτε όμως ολίσθησε στη φλυαρία, ούτε και αυτοπαγιδεύτηκε σε ακαδημαϊσμούς. Λαμπρά παραδείγματα επιτυχίας η "Γυφτοπούλα" του Μπάτη, η "Καλόγρια" και ο "Σινάχης". Όχι μόνο ως εκτελέσεις, αναφέρομαι κυρίως στην προσέγγιση.

Θα το προχωρήσω και παραπέρα: δεν έχει (τόση) σημασία το πόσο πέτυχε ο Παπαδόπουλος κι αν μπορεί να επιτύχει και περισσότερα με περαιτέρω εξερευνήσεις. Ακόμα κι όσοι βρουν το Απ' Τη Σπηλιά Του Δράκου μια δουλειά η οποία περισσότερο θα τους ιντριγκάρει με την πρωτοτυπία της, παρά με τα αποτελέσματά της, πρόκειται για έναν από τους πιο γενναίους ελληνικούς δίσκους των τελευταίων χρόνων. Δίσκο που θέτει πολύ σπουδαία ζητήματα –κυρίως αυτό της συνδιαλλαγής με την ελληνικότητα και με την παράδοσή μας σε ένα διεθνοποιημένο περιβάλλον και την επανατοποθέτησή τους στο τελευταίο με μη μουσειακό/ρετρολάγνο τρόπο. 

Για τον ίδιο τον Μπάμπη Παπαδόπουλο, το Απ' Τη Σπηλιά Του Δράκου μπορεί να αποδειχθεί πρώτο σκαλοπάτι προς ένα σπουδαίο δημιουργικό μέλλον. Αλλά, αν παράλληλα οι συγκυρίες το βοηθήσουν να μη χαθεί στη δίνη του ΔΝΤ (και λοιπών συμφορών) και βρεθούν άνθρωποι να ακούσουν με προσοχή τα όσα επιχειρούνται εδώ, δεν αποκλείεται να φτάσουμε να μιλάμε για έναν δίσκο ο οποίος θα καθορίσει πράγματα και εξελίξεις, ανοίγοντας πόρτες προς το μέλλον. Έχουν μεγάλο ενδιαφέρον τέτοιου είδους πόρτες: ανοίγουν συχνά-πυκνά στο σώμα της μουσικής, δίχως να διαβαίνονται όλες στο σωστό τάιμινγκ. Η εγχώρια δημιουργία δεν έχει πάντως την πολυτέλεια να χάσει τούτη εδώ. 



05 Απριλίου 2021

Φώτης Σιώτας: Τα Δεύτερα - Γιατί Κουράστηκαν Τα Πρώτα [δισκοκριτική, 2019]


Έγραψα και τις προάλλες για το live streaming του Παύλου Παυλίδη από το Principal της Θεσσαλονίκης, το οποίο απασχόλησε κάμποσους μουσικόφιλους και σχολιάστηκε θετικά και στα social media –και μάλιστα από ακροατές που συνήθως δεν πολυσυγκλίνουν στις προτιμήσεις τους.

Στο Principal, λοιπόν, δόθηκε ακόμα μία ευκαιρία να θαυμάσουμε τον Φώτη Σιώτα, καθώς μόνο εκείνος και ο Δημήτρης Τσεκούρας πλαισίωσαν τον Παυλίδη. Ο Σιώτας είναι ένας από τους καλύτερους μουσικούς που υπάρχουν σήμερα στην Ελλάδα, ενώ έχει ενδιαφέρουσα δράση και ως δημιουργός. Και μάλιστα σε ποικίλες κατευθύνσεις, όπως δείχνουν οι δουλειές του με τους Sancho 003 ή τους Σωτήρες, στις οποίες ξετυλίγεται ένα διαφορετικό πρόσωπο εν συγκρίσει με το ρεπερτόριο του Σωκράτη Μάλαμα ή του Θανάση Παπακωνσταντίνου, που έχει καταστήσει τον Σιώτα οικείο όνομα στον χώρο του έντεχνου.

Στην τελευταία του μέχρι στιγμής σόλο στάση στη δισκογραφία, ο Σιώτας επιχείρησε να γράψει λαϊκά τραγούδια. Και το έκανε με έναν τρόπο που κατόρθωσε και υπερέβη την απλώς αξιοπρεπή αναβίωση ενός λαμπρού παρελθόντος, χάρη σε διάφορες εδώ κι εκεί λοξοδρομήσεις. Ο λόγος για το άλμπουμ με τον ευφάνταστο τίτλο Τα Δεύτερα: Γιατί Κουράστηκαν Τα Πρώτα (2019), που είχε ένα εξίσου ευφάνταστο εξώφυλλο, ξεφεύγοντας από τα όσα «συνηθίζονται» στον έντεχνο και λαϊκό ήχο.

Με αφορμή λοιπόν τα του Principal, αναδημοσιεύεται εδώ η κριτική για εκείνον τον δίσκο. Πρωτοδημοσιεύτηκε το 2019 στο Avopolis και παρατίθεται τώρα με μικρές, αισθητικής φύσης τροποποιήσεις. 


Άνθρωποι με διαφορετικά σημεία εκκίνησης στη μεγάλη περιπέτεια της μουσικής, μα με κοινή συνισταμένη την (ενημερωμένη) αγάπη για το λαϊκό τραγούδι, στάθηκαν –καθένας με τον τρόπο του– στα Δεύτερα. Κι αυτό οφείλεται στον ίδιο τον δίσκο και όχι στην τυχόν αναγνωρισιμότητα που έχει αποκτήσει ο Φώτης Σιώτας στο πλευρό του Σωκράτη Μάλαμα ή/και του Θανάση Παπακωνσταντίνου: αν ήταν έτσι, θα είχε γίνει κάτι ανάλογο και με το άλμπουμ που έκανε με τους Σωτήρες (2016), μπορεί και με τη δράση του στους Sancho 003.

Σε ένα πρώτο επίπεδο, η απήχηση προξενεί απορία· ιδίως εφόσον έχεις να κάνεις με ενημερωμένους, όπως είπαμε, ακροατές. Τι μπορεί δηλαδή να ακούει κανείς εδώ, που δεν το έχει ξανακούσει σε ένα σαφώς πιο «ένδοξο» παρελθόν; Είναι άραγε η ανοιχτή αγκαλιά προς τα Δεύτερα μία ακόμα έκφανση νοσταλγίας, περιορισμένη σε ένα κοινό γύρω στα 40 (και προς τα πάνω), το οποίο βρήκε αφορμή να επαν-επισκεφθεί κάποιες μεγάλες αγάπες μέσω των «αρωμάτων» του δίσκου; Μία πράξη αντίστασης, ίσως; Ενός κόσμου που ακόμα κρατάει ζωντανή μια πλευρά της εγχώριας δημιουργίας στηρίζοντας όσους το κάνουν α-λα-παλαιά, σε ένα τοπίο όπου το λαϊκό τείνει να καταντήσει συνισταμένη ενός κατά βάση ποπ καμβά; 

Στον βαθμό που τα Δεύτερα παίρνουν όντως το αναβιωτικό μονοπάτι, φοβάμαι ότι κάπως έτσι έχουν τα πράγματα. Αλλά, όσο και να φοριέται διεθνώς η αναβίωση, όση στήριξη κι αν βρίσκει χρόνια τώρα από τον Τύπο, δεν παύει να είναι μια προσέγγιση με συγκεκριμένο ορίζοντα και με δεδομένο «ταβάνι». Επικροτούμενη σε συναισθηματικές κυρίως βάσεις, απαγορευτικές και στο να θέσει κανείς ερωτήσεις και στο να λάβει απαντήσεις, εφόσον τις θέσει. Εντούτοις, κάποιος τελικά πρέπει να γίνει «κακός» και να πει πως δεν γίνεται να έχουμε ως μέτρα και σταθμά ότι ένα τραγούδι του 2016 θα μπορούσε να λογιζόταν ως «κλασικό», αν είχε βγει το 1966. Οι καιροί μπορεί να αλλάζουν, όμως μένει διαχρονικό το νόημα της παλιάς εκείνης ρήσης για τη γιαγιά, τα ρουλεμάν και το πατίνι, που κάποτε ονομάτισε κι έναν δίσκο των Μουσικών Ταξιαρχιών.

Αλλά αυτή δεν είναι όλη η αλήθεια για τα Δεύτερα. Όπως συνήθως συμβαίνει, ο «διάβολος» κρύβεται στις λεπτομέρειες. Συχνά, δηλαδή, το άλμπουμ λειτουργεί ως πρίσμα, μέσω του οποίου ο Σιώτας περισσότερο αντικρίζει το λαϊκό παρελθόν, παρά το μιμείται. Κι έτσι, ενώ οπωσδήποτε δεν επιδιώκει να φέρει τούμπα τα δεδομένα με «μοντερνιές», ούτε και αμφισβητεί γενικά τους κανόνες (το κάνει μόνο στο εξώφυλλο, βασικά, ξεφεύγοντας από τη συντηρητική βαρεμάρα της κυρίαρχης στο έντεχνο και στο λαϊκό λογικής), καταλήγει φύσει και θέσει να παρεκκλίνει. 

Φύσει, γιατί αναπόφευκτα ο Σιώτας είναι ένας σύγχρονος άνθρωπος. Όσο επομένως κι αν έχει αγαπήσει ορισμένα ακούσματα, κάπου θέλει να πει και τη δική του ιστορία. Κι έτσι κουβαλάει εδώ εφόδια από έναν κόσμο που συγγενεύει άμεσα με τη γλώσσα των στίχων του Θοδωρή Γκόνη, εκπροσωπώντας ό,τι σχηματικά έχουμε μάθει να λέμε «έντεχνο». Εν προκειμένω, μάλιστα, είναι σαν να μας προειδοποιεί για τη συγκεκριμένη κατεύθυνση, με τον κάθε άλλο παρά λαϊκό χαρακτήρα της οργανικής εισαγωγής. Το «θέσει», τώρα, αφορά τον Σιώτα ως μουσικό. Όντας πρωτίστως βιολιστής –εξαιρετικός βιολιστής, για την ακρίβεια– επικεντρώνει φυσικά στα έγχορδα. Όμως το κάνει εμπλουτίζοντας τις ενορχηστρώσεις με τέτοια όργανα, σε βαθμό μη συνηθισμένο για το στάνταρ λαϊκό ρεπερτόριο. Με αποτέλεσμα μικρές λοξοδρομήσεις προς ένα περιβάλλον πιο Δυτικό, σε υφή και σε λογική.

Όλα αυτά θα αρκούσαν νομίζω για να στοιχειοθετηθεί η άποψη ότι παίρνεις κάτι παραπάνω από μια άριστα οργανωμένη και διαρθρωμένη αναπαλαίωση καθώς απολαμβάνεις τον Γιάννη Διονυσίου στο "Ο Περιττός Ο Άνθρωπος", τη Δήμητρα Γαλάνη στην "Προσευχή" ή την Ιουλία Καραπατάκη στο "Τα Λόγια Είναι Γράμματα". Στέκει ανοιχτός ο δρόμος, μάλιστα, για έναν ακόμα δίσκο σε ανάλογη κατεύθυνση, που ίσως να τολμήσει περισσότερο στις ενορχηστρώσεις, να δείξει βαθύτερη εξοικείωση με τα δημοτικά χρώματα με τα οποία επιθυμεί να παίξει (γιατί εδώ μάλλον μένουμε στην επιφάνεια) και να αποφύγει κάτι κουρασμένες εντεχνίλες σαν το "Στην Καρδίτσα", το οποίο ηχεί ακόμα πιο κουρασμένο εκφραζόμενο από τη «χαβαλεδιάρικη» μανιέρα του Σωκράτη Μάλαμα.

Τελικά, πάντως, δεν είναι χάρη στις μικρές πινελιές διαφορετικότητας που σε κερδίζουν τα Δεύτερα ή στις όποιες νέες γωνίες θέασης. Πάνω απ' όλα, είναι η ευστοχία που διακρίνει τα περισσότερα τραγούδια τα οποία καταθέτουν εδώ ο Σιώτας με τον Γκόνη, το πώς δηλαδή κομίζουν τη στρογγυλάδα του κλασικού λαϊκού ήχου ενόσω βρίσκονται να ισορροπούν κάπου μεταξύ Βασίλη Τσιτσάνη και Νίκου Ξυδάκη, με πιθανό «καταλύτη» τον Νίκο Παπάζογλου. Γιατί, εν τέλει, πέρα από όσους νοσταλγούν τα περασμένα, πέρα από όσους υπομένουν τους «δεύτερους» επιγόνους των Μεγάλων Παλαιών ώστε να διατηρηθεί τουλάχιστον ένα παρόν και να μη γίνουν όλα στυλ Αντώνης Ρέμος, υπάρχει μια ζωντανή ανάγκη να ακούσουμε ωραία τραγούδια στη γλώσσα μας, δοσμένα στο κάπου ανατολικοδυτικά όπου διέπρεψε η εγχώρια δισκογραφία, ήδη από τις μέρες των 78 στροφών. 



04 Απριλίου 2021

Συχνοτική Συμπεριφορά, Σάββατο 20 Μαρτίου 2021


Μετά το κόψιμο της Συχνοτικής Συμπεριφοράς από το Κόκκινο τον Οκτώβρη που μας πέρασε, οι φίλοι της εκπομπής γνωρίζουν ότι με τον Στυλιανό Τζιρίτα κρατήσαμε «ζωντανή» τη σελίδα της στο Facebook, αναδημοσιεύοντας παλιότερα σόου που είχαμε στο μικρό μας αρχείο, από το 2008 ως το 2020. Γνωρίζαμε ωστόσο κι εμείς ότι οι ραδιοφωνικοί μας φίλοι ευελπιστούσαν σε φρέσκες μεταδόσεις.

Έτσι, όταν μας έγινε πρόταση να επιστρέψουμε στα FM μέσω του Εν Πλω 89.2 της Ηγουμενίτσας (ο οποίος είναι συνέχεια του Ράδιο Θεσπρωτία, για όσους γνωρίζουν τα της περιοχής), αποφασίσαμε να δεχτούμε. Γιατί ναι μεν θα εκπέμπαμε πλέον μόνο σε Θεσπρωτία, Γιάννενα και Κέρκυρα σε FM επίπεδο, όμως οι καιροί μας έχουν και ίντερνετ, οπότε δεν χρειάζεται να τα βλέπουμε όλα αθηνοκεντρικά.Μέσω www.enplofm.gr άνετα μπορούσαν λοιπόν να μας ακούν και οι φίλοι από την υπόλοιπη Ελλάδα, αλλά κι εκείνοι που συντονίζονταν μαζί μας από τον Καναδά, τη Γερμανία, το Ηνωμένο Βασίλειο, το Λουξεμβούργο ή τη Νέα Ζηλανδία.

Όπερ και εγένετο, με ολοκαίνουριο σήμα έναρξης και με τους δυο μας να βρίσκουμε εβδομαδιαία ρουτίνα ηχογραφήσεων ώστε να στέλνουμε έτοιμο υλικό στην καινούρια μας «στέγη», όπου και εκπέμπουμε σταθερά από τις 6 Μαρτίου. Κάθε Σάββατο 3 με 5 το μεσημέρι, αλλά και σε επανάληψη έπειτα, κάθε Τετάρτη, 7 με 9 το βραδάκι. Τα Σάββατα, μάλιστα, κρατάμε «ζωντανή» τη σελίδα της εκπομπής στο Facebook, ώστε να μπορούμε να συνομιλούμε και με τους ακροατές –είτε για μια καλησπέρα, είτε για το οποιοδήποτε σχόλιο (ηχητικής φύσης ή μη).

Ένα πράγμα έμενε μόνο, το οποίο αρκετοί ακροατές μας το ζητήσατε ήδη από όταν ξεκινήσαμε στον Εν Πλω: να ανεβαίνουν τα νέα σόου και στη σελίδα της Συχνοτικής Συμπεριφοράς στο Mixcloud (όπως γινόταν και παλιότερα), ώστε να είναι διαθέσιμα και σε όσους αδυνατούσαν να συντονιστούν Σάββατα και Τετάρτες. Έτσι, επιστρέφουμε σήμερα και σε εκείνη τη «ρουτίνα», με την εκπομπή της 20ης Μαρτίου. Στην οποία οι συζητήσεις μας πήραν τροπές αναπάντεχες ακόμα και για εμάς, αφού βρεθήκαμε να σχολιάζουμε ποιος μπορεί να λογιστεί ως ο ...Σωκράτης Μάλαμας του εναλλακτικού και ποιος την είδε ως ...Λουδοβίκος Των Ανωγείων του hard rock!

Μπορείτε λοιπόν να βρείτε ολόκληρο το σόου (χωρίς διαφημιστικά μηνύματα) πατώντας στον σύνδεσμο εδώ.

Συμπεριφέρθηκαν συχνοτικώς τα εξής κομμάτια:

1. JOACHIM KÜHN & TRUMMERSCHLUNK: A-R-T-E-N-E
2. ΜΑΡΙΝΕΛΛΑ & ΑΘΗΝΑΙΟΙ: Θα 'Θελα Να Ήσουν (Αγάπη Μου)
3. THE DOOBIE BROTHERS: The Doctor
4. THE O'JAYS: Love Train
5. ΣΟΦΙΑ ΛΑΜΠΡΟΠΟΥΛΟΥ & MÁRTA SEBESTYÉN: Μοιρολόι Του Τέλους Και Της Αρχής
6. THE JESUS AND MARY CHAIN: April Skies
7. MISSY ELLIOTT: The Rain (Supa Dupa Fly)
8. SIMPLE MINDS: Alive And Kicking
9. BRAN VAN 3000: Drinking In L.A.
10. DEEP PURPLE: Stormbringer
11. ΚΑΣΤΟΡΕΣ: Βρήκαμε Τη Λύση
12. ΠΥΡΓΟΣ ΑΘΗΝΩΝ: Χάλκινες Λεωφόροι
13. ANDRÉS FISTO COBAS feat. JOSÉ ANDRÉS RODRÍGUEZ & JOSÉ ANTONIO MOREAUX-JARDINES: Achero
14. LUMIERE & MARINA RECHKALOVA: Neapolis
15. ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΑ ΤΕΝΤΟΓΛΟΥ: Μπόρα
16. ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΜΙΚΕΛΗΣ: Footprints